Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

[ ΜΙΑ ΕΠΙΜΟΝΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ]

  
   Η χολέρα έγινε η μόνιμη ιδέα του γιατρού Χουβενάλ Ουρμπίνο. Δεν ήξερε γι' αυτήν περισσότερα από τα συνηθισμένα, τα οποία είχε μάθει σε κάποιο δευτερεύον μάθημα και του είχε φανεί απίθανο που τριάντα μόνο χρόνια πριν είχε προκαλέσει στη Γαλλία, ακόμα και στο Παρίσι, πάνω από εκατόν σαράντα χιλιάδες νεκρούς. Όμως, μετά το θάνατο του πατέρα του έμαθε όλα όσα μπορούσε να μάθει για τις διάφορες μορφές της χολέρας, σχεδόν σαν εξιλέωση, για να ηρεμήσει τη θύμησή του κι έγινε μαθητής του πιο γνωστού επιδημιολόγου της εποχής, δημιουργού της υγειονομικής ζώνης, του καθηγητή Αντριάν Προυστ, πατέρα του μεγάλου μυθιστοριογράφου. Έτσι, όταν γύρισε στην πατρίδα του κι ένιωσε από τη θάλασσα  τη δυσωδία της λαϊκής αγοράς κι είδε τους αρουραίους στους υπονόμους και τα παιδιά να κυλιούνται γυμνά μες στις λακούβες στο δρόμο, όχι μόνο κατάλαβε πως είχε συμβεί η καταστροφή, αλλά ήταν βέβαιος πως επρόκειτο να επαναληφθεί σ' οποιαδήποτε στιγμή.
   Δεν πέρασε πολύς καιρός. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, οι μαθητές του, στο Νοσοκομείο της Μισερικόρδια, του ζήτησαν να τους βοηθήσει μ' έναν άπορο άρρωστο που είχε μια παράξενη γαλάζια απόχρωση στο σώμα του. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο δε χρειάστηκε παρά να τον δει από την πόρτα για ν' αναγνωρίσει τον εχθρό του. Ήταν όμως τυχερός: ο άρρωστος είχε φτάσει πριν από τρεις μέρες, με μια γολέτα από το Κουρασάο κι είχε πάει μόνος του στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου, πράγμα που σήμαινε πως ίσως δεν το είχε μεταδώσει σε άλλον. Για κάθε περίπτωση, ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο προειδοποίησε τους συναδέλφους του, κατάφερε τις αρχές να ξεσηκώσουν τα γειτονικά λιμάνια για να εντοπιστεί και να μπει σε καραντίνα η μολυσμένη γολέτα κι αναγκάστηκε να συγκρατήσει το στρατιωτικό διοικητή της πόλης που ήθελε να θεσπίσει στρατιωτικό νόμο και να εφαρμόσει αμέσως τη θεραπευτική της κανονιάς κάθε τέταρτο της ώρας.
   "Κάντε οικονομία στο μπαρούτι σας για τότε που θα 'ρθουν οι φιλελεύθεροι", του είχε πει καλόγνωμα. "Δε βρισκόμαστε πια στο Μεσαίωνα". 
   Ο άρρωστος πέθανε μετά τέσσερις μέρες, πνιγμένος σ' έναν άσπρο και σπυρωτό εμετό, αλλά στις επόμενες βδομάδες δεν ανακαλύφθηκε άλλη περίπτωση παρ' όλη την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Λίγο μετά, η εφημερίδα του Εμπορίου δημοσίευσε πως δυο παιδιά είχαν πεθάνει από χολέρα, σε διαφορετικά μέρη της πόλης. Αποδείχτηκε ότι το ένα είχε δυσεντερία, αλλά το άλλο, μια μικρή πέντε χρονών, έμοιαζε πραγματικά να ήταν θύμα της χολέρας. Ο πατέρας της και τα τρία της αδέλφια μπήκαν σε χωριστή καραντίνα κι όλο το προάστιο κάτω από αυστηρή ιατρική παρακολούθηση. Ένα από τα παιδιά έπαθε χολέρα, αλλά γιατρεύτηκε γρήγορα κι όλη η οικογένεια γύρισε στο σπίτι της όταν ο κίνδυνος είχε περάσει πια.  Καταγράφτηκαν έντεκα ακόμα περιστατικά μέσα σε τρεις μήνες, ενώ τον πέμπτο έγινε μια ανησυχητική εξάπλωση. Στο τέλος όμως του χρόνου θεωρήθηκε πως οι κίνδυνοι για μια επιδημία είχαν περάσει. Κανένας δεν αμφέβαλε πως η υγειονομική αυστηρότητα του γιατρού Χουβενάλ Ουρμπίνο, περισσότερο από την επάρκεια των δημοσίων δηλώσεών του, είχε κάνει το θαύμα εφικτό. Από τότε και μέχρι πολύ αργότερα σ' αυτόν τον αιώνα, η χολέρα ήταν ενδημική, όχι μόνο στην πόλη, αλλά και σ' όλα σχεδόν τα παράλια της Καραϊβικής και σ' όλη την πεδιάδα του ποταμού Μαγδαλένα, χωρίς όμως να εξαπλωθεί  ξανά ως επιδημία. Ο συναγερμός βοήθησε στο ν' ακουστεί η δημόσια εξουσία με μεγαλύτερη σοβαρότητα. Ιδρύθηκε κανονική έδρα χολέρας και κίτρινου πυρετού στην Ιατρική Σχολή κι έγινε κατανοητή η ανάγκη να κλείσουν οι ανοιχτοί υπόνομοι και να κατασκευαστεί μια κλειστή αγορά, μακριά από το σκουπιδαριό. Ωστόσο, ο γιατρός Ουρμπίνο  δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη νίκη του, ούτε είχε τη δύναμη να επιμείνει στην κοινωνική του αποστολή, γιατί ο ίδιος βρισκόταν τότε μ' ένα του φτερό σπασμένο, σαστισμένος, αφηρημένος κι αποφασισμένος να τ' αλλάξει όλα, να τα ξεχάσει όλα στη ζωή, ύστερα από τον κεραυνοβόλο έρωτά του για τη Φερμίνα Δάσα.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

[ Ο ΞΕΠΕΣΜΟΣ ]

   Ήταν απόγιομα. Ο κόντες Αλέξανδρος Οφιομάχος Φιλάρετος, γερασμένος, σκυφτός, μικρότερος, αλλά με άσπρα μακριά γένια, με χοντρά ροδοκόκκινα χείλη, όπως όλοι οι άνθρωποι του γένους του, επερπατούσε ανήσυχα απάνω κάτω στο γραφείο του, τυλιγμένος μέσα σ' ένα τρίπαλιο πανωφόρι, που το φορούσε από χρόνια πολλά για το σπίτι το χειμώνα. Εκείνην την ημέρα δεν έκανε όμως κρύο.
   Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, σ' ένα αρχαίο, άφεγγο σπίτι, μέσα στα στενά της χώρας. Είχε τέσσερα μεγάλα παράθυρα, όλα στον ίδιο τοίχο, ήταν όμως σκοτεινό, σα να κλειούσε μέσα του σταχτή, σκονισμένον αέρα, γιατί άλλα νεόχτιστα σπίτια πολύ εστενοχωρούσαν τώρα απ' όλες τες μεριές το παλιό αρχοντικό των Οφιομάχων, που στα παλαιά χρόνια υψωνότουν μονάχο και περήφανο ανάμεσα σε φτωχικά μόνο χαμόσπιτα.
   Κιτρινιασμένες κουρτίνες και ξεθωριασμένοι χρωματιστοί μπερντέδες εσκοτείνιαζαν ακόμα περισσότερο εκείνο το δωμάτιο, και ο αέρας ήταν εκεί μέσα βαρύς και υγρός, και τα χάρβαλα πατώματα ανάδιναν μια μυρωδιά από μούχλα παλιά, από κλεισούρα κι από σκόνη. Ξεθωριασμένοι, άπαστροι, γδαρμένοι και νοτεροί ήταν κ' οι κίτρινοι τοίχοι, και τα έπιπλα παλιωμένα κι αμελημένα, αγυάλιστα από καιρούς, και μολογούσαν ως κ' εκείνα τον ξεπεσμό της αρχοντικής φαμελιάς.
   Ξάγναντα στα παράθυρα ακουμπούσαν στον τοίχο δυο μεγάλα κάρυνα αρμάρια, γεμάτα μουχλιασμένα βιβλία και στη μέση, πες, της κάμαρας, μπρος σε μία χαμηλή, μικρή, τετράγωνη πολυθρόνα ήταν ένα τραπέζι από ξύλο άσπρο, με μαυρισμένα πόδια, στρωμένο όλο με χοντρό γαλάζιο χαρτί και καταφορτωμένο με σκονισμένα χαρτιά, διπλωμένα του μάκρους και δεμένα πολλά μαζί με σπάγγους. Και ανάμεσα στα χαρτιά ήταν ένα μικρό, κατηφορητό, κινητό γραφείο, που το ρούχο του μελανιές γεμάτο δεν ήταν πλια πράσινο από χρόνια, κ' ένα στρογγυλό, τζίγκινο καλαμάρι με δυο-τρεις πένες καρφωμένες τριγύρω. Ένα άλλο αρμάρι, ένα άλλο τραπέζι στους πλαγινούς τοίχους και μερικές καρέκλες παλιές και περίεργες, αυτά ήταν τα έπιπλα της κάμαρας, όπου περνούσε τις πεισσότερες ώρες του ο γέροντας Οφιομάχος.