Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

[ ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑΝ ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ]


 - Εμείς οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ είμαστε τα θερμόμετρα της κατεστημένης ηθικής Μπισκουτέρ. Εγώ σου λέω πως αυτή η κοινωνία είναι σάπια. Δεν πιστεύει σε τίποτα.

   - Ναι, αφεντικό.
   Ο Μπισκουτέρ δεν έδινε δίκιο στον Καρβάλιο μόνο επειδή μάντευε πως ήταν μεθυσμένος, αλλά και γιατί ήταν πάντα διατεθειμένος να αποδέχεται τις καταστροφές.
   - Τρεις μήνες τώρα και δεν σταυρώσαμε πελάτη. Ούτε ένας σύζυγος που να ψάχνει για τη γυναίκα του. Ούτε ένας πατέρας που να ψάχνει για την κόρη του. Ούτε ένας κερατάς που να θέλει αποδείξεις για την απιστία της γυναίκας του. Τάχα δεν το σκάνε πια οι γυναίκες από τα σπίτια τους; Ούτε τα κορίτσια; Ναι, Μπισκουτέρ. Όσο ποτέ άλλοτε. Σήμερα όμως οι σύζυγοί τους και οι πατεράδες τους στα παπάρια τους κι αν το σκάνε. Έχουν χαθεί οι παραδοσιακές αξίες. Δημοκρατία δεν θέλατε;
   - Εμένα το ίδιο μου έκανε, αφεντικό.
   Όμως ο Καρβάλιο δεν μιλούσε με τον Μπισκουτέρ. Ρωτούσε τους πράσινους τοίχους του δωματίου ή κάποιον που, υποθετικά, καθόταν λίγο πιο πέρα από το τραπέζι του γραφείου του· ήταν ένα τραπέζι σε στιλ της δεκαετίας του 1940, με βερνίκια απαλά, που είχαν σκουρύνει ύστερα από τριάντα χρόνια, λες και βρίσκονταν πάντα στο μούσκιο εκείνου του ημίφωτος του γραφείου της κεντρικής λεωφόρου. Στράγγιξε ένα ακόμα ποτήρι παγωμένο ρακί και συσπάστηκε από την ανατριχίλα που διαπέρασε τη ράχη του. Δεν είχε καλά καλά ακουμπήσει το ποτήρι στο τραπέζι και ο Μπισκουτέρ τού το ξαναγέμισε. 
   - Φτάνει, Μπισκουτέρ. Πάω να πάρω λίγο αέρα.

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

[ Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ ΤΟΥ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ ]

   
Στο τρίστρατο απόθεσε καταγής τη θήκη με τη βιόλα του ο κοντόχοντρος ανθρωπάκος. Κάθισε πάνω στην ταξιδιωτική τσάντα ν' αναπαυτεί λιγάκι και με το βλέμμα μέτρησε τους δρόμους που ανοίγονταν ακτινωτά μπροστά του. Είχε φτάσει με βήμα γρήγορο ως εκεί, για να προλάβει την ταχυδρομική άμαξα του Πιζίνο. Ίσαμε πού θα πήγαινε; Ακόμη δεν μπορούσε ν' αποφασίσει.
   Έτσι σκυφτός όπως καθόταν, κουβαράκι, μισοκρυμμένος μέσα στα κουρέλια μιας χαμηλής συννεφιάς που έγλειφε τον ορεινό δρόμο, έμοιαζε με γκριζωπό θάμνο. Τούφες από τ' άταχτα μακριά μαλλιά του ξεφεύγαν από την κορδέλα που τα κράταγε δεμένα πίσω απ' το κεφάλι του κι ο άνεμος που φυσούσε στα υψώματα τα παράσερνε πέρα δώθε σαν φύκια κολλημένα σε θαλάσσιο βράχο.
   Πάλευε μην αποκοιμηθεί -γιατί δεν είχε κλείσει μάτι όλο το βράδυ στο πανδοχείο και προσπαθούσε να πάρει απόφαση, τώρα καθώς περίμενε, προτού χρειαστεί να πει στον αμαξά ποιος είναι ο προορισμός του.
   Ερχόταν από την καρδιά της βόρειας Ιταλίας, από το Βένετο. Είχε ταξιδέψει με άμαξα, μεγάλες διαδρομές τις είχε κάνει πεζοπορώντας, είχε ανέβει σε κάρα αγροτικά που σέρναν βόδια αργοβάδιστα, είχε καθίσει πίσω από καβαλάρηδες που δέχτηκαν να τον μεταφέρουν για σύντομες αποστάσεις, από χωριό σε χωριό, μέσα στην εύφορη κι υγρή πεδιάδα.
   Εδώ και λίγους μήνες η Ιταλία βρισκόταν σε μεγάλη αναταραχή: η Ρώμη είχε κι αυτή ανακηρυχθεί δημοκρατία τον Αύγουστο της χρονιάς εκείνης, του 1798. Και οι Ρωμάνοι, με χαιρεκακία που δύσκολα κρυβόταν, λέγαν καμαρώνοντας πως ο Βοναπάρτης θα υποχρέωνε ακόμα και τον Πάπα να του παραχωρήσει τις δικές του κτήσεις. Οι πόλεις έβραζαν από τα συντάγματα του απελευθερωτικού στρατού των Επαναστατών, οι πολίτες συγκεντρώνονταν και λογομαχούσαν ζωηρά για την κατάργηση των τίτλων της αριστοκρατίας και για τον αναδασμό της γης. Στο Ρέτζιο-Εμίλια, στη Μπολώνια, στη Βερόνα, ο μικρόσωμος ταξιδιώτης ανάσαινε, όπως σε τόσα άλλα μέρη της Ιταλίας εκείνη τη χρονιά, τον γοητευτικό και άγριον αέρα της δημοκρατίας, που είχε σα θύελλα φυσήξει πίσω από τις Άλπεις κι είχε φτάσει στην ευλογημένη, την ηλιόλουστη χώρα, ανακατεμένος με τα ζωηρά τραγούδια των Γάλλων, τις στριγγές νότες από τα πίφερα, το βρόντο από τα ταμπούρλα και τη μυρωδιά του βασιλικού αίματος.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

[ O MAΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ]

   Μια μέρα ένα ψηλό δεκαεφτάχρονο παιδί, με μάγουλα κόκκινα σαν το λειρί του γερο-κόκορα, ήρθε να χτυπήσει την πόρτα τους και ρώτησε τη Μαντλέν αν μπορούσε να παρακαλέσει τον κύριο ντε Σαιντ-Κολόμπ να τον διδάξει βιόλα και σύνθεση. Η Μαντλέν τον βρήκε πολύ όμορφο και τον κάλεσε να περάσει στο σαλόνι. Ο νεαρός, με την περούκα στο χέρι, ακούμπησε στο τραπέζι ένα γράμμα διπλωμένο στα δύο και σφραγισμένο με πράσινο κερί. Η Τουανέτ ξαναγύρισε με τον Σαιντ-Κολόμπ, που κάθισε σιωπηλά στην άλλη άκρη του τραπεζιού, δεν άνοιξε το γράμμα κι έκανε νόημα ότι άκουγε. Η Μαντλέν, ενώ το αγόρι μιλούσε, έβαλε πάνω στο μεγάλο τραπέζι, που ήταν σκεπασμένο μ' ένα γαλάζιο ύφασμα, ένα μπουκάλι κρασί τυλιγμένο με ψάθα κι ένα πιάτο από φαγιέντσα με γλυκά.
   Λεγόταν κύριος Μαρέν Μαραί (1). Ήταν φουσκομάγουλος. Είχε γεννηθεί στις 31 Μαΐου 1656 και, επειδή είχε ωραία φωνή, σε ηλικία έξι ετών τον είχαν πάρει στη βασιλική χορωδία της εκκλησίας που βρίσκεται απέναντι απ' την είσοδο των ανακτόρων του Λούβρου. Επί εννέα χρόνια φορούσε λευκό στιχάριο, κόκκινο ράσο, τετράγωνο μαύρο σκουφί. Κοιμόταν στον κοιτώνα του μοναστηριού και μάθαινε όχι μόνο γράμματα αλλά και να σημειώνει τις νότες, να τις διαβάζει και να παίζει βιόλα στο λίγο χρόνο που του έμενε διαθέσιμος -τα παιδιά της χορωδίας έτρεχαν συνέχεια στις ακολουθίες του όρθρου, στις παρακλήσεις στα ανάκτορα, στις επίσημες λειτουργίες και στους εσπερινούς.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

[ ΟΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΙ ]

Πρώτη ημέρα
ΏΡΑ ΠΡΩΤΗ
Όπου φτάνουν στους πρόποδες της μονής και ο Γουλιέλμος αποδεικνύει την ευστροφία του.
   Ήταν ένα ωραίο πρωινό στα τέλη Νοεμβρίου. Τη νύχτα είχε ρίξει λίγο χιόνι και η γη ήταν σκεπασμένη μ' ένα δροσερό πέπλο, που έφτανε τα τρία δάχτυλα. Αμέσως μετά τον Όρθρο παρακολουθήσαμε τη λειτουργία μες στο σκοτάδι σ' ένα χωριό κάτω στην κοιλάδα. Έπειτα ξεκινήσαμε για τα βουνά, ενώ ο ήλιος ξεμύτιζε.
   Καθώς σκαρφαλώναμε το απότομο μονοπάτι που τυλιγόταν γύρω απ' το βουνό, είδα το μοναστήρι. Δεν θαμπώθηκα από τα τείχη που το περιτριγύριζαν -όμοιά τους είδα σ' ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο- μα από έναν επιβλητικό όγκο, που, όπως έμαθα, ήταν το Οικοδόμημα. Ήταν ένα οκταγωνικό κτίριο, που, από μακριά, έμοιαζε τετράγωνο (σχήμα τέλειο, που εκφράζει τη στερεότητα και το απόρθητο της Πόλεως του Θεού), με τις μεσημβρινές του όψεις να πατούν στο επίπεδο του αβαείου, ενώ οι βορινές έμοιαζαν να φυτρώνουν από τις πλαγιές του βουνού, απ' όπου υψώνονταν κατακόρυφα. Λέω ότι από κάποια σημεία, κοιτάζοντας ψηλά, ο βράχος έμοιαζε να υψώνεται στα ουράνια, χωρίς να παραλλάζει χρώμα και υλικό και, ξαφνικά, γινόταν οχυρό και πύργος (έργο γιγάντων εξοικειωμένων με γη και ουρανό). Τρεις σειρές παράθυρα μαρτυρούσαν τον τρισυπόστατο ρυθμό της ανέγερσής του, ώστε αυτό που ήταν τετράγωνο στη μορφή επί γης, γινόταν τρίγωνο πνεύμα στον ουρανό. Πλησιάζοντας περισσότερο, κατάλαβα ότι σε κάθε γωνία υπήρχε ένας επτάγωνος πύργος, με τις πέντε πλευρές στο εξωτερικό μέρος του τετράγωνου σχήματος -οι τέσσερις λοιπόν, από τις οκτώ πλευρές του μεγάλου οκταγώνου σχημάτιζαν τέσσερα μικρότερα επτάγωνα, που απ' έξω φαίνονταν σαν πεντάγωνα. Δεν υπάρχει κανείς να μην κατανοεί τη θαυμαστή αρμονία τόσων ιερών αριθμών, που ο καθένας τους έχει ένα λεπτό υπερφυσικό νόημα. Οκτώ, ο αριθμός της τελείωσης κάθε τετραγώνου, τέσσερα, ο αριθμός των Ευαγγελίων, πέντε, ο αριθμός των κύκλων του κόσμου, εφτά, ο αριθμός των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Στον όγκο και στη μορφή, το Οικοδόμημα έμοιαζε, όπως είδα αργότερα στον Νότο της ιταλικής χερσονήσου, με το Καστέλλο Ουρσίνο ή το Καστέλλο νταλ Μόντε, όμως η απρόσιτη τοποθεσία του το έκανε πιο τρομερό και άξιο να γεννήσει τον φόβο στον ταξιδιώτη που το πλησίαζε σιγά σιγά. Ευτυχώς, εκείνο το καθαρό χειμωνιάτικο πρωινό, το κτίριο δεν μου φανερώθηκε με τη μορφή που το είδα τις ημέρες της θύελλας.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

[ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ]

   Τρέμοντας ολόκληρος, στάθηκα έξω από τη σκαλιστή πόρτα, το μεγάλο πορτόνε του Μοσέ Σφόρνο. Ήταν ένα τυπικό φλωρεντίνικο σπίτι εκείνης της περιόδου. Τρίπατο, πέτρινο, με καμαρωτά παράθυρα, προκαλούσε δέος σ' ένα χαμίνι των δρόμων και τρόφιμο των μπορντέλων όπως εγώ. Το χλωμό φως ενός κεριού χυνόταν στο δρόμο από ένα παράθυρο κι έριχνε τεράστια τη σκιά μου στο λιθόστρωτο. Στεκόμουν χαμένος στις σκέψεις μου, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι προσπαθούσα να καθυστερήσω την είσοδό μου στο σπίτι. Άπλωσα το χέρι μου στο ρόπτρο που είχε το σχήμα αστεριού με έξι ακτίνες, μα σταμάτησα ξανά βλέποντας στο φως του φεγγαριού ότι τα χέρια μου και τα μπράτσα μου ήταν πασαλειμμένα αίματα. Από μέσα από το σπίτι ερχόταν μυρωδιά κρεμμυδιών και λαδιού. Ήταν η ώρα του δείπνου. Πώς μπορούσα εγώ, ένας ξένος, πασαλειμμένος αίματα και βρομιές, να εισβάλω σ' αυτό το οικογενειακό άσυλο;
   Έκανα να φύγω, μα τότε άνοιξε η πόρτα και η φιγούρα του Σφόρνο διαγράφηκε στο κίτρινο φως του κεριού.
   "Κάτι άκουσα. Ή μάλλον κάτι αισθάνθηκα", είπε χαϊδεύοντας τα γένια του. "Κι είπα πως μπορεί να είσαι εσύ".
   "Ελευθερώθηκα από τον Σιλβάνο", είπα χαμηλόφωνα. Στο στήθος μου υπήρχε ένα οδυνηρό κενό που με έκανε να τα χάνω. Όλα αυτά τα χρόνια που λαχταρούσα την ελευθερία μου δεν περίμενα πως θα ένιωθα τόσο άδειος. Όμως, τι απομένει όταν πέσει η φυλακή; Πώς θα γέμιζα τώρα τις μέρες μου; Η απάντηση στο πρόβλημά μου ήταν πραγματικά η ζωή με κάποιους ξένους;
   "Πέρασε μέσα".

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

[ΜΠΛΕΓΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

   
   Τρεις μέρες αργότερα, παραμονή Πρωτοχρονιάς του έτους 1494, ο Κάρολος ο Η' και τα στρατεύματά του κατέλαβαν την πόλη. Αν εξαιρέσουμε τα εγκλήματα και τις λεηλασίες που διέπραξαν εις βάρος των Εβραίων, συμπεριφέρθηκαν μάλλον καλά σε σύγκριση με τους Γότθους ή τους Βανδάλους. Παρ' όλ' αυτά, οι ανώτεροι κληρικοί -όπως, δηλαδή, και σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι- έτρεξαν να κρυφτούν σε κελάρια, στάβλους και παράσπιτα. Εκείνο το πρωί, ο Κάρολος ήρθε στο Βατικανό. Ο πατέρας τον περίμενε μόνος στο θρόνο του, στα Διαμερίσματα των Βοργιών, ενώ μια χούφτα καρδινάλιοι είχαν κρυφτεί τρέμοντας στο υπνοδωμάτιό του. Στεκόμουν στο πλάι του. Ο Κάρολος μπήκε στην αίθουσα του θρόνου. Ξαφνιάστηκα. Εγώ περίμενα έναν καινούριο Καρλομάγνο, έναν ένδοξο, αλαζονικό στρατηλάτη. Όμως ο Κάρολος ο Η' ήταν ένας κουτσός, παραμορφωμένος νάνος με πρησμένα χείλη, άψυχα μάτια, μύτη γαμψή και χέρια που τινάζονταν νευρικά όλη την ώρα. Είχε ύψος μόνο ενάμισι μέτρο, ωστόσο έδειχνε ακόμη πιο κοντός εξαιτίας της τεράστιας καμπούρας του, που τον έκανε να σκύβει μπροστά. Για να δει οτιδήποτε πέρα από τα παπούτσια του, ήταν αναγκασμένος να τεντώνει τη μέση του προς τα πίσω. Η αποκρουστική μορφή του -τι ιεροσυλία!- έχει αποτυπωθεί για πάντα στην πρώτη σελίδα της κατά τα άλλα θαυμάσιας Βίβλου του Αταβάντε. Πίσω από τον Κάρολο έκανε την εμφάνισή του ο Καίσαρ, ψηλός, ευθυτενής, αρρενωπός, με κόκκινα άμφια και μάτια στο χρώμα του κοβαλτίου. Αυτός ναι, συλλογίστηκα, μοιάζει με Καρλομάγνο. Ο Κάρολος πλησίασε τον Πάπα κουτσαίνοντας. Έπεσε στα γόνατα πάνω στα σκαλιά του θρόνου και φίλησε το πόδι του Πάπα, το οποίο ούτως ή άλλως δεν απείχε παρά ελάχιστα εκατοστά από τη μύτη του. Ο Πάπας σηκώθηκε και βοήθησε τον Κάρολο να σταθεί στα ασταθή ποδάρια του.

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

[ΜΠΛΕΓΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ] - Β' ΜΕΡΟΣ

   "Ω, Θεέ μου!" ψέλλισα μπροστά στο θέαμα του εσωτερικού της βιβλιοθήκης. Έμοιαζε με τον Ουράνιο Θόλο των Μυστηρίων του ίδιου του Θεού, που ξάφνου είχε ανοιχτεί μπροστά μου.
   "Μικρή Λουκρητία", άκουσα μια φωνή πίσω μου. "Τι γυρεύεις εδώ;"
   "Πατέρα!" Έκανα να κινηθώ ντροπαλά προς το μέρος του -όχι ακριβώς προς το μέρος του, αλλά προς το μέρος των ραφιών και των βιβλίων που με καλούσαν. "Ήθελα..." 
   "Ναι; Τι πράγμα ήθελες;"
   "Ήθελα να διαβάσω τα βιβλία".
   "Είσαι σπάνιο παιδί, Λουκρητία. Ούτε η Τζούλια ούτε η Αντριάνα, ούτε καν η ίδια σου η μάνα, δεν έπιασε ποτέ στα χέρια της βιβλίο. Το ασθενές φύλο δε δείχνει κανένα ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία". 
   "Αλήθεια; Δεν τις ενδιαφέρει;"
   "Όχι. Η γραφή και ο λόγος, ξέρεις, δεν έχουν καμία σχέση με την αγνότητα".
   Ακόμη μια φορά επιστράτευσα όλο το θάρρος μου. "Και πώς το ξέρεις, πατέρα; Ρώτησες ποτέ καμιά τους; Ρώτησες ποτέ τη Βάνιτα αν θα της άρεσε η ανάγνωση;"
   "Δεν ήταν ανάγκη. Ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς, ο Αριστοτέλης, μάς λέει πως δεν είναι στη φύση της γυναίκας η αναζήτηση της αφηρημένης γνώσης. "Το αρσενικό στοιχείο στη φύση", έλεγε, "είναι συνδεδεμένο με ευφυή, διαμορφωμένα και τελειοποιημένα χαρακτηριστικά, ενώ το θηλυκό είναι παθητικό, υλικό και στερημένο, κι επιθυμεί το αρσενικό προκειμένου να επιτύχει την ολοκλήρωσή του". Έτσι έγραφε στα Φυσικά του".
   "Όπως επιθυμούσε εσένα η Βάνιτα;"
   "Περίπου", απάντησε γελώντας. "Αλλά στα ελληνικά". 
   "Και τι λέει για τις γυναίκες ο Αριστοτέλης;"

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

[ΜΠΛΕΓΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ] - Α' ΜΕΡΟΣ

   Η στέψη του Αλέξανδρου του Στ' τελέστηκε περίπου δέκα ημέρες αργότερα, την τρίτη εβδομάδα του Αυγούστου του 1492. Η Ρώμη εξακολουθούσε να ασφυκτιά και να ιδρώνει. Εκείνο το δεκαήμερο με την αφόρητη ζέστη στο Βατικανό υπήρχε έντονη δραστηριότητα. Η Κουρία (1) είχε εγκαταστήσει τον Καίσαρα κι εμένα στο Παπικό Παλάτι της Σάντα Μαρία, εκεί όπου θα ζούσε ο Πάπας, αν και σε διαφορετικό όροφο. Ο αδελφός μου κι εγώ βλέπαμε τον πατέρα πολύ σπάνια, και τότε από απόσταση, όποτε τύχαινε να διασχίσει με μεγάλα βήματα κάποια τεράστια αίθουσα, σέρνοντας στο κατόπι του καμιά δεκαριά ποικιλόχρωμους αποστόλους που μιλούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους, καρδιναλίους ή επισκόπους, μέλη της πολυάριθμης Κουρίας, plumbatores -μολυβδουργούς-, σφραγιστές της Παπικής Βούλας ή κάποιους από τους είκοσι έξι γραμματείς του.
   "Καθένας απ' αυτούς τους λειτουργούς έχει εξαγοράσει το ιερό του αξίωμα", έλεγε ο πατέρας.
   "Γιατί αυτό;" ρωτούσε ο Καίσαρ.
   "Οι ναοί μας, οι ιερείς, οι Άγιες Τράπεζες, οι τελετές μας, οι προσευχές, ο Παράδεισος, ακόμη κι ο ίδιος ο Θεός είναι για πούλημα", ψιθύριζε ο πατέρας.
   Έτρεχα κοντά του. Εκείνος σταματούσε, έδιωχνε με ένα νεύμα τους ακολούθους του, αγκάλιαζε και φιλούσε τον Καίσαρα κι ύστερα έσκυβε να με σηκώσει στην αγκαλιά του και να μου δώσει ένα φιλί, σάμπως να ήμαστε οι δυο σπουδαιότεροι άνθρωποι σ' αυτή τη γη. Μα σύντομα ξανάφευγε. Εκείνη την εποχή ήμασταν ορφανά.
   Και όλα ήταν τόσο μεγάλα! Απέραντα δωμάτια, ατέλειωτα φαγοπότια, ογκώδη έπιπλα. Πλούσιες κομμώσεις και μπούστα για τις γυναίκες, τεράστια καπέλα και βράκες για τους άντρες. Το καινούργιο μου υπνοδωμάτιο στο Παπικό Παλάτι -ολόκληρο δικό μου!- ήταν κάτι παραπάνω από αχανές. Διαρκώς περίμενα να δω σύννεφα να αιωρούνται στο ταβάνι. Οι μοναχές, στα χέρια των οποίων με είχαν εμπιστευτεί, ήταν πολλές και φιλικές, όπως και η παπική φρουρά και οι εκατοντάδες επισκέπτες και οι ανώτεροι κληρικοί που συναντούσαμε συνέχεια. Κάθε ώρα και στιγμή, μάς σύστηναν σε κάποιον που είχε ένα κατεβατό τίτλους, πιο μακρύ κι από την Επί του Όρους Ομιλία. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι υποκλίνονταν σ' εμάς. Όταν μας παρουσίασαν στον εκπρόσωπο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον Μαξιμιλιανό, και είδαμε ακόμη κι αυτόν να υποκλίνεται, πίστεψα πως ο Καίσαρ θα σωριαζόταν νεκρός μπροστά μου. Οι πάντες ήταν φιλικοί -περισσότερο κι από φιλικοί, αληθινά δουλοπρεπείς- απέναντι στον αδερφό μου και σ' εμένα, όπως ποτέ μέχρι τότε. Μας χαιρετούσαν με πλατιά χαμόγελα κι ήταν πάντοτε έτοιμοι να σκουπίσουν το πάτωμα με τα τεράστια καπέλα τους, έτσι όπως έσκυβαν για να δηλώσουν το σεβασμό τους. Έτρωγα ό,τι τραβούσε η όρεξή μου, ακόμη και παγωτό για πρωινό. Ένας ηλικιωμένος μονσινιόρ μού χάρισε δυο κουτάβια σέτερ. Το αρσενικό το ονόμασα Τρυφερή Μουσούδα, το θηλυκό Γλυκό Φαρμάκι, επειδή είχε υπέρωχο τρίχωμα, αλλά άφηνε δύσοσμα αέρια κάθε βράδυ.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

[ Η ΑΤΑΚΤΗ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΑ ] - Δ' ΜΕΡΟΣ

  
   "Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;" ρώτησε η Φλόρα σμίγοντας τα φρύδια.
   "Φίλοι", απάντησε ο πρώτος γραμματέας. "Θα σας οδηγήσουν με κάθε διακριτικότητα στο πλοίο σας. Παρακαλώ", πρόσθεσε απλώνοντάς της το χέρι. 
   Δεν χρειαζόταν τη βοήθειά του για να πηδήσει στο καινούργιο εκείνο πλεούμενο. Μόνο όταν ξαναβρήκε την ισορροπία της, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι δύο μαυροντυμένοι κούνησαν τα κεφάλια τους προς το γραμματέα. Τα πρόσωπα κάτω από τα δερμάτινα κασκέτα δεν ήταν πρόσωπα ανθρώπων του Θεού. Τα μάγουλα του ενός ήταν φαγωμένα από την ευλογιά και τα ρουφηγμένα χαρακτηριστικά του άλλου θύμιζαν πεθαμένο.
   Η Φλόρα έγινε άσπρη σαν χαρτί. Ανατρίχιασε. Οι δύο άντρες την πλησίασαν. Τα γόνατά της λύγισαν και κόντεψε να πέσει, πρόλαβε όμως να πιαστεί απ' το κατάρτι.
   "Τι θέλετε από μένα;"
   "Το καλό σου, κυρά μου, θέλουμε το καλό σου", είπε ο βλογιοκομμένος τραβώντας ένα κυρτό μαχαίρι.
   Η πρώτη της σκέψη ήταν πως ήθελαν να της πάρουν το χρυσάφι και αντέδρασε ακαριαία. Όχι, κανείς δεν θα της άρπαζε το θησαυρό της! Την είχε προβλέψει αυτή την πιθανότητα. Άνοιξε το σάκο της κι έβγαλε ένα ισπανικό εγχειρίδιο με φιλντισένια λαβή, που είχε κλέψει από την αίθουσα των όπλων του παλάτσο τέσσερις μήνες πριν.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

[ Η ΑΤΑΚΤΗ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΑ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

   Τρεκλίζοντας και παραπατώντας, κατάφερε να τη φτάσει. Η Φλόρα ένιωσε πίσω της τη μεθυσμένη ανάσα του κι έκανε μεταβολή.
   "Τι θέλετε;"
   "Να σας συγχαρώ, ευγενεστάτη δέσποινα".
   Η Φλόρα έκανε ένα "πφφ" που έλεγε πολλά για το ενδιαφέρον που μπορούσε να της προκαλέσει ο φουκαράς με το λιγδιασμένο γένι και το γκρίζο, λιωμένο πανωφόρι. Από τη μυρωδιά του η Φλόρα υποψιάστηκε πως έμενε στα ανατολικά του Καναρέτζιο, στις εργατικές φτωχογειτονιές. Εκεί, κοντά στις ξύλινες αποθήκες και τους τούβλινους φούρνους, ήταν συγκεντρωμένα όλα τα αποβράσματα της Βενετίας. Φυσικά, δεν είχε πάει ποτέ, φανταζόταν όμως πως εκεί φτωχοί και μαχαιροβγάλτες παραδίνονταν σε όργια.
   Το αποκρουστικό ανθρωπάκι φύσηξε τη μύτη του πιάνοντάς τη με τον αντίχειρα και το δείκτη, ρεύτηκε και συνέχισε:
   "Ευγενεστάτη δέσποινα, τους δώσατε και κατάλαβαν... οι ψωριάρηδες..."
   "Εσύ κι αν είσαι ψωριάρης", είπε μέσα της η παιδαγωγός, που άρχιζε να εκνευρίζεται. Είχε βγει για να μαζέψει πληροφορίες σχετικά με τη μυστηριώδη γόνδολα κι αυτό που είχε μαζέψει τελικά ήταν ένας μεθύστακας στο κατόπι της. Δεν το 'χε σε τίποτα να τον πετάξει στο κανάλι έτσι και συνέχιζε να την ενοχλεί.

   Αλλά η νύχτα δεν ευνοούσε τέτοια σχέδια. Το δυνατό φεγγαρόφωτο -είχε πανσέληνο- έπεφτε στα μαύρα νερά και διέγραφε καθαρά τα σχήματα των κτιρίων και των γεφυριών. Παρ' όλα αυτά, η Φλόρα ήταν αποφασισμένη να δράσει. Η ιδέα της την έκανε να νιώθει κάποια ηδονή. Και ο Θεός θα της το χρωστούσε χάρη αν έστελνε αυτό το παράσιτο στην Κόλαση.
   "Ξέρετε, ο κόσμος του Σαν Μπαρνάμπα δεν με συμπαθεί. Με βλέπουν σαν σκυλί από τότε που ζω κάτω από τη γέφυρα της εκκλησίας".

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

[ Η ΑΤΑΚΤΗ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΑ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Η Τσετσίλια, με στητό το κεφάλι, ελευθερώθηκε από το χέρι της παιδαγωγού, μόλις βρέθηκαν στον πρόναο, και την προκάλεσε προχωρώντας λίγα βήματα μπροστά της.
   "Έλα κοντά μου!"
   Η παιδαγωγός μιλούσε στον αέρα. Κάτω από το ζεστό ήλιο η Τσετσίλια αισθανόταν ελεύθερη. Από τη σκιά μιας βεράντας, η Μπεατρίτσε Κορνάρο Κονταρίνι την παρακολουθούσε. Δίπλα της, ένας άντρας ντυμένος με μαύρο βελούδο έτριβε με το χέρι του την ασημένια λαβή ενός στιλέτου περασμένου στη ζώνη του.   
   "Νομίζω πως κάναμε τη σωστή εκλογή", είπε η Μπεατρίτσε.
   "Θα δούμε", απάντησε ο άντρας. "Δεν πρέπει να μας τα χαλάσει η παιδαγωγός".
   "Αυτή η μάγισσα τα 'φαγε τα ψωμιά της", δήλωσε η Μπεατρίτσε μ' ένα μοχθηρό χαμόγελο. Αμέσως μετά έσμιξε τα φρύδια.
   Στο οπτικό πεδίο της είχαν μπει οι δυο αρκεβουζιοφόροι και, βλέποντάς τους να τρώνε με τα μάτια την ωραία Μπάφο, η Μπεατρίτσε κατάλαβε γιατί η Φλόρα φαινόταν έξαλλη. Έξω από την εκκλησία ντε Φράρι η μάγισσα χτυπιόταν σχεδόν, κατσάδιαζε την Τσετσίλια, προσπαθούσε να μην τη χάσει από κοντά της. Άδικα όμως, ο άνεμος δεν φυλακίζεται.
   "Θα το πληρώσεις πολύ ακριβά το θράσος σου!"