Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

[ ΤΑ ΞΕΓΝΟΙΑΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ]


  Η Ναταλία είχε μπει πια καλπάζοντας στην εφηβεία και δε χωρούσε πουθενά. Έβλεπε το σώμα της ν' αλλάζει από μέρα σε μέρα, η διάθεσή της από λεπτό σε λεπτό, ακόμα και οι σκέψεις της δεν έμπαιναν πια σε σειρά. Ήταν μια εφηβεία τόσο πρώιμη, τόσο ραγδαία και έξω από οποιουσδήποτε φυσικούς κανόνες, που την άφηνε όλο και πιο ανικανοποίητη, όλο και πιο ανήμπορη να δαμάσει τα άγρια άλογα που αισθανόταν αχαλίνωτα μέσα στο λεπτό της σώμα, και όλοι οι άλλοι γύρω της ήταν εξουθενωμένοι από την τρομερή προσπάθεια να τα βγάλουν πέρα με τις ψυχικές μεταπτώσεις της.
   "Φταίει το χρώμα των μαλλιών της", έλεγε η μαγείρισσα.
   Ούτε κατάλαβε πότε γέμισε το στήθος της, πότε λέπτυνε η μέση της σαν δαχτυλίδι, πότε στρογγύλεψαν οι γοφοί της, και όσο κι αν όλοι οι άλλοι στο σπίτι προσπαθούσαν να δείχνουν τάχα αδιάφοροι σ' αυτή την αλλαγή, ο καθρέφτης τής έστελνε πίσω την εικόνα μιας εκπληκτικά όμορφης γυναίκας, αυτό που άκουγε τη μαγείρισσα να λέει με νόημα πίσω από την πλάτη της "η αμαρτία προσωποποιημένη". Ήταν το επίκεντρο της προσοχής όλων. Όταν έμπαινε σ' ένα δωμάτιο, όλοι γύριζαν και την κοίταζαν, σαν να μην μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Συχνά βυθιζόταν σε σιωπές που αποδιοργάνωναν όλο το σπίτι. Ο χρόνος σταματούσε, το σπίτι γέμιζε σκιές, έπεφταν τότε όλοι σε μελαγχολία και τριγύριζαν στα μεγάλα δωμάτια σιωπηλοί. Στην κουζίνα η μαγείρισσα με τη νάνη Ίρινα, ενωμένες σε κοινές προσευχές, μα καθεμιά τους σε διαφορετικό δόγμα και άγιο, παρακαλούσαν να περάσει γρήγορα το κακό μάτι. Η μαγείρισσα, που ήταν ορθόδοξη, προσευχόταν στην Αγία Αναστασία τη Φαρμακολύτρια, ενώ η νάνη Ίρινα στον Σάντο Τσίρο, τον μέντικο των καθολικών. Στο τέλος, όταν η Ναταλία συνερχόταν από το μάτιασμα, οι δυο γυναίκες έστηναν καβγάδες που κρατούσαν μέρες για το ποιος από τους δύο αγίους ήταν ο πιο αξιόπιστος και θαυματουργός. Βέβαια, κρυφά απ' όλους, κατέφευγαν στα θαυματουργά βότανα του σαμάνου, μα επειδή δεν τολμούσαν να ζητήσουν τη βοήθειά του, τα χρησιμοποιούσαν με το ένστικτό τους και τη φαντασία τους. Τα έβαζαν στο φαγητό της ή μέσα στο τσάι της κατά την περίσταση: ελιά για τη βαθιά κατάπτωση, βερβένα για τη μεγάλη δραστηριότητα, αγριοτριανταφυλλιά για την απάθεια, ασπροκάστανο για τις ανησυχίες που έρχονται συνέχεια στο μυαλό, μίμουλους για την αγωνία, σκλήρανθο για να παίρνει αποφάσεις, κοκκινοκάστανο για την υπερβολική προσκόλληση σε αγαπημένα πρόσωπα, ιτιά για το θυμό και τη μνησικακία, άμπελο για έλεγχο, μουστάρδα για την κατάθλιψη, κένταυρο για να ενισχύει την ικανότητά της να λέει όχι και ν' αρνείται την κυριαρχία των αντρών. Αυτό το τελευταίο βότανο ήταν και το αγαπημένο της μαγείρισσας. Το έπινε και η ίδια βρασμένο πριν τη βραδινή κατάκλιση, για να μπορεί το πρωί να λέει πιο σθεναρά το όχι στον υποδηματοποιό της Βραΐλας, που ήταν και ο μεγαλύτερος θαυμαστής της. Βέβαια οι δύο γυναίκες δεν είχαν καμία ένδειξη ότι όλα αυτά ωφελούσαν τη Ναταλία και τους φαινόταν πως πέρασαν αιώνες ώσπου να ξανακούσουν το γάργαρο γέλιο της, τις φωνές της, τα πείσματά της. Πλημμύριζαν τότε το σπίτι οι νότες από την Πολωνέζα αριθμός 53, την Ηρωική του Σοπέν, καθώς ξανάρχιζε να παίζει στο πιάνο τ' αγαπημένα της κομμάτια από τις δυσεύρετες εκείνη την εποχή παρτιτούρες αυτού του Πολωνού συνθέτη, που θα αναγνωριζόταν αργότερα σαν ο μεγαλύτερος πιανίστας όλων των εποχών, και που της τις έφερνε ο πατέρας της από κάθε του ταξίδι στο Παρίσι. Γέμιζαν τότε μουσική οι μέρες τους, ξανάβρισκε και το σπίτι την ανάσα του.
   Μέσα σ' όλη αυτή τη φουρτούνα που την έλεγαν εφηβεία, η Γιουλίγια Μάγιαρτσουκ ήταν η μόνη που δεν έχανε την ψυχραιμία της και τη γαλήνια στάση της. Ήξερε καλύτερα απ' όλους τους άλλους τα μαρτύρια του σώματος και της ψυχής. Ήταν πάντα κοντά για να προφτάσει εκρήξεις, ξαφνικά κλάματα, φοβερούς θυμούς και ν' ανοίξει τη ζεστή αγκαλιά της τις κατάλληλες στιγμές. Έδινε στη Ναταλία απλόχερα  την αγάπη που η ίδια τόσο απεγνωσμένα είχε ανάγκη. Η Καυκάσια είχε κατορθώσει να μένει ατάραχη σ' αυτή την αναστάτωση, μόνο η θύμιση των αρσενικών τής προκαλούσε στιγμιαίες ναυτίες, που καταπολεμούσε πίνοντας χλιαρές λεμονάδες, γιατί πολλές παλιές αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια ήταν ακόμα συσσωρευμένες στο σώμα και ενεργειακό της σύστημα. Είχε βέβαια από καιρό αρχίσει να θεραπεύεται σιγά σιγά, μα η θεραπεία σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι συνήθως μια πονεμένη, μακροχρόνια διαδικασία, γιατί αναγκάζει τους ανθρώπους ν' αντιμετωπίσουν τις σκοτεινές τους πλευρές και τους χειρότερους φόβους τους.
   Η Ναταλία εξερευνούσε το σώμα της, τις πιο βαθιές της επιθυμίες, με μοναχικές ηδονές και ατέλειωτους οργασμούς που δεν την εξουθένωναν, ούτε την αποβλάκωναν, όπως φοβόταν η νάνη Ίρινα, που με φρίκη την είχε δει κρυφά κάποιες φορές, και ήταν τέτοια η αναστάτωσή της και τόσο πολύ κολάστηκε από το ξεδιάντροπο θέαμα, που έκανε έναν ολόκληρο χρόνο να πατήσει το πόδι της στην εκκλησία. Αντίθετα τη Ναταλία την ομόρφαιναν και την ωρίμαζαν όλο και πιο πολύ, καθώς ανακάλυπτε ότι ήταν μια γυναίκα με πάθος και ότι υπήρχαν ένστικτα στη φύση της που ζητούσαν να ικανοποιηθούν, τα οποία η μητέρα της, παρόλο που έζησε τον ιδανικό έρωτα, δεν μπορούσε να φανταστεί.
   Μα όσο ομόρφαινε η Ναταλία, τόσο φαινόταν να χάνουν τη δροσιά τους οι αδελφές της. Ξίνισαν τα λεπτά πρόσωπά τους, σκλήρυνε το βλέμμα τους, απέκτησε στάση αμυντική το σώμα τους, μέχρι που τα χείλη τους έγιναν δύο λεπτές γραμμές που μαρτυρούσαν πίκρα καλά θαμμένη. Έδιωχναν μακριά όλους όσους τις πλησίαζαν, αρνούμενες οποιαδήποτε σχέση και επαφή θα γλύκαινε λίγο τη ζωή τους. Από κορίτσια της παντρειάς είχαν γίνει πια μεγαλοκοπέλες. Φοβούμενη το ράφι και για τις δύο θυγατέρες της και προβλέποντας μελλοντικές συμφορές, άρχισε τότε η Αικατερίνη Χατζηγιάννη, κρυφά απ' όλους, μια εκστρατεία εύρεσης γαμπρών με ατέλειωτη αλληλογραφία, όπου κινητοποιήθηκαν μακρινοί συγγενείς και φίλοι από το Γαλάτσι, την Κωνστάντζα και την Οδησσό, γιατί στη Βραΐλα όλοι ήξεραν τις στρίγγλες και τις απέφευγαν, αφού είχαν φροντίσει μόνες τους να κλείσουν τις πόρτες της καρδιάς και της ζωής τους. Μα έχοντας ως εχέγγυο το όνομα των Χατζηγιάννηδων, έκαναν στο τέλος γάμους συμφέροντος με δύο άξιους και καλούς νέους από το Γαλάτσι, έμπορους και ξαδέλφια μεταξύ τους. Η Αικατερίνη φρόντισε να τις προικίσει με ό,τι περιουσία είχε στο όνομά της και ο Αλέξανδρος ανέλαβε να βοηθήσει οικονομικά και με τις γνωριμίες του -"εθνικό κεφάλαιο οι σωστές γνωριμίες", όπως έλεγε η ντόνα Αννίκα- τους ανερχόμενους εμπόρους γαμπρούς του. Τότε οι δύο μεγαλοκοπέλες, χαρούμενες που δε θα χώριζαν ούτε στο γάμο τους, αφού θα μετακόμιζαν και θα ζούσαν και οι δύο στο Γαλάτσι, σε ωραία γειτονικά σπίτια, αγορασμένα με τις προίκες τους, έριξαν τις άμυνές τους και παραδόθηκαν στις χαρές των ετοιμασιών του γάμου τους, που έγινε και για τις δύο την ίδια μέρα.
   Άρχισε τότε ένας πυρετός προετοιμασιών για τις προίκες, τα φορέματα, τα μεταξωτά, τα καπέλα και τα παπούτσια, με σύντομα ταξίδια στην Οδησσό και τη Βιέννη για να διαλέξουν υφάσματα, και συνεχείς πρόβες από τρεις ράφτρες, που εγκαταστάθηκαν για όλο το διάστημα των ετοιμασιών στο γωνιακό αρχοντικό των Χατζηγιάννηδων. Η ντόνα Αννίκα, στο στοιχείο της, δεν προλάβαινε να ταΐζει το αναστατωμένο σπιτικό, αφού η ανέλπιστη χαρά έφερε σε όλους μια ακατάσχετη όρεξη. Η μαγείρισσα κάποια βράδια έπιασε πολλούς από τους ενοίκους, μα και τις τρεις ράφτρες μαζί με το δάσκαλο χορού, επ' αυτοφώρω να λεηλατούν τα κελάρια της, τρώγοντας ό,τι απέμενε από τα πλούσια γεύματα που σερβίριζε, και όχι μόνο, αφού έβαζαν χέρι και στις προμήθειες που από καιρό συγκέντρωνε για το τραπέζι του γάμου. Η υπομονή της εξαντλήθηκε όταν κάποιος απρόσεχτος πεινασμένος, ψάχνοντας ένα βράδυ για φρέσκα αυγά, άφησε ανοιχτό το μικρό περιφραγμένο με συρματόπλεγμα χώρο όπου κρατούσε ζωντανές τις χελώνες που προορίζονταν για τη χελωνόσουπα, τη σπεσιαλιτέ της, την οποία είχε συμπεριλάβει στο γαμήλιο μενού. Χρειάστηκαν δύο μέρες για να τις βρουν και να τις ξαναμαζέψουν από τον κήπο με τη βοήθεια του σιωπηλού σαμάνου, που ευτυχώς δεν τις έφαγε, όπως φοβήθηκαν όλοι, καταπώς έλεγαν οι φήμες, αλλά τις έφερε ζωντανές για να θυσιαστούν στο μεγάλο σκοπό.  Κρέμασε τότε κουδούνια παντού στην κουζίνα της, που την προειδοποιούσαν για τις βραδινές λεηλασίες και τόσο συνήθισαν όλοι το χαρούμενο ήχο τους, που κανείς δεν τόλμησε να τα κατεβάσει ακόμα και όταν πέρασε η λαίλαπα και γύρισε ο καθένας στο σπίτι του. Έμειναν χρόνια κρεμασμένα στα πιο απίθανα σημεία και η ιστορία λέει ότι στο τέλος κουδούνιζαν από μόνα τους χαρούμενα στις χαρές και λυπητερά όταν κατοπινές συμφορές χτύπησαν το γωνιακό αρχοντικό της Otelu Rosu.
   Εκείνη περίπου την εποχή αγόρασε ο Αλέξανδρος Χατζηγιάννης ένα ωραίο σπίτι στη Βιέννη. Η όμορφη πόλη είχε στρατηγική θέση στην κεντρική Ευρώπη και ήταν πάντα σταυροδρόμι πολιτισμών και σημείο συνάντησης μεγαλεμπόρων σαν τον Χατζηγιάννη, που οι δουλειές του είχαν μεγαλώσει πολύ και τον κρατούσαν συχνά μακριά από τη Βραΐλα. Στη Βιέννη εδώ και πολλά χρόνια ανθούσε μια πολυάριθμη ελληνική παροικία εμπόρων και λογίων, που εξέδιδε τη δική της εφημερίδα, εκεί ήταν που ο Ρήγας Φερραίος έζησε μια περίοδο της πολυτάραχης ζωής του και τύπωσε τα επαναστατικά του έργα, που διαβάζονταν σε όλα τα σαλόνια της εποχής και εμψύχωναν τους φιλέλληνες. Εκεί περνούσαν οι Χατζηγιάννηδες αρκετούς μήνες το χρόνο και οι γυναίκες, με εξαίρεση τη Ναταλία, που ήταν ακόμη μικρή για τέτοιου είδους εξόδους, μην έχοντας κάνει επίσημα την είσοδό της στην καλή κοινωνία, έβρισκαν ευκαιρία να επισκεφθούν την Όπερα, να ενημερωθούν για τις καινούργιες μόδες που έφταναν από το Παρίσι, να κάνουν την ετήσια επίσκεψη στους σπεσιαλίστες γιατρούς τους, να δουν αγαπημένους φίλους και ν' ανταλλάξουν επισκέψεις.
   Λίγες μέρες πριν από τους γάμους, η Αικατερίνη, με μεγάλη διπλωματία και με τη βοήθεια της Γιουλίγια, απομάκρυνε τη Ναταλία, στέλνοντάς τες ένα μικρό ταξίδι στη Βιέννη, προσκαλεσμένες από μακρινά ξαδέλφια που ζούσαν εκεί, για να ανανεώσει τάχα η θυγατέρα της την γκαρνταρόμπα της. Ο πραγματικός λόγος ήταν ότι η Αικατερίνη, γνωρίζοντας τη γοητεία που ασκούσε σε όλους η Ναταλία, δεν ήθελε με την εκπληκτική παρουσία της να χαλάσει την τελευταία ευκαιρία αποκατάστασης των δύο μεγάλων θυγατέρων της. Κατόπιν, ακολουθώντας το στρατηγικό σχέδιο που κατέστρωσε η Αικατερίνη με τη βοήθεια του Αλέξανδρου, η Ναταλία και η Γιουλίγια επέστρεψαν ταλαιπωρημένες δύο μέρες μετά την τελετή και τη δεξίωση του γάμου και αφού όλοι είχαν γυρίσει στα σπίτια τους και οι αδελφές της είχαν σαλπάρει με τα καινούργια τους ταξιδιωτικά κοστούμια για το μήνα του μέλιτος.
   Είχε μπει η άνοιξη όταν εκείνο το απόγευμα, μετά από τον περίπατο, η Ναταλία με τη Γιουλίγια πέρασαν όπως το συνήθιζαν, από τη συνοικία των Φραγκολεβαντίνων. Άρεσε και στις δύο ο περίπατος σ' αυτή την πολύχρωμη γειτονιά, που οι κάτοικοί της ήταν τόσο ανοιχτοί και εύθυμοι. Στο σύνολό τους ήταν Φραγκολεβαντίνοι, μα έβρισκες και πολλούς Λατίνους, φερμένους από το Βασίλειο των Δύο Σικελιών, διωγμένους από τους δεσπότες Βουρβόνους -βασιλιάδες της Νότιας Ιταλίας- σκορπισμένους και εγκατεστημένους από χρόνια στον Πόντο και στις γύρω περιοχές. Η παρουσία των δύο ωραίων γυναικών ξεσήκωνε πάντα μια μικρή αναστάτωση, που οι εύθυμοι κάτοικοι εκδήλωναν μεγαλόφωνα στη μελωδική τους γλώσσα, ενώ οι πιο τολμηροί τις ακολουθούσαν από απόσταση.
   Εκείνο το απόγευμα, καθώς έδυε ο ήλιος και ο αέρας μύριζε άνοιξη, έστριψαν στην οδό Καρακάλ, πέρασαν μπροστά από το ζαχαροπλαστείο της Σιλβάνα Βιτιέλο, με τις ωραίες βιτρίνες με τα γλυκά και την μπαρόκ διακόσμηση, κι εκεί, μαζί με τις μυρωδιές από τις ευωδιαστές σφολιατέλες που ετοίμαζε καθημερινά η όμορφη μπριόζα Ναπολιτάνα, έφτασαν στ' αυτιά τους τραγούδια και μουσική από το πιάνο που κοσμούσε την αίθουσα τσαγιού. Μαγεμένες και χωρίς να μιλήσουν, μπήκαν μέσα. Η αίθουσα ήταν στρωμένη με παχιά χαλιά και ήταν γεμάτη με μικρά τραπέζια σκεπασμένα με ιβουάρ μεταξωτά τραπεζομάντηλα, ενώ τα σερβίτσια ήταν από πορσελάνη. Η κομψότητα στον υπερθετικό βαθμό. Εξίσου κομψές κυρίες έπιναν το τσάι τους και έτρωγαν με μικρές μπουκιές τις γεμισμένες με μυρωδάτη κρέμα σφολιατέλες. Ζήτησαν αφηρημένες από ένα φλιτζάνι σοκολάτα, που ο πρόθυμος σερβιτόρος τούς σερβίρισε με μικρά μπισκότα βανίλιας, και έμειναν να απολαμβάνουν τα τραγούδια που ένας Ναπολιτάνος, ανεβασμένος σε μια μικρή εξέδρα, έπαιζε στο πιάνο και τραγουδούσε στην περίεργη γλώσσα του, με μια βαθιά, όλο λυγμούς φωνή, που έμπαινε κατευθείαν στην ψυχή τους. Ένιωσαν χαμένες μέσα σ' αυτή την εμπειρία που καμιά τους δεν είχε ξαναζήσει, γιατί η Ναταλία λάτρευε τη μουσική και έπαιζε πιάνο από πολύ μικρή, μα αυτό που άκουγε τώρα ήταν τόσο άμεσο, τόσο ξεχωριστό, που την άφησε για πρώτη φορά χωρίς όρεξη για λόγια. Με κόπο την τράβηξε η Γιουλίγια να φύγουν γιατί είχε αρχίσει να νυχτώνει.
   Δεν αντάλλαξαν κουβέντα μεταξύ τους όσο περπατούσαν βιαστικές για την Otelu Rosu. Μπήκαν σιωπηλές στο σπίτι. Μέσα στην ησυχία του σαλονιού, με τις τελευταίες αχτίδες του ανοιξιάτικου δειλινού να χρυσώνουν τα βαριά έπιπλα, κάθισε η Ναταλία στο πιάνο. Έμεινε βυθισμένη στις σκέψεις της, με τα δάχτυλα ακουμπισμένα απαλά πάνω στα πλήκτρα. Αισθάνθηκε τότε σαν κάτι από καιρό αιωρούμενο να μπήκε στη θέση του, πήρε βαθιά ανάσα κι άφησε να φύγει από μέσα της ένας αναστεναγμός που μετετράπηκε αμέσως σε νότες που φτερούγισαν σ' όλο το σπίτι. Γέμισαν όλα μουσική. Η Γιουλίγια από το δωμάτιό της αναγνώρισε τις μελωδίες που είχαν ακούσει εκείνο το απόγευμα. Η μαγείρισσα άφησε μετέωρη την ξύλινη κουτάλα της πάνω από την μπεσαμέλ που ετοίμαζε για το βραδινό φαγητό, χωρίς να την ανακατέψει, μέχρι που σβόλιασε, πράγμα που συνέβαινε για πρώτη φορά στην πολύχρονη καριέρα της. Η νάνη Ίρινα, καθισμένη στην πολυθρόνα στη μεγάλη, γεμάτη θαλπωρή κουζίνα, τόσο ταράχτηκε, που της ξέφυγαν πέντε πόντοι από το πλεκτό της. Μέσα στην κρεβατοκάμαρα, μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη, το χέρι της Αικατερίνης στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστο στα μακριά μαλλιά της, καθώς προσπαθούσε να τα μαζέψει χαμηλά στο λαιμό, όπως συνήθιζε, μα το χέρι ακολούθησε δική του πορεία και τα μαλλιά έμειναν ξέπλεκα και ατίθασα να γυαλίζουν στην πλάτη της. Τι πάθος, σκέφτηκε με το μόνιμο πια καρδιοχτύπι που ένιωθε κάθε που σκεφτόταν τη θυγατέρα της. Ο Αλέξανδρος Χατζηγιάννης μέσα στο γραφείο του άφησε μαλακά την εφημερίδα που διάβαζε να πέσει στο πάτωμα και έκλεισε τα μάτια. Την επόμενη βδομάδα είχε προσλάβει τον Ναπολιτάνο μουσικό για να διδάξει τις γνώσεις του στην κόρη του.
   Τον έλεγαν Σαλβατόρε Μέρολα. Ήταν ένας κοντός, λεπτός και πολύ μελαχροινός άντρας γύρω στα τριάντα, που όλο του το πρόσωπο θαρρείς πως ήταν δύο μεγάλα υγρά μαύρα μάτια σαν ελιές. Είχε λεπτά χέρια με μακριά δάχτυλα, ένα μοναδικό πάθος για τη μουσική και όταν άρχιζε τα τραγούδια της πατρίδας του, μεταμορφωνόταν στη στιγμή σ' έναν πολύ γοητευτικό άντρα. Ήταν νεοφερμένος στην πόλη τους, κυνηγημένος από φαντάσματα του σκοτεινού παρελθόντος του, χωρίς γνωριμίες και συστάσεις και τ΄απογεύματα έπαιζε πιάνο στο ζαχαροπλαστείο της Σιλβάνα Βιτιέλο με αντάλλαγμα έναν πενιχρό μισθό, ένα πιάτο φαγητό και ένα δωμάτιο στο πάνω πάτωμα του σπιτιού της Ναπολιτάνας. Στη Ναταλία βρήκε την ιδανική μαθήτρια. Ερχόταν τα πρωινά στο ωραίο σπίτι φέρνοντας τις παρτιτούρες και τους στίχους των θαυμάσιων τραγουδιών του και άρχιζαν τα μαθήματα με τις ματινάτες και τις σερενάτες, που κρατούσαν μέχρι το μεσημέρι, όταν, εξουθενωμένοι ψυχικά και οι δύο, χώριζαν σιωπηλοί, χωρίς να λένε τίποτα, γιατί τα λόγια είναι περιττά μετά από τέτοια μουσική πανδαισία.
   Δεν ήταν η ομορφιά της Ναταλίας που άφηνε βουβό τον Μέρολα, ήταν αυτή η ποιότητα που έκρυβε μέσα της, αυτό το μοναδικό πάθος με το οποίο γεννιέσαι και δε γίνεται να το αποκτήσεις στην πορεία και το οποίο τα έμπειρα αυτιά του το αναγνώριζαν σαν ένα μοναδικό ταλέντο που μπορούσε ν' αναπαράγει οποιαδήποτε μελωδία άκουγε, μα και να την αλλάζει ανάλογα με την ψυχική της διάθεση, να της βάζει χτυποκάρδι, λυγμό, πάθος, χαρά, φαντασία, έτσι ώστε να φαίνεται στο τέλος δική της σύνθεση. Είχε ακόμα μια παράξενη, στοιχειωμένη φωνή, που μπορούσε ν' αλλάζει τη διάθεση όλων γύρω της. Άφηναν τότε όλοι ό,τι έκαναν εκείνη την ώρα και χάνονταν στις μελωδίες που ξεχύνονταν από παντού και τύλιγαν στη μαγεία τους όλο το σπίτι. Γλίστραγε και ο σαμάνος μαλακά στον κήπο, έξω από το παράθυρο του σαλονιού, όπου μέσα βρισκόταν το μεγάλο πιάνο, γινόταν ένα με τον τοίχο και παρέμενε εκεί, χαμένος σε κόσμους μακρινούς από άλλες ζωές και από άλλους καιρούς. Όσο κρατούσε το μάθημα, η νάνη Ίρινα καθόταν πάντα μέσα στο σαλόνι πλέκοντας, γιατί δεν επιτρεπόταν εκείνο τον καιρό ν' αφήνει κανείς ένα κορίτσι μόνο του με τη συντροφιά ενός άντρα, ακόμα κι αν αυτός ήταν ο δάσκαλος της μουσικής. Μα σαν άρχιζε η Ναταλία το τραγούδι, η νάνη αισθανόταν να παρασύρεται από το πάθος που ξεχυνόταν από το πιάνο, καθώς έτρεχαν τα δάχτυλα και των δυο τους στα πλήκτρα. Από τη συγκίνηση έχανε τότε την προσοχή της, χαλάρωνε η επιτήρηση και δεν έβλεπε κάτι δειλά αγγίγματα και λιγωμένα φιλιά που μπερδεύονταν στα "a quatre mains" τους.
   Εκείνη την εποχή της μουσικής πανδαισίας, πολλά βράδια οι ένοικοι του μεγάλου σπιτιού άκουγαν τα κουδούνια της μαγείρισσας κάτω στην κουζίνα να χτυπούν μελωδικά από μόνα τους, μα από φόβο και μόνο κανείς δε σηκωνόταν να τα ελέγξει. Το πρωί τίποτα δεν έλειπε από τις προμήθειες ή τα τρόφιμα και ήταν όλα ταχτικά βαλμένα στη θέση τους. Εκείνος ήταν ένας χρόνος γεμάτος μουσική και υπέροχες μελωδίες από χαμένες πατρίδες και τραγικούς έρωτες, που έφερνε δάκρυα στα μάτια των γειτόνων του γωνιακού της Otelu Rosu, γιατί αυτή η εξαιρετική μουσική που ξεχυνόταν από όλους τους πόρους του τρίπατου έφτανε στα διπλανά σπίτια, τρύπαγε τους χοντρούς τοίχους, έμπαινε μέσα από κλειστές πόρτες, παραβίαζε μανταλωμένα παράθυρα, άνοιγε σφαλισμένες καρδιές.
   Μετά ένα χρόνο κρυφού πάθους, που το βάθος του δεν εκδήλωσε ποτέ στην πρόθυμη μαθήτριά του, ο ευαίσθητος πιανίστας Σαλβατόρε Μέρολα, μην αντέχοντας άλλο το μαρτύριο από το θόρυβο που έκανε η καρδιά του για τον ανέφικτο έρωτα και έχοντας χάσει σχεδόν το μισό βάρος του από την ανορεξία, έκανε ένα ανοιξιάτικο πρωινό το τελευταίο του μάθημα και φεύγοντας έδωσε στη Ναταλία με τρεμάμενα χέρια και υγρό βλέμμα ένα κλειστό αποχαιρετιστήριο γράμμα, με την παράκληση να το ανοίξει το επόμενο πρωί, ακριβώς την ώρα που είχαν ορίσει για το μάθημά τους. Εκείνη τότε, με το ένστικτο της πρόωρα ώριμης γυναίκας, κατάλαβε πως τον έβλεπε για στερνή φορά. Μέσα στις δύο πυκνογραμμένες σελίδες με τα ωραία καλλιγραφικά του γράμματα της εξομολογούνταν τον απελπισμένο έρωτά του, το πάθος του γι' αυτή, το αγιάτρευτο μαρτύριο που πέρασε έναν ολόκληρο χρόνο, να κάθεται δίπλα της, να μυρίζει το άρωμά της, να αγγίζει τα χείλη της και να μετουσιώνεται το μουσικό πάθος της και ωστόσο να γνωρίζει εκ των προτέρων το άδοξο τέλος του έρωτά του.

   ...δεν το αντέχω άλλο, λατρευτή μου Ναταλία. Σας ζητώ γονυπετής συγγνώμη για την αναστάτωση που σας προξενώ, μα είναι πάνω από τις δυνάμεις μου να ζω παντοτινά στα σκοτάδια, ξέροντας πως ο ήλιος ανατέλλει μόλις λίγα εκατοστά μακριά μου, στα μάτια σας, στα χείλη σας, στον κάτασπρο λαιμό σας, στο εκθαμβωτικό φωτοστέφανο των μαλλιών σας, στα ωραία χέρια σας.
   Ναταλία, φως μου, στην αιωνιότητα δικός σας, 
   Σαλβατόρε Μέρολα.

   Δεν τον ξανάδε κανείς ζωντανό, μα μετά από δύο βδομάδες βρήκαν το πτώμα του αυτόχειρα μέσα στον Δούναβη, λίγο πιο κάτω από τη συνοικία των Ελλήνων. Είχε τα μάτια ανοιχτά με μια έκφραση απέραντης λύπης, τα ωραία μακριά του δάχτυλα φαγωμένα από τα ψάρια και δεμένη γύρω από το λαιμό του μια βαριά πέτρα, που για κακή του τύχη σκάλωσε στα σκίνα της όχθης του ποταμού, εμποδίζοντας έτσι το πτώμα του να παρασυρθεί από τα ορμητικά νερά και να χαθεί στην ανοιχτή θάλασσα, όπως είχε σχεδιάσει ο άτυχος ερωτευμένος πιανίστας. Κάποιοι τότε θυμήθηκαν πως η Ναταλία ήταν γεννημένη τη χρονιά που τα ψάρια βγήκαν στη στεριά και βούιξε το κουτσομπολιό για τη μάγισσα με τα κατακόκκινα μαλλιά και τα σμαραγδιά μάτια που πήρε στο λαιμό της το φτωχό Ναπολιτάνο.
   Έπεσε σιωπή στο μεγάλο σπίτι, απαγορεύτηκαν οι βόλτες, προπαντός στη συνοικία των Φραγκολεβαντίνων, και η οικογένεια αναγκάστηκε να φύγει βιαστικά για τη Βιέννη, απ' όπου γύρισαν ύστερα από τρεις μήνες, αφού είχε κοπάσει ο θόρυβος και τα σχόλια του κόσμου. Η επιτήρηση της Ναταλίας αυξήθηκε. Βέβαια εκείνη, που είχε προλάβει να πειραματιστεί με τον έρωτα και να γευτεί τα πρώτα της φιλιά, ξαναγύρισε με μεγαλύτερο πάθος στη μουσική και στα θαυμάσια τραγούδια της, αφού τώρα περιείχαν και ένα στοιχείο τραγικό, που άναβε τη φαντασία της και κολάκευε τη ματαιοδοξία της. Ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρόνων.  

   Πέρασαν έτσι δύο χρόνια μέσα σε μια παρέλαση γαμπρών που την πολιορκούσαν στενά και κατόπιν έστελναν τα προξενιά στο χατζηγιανναίικο με τα πιο αξιόπιστα πρόσωπα της πόλης. Ακόμα και με τον αρχιμανδρίτη Ευάγγελο Ζέρβα, που λειτουργούσε στην ορθόδοξη ελληνική εκκλησία και παράλληλα με το θρησκευτικό του έργο είχε ως πάρεργο τη διευθέτηση όλων των προβλημάτων της παροικίας, κοινωνικών και αισθηματικών.
   Η Αικατερίνη, που ήταν δραστήριο μέλος σε όλες τις αδελφότητες, είχε ήδη από ανύπαντρη πολύ καλές σχέσεις με την Εκκλησία και τις διατήρησε με μια άγρια επιμονή και όταν παντρεύτηκε. Όχι τόσο από καθαρή πίστη, μα περισσότερο γιατί ήθελε να κρατήσει τις παραδόσεις της. Πολλά λέγονταν τότε για ανομολόγητα μυστικά, για ατασθαλίες και οικονομικά σκάνδαλα, για εξώγαμα των λειτουργών της Εκκλησίας και για την υποκρισία της εξουσίας. Πρώτος ο πατέρας της, ο Ανδριώτης, και κατόπιν ο άντρας της υπήρξαν από τους μεγάλους δωρητές και η Εκκλησία βασιζόταν πάντα στη γενναιοδωρία τους για ό,τι είχε ανάγκη το ποίμνιό της.
   "Η Ναταλία δεν έχει ωριμάσει ακόμα. Πρέπει πρώτα να γνωρίσει τον εαυτό της, να μάθει όχι μόνο να δέχεται, μα και ν' ανταποδίδει την αγάπη", έλεγε η Αικατερίνη στον πατέρα Ευάγγελο πάνω από ένα αχνιστό φλιτζάνι τσάι, ενώ κάθονταν οι δυο τους στο σαλόνι.
   "Όσο γρηγορότερα την αναποδογυρίσει και τη δαμάσει ένας άντρας, τόσο το καλύτερο για όλους μας. Ο απαγορευμένος καρπός. Αυτός τα φταίει όλα. Αν δεν ήταν απαγορευμένος, δε θα είχαμε προβλήματα", εμπιστευόταν η μαγείρισσα στη νάνη Ίρινα, η οποία, ως παρθένα που είχε νυμφευθεί τον Ιησού από πολύ μικρή, δεν είχε καμία πείρα και συνεπώς καμία άποψη επί του θέματος και έμενε για μοναδική φορά με το στόμα κλειστό και με δυσκολία προσπαθούσε να δαμάσει την ταχυκαρδία που της προξενούσε η αθυροστομία της μαγείρισσας.
   Τ' άκουγε όλα αυτά η Καυκάσια και χαλούσε η διάθεση της.
   Μας μαθαίνουν από μικρές να είμαστε παθητικές, να μη θυμώνουμε, να μη λέμε αυτό που πιστεύουμε, να υπομένουμε, να ικανοποιούμε τους άντρες και να τα δεχόμαστε όλα από αυτούς, και κανένας δε μας προετοιμάζει για τον πόνο, την απόρριψη, την ντροπή, την ενοχή. Οι πιο θαρραλέες επαναλαμβάνουμε τα λάθη μας και πέφτουμε στην αγκαλιά αντρών που μας αποκεικνύουν πόσο ανίσχυρες είμαστε. Οι άντρες! Δε χάνει τίποτα η Ναταλία χωρίς αυτούς, βυθιζόταν στις σκέψεις της η Γιουλίγια Μάγιαρτσουκ και αναστατωμένη διπλασίαζε τις χλιαρές λεμονάδες για τη ναυτία. Η ωραία Ναταλία όμως, μακριά απ' όλη την αναστάτωση που δημιουργούσε η ίδια στο περιβάλλον της και χαμένη μέσα στα ρομαντικά μυθιστορήματα που με πάθος διάβαζε, περίμενε τον έρωτα.
   Εκείνη περίπου την εποχή ήρθε από το Παρίσι μετά από χρόνια σπουδών στην ιατρική ο εγγονός του οικογενειακού τους φίλου και γιατρού Γιώργη Κομνηνού. Ήταν ένα ωραίο παλληκάρι, μοναχογιός και καμάρι όλης της οικογένειας, με εξαιρετικές σπουδές και όλο το μέλλον μπροστά του. Εγκαταστάθηκε στη Βραΐλα, ανέλαβε το ιατρείο του παππού του και άρχισε την πολλά υποσχόμενη καριέρα του γιατρού. Η οικογένειά του τότε με μεγάλη χαρά άνοιξε το σπίτι με προσκλήσεις σε δεξιώσεις, για να γνωρίσουν όλοι τον ωραίο, νέο και άξιο επιστήμονα. Πολλές μάνες έζησαν εκείνη την εποχή με το όνειρο και την ελπίδα να παντρέψουν τις θυγατέρες τους με τον πολύφερνο γαμπρό. Οι ράφτρες δεν προλάβαιναν να ράβουν βραδινά φορέματα στις λιγωμένες παρθένες, μα άλλα όριζε το πεπρωμένο.
   Ο Ιάσων Κομνηνός ερωτεύθηκε τη Ναταλία Χατζηγιάννη από την πρώτη στιγμή που την είδε, εκείνη την καλοκαιριάτικη Κυριακή που έκανε βαρκάδα στον Δούναβη με τους γονείς της. Ήταν αιθέρια μέσα στις κάτασπρες οργαντίνες της και το πλατύγυρο ψάθινο καπέλο της. Μέσα στα ήρεμα γαλαζοπράσινα νερά του ποταμού, με τις βελανιδιές και τις σημύδες για φόντο, συνέθετε ένα εξαιρετικό ταμπλό βιβάν. Η Ναταλία σήκωσε τα καταπράσινα μάτια της και τον σαΐτεψε. Μια ματιά μονάχα. Μια στιγμή στην αιωνιότητα ήταν αρκετή για να προδιαγράψει το τραγικό τέλος του. Την ερωτεύθηκε απόλυτα, τελεσίδικα και αμετάκλητα. Ήταν σαν να βγήκε με μια μικρή βάρκα στον ωκεανό για να ανακαλύψει άγνωστες στεριές. Γρήγορα τον κατέλαβε ο φόβος, γιατί σαν όλους τους εξερευνητές, γοητεύτηκε από την ιδέα να βρει αυτό που τον περίμενε στην άλλη μεριά, χωρίς να ξέρει αν είχε το κουράγιο να το αντιμετωπίσει. Και δεν το είχε. Ήταν άπειρος, ορμητικός και του έλειπε το οργανωμένο σχέδιο για να κατακτήσει αυτή την επικίνδυνη γη, που όσο κι αν φαινόταν εξωτική και ακαταμάχητα γοητευτική από μακριά, ήταν ωστόσο γεμάτη παγίδες, ηφαίστεια και άγρια βράχια. Έχασε τη ζωή του προσπαθώντας να την κατακτήσει.
   Το τέλος του ήταν τραγικό. Οχτώ μήνες άδοξης πολιορκίας σε περιπάτους, σε φιλικά σπίτια και σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, όπου τη συναντούσε, έγινε θέμα συζήτησης στα διάφορα σαλόνια εκείνου του καιρού και μάταια οι απελπισμένοι γονείς του προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν. Ήταν τρελός γι' αυτήν. Σε όλες του τις προτάσεις να δεχτεί να γίνει γυναίκα του, η απρόσιτη Ναταλία είπε όχι. Στο τέλος, απογοητευμένος και απελπισμένος, βλέποντας τον κόσμο να κλείνει γύρω του χωρίς διέξοδο, αφού συνόδευσε στην πόρτα και τον τελευταίο ασθενή εκείνης της ημέρας, μπήκε στο γραφείο του με τα βαριά καρυδένια έπιπλα του παππού του, κάθισε στην καρέκλα και έγραψε ένα βιαστικό σημείωμα, ότι αυτό που σκόπευε να κάνει ήταν δική του και μόνο επιλογή, χωρίς άλλες περιττές εξηγήσεις. Κατόπιν έβαλε το περίστροφό του μέσα στο στόμα και πυροβόλησε. Τα μυαλά του σκορπίστηκαν στον απέναντι τοίχο. Όσοι καλοθελητές ήξεραν το πάθος του για τη Ναταλία διέδωσαν ότι πάνω στον άσπρο τοίχο γράφτηκε με το αίμα του τ' όνομά της. Σαν κεραυνός έπεσαν πάνω στην πόλη τα νέα του θανάτου του άτυχου νέου.
   "Καταραμένη η μάγισσα με τα κόκκινα μαλλιά που τον έφαγε το λεβέντη", ψιθύριζαν οι πιο τολμηροί.
   Βάρυνε τότε και η ενοχή στους ώμους των Χατζηγιάννηδων.
   "Ήταν δική του επιλογή, μητέρα, εγώ δεν τον ενθάρρυνα ποτέ", δήλωνε με θυμό η Ναταλία.
   Και ήταν αλήθεια, μα δεν τους χωρούσε ο τόπος από την κακογλωσσιά του κόσμου, προπαντός όταν μετά από μερικές μέρες βρήκαν αφημένα στα σκαλιά της εξώπορτας λιωμένα κεριά και μεγάλα καρφιά. Μέσα σε ένα άυπνο βράδυ οι Χατζηγιάννηδες αποφάσισαν το ταξίδι τους στη Βιέννη και σε μία βδομάδα έφυγαν ο Αλέξανδρος με τη Ναταλία και τη Γιουλίγια. Η Αικατερίνη έμεινε πίσω να τακτοποιήσει τις υποθέσεις τους και να αφήσει στα χέρια της μαγείρισσας και της νάνης Ίρινα το σπίτι τους. Δεν ήξερε πότε θα επέστρεφαν.
   Οι δύο πιστές γυναίκες την τελευταία στιγμή συγκινημένες έσφιξαν την Αικατερίνη στην αγκαλιά τους. Καθισμένη μέσα στην άμαξα που την πήγαινε στο σταθμό του τρένου και την έπαιρνε μακριά από την τραγωδία, "Όποιος την αγγίζει θα καίγεται", ήρθαν στο μυαλό της τα λόγια του σαμάνου, ειπωμένα πριν από πολλά χρόνια πάνω από την κούνια της νεογέννητης κόρης της. Βούλιαξε στα μαλακά καθίσματα και έκλεισε με σπαραγμό τα ωραία της μάτια.            
       

Λαπατά Φιλομήλα, Οι κόρες του νερού, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: