Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

[ ΔΥΟ ΑΣΤΕΡΙΑ ΣΥΝΑΝΤΙΟΥΝΤΑΙ ]

1. Η κατασκευή των επιθέτων
   Εκείνο τον καιρό ο Μάριος ήταν όμορφο παλικάρι. Είχε ανάστημα κανονικό, πυκνά μαύρα μαλλιά, μέτωπο ψηλό κι έξυπνο, έκφραση όλο ειλικρίνεια και τιμιότητα. Συνολικά, διέκρινες σ' αυτόν αγνότητα και στοχαστικότητα -μια αόριστη μεγαλο-πρέπεια. Το πρόσωπό του είχε καμπύλες και σταθερές γραμμές, δίχως σκληρές γωνίες. Βρισκόταν στην ηλικία που το πνεύμα των ανθρώπων της σκέψης είναι αθώο, μα και βαθύ. Συγκρατημένος σε όλα -φαινομενικά ψυχρός, ευγενικός, ελάχιστα διαχυτικός. Μα μια ιδιαίτερη γοητεία χαρακτήριζε το στόμα του με τα κατακόκκινα χείλη, τα κάτασπρα δόντια και το γλυκό χαμόγελό του. Έτσι, η αυστηρότητα της φυσιογνωμίας του χανόταν όταν γελούσε. Το ολοκάθαρο μέτωπό του ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το παθιάρικο γέλιο του. Έβρισκες μεγάλο βλέμμα σε κάτι μικρό. 
   Τότε που περνούσε τις μεγάλες φτώχειες του, τού έκανε εντύπωση που όλα τα κορίτσια γυρνούσαν να τον κοιτάξουν. Αυτό τον πείραζε, τον έκανε να πονά ψυχικά, γιατί θαρρούσε πως οι κοπέλες εκείνες τον κοιτούσαν έτσι γιατί ήταν κακοντυμένος. Μα στην πραγματικότητα τον κοιτούσαν για την ελκυστική χάρη του. Και είχε αγριέψει με τη σιωπηλή τούτη παρεξήγηση. Σε κανένα κορίτσι δεν έδειξε ποτέ προτίμηση, γιατί απέφευγε να πλησιάσει θηλυκό. Η ζωή του κυλούσε σε μια αβεβαιότητα, κουταμάρα, καθώς έλεγε ο Κορφειρούλης. 
   Αλλά και κάτι άλλο τον συμβούλευε ο Κορφειρούλης:
   - Να πετάξεις αυτόν τον ασκητισμό από πάνω σου. Να νιώσεις καλά τα λόγια μου. Μπορείς να σκύβεις λιγότερο στα βιβλία και να προσέχεις περισσότερο τις πεταλούδες. Τι τα θες, κάτι αξίζουν και τα διαβολοκόριτσα. Θέλω να το παραδεχτείς, Μάριε! Με την τωρινή τακτική σου, στο τέλος θα καταντήσεις χαζός με πατέντα. 
   Όταν τον συναντούσε κάπου κάπου στον δρόμο ο Κορφειρούλης τού έκανε:
   - Καλημερίζω την αγιότητά σας!
   Η συμπεριφορά τούτη του Κορφειρούλη έκανε τον Μάριο ν' αποφεύγει πιο επίμονα κάθε γυναίκα, μεγάλη και μικρή. Μα περισσότερο απέφευγε τον ίδιο τον Κορφειρούλη.
   Ωστόσο, στον απέραντο κόσμο υπήρχαν για τον Μάριο δυο γυναίκες που δεν μπορούσε να τις αποφύγει και δεν αισθανόταν την ανάγκη να κρυφτεί απ' αυτές. Αν του 'λεγες πως ήταν κι αυτές επίσης γυναίκες, σίγουρα θα ξαφνιαζόταν. Ορίστε ποια ήταν τα γυναικεία πλάσματα που ο Μάριος τα θεωρούσε ευνοούμενές του: η γριούλα με τα γένια, που σκούπιζε το δωμάτιό του. Γι αυτήν ο Κορφειρούλης έλεγε: "Αφού έχει γένια τούτη εδώ, ο Μάριος δεν τα χρειάζεται". Η άλλη ήταν κάποια μικρούλα που συναντούσε διαρκώς χωρίς να την προσέξει ποτέ.
   Θα ήταν πάνω από χρόνος που ο Μάριος, περνώντας τις πιο ερημικές δεντροστοιχίες του κήπου του Λουξεμβούργου, έβλεπε έναν ηλικιωμένο κύριο να κάθεται πλάι σε μια κοπελίτσα. Κάθονταν πάντα στον ίδιο πάγκο, προς τη μεριά της δεντροστοιχίας. Σχεδόν κάθε φορά που ο Μάριος, σκεφτικός, τύχαινε να περνά από κει, το ζευγάρι βρισκόταν στην ίδια θέση. Ο άντρας δεν θα ήταν πάνω από εξήντα χρονών. Είχε έκφραση ανθρώπου σοβαρού και συλλογισμένου. Το σύνολό του, εύρωστο και κουρασμένο, θύμιζε απόστρατους αξιωματικούς. Μόνο η διακριτική ταινία του έλειπε. Δεν φαινόταν κακός -κάθε άλλο- μόνο που το ύφος του έδειχνε πως ήταν κλεισμένος στον εαυτό του και απλησίαστος. Δεν έδινε καμιά προσοχή στους περαστικούς. Φορούσε παντελόνι γαλάζιο και καπέλο πλατύγυρο, που φαινόταν καινούριο, λαιμοδέτη μαύρο και πουκάμισο πολύ άσπρο και χοντρό. Κάποια μέρα, καθώς μια μοδιστρούλα περνούσε από κοντά του, είπε:
   - Να ένας ολοκάθαρος χήρος.
   Τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα. Σαν ήρθαν πρώτη φορά σε τούτο το παγκάκι, που λες και το είχαν νοικιάσει, η κοπέλα φαινόταν πολύ μικρή -το πολύ δεκατεσσάρων χρονών- αδύνατη, λίγο άσχημη, με τρόπους αδέξιους, δίχως τίποτα το εξαιρετικό, μα τα μάτια της έδειχναν όμορφα και θα γίνονταν ομορφότερα με τον καιρό. Κοιτούσε όμως τους άλλους απότομα και θαρρετά, πράγμα που δεν ήταν ευχάριστο. Το ντύσιμό της είχε κάτι περίεργο -ντύσιμο γριάς και παιδούλας μαζί, στολή μαθήτριας μοναστηριού: κακοφτιαγμένο φουστανάκι από χοντρό, μαύρο, μάλλινο ύφασμα. Σαν πατέρας και κόρη έμοιαζαν οι δυο τους. 
   Τρεις μέρες συνέχεια παρατηρούσε ο Μάριος αυτόν τον κύριο, που δεν έλεγες γέρο,  και εκείνη τη μικρούλα, που ακόμα δεν ήταν σωστή δεσποινίς. Μα ύστερα έπαψε να τους προσέχει. Ούτε κι εκείνοι, επίσης, τον κοιτούσαν καθόλου, καθώς κουβέντιαζαν μεταξύ τους αδιάφορα και ήσυχα. Η μικρή μιλούσε χωρίς διακοπές και σ' εύθυμο τόνο. Ο κύριος την παρακολουθούσε με πολλή στοργή και σπάνια μιλούσε.
   Από συνήθεια ο Μάριος έκανε τον περίπατό του σ' αυτή τη μεριά του κήπου. Το ζευγάρι βρισκόταν πάντα εκεί. Ο Μάριος πήγαινε εκεί από την αντίθετη κατεύθυνση της ίδιας δεντροστοιχίας και του άρεσε να πηγαινοέρχεται πέντε κι έξι φορές, περνώντας από κοντά τους. Έκανε αυτόν τον περίπατο σχεδόν κάθε μέρα. Μα δεν χαιρετιόντουσαν. Κι επειδή ο ηλικιωμένος κύριος και η κοπελίτσα έδειχναν ν΄αποφεύγουν τα βλέμματα των περαστικών, φυσικό ήταν να προκαλέσουν την περιέργεια μερικών φοιτητών. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο Καφειρούλης, που τους κοιτούσε επίμονα στην αρχή, μα που τους παράτησε γρήγορα, γιατί δεν του΄άρεσε η μικρή. Μάλιστα, τους είχε βγάλει και παρατσούκλια: τον κύριο τον έβγαλε "Λευκία" για τ' άσπρα του μαλλιά και την κοπελίτσα "Μελανία" για το μαύρο της φουστάνι. Κι αφού κανένας δεν ήξερε τα ονόματά τους, τους κόλλησαν όλοι αυτά τα παρατσούκλια για να τους ξεχωρίζουν.
   - Να τος πάλι στο παγκάκι του ο κύριος Λευκίας, έλεγαν οι φοιτητές.
   Ο Μάριος βρήκε βολικό το παρατσούκλι. Το ίδιο θα κάνουμε κι εμείς, για ευκολία.
   Ένα χρόνο έβλεπε το ζευγάρι στο μέρος εκείνο ο Μάριος. Του άρεσε ο άντρας, μα η κοπέλα δεν του προκαλούσε το παραμικρό ενδιαφέρον.

2. Ένα καινούριο φως ανατέλει
   Ένα χρόνο αργότερα ο Μάριος έκοψε τη συνήθεια να κάνει περίπατο στον κήπο του Λουξεμβούργου. Πέρασαν έξι μήνες χωρίς να πατήσει στη δεντροστοιχία του. Μα ούτε κι αυτός καλά καλά κατάλαβε πώς βρέθηκε μια μέρα εκεί. Ήταν ένα καλοκαιρινό πρωινό, κι ο Μάριος, επηρεασμένος από τον ολοκάθαρο ουρανό, ένιωθε αόριστα μια χαρά μέσα του. Στην καρδιά του κελαηδούσαν τα πουλιά και φώλιαζαν τα ζαφειρένια κομμάτια τ' ουρανού που 'βλεπε ανάμεσα από τα φυλλώματα. 
   Τράβηξε ίσια στη "δεντροστοιχία του". Το γνωστό ζευγάρι βρισκόταν πάντα εκεί. Σαν πλησίασε όμως πιο πολύ, πρόσεξε πως η κοπέλα είχε αλλάξει. Τώρα ήταν ψηλή, όμορφη, είχε αποκτήσει αρμονικές καμπύλες, είχε μεστώσει. Ήταν ένα θαυμάσιο κορίτσι δεκαπέντε χρονών, με καστανά μαλλιά όλο χρυσές αποχρώσεις, με μέτωπο αγαλματένιο και μάγουλα κόκκινα, με αχνόλευκη και λεία επιδερμίδα, γλυκόλαλο και γλυκογέλαστο στόμα, με κεφάλι και λαιμό Αφροδίτης, που ο Ραφαήλ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως πρότυπο. Είχε χαριτωμένη παριζιάνικη μυτούλα, έξυπνη, λεπτοκαμωμένη, που απελπίζει τους ζωγράφους και ξετρελαίνει τους ποιητές.
   Ο Μάριος, περνώντας από κοντά της, δεν μπόρεσε να δει τα μάτια της, γιατί εκείνη τα είχε πάντα κατεβασμένα. Μόνο τις μακριές, τις γεμάτες σκιά και σεμνότητα βλεφαρίδες της διέκρινε. Και η κοπέλα όλο χαμογελούσε ακούγοντας τον ηλικιωμένο κύριο να της μιλά. Πόσο γοητευτικό γινόταν το χαμόγελό της κάτω από τα κατεβασμένα μάτια της!
   Έτσι, ο Μάριος υπέθεσε πως δεν θα ήταν η ίδια κοπέλα, αλλά καμιά συγγενής ή αδελφή της άλλης. Ωστόσο, δεν άργησε ν' αντιληφθεί πως επρόκειτο για την ίδια. Πώς ξεπετάχτηκε αλήθεια μέσα σ' έξι μήνες! Δεν είναι βέβαια σπάνιο το φαινόμενο. Πόσα και πόσα άγουρα κοριτσάκια γίνονται μονομιάς τέλειες κοπέλες! Αφήνεις τις χτεσινές παιδούλες ασήμαντες, ασχημάτιστες, ασουλούπωτες και ύστερα τις βλέπεις γυναίκες ώριμες, ελκυστικές, που η επαφή μαζί τους σε κάνει να χάνεις την αυτοκυριαρχία σου.
   Τώρα η κοπέλα δεν ήταν μόνο μεστωμένη, μα η εμφάνισή της είχε και κάτι εξιδανικευμένο. Σ' έξι μήνες μονάχα γέμισε ομορφιά, όπως σ' ελάχιστες μέρες τον Απρίλη κάποια δέντρα γεμίζουν άνθη. Βρισκόταν στον Απρίλη της κι αυτή. Αν προτιμάτε, έγινε και μ' αυτή ό,τι γίνεται με μερικούς ανθρώπους, που ενώ είναι δειλοί, τσακισμένοι. ξαφνικά παίρνουν ζωή, περνάνε γρήγορα από τη δυστυχία στην ευτυχία και ξοδεύουν δίχως τσιγκουνιά και γίνονται εξαίρετοι σε όλα, είτε γιατί πήραν κάποια οικονομική ενίσχυση είτε επειδή απέκτησαν ένα εισόδημα. Και η κοπέλα πήρε οικονομική ενίσχυση ή απέκτησε εισόδημα.
   Σήμερα δεν ήταν η μαθήτρια με το άχαρο καπελάκι της, το κακοφτιαγμένο φουστανάκι της, τ' απλά γοβάκια και τα κόκκινα χέρια. Μαζί με την ομορφιά, είχε αποκτήσει και κομψότητα. Το ντύσιμό της τώρα χαρακτηριζόταν από απλή, δίχως εκζήτηση, κοκεταρία και τ' άσπρα της γάντια πρόδιδαν χέρι λεπτό, που έπαιζε με τη λαβή του ομπρελίνου της από κινέζικο ελεφαντόδοντο. Παράλληλα, τα μεταξωτά παπούτσια έδειχναν πόδι μικρό και καλοφτιαγμένο. Σαν περνούσες από κοντά της, ανάσαινες το λεπτό άρωμα που ανέδινε κι έφτανε ως την ψυχή σου.
   Ο άντρας δεν είχε αλλάξει καθόλου. 
   Η κοπέλα σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε τον Μάριο όταν αυτός περνούσε για δεύτερη φορά από κοντά της. Το χρώμα τους ήταν βαθύ γαλάζιο, μα δεν έλειπε από μέσα τους η αγνή παιδικότητα. Κοίταξε τον νέο αδιάφορα, με τον ίδιο τρόπο που θα κοιτούσε ένα μικρό παιδί να τρέχει δίπλα της ή το μαρμαρένιο βάζο που η σκιά του θα 'πεφτε στο παγκάκι της. Ο Μάριος συνέχισε τον περίπατό του, πέρασε από κει άλλες τέσσερις πέντε φορές, με άλλες σκέψεις στο μυαλό, χωρίς καθόλου να γυρίσει να κοιτάξει προς το μέρος του ζευγαριού. Κι όταν ξαναπήγε τις επόμενες μέρες, πάλι δεν τους πρόσεξε. Η ομορφιά της κοπέλας δεν τον συγκινούσε, λες και η μικρή εξακολουθούσε να είναι άσχημη, όπως πριν. Από συνήθεια απλή περνούσε από το παγκάκι της.

3. Η άνοιξη με τ' αποτελέσματά της
   Μια μέρα η ατμόσφαιρα ήταν χλιαρή κι ολοκάθαρη. Ο κήπος του Λουξεμβούργου λουζόταν στον ήλιο. Οι σκιές απλώνονταν κάτω από τα φύλλα, ο ουρανός φορούσε τα γιορτινά του και τα πουλιά τραγουδούσαν στις καστανιές. Ο Μάριος άνοιξε διάπλατα την ψυχή του στη φύση. Η σκέψη του είχε ναρκωθεί. Ζούσε κι ανάσαινε μόνο τη στιγμή εκείνη. Όταν πλησίασε πάλι το γνωστό μας παγκάκι, το βλέμμα του έσμιξε με τη ματιά της κοπέλας. Εκείνη τη μέρα η ματιά της είχε κάτι ακαθόριστο, μα και τόσο εκφραστικό. Τίποτα δεν ήταν, κι όμως αγκάλιαζε τον κόσμο ολόκληρο: μια αστραπή παράξενη, ανεξήγητη.
   Η νέα ξανακατέβασε τα μάτια της κι ο Μάριος συνέχισε τον περίπατό του. Αλήθεια, η ματιά της δεν είχε τίποτα συνηθισμένο, δεν ήταν απλή και αδιάφορη, ήταν κάτι χαοτικό, μυστηριακό, που ανοιγόκλεισε σ' ένα δευτερόλεπτο. 
   Ναι, έρχεται κάποια μέρα -μοναδική μέρα!- που κάθε νέο κορίτσι πετά μια τέτοια ματιά, κι αλίμονο στο νέο που θα βρεθεί μπροστά του!
   Η πρώτη τούτη ματιά -θερμή έκφραση ψυχής που ακόμα δεν έχει συνείδηση του εαυτού της- μοιάζει με τον αυγινό ουρανό. Είναι ένα πρωτοξύπνημα κάποιας άγνωστης διάθεσης όλο ακτινοβολία. Κανένα πράγμα δεν μπορεί να εκφράσει την επικίνδυνη γοητεία της ξαφνικής τούτης φλόγας, κρυμμένης στα μαγευτικά σκοτάδια του αθώου "τώρα" κι έτοιμης να φουντώσει και ν' απλωθεί στο γεμάτο ερωτικό πάθος "αύριο". Είναι μια τρυφερότητα δειλή, διστακτική, που ξεπροβάλλει τυχαία και, κατόπιν, περιμένει. Μια παγίδα που στήνεται ακούσια από την αθωότητά της, για να πιαστούν καρδιές ανύποπτες. Είναι, τέλος, το παρθενικό κορίτσι που βλέπει μπροστά του σαν γυναίκα πια.
   Πολύ σπάνια η ματιά αυτή δεν κάνει εντύπωση σ' εκείνον που τη δέχεται. Ό,τι αγνό και ντροπαλό συγκεντρώνεται σ' αυτή την αχτίδα, που έρχεται από τον ουρανό και τη μοίρα, έχει τη μαγική δύναμη, πιο πολύ από τις θεληματικά περιπαθείς κι όλο φιλαρέσκεια ματιές, να φωτίζει τα σκοτεινά βάθη της ψυχής και να κάνει ν' ανθίζει το σκοτεινό, δηλητηριώδες κι ωστόσο γεμάτο άρωμα λουλούδι, που το λέμε έρωτα. 
 Έτσι, όταν κατά το βραδάκι ο Μάριος ξαναπήγε στο φτωχικό του δωμάτιο, κοίταξε τα ρούχα του και, για πρώτη φορά, έκανε τη σκέψη πως δεν έπρεπε να πηγαίνει περίπατο στον κήπο του Λουξεμβούργου με τέτοια εμφάνιση. Του φάνηκε πως το καπέλο του ήταν παλιό, το κοστούμι του βρώμικο, "καθημερινό", τα παπούτσια του χοντροφτιαγμένα, το παντελόνι και το παλτό του τριμμένα, ξεθωριασμένα.  
4. Μια βαριά αρρώστια αρχίζει
   Την άλλη μέρα, τη συνηθισμένη του ώρα, ο Μάριος φόρεσε τα "καλά του" ρούχα και παπούτσια, έβαλε και γάντια και τράβηξε για τον κήπο του Λουξεμβούργου. Εκεί όπου πήγαινε είδε τον Κορφειρούλη, μα έκανε πως δεν τον πρόσεξε. Κι ο Κορφειρούλης, μόλις γύρισε στο σπίτι του, είπε στους φίλους του:
   - Ακούστε, βρε παιδιά, κάτι: ενώ τράβαγα τον δρόμο μου ξαφνικά βρήκα τα καινούρια ρούχα του Μάριου, καπέλο καλό, κουστουμιά της ώρας, πατούμενα στην τρίχα, γάντια μη μου άπτου και, μέσα σ' όλα αυτά, τον Μάριο καμαρωτό και κορδωτό... Σίγουρα θα πήγαινε για εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, το ύφος του είχε κάτι αποβλακωμένο.
   Όταν ο Μάριος έφτασε στο Λουξεμβούργο, δεν βιάστηκε να περάσει από τη μοιραία δεντροστοιχία. Χάζεψε, ρέμβασε κι ύστερα, χωρίς να θέλει, κατευθύνθηκε προς το παγκάκι. Κάτι τον έσπρωχνε και κάτι τον συγκρατούσε, λες, να πάει προς τα εκεί. Δεν είχε όμως συνείδηση της εσωτερικής του αυτής πάλης. Νόμιζε πως μόνο τον τακτικό, τον συνηθισμένο του περίπατο έκανε.
   Μόλις έφτασε στην αρχή της δεντροστοιχίας είδε το ζευγάρι στο παγκάκι "του". Τότε κούμπωσε το σακάκι του, σιάχτηκε με φιλαρέσκεια και προχώρησε. Από το περπάτημά του, έμοιαζε σαν να 'κανε επίθεση ή να πήγαινε για κατάκτηση. Μα δεν σκεφτόταν τίποτα συγκεκριμένο. Μόλις το μυαλό του καθάρισε λιγάκι, άρχισε μηχανικά να τον απασχολεί η γνώμη κάποιου κριτικού για τρεις τραγωδίες του Ρακίνα και για μια κωμωδία του Μολιέρου. Στο τέλος έβρισκε πως η γνώμη εκείνη του κριτικού ήταν ανόητη. Τ' αυτιά του άρχισαν να βουίζουν.
   Τη στιγμή που πλησίαζε στο παγκάκι έσιαξε πάλι τα ρούχα του κι έριξε το βλέμμα του στα μάτια της κοπέλας. Είχε την εντύπωση πως η γωνιά εκείνη του κήπου γέμιζε από ένα θαμπό γαλάζιο φως.
   Όσο πλησίαζε, το βήμα του γινόταν πιο αργό. Τώρα βρισκόταν λίγα βήματα πιο πέρα από το παγκάκι. Έχασε την ψυχραιμία του, έγινε αδέξιος και γύρισε πίσω, δίχως καλά καλά να ξέρει κι ο ίδιος τι κάνει! Η κοπέλα δεν θα μπόρεσε λοιπόν να διακρίνει το καλό του κοστούμι. Περπατούσε με το κορμί στητό για να κάνει εντύπωση σε όσους τον έβλεπαν από πίσω.
   Προχώρησε στην άλλη άκρη, γύρισε πάλι πίσω και, τούτη τη φορά, πήγε πιο κοντά στο παγκάκι του ζευγαριού. Δίσταζε τρομερά. Του φάνηκε πως η κοπέλα έσκυψε να τον κοιτάξει. Κατάφερε να επιβληθεί στον εαυτό του κι έκανε μερικά βήματα ακόμα. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα πέρασε κορδωμένος μα κατακόκκινος μπροστά από το παγκάκι, σαν κανένας πολιτικός. Η καρδιά του χτυπούσε ανήσυχα.
   Η κοπέλα φορούσε ό,τι και την προηγούμενη μέρα. Ο Μάριος άκουσε μια φωνή αγγελική, που πρέπει να ήταν η δική της. Ο τόνος της φωνής της είχε κάτι γαλήνιο. Και η ομορφιά της νέας ήταν εξαιρετική. Πιο πολύ το 'νιωσε παρά το είδε ο Μάριος. Σκεφτόταν πως το κορίτσι θα τον πρόσεχε και θα τον εκτιμούσε περισσότερο μαθαίνοντας πως έγραψε στην τελευταία έκδοση του Ζιλ Μπλα, αν και άλλος έβαλε την υπογραφή του κάτω από τον πρόλογο.
   Πέρασε και ξαναπέρασε από το παγκάκι. Την τελευταία φορά είχε γίνει κατάχλωμος. Και τα 'βαζε με τον εαυτό του έτσι καθώς απομακρυνόταν στρέφοντας τις πλάτες στο κορίτσι. Φανταζόταν πως εκείνη τον πρόσεχε, και σκόνταφτε διαρκώς.
   Στο τέλος δείλιασε. Και δεν πλησίασε ξανά στο παγκάκι. Στεκόταν στη μέση της δεντροστοιχίας. Κατόπιν κάθισε μουδιασμένος. Αυτό δεν το 'χε ξανακάνει ποτέ ως τότε. Κοιτούσε γύρω του με την ιδέα πως έπρεπε και η κοπέλα να τον θαυμάζει όσο τη θαύμαζε κι αυτός, αφού ήταν ντυμένος με πολύ γούστο... Ύστερα από λίγο σηκώθηκε για να ξαναπεράσει από το παγκάκι, μα δεν έκανε βήμα. Στεκόταν στο ίδιο σημείο δίχως να κουνιέται. Ύστερα από δεκαπέντε μήνες, πρώτη φορά σκεφτόταν πως ο κύριος που καθόταν εκεί κάθε μέρα με την κόρη του θα πρόσεξε την παράξενη συμπεριφορά του -και ποιος ξέρει τι θα 'λεγε μέσα του ή στην κόρη του. Κι ακόμα, πρώτη φορά έκανε τη σκέψη πως δεν ήταν σωστό να λέει "κύριο Λευκία" τον άγνωστο κύριο.
   Εξακολούθησε να μένει ακίνητος λίγα λεπτά, σκύβοντας το κεφάλι και σχεδιάζοντας με το λεπτό μπαστούνι του γραμμές στην άμμο. Κατόπιν γύρισε απότομα προς την αντίθετη κατεύθυνση από το παγκάκι και τράβηξε για το σπίτι του.
   Εκείνη τη βραδιά ξέχασε να φάει και το θυμήθηκε μόλις στις οχτώ η ώρα. Ήταν όμως αργά για το εστιατόριο.Έτσι αναγκάστηκε να φάει σκέτο ψωμί. Κατόπιν, προτού κοιμηθεί, βούρτσισε τα ρούχα του και τα δίπλωσε με ιδιαίτερη προσοχή.     

 5. Κεραυνοί στο κεφάλι της κυρα-Μπουργκόν
   Την άλλη μέρα η θυρωρός του παλιόσπιτου του Κόρακα πρόσεξε, με απορία, πως ο Μάριος φόρεσε ξανά το καινούριο του κοστούμι. Ο Μάριος πήγε πάλι στο Λουξεμβούργο, όμως δίστασε να φτάσει ως το τέλος της δεντροστοιχίας. Όπως και την προηγούμενη μέρα, κάθισε σ' ένα παγκάκι και κοιτούσε από μακριά το νεαρό κορίτσι. Δεν κινήθηκε καθόλου από τη θέση του και σηκώθηκε να φύγει μόνο όταν άρχισαν να κλείνουν οι πόρτες του Λουξεμβούργου. Μα δεν αντιλήφθηκε το ζευγάρι να φεύγει. Φαίνεται πως θα βγήκαν απ' τη δυτική έξοδο. Όταν, ύστερα από μερικές εβδομάδες, το σκεφτόταν, δεν μπορούσε να θυμηθεί πού είχε φάει τη βραδιά εκείνη.
   Κεραυνός έπεσε πάλι στο κεφάλι της κυρα-Μπουργκόν, όταν την άλλη μέρα ο Μάριος ξαναβγήκε με τα καινούρια του ρούχα. 
   - Είναι τώρα τρεις μέρες αράδα! αναφώνησε. Τι γίνεται με τούτο το παιδί;
   Θέλησε να πάει από πίσω του, μα δεν μπόρεσε, γιατί ο Μάριος περπατούσε γρήγορα. Σαν να κυνηγούσε ζαρκάδι ο ιπποπόταμος! Στο τέλος τής ξέφυγε, κι έμεινε φουσκωμένη, λαχανιασμένη, πνιγμένη από το άσθμα της. Φουρκίστηκε με το πάθημά της:
   - Μυστήριο πράγμα, αλήθεια, τούτα τα φερσίματά του, μουρμούρισε. Να φοράει αράδα το καινούριο του κουστούμι και να κάνει τους άλλους να τρέχουν το κατόπι του!
   Ο Μάριος κατευθύνθηκε ξανά προς το Λουξεμβούργο. Το ζευγάρι ήταν εκεί. Τούτη τη φορά πλησίασε περισσότερο, κάνοντας πως διαβάζει, τάχα, ένα βιβλίο. Ωστόσο, η απόσταση ήταν κάμποση. Κατόπιν πήγε και κάθισε στο παγκάκι του. Θα 'μεινε εκεί ως τέσσερις ώρες χαζεύοντας. Καθώς κοιτούσε τα πουλιά που πετούσαν κοντά του, του φαινόταν πως τον κορόιδευαν. Δυο εβδομάδες πέρασαν έτσι. Ο Μάριος δεν πήγαινε πια στο Λουξεμβούργο για να κάνει περίπατο. Καθόταν απλώς στο ίδιο παγκάκι, μην ξέροντας καλά καλά τι κάνει. Έφτανε εκεί, την άραζε στο παγκάκι του και δεν το κουνούσε ώρες. Φυσικά, πάντα φορούσε τα "καλά του" ρούχα, μα ποτέ δεν πήγαινε πιο πέρα για να τον δουν ντυμένο της ώρας.
   Ναι, είχε μια μαγευτική ομορφιά εκείνο το κορίτσι. Κι αν ήθελε να της βρει κανένας κάποιο μειονέκτημα, θα πρόσεχε την αντίθεση ανάμεσα στο γέλιο της και στο βλέμμα της: βλέμμα μελαγχολικό και γέλιο εύθυμο. Οι παράταιρες τούτες λεπτομέρειες της ίδιναν έκφραση ταραγμένη, χωρίς να χάνεται έτσι το θέλγητρο του προσώπου της, που ωστόσο κάπου κάπου έδειχνε παράξενο. 

6. Στα δίχτυα της αγάπης
   Κάποια από τις τελευταίες μέρες της δεύτερης εβδομάδας ο Μάριος καθόταν, όπως συνήθιζε τώρα, στο παγκάκι του. Στα χέρια του κρατούσε ένα βιβλίο, που δύο ώρες το είχε ανοιχτό χωρίς να διαβάσει λέξη. Μα ξαφνικά τινάχτηκε πάνω. Στην άκρη της δεντροστοιχίας γίνονταν απίστευτα πράγματα. Το ζευγάρι σηκώθηκε από το παγκάκι του. Το κορίτσι ήταν στηριγμένο στο μπράτσο του ηλικιωμένου κυρίου και προχωρούσαν προς το μέρος του Μάριου, που βλέποντάς τους να πλησιάζουν έκλεισε το βιβλίο του, κατόπιν το άνοιξε, προσπάθησε μάταια να διαβάσει και, στο τέλος, άρχισε να τρέμει. Τρομερό! Η κοπέλα με τη φωτεινή ακτινοβολία ερχόταν, λες, να πέσει πάνω του!
   - Θεέ μου, έλεγε φοβερά ανήσυχος από το ξάφνιασμα, ας προφτάσω να συγυριστώ λιγάκι, να πάρω ύφος πιο απλό, πιο φυσικό!   
   Ο ηλικιωμένος κύριος και το κορίτσι πλησίαζαν διαρκώς. Σαν αιώνας τού φάνηκε η στιγμή που σίμωναν! Μα τι ήθελαν και έρχονταν κοντά του; έλεγε βασανιστικά μέσα του. Δεν το χωρούσε το μυαλό του πως Εκείνη θα περνούσε από δίπλα του -θα τον άγγιζε ίσως, πως τα πόδια της θ' άφηναν ίχνη λίγο πιο κει, πάνω στην άμμο... ΄Ηταν αναστατωμένος. Και γινόταν έξαλλος, γιατί δεν είχε ομορφιά ανάλογη με την περίσταση, γιατί δεν φορούσε τον μεγαλόσταυρο. Το αργό και ρυθμικό βήμα τους ακουγόταν πιο κοντά. Φανταζόταν πως ο πατέρας της μικρής θα τον κοιτούσε με θυμό. Φοβόταν πως θα του μιλούσε. Έσκυψε με τρομερή ανησυχία το κεφάλι του, κι όταν το ξανασήκωσε το ζευγάρι βρισκόταν σε πολύ μικρή απόσταση. Καθώς περνούσε η κοπέλα, τον κοίταξε. Τον κοίταξε κατάματα, με ύφος σκεφτικό, όλο καλοσύνη και γλύκα. Ο Μάριος ρίγησε σύγκορμος. Λες και το βλέμμα εκείνο έδειχνε παράπονο κι έκπληξη, γιατί τόσο καιρό δεν πήγε ο ίδιος κοντά της. Κι ακόμα, σαν να 'λεγε:
   - Βλέπεις, έρχομαι εγώ.
   Ο Μάριος θαμπώθηκε μπροστά σε τούτα τα μάτια, τα γεμάτα αβύσσους και ακτινοβολία. Το κεφάλι του έκαιγε. Ένιωθε μια ανείπωτη χαρά που ερχόταν να τον βρει εκείνη. Και πώς τον κοίταξε! Με τι ματιά! Α, ήταν πιο όμορφη από άλλοτε. Ομορφιά αγγελική και γυναικεία μαζί. Υπέροχη ομορφιά, που θα την υμνούσε ο Πετράρχης και μπροστά της ο Δάντης θα γονάτιζε. Είχε την ψευδαίσθηση πως πετούσε κάτω από έναν ουρανό ζαφειρένιο. Η ιδέα πως τα παπούτσια του ήταν σκονισμένα του προκάλεσε καινούρια ταραχή. Ναι, εκείνη θα τα πρόσεξε τα παπούτσια του -δεν χωρούσε αμφιβολία.
   Την κοιτούσε αχόρταγα όσο εκείνη ξεμάκραινε, ώσπου την έχασε. Τότε σηκώθηκε κι άρχισε να γυροφέρνει στον κήπο, λες και τα 'χε χαμένα. Κάπου κάπου γελούσε και μονολογούσε δυνατά. Η έκφρασή του καθώς πλησίαζε τις παραμάνες με τα παιδάκια ήταν τόσο τρυφερή, ώστε καθεμιά νόμιζε πως το παληκάρι πλάνταζε από έρωτα γι' αυτήν. Ελπίζοντας να δει την κοπέλα έξω, βγήκε από το Λουξεμβούργο.
   Καθώς περπατούσε στον δρόμο, συνάντησε τον Κορφειρούλη.
   - Σου κάνω το τραπέζι, του είπε. Έρχεσαι;
   Έφαγαν μαζί στης κυρίας Ρουσό, κι ο Μάριος πλήρωσε έξι φράγκα. Έφαγε σαν θηρίο. Όταν έφτασαν στα φρούτα, είπε στον Κορφειρούλη:
   - Διάβασες τις εφημερίδες; Σπουδαίος, αλήθεια, ο λόγος του Οντρέ.
   Ήταν παλαβός από έρωτα.
   Αφού έφαγαν, είπε στον Κορφειρούλη:
   - Τώρα κερνάω και θέατρο. Έλα. 
   Πήγαν και στο θέατρο κι ο Μάριος ευχαριστήθηκε πολύ. Μα διπλασιάστηκε και ο μισογυνισμός του. Σαν έβγαιναν, δεν θέλησε να δει με κανέναν τρόπο την καλτσοδέτα κάποιας μοδιστρούλας που πηδούσε το αυλάκι του δρόμου, ενώ ο Κορφειρούλης είπε:
   - Θα 'δινα ό,τι έχω και δεν έχω για τούτο το πλασματάκι. Ο Μάριος, ακούγοντάς τον, σχεδόν αηδίασε.
   Ο Κορφειρούλης, ανταποδίδοντας την περιποίηση, τον προσκάλεσε την άλλη μέρα για πρωινό. Ο Μάριος έφαγε με περισσότερη όρεξη από την προήγουμενη. Είχε κάτι περίεργες μεταπτώσεις. Από τη βαρυθυμία έπεφτε στην ευθυμία κι από το κέφι στη στενοχώρια. Γελούσε δυνατά με το παραμικρό. Ένας φοιτητής του σύστησε κάποιον επαρχιώτη κύριο, που ο Μάριος, χωρίς να ξέρει γιατί, τον αγκάλιασε και τον φίλησε τρυφερά. Γύρω από το τραπέζι είχε σχηματιστεί ένας κύκλος από φοιτητές που συζητούσαν για τις ελλείψεις και για τα σφάλματα μερικών λεξικών που βράβευσε το υπουργείο. Ο Μάριος φώναξε μια στιγμή, διακόπτοντας τη συζήτηση. 
   - Ε, δεν νομίζετε πως είναι σπουδαίο να έχει κανείς τον μεγαλόσταυρο;
   - Παράξενα δεν σου φαίνονται τα λόγια του φίλου μας; ψιθύρισε ο Κορφειρούλης στο αυτί του Προυβέρη.
   - Δεν νομίζω, είπε ο Προυβέρης. Τα θεωρώ όμως σοβαρά.
   Ναι, χωρίς αμφιβολία, το ζήτημα ήταν σοβαρό. Ο Μάριος βρισκόταν στην πρώτη περίοδο, όπου το μεγάλο πάθος συνδυάζεται με τη γοητεία. Κι όλα αυτά με μια σκέτη ματιά. Φυσικά, ο υπόνομος ήταν γεμάτος εκρηκτικές ύλες και η φωτιά έτοιμη. Πολύ απλό το πράγμα: μια ματιά -μια σπίθα.
   Τελειωμένη δουλειά, βλέπετε. Ο Μάριος αγαπούσε μια γυναίκα. Ολοφάνερο. Κι από δω και πέρα η τύχη του έμπαινε στην περιοχή του αγνώστου.
   Η ματιά των γυναικών μοιάζει με τις ρόδες των μηχανών. Οι ρόδες δίνουν την εντύπωση πως γυρίζουν ήσυχα, μα στο άγγιγμά τους κάνουν μεγάλο κακό. Περνάς ήσυχα κάθε μέρα από κοντά τους και δεν παθαίνεις τίποτα, ούτε και φοβάσαι τίποτα. Κάπου κάπου ξεχνάς πως βρίσκεσαι κοντά στη ρόδα. Και γελάς, σκέφτεσαι, πηγαινοέρχεσαι, κουβεντιάζεις. Μα ξαφνικά νιώθεις πως πιάστηκες! Τελείωσε τότε. Σε κράτησε η ρόδα -η ματιά σε σκλάβωσε.
   Δεν έχει σημασία από πού και πώς πιάστηκες. Παρασύρθηκε το μυαλό σου, δεν πρόσεξες -κάτι τέτοιο έγινε. Είσαι χαμένος πια. Θα περάσεις ολόκληρος μέσα από τη ρόδα. Σε αρπάζουν μπερδεμένες μυστικές δυνάμεις. Άδικα πασχίζεις να ξεφύγεις. Άχρηστη είναι πια σε σένα κάθε βοήθεια ανθρώπινη. Θα περάσεις από τις ρόδες που έχουν δόντια, θα δοκιμάσεις αγωνίες, βάσανα, το μυαλό σου θα τρανταχτεί, η περιουσία σου θα κινδυνέψει, η ψυχή σου θα υποφέρει, το μέλλον σου θα σκοτεινιάσει. Κι αν τύχει να πέσεις στα νύχια καμιάς γυναίκας στριμμένης, θα βγεις σακατεμένος από την τρομερή εκείνη μηχανή -σακατεμένος από εξευτελισμό. Αν πάλι η γυναίκα είναι ευγενική, θα βγεις διαφορετικός από το πάθος.   

7. Σκέψεις πάνω σ' ένα στοιχείο του αλφαβήτου
   Μήνας συμπληρώθηκε από τότε που ο Μάριος πήγαινε στο Λουξεμβούργο. Τίποτα δεν τον συγκρατούσε όταν πλησίαζε η ώρα να ξεκινήσει για εκεί. 
   - Εκτελεί στρατιωτική υπηρεσία, έλεγε ο Κορφειρούλης.
   Απολάμβανε μια παραδεισένια ικανοποίηση, γιατί έβλεπε πως το κορίτσι τον παρακολουθούσε. Γι' αυτό ξεθάρρεψε λίγο και πήγε πιο κοντά στο παγκάκι του ζευγαριού. Μα προφυλασσόταν και φοβόταν, όπως γίνεται με όλους τους ερωτευμένους, και δεν περνούσε συχνά από μπροστά τους. Υπολόγιζε πολύ στην παρεξήγηση του πατέρα. Μισοκρυβόταν πίσω απ' τα αγάλματα και τα δέντρα, ώστε να τον βλέπει εκείνη αρκετά κι ο κύριος λιγότερο. Συνήθιζε να στέκεται στη σκιά του Λεωνίδα ή του Σπάρτακου κρατώντας ένα βιβλίο, ενώ τα μάτια του πάνω από τις σελίδες κοιτούσαν την όμορφη κοπέλα, που του χαμογελούσε. Μα φρόντιζε πάντα, όταν του χάριζε το χαμόγελό της, να μιλά με τον "πατέρα" της και να ρίχνει λοξές ματιές στον Μάριο. Ήταν ένα χαμόγελο γεμάτο γλύκα, υποσχέσεις και αφοσίωση. Παλιά, πολύ παλιά τακτική στις γυναίκες αυτή, που χρονολογείται από την εποχή της Εύας ακόμα, και που κάθε θηλυκό την εφαρμόζει χωρίς καμιά υπόδειξη ή καμιά επιρροή, γιατί την έχει στο αίμα του  -αρχαία κληρονομιά. Η γυναίκα, όταν θέλει, μπορεί κι εξαπατά με τρόπο μοναδικό. Στην περίπτωσή μας, η νέα ξεγελούσε με μαεστρία τον συνοδό της κουβεντιάζοντας μαζί του, ενώ με το βλέμμα της απαντούσε στον Μάριο.
   Όμως ο κύριος Λευκίας κάτι είχε καταλάβει, γιατί, μόλις ερχόταν ο Μάριος, αυτός σηκωνόταν από τη θέση του και ετοιμαζόταν να περπατήσει. Άλλαξε ακόμα και το παγκάκι του και προτιμούσε τώρα άλλο, κατά την άκρη της δεντροστοιχίας, λες και ήθελε να προσέξει αν θα πλησίαζε κι εκεί ο Μάριος, ο οποίος έπεσε στην παγίδα. Κι έτσι, ο "πατέρας" και η "κόρη" δεν φαίνονταν πια τακτικά στο Λουξεμβούργο. Κάπου κάπου ερχόταν μόνος ο ηλικιωμένος κύριος. Και τότε ο Μάριος έπεσε σ' άλλη παγίδα: έφευγε. Όλα αυτά ο Μάριος τα θεωρούσε τυχαία. Από δειλός έγινε τυφλός. Το ερωτικό του αίσθημα μεγάλωνε ολοένα και, τη νύχτα, τον βασάνιζαν διάφορες σκέψεις.  
   Αλλά να και μια ευτυχία που δεν την περίμενε. Τότε χύθηκε λάδι στη φωτιά του και το σκοτάδι των ματιών του διπλασιάστηκε. Κάποιο βράδυ -μόλις πήρε να σκοτεινιάζει- βρήκε στο παγκάκι όπου πριν από λίγη ώρα καθόταν ο άγνωστος κύριος με την κοπέλα ένα μαντήλι που δεν είχε τίποτα εξαιρετικό -ήταν απλώς άσπρο, πολύ λεπτό και ανέδινε ένα μεθυστικό άρωμα. Το άρπαξε με χαρά τρελή και το 'φαγε με τα μάτια. Το μαντήλι είχε κεντημένα πάνω του τ' αρχικά  Ο. Θ.. Δεν ήξερε τίποτα για την όμορφη κοπέλα ο Μάριος, ούτε την οικογένειά της ούτε το σπίτι της ούτε τ' όνομά της. Το πρώτο πράγμα που μάθαινε γι' αυτήν ήταν τα δυο εκείνα γράμματα. Α, πόσο τα λάτρευε! Και η φαντασία του άρχισε αμέσως να καλπάζει. "Ο" ήταν το πρώτο στοιχείο του ονόματός της. Μήπως, λοιπόν, την έλεγαν Ουρανία; Α, ναι, έτσι θα 'ταν. Ουρανία! "Τι γλυκό όνομα, αλήθεια!" σκέφτηκε. Φίλησε το μαντήλι, ανάσανε βαθιά το άρωμά του, το 'σφιξε στην καρδιά του, το 'κλεινε πάνω στο γυμνό του στήθος την ημέρα και τη νύχτα το φιλούσε και κοιμόταν μ' αυτό στο στόμα.
   "Η ψυχή της φτερουγίζει μέσα του", μονολογούσε. "Και πόσο τη νιώθω!"
   Ωστόσο, το μαντήλι έπεσε από τον "πατέρα", δίχως να το αντιληφθεί.
   Τις άλλες μέρες, αφού ο Μάριος είχε αποκτήσει το μαντήλι, όσες φορές βρισκόταν στο Λουξεμβούργο το 'σφιγγε στην καρδιά του και το φιλούσε. Η κοπέλα δεν καταλάβαινε τίποτε απ' όλα αυτά και έδειχνε την απορία της με νοήματα πολύ συγκρατημένα και σεμνά.

8. Ευτυχισμένοι είναι και οι απόμαχοι
   Μια και αναφέραμε τη λέξη "σεμνά", οφείλουμε να προσθέσουμε -αφού τίποτα δεν κρύβουμε- πως η "Ουρανία του" κάποτε διέλυσε για λίγο την έκστασή του και τον δυσαρέστησε. Μια μέρα το κορίτσι ζήτησε να σηκωθεί ο κύριος Λευκίας από τη θέση του για να περπατήσουν στη δεντροστοιχία. Φυσούσε αέρας δυνατός που κουνούσε τα δέντρα. Το ζευγάρι πέρασε μπροστά από το παγκάκι του Μάριου. Εκείνη κρατούσε τον ηλικιωμένο κύριο από το μπράτσο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και ήταν ταραγμένος από τη συγκίνηση. Ξαφνικά ένα δυνατότερο φύσημα του αέρα, που όρμησε απότομα στη δεντροστοιχία, περιτριγύρισε το ζευγάρι, έκανε μερικούς χαριτωμένους κυματισμούς γύρω από το κορίτσι, που θύμιζαν τις νύμφες του Βιργιλίου και τους Πάνες του Θεόκριτου, και σήκωσε τολμηρά το φουστάνι της -φόρεμα πιο ιερό από της Ίσιδας- ως την καλτσοδέτα. Τότε, για μια στιγμή, πρόβαλε η γάμπα της, τέλεια σχηματισμένη.
   Είδε ο Μάριος τ' άπρεπα αποκαλυπτήρια και θύμωσε τρομερά, ασυγκράτητα, αν και η "Ουρανία" του ντροπιασμένη, κατέβασε αμέσως το φόρεμά της. Όμως αυτό δεν καταπράϋνε τον Μάριο. Αντίθετα, τον βασάνιζε η σκέψη πως μπορεί να βρισκόταν και κανένας άλλος στο σημείο εκείνο όπου ο αέρας ξέσπασε με πρόστυχη θρασύτητα. Ίσως να την είδαν κιόλας κι άλλοι περιπατητές του Λουξεμβούργου. Α, μα ήταν τρομερό, απαίσιο το φέρσιμο της "Ουρανίας"! Παραδεχόταν, ωστόσο, στη σύγχυσή του, πως δεν έφταιγε σε τίποτα το κορίτσι -μα ζήλευε και τον αέρα, και τον ίσκιο του ακόμα. Ναι, με τέτοιο τρόπο πολλές φορές ξυπνά η ζήλια στην καρδιά των ανθρώπων, άδικα ή υπερβολικά. Μα και χωρίς αυτή τη ζήλια, το θέαμα της καλοφτιαγμένης εκείνης γάμπας δεν τον ευχαρίστησε καθόλου. Θα τον ευχαριστούσε πραγματικά η άσπρη κάλτσα μιας οποιασδήποτε άλλης γυναίκας. 
   Η "Ουρανία του", μόλις έφτασε στην άκρη της δεντροστοιχίας, γύρισε πάλι πίσω με τον συνοδό της και πέρασε μπροστά από το παγκάκι του Μάριου, ο οποίος της έριξε ένα βλέμμα όλο θυμό και δυσαρέσκεια. Τότε η κοπέλα φάνηκε ν' απορεί και οι βλεφαρίδες της έπαιξαν σαν να ρωτούσε: "Μα τι έπαθε, λοιπόν; Γιατί κάνει έτσι;"
   Αυτό ήταν το πρώτο τους "καβγαδάκι".
   Σε λίγο, κάποιος έτυχε να περάσει από τη δεντροστοιχία. Ένας καμπουριασμένος απόμαχος με το πρόσωπο όλο ρυτίδες, κουλοχέρης, με το δεξί πόδι ξύλινο. Και του Μάριου του φάνηκε πως το αξιολύπητο εκείνο ον ήταν πανευτυχές με ό,τι θα είδε... Και του φάνηκε, ακόμα, πως ο κυνικός εκείνος γέρος του 'κανε νόημα χαρούμενο, αδελφικό, μισοκλείνοντάς του το μάτι σαν να του 'δινε να καταλάβει πως μαζί είχαν απολαύσει το έξοχο θέαμα πριν από λίγο. Και το απαίσιο, το φρικτό του γέλιο δεν έφευγε, έτσι καθώς περνούσε κουτσαίνοντας μπροστά από τον φρενιασμένο Μάριο. Ακούς εκεί να πανηγυρίζει τούτο το ανθρώπινο κουρέλι! Τι είχε, λοιπόν; Τι ήθελε; Η ζήλια του Μάριου έφτανε ως την τρέλα.
   - Θα τα 'δε, θα τα 'δε όλα από καμιά γωνιά δίχως να φαίνεται! ψιθύρισε αναστατωμένος.
   Ήθελε τόσο πολύ να χιμήξει με λύσσα στον απόμαχο, να τον πιάσει από τον λαιμό και να τον στραγγαλίσει!
   Ο χρόνος όμως εξασφαλίζει σε όλους μας την ηρεμία, μαλακώνοντας κάθε παροξυσμό, σκοτώνοντας τις εξάψεις. Σιγά σιγά πέρασε κι ο θυμός του Μάριου για την "Ουρανία", όσο δικαιολογημένος κι αν ήταν.  Στο τέλος δέχτηκε να τη συγχωρέσει, αν και δυσκολεύτηκε πολύ γι' αυτό. Μα την τιμώρησε τρεις μέρες κρατώντας της επιδεικτικά κακία.
   Όλα αυτά, ωστόσο, μεγάλωναν πιο πολύ κάθε μέρα το ερωτικό πάθος του Μάριου για την άγνωστη κοπέλα.  

9. Έκλειψη
   Ο Μάριος νόμιζε λοιπόν πως είχε καταφέρει ν' ανακαλύψει τ' όνομα του κοριτσιού που αγαπούσε. Και φανταζόταν πως το 'λεγαν Ουρανία. Όπως παντού, το ίδιο και στον έρωτα, η όρεξη αυξάνεται με τον καιρό. Και το ότι ήξερε τ' όνομά της του φαινόταν πολύ. Μα, σε τρεις ή τέσσερις εβδομάδες, ο Μάριος παραχόρτασε και μπούχτισε με το υποθετικό όνομα της κοπέλας. Η καρδιά του ζητούσε τώρα και κάτι άλλο -κάτι περισσότερο, διαφορετικό. Μονομιάς του 'ρθε η λαχτάρα να μάθει που έμενε η Ουρανία του. Αυτό ήταν το τρίτο λάθος του, και το μεγαλύτερο. Πήρε την Ουρανία από πίσω -έγινε η σκιά της.
   Ανακάλυψε, έτσι, πως το κορίτσι των ονείρων του έμενε σ' ένα σπίτι καινούριο, τρίπατο, με συνηθισμένο εξωτερικό, στο πιο ερημικό μέρος της οδού Δύσεως. Από τότε ο ερωτευμένος Μάριος, μαζί με την απόλαυση να τη βλέπει στο Λουξεμβούργο, είχε κι άλλη: να την παρακολουθεί ως το σπίτι της. Η όρεξή του για πιο πολλά φούντωνε ολοένα. Γνώριζε πια το μικρό της όνομα, τόσο γλυκό. Τώρα ξετρύπωσε και το σπίτι της.  Δεν του έμενε τίποτε άλλο παρά να εξακριβώσει ποιο ήταν το κορίτσι που λάτρευε.
   Κάποιο βραδάκι, μετά τη συνηθισμένη παρακολούθησή του, πήγε στον θυρωρό και τον ρώτησε με θαρραλέα αποφασιστικότητα:
   - Μου λέτε, σας παρακαλώ, αν ο κύριος του πρώτου πατώματος έχει γυρίσει;
   - Αυτός που ήρθε μόλις κάθεται στο τρίτο πάτωμα, απάντησε ο θυρωρός.
   Να λοιπόν και κάτι άλλο που μάθαινε. Και πιο ξεθαρρεμένος τώρα, ξαναρώτησε:
   - Μένει στα μπροστινά δωμάτια;
   - Φυσικά, αφού πίσω το σπίτι δεν έχει δωμάτια.
   - Και μπορείτε να μου πείτε το επάγγελμα του κυρίου αυτού;
   - Εισοδηματίας είναι. Εξαιρετικός άνθρωπος. Καρδιά καλή, χαρακτήρας τίμιος. Πονά πολύ τους φτωχούς, χωρίς να φαίνεται πλούσιος.
   - Πώς τον λένε; ρώτησε κατόπιν με κάποια θρασύτητα ο Μάριος.
   Μα τότε η υπομονή του θυρωρού εξαντλήθηκε. Σήκωσε με θυμό το κεφάλι κι έκανε στον Μάριο, σε τόνο απότομο:
   - Με παρασκότισες, φίλε μου. Μπας και είσαι χαφιές;
   Ο Μάριος τα 'χασε και του γύρισε γρήγορα την πλάτη. Ένιωθε λύπη και χαρά μαζί. Λύπη γιατί έδωσε αφορμή να του μιλήσουν έτσι, χαρά επειδή έμαθε κι άλλα πράγματα.
   "Θαύμα", έλεγε μέσα του. "Δεν είναι λίγα αυτά που ξέρω τώρα".
   Την άλλη μέρα το ζευγάρι έμεινε στο Λουξεμβούργο μερικά λεπτά μόνο. Έφυγε σχεδόν μόλις ήρθε. Ο Μάριος τους παρακολούθησε πάλι, σύμφωνα με την καθιερωμένη πια συνήθειά του, και πήγε ως το σπίτι τους.
   Όταν βρέθηκαν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, ο κύριος Λευκίας άφησε να μπει πρώτα η κόρη του. Κατόπιν, αφού στάθηκε για μια στιγμή στο κατώφλι, γύρισε, κοίταξε επίμονα τον Μάριο και προχώρησε μέσα με βαρύ βήμα.
   Την επόμενη μέρα δεν τους είδε στο Λουξεμβούργο, όσο κι αν περίμενε, όσο κι αν έψαχνε. Σαν άρχισε να βραδιάζει, τράβηξε ανυπόμονα στην οδό Δύσεως. Πήγαινε κι ερχόταν κάτω από τα φωτισμένα παράθυρα του τρίτου πατώματος κάμποση ώρα και σταμάτησε μόλις είδε το φως να σβήνει. Σκεφτικός γύρισε στο σπίτι του.
   Ούτε την άλλη μέρα φάνηκε στο Λουξεμβούργο το ζευγάρι. Άδικα περίμενε ως το βράδυ ο Μάριος, Άρχισε ν' ανησυχεί. Χίλια δυο πράγματα του περνούσαν από το μυαλό. Να παραμονεύει το σπίτι τη μέρα τού ήταν αδύνατο. Μόνο τη νύχτα κοιτούσε αδιάκοπα τα παράθυρα. Και καθώς έβλεπε να περνοδιαβαίνουν σκιές στα κοκκινωπά τζάμια, η καρδιά του σκιρτούσε. Την όγδοη μέρα τα παράθυρα ήταν σκοτεινά.
   "Τι περίεργο!" μονολόγησε. "Γιατί να μην ανάψουν λάμπα αφού νύχτωσε; Σίγουρα θα βγήκαν έξω".
   Πήγε δέκα η ώρα, ήρθαν τα μεσάνυχτα, πήγε μία. Τίποτα. Τα παράθυρα έμειναν κατασκότεινα, ούτε και μπήκε κανένας στο σπίτι. Πόσο βαριά ένιωθε την καρδιά του όταν έφευγε!
   Ούτε την άλλη μέρα τούς συνάντησε στο Λουξεμβούργο. Δεν του φάνηκε παράξενο. Μα έλπιζε, όλο αγωνία, για την επομένη -πάντα έλπιζε. Κατά το βραδάκι τράβηξε για το σπίτι. Τα παράθυρα κατασκότεινα. Τούτη τη φορά ήταν κλεισμένες και οι γρίλιες. Ολόκληρο το τρίτο πάτωμα ήταν βυθισμένο σε πυκνό σκοτάδι. Δεν μπόρεσε να μη χτυπήσει την πόρτα και να μη ρωτήσει τον θυρωρό:
   - Ο κύριος του τρίτου πατώματος, σας παρακαλώ;
   - Έφυγε από τούτο το σπίτι, είπε ο θυρωρός.
   Του 'ρθε κάτι σαν κεραυνός.
   - Α! Και πότε μετακόμισε; ρώτησε ψιθυριστά, συγκρατώντας μετά βίας τον εαυτό του.
   - Χτες.
   - Και πού πάει;
   - Α, δεν ξέρω. 
   - Μα πώς, δεν άφησε τη διεύθυνση του νέου σπιτιού του;
   Ο θυρωρός πρόσεξε καλύτερα τον Μάριο και του ' κανε απότομα:
   - Εσύ είσαι, μωρέ; Πάλι εσύ; Μου φαίνεται πως είσαι αληθινός χαφιές, καλά το κατάλαβα...

  Ουγκώ Βίκτωρ, Οι Άθλιοι, τομ. Β', (μετφρ. Γιάννης Κουχτσόγλου), Γάλλοι Λογοτέχνες, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ (Βιβλιοθήκη του κόσμου)                     

Δεν υπάρχουν σχόλια: