Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

[ ΕΦΗΒΙΚΟΙ ΈΡΩΤΕΣ ]

  
   Ο Μέλιος δεν ήταν πια παιδί. Όλον τούτο τον καιρό που έλειπε, παίδευε το νου του, σκάλιζε, διάβαζε... Ήταν μπροστά του βουνά από απορίες που έπρεπε να τα γκρεμίσει. Δέκα κασόνια βιβλία έφαγε. Πού τα βρήκε;... Μα, τ' αγόρασε! Με τα λεφτά του.
   Πάει πια ο "Σεβάχ ο θαλασσινός", πάει η γλύκα του, είχε μείνει πίσω. Τώρα ρουφούσε το στυφό μέλι της ζωής. Γνωρίστηκε με κάτι βασανισμένους δασκάλους, που γυμνώνανε μες στη χούφτα τους τον Κόσμο, που πελεκούσανε μυστικά παράθυρα μες στο πηχτό σκοτάδι της ζωής. Τα ονόματά τους ήταν παράξενα. Μαξίμ Γκόρκι. Δεν είχε δει τη φάτσα του πουθενά, μα του φαινόταν πως θα έμοιαζε με τον μπαρμπα-Ανέστη. "Μπάρμπα Ανέστη!", έτσι του ερχότανε να τον πει. Μια μέρα έπεσε πάνω σ' ένα παραμύθι του, που είχε και τη ζουγραφιά του πάνου.
   Έτσι όπως το 'λεγε ήταν. Ίδιος ο μπαρμπα-Ανέστης! Μια άλλη μέρα είδε τη ζουγραφιά ενός άλλου του φίλου: Θόδωρος Δοστογιέφσκης ήταν το όνομά του. Αυτός ήταν ο μπαρμπα-Θόδος, ολόφτυστος. Ούτε και στ' όνομα δεν παράλλαζε. Μπαρμπάδες με μεγάλα μυαλά και γλυκά μάτια. Έπιασε και μ' άλλους φιλίες. Με κάτι δασκάλους γυαλοφορεμένους με μακριά μαλλιά και λυτές γραβάτες.
   Μια μέρα έπεσε και πάνω σ' έναν κουτσό, που τον πείραζε πολύ το βλαμμένο του ποδάρι. Ήρθε και κάηκε μες στη φωτιά εκεί στο Μεσολόγγι. Η ομορφιά του, σου λέει, σήκωνε μυαλά... Έτσι λέγανε. Μιαν άλλη φορά πάλι έπεσε στα χέρια του το βιβλίο ενός γύφτου. Πούσκιν ήταν το όνομά του. Είχε στριφτό, κατσαρομάλλικο κεφάλι και μαύρο πετσί -ολόιδιος ο Μπίθρος...- μ' όλο που το κρύβανε πως ήταν γύφτος, και λέγανε πως ήταν Ρούσος, μα ήταν Έλληνας, γιατί είχε ελληνικό όνομα και τον τραβούσαν και τα χώματά μας, γιατί "σαν τρελός αγαπούσε, λέει, μια ξανθιά Ελληνίδα..." Έτσι έλεγε. Κανείς δεν ξεκαθάρισε, τι απ' όλα ήταν αληθινό. Τον λέγανε Αλέξανδρο (Έλληνας), μα έλεγε πως ήταν Ρούσος, ενώ έμοιαζε με γύφτο.
    Πήχτρα ήταν οι φίλοι του Μέλιου. Τα καλοκαίρια τα περνούσε μαζί τους, ξαπλανταρωμένος κάτω απ' τα πυκνόφυλλα δέντρα, μασούσε αχεράκια και διάβαζε, διάβαζε...
   Έπαιρνε βουτιές μες στα βιβλία, χωρίς τάξη και χωρίς διάλεγμα. Έτρωγε ό,τι έβρισκε, σαν κάτι βολικά δαμάλια, που ροκάνιζαν ό,τι έπεφτε στο παχνί τους. 
   Έτσι, σαν έφτασε ξανά στην πόλη κι ετοιμάστηκε να ξανακαθίσει στο θρανίο, το κεφάλι του ήταν ένα κουβάρι, που κουτουλούσαν μέσα του ειδών ειδών ιδέες.
   "Μαθητής της Γ' τάξεως του Οκταταξίου Μικτού Γυμνασίου..." Μπράβο! Να, αυτό θα πει μόρφωση! Στην τετάρτη τάξη, ήταν αποφασισμένος να φορέσει και γραβάτα. Εύκολο ήταν. Δεν τις πουλούσαν πολύ ακριβά. Ακριβά ήταν τα χρήματα. Εδώ καλά καλά, δεν ήταν σίγουρος για την τετάρτη. Θα του 'φτανε το χαρτζιλίκι; Γιατί τα λεφτά μπορεί να μην είχαν φωνή, ψυχή και τα τέτοια... μα είχαν φτερά. Δεν είχαν καπίστρι να τα δέσεις και να τους πεις: "Καρτερέψτε με εσείς εδώ, σας θέλω για του χρόνου".
   Μπα! 
   Με σταθμούς τα μάθαινε τα γράμματα ο καημένος ο Μέλιος. Μια χρονιά δουλειά και μια χρονιά γράμματα. [...]
....................

   Ώστε λοιπόν δεν έκανε λάθος. Αυτή ήταν η Τρίτη τάξη. Τρίτη τάξη... Φαντάσου! Τρίτη τάξη... Και λέγανε πως πάει, τέλειωσαν τα παραμύθια. Πως, όσα ήταν για να γίνουν, γίνανε τον καιρό που οι παππούδες μας ήταν ακόμη νιάνιαρα. Ευχαριστώ πολύ.
   Κάθε παππούς βγάζει τον άλλονε ψεύτη και ησυχάζει. Εδώ ήταν θαύμα. Και θαύμα μεγάλο κι απίστευτο! Τα γελάδια απόμειναν στο λιβάδι. Κι εδώ δεν είναι βοσκοτόπι, είναι σκολειό. Κι η βουή που ακούγεται, δεν την κάνει η αγέλη. Και δεν είναι ούτε το βουητό της χαράδρας. Κι ούτε είν' αχός του ρουμανιού, που τον κάνουν σαν σεργιανάνε μέσα του οι νοτιάδες. Εδώ είναι σκολειό, σκολειό. Όνειρο παλιό με θρανία, και χάρτες, και μαυροπίνακες. Να... Η λεύκα αυτή, που χαϊδολογιέται έξω απ' το παράθυρο, ποτίζεται απ' το ποτάμι του σκολειού. Η τρίτη τάξη είναι ίσα ίσα πάνω απ' αυτό το ποτάμι κι αντίκρυ στον ήλιο. Και το ποτάμι τραγουδάει με έναν πολύ δικό του σκοπό. Κι αυτή η βροχή απ' τα καλωσορίσματα στην αυλή δεν πέφτει απ' τον ουρανό, χύνεται από τα χείλια των παιδιών, και δεν παραβγαίνει με τίποτα. Είναι το παραμύθι... Το παραμύθι, που του διηγούνταν η μοναξιά έξω στα χωράφια... Που του πριόνιζαν τη νύχτα οι γρύλοι. Πως είναι ένα χτίριο, ένα θεόρατο σκολειό, που πας κι αγοράζεις κι άλλα μάτια. Κι άλλα αυτιά. Κι άλλο νου.
   Τα παιδιά στον αυλόγυρο σκοτώνονται να μιλούν. Και τι δεν έχουνε να πουν... Όλοι μαζί, τρεις μήνες, κάνανε τους μεγάλους. Γύριζαν ξεσκούφωτοι όπου ήθελαν, και χωρίς σιρίτια και κουκουβάγιες στα κασκέτα τους. Οι γλώσσες τους τρέχουν, σαν να παραβγαίνουν στο τρεχαλητό. Χτύπησε το κουδούνι. Πρώτοι μπήκαν στην τάξη οι "Πέρσες"... Δυο χρόνια τον περίμεναν. Μπήκαν σαν μια περιπολία από ξυλόπαιδα. Βρίζουνε τα παπούτσια, που τους στενεύουνε -ανυπόφορη μόδα, να σου φυλακίζουν τα πόδια! Ο Δακρυτζίκος είναι σαν αγριεμένο τελώνιο. Μεγάλωσε. Κι ο Χαμωλιάς το ίδιο, κι όλη η "συμμορία". Κοιτάζουνε παντού, με άχτι. Όχι γιατί είναι στάσιμοι -ίσα ίσα- μα γιατί δεν τους έδιωχναν. Πιάσανε πάλι τις τελευταίες σειρές. Απ' την πρώτη κιόλα στιγμή βάλανε κάτω τα σχέδιά τους, πώς και τι έπρεπε να κάνουν για να εξασφαλίσουνε καμιά γερή αποβολή.
   Ο Δακρυτζίκος σκύβει μες στ' αυτιά τους κι αρχίζει να αναπτύσσει το σχέδιό του, μα τον έκοψε αμέσως ο Χαμωλιάς. Θύμωσε. Δε συνήθιζε να επιτρέπει διακοπές. 
   - Τι τρέχει, ρε;
   - Δε βλέπεις; του λέει ο Χαμωλιάς. Ο Καντράς!
   Ο αρχηγός κατσούφιασε.
   - Όχι... δε βλέπω τίποτα, είπε με χαλασμένη φωνή... Όχι.
   Ο Χαμωλιάς, όμως, τινάχτηκε κιόλας και του 'κανε νόημα να 'ρθει κοντά τους.
   - Όχι, δε βλέπω τίποτα... συνέχισε ξινά ο αρχηγός. Αυτός, ρε, είναι για το πρώτο θρανίο.
   Ο Χαμωλιάς είδε την "κουστουμιά" του και συμφώνησε.
   - Καλά, τού είπε. Έχεις δίκιο.
   Ο Μέλιος τούς άκουσε κι έκοψε τη φόρα του. Έμεινε, για λίγο, αναποφάσιστος και κατόπι κάθισε σ' ένα θρανίο πιο μπρος. Πίσω του άκουσε το δύσκολο χνότο του Δακρυτζίκου.
   - Καλά, είπε ο Χαμωλιάς... αφού δε θέλει κοντά μας... Τι να τον κάνουμε, ας μη θέλει!
   - Το μυρίστηκε ότι θα 'τρωγε την κλοτσιά του, γι' αυτό δεν ήρτε.
   Ο Μέλιος γύρισε και τον κοίταξε μες στα μάτια. Κείνος τα γύρισε με λύσσα αλλού.
   - Θωρή... του λέει.
   - Άσε με! Φάε ντουβάρι, τι γυρεύεις ρε, πίσω σου;
   - Να σου δώσω το χέρι.
   - Χώσ' το στη μύτη σου!
   Ο Χαμωλιάς συγκινήθηκε.
   - Να του το δώσω εγώ, ρε Θοδωρή;... ρώτησε τον αρχηγό του.
   - Όχι!
   Μια μπουνιά ακούστηκε καθαρά να χώνεται μες στα πλευρά του υπασπιστή.
   Ο Μέλιος γύρισε για μια τελευταία φορά.
   - Δεν είμαι για τα πρώτα θρανία... Αυτό μόνο θέλω να σου πω. Πρώτα πρώτα ούτε και καταδέχομαι.
   Από πίσω δεν απάντησαν τίποτα. Μόνο οι αναπνοές τους δυσκολεύτηκαν περισσότερο.

   Κάτου στα πρώτα θρανία είχαν κι αυτοί τα δικά τους. Πού και πού πήγανε. Τι και τι κάνανε. Παινεψιές. Τι άλλο να τους νοιάζει; Άλλοι φρόντιζαν για όλα. Για την προαγωγή; Κανένας δε ζαλιζότανε. Όλοι στο τέλος θα βγαίνανε "προακτέοι", ακόμη και τα κούτσουρα. Τα μάτια σου να κάψουν τον "Πέρση". Και ξεφτέρι να είναι, ο βαθμός του θα ζυγιστεί σαν να 'ναι μάλαμα, μην τύχει και ξεφύγει καμιά μονάδα παραπάνου.
   Απ' το τρίτο θρανίο και πέρα δε γύριζε κανένας να δει πίσω, λες κι ήταν η χώρα του Λωτ. Ο Καρούμπαλος το είδε αυτό και μια μέρα το χτύπησε λίγο τσουχτερά.
   - Να στρέφεστε ενίοτε και προς τα οπίσω, τους είπε. Λάθος κάνετε, δεν είναι η χώρα των Γομόρρων. Είναι η χώρα των γομαριών!
   Μα εκείνοι δεν τον υπάκουσαν, για να μη γίνουν αλάτι... 

   Σε μια στιγμή η βουή της τάξης έκοψε απότομα. Σαν κοπαδάκι πλουμιστά πουλιά, μπήκαν μέσα τα κορίτσια. Ήταν όλες σοβαρές κυρίες. Κι είχαν δίκιο. Δεν ήταν πια τα μυξιάρικα της πρώτης, που τρέμανε σαν τα γατιά μπροστά στο δάσκαλο. Παρακαλώ! Αυτές ήταν δεσποινίδες! Ο Μέλιος έριξε απ' τη θέση του μια ματιά. Εξόν απ' την Καλιοντζή -μια χοντρομπαλού με γυαλιά, που τη θυμόταν από πρόπερσι- όλες οι άλλες ήταν καινούργιες. Όλο πάχαινε αυτό το κορίτσι με τα γυαλιά -για πού τραβούσε;
   Πρώτη πρώτη μπήκε μια ξανθομάλλα τινάζοντας τα μαλλιά της, σαν για να διώξει το χιόνι και γιόμισε την τάξη σπίθες. Είχε μπλε περήφανα μάτια και κατάχλομο πρόσωπο. "Ο Άι-Γιώργης!", είπαν οι "Πέρσες" και κάνανε το σταυρό τους. Το κορίτσι γέλασε, χλομιάζοντας περισσότερο. Όλες περνούσαν με σκυφτά μάτια. Έλεγες πως τις έπιασε, ξαφνικά, η συλλογή. Τελευταία μπήκε ένα ανήσυχο πλάσμα, δαγκάνοντας τα χείλη του. Δρασκέλισε σαν κοτσύφι και προχώρησε με γρήγορα βήματα κατά τη θέση του.
   Ο Μέλιος ταράχτηκε. Ήταν μια κοπελίτσα λεπτή και θαμπή σαν σίκαλη. Με κάτι νυχτωμένα μάτια και επίμονα μαύρα ματόκλαδα. Στις ρίζες των μαλλιών της γυάλιζαν κάτι ψιλές ψιλές χαντρίτσες από ιδρώτα, που έσβησαν σαν ανάεροι ατμοί. Ήταν ένα κορίτσι λαγαρό σαν πρωινό ρυάκι. Ο Μέλιος, χωρίς να το προσέξει, τσάκωσε τα μάτια του κρεμασμένα απάνω της. Και τρόμαξε. Μόνο μια φορά ακόμη, σ' όλη τη μικρή του ζωή, είχε τρομάξει έτσι. Ήταν μια βραδιά, που, καθώς κοιμόταν σ' ένα λιβάδι, ένα άστρο ρίχτηκε καταπάνω του να τον κάψει. Μα τώρα τι έτρεχε; Τίποτα. Κάτι μαλλιά, πέρασαν ανεμίζοντας. Μαλλιά; Μαύρα μαλλιά, ε, καλά, είχαν όλες. Γιατί λοιπόν έμειναν έτσι τα μάτια του κολλημένα πάνω σε κείνα τα μαλλιά; Μήπως έφταιγε η κορδέλα που τα 'ζωνε έτσι μ' αγάπη; Ήταν μια θαλασσιά κορδέλα που την περιτριγύριζε σαν ποταμάκι στο δάσος. Αυτό ήταν;... Όχι. Μήπως πάλι -όχι, όχι, δεν μπορεί- μήπως, καθώς περνούσε από μπροστά του, μπέρδεψε τα βήματά της; Τέτοιο πράμα, κι αν γινόταν, θα το πρόσεχαν όλοι. Ησυχία. Στο κάτω κάτω δεν ήταν πια παιδάκι! Ένας άντρας, έπρεπε να φανεί άντρας. Επιτέλους, να σεβαστεί και την... ηλικία του! Πριν από λίγο τα δάχτυλά του ήταν φρόνιμα. Τι τα 'πιασε τώρα και παίζουν ταμπούρλο; Και τα μάτια του... καλά ήταν πρώτα τα μάτια του... μαλακά και ήσυχα σαν του μουσκαριού. Δεν είχαν πολλές δουλειές. Έβλεπαν ή έκλαιαν ή γελούσαν. Τώρα τι πάθανε; Φέγγουν δαιμονισμένα και γυαλίζουνε... Καλό κι αυτό! Κρατήσου. Ήρθε μια μικρή θαλασσοταραχή, θα φύγει. Να, κοίτα... Το κοριτσόπουλο είναι ήσυχο, ήσυχο, σαν να ταξιδεύει σε λίμνη. Μπορεί να το λένε και Παρασκευοπούλου... Αρτεμισία Παρασκευοπούλου. Γιατί όχι; Ή Λαμπροθέα. Λαμπροθέα Καστραβέτσου. Κοίτα καλύτερα τον Άι-Γιώργη. Δες πόσο λάμπει μες στη φωτίτσα των μαλλιών του. Κάνε κι εσύ το σταυρό σου, σαν θα περνάει. Τη Λαμπροθέα άστηνα. Τι σε πειράζει το καημένο το κοτσύφι; Πες πως είναι κι αυτή μια γελαδίτσα, που ήρθε για να βοσκήσει γράμματα. Και ησύχασε. Δώσε καλύτερα αυτί στο Δακρυτζίκο, που κάτι λέει πάλι για σένα. Βάζει στοίχημα ένα τάλιρο, για όποιον μπορέσει να σου "χαμηλώσει τη μύτη".
   - Και τη χωρίστρα;... λέει ο Κούρκουλος.
   - Πού είναι η χωρίστρα; ρωτά ο Δακρυτζίκος. Βλάκα! Χωρίστρα, ρε, είν' αυτή;
   - Αμ τι είναι;
   - Μονοπάτι για να περνάνε οι ψείρες!...
   Ο Μέλιος ευθύς κατάλαβε ότι θα γινόταν πολύ δυστυχισμένος. Βαστήχτηκε. 
   - Θωρή... γύρισε και του είπε μοναχά, κι ήταν πολύ λυπημένος... 
   Ο Δακρυτζίκος τίναξε το κεφάλι του πέρα.
   - Χαμωλιά... λέει τώρα στο φίλο του αρχηγού... πες μου εσύ, τι του έκανα;
   Ο Χαμωλιάς πάλεψε λίγο με τον εαυτό του. Στο τέλος νίκησε ο "Πέρσης".
   - Δεν ξέρω...του λέει. Ρώτα τον ίδιο. Γιατί δε ρωτάς τον ίδιο; Μίλα του, ρε Θωρή... Δεν ακούς, που σε ρωτάει... τι σου έκανε;
   Ο Δακρυτζίκος έφτυσε.
   - Τι μου 'κανε; Δεν τον βλέπεις, ρε, που μου παρασταίνει το... το... Α στο διάλο! Δεν ξέρω... Πάψε.
   Ο Μέλιος τον κοίταξε αδερφικά. Καημένε Θωρή... Θωρή... Γιατί να σου θυμώσει; Ξέρεις εσύ πόσο του στοίχισε κείνο το σακάκι; Και ξέρεις τι χτυπάει κάτω από κείνο το σακάκι; Ξέρεις εσύ πόσα λαχανιάσματα πίσω απ' τα γελάδια και πόσα ξενύχτια και ξεπαγιάσματα... και πόση αμίλητη τραγωδία πλήρωσε, για να γευτεί τούτη τη σημερινή χαρά; Τη χαρά, την τόσο εύκολη για όλους: να μπορεί ν' ακουμπά τον αγκώνα του πάνω σε κείνο το σανίδι, να βλέπει το φαγωμένο κι ασουλούπωτο μαυροπίνακα; Ν' ακούει τα χλιμιντρίσματα του Καρούμπαλου, και τη νεκρανάλατη σοφία του παπά;... Καημένε Θωρή... να ξέρεις... Μα δεν πρόφτασε να συνεχίσει τους διαλογισμούς του. Απ' το διάδρομο ακούστηκε ένα "σσσ" κι όλοι τρέξανε στις θέσεις τους. Στην τάξη μπήκε ο Σκαμβουράς. Ήταν αλλιώτικος... πολύ αλλιώτικος. Φορούσε βέβαια -ναι, πάντα- το φιογκάκι, θαλασσί με άσπρες βουλίτσες... Φορούσε ένα καινούργιο λαδί κοστούμι, μα τα μάτια του ήταν πιο θαρρετά, να... πιο λυμένα, και πιο άνετα τα χέρια του. Άνοιξε τον κατάλογο πάνω στην έδρα κι άρχισε να διαβάζει τα ονόματα.
   - Αλαρύσσος Ευάγγελος.
   - Παρών!
   - Ακτύπης Ιωακείμ.
   - Παρών!
   - Βουραχμάνη Καλλιόπη.
   - Παρούσα!
   Του Μέλιου πήγαινε να σπάσει η καρδιά του. Ξαφνικά, τα μάτια του καθηγητή θάμπωσαν. Η φωνή του ακούστηκε ταραγμένη.
   - Καδράς... είπε τρέμοντας, κι έψαξε με τα μάτια να βρει τον αγαπημένο του μαθητή.
   - Παρών... ακούστηκε, κάτω από μια καλοχτενισμένη χωρίστρα, η φωνή του Μέλιου.
   Ο καθηγητής χλομός, απ' τη θέση του, έψαξε ανάμεσα απ' τα κεφάλια των παιδιών να τον ξεχωρίσει. Είχε ανασηκωθεί... Στάθηκε ακίνητος και προσπάθησε να καταλαγιάσει τη φωνή του. 
   - Πολύ χαίρομαι, Καδρά... παιδί μου... ψιθύρισε, κι ένα υγρό φως έπαιξε στα μάτια του.
   - Κι εγώ, κύριε... απάντησε τρέμοντας η ευτυχισμένη φωνή του Μέλιου.
   Ο Σκαμβουράς έσκυψε στην έδρα του και προσπάθησε να βρει τη χαμένη σειρά του. Η φωνή του δεν ήταν ακόμη σταθερή.
   - Μαρνέρης Αλέξανδρος...
   - Παρών!
   - Ξυπολήτου Ευτέρπη.
   - Παρούσα!
   Ο κατάλογος προχωρούσε κανονικά. Ο Μέλιος κοιτούσε το φιογκάκι, που, ύστερα από κάτι ανήσυχα σκαμπανεβάσματα, άρχισε να ησυχάζει. Μα, τότε, έγινε κάτι το πρωτάκουστο. Ένα πήδημα μες στη ζωή, μια επιστροφή στο παραμύθι και στον κόσμο της παιδικής φαντασμαγορίας. Ο κατάλογος είχε μέσα ένα όνομα, που είχε λιώσει μέσα στα χρόνια που πέρασαν... που είχε φύγει για πάντα απ' τη μνήμη και τη γλώσσα του Μέλιου. Ένα θρυμματάκι μοναχά είχε γλιτώσει απ' την απόλυτη λησμονιά... και κάθε φορά που διάβαζε καμιά τρυφερή σελίδα, ερχότανε ν' ακουμπήσει σαν το περαστικό πουλί πάνω στην όχθη της καρδιάς και να φύγει πάλι μ' ένα ανεξιχνίαστο φτερούγισμα για πού... για πόσο; Δεν ήξερε. Ένα όνομα... Και το όνομα ήταν τώρα μες στον κατάλογο. Φαίνεται πως είχε μια δική του μουσική, κι όλοι στάθηκαν για να τ' ακούσουν. Ως και του καθηγητή τού άρεσε και το πρόφερε με πιο μελωδική φωνή.
   - Σταμίρη Αγράμπελη...
   - Παρούσα...
   Η φωνή ήταν μελωδικότερη απ' τ' όνομα. Ποια από όλες ήταν; Ο Μέλιος τιχάχτηκε απότομα, σαν να τον κάψανε, και γύρισε πίσω. Ένα πρόσωπο που το 'σβηναν τα μεγάλα του μάτια, έστεκε εκεί πίσω, δειλό, γλυκό, υποτακτικό, και -θεέ μου!- τ-ο-ν... κοιτούσε!... Κοτσυφάκι... Ναι, ήταν αυτή. Κι έπρεπε να είναι. Μα ποιοι θεοί παίξανε έτσι, διαβολικά; Ποια αστόχαστη συντυχιά τα 'φερνε έτσι;
   Αγράμπελη Σταμίρη. Το κοριτσάκι με το παραμύθι... (Τα μάτια τους το 'παν αμέσως στον εαυτό τους).
   "Ώστε αυτή ήταν;"
   "Ώστε αυτός ήταν;"
   Αυτός; Αυτός τώρα ήξερε τι ήταν. Ήταν ευτυχισμένος... ευτυχισμένος... Και η κοπελούδα -κείνη η βιαστική, η ανυπόμονη κοπελούδα- τον περίμενε! Δεν είχε ακόμη... παντρευτεί; Απορούσε κι εκείνος, πώς τα κατάφερε, ύστερα από τόση βιασύνη. Και τι άγγελος που ήταν, τι αμύριστος άγγελος! Φορούσε -όπως όλες- γαλάζια ποδίτσα με σούρες. Μια λεπτή, πολύ λεπτή αλυσιδίτσα στο λαιμό, μια μαύρη ζώνη, και τίποτα άλλο... Μα και τίποτα άλλο δεν της χρειαζότανε. Είχε όμως μαύρα, πολύ μαύρα φουντωμένα μαλλιά, και τα κύματά τους έσπαζαν στους ώμους. Δάγκωνε -όπως κείνη την ώρα που περνούσε- τα χείλη της, κι οι ατμοί διαλύονταν πάνω απ' το μέτωπό της... Κι όλα ήταν απάνω της μικρά και κοντυλένια. Καλλιγραφία.
   Τι ονόματα είχε παρακάτω ο κατάλογος; Μήπως τελείωσε; Μήπως άρχισε το μάθημα; Δεν κατάλαβε... Κάτι μιλούσαν. Κάτι έλεγαν. Μπορεί Γεωγραφία. Μπορεί Αρχαία. Ίσως και να μην τελείωσε ο κατάλογος καθόλου. Ή μπορεί να τον πήρε ο καθηγητής ξανά απ' την αρχή. Μα κείνος άλλο όνομα δε θυμόταν. Άλλο μάθημα δεν ήξερε. Άλλη εικόνα δεν αναπολούσε.
   "Ώστε αυτή ήταν;"
   "'Ωστε αυτός ήταν;"
   Αγράμπελη Σταμίρη...
   - Περάστε, παιδιά, στο διάλειμμα... [...]
...............................

   Η πολιτεία τούτη είναι σαν μια ζωγραφιά καμωμένη από άμυαλο ζωγράφο. Εκεί που πάει να κάνει σπίτι, κάνει ένα εργαστήρι, που τροχάει μαχαίρια. Κι εκεί που πάει να ζωγραφίσει εκκλησιά, σου κάνει έναν πλάτανο, που από κάτω τα παπιά ξεσυνερίζονται στο τραγούδι τα τζιτζίκια.
   Κι έχει πολλά -Θε μου, πόσα!- πλατάνια. Κι έχουν μπόλικον ίσκιο. Τόσο, που άμα κάθεσαι από κάτω, ο ήλιος αναγκάζεται να σκύψει για να σε βρει.
   Τούτο το αλαφρό καλοκαιράκι όλα ήταν στρωμένα εδώ για να περάσει ο θεός, μα πρόφτασε και του 'κοψε το δρόμο η αγάπη. Όλα ήταν στρωμένα για να τα ράνει η άνοιξη... Θα ήταν όμως ανώφελο, αν δεν ερχόταν η αγάπη. 
   Αυλίτσες, και χωράφια, και μικρά κηπάρια, όλα... Κάμποι, χωράφια και μεσαριές γιόμισαν κόκκινους, πράσινους και γαλάζιους αφρούς. Ανθοβόλησε ο κόσμος. Η καρδιά του Μέλιου τρέμει σαν δροσοσταλίδα. Μοσκοβολά και το προσκεφάλι του -ας είναι αχερένιο...
   Εκεί κοντά στην άκρη κάθε νύχτας ανάβουν οι φωτιές της ανατολής και τον τρελαίνουν. Θα την αντέξει και τη σημερινή φωτιά; Ο κόσμος ανέβηκε χίλια μέτρα ψηλά... και τώρα ο Μέλιος, αντί να περπατά, πλέει στον αέρα. Ξέρει... πως μόλις τα μάτια της Αγράμπελης του πουν "όχι", θα πέσει και θα γίνει συντρίμμια. Χτες φορούσε ένα γιακαδάκι κίτρινο -τι όμορφη που ήταν η τάξη με κίτρινο γιακαδάκι!... Θαρρείς και της περάσανε στεφάνι στο λαιμό. Καμιά, καμιά, καμιά δεν είναι έτσι. Σίγουρα το θρανίο της θα μοσκοβολά. Είναι σίγουρος. Μα θέλει να το μάθει. Μια μέρα καμώθηκε πως κάτι ξέχασε και γύρισε στην τάξη να το πάρει. Όλα ήταν ήσυχα. Και τυφλός να ήταν θα το 'βρισκε το θρανίο της... γιατί -ναι!- μοσκοβολούσε. Μα με κανένα απ' τα γνωστά του αρώματα. Μοσκοβολούσε κείνην... ολόκληρη κείνην. Στάθηκε κει, από πάνω του, σαν να ήταν προσκυνητάρι κι έκλεισε τα μάτια του. Απέξω ακούστηκε ένα ελαφρό τρεχαλητό. Άνοιξε τα μάτια του. Στο διάδρομο χανόταν το φουστάνι του "Αι-Γιώργη".
   Κάηκε. Γιατί ο "Άι-Γιώργης" -ας είχε ξανθόφλογα μαλλιά και χλομά μάγουλα- σε κάτι τέτοια δεν μπορούσες να του έχεις εμπιστοσύνη. Αν ήταν να σε μαρτυρήσει, δε θα τον εμπόδιζε η χλομάδα του.
   Έπειτα, μπορεί και να μην τον πολυχώνευε. Το πίστευε αυτό, γιατί μόνο ο Μέλιος δεν έκανε το σταυρό του σαν περνούσε απ' το θρανίο της. Της άρεσαν αυτά τα θυμιατίσματα.
   Κατέβηκε στο διάλειμμα με κομμένα πόδια. Στις λεύκες κοντά ήταν μια τούφα κορίτσια και κακαρίζανε. Όχι. Ο "Άι-Γιώργης" δεν ήταν μαζί τους. Την είδε να τρώει ήσυχα κάτι καραμελίτσες, να τις βυζαίνει, κι ύστερα να πλένει τα χέρια της στο ποτάμι. Ύστερα κοίταξε για την Αγράμπελη. Την είδε με ριγμένο το κεφάλι σε μια λεύκα, να κοιτά κάτι ταξιδιάρικα σύννεφα. Ουρανέ μου! Τι όμορφη που ήταν!...
   Ήθελε να το μάθουν όλοι, πως ήταν όμορφη. Και πως αυτή, η πολύ όμορφη, ήταν δική του. Κάτι μπαρμπάδες χτίζανε με τις πέτρες ένα σπίτι και νόμιζε πως το χτίζανε με λουλούδια. Μεγάλα θάματα γίνονταν στην πλάση τούτο το καλοκαίρι. Σκέψου!... Τα γεράκια... αυτά τα γεράκια, τ' αγριοπούλια, τού φαίνονταν σαν πεταλούδες! Ένα σπίτι μικρό, ίσαμε μια κασετίνα, μπορούσε να τον χωρέσει... φτάνει να είχε ένα μικρό φεγγίτη απ' όπου να τη βλέπει να περνάει... [...]
.............................

   Άμα πεινάς, το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι η αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι κάτι σαν φωτιά. Μα είναι; Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα, άλλος σαν δοξαριά. Τι είναι, τέλος πάντων... Κι αν, πάλι, αγάπη είναι κάτι που το λένε "αγάπη", είναι αυτό η αγάπη;
   Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;
   Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ' ένα έρημο δάσος... Αν δεν τ' ακούσει κανείς... είναι κελάηδημα; Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού;
   Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ' αυτό και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι' αγάπη!... Τα μωρά ξέρουν περισσότερα. 
   Ένα λουλούδι είπε: "Αγάπη; Είμαι εγώ". Τρελαίνεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας "Πέρσης" θα πει αυτό είναι "τρίχα". Ένας βαρκάρης θ' αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελό του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί αυτό να είναι αγάπη. Μα είναι; Ποιος να του το πει;
   Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις. Σε καίει... Σε λιώνει... Εσύ το βλέπεις. Κι αντί να βάλεις τα κλάματα, το ρίχνεις στο τραγούδι. Είσαι μεθυσμένος και δεν έχεις πιει ούτε στάλα!
   Αυτό το "πράμα" πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακκούβα να το θάβεις κι ό,τι βρέξει. Μην το λες πουθενά. Ασ' το να σε κάψει. Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ' όνομά της. Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις... Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες... θα 'χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι και άσκημος. Θα 'χεις φριχτά ασκημίσει. Αλήθεια... αυτό είναι η αγάπη; Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει.
   Ο Μέλιος ένα πράμα μόνο ξέρει. Πως θέλει κάτι να πει. Κι ένα πράμα μόνο θέλει: να το πει σε κείνην.
   Κείνη τη λένε Αγράμπελη, αλλά αυτό που θέλει να πει, πώς το λένε;
   Τη νύχτα η φλόγα του λυχναριού τρέμει σαν πεταλούδα. Στρώνεται ξανά να τη συλλογιστεί. Πρέπει να τα πει. Μα πώς; Φέρνει βόλτες γύρω απ' όλη της την ύπαρξη, ώσπου να ζαλιστεί. Ύστερα παίρνει να της γράψει: "Αγράμπελη". Τι ωραία θα ήταν να μπορούσε να σταματήσει εδώ... "Στο χωριό τώρα είναι άνοιξη... Τα χόρτα είναι πολύ ψηλά. (Γιατί το είπε τώρα αυτό; Τι σχέση έχει που τα χόρτα είναι ψηλά;) Να αγαπάς και τα χόρτα να είναι ψηλά... Ήθελα να σου πω για το φεγγάρι. Από δω είναι πολύ ωραίο. Ξέρεις;... Μια μέρα στο χωριό ήρθε ένας μ' ένα βιολί. Το βράδυ έπαιξε στο καφενείο. Οι χωριάτες πίνανε και λέγανε "αχ..." Τραγουδούσαν κιόλα με κάτι λυπημένα μάτια. Στο τέλος ο μουσικός πήρε το βιολί στην αγκαλιά, το φιλούσε κι έκλαιγε "Πολυξένη... Αχ, Πολυξένη...", έλεγε, ύστερα αποκοιμήθηκε στην καρέκλα. Μα τα χείλη του έλεγαν ακόμα μόνα τους... "Πολυξένη... Πολυξένη... Πολυξένη..."
   Το πρωί τον ρώτησαν τι του είχε κάνει αυτή η Πολυξένη; Είπε: "κάτι μού έκλεψε". Πρώτη φορά έβλεπα κάποιον να τον κλέβουν και κείνος ν' αγαπά τον κλέφτη.
   Οι χωριάτες ησυχάσανε απ' την απάντησή του και δεν τον ξαναρώτησαν. Εγώ όμως έσκασα. Παραφύλαξα λοιπόν να τον πετύχω μόνον. "Μπάρμπα... τού λέω, τι σου 'κλεψε" - "Ποια; Η Πολυξένη;" - "Ναι, τι σου 'κλεψε και κάνεις έτσι;" - "Τι μου 'κλεψε;... Μια κλωστή..." - "Και τι ψυχή έχει μια κλωστή;"
   - "Έχει, παιδί μου, έχει... Άσε, να μεγαλώσεις και θα μάθεις. Καπνίζεις;" - "Όχι" - "Βλέπεις να κάνει τίποτις ο καπνός;" - "Ναι, βήχα..." - "Άσε, θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις..." Δεν ξέρω τι θα πουν αυτά... Αγράμπελη, μα έχω σκοπό, άμα μεγαλώσω, να πάρω ένα βιολί. Τα καφενεία είναι γιομάτα χωριάτες, που λένε "αχ..."
   Αγράμπελη... δεν ήξερα τι να κάνω. Μα δεν μπορούσα να μη σου γράψω. Θυμάμαι τον Παραπονιάρη. Τώρα το παραμύθι κείνο είναι πολύ μακριά, αλλά είναι παντού τόσα αγόρια... Δε θέλω να σου θυμίσω το γάμο μας, αλλά εγώ δεν το ξεχνώ ποτέ. Γράψε μου αν σου αρέσουν ακόμη τ' άλογα... γιατί είμαι αποφασισμένος να πάρω ένα. Θα γράψω ένα βιβλίο και θα κερδίσω πολλά λεφτά, και αυτά θα γίνουν όλα. Σε παρακαλώ, όμως, να μην το μάθει κανείς. Θέλω να 'χουμε το μυστικό μας μόνο εμείς οι δυο. Τώρα πια τα 'μαθες όλα. Ό,τι έχω θα σ' τα λέω όλα.
   Έχω κι ένα άλλο μεγάλο σχέδιο. Το καλοκαίρι που θα κλείσουνε τα σκολειά, θ' ανεβώ στα βουνά να κάνω το δάσκαλο στα βλαχάκια. Είναι κανονισμένο αυτό και μόνο τη δική σου γνώμη θέλω. Όλα σ' τα είπα, Αγράμπελη... Προχτές πήγα να κάνω σε κάποιον κάτι κακό. Τότε σε θυμήθηκα και ντράπηκα. Θέλω να με συχωρέσεις, Αγράμπελη, γι' αυτό που έκανα κι εγώ θα κάνω ό,τι θέλεις. Θέλω να τελειώσω το γράμμα μου και δεν μπορώ. Μοναχά να ξέρεις ότι δεν έχω κανέναν άλλο στον κόσμο... και πως ό,τι και να μου κάνουνε, εγώ δε θα θυμώσω, γιατί θα θυμάμαι εσένα. Δε θα κοιμηθώ όλη τη νύχτα. Θα περιμένω το γράμμα σου". 
   Το δίπλωσε και τ' ακούμπησε στην καρδιά του. Ό,τι ήθελε, ας γινότανε. Κείνος θα της το 'δινε κι ας ρήμαζαν όλα. Να της το δώσει. Μα πώς, όμως; Πώς;
   Να τη σταματήσεις στο δρόμο και να της πεις "παρ' το, αυτό είναι για σένα" και κείνη να κοκκινίσει, να γίνει παπαρούνα, να μπερδευτεί, να μην ξέρουνε τι να κάνουνε...
   Αδύνατο. Μα τότε λοιπόν; Τίποτε. Εδώ χρειαζότανε μια απόφαση γερή και γλήγορη. Θα 'γραφε στο πανώγραμμα φαρδιά πλατιά τ' όνομά της και θα το 'βαζε κρυφά μες στα βιβλία της... κι από κει κι ύστερα ας αποφάσιζε ο θεός και οι άγγελοι -που κάνουνε πως δεν ξέρουνε τίποτα και τα ξέρουνε όλα. Κι έτσι κι έγινε. Μα, μόλις τα ταχτοποίησε όλα και κατέβηκε στο διάλειμμα, άρχισαν να τον κυνηγάνε οι φόβοι. Αν το γράμμα παράπεφτε; Αν, πριν το πάρει κείνη στα χέρια της, πριν το δει, το μυριζότανε καμιά άλλη; Οι φόβοι άρχισαν να τον αγκυλώνουνε σαν καυτά σουβλιά. Σκέψου... Τα γλυκά του "φυλαχτά", αυτά που δεν ήθελε ούτε να τα μαντέψουν, να τα πάρουν ξένα χέρια, να τα σέρνουν οι ξένες βρόμικες γλώσσες, να τα ξεφτυλίζουν στους δρόμους. Να... τώρα, αυτές οι "κουβάρες" των κοριτσιών είναι δυνατό να κάνουν τίποτα άλλο;... Σκαρώνουν κι όλας τη συνωμοσία. Αδύνατο πια να ξαναπατήσει σ' αυτό το σκολειό. Κι έπρεπε να φύγει κι από την πόλη, το δίχως άλλο. Όμορφα γραμματάκια... Αντίο. Αλλά δεν μπορούσε να μην της το γράψει κείνο το γράμμα. Πώς το λένε! Δεν μπορούσε να μην της το στείλει... Δεν μπορούσε τα λουλούδια να μοσκοβολάνε τόσο πολύ, το ποτάμι να κυλά τόσο αθώα, κείνος να 'χει σκοπό να γράψει ένα βιβλίο, να αγοράσει άλογο, να πάρει βιολί... και κείνη να μην ξέρει τίποτα... Πώς μπορούσε να γίνει αυτό; Όχι. Καλύτερα που ήρθε έτσι. Καλύτερα να το μάθαιναν κι όλοι οι άλλοι, παρά να μην το ξέρει ούτε αυτή.
   Αυτή τη στιγμή, κείνη δεν ξέρει τίποτα. Κάνει περίπατο "αλαμπρατσέτα" με την Καλιοντζή και μιλά μαζί της χαμηλά χαμηλά. Τι της λέει και πάνε να της φύγουν τα γυαλιά από το τέντωμα των ματιών της; Αχ... αν ήξερε! Θ' ανέβαινε τώρα απάνω και θα 'τρεχε στο θρανίο της, όπως το διψασμένο αρνάκι στο νερό. Θα τα 'κανε αλήθεια -για στάσου!- θα τα έκανε αυτά, κείνο το πουλί, για κείνον; Γιατί; Τι τον είχε;
   "Τον βλέπετε αυτόν με το ντρίλι; Μου 'στειλε γράμμα για γάμο. Εγώ, αυτόν; Ας γελάσω χα χα χα..." Να ποια ήταν η τραγωδία... Νομίζεις, κύριε, ότι έχει τόσο ωραία μάτια για να κοιτάζουν εσένα; Η τάξη είναι γιομάτη ομορφόπαιδα. Οι τσέπες τους κουδουνίζουν σαν εκκλησιές. Δεν είναι ψέμα. Κερνοβολάνε όλη την τάξη και μερικές φορές πετάνε και καμιά πάστα απ' το παράθυρο, έτσι για να δείξουνε ότι για τα λεφτά δεν τους νοιάζει.
   Είναι κι ένας με ωραία χωρίστρα, μαλλιά ξανθά, με σταχτιά μάτια και με στόμα... να, σαν κόκκινο κεράσι. Τον λένε Κοντολέων. Το ξέρει πως όλες μιλούν γι' αυτόν. Αφήνει να τον διαλέγουν όλες κρυφά για δικό τους και κείνος δεν διαλέγει καμιά. Ξέρει τη δύναμή του και γι' αυτό περπατά ψηλομύτικα και σφυρίζει. Άμα θέλει αυτός, έτσι δα να κάνει, σου την κάνει τη Σταμίρη να τρέχει ξοπίσω του, σαν κουταβάκι δεμένο απ' την αλυσίδα του.
   Σ' αυτόν θα πάει πρώτα να δείξει το γράμμα. "Κοίταξε τι μου 'γραψε αυτός. Τι τα πέρασε τα μούτρα του; Αυτό θέλω να ξέρω". Ο Κοντολέων θα νιώσει μια ξιπασμένη λύπη γι' αυτόν και θα τον κάνει να σκίσει τα ρούχα του. Μεγάλες συμφορές τον βρήκαν τον καημένο το Μέλιο. Ήταν για να σκάσει... Μα τον λυπήθηκε ο μπαρμπα-Θόδος και χτύπησε την κουδούνα.
   Ώσπου να φτάσει στην τάξη, κόντεψε να χάσει στη σκάλα την ψυχή του. Κάθισε στο θρανίο σαν κατηγορούμενος. Σε λίγο έφτασε η ώρα να μπουν και τα κορίτσια. Αυτή ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της ζωής του. Η ματιά, που θ' άλλαζαν στο σύντομο πέρασμά της, του 'φτανε για όλη τη μέρα και για όλη τη νύχτα. Του έφτανε να πλαγιάσει νηστικός και να κοιμηθεί σαν ευτυχισμένος θεός. 
   Πέρασε... Πρώτα προχωρούσε το γλυκό της άρωμα, κατόπι αυτή. Μα... Θεέ μου... τον κοίταξε; Τι έγινε; Πώς μπερδεύτηκε σήμερα έτσι; Τον κοίταξε ή όχι; Σκότωνε, έδερνε το νου του. Πώς δεν πρόσεξε αυτό το σημαντικό πράμα; Πώς του ξέφυγε έτσι σαν αστραπή;
   Γύρισε πίσω κάτι δραματικά μάτια. Κείνη ήταν κατάχλομη και κοιτούσε επίμονα και συλλογισμένα τον αντικρινό της τοίχο. Έχωσε το λαιμό της στο γιακά της. Τώρα θα σήκωνε το χέρι της και θα τον μαρτυρούσε. Ξανακοίταξε. Κείνη ακριβώς την ώρα κάτι είχε σκύψει να της πει η Καλιοντζή και κείνη την έσπρωξε με τον αγκώνα της νευριασμένα. Μα δεν ήταν πια χλομή. Τώρα ήταν κόκκινη σαν ρόδι. Ας τελείωνε κι αυτή η ώρα... Ο μπαρμπα-Θόδος έχει το νου του να ποτίσει φλισκούνι τη Ζουμπουλιά και διόλου δε σκέφτεται τι τραβάει ο φίλος του απάνω. Ας τελείωνε η ώρα. Πότε, λοιπόν, θα τελείωνε κι αυτή η ώρα; Πώς τεμπέλιασαν και ψόφησαν, έτσι ξαφνικά, όλα; Πώς παραξένιασε ο κόσμος; Να, τώρα θα έπρεπε να σηκωθεί ο μπαρμπα-Θόδος, να τινάξει τη φουστάνα του, να στρώσει λίγο το μουστάκι του και ν' αρπάξει την κουδούνα. Φταίει ο Αλμπέρ... Το βρήκε! Αυτός φταίει, που σβαρνάει το μάθημά του σαν τροκάνα... "Τι έχεις, λοιπόν, mon ami;"
   - Βιάσου... βιάσου... βιάσου... φώναζαν τα μάτια τού Μέλιου... Βιάσου! Τίποτ' άλλο.
   Τα ματάκια ρωτούσαν πάντα ανήσυχα και συμπονετικά. Κρίμα... τόσα αδερφικά μάτια και να μην ξέρουν καλά ελληνικά.
   Τέλος η κουδούνα φώναξε με την πιο σκληρή της φωνή.
   - "Entracte" είπε ο Αλμπέρ. Περάστε ευγενικά όλοι εις το αντράκτ.
   Οι "Πέρσες" χύθηκαν σαν τρόχαλα.
   - Γλυκά... φώναξε ο Αλμπέρ. Βαδίζετε γλυκά...
   Κανείς δεν έβγαζε τι πήγαινε να πει αυτό. Αλλά όλοι τον καταλάβαιναν.
   "Ναι"... είπε η Αγράμπελη, καθώς περνούσε. Η φωνή της έτρεμε σαν τέλι. Ο Μέλιος κοίταξε μην το 'λεγε στην Καλιοντζή. Όχι. Η Καλιοντζή ήταν πίσω. Τότε;... σ' αυτόν; Όχι. Δεν το έλεγε σ' αυτόν; Η τάξη άδειασε. Τι ήθελε να πει με κείνο το "ναι..." της;
   Στο δρόμο βάδιζε σαν διαλυμένος ίσκιος. Σ' έναν καθρέφτη είδε τα μάτια του. Τι κρεμασμένα που ήταν... Κάποτε είχε δει ένα πρόβατο που του περνούσαν το μαχαίρι. Τα μάτια του δεν ήταν τόσο πολύ κρεμασμένα. 
   Όλη την ημέρα ο Μέλιος κλωθογυρνούσε σαν πουλί που το τυφλώσανε. Δεν άγγιξε ούτε ψίχουλο. Μόνο σε καναδυό βρύσες πήγε και ποτίστηκε. Οι βρύσες της πολιτείας τρέχανε καλόγνωμα για όλους. Μπούζι ήταν τα νερά τους τώρα την άνοιξη. Μερικές τραγουδούσαν κιόλας κάτι βουνίσια λιανοτράγουδα. Τα μεσάνυχτα πάλι γουργούριζαν σαν νεροφίδες. Είχε μαζί τους γνωριμίες... Από τότε που νυχτοπερπάταγε, φορτωμένος απ' τα πρώιμα βάσανα της ζωής.
   Από τότε που τον πήραν οι δρόμοι, στρατιωτάκι του πρώιμου πόνου, έτσι όπως γύρευε να τινάξει από πάνω του την πέτρα που τον σκέπαζε.
   Και τώρα ήρθε η αγάπη. Ήταν πιο βαριά. Πιο αβάσταχτη. Κάτι σαν αναμμένο μαχαίρι και σαν χάιδεμα με σπαρτίνες και γαρούφαλα. Δυνατό σαν μπόρα και μαλακό σαν αφρός. Τραγούδι, σφάξιμο και παραζάλη. Αβέβαιο σαν κύμα και σίγουρο σαν την ανατολή. Ό,τι πεις κι ό,τι δεν πεις... Κοντινό σαν το χέρι σου και μακρινό σαν άστρο.
   Η γριούλα στο σπίτι τού έκανε τη "γητειά". - "Καλύτερα να πήγαινε κανείς από βόλι παρά από "αβάσκαμα"". Έτσι έλεγε. Έβαλε σ' ένα πιάτο καθαρό νερό, μουρμούρισε με πόνο κάτι, ύστερα βούτηξε το δάχτυλό της στο λάδι και το έσπρωξε πάνω απ' το πιάτο. Ευθύς τα μάτια της γούρλωσαν κι άρχισε να κάνει το σταυρό της και να ευχαριστάει το Θεό.
   - Δόξα σοι ο Θεός... Δόξα σοι ο Θεός... Δόξα σοι ο Θεός, έλεγε. Πωπωπώ, κοίτα ένα μάτι! Μπα, που να της έβγει σαν πεταλίδα, όποια και να το 'κανε -ήμαρτον!
   - Τι είναι, γιαγιά;
   - Τι είναι... Αμ, δε γλέπεις; Το λάδι σκόρπισε σαν μπαρούτι. Καλά που το προφτάξαμε, αλλιώς θα 'κανε "πατ", έχω δει κι άλλα τέτοια.
   Έτρεξε κι η Ερασμία σαν ανήσυχο πουλί κι έσκυψε από πάνω του.
   - Τι σε έτρεξε, τζιεράκι μου; να σε κάνουμε κατιτίς να γιάνεις. Μεγάλωσες πια. Κι έτσι τζιλβελής που γίνηκες, "τραβάς". Σε αφήνει, ύστερις, το κακό μάτι; Πώς να σ' αφήκει, για...;
   Ο Μέλιος δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουε για το "κακό μάτι", μα τον ίδιο, ως τότε, δεν τον είχε πειράξει ποτές. Στο χωριό σκάζανε δαμάλια, απορρίχνανε γυναίκες, αρρώσταιναν κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά. Το κακό μάτι το 'χε μια χηρευάμενη, που της θέρισε το σόι της όλο ο Χάρος. Κανένας δεν την άφηνε να ζυγώσει σε σπίτι. Μα το χέρι της κεινής δούλευε όξω, στο δρόμο.
   Οι δυο γυναίκες, σαν τελειώσανε τις "γητειές", τον καπνίσανε με χριστολούλουδα, που είχαν πάρει απ' τον Επιτάφιο, και κατόπι τον βάλανε να γείρει στο μιντέρι και του αρχίσανε τα κανακέματα.
   - Ως αύριο το πρωί θα είσαι γερός σαν το μπρισίμι... τού είπε η Ερασμώ.
   - Κι αν δε γιάνω;
   Τότε η Ερασμώ έσκυψε το κεφάλι της χαμηλά. 
   - Τότε θα είναι σεβντάς, φως μου, σεβντάς, σεβντάς...
   - Τι θα πει αυτό;
   - Έρως, αγοράκι μου... Έρως... Έρως... Αχ...   

................................

   Η μέρα κατέβηκε θαρρετά απ' το βουνό και γιόμισε την πόλη φως... Οι πεταλούδες πετάριζαν σαν ξεφτιδάκια σκισμένα απ' το φουστάνι της άνοιξης. Απ' τα παράθυρα των σπιτιών χυνόταν τ' αεράκι κι ανακάτευε τα μαλλιά των κοριτσιών. Όμορφα που είναι την άνοιξη τα μαλλιά των κοριτσιών... προπάντων σαν τ' ανεμίζει τ' αεράκι... 
   Ο Μέλιος δεν ξύπνησε. Ήταν ανήσυχος αποβραδίς. Τον άλεθε η λύπη. Ήταν γιομάτος αγάπη και τρομάρα για μια μαυρομαλλούσα, που, και να την έβλεπες μοναχά, τρελαινόσουν.
   Τι να το 'χει κάνει το γράμμα του; Σε ποιον να το 'δειξε; Πού το 'χει πεταγμένο; Ή μην το μάζεψε και το 'κρυψε; Τώρα κείνη μπορεί -αφού έκανε καλά καλά την κακία της- να κοιμάται (και θα 'ναι τόσο όμορφη με τα μάτια κλειστά...). Αλλά, πώς μπορεί να 'χει τόση κακία και να 'ναι ακόμη όμορφη;
   Άδικος που είσαι, θεέ! Καν' την τουλάχιστον άσκημη, να την ταιριάξεις με τον εαυτό της!
   Άσκημη, είπε; Όχι άσκημη! Ας τον κάνει ό,τι θέλει. Ας τον κουρελιάσει, ας τον ρημάξει. Μα άσκημη; Δε θέλει. Προτιμά να τον κάνει κείνον βουβό ή σκαντζόχοιρο. Θα συλλογιέται πως κείνη είναι όμορφη και θα παρηγοριέται.
   Λοιπόν, Αγράμπελη... (Χριστέ μου, τι μεγάλα μάτια!), το ξέρεις πως είσαι αγγελοκάμωτη; Το ξέρεις;... Το ξέρεις... Μήνα Μάη θα σε βάφτισαν, δε γίνεται. Γιατί περπατάς και χύνεται από πάνω σου λουλουδόσκονη. Βυσσινίτσα είσαι. Μην κρύβεσαι. Σε μαρτυράνε τα χείλη σου...
   Ο Μέλιος κάθεται στο κρεβάτι του κι είναι σαν λαβωμένος. Η ομορφιά κι η απελπισιά χώρια αντέχονται... Μα, και τις δυο μαζί, πώς να τις παλέψεις; Πας να σκοτώσεις την απελπισιά και σε πιάνει η ομορφιά απ' το χέρι. "Ε, τι πας να κάνεις εσύ;"... "Έχε χάρη..." λες και σκύβεις και σε σκοτώνουν κι οι δυο.
   Είχε όμως ξημερώσει πια ολότελα κι έπρεπε να σηκωθεί, να νιφτεί και να τραβήξει για το σχολείο. Ναι, είχε ξημερώσει. Η μέρα κατέβηκε στην πόλη κρατώντας απ' το χέρι τον ήλιο. 
   Η κονα-Σταματία τού έψησε το ζεστό του και του το έδωσε με παρακάλια. Δεν ήθελε να την παραπονέσει. Είπε "καλά, θα το πιω" και σαν έφυγε το 'χυσε απ' το παράθυρο. Ύστερα έχωσε στον κόρφο τα βιβλία του κι έφυγε. Περπατούσε στο δρόμο σαν ξένος, που έπεσε σε άγνωστη πολιτεία. Μπέρδεψε τα σοκάκια, τα 'κανε θάλασσα. Τέλος μπήκε στο σχολείο την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι. Ο μπαρμπα-Θόδος είπε "δόξα σοι ο Θεός... δόξα σοι ο Θεός..." κι ύστερα καμώθηκε το θυμωμένο και τον κατσάδιασε.
   - Έφαγαν τα μάτια μου το δρόμο... Και, ξέρεις, τρώνε πολύ λίγο δρόμο πια τα μάτια μου. Μη βλέπεις τα δικά σου, είναι πολυέλαιοι, τα δικά μου λαδολύχναρα... Πού ήσουνα, μωρέ, και μου τέλεψε η χολή; Πρώτη βολά αργείς. Τι γίνηκε;
   - Τίποτα.
   - Για το 'να! "Τίποτα" λέει και ησυχάζει. Θα σε μερεμέταγα τώρα, μα έχε χάρη που αρχινεύει το μάθημα. Ένα πράμα θέλω να μου πεις μοναχά: Είσαι καλά;
   - Καλά...
   - Άντε, τράβα, τράβα!... Πάει, γίνηκες ψεύτης...
   Ο Μέλιος μπήκε αλαφιασμένος στην τάξη κι έπεσε με τα μάτια στο θρανίο της Αγράμπελης. Δεν έβγαλε τίποτα. Το πουλί κοιτούσε μπροστά, με τα μάτια γεμάτα όνειρα.
   Γιατί είσαι τόσο γλυκό και μπερδεμένο;
   Κακία; Όχι, τέτοιο πράμα δεν υπήρχε μέσα στα ολάνοιχτα κείνα μάτια. Τότε, λοιπόν; Μην υπήρχε αγάπη; Ω, αυτό δε διαβάζεται. Μάτια της αγαπημένης... γιατί είστε τόσο δυσανάγνωστα; Όλες τις γλώσσες τις ξέρουν και καμώνονται πως δε μιλάνε ούτε μια. Όλα τα τραγούδια κελαηδάνε και τα έχουνε κλειδωμένα στις φωλίτσες τους.
   Αιώνες κράτησε κείνο το μάθημα. Τα λεφτά τεμπέλιαζαν σαν παλιόπαιδα που τα 'στειλε η μάνα τους για δουλειά. Κουδούνα... Σκότωσ' την κι αυτήν την ώρα! Ο Σκαμβουράς τον έψαχνε ανήσυχα απ' την έδρα. Γιατί ήταν φευγάτος σήμερα, τόσο πολύ φευγάτος, κείνος ο μαθητής του; Μα, να! Η κουδούνα χτύπησε! Καλά... ωραία... σ' ακούσαμε.
   Χτύπησες... Και λοιπόν; Τι θα βγάλει αυτό; Το πουλί είναι πάντα αινιγματικό. Στο διάλειμμα θα πάει πάλι ν' ακουμπήσει στη λεύκα της και θα κοιτάζει το νερό. Και κείνος άδικα θα περιμένει μια λέξη, ένα νόημα. Απ' το ξέχασμά του θα απόμενε έτσι στο θρανίο του... μα ένα χέρι τον τράβηξε από το ρούχο.
   - Καλέ, Καδρά...
   Μπροστά του ήταν το χαλασμένο μούτρο της Καλιοντζή γεμάτο προπαίτεια.
   - Καλέ συ... του λέει το "αυτοκίνητο". Όλο τον έξυπνο μας κάνεις. Εσύ όλα τα ξέρεις, όλα τα διαβάζεις... Αυτό το διάβασες;
   Τράβηξε απ' την τσάντα της ένα βιβλίο και του το πρότεινε επιδειχτικά. Ο Μέλιος διάβασε: "Οκταβίου Φεγιέ. Ιστορία ενός απόρου νέου". Ο Μέλιος έκανε να της το πάρει.
   - Μμ!... τι λες, που θα στο δώσω! Σιγά να μη στο δώσω. Καλά, καλά... έλα, πάρτο. Αλλά να μη μου το χάσεις... ε, έτσι; Ούτε "ευχαριστώ" δε λέει. Φταίω εγώ που στο έδωσα. Πάμε, καλέ Σταμίρη...
   Ο Μέλιος κοιτούσε στο χέρι του το βιβλίο σαν να κάθισε απάνω του καμιά πεταλούδα. Η αίθουσα σε λίγο άδειασε. Τότε ο καλός σου, χωρίς να ξέρει γιατί, χωρίς να το μελετήσει, αρπάζει τα βιβλία του και κατρακυλάει στο δρόμο. Ήξερε τι είχε μέσα κείνο το βιβλίο. Το καταλάβαινε. Έκαιαν τα φύλλα του! Ήταν γράμμα. Αλλά, πού να το διάβαζε; Θα τον έβλεπαν όλοι. Θα γινόταν χαλασμός. Αλλά, πάλι, πού να πήγαινε; Φοβόταν, ώσπου να φύγει, μην το χάσει. Έπειτα, καλό θα ήταν σαν είναι κακό το γράμμα να υπάρχει κοντά κρεβάτι για να πέσει. Όχι, στον κάμπο να πάει. Εκεί ο ίσκιος είναι βαρύς, μαύρος. Μπορεί να θαφτεί αν χρειαστεί.
   Ξαφνικά, όπως βάδιζε, ήρθε να τον ανταμώσει η δροσιά. Σήκωσε τα μάτια του... Τα δέντρα τον σκέπασαν όλον. Και τον έκρυψαν απ' τα μάτια του ήλιου. Η γης ήταν σαν πράσινη φλοκάτα. Δίπλα τραγουδούσε ο καταρράχτης. Έβγαλε απ' τον κόρφο του το γράμμα. Τα χέρια του τρέμανε τόσο, που το 'σκισε ανάποδα.
   Μικρά γραμματάκια, ομορφοστρωμένα, σαν χελιδονάκια αραδιασμένα στο τηλεγραφόσυρμα.
   "Το γράμμα σου μ' έκανε να μην κοιμηθώ", έλεγε το κοτσύφι. "Το διαβάζω από χτες και δε σταματώ. Τι όμορφο! Εγώ δεν ξέρω να γράφω καλά και γι' αυτό ντρέπομαι. Μου γράφεις για το γάμο μας. Πώς μπορώ να τον ξεχάσω...; Αλλά, εσύ, γιατί κοιτάζεις τη Γιαλαμπούκα; Τη λένε και "Άι-Γιώργη". Εγώ θα ντρεπόμουν να ξαναπατήσω στο σχολείο. Τι της βρίσκουν. Ησυχάζω μόνο που εσύ δεν κάνεις το σταυρό σου σαν περνάει".
   "Είναι αλήθεια πως θα πάρεις βιολί; Πώς χάρηκα... Αλλά, πες μου, μήπως θα λες κι εσύ "Πολυξένη... Πολυξένη..."; Γράψε μου, αν είν' αλήθεια αυτό... Κι αν είναι αλήθεια, κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνω. Το διάβασες το βιβλίο που σου στέλνω; Να ξέρεις πόσο έκλαψα... προπάντων εκεί που ο ήρωας πέφτει απ' το παράθυρο. Για το γάμο μας, που είπες, τρέμω... Πάνε τρία χρόνια που είπες: "Να κοιτάζει τη δουλειά της κι εγώ δε θέλω να παντρευτώ, γιατί αν είναι να παντρευτώ, θα παντρευτώ για να έχω αγάπη και χωρίς αγάπη τι να την κάνω την παντρειά;". Έτσι δεν είπες; Έτσι δεν είπες; Κι εγώ θέλω να ξέρω. Επιμένεις; Αχ... τι καλά θα ήταν να επιμένεις. Ας επέμενες κι ας χαλούσε ο γάμος μας. Εγώ πια δεν κάνω τίποτα άλλο. Θα γεμίσω μηδενικά. Ας ήξερα πως με λυπάσαι λιγάκι. Να, λιγάκι... Είδες, που δεν ξέρω να γράφω ωραία σαν και σένα; Μη με κάνεις να ντρέπομαι. Πες μου πως δεν πειράζει και πως δε θα γελάς μαζί μου".
   "Σε παρακαλώ. Άκουσε, δε θέλω να μάθει κανείς τα μυστικά μας. Θα πεθάνω, αν μάθει κανείς τίποτα. Πες μου πως δεν έχεις πια θέρμες, γιατί είχα μάθει πως αρρώστησες κι έτρεμες. Θεέ μου, τι θα κάνω αν ξαναρρωστήσεις; Λυπήσου με... και πες μου πως θα προσέχεις. Θα περιμένω μέρα-νύχτα γράμμα σου. Τώρα εγώ πια είμαι τρελή".
...........................
   Αυτή τρελή... Μα, τότε, αυτός τι ήταν; Γνωστικός; Γνωστικός και να φιλά τα χόρτα; Να σφίγγει τα μάτια του ώσπου να τα θάψει; Να παραμιλά έτσι σαν χαλασμένο γραμμοφωνάκι. Καλό και τούτο... να είσαι γνωστικός και να τρως μπρούμυτα το χώμα!
   Απόρησαν όλοι που δεν πήγε κείνη τη μέρα στο μάθημα. Ο Καδράς απών...; Η Αγράμπελη έμπηξε τα νύχια της για να μη βάλει τα κλάματα. Να που ήρθε η αρρώστια. Καθότανε κει κι απορούσε, πώς δεν πέθαινε;
   Ο Καρλάφτης είπε: "Τι έπαθε ο νεαρός χωρικός;"
   Κανείς δεν απάντησε τίποτα.
   - Μήπως κανείς εκ των αξιοτίμων κυρίων κυρίων "Περσών" δύναται να μας πληροφορήσει; Τι λέγεις εσύ, γεραρέ Δακρυτζίκε;
   - Ψόφησα απ' τη σκασίλα... είπε ο αρχηγός.
   - Ιδίωμα αλητών και χοίρων. Παύσε, γομαρίδη! Πώλε όνου! Κατασπιλώνεις την έννοιαν του μαθητού.
   - Κύριε... είπε ο Χαμωλιάς. Αυτός το μεσημέρι ήτανε σαν βρασμένη ντομάτα. Πού ξέρω γω τι είχε; Μπορεί να ήταν άρρωστος... τι με νοιάζει;
   - Ποιος;
   - Ο Καντράς, ποιος.
   - Γέννημα βορβόρου... Κάθισε!
   - Έκατσα.
   - Κάθισε, είπα!
   - Έκατσα. Τι κάνω και δεν κάθομαι.
   Η Αγράμπελη έσφιγγε το μπλουζάκι της, ακριβώς πάνω απ' την καρδιά για να μη φωνάξει.
   Βούιζαν στριγκλιές φωνές μες στ' αυτιά της. Ίσα ίσα τώρα, που του τα 'πε όλα, που του παρέδωσε την ψυχή της όλη, ίσα ίσα τώρα... πήγε ν' αρρωστήσει. Γιατί -Θε μου!- να είναι τόσο άτυχη; Τώρα ποιος θα τον γιατρέψει, που δεν είχε σ' αυτό τον κόσμο κανέναν;
   Στο σκόλασμα η Καλιοντζή την κρατούσε απ' τη μέση. Την ψιλορωτούσε, με το γλυκό, τι είχε; Τι την έπιασε; Μην είχε κανένα ποναλάκι;
   - Εμένα, πες τα μου όλα. Τι κρύβεσαι; Το ξέρω ότι τον...
   - Σώπα!
   - Καλά, εγώ σωπαίνω... Εσύ μονάχα κράτα την καρδιά σου. Κράτα την, καλέ! Τόσο δύσκολο είναι;
   - Εσύ δεν ξέρεις!
   - Εγώ δεν ξέρω; Μια μέρα που ήσουν άρρωστη ήθελα να κλέψω τα κινίνα της γιαγιάς μου και να φαρμακωθώ!
   - Δεν είναι το ίδιο.
   - Καμιά δεν ξέρει σαν και μένα τι είναι αγάπη!
   - Σώπα...
   - Τώρα;... Τώρα πια εγώ πήρα φόρα και δε με σταματάς.
   Η Αγράμπελη έκλεισε τ' αυτιά της.
  - Ναι... αυτό είναι η Αγάπη! είπε η Καλιοντζή κι έγινε δυστυχισμένη. Σωστά το λες. Εγώ δεν ξέρω. Εγώ είμαι "αυτοκίνητο". Πώς ν' αγαπηθώ; Σώπα... Θα πάω να δω, να μάθω. Κι αύριο θα σου πω.
   Η Αγράμπελη κοίταξε μαρτυρικά τον ουρανό.
   - Εγώ ως τότε δε θα ζω... Αλλά, τι με νοιάζει πια; Εγώ θέλω να πεθάνω.
   Η Καλιοντζή έβαλε τα κλάματα.
   - Σταμιράκι... Κι εμένα... Εμένα δε με συλλογιέσαι; Κοίτα με...
   - Γιατί να με κάνει ο Θεός... είπε η Αγράμπελη, λουσμένη στα δάκρυα και σταύρωσε τα χέρια γλυκά γλυκά, έτσι όπως τα σταυρώνουν μες στην κάσα τους τα πεθαμένα κοριτσάκια...

Λουντέμης Μενέλαος, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: