Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

[ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΈΡΩΤΑ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Το άλλο πρωί ακόμα έβρεχε. Η Ιουλία τρύπωσε σε μια αποθήκη, τράβηξε έναν μεγάλο μουσαμαδένιο σάκκο, έχωσε την μια γωνία του μες στην άλλη, τις έκανε χωνί, πέρασε το χωνί πάνω απ' το κεφάλι της -το υπόλοιπο τής κάλυπτε κι όλο το σώμα ως τα γόνατα- και πήγε πάλι στην αρκετά μακρινή γειτονιά του Κίμωνα. Τόσο μακρινή, τελικά, που εκεί... δεν έβρεχε. Ή τουλάχιστον είχε σταματήσει η βροχή όσο αυτή να φτάσει -πάντως και το έδαφος κάτω έδειχνε στεγνό: σαν να μην είχε πέσει σταγόνα σ' αυτό το μέρος από πολλές ώρες.
   Της έκανε εντύπωση που κάποιοι απ' τα παράθυρά τους δεν την κοιτούσαν σαν άγνωστη κι ύποπτη ψάχνοντας να βρουν την ταυτότητά της, αλλά σαν άτομο που δεν ξέρει τι του γίνεται αφού φοράει τέτοια καλύπτρα χωρίς να βρέχει. Σιγά - σιγά βέβαια θα τους έμπαιναν και οι άλλες υποψίες, μα η Ιουλία -νοιώθοντας έτσι κι αλλιώς χαμένη- δεν την έβγαλε. Πέρασε λοιπόν ανάμεσα απ' τα σπίτια τους και διέσχισε ένα σωρό στενά δρομάκια σκεπασμένη άχαρα μ' αυτό το τσουβάλι, και προκλητικά, όπως κάτι ενάρετες δέσποινες άλλων εποχών που έβγαιναν την νύχτα γι' ακολασίες φορώντας ρούχα ζητιάνας -κάπως έτσι νομίζουμε πως έβλεπε τον εαυτό της, και λαχάνιασε όσο να φτάσει κοντά στο δικό του... Αυτήν την φορά απέφυγε την κύρια είσοδο, πήγε σύρριζα στον χαμηλό πετρότοιχο που περιέφραζε έναν μικρό κήπο με μερικά οπωροφόρα που είχε μπροστά στο σπίτι του, κι από κει τον είδε να ρίχνει καλαμπόκια σε μερικές κότες κι έναν πετεινό -τις φαρδειές πλάτες είδε μόνο, το σώμα του από πίσω. Της φάνηκε πως πατούσε ξυπόλυτος. Κι έτοιμη, έχοντας τυλιγμένο το χαρτί της σ' ένα πετραδάκι, το έρριξε κατά κει που έρριχνε κι αυτός τα καλαμπόκια του κι έφυγε τρέχοντας από 'ναν πίσω δρόμο, κρύβοντας και το πρόσωπό της μες στην μουσαμαδιά, σχεδόν χωρίς να βλέπει πού πατούν τα πόδια της.
   Το βράδυ εκείνος δεν φάνηκε. Ούτε και το παιδί με την κουκκούλα. Ούτε και τ' άλλο βράδυ. Φαντάστηκε πως θα βρήκε το γράμμα της, θα το σεβάστηκε, γι' αυτό δεν ήρθε. Αλλ' απορούσε λιγάκι που δεν της έγραψε κι αυτός σ' ένα άλλο πως θα 'ρθει σε λίγες μέρες... Βέβαια του έλεγε -του ζητούσε- να μην ξανάρθει ποτέ γιατί αγαπούσε έναν άλλον!... Μα τόσο εύκολα, εν τούτοις, το είχε πάρει εκείνος απόφαση να μην ξανάρθει; Περίεργο. Περίμενε και το τρίτο βράδυ, και το τέταρτο. Και πάλι κανείς δεν φάνηκε. Και η κοπέλλα με τα κόκκινα μαλλιά, που νόμιζε πως θα χαιρόταν γι' αυτό, θα ησύχαζε από κείνον, ούτε χάρηκε ούτε ησύχασε. Πήγε στην Φεβρωνία κι εκμυστηρεύθηκε:
   "Αν μου στείλει κι άλλο γράμμα, θα του πω πως... πως το σκέφτομαι καλύτερα για τον άλλον, πως... μπορεί, αν έχει υπομονή, ν' αλλάξουν τα αισθήματά μου".
   Η Φεβρωνία τα 'βλεπε κιόλας ν' αλλάζουν. Γι' αυτό την συμβούλευσε να του γράψει τώρα αμέσως, να μην περιμένει δικό του.
   "Και θα του πάω εγώ η ίδια το γράμμα", της είπε, "δεν με νοιάζει και να με δουν".
   Μα όχι, η Ιουλία δεν ήθελε τώρα, φοβόταν, δεν είχε το κουράγιο.
   Ξανακρύφτηκε σ' ένα δωμάτιο και ξαναδιάβασε κρυφά - κρυφά από ποιον; Είχαν κι οι τοίχοι μάτια; -το πρώτο και μοναδικό του γράμμα... Κοίταζε στην παλάμη της το κάψιμο απ' το φιλί του... Ήθελε να τον ξαναδεί. 

   [...] Μουδιασμένος όπως ήταν κι ο αέρας απ' το συμβάν, ο Χριστόφορος δεν μπορούσε -δεν του έκανε και πολλή καρδιά- να ψάχνει ακόμα γι' αυτόν ή αυτούς που είχαν χτυπήσει την Λιλή. Κι αφού τουλάχιστον η μύτη της δεν αιμορραγούσε πια -χάρι σ' εκείνη την Πέρσα- είπε να το ξεχάσει, να το βάλει στην άκρη.
   Είπε και η Ιουλία να ξεχάσει τα δικά της με τον Κίμωνα, να τα βάλει στην άκρη, μα γι' αυτήν ήταν πιο δύσκολο. Ένοιωθε κι ενοχές: όλοι λυπούνταν για τους δύο αθώους γέρους, όλοι εύχονταν να βρεθούν οι φονιάδες και να κρεμαστούν, κι αυτή ευχόταν να ξαναφανεί αυτός που τόσο την αγαπούσε και τον είχε αποδιώξει. Γιατί ακόμα δεν είχε φανεί. Αυτός που πρώτα μόνο στον ύπνο της δεν τον έβλεπε, τώρα -αφ' ότου του έρριξε εκείνο το γράμμα με την πέτρα, εκείνο το απερίσκεπτο γράμμα- είχε γίνει άφαντος. Και η σιωπή του την μάραινε, την γέμιζε λύπη, αγωνία. Άρχισε να τον βλέπει και στον ύπνο της... Να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει εκείνο το λιγόλογο, κακογραμμένο, ανορθόγραφο μα τόσο σοβαρό γράμμα του, λες και κάτω από κάθε λέξη υπήρχε κι ένα πηγάδι που δεν μπορούσε να το μετρήσει, να δει το βάθος ή την σημασία του με δυο και τρεις ματιές μονάχα -λες κι έπρεπε να σκύψει μέχρι κάτω, μέχρι να χαθεί κι αυτή σ' εκείνο το κρύο σκοτάδι που αντιλαλούσε επώδυνα την ανεξήγητη σιωπή του...
   Για να ξεχνάει, έγραψε στο τετράδιό της για το φονικό στο αγρόκτημα: αυτά που άκουγε απ' τους άλλους κι αυτά που έπλαθε, με πόνο παρά με ζωντάνια, η δική της φαντασία. Έγραψε για την κηδεία με τα δυο φέρετρα που είχε περάσει μπροστά απ' το σπίτι τους, κι αυτή την είδε απ' τα παράθυρα: άφηνε το ένα και πήγαινε στ' άλλο (πολλά τα παράθυρα, αλλοίμονο), κι απ' το καθένα κοίταζε και μια άλλη εικόνα, ένα άλλο κομμάτι της ίδιας πάντα εικόνας: εκείνης της μαύρης πολυπλάνταχτης πομπής... μέχρι που χάθηκε απ' τα μάτια της, ή που τελειώσαν τα πολλά παράθυρα, κι όμως αυτή συνέχιζε να κάνει κύκλους μες στο σπίτι. Έγραψε για το κλάμα που την συνεπήρε, σαν μέσα στα δυο όμοια φέρετρα να ταξίδευαν οι δικοί της γονείς, οι δυο μαζί, ή κι ακόμα - ακόμα ... αυτή κι εκείνος... Αυτή κι εκείνος... "Εγώ κι εσύ".
   Και για την Πέρσα, βέβαια, έγραψε, που τώρα κοιμόταν στο σπίτι τους, κι ο πατέρας της τής έδειχνε μεγάλο σεβασμό -αλλά και την οικειότητα που έδειχνε άλλοτε στην Εύθα, την μάνα της: μήπως... (απ' όσα φέρνει η στιγμή και δεν τα φέρνει ο χρόνος) μήπως την προόριζε για τρίτη γυναίκα του; Μήπως θα είχαν την τύχη και τα παιδιά του απ΄τον δεύτερο γάμο, όπως αυτή, να συζήσουν με μητρυιά όπως τα πρώτα;
   Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε: ο πατέρας της το είχε πει κιόλας καθαρά στ' αδέλφια της: "Σκέφτομαι να πάρω αυτήν την Πέρσα στα γεράματά μου... Η μοναξιά, τι τα θέλετε, δεν είναι όμορφη για κανέναν. Κι ο ερημίτης που πάει στην έρημο, στην έρημο πάει, την έρημο παντρεύεται... Δεν μένει μόνος, θέλω να πω".
   "'Αν το κάνεις κι αυτό, πατέρα, θα χάσω πάσα ιδέα για σένα", του είπε ένας. "Κι άσε τις παραβολές με την έρημο... Θα χάσω πάσα ιδέα!"
   "Καλά θα κάνεις", απάντησε εκείνος.
   Και μπορεί να μην το είπε αδιάφορα και κυνικά, μπορεί να το εννοούσε, να ήταν μια απάντηση στον ίδιο τον εαυτό του, μια μομφή, ένας τρόπος ν' αυτοσαρκαστεί. Ωστόσο, δεν έπαυε να 'ναι καθισμένος σ' έναν χαμηλό μεσότοιχο όταν τα έλεγε αυτά, με το 'να πόδι λυγισμένο και τ' άλλο να κρέμεται και να κουνιέται στον αέρα -κι οι γυιοί του που τον έβλεπαν δεν μπόρεσαν να μην σκεφτούν: ποια γεράματα; Αυτός έδειχνε πιο νέος κι απ' τους νέους, μια σφενδόνα μόνο έλειπε απ' τα χέρια του, κι ανήγγειλε τον τρίτο γάμο του σαν να τους έλεγε ένα παραμύθι για κάποιον που παντρεύτηκε τρεις φορές και κανείς ως τώρα δεν το 'χε αμφισβητήσει ή στιγματίσει, αφού -σαν παραμύθι- ίσχυαν άλλοι νόμοι εκεί, άλλα μέτρα και σταθμά.
   Έγραφε ή στοχαζόταν για όλα αυτά η Ιουλία, μα κάθε τόσο έκλεινε το τετράδιό της, το έκρυβε στα πιο πρόχειρα ή απίθανα μέρη κι έτρεχε να βρει την εγκυμονούσα Φεβρωνία και να της μιλήσει για τον άλλον -για την μόνη αγωνία που βασίλευε μέσα της...
   "Γιατί δεν πας να του δώσεις ένα ακόμα γράμμα", της έλεγε εκείνη, "σ' το είπα απ' την αρχή -τι περιμένεις;"
   Η Ιουλία θα το 'θελε όσο τίποτα πια: ένα γράμμα που να του λέει να ξεχάσει τ' άλλα δύο και να 'ρθει να την ζητήσει -να την ζητήσει, να την πάρει γυναίκα του, τον ήθελε... Όσο τίποτ' άλλο!
   Κι όμως δεν έβρισκε ακόμα το κουράγιο, ακόμα φοβόταν... ή ήλπιζε. Και βυθιζόταν σ' ένα πρόσφατο παρελθόν που δεν το είχε εκτιμήσει και προσέξει όσο έπρεπε και που, τώρα, εκείνο, την τιμωρούσε παίρνοντας μια ασύλληπτη βαθύτητα.
   Να τι είχε συμβεί πριν τρία μόλις χρόνια:   

   [...] Κι εκεί στην πόρτα, βγαίνοντας ένα σούρουπο, είδε για πρώτη φορά τον Κίμωνα. Δεν τον γνώριζε. Δεν ήξερε τ' όνομά του, το άτομό του, την ύπαρξή του, τίποτα. Κι αν τα μάτια του δεν ήταν τόσο γαλανά που να ξεχωρίζουν αναγκαστικά απ' όλα τ' άλλα, μάτια ή πράγματα, δεν επρόκειτο να θυμηθεί ότι... τον είχε κάπου ξαναδεί... ναι, οπωσδήποτε, είχε ξαναδεί αυτά τα μάτια όταν εκείνος ήταν πολύ νεώτερος κι αυτή μικρή... (πού και πότε ακριβώς, αυτό δεν μπορούσε να το θυμηθεί, μα κι ούτε την απασχόλησε ιδιαίτερα). Απλώς τον αναγνώρισε, λοιπόν, χωρίς να τον γνωρίζει: η σημασία φωλιάζει στα ανύποπτα.  
   Άλλωστε, θα ήταν υποχρεωμένη από δω και πέρα να τον βλέπει πολύ συχνά, αφού και κείνος ερχόταν στο βραδινό σχολείο με τους λιγοστούς ακόμη άνδρες που διαδέχονταν το πλήθος των γυναικών στα θρανία. Υποχρεωμένη όμως κι από μελλούμενα συμβάντα (κι ακόμα δεν είχαν γίνει όλα) να τον ξαναβλέπει ανακαλώντας τον στην μνήμη της: ανακαλώντας με ηδονή που πονούσε εκείνες τις στιγμιαίες και τυχαίες συναντήσεις τους όταν ο ήλιος έδυε ή είχε δύσει για καλά... Στην αρχή ήταν τυχαίες, ακόμα κι απ' την μεριά του.
   Όπως ένα βράδυ που της έπεσε ο κονδυλοφόρος καθώς έβγαινε... εκεί, στην πόρτα πάλι. Κι ενώ έσκυψε αμέσως να τον πάρει -έσκυψαν μαζί της κι άλλες- ο κονδυλοφόρος κύλησε ως τα πόδια κάποιου που στεκόταν παράμερα, σχεδόν κρυμμένος απ' το ανοιχτό θυρόφυλλο. Της τον έδωσε πίσω μια γυναίκα, ο άνδρας ούτε πρόλαβε να δει καλά - καλά, μα ήταν -τον αναγνώριζε πια όλο και περισσότερο- ήταν εκείνος, ο γαλανομάτης.
   Όπως ένα άλλο βράδυ που κατέβαινε με τις γυναίκες τις έξω πέτρινες σκάλες, κι έρριχνε ένα παγωμένο ψιλό χιονόνερο και μαζί φυσούσε... Λίγο πιο πέρα, στο προαύλιο του σχολείου (προαύλιο που θύμιζε πατημένο απλώς χωράφι), στεκόταν πάλι αυτός με τον γιακά σηκωμένο, χουχουλιάζοντας τα χέρια του -αυτήν τη φορά δίπλα σ' ένα ξύλινο βάθρο με τέσσερα πόδια, με καρούλια στα πόδια, δίπλα σ' έναν κυλιόμενο πάγκο δηλαδή, που εκεί πάνω ήταν αραδιασμένα πουλιά!...Τι εντύπωση που της έκαναν -πουλιά σ' ένα τραπέζι!... Εκείνα βέβαια δεν άργησαν να φανούν πως ήταν βαλσαμωμένα: γάντζοι και σύρματα ακινητοποιούσαν τα πόδια τους πάνω σε χοντρά τετράγωνα ή μακρόστενα σανίδια, κι αυτή η στάση, η γεμάτη ένταση και προσμονή, είχε κάτι το τόσο τελεσίδικο, τόσο ματαιωμένο, που σφίχτηκε η ψυχή της όπως τα είδε. Σφίχτηκε και θυμήθηκε... και μια αλεπού έτσι, κι έναν αετό, κι ένα αγριογούρουνο που είχε μόνο το κεφάλι... Κι απομονώθηκε καθώς οι άλλες πήγαν γύρω απ' το τραπέζι μ' αυτά τα πουλιά κι άρχισαν ν' αγγίζουν τα ράμφη, τα φτερά τους, ενώ αυτή τα 'βλεπε από μακρυά, φοβόταν να πλησιάσει... Ένα - δυο αναποδογύρισαν σαν ξύλινα στρατιωτάκια απ' τις αφές των γυναικών, άλλα τα έρριχνε ο αέρας που φυσούσε... Κι αυτός, ο γαλανομάτης, τα σήκωνε πιάνοντάς τα σαν να του τσιμπούσαν τα δάχτυλα... "Τι κάνεις σήμερα εσύ; Πουλιά βγήκες να πουλήσεις μ' αυτό το κρύο;" τον ρώτησε μια γυναίκα. "Δεν είναι δικά μου", είπε εκείνος. "Τίνος είναι;" "Ενός..." "Κι εσύ τι κάνεις;" "Τα φυλάγω", είπε, "πήγε να μιλήσει στον δάσκαλο... Με παρακάλεσε να τα φυλάξω". Χουχούλιαζε κι έτριβε συνέχεια τα χέρια του, κρύωνε σαν μικρός μαθητής που αντήλλαξε το μάθημα με μια αγγαρεία... Κρύωναν και τα πουλιά: το φτέρωμα στα στήθη τους (και στις ράχες, αλλά πιο πολύ στα στήθη) τρέμιζε ανεπαίσθητα ή ανασηκωνόταν γλώσσες - γλώσσες στο φύσημα του αέρα, όπως στα ζωντανά όταν κουρνιάζουν τον χειμώνα πάνω στα ξύλα και στους φράχτες -κρύωναν και πεθαμένα.
   Κρύωναν και οι γυναίκες, έφυγαν.
   Στον δρόμο η Ηλιοστάλαχτη, μικροσκοπική, ντυμένη με προβιές και κουρελούδες σαν Ινδιάνα, είπε: "Οι γαλανομάτηδες, άμα χειμωνιάσει, κρυώνουν περισσότερο". "Γιατί;" την ρώτησαν. "Ε, γιατί!... Είδατε τον ουρανό να μένει γαλανός τον χειμώνα;" Αυτό δεν το ξανάκουσαν. "Κι εσένα τότε δεν πρέπει να σε λέμε Ηλιοστάλαχτη από δω και πέρα, όσο να ξαναβγεί ο ήλιος την άνοιξη", της είπε κάποια, "πρέπει να σε λέμε..." "Λέτε με Χιονοστάλαχτη", πρότεινε η ίδια. Γέλασαν κι αυτό τις ζέστανε λίγο.
   Και την άλλη μέρα, την μεθάλλη, είδαν στην τάξη τους, πάνω σε μια εταζέρα στον τοίχο, τρία από κείνα τα πουλιά: "Αυτά τα άσηπτα -σημειώνετε ό,τι λέξεις δεν καταλαβαίνετε- θύματα της ανθρώπινης αλαζονείας και πλεονεξίας, διέτρεχαν κάποτε τους ουρανούς..." άρχισε να μιλάει ο δάσκαλος με την ήρεμη εμφαντική φωνή του.
   Ένα σύθαμπο πάλι, ώρα -όπως λέει ένας λαός- που παραπαίει ανάμεσα στον σκύλο και στον λύκο (1)... ένα σύθαμπο πάλι, λοιπόν, λίγες μέρες αργότερα, ξαναντάμωσαν τον γαλανομάτη στον δρόμο, αρκετά μακρυά απ' το σχολείο τώρα: αυτές είχαν τελειώσει το μάθημα και γυρνούσαν πεινασμένες στα σπίτια τους κι αυτός ακόμα δεν είχε πάει -τον είδαν την στιγμή που άφηνε μια παρέα ανδρών κουνώντας το χέρι του όπως όταν δεν έχεις καιρό για περισσότερα... "Νέα στις δέκα!" τους είπε γυρνώντας το κεφάλι κατ' αυτούς και χαμογελώντας μόνος του καθώς, σε λίγο, διασταυρωνόταν με την παρέα των γυναικών. Τις προσπέρασε σαν καλαμόβεργες... "Καλέ!... Τι είπε αυτός;" ρώτησε κάποια, λίγο θιγμένη απ' την αδιαφορία του, μισοκρύβοντας με το χέρι το στόμα της. Μια είπε: "Δεν άκουσα", μια άλλη το άκουσε: "Εννέα στις δέκα", καμμιά δεν κατάλαβε. Πιο πάνω όμως περίμεναν οι άλλοι άνδρες... κι όταν πέρασαν από μπροστά τους εκείνες, αμίλητες, αλύγιστες, σοβαρές, καλλονές του λυκόφωτος, βρήκε ο καθένας να πει κι ένα φιλόφρονο σχόλιο για την καθεμιά τους...
   Μα τι είχε πει εκείνος; Τώρα, μόνο τώρα δυστυχώς, πόσο θα ήθελε η Ιουλία να έδινε όλη την προσοχή της τότε στα λόγια, στις κινήσεις του, σε οτιδήποτε δικό του -ή και των φίλων του έστω, αυτών που τον γνώριζαν, που ήταν οι οικείοι του, πιστοί από χρόνια ή περιστασιακοί, δεν είχε σημασία.
   Μα είχε μείνει όσο μακρυά γινόταν: η πιο φρόνιμη, η πιο συναισθηματική απ' όλες, η πιο θελξικάρδια, αλλά κι η πιο απλησίαστη, η πιο βαλσαμωμένη για όποιον ξόδευε τον καιρό του να την κοιτάει. Άλλωστε ο Κίμων ήταν ο μόνος σχεδόν που δεν την κοίταζε ακόμα -θα περνούσε καιρός δηλαδή, θα κόντευε να τελειώσει η πρώτη εκείνη νυχτερινή χρονιά (και για πολλούς η τελευταία), όταν για πρώτη φορά τα μάτια του θα καθηλώνονταν επάνω της. Και θα 'μεναν έτσι εσαεί. 
   Έλειωναν τα χιόνια κι έμπαινε δειλά -δειλά η άνοιξη. Ένα βραδάκι, ενώ ακόμα έκαναν μάθημα οι γυναίκες, έφερε ο άνεμος στ' αυτιά τους τα κουδούνια... Στην αρχή μακρινά και συγκεχυμένα, σαν να σκόρπισε ένα κοπάδι κάπου σε μια πλαγιά, μα την άλλη στιγμή σαν να έκρουσαν δίπλα τους τριπλές καμπάνες. Ο δάσκαλος σταμάτησε και πήγε στο παράθυρο να δει, εκείνες κατάλαβαν και πήραν μερικές κλεφτές ανάσες -τις συνεπήρε ένα ρίγος: καλό το μάθημα, μα όταν ακούς και τα κουδούνια, ακόμα καλύτερο!
   Οι κουδουνοφόροι έφτασαν στο προαύλιο, πέρασαν ξυστά απ' τους τοίχους, ανέβηκαν τις σκάλες, μπήκαν στους διαδρόμους και σε λίγο στάθηκαν έξω απ' την πόρτα. Ακόμα δεν ήταν Απόκριες, παραμονές μόνο, μα εκείνοι τα φόρεσαν κιόλας κι ήρθαν μ' αυτά στο σχολείο... Σαν καινούργιος στον τόπο ο δάσκαλος, αγνοούσε το έθιμο, μόνο ακουστά το είχε -τώρα το άκουγε πραγματικά. 
   "Να μπούμε; Ή θα μας διώξετε;" ρώτησε κάποιος από κείνους έξω.
   Αυτός έβγαλε την αλυσιδίτσα με το ρολόι απ' την τσέπη του: η ώρα -και κυρίως η αδημονία στα μάτια των καλών του γυναικών- τον συμβούλευσαν ν' ανοίξει την πόρτα. Πήγε λοιπόν με μεγάλη αξιοπρέπεια να την ανοίξει.
   Αλλά με τόση λίγη οπισθοχώρησε έτσι όπως όρμησαν εκείνοι σφοδροί και αλαλάζοντες μες στην τάξη, σείοντας τα καλπάκια κι ανεμίζοντας τις σπάθες τους, που οι γυναίκες χτυπήθηκαν απ' τα γέλια και δάκρυσαν... Και για να συμβάλουν στο πανδαιμόνιο, για να μη μείνουν πίσω, άρχισαν ν' ανεβαίνουν στα θρανία σαν χρονιάρικα τραγιά ή να τρυπώνουν από κάτω, ξεφωνίζοντας, βγάζοντας ό,τι φθόγγους δεν είχε προλάβει να τους μάθει ο δάσκαλος -κι ενώ εκείνοι τις κυνηγούσαν πετώντας τα ξύλινα σπαθιά και προτάσσοντας τα καλπάκια τους όπως οι τράγοι τα κέρατά τους...
   Αληθινό πανδαιμόνιο, κι άδικα πάσχιζε να υψώσει και να επιβάλει την φωνή του ο ανίδεος από τέτοια δάσκαλος: "Είναι μια μέρα ξεχωριστή -ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ, το βλέπω!... Ηρεμήστε όμως, κυρίες και κύριοι, όπως αντιληφθώ τι γίνεται!... Με ξεκουφάνατε εξ άλλου -ηρεμήστε!... Πειθαρχία!... Ελληνικά μιλώ!... Παύσατε!... Θα βγάλω την σφυρίχτρα από ανθρώπινο κόκκαλο!"
   Εκεί όλοι σίγησαν. Οι γυναίκες κατέβηκαν απ' τα θρανία, σιάχτηκαν, τινάχτηκαν, ανέσυραν απ' τα μάτια και τις μύτες τις τρίχες των μαλλιών τους που είχαν μπλεχτεί εκεί σαν αραχνένια υφάδια, κι απ' την άλλη οι τέσσερις κουδουνοφόροι πλησίασαν πειθήνια και άγαρμπα... θυμίζοντάς του παγώνια που μαζεύουν τα υπέροχα φτερά τους για να τσιμπήσουν ένα ψίχουλο.  
   Κι άλλοτε, όχι μια φορά, είχε απειλήσει -ή μάλλον είχε υποσχεθεί- να τους δείξει αυτήν την σφυρίχτρα από ανθρώπινο κόκκαλο, μα πάντα έλεγε μετά πως ξέχασε να την πάρει μαζί του. Είχε γίνει ακριβοθώρητη -ίσως και γι' αυτόν τον ίδιο- κι αν την είχε ξεχάσει κι αυτήν την φορά, αν τους έλεγε πάλι το ίδιο!...
   Ευτυχώς όχι. Ο δάσκαλος είπε: "Ορίστε!" κι έβγαλε με προσοχή απ' την τσέπη του μια δερμάτινη πράσινη θήκη, κι απ' την θήκη ένα λευκό λείο κόκκαλο με μερικές τρύπες: το χάιδεψε με ευλάβεια και φύσησε μέσα στις τρύπες για να ξυπνήσουν -μετά το έβαλε στο στόμα του και το κόκκαλο σφύριξε εκκωφαντικά!... Τους το 'δωσε να το πιάσουν, να δοκιμάσουν κι εκείνοι. Ήταν μια σφυρίχτρα καλοδουλεμένη -αν όχι τελείως φυσική κι ακατέργαστη- παράξενη στο σχήμα και με ήχο πραγματικά αξιοζήλευτο... "Αλλά", του είπαν οι κουδουνοφόροι, "πού ξέρουμε πως είναι από κόκκαλο ανθρώπου, μπορεί να είναι από ελεφαντόδοντο μόνο!" Τους διαβεβαίωσε πως ήταν από κόκκαλο ανθρώπου, την είχε φέρει ένας συγγενής του ναυτικός, ένας θαλασσόλυκος, απ' την Αφρική -κι εκεί, τους είπε, δεν πάει τίποτα χαμένο.
   Και λοιπόν, με αυτήν την συμφωνία, εκείνοι είδαν μια κοκκάλινη σφυρίχτρα κι αυτός μπόρεσε να περιεργαστεί από απόσταση αναπνοής τα απίθανα ενδύματά τους από μαύρες γιδοπροβιές, τα κουδούνια, τις αιωρούμενες ουρές, τα πολύχρωμα μικρά δισκία στίλβοντος μετάλλου που διακοσμούσαν τις μάσκες, τα μάγουλα, και στραφτάλιζαν στο ασθενικό φως της αίθουσας σαν ψήγματα χρυσού...
   Όμως πριν γίνει αυτό, όταν οι τρεις κουδουνοφόροι κυνηγούσαν τις γυναίκες στα θρανία κι έπαιζαν μαζί τους σαν-να-γύρισε-ο-χρόνος-πίσω, πολύ πίσω, στις παιδικές τους συνάφειες, ο τέταρτος είχε σταθεί μπροστά στην Ιουλία και την έβλεπε για πρώτη φορά: είχε γείρει από πάνω της με το καλπάκι του, με όλο τον όγκο του -ήταν η μόνη, μαζί με τις διπλανές της δίδυμες, που δεν παρασύρθηκε στον τρελλό χορό με τις άλλες- και κλείνοντάς την με τα εύρωστα μπράτσα του από δεξιά κι αριστερά, φυλακίζοντάς την σ' εκείνη τη θέση, έψαχνε μέσα στα μάτια της... Στην αρχή έμοιαζε να θέλει απλώς να την τρομάξει ή να την διασκεδάσει, μα αν αφαιρούσες εκείνη την απερίγραπτη μάσκα απ' την όψη του, αυτό που ήθελε πραγματικά ήταν κάτι άλλο. Και τα μάτια του, όσο παραμορφωμένα κι αγριωπά κι αν έβγαιναν μέσ' απ' τις δυο τρύπες, ήταν τόσο γαλανά, τόσο διψασμένα-
   Ευτυχώς τον ξανατράβηξαν οι άλλοι και την άφησε. Μα τα δικά της πρόλαβαν να βουρκώσουν από ένα αίσθημα κινδύνου. Κι έπιασε τα τετράδια μπροστά της όπως θα έπιανε το στήθος της αν ήταν μόνη: η καρδιά της χτυπούσε σαν τα κουδούνια του.
   "Αυτός", άκουσε την Ευγενία από δίπλα, "ξέρεις πώς έκλαιγε όταν πέθανε η γυναίκα του;"
   "Όχι... Πώς;" ρώτησε με φόβο (δεν ήξερε πως είχε γυναίκα και πέθανε).
   "Έκλαιγε", είπε κατηγορηματικά η Ευγενία. "Δεν έχει πώς. Και τώρα κοίτα τον τι κάνει... Γαμπρίζει!"
   "Ήσουν στην κηδεία και ξέρεις ότι έκλαιγε;" την ρώτησε η Όλγα απ' την άλλη μεριά, που δεν άκουσε -κι ίσως να μην αντιλήφθηκε καθόλου- το τελευταίο που, με τόση σημασία και τόσο σιγανά, πρόφερε η δίδυμή της.
   "Όχι, δεν ήμουν στην κηδεία, το 'λεγαν φίλοι του μπαμπά στο μαγαζί και τ' άκουσα. Έχει χρόνια", είπε η Ευγενία.
   Και τότε -εκείνη την στιγμή- η Ιουλία θυμήθηκε πού τον πρωτοείδε: στα μνήματα! Όταν αυτή ήταν έντεκα - δώδεκα χρόνων (και κείνος πόσο;) και την έπαιρναν οι μεγάλες αδελφές της για να πάνε να ρίξουν τρισάγιο στην Εύθα, την μάνα τους. Εκεί τον πρωτοείδε, που ερχόταν κι αυτός και στεκόταν πάνω από ένα μνήμα και σφούγγιζε κάθε τόσο τα μάτια του, κουνιούνταν οι ώμοι του... Εκεί είδε αυτά τα γαλανά μάτια, που τότε, απ' το πολύ το κλάμα φαίνεται, γίνονταν γαλαζοκόκκινα. Και καθώς ήταν κοντά - κοντά οι τάφοι της μάνας της και της γυναίκας του (τότε δεν ήξερε αν ήταν της γυναίκας του ή τίνος), στεκόταν κι αυτή παράμερα, ανάμεσα, και τον κοίταζε με συμπόνια που έκλαιγε... Από πίσω, απ' τα πλάγια, όχι στο πρόσωπο. Στο πρόσωπο δεν μπορούσε να τον δει: εκείνος το κρατούσε σκυμμένο, κι αυτή φυσικά ποτέ δεν θα τολμούσε να πάει να σκουντήσει έναν άνδρα που έκλαιγε... Κι αν τύχαινε καμμιά φορά να γυρίσει προς το μέρος της, αμέσως αυτή χαμήλωνε το δικό της ή έκανε πως ψάχνει κάτι με το βλέμμα της, πολύ πιο πέρα απ' αυτόν. Ωστόσο είχαν διασταυρωθεί δυο - τρεις φορές τα μάτια τους. Τυχαία, αναπόφευκτα. Αυτός στον πόνο του κι αυτή στον δικό της. Αυτός άνδρας κανονικός, αυτή μικρή ακόμα. Και θυμόταν αυτά τα μάτια -όσο κι αν τα 'χε λησμονήσει... Τα θυμόταν.
   Μόνο που, αν η Ευγενία δεν την βοηθούσε (εν αγνοία της) εκείνη την ημέρα, ίσως να μη θυμόταν ποτέ πού και πότε τον είδε για πρώτη φορά. Ίσως, για χρόνια ακόμη (όπως η Ηλιοστάλαχτη με το όμικρον), να ήξερε πως είναι αυτός, χωρίς να ξέρει ποιος είναι. 
   "Θεέ μου!" σκέφτηκε φωναχτά σχεδόν, καθώς παλλόταν ακόμα η καρδιά της απ' τα μόλις προηγούμενα και τα τόσο περασμένα, καθώς εκείνος με τους άλλους τρεις δοκίμαζαν την κοκκάλινη σφυρίχτρα, κι αν τον ξεχώριζε απ' τους άλλους ήταν γιατί η μάσκα του κοιτούσε προς αυτήν κι έβαζε την σφυρίχτρα στο στόμα του σαν να 'ταν σάλπιγγα αγγέλου. "Πόσα γυρίσματα έχει ο χρόνος! Πού βρίσκομαι;"... Κι αυθόρμητα γύρισε και ρώτησε την Ευγενία: "Πώς τον λένε;" "Ποιον;" έκανε εκείνη. "Αυτόν με τα κουδούνια... που λες πως έκλαιγε τότε". "Α, έχει ένα όνομα σαν κύμινο... Κίμωνα, Κίμωνα τον λένε", της είπε εκείνη.   

   [...] Από τότε οι συναντήσεις τους δεν θα 'ταν και τόσο τυχαίες, τουλάχιστον απ' την μεριά του. Τον έβλεπε παντού, ήταν δύσκολο να περάσουν μερικές ημέρες χωρίς να τον δει κάπου, όχι μόνο στο σχολείο (άλλωστε εκείνο έκλεισε το καλοκαίρι), μα οπουδήποτε. Την κοιτούσε -πολλές φορές από μεγάλη απόσταση: γρήγορες ματιές και καθαρές, εύλογες, ή άλλοτε παρακινδυνευμένες, εξαιρετικά επίμονες, μα πάντα σαν να μην της ζητούσε τίποτα παραπάνω απ' το να ξέρει ότι την κοιτάει, ότι η ζωή του δεν έχει άλλο σκοπό και η δική της άλλη διέξοδο.
   Ένοιωθε να την φυσάει ένας ζεστός ανατριχιαστικός άνεμος,κομματιαστός, ακόμα και ηδύπνευστος, ή αντιθέτως ζοφερός, σαν να τον έστελνε η πεθαμένη γυναίκα του... και φοβόταν να βγει απ' το σπίτι. Αλλά κιόλας, όταν έκανε μέρες να βγει κι ήξερε πως αυτός την έψαχνε πάνω και κάτω, ανησυχούσε, υπέφερε κυριολεκτικά στη σκέψη της δικής του ανησυχίας... και ξανάβγαινε. Ή άνοιγε ένα απ' τα παράθυρα κι έβγαζε το κεφάλι της. Τότε, ήταν σπάνιο να μην περάσει εκείνος απ' τον δρόμο... Ή, αν είχε κατεβεί κι αυτή στον δρόμο, σπάνιο να μην τον ανταμώσει πρόσωπο με πρόσωπο... Και το κρυφτό ξανάρχιζε... Πού θα τέλειωνε;
   Όταν άνοιξε πάλι το βραδινό σχολείο, ρώτησε τον πατέρα της: "Θέλεις να πάω και φέτος;" "Εμένα ρωτάς;" της είπε εκείνος. "Αν έχεις μεράκι για γράμματα, πήγαινε και φέτος. Μεγάλωσες που μεγάλωσες". Και πήγε -το μεράκι της, το πιο κρυφό κι ανομολόγητο, ίσως δεν ήταν μόνο για τα γράμματα.
   Φέτος οι γυναίκες είχαν μείνει δεκατέσσερις και οι άνδρες μόνο τρεις. Όπως τ' ακούσαμε: μόνο τρεις.  Ο ασπρομάλλης δάσκαλος, εν τούτοις, δεν έδειξε να θίγεται προσωπικά απ' αυτήν την αποχή: γνώριζε καλά πόσες χερσαίες ασχολίες είχαν εδώ οι άνθρωποι, έτσι που να 'ναι ικανοποιημένοι έχοντας κάνει το όψιμο σχολικό καθήκον τους για εννιά τουλάχιστον μήνες. Έκανε λοιπόν κι αυτός το δικό του με όσους είχαν καιρό και δυνάμεις για άλλους εννιά. Η Ηλιοστάλαχτη, λόγου χάριν, έδωσε πάλι το παρών της (δικαιολογούμενη πως είχε συνηθίσει -το 'λεγε σαν να επρόκειτο για κάποια απαγορευμένη έξη), ενώ οι δυο δίδυμες έλειψαν: μόνο η Ευγενία ερχόταν αριά και πού, ως έκτακτη, για να δει λίγο την Ιουλία, που τώρα μοιραζόταν το θρανίο της με κάποια άλλη. Κι ακόμα δέκα - δώδεκα γυναίκες, που πότε - πότε έκαναν καμμιά απουσία, ή περισσότερες.
   Για τους τρεις άνδρες ο δάσκαλος δεν προέβη σε ξεχωριστό μάθημα, δεν άξιζε τον κόπο: τους έφερε κι αυτούς μαζί με τις γυναίκες, έκανε μεικτή την τάξη, κι απλώς τους έβαλε να κάθονται πίσω - πίσω, με δυο σειρές από άδεια θρανία να παρεμβάλλονται ανάμεσα.
   Ένας απ' τους τρεις ήταν βέβαια ο χήρος με τα γαλανά μάτια, κι ας μην αμφιβάλλουμε πως ερχόταν πάλι σε αυτό το μέρος για την Ιουλία και μόνο: μπορούσε να κοιτάει τον τράχηλό της, τους ώμους, τα μαλλιά της τα κόκκινα, την ραχοκοκκαλιά της, να τα κοιτάει όσο ήθελε, χωρίς εκείνη να μπορεί να ξεφύγει. Κι εκείνη, με τα μάτια και την μισή προσοχή της μπροστά, γνώριζε τι γίνεται από πίσω της και βουβά, μοιρολατρικά σχεδόν, το επέτρεπε να γίνεται. Κατά τα άλλα όμως τον απέφευγε, τον μισοαπέφευγε καλύτερα, και πάντα ανατρίχιαζε όταν τον έβλεπε μπροστά της.
   Έφτασαν έτσι και τα επόμενα Καρναβάλια, και τα μεθεπόμενα. Αυτά τα τελευταία θα τον έφερναν πολύ κοντά της, τόσο κοντά, που θα φλογιζόταν το πρόσωπό της απ' τα χνώτα του... και η παλάμη της απ' το φιλί του, το πρώτο οπωσδήποτε, κι ας αντιστεκόταν ακόμα έντονα, από φόβο, η ψυχή της.
   Κι όμως, όταν η φλόγα έφτασε ως εκεί, εκείνος χάθηκε.

   Είχαν περάσει κιόλας είκοσι μέρες από κείνο το βροχερό (και στεγνό πιο πέρα) πρωινό που πήγε ως τον τοίχο του σπιτιού του κι έρριξε το δεύτερο γράμμα της, κι εκείνος δεν είχε δώσει καμμιά απόκριση, ούτε καλή ούτε κακή, ούτε ζεστή ούτε κρύα -εκείνος που πρώτα δεν περνούσε μέρα ή τριήμερο που να μην τον δει φάντη μπαστούνι μπροστά της. Αν αυτό δεν ήταν μυστήριο, τι ήταν; 
   Η Φεβρωνία την προέτρεπε ακόμα να πάει να του δώσει ένα τρίτο γράμμα -το οποίο, άλλωστε, είχε γραφτεί κι ήταν επιτέλους αυτό που έπρεπε: του έλεγε πως θέλει να τον ξαναδεί, πως το σκέφτηκε καλύτερα κι άλλαξε η καρδιά της -κι επειδή φοβόταν (αχ, ακόμα φοβόταν) να του γράψει καθαρά πως τον αγαπάει, το έγραψε με τον πιο μυστικό και πολυμήχανο τρόπο: έβαλε ένα δεύτερο λεπτό χαρτί ιχνογραφίας πάνω στο πρώτο, στο γράμμα, κι έγραψε πάνω στο δεύτερο, κάτω - κάτω: Σε αγαπώ. Πάτησε πολλές φορές με το μολύβι της τα επτά ψηφία, την πολύτιμη και πανάκριβη λέξη, έτσι που εκείνη βγήκε και στο γράμμα: μια λευκή παράσταση πάνω στην λευκή επιφάνεια, κατάδηλο πράγμα όσο κι αδιόρατο, ανύποπτο και μαζί ατόφιο, ανάλογα με την παρατηρητικότητα του παραλήπτη... Μα όσο ακόμα δίσταζε να πάει να του το δώσει κι αυτό, όλα φαίνονταν άχρηστα. "Όχι, δεν... δεν μπορώ, δεν βρίσκω το κουράγιο", έλεγε και ξανάλεγε στην νύφη της. "Χρυσάφι να 'ταν, θα το έβρισκες", της είπε μια φορά εκείνη.
   Βρήκε, ωστόσο, την ψυχραιμία να πάει μια μέρα στα ίδια τα μνήματα. Εκεί, ναι. Και πώς της ήρθε αυτό, πως και γιατί, είναι άγνωστο. Δεν νομίζουμε να είχε ελπίδες πως, εκείνος, μετά από τόσα χρόνια (και μετά απ' τον έρωτά του γι' αυτήν: έναν έρωτα τόσο εκδηλωμένο, και με τόσα μυστήρια), θα στεκόταν ακόμα πάνω απ' τον τάφο της γυναίκας του και θα 'κλαιγε... ώστε να μπορέσει να τον ξαναδεί. Ούτε νομίζουμε πως, με το να ξαναβρεί και μόνο τον τάφο της γυναίκας του, αυτό θα βοηθούσε σε κάτι. Κι όμως τριγύριζε σαν τον εγκληματία στην περιοχή που θυμόταν να 'ναι θαμμένη  η μάνα της η Εύθα και διάβαζε τα ονόματα στους ξύλινους σταυρούς ψάχνοντας να βρει εκείνη -θα την αναγνώριζε πίστευε, από κάτι θα την αναγνώριζε. Και μετά;... Δεν είχε μετά, και το περίμενε: οι παλιοί νεκροί έδιναν τόπο στους καινούργιους, και η γυναίκα του Κίμωνα -όπως κι η δικιά της μάνα- κατοικούσαν από χρόνια σε κάτι μικρά κασσελάκια καφέ, βαθυκάστανα, που ήταν στοιβαγμένα το 'να πάνω στ' άλλο μέσα στο σπιτάκι εκείνο που το 'λεγαν οστεοφυλάκιο. Πήγε και προς τα κει... [...]
   Πήρε τον δρόμο του γυρισμού κι έκανε προσπάθειες να θυμηθεί ή να καταλάβει τι πράγμα την έφερε ως εδώ κι αν ήταν τώρα ή πριν από πολλά-πολλά χρόνια...Μετά θυμήθηκε τον Κίμωνα. 
   Και μετά απ' αυτήν την εμπειρία, έπαιρνε κάθε τόσο αποφάσεις με το μυαλό της να πάει να τον βρει στο σπίτι του, κι αν έβγαινε και της έλεγε, όπως την πρώτη φορά: "Μπες... μη φοβάσαι", θα έμπαινε κι ας φοβόταν ακόμα. Και μπορεί -όσο να έφτανε- να μη φοβόταν πια... Αποφάσεις του μυαλού της, ή μάλλον των σωθικών της, της αγωνίας που την έτρωγε. Κι ήταν πάντα στα δύο: να πάει, να μην πάει.
   Και μια μέρα έκανε ένα ακόμη βήμα και πήγε στον αδελφό της τον ράφτη, στο μαγαζί του, γιατί εκεί είχε δει τον Κίμωνα να μπαίνει μερικές φορές τον τελευταίο καιρό -πριν εξαφανιστεί βεβαίως. Η ίδια δεν συνήθιζε να πηγαίνει στον Ζαχαρία, με τον οποίο είχαν κοινό πατέρα και μια εξ ίσου εμφανή μοναχικότητα, έβλεπε όμως το μαγαζί του, κι αυτόν πίσω απ' τα τζάμια, όταν πήγαινε στο χάνι -και στο χάνι την έστελναν συχνά, από μικρή: για να πάει καθαρά σεντόνια, να πάρει βρώμικα, να φέρει στον πατέρα της λίγη ζεστή πίττα, να δώσει κάτι στην Κλητία...
   Τώρα αυτός, ο Ζαχαρίας, καθώς σήκωσε τα μάτια κι είδε την Ιουλία να του ανοίγει διστακτικά την πόρτα, σηκώθηκε απ' το κάθισμά του και δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να την υποδεχτεί. Άφησε τέλος το ρούχο που έρραβε πάνω στο κάθισμα, τράβηξε την βελόνα απ' την κλωστή για να την βάλει ανάμεσα στα δόντια του, και της έδειξε κουνώντας τα χέρια κάπου να καθήσει, όπου ήθελε αυτή, όλο το μαγαζί στην διάθεσή της. Μες στην σαστιμάρα του, για να φανεί αντάξιος της τιμής που του έκανε, παραμέρισε και δυο σωρούς ύφασμα από 'να ράφι, τους έσπρωξε πιο δεξιά, μετά αριστερά, μετά τους πήρε και τους έβαλε αλλού... κι οι γάτες του νιαούρισαν ράθυμα και ξεδίπλωσαν τις ουρές τους. Έγιναν κι οι ράχες τους σαν ουράνια τόξα: άλλες διαγράφοντας το σχήμα προς τα πάνω κι άλλες προς τα κάτω -γνήσια αιλουροειδή που κάποτε - κάποτε ξυπνούσαν.
   "Α, πόσες γάτες έχεις!" αναφώνησε η Ιουλία, και κείνη την στιγμή τα είχε ξεχάσει όλα τ' άλλα.
   "Χμ, έτσι είναι", είπε εκείνος. "Ο πατέρας μας ξέρεις τι λέει; Όποιος δεν έχει πελάτες έχει γάτες. Για μένα το λέει".
   "Εσύ όμως έχεις και πελάτες... όχι;" του είπε η αδελφή του, κατάπληκτη που της δόθηκε κιόλας η ευκαιρία να υπαινιχθεί για κείνον...
   "Βέβαια, βέβαια, έχω και μερικούς πελάτες -αυτοί που έρχονται να τους αλλάξω καμμιά ραφή στα γαμπριάτικα, σ' εκείνα που τους έρραψα πριν από είκοσι χρόνια!" είπε ο Ζαχαρίας ξαναπερνώντας την κλωστή στην βελόνα του, κι αφού η Ιουλία είχε ακουμπήσει κάπου τον αγκώνα της και μια γάτα την μύριζε και την ψαχούλευε στον ώμο.
   Αυτό το "πριν από είκοσι χρόνια" που είπε ο αδελφός της ήχησε στ' αυτιά της τόσο παράξενα, τόσο συγκεκριμένα: την έκανε να σκεφτεί -για πρώτη φορά τόσο ζωντανά, σχεδόν μ' ένα πλάνταγμα ζήλειας- τον γάμο του Κίμωνα με την άλλη του γυναίκα, με μια Χρυσάνθη: για να την χάσει τόσο γρήγορα εκείνη την Χρυσάνθη, πριν δεκαπέντε - δεκάξι χρόνια (απ' την Φεβρωνία τα είχε μάθει αυτά), δεν αποκλείεται να είχαν παντρευτεί πριν είκοσι χρόνια ακριβώς, δεν αποκλείεται να κυριολεκτούσε σε αυτό το σημείο ο αδελφός της, να μιλούσε πραγματικά για κείνον.
   "Μόνο αυτοί που έγιναν γαμπροί πριν είκοσι χρόνια είναι πελάτες σου;" τον ρώτησε.
   "Ε, περίπου", είπε εκείνος. "Κι αυτοί καμμιά φορά χάνονται".
   "Χάνονται;"
   "Ε... ξέρω γω, χάνονται, κρύβονται, ποιος το ξέρει τι κάνουν".
   Η Ιουλία δεν μπορούσε να ρωτήσει περισσότερα -όσο η φαντασία της έτρεχε πολλές φορές, τόσο η γλώσσα της γινόταν κόμπος όταν, για κάποια πράγματα, έπρεπε να μιλήσει. Έκανε πως θυμήθηκε τις γάτες: χάιδεψε -σ' όσες την άφησαν- τις μακριές γυριστές ουρές, τα μαλακά κεφάλια τους, τις υπέροχες ράχες, μάζεψε κάμποσες μεταξωτές τρίχες στα δάχτυλά της... και μετά είπε στον αδελφό της:
   "Καλά... σ' αφήνω τώρα, έτσι πέρασα".
   "Να ξαναπερνάς όποτε σου αρέσει", της είπε εκείνος.
   "Κανένας άλλος δεν πέρασε σήμερα;" αποτόλμησε μια ακόμα ερώτηση.
   Την κοίταξε λίγο ξαφνιασμένος.
   "Εννοώ... κάποιος πελάτης", είπε η Ιουλία.
   "Α... πέρασαν δυο απ' το πρωί", της είπε.
   Πέρασε κι ένας Κίμων; -αχ! γιατί να μην είχε το θάρρος, όπως θα το είχε μια Φεβρωνία, μια Κλητία κι ένα σωρό άλλες ίσως, να το ρωτήσει κι αυτό;
   Έφυγε σαν τον αρχάριο ψαρά που έβρεξε τα πόδια του, μα δεν έπιασε τίποτα.
   Θέλησε να πάει και την επομένη, και του ετοίμασε δυο κομμάτια από ένα γλύκισμα που είχαν φτιάξει στο σπίτι. Ο Ζαχαρίας μόνο τα βράδια ερχόταν κι έτρωγε μαζί τους, τα μεσημέρια τού έφερνε φαγητό στο μαγαζί μια άλλη αδελφή του, μη ετεροθαλής, απ' τις κόρες της Πετρούλας, και η Ιουλία περίμενε να φύγει εκείνη, να φάει κι αυτός, και μετά ξεκίνησε με το γλύκισμά της: ήξερε πως η άλλη δεν του είχε βάλει και τέτοιο πράγμα μες στην πετσέτα. Πλησιάζοντας είδε κόσμο έξω απ' το χάνι, αλλά και πιο δω, κατά κει που πάλευαν άλλοτε τα τέσσερα Καρναβάλια. Είδε και τον τοίχο -και κοντοστάθηκε μια ιδέα- όπου  εκείνος κάποτε είχε κάνει τον εμετό του... Κι είπε να προσπεράσει τους άσχετους, άλλωστε δεν της έφραζαν τον δρόμο αφού πήγαινε στο ραφείο κι όχι στο χάνι, κι ούτε ήταν η πρώτη φορά που μαζευόταν κόσμος σ' αυτά τα σημεία: αποτελούσαν το κέντρο, την ψυχή της αγοράς, της μιας τουλάχιστον από τις δύο αγορές -η άλλη βρισκόταν κοντά στην εκκλησία. Μα είδε και τον πατέρα της μπροστά στο χάνι, με μερικούς άλλους γύρω του, να κάθεται σε μια πέτρα με τα χέρια του στο μέτωπο, σκυφτός, και να κουνάει το κεφάλι: δεν πίστευε -φως φανάρι- σε κάτι που του έλεγαν ή του ξανάλεγαν εκείνοι... Τον κοίταζε ανάμεσα απ' τα πόδια τους που, κάθε τόσο, άλλαζαν θέση σαν να έπαιζαν τριώτα. Και η Κλητία πιο πίσω, με τα χέρια σταυρωτά στο στήθος, περασμένα κάτω απ' τις μασχάλες της, άκουγε κι αυτή. "Έλα να πάμε! Να δεις με τα μάτια σου!... Τι κουνάς το κεφάλι;" -κάτι τέτοιο φαινόταν να του λέει ο ένας και μετά τίναξε το δικό του κι έφτυσε δυνατά, με οργή στον αέρα.
   Την ίδια στιγμή, απ' την άλλη παρέα πιο δω, ξέκοψε ένα παιδί μόλις την είδε. Της ήταν άγνωστο και κάπως την φόβισε η γρήγορη και λοξή κίνησή του που την ανάγκασε να σταματήσει, εν όσω αυτό την πλησίαζε ολοταχώς, σέρνοντας όμως τα πόδια του στα πλάγια, λες και δεν μπορούσε να τρέξει αλλοιώτικα. "Τι αλλόκοτο παιδί!" σκέφτηκε. Κι εκείνο, φτάνοντας κοντά της, έγινε πραγματικά αλλόκοτο: της γύρισε εντελώς την πλάτη και, με τα ίδια λοξά, γρήγορα και συρτά βήματα, πήρε μια στροφή -έκανε μάλλον μισό κύκλο μπροστά της, σαν δρεπάνι που κόβει ανάποδα- και πάραυτα την άφησε και ξανάτρεξε κοντά στους μεγάλους. Από κει, έστρεψε το κεφάλι, την κάρφωσε με τα μάτια του, κι αμέσως πάλι το ξαναπήρε. "Τι αλλόκοτο παιδί!" ξανασκέφτηκε η Ιουλία. "Γιατί έκανε αυτόν τον κύκλο;"
   Και μόλις τότε το αναγνώρισε: ήταν το παιδί με την κουκκούλα (που δεν την φορούσε σήμερα), το παιδί που της είχε φέρει το γράμμα!... Όντας ακίνητη λαχάνιασε, οι χτύποι της καρδιάς της τριπλασιάστηκαν -αποκλείεται να μην ήταν εκείνο! Πιο πολύ πλέον αμφέβαλλε για το αν αυτή ήταν αυτή παρά για κείνο! Και τι ήθελε να της πει τώρα, ένα μήνα σχεδόν μετά το γράμμα, μ' αυτόν τον ανάποδο χορό που έκανε κάτω απ' την μύτη της, μ' αυτό το γύρισμα της πλάτης κι εκείνα τα λοξά ιδιότροπα βήματα που έκρυβαν κάποιο μήνυμα ασφαλώς, κάτι πολύ σημαντικό ίσως -και κάτι σαν μομφή όμως, σαν αποπομπή που ίσως της άξιζε; Και γιατί δεν βρήκε άλλον τρόπο, όπως τότε στο σπίτι της, να την παρασύρει πίσω του και να της πει αυτό που ήθελε ή να της δώσει πάλι ένα γράμμα; Διότι, χωρίς να το καταλάβει, πήγαινε στο κατόπι του πάλι, είχε φτάσει κοντά στη μεγάλη παρέα... κι ήταν έτοιμη να του δώσει ό,τι βαστούσε στα χέρια της, ό,τι ακόμα της ζητούσε με τα καπρίτσια του, αρκεί να της έλεγε κάτι καθαρότερα κι όχι με γρίφους και λοξούς χορούς, αρκεί να αποσπάσει απ' το στόμα ή απ' τα χέρια του ό,τι περίμενε όλες αυτές τις μέρες.
   Μα το παιδί, αλλόκοτο πράγματι, είχε χαθεί μες στους μεγάλους -δεν είχε να της πει τίποτα περισσότερο. Αυτό της ήρθε σαν μαχαιριά, ο πόνος της έγινε μίσος για κείνο, το στήθος της φούσκωσε, έγινε κομμάτια. Κι απότομα του γύρισε κι αυτή τις πλάτες κι έτρεξε προς το μαγαζί του αδελφού της.
   Εκεί μέσα βρήκε άλλους δυο, που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα την παίδευαν άλλο τόσο και κείνοι.
   "Σου έφερα κάτι, ένα γλυκό", είπε λαχανιασμένη στον Ζαχαρία ξετυλίγοντας νευρικά την πετσέτα της, σαν να ήθελε μαζί να λύσει και την γλώσσα της. Ό, τι της έλειπε από θάρρος χθες το συμπλήρωνε τώρα αυτή η έξαψη, αυτή η αστάθεια και το τρέμουλο του νου της που δεν την άφηναν να σκεφτεί τίποτα κανονικά, όπως μεσ' από 'ναν κομματιασμένο καθρέφτη δεν μπορείς να δεις ούτ' ένα δάχτυλο ολόκληρο.
   "Τι έχει σήμερα η αγορά", τον ρώτησε, "γιατί αυτό το χάος;... Δεν είσαι μόνος;"
   "Μόνος;" έκανε ο Ζαχαρίας. "Μας αφήνουν τα δυσάρεστα μόνους;"
   "Τι έγινε;" ρώτησε.
   Ο αδελφός της κρατούσε την βελόνα του χωρίς κλωστή, μια μεγάλη βελόνα, και μ' αυτήν έδωσε τον λόγο στους άλλους δυο.
   "Τι έγινε πάλι να ρωτάς", της είπε ο ένας από κείνους.
   "Τι έγινε πάλι;" συγκατατέθηκε αυτόματα, στα πρόθυρα της εξουθένωσης.
   "Χμ!" έκανε αυτός.
   Η κοπέλλα κόντευε να λειώσει.
   "Τι έγινε πάλι;" ρώτησε τον άλλον.
   "Ε... μην τα ψάχνεις. Άτομα σαν εσένα, σαν εμάς, δεν έχουν καμμιά σχέση, ας κρατιόμαστε μακρυά", της είπε εκείνος, όπως θα του είχε μάθει ίσως η μάνα του να λέει σε παρόμοιες περιπτώσεις.
   "Τι σημαίνει αυτό;" ρώτησε η Ιουλία. "Άτομα σαν εμένα, σαν εσάς..."
   "Ε... δεν τα 'μαθες απ' τον πατέρα σου;" την ρώτησε.
   "Απ' τον πατέρα μου; Δεν τον είδα από χθες τον πατέρα μου".
   "Έφυγε κιόλας", συμπλήρωσε ο αδελφός της δείχνοντας το χάνι. "Θα πήγε στην καρυδιά".
   Κοίταξε κι αυτή απ' τα τζάμια: δεν υπήρχε κανένας τώρα έξω απ' το χάνι, ούτε κι απ' την άλλη παρέα -μόνη της η Κλητία σκούπιζε την είσοδο.
   "Πήγαν όλοι τους στην καρυδιά", ξαναείπε αργά ο Ζαχαρίας. "Να μάσουν τα καλά καρύδια, τα καλά καρύδια".
   "Ποια καρύδια; Γιατί δεν μου λέτε;" ρώτησε και τους τρεις.
   Ο αδελφός της την έπιασε απ' το μπράτσο:
   "Γλυκειά μου αδελφή, γύρνα στο σπίτι και μη ρωτάς", την συμβούλευσε. "Κανένας μας δεν ευθύνεται γι' αυτό που έγινε, πέρα απ' το ότι έγινε σε μια δικιά μας καρυδιά".
   "Σε μια δικιά μας καρυδιά; Τι;..."
   "Κρεμάστηκε ένας".
   "Ποιος; Γιατί;"
   "Το γιατί δεν το ξέρω. Το ποιος..." Ο Ζαχαρίας κούνησε το χέρι του: του ήταν δύσκολο να πει, το μυαλό του ήταν καζάνι.
   "Ποιος;" τον ξαναρώτησε ικετευτικά.
   "Αυτός!" είπε συσκοτιμένος, δείχνοντας ένα λαδί σακκάκι, σκούρο λαδί με μαύρες ρίγες που ήταν σε μια κρεμάστρα, πρώτο - πρώτο και σε κάποια απόσταση απ' τ' άλλα ρούχα, που βρίσκονταν και κείνα σε κρεμάστρες, περασμένες όλες σε μια σιδερένια βέργα ψηλά. "Μου το 'φερε πριν δυο ή τρεις βδομάδες να το φαρδύνω γιατι πάχυναν λέει οι πλάτες του -καλοπερνώ, μου είπε... ίσως και να το ειρωνεύτηκε. Πάντως βιαζόταν: να το φτιάξεις γρήγορα, θα περάσω σε δυο μέρες να το πάρω". 
   "Και δεν πέρασε", είπε με πίκρα ο ένας απ' τους άλλους δυο -κατά τι το ρώτησε.  
   "Όχι, δεν πέρασε. Ούτε σε δυο μέρες ούτε σε δώδεκα", είπε ο ράφτης. "Κι άφησα όλα τα άλλα για να φτιάξω το σακκάκι του... Κι είχε δουλειά, δεν ήταν εύκολο: να ξηλωθούν οι ώμοι, να ξηλωθούν τα πλαϊνά, η πίσω ραφή... -το γαμπριάτικό του ήταν. Εγώ πάλι του το 'ραψα πριν από είκοσι χρόνια! Κι ήθελε τώρα να το φαρδύνω, βιαζόταν... Σε δυο μέρες! Έβαλα τα δυνατά μου, τον περίμενα".
   "Και δεν υποψιάστηκες τίποτα που δεν ήρθε;" τον ρώτησε ο άλλος.
   "Τι να υποψιαστώ", είπε ο ράφτης, "σάμπως ήταν ο πρώτος; Εδώ άλλος μου άφησε δύο παντελόνια του από πριν τα Χριστούγεννα κι ακόμα να περάσει να τα πάρει! Κι αυτός βιαζόταν!... Δεν καταλαβαίνω: με το βρακί του γυρίζει; Ή έχει τόσα παντελόνια; Α, θα πρέπει ν' αρχίσω να τα πουλώ αυτά που μου αφήνουν για επιδιόρθωση, αλλοιώς δεν γίνεται. Να τα πουλώ! Ή να με πληρώνουν από πριν -εν τη παλάμη και ούτω!... Τότε να δεις τι καλά που θα θυμούνται και θα 'ρχονται να τα παίρνουν".
   Κοίταξε την αδελφή του: αυτός μιλούσε, είχε παρασυρθεί και μιλούσε για τα στραβά της δουλειάς του, κι αυτή ακόμα περίμενε με θολά ραγισμένα μάτια να της πει ποιος κρεμάστηκε, τίνος ήταν αυτό το λαδί σακκάκι, γυαλιστερό σαν ράχη ψαριού απ' τα τόσα σιδερώματα, γαμπριάτικο...
   "Πήγαινε σπίτι εσύ", της ξαναείπε μαλακά και της άνοιξε την πόρτα. "Δεν τον ξέρεις... Ένας Κίμωνας".                                  

Ζατέλη Ζυράννα, Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Σημειώσεις:
(1) Entre chien et loup, στα γαλλικά

Δεν υπάρχουν σχόλια: