Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

[ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΈΡΩΤΑ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

  
Απόβραδο Καθαράς Δευτέρας... Η μεγάλη γιορτή θα τέλειωνε σε λίγες ώρες κι αυτήν την χρονιά, την τελευταία του αιώνα, θα τελείωνε ίσως μόνο το πρωί, για να την συνεχίσει μόνος του ο αέρας... Ένα Καρναβάλι, κάθιδρο μες στην παγωνιά αυτής της Δευτέρας (που συνέπεσε να 'ναι και η δεύτερη μέρα του Μάρτη, ενός Γδάρτη για ν' ακριβολογήσουμε), περνούσε βαρειά και βιαστικά, ασθμαίνοντας σαν κυνηγημένη αρκούδα, μπρος απ' το σπίτι του Χριστόφορου, για πολλοστή φορά, ρίχνοντας παράξενα εντατικές ματιές στην πρόσοψη και στα παράθυρα, σαν να 'βλεπε καινούργια πράγματα τώρα που είχε βγάλει την μάσκα με το καλπάκι του -μετά από τρία συνεχή μερόνυχτα που τα φορούσε (και μετά από δύο χρόνια κρυφού σαρκοβόρου έρωτα που κόντευε να τον καταλύσει).
   Ένιωθε σαν ακέφαλος χωρίς το καλπάκι -ένα άδειο πράγμα να κρυώνει απ' τον λαιμό του και πάνω-, ωστόσο ρυάκια και σγρομπαλλάκια ιδρώτα γυάλιζαν παντού στο πρόσωπο κι έσταζαν απ' το σαγόνι και τη μύτη του. Τέτοιες ώρες, που άρχιζαν πια τα θαμπά μεθεόρτια, πολλοί κουδουνοφόροι έβγαζαν τα καλπάκια τους (γιατί ήταν και βαρειά, δεν ήταν χάρτινα) και τα κρατούσαν λοξά στην αγκαλιά τους, μισοπλαγιαστά, κι έχαιρε λύπης το θέαμα -όσο και μεγαλύτερης τρομάρας- να βλέπεις έναν Τράγο με ανθρώπινο εξαντλημένο πρόσωπο, χαρακωμένο από εξάψεις που τον εξουθένωσαν... Άλλοι ξάπλωναν ή κάθονταν μπροστά από 'ναν τοίχο ή στη μέση του δρόμου, λίγο άβολα μες στα κουδούνια τους, μα εν πλήρει αδυναμία για οτιδήποτε άλλο, και περίμεναν κάποιον να τους μάσει και να τους πάει σπίτι τους -εξυπακούεται πως και η ρακή έρρεε, ήταν ένα απ' τα βασικά εξαρτήματα.
   Αυτός εδώ ήταν γύρω στα σαράντα, γαλανομάτης, ροδοπρόσωπος, γεροδεμένος, με το σπαθί του σε δυο κομμάτια που μάχονταν να κρατηθούν κάτω απ' την μασχάλη του, ενώ το θηριώδες καλπάκι στην αγκαλιά του δεν είχε κανέναν κίνδυνο να παρταπέσει: διατηρούσε προνόμια νεογέννητου ή μάλλον άφθαρτου πρίγκηπα. Βράδυνε το βήμα του και κράτησε την αναπνοή του όταν, σ' ένα απ' τα παράθυρα, είδε επιτέλους εκείνη... Εκείνη (κι ήταν βέβαια η πάλαι ποτέ ενδεκάχρονη Ιουλία, η κοκκινομάλλα με το φιλντισένιο πρόσωπο) εξαφανίστηκε μόλις αυτός σήκωσε το χέρι του να την χαιρετήσει και... του έπεσε το σπαθί απ' τη μασχάλη -δυο ατυχίες: κι εκείνη εξαφανίστηκε, κι αυτός γελοιοποιήθηκε. Πήρε μια βαθειά εισπνοή κι ύστερα φύσηξε τον αέρα απ' τα πνευμόνια του να φύγει, μα αντί να σκύψει να σηκώσει το σπαθί του, το κλώτσησε προς την μεγάλη ξύλινη εξώπορτα του σπιτιού της. Έτσι κι αλλιώς ήταν σπασμένο.
   Ο Χριστόφορος έκοβε ξύλα στην αυλή, με τη ράχη του στραμμένη στον δρόμο, και γύρισε να δει ποιος χτύπησε έτσι την πόρτα του.
   "Συγχωρεμένα, Χριστόφορε!" του φώναξε το Καρναβάλι (εκείνες τις δυο-τρεις μέρες έτσι χαιρετιούνταν όλοι, δεν υπήρχαν καλημέρες και καλησπέρες).
   "Συγχωρεμένα, συγχωρεμένα", απάντησε αυτός, μάλλον βαρύθυμα, σκύβοντας πάλι στην δουλειά του. "Άντε κι απ' την αρχή να πιάσουμε!" είπε με περισσότερο ζήλο, μόνος του, καθώς τινάχτηκαν σαν σπίθες από δω κι από κει τα κομμάτια του ξύλου που έκοψε. "Σήμερα συγχωρεμένα, αύριο φτου κι απ' την αρχή", συνέχισε τον μονόλογό του. 
   Μετά έμπηξε το τσεκούρι στην μεγάλη -από κορμό δέντρου- βάση που πάνω εκεί έκοβε τα ξύλα του και κάθησε με προσοχή δίπλα στο τσεκούρι βγάζοντας απ' την τσέπη του την καπνοσακκούλα με τα τσιγαρόχαρτα. Στο χάνι ήταν η Κλητία, κι αυτός ήρθε να κόψει ξύλα γιατί οι γυιοί και οι γαμπροί του, μ' εξαίρεση τον Ζαχαρία, είχαν χαθεί απ' το σπίτι εδώ και μέρες -τόση τρέλλα τους έδερνε, τόσο πάθος να γίνουν τράγοι με κουδούνια.
   Το Καρναβάλι, που θα μπορούσε τουλάχιστον να 'ναι ένας απ' αυτούς, πέρασε την πόρτα (αφού μάζεψε το σπαθί του) και μπήκε κι αυτό στην αυλή.
   "Δεν έχω άλλα πορτοκάλια -όοολα σαπίιιισααανεεε", είπε στον Χριστόφορο (το τελευταίο το τραγούδησε με μια φωνή όλο ντέρτια κι υπονοούμενα), "αλλά να!... κόφτα κι αυτά τα κομμένα" (του έδωσε τα συντρίμμια του σπαθιού του), "να τα βάλεις στην φωτιά σου να μην κρυώνει η κόρη σου!"
   "Έχω πεντακόσιες -ποια να πρωτοζεσταθεί..." είπε ο Χριστόφορος, που του άρεσε να καυχιέται για τις έξι ή επτά κόρες και προγονές που είχε.
   "Εγώ δεν λέω για τις πεντακόσιες, εγώ λέω για την μία", είπε το Καρναβάλι, "εκείνη με τα κόκκινα μαλλιά και τον άσπρο βελούδινο λαιμό -για τον κρίνο που τελειώνει σε παπαρούνα σου λέω!"
   "Ψηλά την στήνεις την φωλιά και θα σου γείρει ο κλώνος", του είπε ο Χριστόφορος κάπως πειρακτικά αλλά πάντα άθυμα.
   "Αυτό το τραγούδι δεν το ξέρω, και ξέρω κάμποσα... Τι θα πει; ρώτησε ο άλλος, το ίδιο πειρακτικά μα όχι άθυμα.  
   "Θα πει, ψηλά κοιτούν τα μάτια σου", του είπε ο Χριστόφορος σαλιώνοντας αργά-αργά το στριφτό τσιγάρο του σαν να δοκίμαζε μια φυσαρμόνικα. Ήξερε ότι, εδώ κι ένα-δυο χρόνια, αυτός ο ξεσκούφωτος τράγος κυνηγούσε την Ιουλία και την τριγύριζε όπως ο λύκος το πρόβατο και μάλλον χαιρόταν που δεν μπορούσε να το πιάσει.
   "Ψηλά κοιτάει εκείνη", του αντιγύρισε το Καρναβάλι με την ίδια νηφαλιότητα κι ακούμπησε το καλπάκι του πάνω στα ξύλα, όπως θ' ακουμπούσε ένα βρέφος στην κλίνη του. "Τι νομίζει, πες της... Θα περάσει ο καιρός, θα βραδιάσει και θα 'ναι αργά".
   "Πιάσαμε την κουβέντα μ' αλληγορίες και δεν την βλέπω να συμμαζεύεται", είπε ο Χριστόφορος.
   "Καλύτερα έτσι", είπε το Καρναβάλι κι έψαξε μέρος να καθήσει περνώντας τα χέρια του κάτω απ' τα κουδούνια.
   "Είσαι σαν τις γυναίκες όταν σηκώνουν τους φραμπαλάδες τους να μην βραχούν στις λάσπες", σχολίασε ο Χριστόφορος.
   "Σ' αρέσει να ειρωνεύεσαι", είπε ο άλλος. "Είμαι σαν τα αρνιά όταν τα παν για τον αγύριστο".
   "Ποιος σου είπε να ντυθείς και τραγί από πάνω; Ένα κουδουνάκι δεν σου 'φτανε;" συνέχισε ο είρων.
   Ο άλλος δεν ήταν υποχρεωμένος ν' απαντάει σε όλα.
   Σώπασαν κάμποση ώρα και οι δυο κι αλληλοκοιτάχτηκαν: ήταν ένας χήρος κι αυτός -είχε χάσει την γυναίκα του τον ίδιο καιρό περίπου που έχασε κι ο Χριστόφορος την Εύθα. Και οι δυο δεν είχαν ξαναπαντρευτεί από τότε, μα ο ένας τώρα λιμπιζόταν την κόρη του άλλου, και μάλιστα επίμονα.
   "Σε βλέπω εδώ και μήνες, δεν μπορώ να πω πόσους, ν' ανεβοκατεβαίνεις αυτόν τον δρόμο σαν κουτουρντισμένος, σαν να ψάχνεις κάτι", είπε ο Χριστόφορος όταν αποφάσισε να ξαναμιλήσει. Και πρόσθεσε μετά από μια σημαντική παύση: "Τι θες;"
   "Ένα πράγμα μόνο", είπε το Καρναβάλι, "να με κάνεις γαμπρό σου, να μου δώσεις την Ιουλία".
   Ο Χριστόφορος κάπνιζε και φυσούσε τον καπνό, και μόνο τον καπνό κοιτούσε. Αρκετή ώρα μετά, ξαναγύρισε τα μάτια του στον άλλον.
   "Την Ιουλία;"ρώτησε.
   "Την Ιουλία, μάλιστα. Αν ζούσε η γυναίκα μου, δεν θα ζητούσα τίποτα... Μα...χήροι, χήρες συνηθίζουν να μπαίνουν στο σπίτι σου -γιατί να μην μπω κι εγώ; Έστω, να βγει αυτή και να 'ρθει στο δικό μου... τι έχω;"
   "Δεν έχεις τίποτα. Μα είσαι λίγο μεγάλος, σαράντα πέντε χρόνων".
   "Τα φουσκώνεις", του είπε το Καρναβάλι, "πρώτον, είμαι σαράντα κι όχι σαράντα πέντε, κι έπειτα, κι εσύ, αν ξαναπαντρευτείς, δεν θα 'σαι... εξήντα πέντε;"
   "Εμένα άσε με. Πρώτον, δεν έχω κατά νου να ξαναπαντρευτώ..."
   "Κι έπειτα", θυμήθηκε πάλι ο άλλος, "μήπως κι η Ιουλία είναι κανένα χθεσινό κορίτσι; Έχει κι αυτή την ηλικία της".
   "Χθεσινό δεν είναι, μα υπάρχουν και προχθεσινά", του είπε ο Χριστόφορος. "Γιατί δεν μου ζητάς την Κλητία; Θα σου ταίριαζε καλύτερα. Σε όλα. Στην ηλικία, στον χαρακτήρα..."
   "Εμένα για την Ιουλία χτυπάει η καρδιά μου", του είπε ξεκάθαρα ο άλλος. "Κι έπειτα η Κλητία έχει τον κυνηγό".
   "Όσο έχεις εσύ την Ιουλία, τόσο έχει κι αυτή τον κυνηγό", μουρμούρισε ο Χριστόφορος.
   "Γιατί θες φυρί-φυρί να μου χαλάσεις την καρδιά μια τέτοια μέρα;" τον ρώτησε ο άλλος. "Εσύ άμα θες ένα μήλο, θα πάρεις ένα αχλάδι; Ή άμα θες ένα αχλάδι, θα πάρεις ένα μήλο; Όχι. Θα πάρεις αυτό που θες. Έτσι κι εγώ θέλω την Ιουλία. Μπορεί να είναι καλή και η Κλητία, μα θέλω την Ιουλία. Στο κάτω-κάτω... εμένα μόνο θα παντρευτεί, ούτε παιδιά έχω εγώ ούτε τίποτα. Θα μπει στο σπίτι μου και θα 'ναι αφέντρα και κυρά, όλα αυτήν περιμένουν. Όλα!... Εννοώ, ούτε παιδιά θα μπουν στα πόδια της απ' την πρώτη μέρα ούτε πεθερικά θα της μετρούν κουσούρια ούτε τίποτα. Μόνος είμαι σαν το σκυλί κι αυτήν περιμένω".
   "Πες της τα", του είπε πάνω απ' τον ώμο του ο Χριστόφορος, που είχε σηκωθεί στο μεταξύ να κόψει μερικά ακόμη ξύλα πριν βραδιάσει. "Γιατί τα λες σ' εμένα και δεν τα λες στην ίδια όλ' αυτά;"
   "Δεν στέκεται να της τα πω, μόλις με δει χάνεται".
   "Βρες έναν τρόπο να σταθεί... πιασ' την με το άγριο και πες της τα", του ξαναείπε εκείνος, μα όπως λέμε πράγματα που δεν τα πιστεύουμε, που τα λέμε για να πιάσουμε τον άλλον.
   "Με το άγριο!..." έκανε το Καρναβάλι. "Άγριος δείχνω κάτω απ' αυτά τα κουδούνια, μ' αυτό το καλπάκι... μα κατά βάθος, τί; Ζητιανεύω αυτήν την στιγμή σαν τους ζητιάνους".   
   "Αυτο κάνεις, ναι!..." συμφώνησε ο Χριστόφορος. "Αντί να πάρεις αυτό που σου δίνουν!... Την Κλητία!... Ας είναι και λίγο μεγαλύτερή σου!... Ας αγαπάει και τον κυνηγό!..." (Σε κάθε φράση έκοβε κι από 'να ξύλο.) "Πάρε αυτό που σου δίνουν... γιατί αν περιμένεις να σου δώσουν αυτό που θέλεις... θα βραδιάσει, όπως είπες κι εσύ... και θα 'ναι αργά!"
   "Ουφ, πάλι τα ίδια αρχίσαμε", είπε το Καρναβάλι και σηκώθηκε.
   "Κοίτα... δεν σ' έφερα στην αυλή μου για να μαλώσουμε... που μόνος σου μπήκες δηλαδή... μα αν δεν σε θέλει η ίδια... εγώ τι μπορώ να κάνω;" είπε ο Χριστόφορος κι άφησε πάλι το τσεκούρι του για να ξανανάψει τσιγάρο. "Δεν είμαι από κείνους τους πατεράδες που δένουν τα μάτια στα κορίτσια τους και μετά τα παντρεύουν".
   "Δεν είπα αυτό, μα... σαν πατέρας της μπορείς να της μιλήσεις, να της πεις-"
   Ο Χριστόφορος σήκωσε το χέρι του και τον σταμάτησε, τον ανάγκασε να γυρίσει κι αυτός το κεφάλι του να δει: στην μεσόπορτα, βγαίνοντας από το εσωτερικό του σπιτιού, φάνηκε η ίδια η Ιουλία και τους κοίταξε μ' έναν άφωνο πανικό σαν να τα είχε ακούσει όλα -πολλές φορές νόμιζες πως αυτή ήταν η άφωνη στο σπίτι κι όχι η θεία της Λιλή. Την ίδια στιγμή, ένα σφοδρό δυνάμωμα των κουδουνιών (που δεν είχαν σταματήσει και καθόλου) απ' την πάνω μεριά του δρόμου, στην αγορά, κοντά στο χάνι τους, μεγάλωσε τον πανικό στα μάτια της και τους έκανε κι αυτούς να τα χάσουν.
   Τους άφησε κι έτρεξε στην εξώπορτα, κρεμάστηκε με το δεξί της χέρι απ' το κλειστό φύλλο κι έγειρε το σώμα της να δει: τέσσερα Καρναβάλια είχαν πιαστεί στα χέρια σαν όρθια θηρία, δεν ήξερες αν αγκαλιάζονταν για να τραγουδήσουν ή αν πάλευαν τα δυο και τ' άλλα δυο μπήκαν να τους χωρίσουν -μάλλον το δεύτερο, αφού είχαν φύγει κιόλας δυο ουρές απ' τα καλπάκια, όπως σε άλλη περίπτωση θα 'φευγαν μαλλιά ή φουρκέττες. Γινόταν μεγάλος σαματάς, μάχονταν τα κουδούνια τους θα 'λεγες παρά εκείνοι οι ίδιοι, κι όλη αυτήν την ώρα, το άλλο Καρναβάλι πίσω της δεν κοίταζε παρά αυτήν: πώς τιναζόταν ή σφιγγόταν το σώμα της... -δεν λαχταρούσε παρά αυτό το σώμα.
   Η Ιουλία είδε και την αδελφή της Κλητία να βγαίνει απ' το χάνι, μα αντί να κοιτάξει τα Καρναβάλια που πάλευαν μπροστά της, κοίταζε προς το σπίτι... αβέβαιη αν έπρεπε να πάει προς τα κει ή να γυρίσει στο χάνι -είδε κι αυτή την Ιουλία και της κούνησε το χέρι περίεργα, σαν να ρωτούσε κάτι.
   Η Ιουλία δεν πρόλαβε ν' απαντήσει: απ' την κάτω μεριά του δρόμου ανέβαιναν τρέχοντας άλλα δυο Καρναβάλια, τα κουδούνια τους έκαναν πιο πολλή φασαρία κι απ' τον καλπασμό δέκα αλόγων, αυτοί καλπάκι δεν φορούσαν (ούτε το κρατούσαν στα χέρια τους), και μόλις την είδαν, άρχισαν να ξεφωνίζουν και να χτυπούν το στήθος τους. Η κοπέλλα ορθοπάτησε από γερμένη που ήταν, χώθηκε πίσω απ' την πόρτα κι έστρεψε τα μάτια της ψηλά, όπως περιμένει κανείς μια αναπόφευκτη μπόρα... Έβαλε και τα χέρια της πίσω.
   Ο Χριστόφορος τράβηξε το τσεκούρι απ' τα ξύλα, πετώντας και πατώντας το τσιγάρο με το πόδι του, και πήγε προς το μέρος της. 
   "Τι γίνετ' εδώ;" την ρώτησε. "Άρπαξε καμμιά φωτιά και δεν ακούμε τις καμπάνες;"
   "Θα σ' το πουν αυτοί που έρχονται", του είπε με φωνή σβησμένη και τα μάτια της πετάρισαν έντρομα, ίσως και τυχαία, προς τον άλλον που στεκόταν ακόμα κοντά στα ξύλα και ακόμα την κοίταζε, σαν να μην υπήρχε ούτε να συνέβαινε τίποτ' άλλο γύρω του. Αποφάσισε επιτέλους να ξεκουνηθεί, μα μόνο για να πιάσει το καλπάκι του πάνω στα ξύλα -χωρίς να το πάρει- και να την ξανακοιτάξει... Τα ήξερε αυτά τα μάτια: γαλανά, ακίνητα, δουλικά, να την βρίσκουν κι εκεί που δεν το 'βαζε ο νους της -το πιο φοβερό ήταν ένα βράδυ στ' αλώνια το περασμένο καλοκαίρι: είχε πάει κι αυτή να βοηθήσει, μόνη γυναίκα μες στους αδελφούς της, κι όταν την έστειλαν να φέρει κάτι πίσω από 'ναν λόφο με δεμάτια, η Ιουλία έφτασε κι είδε μπροστά της να λαμποκοπούν σαν γαλανές πυγολαμπίδες αυτά τα μάτια -να έχουν στήσει καρτέρι, να την περιμένουν. Πνίγηκε μια κραυγή στο λαρύγγι της και γύρισε τρεχάτη στ' αδέλφια της να τους πει πως δεν βρήκε τίποτα... Μα ξεκίνησε να πάει ένας απ' αυτούς, κι αυτή τον σταμάτησε: "Θα πάω να ψάξω καλύτερα", του είπε, "γύρνα στην δουλειά σου". Και ξαναπήγε. Και πάλι τα μάτια την περίμεναν, μα τώρα ήταν προετοιμασμένη: "Φύγε από δω", του είπε με την ψυχή στο στόμα, "γιατί θα σε δουν τ' αδέλφια μου και θα σε σκοτώσουν -φύγε". "Να με σκοτώσουν τα χέρια σου, όχι τ' αδέλφια σου", της είπε. Καλά. Πήρε αυτό που την έστειλαν να πάρει και ξαναγύρισε σ' αυτούς. Άλλη νύχτα δεν τόλμησε να ξαναπάει στ' αλώνια, μα αυτά τα μάτια, πού τα 'χανες πού τα 'βρισκες, πάντα μπροστά της. Τώρα είχαν φτάσει κι ως μέσα στην αυλή του σπιτιού τους, είχαν κολλήσει επάνω της όπως η μυίγα στο μέλι. Τον ευνοούσαν κι οι στιγμές...
   Οι δυο κουδουνοφόροι έφτασαν ξέπνοοι στην εξώπορτα κι αγκάλιασαν τον Χριστόφορο φωνάζοντας "Θείο! Θείο!" -ήταν το "θείε" εκεί, η κλητική τους. Πολύ κοντύτεροι και οι δυο απ' αυτόν χωρίς τα καλπάκια τους (μα έστω κι αν τα φορούσαν), σχεδόν παιδιά αμούστακα, πάσχιζαν να κατεβάσουν το κεφάλι του στο ύψος τους για να του πουν κάτι κρυφά, λες και θα έμενε κρυφό για πολύ ακόμα: "Μες στα αίματα, μες στα αίματα... αγνώριστη... μες στα αίματα, θείο!" -αυτό ήταν που έφτασε και ξανάφτασε και στ' αυτιά της Ιουλίας, μα αυτή κιόλας το ήξερε, αυτή που της άρεσε να τριγυρνάει πίσω απ' τα παράθυρα, τα πίσω κυρίως παράθυρα αυτού του σπιτιού... και σ' ένα απ' αυτά έτρεξε κάποιος, πριν λίγο, και της είπε: "Πού είναι ο πατέρας σου; Η θεία σου η βουβή, η ψυχοκόρη σας... κάποιος την χτύπησε, κάποιοι, δεν ξέρω!... Την άφησαν μες στα αίματα, κοντά στο σχολείο... δεν τολμάει κανείς να την αγγίξει -πες το στον πατέρα σου! Κείτεται μες στα αίματα, κρίμα είναι... γυναίκα άλαλη!"
   Έμενε τώρα να κεραυνοβοληθεί κι ο πατέρας της απ' την είδηση.
   "Ποιος; Γιατί;" ρωτούσε τους νεαρούς κουδουνοφόρους που του το 'λεγαν.
   "Δεν ξέρουμε, θείο, κοντά στο σχολείο... σ' ένα ρυάκι, από κει που δεν περνάει κόσμος... σ' ένα χαντάκι. Μες στα αίματα... την είδαμε με τα μάτια μας, θείο, δεν θα την γνωρίσεις. Είπαμε να την φέρουμε, μα κανείς δεν την πιάνει, είναι κι άλλοι εκεί, φοβούνται να την σηκώσουν... Τρέξε, κανείς δεν ξέρει, θείο!..." Κόντευε να τους βγει η γλώσσα, ο ιδρώτας έτρεχε.
   "Φτάνει, μη μου λέτε άλλα", είπε ο Χριστόφορος, "δείξτε μου μόνο πού ακριβώς, ελάτε μαζί μου -έτσι όπως τα λέτε, δεν βγάζω άκρη".
   Κι έφυγε μαζί τους με το τσεκούρι ακόμα στα χέρια του, που τ' άφησε και το ξαναπήρε τρεις φορές -τελικά το άφησε, το πέταξε τρέχοντας και φώναξε στην Ιουλία να το πάρει. Στο μεταξύ το μάθαιναν κι άλλοι, ο δρόμος γέμιζε σιγά-σιγά περίεργους, κουδουνοφόροι οι περισσότεροι χωρίς καλπάκια, και μόνο εκείνοι οι τέσσερις που πάλευαν κοντά στο χάνι, μόνο εκείνοι δεν άκουγαν τίποτ' άλλο έξω απ' τα κουδούνια τους.
   Η Ιουλία έτρεξε πήρε το τσεκούρι από καταγής, απ' την μέση του δρόμου που το 'χε ρίξει ο πατέρας της, και γυρνώντας -για ν' αποφύγει τον κόσμο και τις ερωτήσεις (που θα πήγαιναν ασφαλώς στο χάνι, θα έπιαναν την Κλητία)- έκλεισε την μεγάλη εξώπορτα με το σίδερο. Ας έφτανε πάλι ο πατέρας της... η θεία Λιλή ή όποιος άλλος της οικογένειας, και θα τους άνοιγε.   

   Μα στην αυλή την περίμενε ο άλλος, και μέσα το σπίτι ήταν άδειο, όλοι έλειπαν εκτός από δυο παιδιά αδιάθετα, με μαγουλήθρες, που τα είχαν κι αυτά ποτίσει οι μάνες τους με ύπνους, ένα αφέψημα από παπαρούνες που έφερνε ήσυχο και βαθύ ύπνο στα παιδιά, για να βγουν και κείνες έξω μια τέτοια μέρα -κι ακόμα δεν είχαν γυρίσει, κόντευε να νυχτώσει κι αυτές ακόμα, καμμιά τους: θα 'χαν πάει επίσκεψη στα πατρικά τους σπίτια ή σε παλιές φιλενάδες τους.
   Η Ιουλία, θυμωμένη μ' αυτά και ταραγμένη, έκανε πως δεν είδε τον γαλανομάτη κοντά στα ξύλα και προχώρησε να μπει στο σπίτι.
   Εκείνος έκανε δυο βήματα -τα κουδούνια του την τρόμαξαν- και, χωρίς καν να νοιαστεί να την ρωτήσει για την βουβή θεία της, της είπε με βαρειά και καθαρή φωνή:
   "Αυτό που δεν μ' αφήνεις να σου πω δυο χρόνια θα σ' το πω απόψε. Κι αν δεν είναι της αρεσκείας σου, κόψε με στα δυο με το τσεκούρι που κρατάς, αλλά μη μ' αφήνεις άλλο να ζω χωρίς την αγάπη σου".
   Τα μάτια της βούρκωσαν.
   "Δεν... πήγαινε από δω, φύγε... τι θέλεις... εγώ δεν..." τραύλισε.
   Της έπιασε τα δυο χέρια, έτσι όπως κρατούσαν το τσεκούρι, και την κόλλησε επάνω του -μύριζε θειάφι το στόμα του, τα κουδούνια του έκαιγαν σαν κάρβουνα. Το τσεκούρι σφηνώθηκε ανάμεσα στα γόνατά του, αυτή το τραβούσε να βγει, μα αυτός το κρατούσε εκεί, το έσφιγγε με τόση δύναμη, με όση τα χέρια του έσφιγγαν το κορμί της.
   "Μη, άσε με... φύγε από δω, τι θέλεις... θα φωνάξω... εγώ δεν... άσε με... άσε με", του έλεγε σιγανά, όπως μιλάς στόμα με στόμα με κάποιον και μόνο τα σσ ακούγονται, γιατί θα 'θελε να φωνάξει, να του τρυπήσει τ' αυτιά, μα δεν ήθελε κιόλας να την ακούσουν οι άλλοι. "Άσε με... θα σε σκοτώσουν, θα μπει κάποιος αδελφός μου... αυτοί μπαίνουν κι από κλειστή πόρτα...ξέρουν, άσε με".
   Δεν την άφηνε, την έσφιγγε περισσότερο.
   "Θα σκοτωθώ και μόνος μου αν δεν με θέλεις", της είπε με πολύ λιγότερο πανικό από κείνη, "τι σήμερα, τι αύριο -σ' έχω... σ' έχω...", δεν ήξερε πώς να της το πει χωρίς να φανεί λίγο ή γελοίο, χωρίς να τον λυπηθούν ή να τον κοροϊδέψουν, "σ' έχω αγαπήσει, σου λέει τίποτε αυτό; Είμαι άρρωστος για σένα, βαρειά άρρωστος -καμμιά αρρώστεια δεν φτάνει αυτήν εδώ! Αν μ' αγαπάς κι εσύ, λίγο έστω, μόνο λίγο, θα σ' αφήσω, θα το πούμε μαζί στον πατέρα σου μόλις γυρίσει, εγώ κιόλας του μίλησα κάτι, τον προετοίμασα... Δεν είμ' αυτός που φοβάσαι, δεν θα σε πειράξω, δεν πρόκειται -αρκεί να μ' αγαπάς κι εσύ... να μ' αγαπήσεις αν δεν μ' αγαπάς!"
   "Όχι!" του είπε. Δεν ήξερε γιατί το 'λεγε με τόση δύναμη αυτό το όχι -ήταν τόσο κακό να τον αγαπήσει κι αυτή;-, ενώ τα μάτια της είχαν θολώσει εντελώς απ' τα δάκρυα. "Όχι, όχι... αν μ' αγαπάς άσε με".
   Την έσφιγγε περισσότερο -σε κάθε όχι της την έσφιγγε περισσότερο, ένοιωσε το κεφάλι της να κυλιέται κάτω από μαύρες προβιές, από τραγιά που δεν ήξεραν κι αυτά κατά πού να πάνε και τη στρίμωχναν, την βασάνιζαν μες στο αδιέξοδό τους... Δεν έλεγε πια όχι, είχε κλείσει το στόμα της και φανταζόταν τα χειρότερα: ποιος ξέρει πόση τυράννια ακόμα και πόσο πάτημα μέχρι να τον αγαπήσει κι αυτή!
   Και ξαφνικά την άφησε. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα απ' έξω:
   "Ιουλία, άνοιξε!" -η φωνή ήταν γνώριμη, η απαίτηση δικαιολογημένη, άνθρωπος του σπιτιού.
   "Θα περάσω αύριο τέτοια ώρα, θα σε ρωτήσω μπροστά στον πατέρα σου", της είπε βιαστικά, μούσκεμος, "πήγαινε τώρα ν' ανοίξεις στ' αδέλφια σου -στάσου!"
   Την ξανάφερε κοντά του κι έκανε να χαϊδέψει τ' ανακατωμένα μαλλιά της, μα δεν τόλμησε, την φύσηξε απλώς στο μέτωπο... Και μόλις την άφησε, την ξανατράβηξε και φίλησε το χέρι της βαθειά μες στην παλάμη. Σαν να την φίλησε στον αφαλό, σαν να την ακούμπησαν με αναμμένα σίδερα -στο άλλο χέρι της κρατούσε ακόμα το τσεκούρι.
   "Αύριο τέτοια ώρα", της υπενθύμισε.
   "Κρύψου!" τον συμβούλευσε πετώντας το τσεκούρι.
   "Όχι", είπε εκείνος παίρνοντας στην αγκαλιά το καλπάκι του, "δεν σκότωσα κανέναν, γιατί να κρυφτώ;" Κι έσυρε μια κυματιστή φωνή: "...γω δεν φίιιιληηησααα καμμιάαα, και με βγάαααλαααν τ' όοοονομάααα μου κλέεεεφτη, ψεεεύτη και..." Είχε ξαναγίνει Καρναβάλι, τέλειωναν οι Απόκριες κι αυτός σιγοτραγουδούσε, τρεκλίζοντας μες στα ξύλα και γυρεύοντας την ανάμνηση του σπαθιού του, παλιά πασίγνωστα τραγούδια που δεν αναιρούσαν τίποτα.

   Η Ιουλία πήγε ν' ανοίξει  δίνοντας -ήλπιζε- την εντύπωση πως έτρεχε μεσ' από το σπίτι, απ' το βάθος του σπιτιού. Έξω απ' την πόρτα περίμενε ο Ησύχιος με μερικά παιδιά και την Φεβρωνία, πίσω τους μερικοί άσχετοι. Ήταν κι αυτός χωρίς καλπάκι (το κρατούσε στην αγκαλιά της η Φεβρωνία, έγκυος πάλι), κι αυτός ιδρωμένος κι αναμμένος, κι αυτός μύριζε τραγίσιο τομάρι, μόνο που ήταν... πιο ωραίος κι απ' ό,τι αν φορούσε ρούχα κανονικά -εκείνη η ομορφιά που φέρνει λίγωμα, κόπωση, η Φεβρωνία το ήξερε αυτό καλύτερα απ' όλους κι έρρευε, ερευνούσε το πρόσωπο οποιουδήποτε τον κοίταζε, ακόμα και των αδελφών του...
   "Γιατί κλείδωσες; Την έφεραν;" ρώτησε την αδελφή του.
   "Όχι... ακόμα", του είπε.
   "Και γιατί κλείδωσες;"
   "Για να μην μπει κόσμος... Εσύ δεν πήγες να δεις;"τον ρώτησε.
   "Θα πάω. Να τα βγάλω όμως αυτά", είπε ο Ησύχιος και πήρε το καλπάκι του απ' την Φεβρωνία για να μπει μέσα ν' αλλάξει ρούχα.
   Τότε διασταυρώθηκε με τον άλλον που έβγαινε.
   "Γεια... Ησύχιε, συγχωρεμένα", του είπε, κι επανέλαβε το ίδιο προς τους άλλους σείοντας ελαφρά το δικό του καλπάκι.
   "Συγχωρεμένα", απάντησε, κάπως αιφνιδιασμένος, ο Ησύχιος. "Έμαθες τι έκαναν στην βουβή θεία μας σήμερα;"
   "Το έμαθα... λυπάμαι. Ελπίζω να μην είναι τίποτα βαρύ", είπε εκείνος.
   "Μες στα αίματα -λες να 'ναι κάτι ελαφρύ;"ρώτησε ο Ησύχιος ρίχνοντας μια ματιά στους άλλους που άκουγαν.
   "Αίματα..."είπε αυτός. "Καμμιά φορά καλύτερα να τρέξει το αίμα παρά να μείνει μέσα και να σβωλιάσει".
   "Γιατί το λες αυτό;" είπε ο Ησύχιος. "Μήπως εσύ την χτύπησες;" (Δεν το εννοούσε βέβαια... αλλά κανείς δεν ξέρει.)
   "Εγώ; Όχι, μα το Θεό... δεν είχα λόγους, γιατί να το κάνω; Δεν έχω παιδιά".
   Αυτό δεν το πρόσεξαν τότε, μα αργότερα θα χρησίμευε -ή μάλλον δεν θα χρησίμευε σε τίποτα.
   "Και τι γυρεύεις εδώ τέτοια ώρα;" τον ρώτησε ο Ησύχιος.
   "Α, τίποτα, είχα μια συζήτηση με τον πατέρα σας πριν", είπε αυτός και πήρε τον δρόμο προς τα πάνω.  
   Ο Ησύχιος ανασήκωσε τα φρύδια του. Και παραμερίζοντας για λίγο το συμβάν με την βουβή θεία του, πριν μπει μέσα ν' αλλάξει ρούχα, σύστησε στην αδελφή του Ιουλία έναν φίλο του, τον Κίμωνα τον αγιογράφο, που είχε έρθει εκείνη την ημέρα να δει τα Καρναβάλια τους -που είχε έρθει κι άλλες δυο φορές, μα δεν έτυχε να τον δει η Ιουλία. Εκείνη χαμήλωσε τον λαιμό της και μειδίασε, μα είχε άλλα στο νου της.
   Κι ο άλλος, ανηφορίζοντας, είχε σταθεί για μια στιγμή και τους κοίταξε -άκουσε το όνομα: κατά διαβολική σύμπτωση, κι αυτόν Κίμωνα τον λέγανε. Δεν είχε άλλον Κίμωνα ο τόπος, και ξαφνικά βρέθηκαν δυο για την Ιουλία.

   [...] Είχε και την άλλη αγωνία της η Ιουλία... Την επαύριο εκείνης της όχι και τόσο καθαρής Δευτέρας, αποφάσισε να πάει η ίδια, μέρα μεσημέρι, στο σπίτι εκείνου που την αγαπούσε, να του πει  -ή μάλλον να του γράψει σ' ένα χαρτί- να μην έρθει απόψε στο σπίτι τους, τον θερμοπαρακαλούσε, γιατί είχαν όλοι την μεγάλη στενοχώρια τους για την θεία... Ευτυχώς έκανε ψοφόκαιρο, ο κόσμος έμενε κλεισμένος στα σπίτια του, και μπόρεσε να φτάσει στην αυλή του χωρίς, ας ελπίσουμε, να την δει κανένας. Την είδε βέβαια εκείνος απ' το παράθυρο και βγήκε, της άνοιξε την πόρτα συνεπαρμένος... Η Ιουλία, σαν να παγιδεύτηκε για καλά, τον κοίταξε και βούρκωσε.
   "Μη φοβάσαι", της είπε, "πέρασε..."
   "Όχι!" έκανε σαν να ξύπνησε και, πετώντας το χαρτί στον αέρα, το 'βαλε στα πόδια.
   Φοβόταν στον δρόμο μην ο αέρας το πήρε έτσι όπως φυσούσε... μην ερχόταν το βράδυ εκείνος, ακάθεκτος, να την ρωτήσει μπροστά στον πατέρα της -φοβόταν ως το βράδυ που ήρθε ένα άγνωστο παιδί στο σπίτι τους, τουρτουρίζοντας και ψάχνοντας χίλιες δυο προφάσεις για τον ερχομό του (φορούσε και μια πλεκτή κουκκούλα που μόνο τα μάτια του δεν έκρυβε), μέχρι που η Ιουλία κατάλαβε και, δίνοντάς του ένα κομμάτι ψωμί με λίγες εληές, έκανε πως το πάει ως την πόρτα έξω. Εκεί το άγνωστο αγόρι έβγαλε μέσ' απ' την κουκκούλα του ένα πολυδιπλωμένο χαρτί, το άφησε να πέσει μπροστά της και το 'βαλε στα πόδια. Το πήρε, το έχωσε μες στην κάλτσα της κι έτρεξε σ' ένα απ' τα επάνω δωμάτια. Κλειδώθηκε και ξεδίπλωσε, τρέμοντας ολόκληρη, το χαρτί. Της έλεγε με μεγάλα γράμματα, γραμμένα με μελανό μολύβι, αλλού πολύ πατημένα κι αλλού λιγότερο:
   ΚΑΤΑΛΑΒΕ-ΝΟ
   ΘΑ ΕΡΘΟ ΣΕ ΜΙΑ ΦΔΟΜΑΔΑ ΤΙΝΑΛΛΗ ΤΡΙΤΙΗ
   ΣΕ ΑΓΑΠΟ-ΠΑΝΤΑ. ΚΙΜΩΝ.
   Ο ΚΙΜ/ΠΟΥ ΣΕ ΑΓΑΠΑΗ.
   Δεν θα γλυτώσω εύκολα απ' αυτόν, σκεφτόταν η Ιουλία. Και το πρωί της άλλης Τρίτης ετοίμασε πάλι ένα χαρτί.

   [...] Οι μέρες -οι ώρες- για την άλλη Τρίτη της Ιουλίας ολοένα πλησίαζαν.
   Τη Δευτέρα το απόγευμα μοιράστηκε το μυστικό και την αγωνία της με την Φεβρωνία, σ' εκείνη είχε πιο πολύ θάρρος παρά στις αδελφές της, και η Φεβρωνία το καλύτερο που είχε να της συμβουλεύσει ήταν να τον πάρει, να τον δεχτεί, και με τον καιρό θα ερχόταν και η αγάπη.
   "Ο έρωτας δεν είναι πάντα κεραυνοβόλος, είναι και σιγανός", της είπε.
   Μα η Ιουλία κουνούσε επίμονα το κεφάλι.
   "Είσαι είκοσι οκτώ χρόνων, τι περιμένεις; Τον βασιλιά;" την ρώτησε η Φεβρωνία.
   "Εσύ ήσουν τριάντα οκτώ όταν πήρες τον αδελφό μου", της είπε μαλακά η Ιουλία, χωρίς κακία, "μα πήρες αυτόν που ήθελες".
   "Α, ναι..." απάντησε στον ίδιο περίπου τόνο η Φεβρωνία, "μα ήμουν δεκάξι όταν πήρα τον πρώτο άνδρα μου. Και κείνον ούτε καλά-καλά τον ήξερα, ούτε καλά-καλά ήξερα πόσο τον ήθελα ή πόσο με ήθελε εκείνος -οι δικοί μας μάς πάντρεψαν. Και η Εύθα απ' ό,τι ξέρω, η μάνα σας και πεθερά μου -που δεν την γνώρισα, μα τόσα άκουσα γι' αυτήν- και κείνη δεκάξι χρόνων πρωτοπαντρεύτηκε. Και πολλές σαν εμένα και την Εύθα... Εσύ όμως, που δεν βιάστηκες να κάνεις πρώιμο γάμο σαν εμάς, είναι καιρός νομίζω να παντρευτείς τώρα. Κι αφού σε θέλει τόσο πολύ αυτός ο Κίμων..."
    "Δεν τον αγαπώ... πώς να τον πάρω;" είπε μελαγχολικά η κοκκινομάλλα.
   "Δεν είναι η αγάπη το παν", είπε μελαγχολικά και η Φεβρωνία.
   "Πώς δεν είναι;" διαφώνησε η άλλη.
   "Η αγάπη... έρχεται κιόλας εννοώ, γεννιέται σιγά-σιγά", είπε η Φεβρωνία χαϊδεύοντας αφηρημένα -μια και το 'φερε ο λόγος- την κοιλιά της. "Κι έπειτα, η πολλή αγάπη συνορεύει με τον κίνδυνο, αυτό δεν το ξέρεις;"
   "..."
   "Τέλος πάντων. Τι θέλεις από μένα; Σε τι να σε βοηθήσω;"
   "Πώς να τον κάνω να μην έρθει αύριο... να μην έρθει ούτε την άλλη Τρίτη, ποτέ. Πώς να το πω και να το καταλάβει, να το πάρει απόφαση".
   "Α, και δεν τον αγαπάς και του ζητάς πολλά", είπε η Φεβρωνία. "Κοίτα, αν σ' αγαπάει, δεν θα το πάρει εύκολα απόφαση".
   "Θα του γράψω πάλι σ' ένα γράμμα να μην έρθει".
   "Θα σου γράψει κι αυτός πως θα 'ρθει σε πέντε μέρες, θ' ανοίξετε πληγή με τα γράμματα".
   "Όχι! Αυτό θέλω να 'ναι το τελευταίο -θέλω να του γράψω πως δεν πρέπει να ξανάρθει, πως... δεν, εγώ δεν... Αγαπώ άλλον! Εσύ τι λες;"
   "Αγαπάς άλλον;" την ρώτησε η Φεβρωνία.
   "Όχι, μα πρέπει να το πω έτσι, αλλιώς δεν θα καταλάβει".
   "Μήπως αγαπάς άλλον;" επέμεινε η Φεβρωνία.
   "Όχι σου λέω. Δηλαδή... μπορεί, δεν ξέρω... όμως εκείνος δεν το ξέρει -όχι, εκείνος δεν το ξέρει", είπε η Ιουλία, ξαφνιασμένη κι η ίδια με αυτό που έλεγε, μα ασφαλώς προετοίμαζε τον εαυτό της για το γράμμα -δεν λένε: πίστευε αυτό που λες για να σε πιστέψουν και οι άλλοι;
   "Πολύ περίεργες αδελφές έχει ο άνδρας μου, σε πολύ περίεργο σόι μπήκα", είπε αιφνιδίως η Φεβρωνία και δεν είχε πια το γαλήνιο και μελαγχολικό ύφος που είχε ως τώρα. "Η Κλητία αγαπάει έναν κυνηγό που δεν τον βλέπουμε, εσύ έναν που δεν το ξέρει... Κι όλες οι άλλες κάτι αγαπούσαν πριν παντρευτούν ή κάτι αγαπούν και δεν παντρεύονται... Μήπως αγαπάτε όλες σας τον Ησύχιο;" ξέσπασε. "Μήπως ξεχνάτε πως είναι αδελφός σας;"
   "Τι λες πάλι, τι λες;" είπε τρομαγμένη η Ιουλία και τα πράσινα μάτια της έγιναν σαν σπασμένα πράσινα γυαλιά.
   "Αυτό που ακούς! Μήπως αγαπάς τον αδελφό σου, τον ωραίο αδελφό σου; Μήπως γι' αυτό σε φωνάζει βελουδένια; - η βελουδένια του δεν είσαι;"
   "Το λέει αυτό... για το δέρμα μου, όχι για μένα", είπε η Ιουλία.
    "Κι εγώ είχα τέτοιο δέρμα κάποτε", είπε η Φεβρωνία, "αλλά κανένας αδελφός μου, κι είχα μόνο έναν, δεν με φώναξε ποτέ βελουδένια!"   
   "Είναι δυνατόν να τα λες αυτά;" είπε εντελώς σαστισμένη η Ιουλία. "Είναι δυνατόν να περνάει τέτοιο πράγμα απ' τον νου σου;"
   "Είναι", απάντησε η Φεβρωνία προκλητικά, "αφού τέτοιο πράγμα μπορεί να περνάει κι απ' τον δικό σας νου... Κι αφού εγώ, η γυναίκα του, η νύφη σας, μπορώ να σας κρατώ και το κερί! Είμαι άξια γι' αυτό... άξιος ο μισθός μου!"
   Όταν το χτικιό της ζήλιας την τύφλωνε ή την κεντούσε με το δηλητήριό του (και γινόταν συχνά αυτό), η Φεβρωνία δεν ήξερε τι έλεγε και ως πού μπορούσε να φτάσει -όχι μόνο η γλώσσα της. Πολλές φορές ευχόταν απ' τα βάθη του είναι της, γεμάτη ντροπή κι απόγνωση, να πεθάνει ο άνδρας της κι ας πέθαινε την ίδια μέρα και κείνη (γι' αυτό δεν αμφέβαλλε), παρά να τον βλέπει χρόνο με τον χρόνο να ομορφαίνει και να ξανανειώνει σαν να 'χε κάνει συμφωνία με το Διάβολο, αντί να γερνάει και να σπάει όπως όλος ο κόσμος. Και να βλέπει να τον κοιτούν ακόμα οι γυναίκες όπως τον κοιτούσαν κάποτε, και να βλέπει κι αυτόν να τις κοιτάει -για να 'ρχεται μετά στο κρεββάτι να της λέει πως, όσο κοιτάει μια άλλη, τόσο πιο πολύ αυτήν εκτιμάει! Δεν την ήθελε τέτοια εκτίμηση! Αυτή μόνο αυτόν αγαπούσε, κι ας μην τον εκτιμούσε, παράφορα, κι αυτήν μόνο θα 'θελε να αγαπάει και κείνος, αυτήν μόνο να κοιτάει κι ας μην την εκτιμούσε κι αυτός πάρα πολύ. Κι ας μην είχε την δικιά του τύχη να μη γερνάει με τα χρόνια, να μη σπάει το πρόσωπό της, να μη φθίνει το σώμα της σαν το δικό του, να μη, να μη, να μη...
   Α, η ζήλεια ήταν κόλαση. Δεν ήξερε αν υπάρχει Παράδεισος ή Κόλαση στην άλλη ζωή, μα αυτήν την κόλαση εδώ, αυτήν την ήξερε καλά η Φεβρωνία, την ζούσε κάθε μέρα, έβραζε στα καζάνια της. Λίγο καιρό μόνο την άφηνε ήσυχη, κατά διαστήματα, πολύ λίγο, ίσα - ίσα για να φουντώσει πιο άγρια. Κι άκουγε τις γυναίκες να λένε στα κρυφά η μια στην άλλη: "Κεράτωσε τον άνδρα σου και μην του κάνεις μάγια" και δεν καταλάβαινε τι λένε, πού κολλούσαν αυτά τα δυο... Μα όταν το κατάλαβε, της ήρθε να ουρλιάξει, να πάρει ένα ραβδί και να δέρνεται ώσπου να πεθάνει που δεν είχε σκεφτεί κι αυτή να κάνει το ίδιο, να του περάσει μερικά κέρατα και να τον έβλεπε να λειώνει στα ποδαράκια της, όπως τόσα χρόνια έλειωνε αυτή στα δικά του. Γιατί γι' αυτόν η συμβουλή άλλαζε: κεράτωνε την σοφή γυναίκα σου -γινόταν- και μην της κάνεις μάγια, δεν χρειάζονται. Μα ήταν αργά. Κόντευε να γίνει πενήντα χρόνων η Φεβρωνία, κι ας γεννούσε ακόμα παιδιά, κι αυτός δεν ήταν παρά τριάντα πέντε -άλλο ανάποδο, άλλο ανεκλάλητο, που τώρα ακριβώς, με το πέρασμα των χρόνων, κραύγαζε η διαφορά και η αλλοκοτιά του: αυτή να δείχνει μάνα του κι αυτός σαν αμούστακο παιδί, όπως τότε που τον είδε πίσω απ' τα χαλάσματα -μη χειρότερα... Κι έπειτα, αυτά τα πράγματα έχουν ένα σκαμνί κι έναν θρόνο. Χαρά σ' αυτόν που θα προλάβει να κάτσει στον θρόνο! Κι αλλοίμονο σ' εκείνον που θα του μείνει το σκαμνί: ακόμα κι αν πάει καμμιά φορά προς τον θρόνο, από τύχη αιφνίδια ή κι από καθαρή δίψα, από εκδίκηση, θα του φανεί άβολα, δεν θα τον πιστεύει κι ο άλλος, δεν θα το πάρει στα σοβαρά -συνήθισε, βλέπεις, στο σκαμνί. Όπως είχε συνηθίσει και η Φεβρωνία τόσα χρόνια -μαύρη κι αζήλευτη συνήθεια.
   Κι έπειτα, γιατί να πάρει ένα ραβδί και να δέρνεται μέχρι να πεθάνει, αφού μέχρι να πεθάνει είχε αυτόν τον βούρδουλα στο στήθος της τής ζήλειας;
   Γι' αυτό έλεγε με τόση πίκρα στην Ιουλία πως η αγάπη δεν είναι το παν -γιατί το παν ήταν αυτή η αγάπη, η μαύρη, που δεν γεννήθηκε στο φως και δεν σου δίνει τίποτα να πιεις, παρά το αίμα σου. Κι αν δεν την έβλεπαν να συστέλλεται για τις όψιμες εγκυμοσύνες της, όταν άλλες στην ηλικία της ταχτάριζαν εγγόνια, δεν ήταν μόνο επειδή ο Θεός τα 'στελνε κι αυτά τα παιδιά, μα κι επειδή η ίδια η Φεβρωνία, καρπερή άλλωστε από πάντα, τις επεδίωκε μέσα στο όλο παρανάλωμα του νου της: για να βλέπουν τουλάχιστον οι άλλες πως μόνο μ' αυτήν έκανε ακόμα παιδιά ο Ησύχιος, πως δεν πετούσε πια τον σπόρο του σε ξένα περιβόλια.
   Κι αν εδώ πρέπει να πούμε πως οι τωρινές μικροατασθαλίες του Ησύχιου ούτε συγκρίνονταν μπροστά στα δράματα και στις θύελλες του παρελθόντος του και πως ήταν η αρρωστημένη καρδιά της Φεβρωνίας που έβγαζε ξίγκι κι από την μυίγα, πρέπει επίσης να πούμε και το άλλο: πως στον μακρύ τον δρόμο και το άχυρο  είναι βαρύ. Κι ήταν μακρύς αυτός ο δρόμος για την Φεβρωνία, πολύ μακρύς: να πάρει για άνδρα της τον πατέρα του εγγονού της, τον εραστή της πεθαμένης κόρης της.
   Κάποτε βέβαια θα την νικούσε η κούραση, εκείνη η ευεργετική αδιαφορία. Θα 'βλεπε πόσο μάταιο ήταν να υποφέρει απ' το πολύ και πόσο πιο ανώφελο απ' το λίγο, απ' το ασήμαντο. Μα ως τότε...
   Η Ιουλία είχε μαζευτεί σε μια γωνιά και φοβόταν να την κοιτάξει, τα μάτια της βούρκωναν και ξαναβούρκωναν όπως κάθε φορά που την έφερναν οι άνθρωποι σε δύσκολη θέση (αυτήν την αδυναμία την είχε αποκτήσει σχετικά πρόσφατα).
   "Αν ήξερα ότι θα σκεφτόσουν τέτοιο πράγμα για μένα", της είπε, "ποτέ δεν θα σου μιλούσα γι' αυτόν τον άνθρωπο. Εγώ την συμβουλή σου ζήτησα κι εσύ..."
   Μα και η Φεβρωνία δεν ήταν πάντα η δηλητηριασμένη απ' τον πόνο και τις υποψίες της γυναίκα. Είχε ώρες που άφριζε και γινόταν ερείπιο, κι ώρες που ήταν απόλαυση να την ακούς -σ' αυτό έμοιαζε με την πεθερά της την Εύθα, ήταν κρίμα που δεν πρόλαβαν να γνωριστούν αυτές οι δυο. Και καθώς ο πόνος φέρνει και το κέρδος της γνώσης, όχι μόνο φθορές, είχε πάντα πολύ σωστά πράγματα να λέει και πολλοί ζητούσαν τις συμβουλές της, ακόμα κι ο πεθερός της. Άλλωστε, για να μην πάμε μακρυά, κανείς δεν υπέφερε τόσο όταν έχανε την αυτοκυριαρχία της όσο αυτή η ίδια: "Να ξέρεις", έλεγε στον άνδρα της, "πως κι ο πιο τρελλός όταν παραφέρεται, υποφέρει και το κάνει, δεν το κάνει από καλό ούτε επειδή του αρέσει". Και το 'λεγε αυτό πάνω στην ίδια την παραφορά της -αλλά κι όταν ηρεμούσε το 'λεγε, όταν τα έφερνε στον νου της...
   "Μη με συνερίζεσαι, κατάλαβε την θέση μου", είπε τώρα στην Ιουλία κι έδειξε την κοιλιά της, γιατί τα άλλα, τα βαθύτερα, δεν μπορούσε να τα δείξει τόσο εύκολα, με το χέρι.
   "Την καταλαβαίνω. Γι' αυτό παίρνω πάντα το μέρος σου -σ' εμένα δεν τα λες όλα; Και πάντα δεν σε καταλαβαίνω;" την ρώτησε η κουνιάδα της.
   Η Φεβρωνία θα 'πρεπε να 'ταν πολύ μικρόψυχη για να το αρνηθεί ή να μην το αναγνωρίσει: αυτή η ευαίσθητη κοπέλλα με τα κόκκινα μαλλιά και τα φοβισμένα μάτια ήταν η καλύτερη κουνιάδα της, η μόνη που δεν την αποχτύπησε ποτέ γι' αυτόν τον γάμο με τον αδελφό της, η μόνη -μικρή τότε, ορφανή κι άρρωστη- που την δέχτηκε με συμπάθεια απ' την πρώτη μέρα που μπήκε σ' αυτό το σπίτι (και η ίδια, άλλωστε, που την είδε πρώτη από 'να παράθυρο, το χάραμα εκείνο που συμβούλευε ακόμα η οικογένεια, να τριγυρνάει στα χαλάσματα...). Όλοι οι άλλοι, λίγο ή πολύ, την παίδεψαν τον πρώτο καιρό, κι αν τους δινόταν ακόμα η ευκαιρία, δεν θα την έχαναν.
   "Δεν ξεχνώ αυτά που έκανες για μένα, ή μάλλον αυτά που δεν έκανες", της είπε. "Και θέλω να σε βοηθήσω... -γι' αυτόν τον Κίμωνα δεν λέγαμε; Λοιπόν, έχω μια προαίσθηση πως δεν θα μετανοιώσεις αν του πεις το ναι. Γι' αυτό θα σε συμβούλευα να το σκεφτείς λίγο ακόμα".
   "Όχι!..." είπε πάλι η Ιουλία.
   "Όχι λέει και γίνεται κομμάτια", σκέφτηκε η άλλη, "γιατί έτσι;" Και την κοίταξε για δυο στιγμές στα μάτια...
   "Καλά, πάμε μέσα τώρα", της πρότεινε, "θα βρέξει".
   Η Ιουλία την ακολούθησε.      
   Είχαν αποτραβηχτεί για τα μυστικά τους στην πίσω αυλή, σ' ένα περιφραγμένο υπόστεγο που του έλειπε ακριβώς το μεγαλύτερο τμήμα του επάνω μέρους, ήταν περίπου άστεγο, και ο καιρός για βροχή τριγύριζε: όσο να μπουν στο σπίτι, έπεσαν κιόλας οι πρώτες χοντρές στάλες και τα μελανά σύννεφα έλαμψαν παρατεταμένα... και βρόντησαν. Η Φεβρωνία στάθηκε και τα κοίταξε βάζοντας τα χέρια της πίσω στους γοφούς: και σ' αυτήν την κίνηση θύμιζε πολύ την Εύθα όταν, απροσδόκητα, άφηνε τις επίγειες ασχολίες της κι ατένιζε την ουράνια βασιλεία... Άλλωστε ο Ησύχιος, αν φώναζε συχνά την γυναίκα του Φέβρα, ήταν και γι' αυτόν τον λόγο: Φέβρα, Εύθα, ταίριαζαν κάπως και ως ονόματα, ως ιδιόρρυθμοι ήχοι, κι ήταν ευχάριστο αυτό το μπέρδεμα ανάμεσα στην παρουσία της μιας και στην ανάμνηση της άλλης. Φέβρα την φώναζε κάποτε και ο Αργύρης, ο πρώτος της σύζυγος. Κι ήταν ο μήνας Φεβρουάριος νονός της, ή τουλάχιστον η αιτία να της δώσουν ένα τέτοιο όνομα: έτυχε να γεννηθεί σε μια από κείνες τις χρονιές που ο Φεβρουάριος έχει είκοσι εννιά ημέρες, σ' αυτήν την 29η ημέρα είχε γεννηθεί, και θεώρησαν καλό οι δικοί της να την βαφτίσουν Φεβρωνία: σπάνιο όνομα -αντίδοτο στην δίσεκτη εκείνη χρονιά.
   "Σου έλεγε η μαμά σου, όταν ήσουν μικρή, να μην κοιτάς τις αστραπές γιατί θα μπουν βελόνες στα μάτια σου;" ρώτησε την Ιουλία.
   "Μου έλεγε", απάντησε εκείνη.
   "Σ' εμένα μπήκαν βελόνες στα μάτια μου από μια άστραπή: όταν είδα τον αδελφό σου...", είπε σοβαρά η Φεβρωνία. "Κι από τότε μπορώ να κοιτάω τις άλλες άφοβα... Ωχ, Θεέ μου", βόγγηξε, "όταν δεν σε πιάνει ένα δηλητήριο με την πρώτη... -καλύτερα να σε πιάσει με την πρώτη! Αλλιώς, μετά δηλαδή, το πίνεις και ζητάς και περισσότερο... Σε δυναμώνει". 
   "Θα του γράψω σ' ένα ωραίο χαρτί να μην ξανάρθει γιατί... -μην το πάρεις πάλι στραβά- γιατί αγαπώ έναν άλλον", είπε η Ιουλία γυρνώντας στα δικά της, μ' εκείνη την βαθυστόχαστη κι απόμακρη έκφραση που την τύλιγε όταν έπιανε μολύβι στα χέρια της κι έσκυβε να γράψει -κανείς δεν ήξερε τι, κανείς δεν είχε διαβάσει τα τετράδιά της. Μόνο κάτι μπορεί να πήρε καμμιά φορά το μάτι τους, και μόνο στην Φεβρωνία είχε πει πως -εκτός από παροιμίες και χρονολογίες- έγραφε κι άλλα πράγματα. "Τι;" την είχε ρωτήσει εκείνη. "Να, αυτά που συμβαίνουν, που νοιώθουμε", είπε η Ιουλία και, βγάζοντας ένα τετράδιο κάτω απ' το στρώμα της, έφερε την άλλη σε δύσκολη θέση: "Δεν ξέρω να διαβάζω", της είπε, "μόνο δυο τάξεις πήγα... και τα ξέχασα". "Δεν σ' το δίνω για να διαβάσεις", είπε η Ιουλία, "μόνο για να δεις". Και της ξεφύλλισε γοργά ένα τετράδιο κρατώντας το ανάποδα, προφύλαξη άχρηστη αφού η άλλη δεν ήξερε να διαβάσει (αλλά και να ήξερε, δεν θα προλάβαινε), και μετά το κράτησε ίσια, όρθιο, για να δει την εικόνα στο εξώφυλλο: έδειχνε την σταύρωση του Χριστού, αλλά μια σταύρωση όπως δεν την είχε δει σε άλλη εικόνα. Δεν ήταν μόνο ο σταυρός με τον Εσταυρωμένο, ήταν κι ένας πετεινός αριστερά τους, πάνω σ' έναν τοιχίσκο απ' όπου έβγαιναν στάχυα, τρίαινες κι αναμμένα δαδιά -και λαλούσε προς τον Κύριο. Καταγής ένα φανάρι, και δίπλα ένα μακρύ πράσινο φίδι που έβγαινε μεσ' απ' το φανάρι κι έβγαζε το κόκκινο κεντρί του μπροστά σ' ένα πεσμένο ρόδι ή μήλο. Λίγο πιο πάνω απ' το μήλο τρία ζάρια, πάνω απ' τα ζάρια μια νεκροκεφαλή, δίπλα στην νεκροκεφαλή ένα πουγγί απ' όπου χύνονταν φλουριά, παραδίπλα ένα σχοινί, και δίπλα στο σχοινί -δεξιά του Σταυρού πια- μια σκάλα στον αέρα. Στον αέρα: μόνο το κάτω μέρος της ακουμπούσε στη γη, το πάνω πουθενά. Κι ωστόσο στηρίζονταν σ' αυτήν ένα σπαθί κι ένα κοντάρι, που είχε στην κορυφή του τον σφόγγο με το ξίδι. Δίπλα σ' αυτά έν' αργυρό κανάτι με το λαγήνι του, κι από πίσω κόκκινες φλόγες σε χωράφια. Κι από πάνω ο ουρανός πρασινογάλανος και μαύρος, και στ' αριστερά -πάνω απ' το κεφάλι του πετεινού, σαν φωτοστέφανο- ένας κόκκινος ήλιος ή φεγγάρι. Και μερικά πουλιά στο βάθος, πάνω σε κίτρινα γυμνά κλαδιά που έβγαιναν απ' τα σύννεφα κι ήταν πιθανότατα αστραπές... "Δηλαδή, μόνο την σταύρωση δεν βλέπουμε σ' αυτήν την εικόνα", είχε πει η Φεβρωνία όταν την πρωτοκοίταξε. "Έχω γράψει και μια ιστορία γι' αυτήν", της εκμυστηρεύθηκε η Ιουλία. "Αλήθεια; Να μου την διαβάσεις". "Όχι... δεν τις διαβάζω σε κανέναν". Η Φεβρωνία την κοίταξε λίγο επιτιμητικά, μετά ξανακοίταξε την σταύρωση... "Δεν πειράζει", είπε, "με πιάνει ένα ρίγος και μόνο που την βλέπω -πού ν' ακούσω και την ιστορία της!"
   "Και πού θα του γράψεις;" την ρωτούσε τώρα μπαίνοντας και οι δυο στο χαγιάτι, ενώ η βροχή έξω κροτάλιζε πάνω στις πέτρες και τα κεραμίδια. "Θα κόψεις ένα φύλλο από κείνο το τετράδιο με την σταύρωση;" (Αν κι είχαν περάσει μήνες που το είδε, το θυμόταν.)
   "Εκείνο τέλειωσε. Έχω ένα άλλο τώρα", είπε η Ιουλία.
   "Πάλι με σταύρωση;"
   "Όχι, με κάτι άλλο... Θα του γράψω όπως σ' το λέω: Μην ξαναρθείς στο σπίτι μας γιατί άδικα, αγαπώ έναν άλλον. Ιουλία".   
   Η Φεβρωνία ανασήκωσε τους ώμους της. Το 'βρισκε απότομο και κοφτό, δεν ταίριαζε και στους τρόπους της Ιουλίας, αλλ' αφού εκείνη μες στο πείσμα της αυτό διάλεξε...
   "Να του γράψω πως του ζητώ και συγγνώμη;" θυμήθηκε εκείνη. "Ή...καλή τύχη;"
   "Α, όχι, αυτό πέφτει πολύ", αντέδρασε αμέσως η Φεβρωνία, παρά λίγο να θύμωνε πάλι. "Αν ήμουν στη θέση του και μου 'λεγαν και καλή τύχη από πάνω!... Όχι, το καλή τύχη ξέχνα το - δεν μπορείς να κόβεις τις ελπίδες σ' έναν άνθρωπο όπως του κόβεις το κεφάλι και να του λες: καλή τύχη τώρα! Όχι, πάει πολύ, δεν γίνεται".
   "Έχεις δίκιο", παραδέχτηκε η Ιουλία, "δεν θα του πω καλή τύχη". 
   "Πρέπει όμως να του πεις ποιον αγαπάς", της θύμισε η Φεβρωνία, "γιατί θα σε ρωτήσει".
   "Πώς;"
   "Με γράμμα, πώς αλλιώς; Ξέρει κι αυτός γράμματα... Ή θα ενδιαφερθεί να το μάθει απ' άλλους. Και τότε τι θα κάνεις;" 
   "Ποιον να του πω ότι αγαπώ;" την ρώτησε η Ιουλία. 
   "Δεν ξέρω, εσύ ξέρεις. Και πρασινομάτα είσαι και κοκκινομάλλα -κάποιον θα μπορούσες ν' αγαπάς, κάποιος να σ' αγαπάει... Πες εκείνον τον άλλον Κίμωνα, τι να σου πω, τον φίλο του αδελφού σου. Δεν τον ξέρει, δεν είναι από δω, έφυγε κιόλας... -νομίζω πως είναι το καλύτερο πρόσωπο. Γιατί όποιον άλλον κι αν πεις, ντόπιον, θα μπορούσε να τον πιάσει και να τον ρωτήσει αν θέλει.
   "Ναι, αλλά μήπως περιπλεχτούν πολύ τα πράγματα που τους λένε και τους δυο... Κίμων;" αναρωτήθηκε η Ιουλία. Μα καθώς η άλλη δεν μίλησε, πήρε την απόφασή της: "Εκείνον θα πω. Μας είδε και μαζί έξω στην πόρτα... θα το πιστέψει". 
   "Πες του το, κι αν το πιστέψει", έκανε πάλι με τους ώμους της η Φεβρωνία κι εκεί χώρισαν, μπήκε η καθεμιά στην κάμαρά της και στα δικά της. Έξω η βροχή που έπεφτε ήταν καταρρακτώδης. 


Ζατέλη Ζυράννα, Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: