Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

ΌΤΑΝ ΉΜΟΥΝ ΔΑΣΚΑΛΟΣ - Α' ΜΕΡΟΣ


   Μίαν ημέραν, εις την προκυμαίαν των Χανίων μ' επλησίασεν ένας κύριος, φίλος οικογενειακός, και με ηρώτησεν, ως συνεχίζων προηγουμένην ομιλίαν, την οποίαν δεν είχαμε κάμει:
   - Λοιπόν, Γιώργη, τι αποφάσισες;
   - Για τα ορτύκια;
   - Ποια ορτύκια;
   - Α!... Ενόμιζα ότι ξέρετε το σχέδιον που έχομε μερικοί να πάμε στην Παλιόχωρα να κυνηγήσωμε ορτύκια.
   - Ουφ! Καϋμένε, λύσσα σ' έχει πιάσει μ' αυτό το κυνήγι! Και να 'κανες τίποτε τουλάχιστον, αλλά ξοδεύεις άδικα σκάγια και μπαρούτη!
   - Αυτό 'ναι δική μου δουλειά, απάντησα με δυσαρέσκειαν ανθρώπου υποτιμωμένου και ήμουν έτοιμος ν' απομακρυνθώ.
   - Ας είναι τέλος πάντων, δεν πρόκειται περί τούτου, είπεν ο σοβαρός κύριος, ολίγον προσέχων εις τον θυμόν μου. Θα πας στας Αθήνας;
   - Μα φαίνεται, θα πάω.
   - Και σε ποια επιστήμη θα εγγραφής;
   - Ξέρω κ' εγώ; Δεν αποφάσισα ακόμη. 
   Ο άνθρωπος με παρετήρησεν έκπληκτος.
   - Δεν απεφάσισες ακόμη; Εσύ, παιδί μου, είσαι άλλου είδους άνθρωπος. Δεν έχεις καμμίαν ωρισμένη κλίσιν;... Εγώ λοιπόν, να σου πω, από το δημοτικό σχολείο ενόησα ότι είχα κλίσιν εις τα νομικά και έκτοτε δεν άλλαξα γνώμην. Κάθε άνθρωπος έχει μίαν κλίσιν και οφείλει να ακολουθεί την φυσικήν του κλίσιν, άλλως θ' αποτύχη σαφαλώς εις τον βίον του. 
   - Λοιπόν να σου πω την αλήθεια; Έχω κ' εγώ μίαν κλίσιν.
   - Τι κλίσιν;
   - Εις το κυνήγι. Έχει κυνηγετική σχολή το Πανεπιστήμιον;
   "Ουφ! Κουταμάρες!" ήθελε να είπη ο οικογενειακός φίλος, αλλά περιωρίσθη να το εκφράση με μορφασμόν ανίας, ξυνίσας απλώς τα μούτρα του. 
   - Βρε αδελφέ, είπε, για να τελειώνωμε, μία πρότασι έχω να σου κάμω. Ξέρεις ότι είμαι ένας εκ των εφόρων των σχολείων. Λοιπόν θα ιδρύσωμεν ένα ελληνικό σχολείο έξω στην επαρχία. Έρχεσαι να σε διορίσωμε δάσκαλο; 
   Εγέλασα, διότι μου επρότεινεν εκείνο το επάγγελμα ακριβώς προς το οποίον δεν είχα αισθανθή ποτέ κλίσιν. Η αλήθεια είναι ότι, ως μαθητής, εθαύμαζα ενίοτε την εξουσίαν εκείνων οίτινες ηδύναντο ανεξελέγκτως να ξυλοκοπούν και να προβιβάζουν , να δίδουν μηδενικά και να τραβούν αυτιά, αλλά δεν επόθησα ποτέ να γίνω τόσον μισητός τύραννος.
   - Δάσκαλος! Δάσκαλος! τους παραχόρτασα τους δασκάλους.
   - Ναι, αλλά το κυνήγι δεν το παραχόρτασες, μου φαίνεται, κ' εκεί που θα σε διορίσωμεν έχει κυνήγι, που δεν το είδες ποτέ εδώ στον κάμπο, που πας και ηλιοψήνεσαι άδικα.
   - Έχει πέρδικες; ηρώτησα με ζωηρότατον ενδιαφέρον.
   - Πέρδικες, λαγούς, τσίχλες, ό,τι θέλεις. Κ' εγώ είχα άλλοτε μανία με το κυνήγι και ξέρω. Ο Κάστελλος εκεί κοντά είναι γεμάτος πέρδικες.
   - Τότε δέχομαι, είπα χωρίς άλλον δισταγμόν. Με θέλετε τίποτε άλλο; Γιατί με περιμένει κάποιος φίλος να συνεννοηθούμε για το κυνήγι. Θα πάμε στ' Ακρωτήρι αύριο πρωί.
   Ο έφορος με προσέβλεψε, κινών την κεφαλήν με οικτιρμόν.
   - Καλά μου το 'λεγε ο πατέρας σου, ότι δεν σ' αφήκε νου το κυνήγι! Μα ευλογημένε, δεν έχεις την περιέργεια να μάθης σε ποιο χωριό θα ιδρυθή το σχολείο και προ πάντων τι μισθό θα σου δίδωμε;
   - Α ναι, αλήθεια, έχετε δίκιο. Είμαι αφηρημένος. Λοιπόν έχει... (η γλώσσα μου επήγε να ερωτήσω πάλιν αν έχη μπεκάτσες το μέρος αλλ' εγκαίρως της έδωκα άλλην διεύθυνσιν)... όμορφα κορίτσια το χωριό;
   - Αν θέλης να παντρευτής, έχει, αλλ' αν θέλης απλώς να περάσης τον καιρό σου, θα κακοπεράσης. Και καλά έκαμες και μου το θύμησες αυτό το ζήτημα, για να σε καταστήσω προσεκτικόν. Τους ξέρεις άλλως τε τους χωρικούς μας πόσον αυστηροί είναι σ' αυτό το κεφάλαιον. Λοιπόν αν έχης σκοπόν να παιζογελάς και να πειράζης κορίτσια, καλύτερα να μην πας, γιατί θα γυρίσης άσχημα, αν γυρίσης.
   Δεν μου ήρεσε πολύ αυτός ο όρος του συμβολαίου, αλλ' έκρινα πρέπον να μη φανερώσω τας σκέψεις μου, και είπα:
   - Καλά, αυτά τα ξέρουμε. Αλλά το χωριό που θα εδρεύη ο κύριος σχολάρχης ποιο είναι;
   Μου έδωκε πληροφορίας περί του χωρίου, περί του μισθού, περί των μαθητών και του άλλου προσωπικού. Ελλείψει μαθητών το νέον σχολείον θα είχε μόνον δύο τάξεις, πρώτην και δευτέραν. Εις την δευτέραν θα εδίδασκα εγώ, εις δε την πρώτην ένας πρώην δημοδιδάσκαλος. Οπωσδήποτε θα ήμουν σχολάρχης, κάτι παραπάνω από απλούς δάσκαλος.
   Όταν εχωριζόμεθα είπα προς τον έφορον:
   - Και το Πανεπιστήμιον;
   - Δεν βαριέσαι! Δίδεις σε κανένα άλλον φοιτητήν και σε εγγράφει. Έτσι το κάνουν όλοι. Και δεν χάνεις το έτος, κερδίζεις δε και καμμιά τριανταριά λίρες να πας το επόμενον έτος να καλοπεράσης. Λοιπόν σύμφωνοι;
   - Σύμφωνοι.
   - Μεθαύριον θα λάβης τον διορισμόν, εις τον οποίον όπως (προσέθηκε γελών) ορθότερον θα ήτο να γραφή ότι σε διορίζομεν κυνηγόν. Εν τούτοις, χαίρε, κύριε σχολάρχα!

   Μόνον την ημέραν καθ' ην ανέλαβα τα καθήκοντά μου, ενόησα ότι το έργο το οποίον τόσον ελαφρώς απεδέχθην είχε και τας δυσχερείας του. Και η πρώτη εκ των δυσχερειών τούτων ήτο ότι εγώ ο δάσκαλος είχον ανάγκην διδασκαλίας, διότι είχα σχεδόν εντελώς λησμονήσει τα μαθήματα, τα οποία επρόκειτο να διδάξω και εις τα οποία άλλως δεν διέπρεψα ποτέ, ως μαθητής.
   Έπειτα, οι "προεστοί" του χωρίου και της επαρχίας, οίτινες ήλθαν δια να με γνωρίσουν, δεν έμειναν ευχαριστημένοι. Την δυσπιστίαν, που εκίνησεν η νεαρωτάτη ηλικία μου, ενίσχυσεν η ελαφρότης ην έδειξα ζητήσας περισσοτέρας πληροφορίας περί κυνηγίου ή περί των μαθητών και του σχολείου. Ήρχισαν δε μερικοί εξ αυτών να κρυφομιλούν και δεν ήτο δύσκολον να μαντεύσω ότι έλεγαν προς αλλήλους:
   - Είντα διαόλου δάσκαλος είναι τουτοσές;
   Δια την δυσμενή δε ταύτην εντύπωσιν μου εφάνη ότι διέκρινα λάμψιν χαιρεκακίας εις τους οφθαλμούς του συναδέλφου μου, όστις, ως δια να επιβαρύνη την θέσιν μου, ανέπτυσσε προς τους προεστούς, με πομπώδη φρασεολογίαν, τας ιδέας του περί διδασκαλίας, ωμίλησε προς τον δήμαρχον δια τα πολιτικά της ημέρας και προς τον ιερέα έδωκεν αφορμήν να μ' ερωτήση:
   - Ψάλλεις, κύριε διδάσκαλε;
   - Όχι.
   Το όχι εκείνο συνεπλήρωσε την ελεεινήν εντύπωσιν την οποίαν είχα κάμει. Ο παπάς δεν ηδύνατο να εννοήση τι είδους παιδεία ήτο αυτή η νεωτέρα, να μη διδάσκουν τους νέους εκκλησιαστικήν μουσικήν.
   Αλλ' ο συνάδελφος ανέλαβε την υπεράσπισίν μου δια να επιδείξη συγχρόνως τα προσόντα του: 
   - Δεν έχουν όλοι το χάρισμα της φωνής. Έπειτα εγώ θ' αναπληρώ τον κύριο σχολάρχην εις αυτό το καθήκον. Δόξα τω Θεώ εγώ και μουσικήν ξέρω και φωνήν έχω.
   Ο συνάδελφός μου ήτο ισχνός και μελαμψός, ως ξυλοκέρατον, αλλά την στιγμήν εκείνην μου εφάνη τόσον μαύρος, τόσον απαισίως μαύρος, ώστε μου ήρχετο όρεξις να τον ερωτήσω πώς έμαθε βυζαντινήν μουσικήν εις το Σουδάν. Και όμως εις τα χείλη είχε μειδίαμα τόσον υποχρεωτικόν και τόσην ταπείνωσιν εξέφραζεν όλον του το ταλαιπωρημένον υποκείμενον και η κάμψις των ώμων του η δουλική και ο πενιχρός του ιματισμός, εις τον οποίον συνηντώντο δύο πολιτισμοί, ο ευρωπαϊκός και ο κρητικός, μετά διαφόρων εποχών, τόσην δυστυχίαν εμαρτύρει το προώρως ρυτιδωθέν μέτωπόν του (διότι δεν θα ήτο ακόμη τριακοντούτης), ώστε δυσκόλως διεκρίνετο η μικροπονηρία ήτις εσπινθήριζεν εις τους μικρούς οφθαλμούς του.
   Όταν εμείναμεν μόνοι, μου εξέφρασε την χαράν του, διότι θα με είχεν συνάδελφον και... "προϊστάμενον" και με διαβεβαίωσεν ότι δεν ησθάνετο εναντίον μου την παραμικράν μνησικακίαν.
   - Γιατί μνησικακίαν; τον ηρώτησα ανατιναχθείς.
   - Διότι... πώς να σας πω; Για τη θέσι που πήρατε έχω εργασθή κ' ήλπιζα κ' εγώ... Όλοι σχεδόν οι μαθηταί του σχολείου μας έχουν περάσει από τα χέρια μου. Θα δήτε δε ότι τους έχω κάμει ξεφτέρια. Μερικοί μάλιστα θα ήσαν καλοί και δια το γυμνάσιον. Όταν πρωτοήλθα εις αυτά τα χωριά, σχολεία δεν υπήρχαν και μόνον ολίγα παιδιά εδιδάσκοντο κολυβογράμματα. Τέλος πάντων είχα δικαιώματα, αλλ' έπρεπε να 'μαι Κρητικός δια να μου τ' αναγνωρίσουν, κ' εγώ Κρητικός δεν είμαι ούτε μέσα έχω.
   - Αν εγνώριζα ότι θα κατεπάτουν ξένα δικαιώματα, απήντησα θυμωμένος ολίγον, σας βεβαιώ ότι δεν θα εδεχόμην τον διορισμόν. Αλλ' έως χθες ούτε τα δικαιώματά σας εγνώριζα, ούτε σας τον ίδιον.
   - Μα δεν είπα ότι φταίτε εσείς... εψέλλισεν ο διδάσκαλος. Τι φταίτε σεις; 
   Αλλ' εγώ, δια να τον ταπεινώσω με προσόντα τα οποία εγνώριζα ότι δεν είχεν, ως με είχε ταπεινώσει προ ολίγου με την μουσικήν, του είπα:
   - Εγώ ούτε δάσκαλος είμαι, ούτε παρεκάλεσα κανένα να με διορίση. Εξ εναντίας με παρεκάλεσαν να δεχθώ. Είμαι τελειόφοιτος του γυμνασίου, είμαι φοιτητής του Πανεπιστημίου και ζημιώνομαι μάλιστα, διότι χάνω τα μαθήματά μου.
   Είχαμε φθάσει εις το καφενείον του χωρίου και εφρόντισα ν' ακούσουν τας τελευταίας φράσεις οι εκεί καθήμενοι χωρικοί, οίτινες με υπεδέχθησαν με εξαιρετικάς περιποιήσεις, φιλοτιμηθέντες να με κεράσουν όλοι.  
   Οι λόγοι μου κατέπληξαν και απεστόμωσαν τον πρώην δημοδιδάσκαλον. Αλλ' εγώ δεν ηθέλησα να καταχρασθώ την υπεροχήν μου. Και σκέψεις, τας οποίας θα εννοήσετε μετ' ολίγον, με κατέστησαν συμβιβαστικόν. Συνεχίζων δε την ομιλίαν μας, του είπα, όταν εμείναμε εκ νέου μόνοι:
   - Καλά που εδόθην αφορμή να εξηγηθώμεν ευθύς εν αρχή της γνωριμίας μας, διότι εγώ τουλάχιστον επιθυμώ να περάσωμεν με ομόνοιαν τον ολίγον καιρόν που έχομεν να περάσωμεν μαζί.
   - Κ' εγώ το ίδιο.
   - Τι έχομε να μοιράσωμε; Εγώ φέτος είμαι δάσκαλος και του χρόνου δεν θα είμαι. Θα πάω για τα μαθήματά μου, για την επιστήμη μου, και θα σας αφήσω τη θέσι μου να τη χαίρεστε. Φιλοδοξίαν διδασκαλικήν δεν έχω καμμίαν. Και ήλθα με την ειλικρινή διάθεσιν να είμαι σχολάρχης μόνο για τον τύπον. Αν θέλετε, σας αφήνω και τον τίτλον αυτόν. Τι μου χρησιμεύει, αφού θα είναι τόσον εφήμερος; Θα με υποχρεώνατε μάλιστα αν είχατε την καλωσύνη ν' αναλάβετε και των δύο τάξεων τα μαθήματα. Αλλ' επειδή αυτό σας είναι δύσκολον, σας αφήνω να διδάσκετε τα ελληνικά και την αριθμητικήν εις την τάξιν μου, αναλαμβάνω δε να διδάσκω εγώ γεωγραφίαν και ιεράν ιστορίαν εις την τάξιν σας. Κάτι θυμούμαι άκρες μέσες από την ιστορίαν του Ιεροβοάμ. Και έτσι αποκαθίσταται πλήρης ισότης μεταξύ μας. Άλλως τε να σας πω όλην την αλήθεια; Εγώ ήλθα δια να κυνηγώ και η δασκαλική είναι μάλλον πρόφασις. Έχω μανία με το κυνήγι και δια τούτο, ως είδατε, αντί βιβλίων, έφερα μαζί μου τουφέκια και σκυλιά.
   Μόνον περί εξισώσεως των μισθών δεν ωμίλησα, αλλ' ουχ ήττον αι υποχωρήσεις μου εφάνησαν τόσον σπουδαίαι εις τον συνάδελφον, ώστε με ειλικρινή συγκίνησιν μου είπεν:
   - Ευχαριστώ πολύ. Δεν αμφιβάλλω ότι θα περάσωμεν σαν αδελφοί.
   - Ώστε αναλαμβάνετε τα ελληνικά και την αριθμητικήν; έσπευσα να τον ερωτήσω, δια να λυθή το ζήτημα υπό την επίδρασιν της αγορεύσεώς μου και πριν να λάβη καιρόν να μετανοήση.
   - Αφού το θέλετε, τα αναλαμβάνω, αλλ' ως ειλικρινής άνθρωπος, χρεωστώ να σας πω ότι δεν σας συμφέρει αυτό. Τι θα πουν οι μαθηταί όταν θα βλέπουν ότι εγώ ο κατώτερος διδάσκω τα δυσκολώτερα και τα κυριώτερα μαθήματα; Αμ' οι γονείς των, αμ' η Εφορεία;
   Εσκέφθηκα ολίγον και είδα ότι αληθώς με συνεβούλευε το συμφέρον μου. Αλλά πώς να διδάξω, προς Θεού, πράγματα που δεν εγνώριζα;
   - Ας σκεφθούν ό,τι θέλουν, ολίγον με μέλει. Όταν ζητήσω να με διορίσουν και πάλιν, ας μη με διορίσουν. Άλλως τε πού το βρήκαν γραμμένο ότι τα σπουδαιότερα μαθήματα είναι τα ελληνικά και τα μαθηματικά; Για μένα σπουδαιότερα είναι η ιερά ιστορία, ως θρησκευτικόν μάθημα. Λοιπόν σύμφωνοι;
   Όχι, προς το συμφέρον μου, δεν ανελάμβανε τα ελληνικά. Και παρέταξε πειστικώτατα επιχειρήματα, εκ των οποίων το σπουδαιότερον ήτο ότι θα εξέπεφτα εις την υπόληψιν και τον σεβασμόν των μαθητών. Αλλά συγκατένευσε τουλάχιστον να διδάξη τα μαθηματικά και τούτο θα ήτο μεγάλη ανακούφισις δι' εμέ. Από τους παιδικούς μου χρόνους διετήρουν μίαν σταθεράν ανάμνησιν των κλασματικών αριθμών, των μεθόδων των τριών και της υφαιρέσεως. Το δέος δε τούτο μου κατέστησεν απρόσιτα και τα μαθηματικά του γυμνασίου, θεωρητικήν αριθμητικήν και άλγεβραν. Δεν ενθυμούμαι αν ενόησα και αν έμαθα τίποτε περισσότερον των τεσσάρων απλών πράξεων της αριθμητικής. Το βέβαιον είναι ότι βραδύτερον διετήρει η μνήμη μου μόνον το δέος των πολυπλόκων εκείνων πραγμάτων και το δέος τούτο εμεγαλοποιήθη δια του χρόνου, ώστε να μη τολμώ και να τ' ατενίσω πλέον.
   Μετενόουν πικρώς, βλέπων ότι δια να διδάξω έπρεπε να μελετώ περισσότερον από τους μαθητάς μου τους μάλλον ακαταρτίστους. Έπρεπε να επαναλάβω και αποστηθίσω όλην την γραμματικήν και ν' απομνημονεύσω τα φρικτά και ατελείωτα ονόματα των γερμανικών δουκάτων, όρη, ποταμούς, χρονολογίας. Και πότε; Καθ' ον χρόνον, περατώσας κουτσά στραβά το γυμνάσιον, ανέπνευσα νομίζων ότι εσώθηκα δια παντός από τα βάσανα των κανόνων και των προβλημάτων! Αλλά τι να κάμω; Ήρχισα να μελετώ, κύπτων επί ώρας κατά την νύκτα επί των βιβλίων, φυλλομετρών το λεξικόν και τον κατάλογον των ανωμάλων, κλίνων ονόματα και ρήματα και προσπαθών να εύρω τους σχετικούς κανόνας.
   Προσεπάθουν να παρηγορηθώ με την σκέψιν ότι επί τέλους δεν είχα πώς άλλως να περάσω τας εσπέρας μου. Οι χωρικοί εκοιμώντο σχεδόν άμα ενύκτωνε και μόνον κατά τας εορτάς και την εσπέραν επί μικρόν ήσαν ανοικτά τα δύο του χωρίου καφενεία. Η κατοικία μας άλλως, μετά του σχολείου, ήτο έξω του χωρίου, μεμονωμένη επί ενός λόφου μεταξύ δένδρων. Αλλ' η σκέψις αύτη, αντί να με παρηγορή, καθίστα επαχθεστέραν την δυστυχίαν μου. Ήτο δυνατόν να υποφέρω αυτόν τον βίον επί τόσους μήνας χωρίς να παραφρονήσω; Ευρισκόμην εις την ανάγκην να μαγειρεύω μόνος μου ή να τρέφωμαι ως ασκητής, με ξηρόν άρτον, διότι ουδεμία χωρική ετόλμα και μόνον να εισέλθη εις την κατοικίαν ανδρών αγάμων και μάλιστα ξένων. Απετάθην προς μίαν γραίαν υπερεξηκοντούτιδα, ήτις ταξιδεύσασα άλλοτε ποτέ μέχρι Κυθήρων, ήθελεν να περνά ως πολιτισμένη και ανωτέρα προλήψεων, αλλά και αυτή εσταυροκοπήθη δια την παράτολμον πρότασιν και σχεδόν εκοκκίνησε.Έλα Χριστέ και Παναγία μου! Χήρα γυναίκα να μπαίνη σε σπίτι μπεκιάρηδων... να της βγάλουν τίποτε! Θεός φυλάξοι!... Ο κόσμος είναι κακός, παιδί μου. Ο συνάδελφος, όστις εγνώριζε κάλλιον εμού τα πράγματα, διότι είχε ζήσει τον βίον εκείνον επί έτη, με απέτρεπεν από μάταια διαβήματα, άτινα άλλως ηδύναντο να παρεξηγηθούν. Αλλ' εγώ δεν επίστευα ότι η αυστηρότης έφθανε μέχρι τοιαύτης αγριότητος, ώστε και αι γραίαι, που είχαν ταξιδεύσει μέχρι Κυθήρων, να φοβούνται μήπως δυσφημισθούν.
   - Δεν πειράζει, μαγειρεύομε μόνοι μας, μου είπε με εγκαρτέρησιν ο συνάδελφος.
   - Αλλ' εγώ που δεν ξέρω ούτε αυγά να ψήσω...
   - Τότε αναλαμβάνω εγώ μετά της αριθμητικής και την μαγειρικήν, είπεν ο υποχρεωτικώτατος συνάδελφος. Θα βοηθούν και οι μαθηταί...
   - Α! Βέβαια, καλή ιδέα αυτή, είπα ανακουφισθείς από νέαν μέριμναν. Έτσι θα μάθουν και κάτι τι πρακτικόν οι μαθηταί. Σήμερον η εκπαίδευσις τείνει να γίνη πρακτική.
   Αλλά θα εμάνθαναν άρα γε τίποτε περισσότερον από την μαγειρικήν τα δυστυχή εκείνα παιδιά; Αι περί τούτου αμφιβολίαι μου ηύξαναν καθ' εκάστην. Και δια τούτο προ πάντων απεφάσισα να είμαι ο επιεικέστερος των διδασκάλων. Είχα αναγνώσει το παιδαγωγικόν σύστημα το οποίον αναπτύσσει ο Τολστόη εις την "Γιάσναγιαν Πολιάναν" και το οποίον αφήνει τους μαθητάς ελευθέρους και να μελετούν και να παίζουν οπόταν θέλουν και όπως θέλουν. Και τώρα εσκεπτόμην ότι ήμουν παρά Θεού προωρισμένος να εισαγάγω και εφαρμόσω το σύστημα τούτο εις την Κρήτην.  

   Τα μαθήματα ήρχισαν με μίαν προσλαλιάν προς τους μαθητάς, εις την οποίαν είπα τα εξής περίπου:
   "Δεν είμαι από τους δασκάλους τους οποίους εγνωρίσατε μέχρι τούδε. Θέλω να γίνω φίλος σας και όχι τύραννος, να σας φανώ ωφέλιμος και όχι να σας κάμω δειλούς και ταπεινούς, να με σέβεσθε και να με αγαπάτε και όχι να με τρέμετε. Μερικοί από σας άλλως τε κοντεύει να έχετε την ηλικίαν μου. Έως χθες ήμουν και εγώ μαθητής και δεν επιθυμώ να με μισήσετε, όπως εμίσησα εγώ μερικούς από τους δασκάλους μου. Δεν θ' απαιτώ να μαθαίνετε μεγάλα πράγματα, τα οποία να μη σας αφήνουν καιρόν να παίζετε ως απαιτεί η ηλικία σας. Αλλά τα ολίγα αυτά εννοώ να τα μαθαίνετε καλά. Φρονώ ότι με το γλυκύ θα κάμωμεν καλύτερα την εργασίαν μας, ενώ οι άλλοι δάσκαλοι νομίζουν απαραίτητον το ξύλον και τας ύβρεις. Σας παρακαλώ, μη με αναγκάσετε να πιστεύσω ότι έχω άδικον και ότι έχουν δίκαιον οι άλλοι δάσκαλοι".
   Οι μαθηταί μου ήκουσαν τους λόγους μου με έκπληξιν, ήτις επί τέλους μετεβλήθη εις ακτινοβόλημα χαράς.
   - Λοιπόν είσθε σύμφωνοι; τους ηρώτησα.    
   - Σύμφωνοι, απήντησαν.
   Και ετήρησαν την υπόσχεσίν των, όπως ετήρησα και εγώ την ιδικήν μου. 
   Είπα ότι ηναγκαζόμην να προμελετώ δια να παραδώσω. Οφείλω δε να ομολογήσω ότι, όχι τόσον χάριν των μαθητών, όσον δια να κοπιάζω ολιγώτερον, το κείμενον το οποίον έδιδα προς εξήγησιν και τεχνολογίαν δεν ήτο ποτέ περισσότερον της μιας περιόδου, δύο ή τρεις γραμμαί από την Ανάβασιν. Επειδή δε δεν κατώρθωνα πάντοτε να ενθυμούμαι τους σχετικούς γραμματικούς κανόνας, η τεχνολογία μου ήτο απλουστάτη.
   Αλλά τότε παρετήρησα ότι οι μαθηταί μου εγνώριζαν περισσότερα από εμέ. Διό ηναγκάσθην να εντείνω τας μελέτας μου και μάλιστα να σημειώνω τους κανόνας τους εφαρμοζομένους εις εκάστην λέξιν του κειμένου. Διδάσκων δε είχα τον τυφλοσούρτην των σημειώσεων εις το ημιάνοικτον συρτάρι μου και με τρόπον παρηκολούθουν. "Λοιπόν διατί εξαιρείται; Λέγε Γιώργη... Ο άλλος;... ο άλλος;...
   Και ενώ δια του ενός βλέμματος ηρώτων, δια του άλλου ανεζήτουν εις το συρτάρι μου τον κανόνα, και ησθανόμην αληθή ευτυχίαν θριάμβου όταν επί τέλους κατώρθωνα να καταπλήξω το ακροατήριόν μου με τας γνώσεις μου και ο θρίαμβος αντήχει εις την φωνήν μου, ήτις βαθμηδόν και ασυνειδήτως ήρχιζε να προσλαμβάνη τον διδασκαλικόν στόμφον.
   Εννοείται ότι κατ' αυτόν τον τρόπον, με την καλήν θέλησιν διδασκάλου και μαθητών, το μάθημα διήρκει ολίγον. Ούτω είχα ώρας πολλάς εις την διάθεσίν μου δια το κυνήγι. Και πριν ακόμη εξέλθουν οι μαθηταί, εγώ ευρισκόμην εις τους αγρούς, με το δίκανον επ' ώμου ακολουθούμενος υπό των δύο μου σκύλων. Επιστρέφων δε εύρισκα το δείπνον ή το γεύμα έτοιμον, χάρις εις την υποχρεωτικήν καλωσύνην του συναδέλφου. Και η ζωή εκείνη ήρχιζε να έχη αν ουχί θέλγητρα, τουλάχιστον γαλήνην τινά αρκετά ευχάριστον.
   Συν τω χρόνω δε παρετήρουν ότι ηύξαναν και επλουτίζοντο ανεπαισθήτως αι γραμματικαί γνώσεις μου και ησθανόμην ηδονήν άγνωστον να διανοίγω τους οφθαλμούς και τας ψυχάς των μαθητών μου εις την γνώσιν και την έρευνα. Αλλά προ πάντων μ' έτερπε και μου ενέπνεεν υπερηφάνειαν η επιτυχία του ημέρου και συγκαταβατικού συστήματός μου. Οι μαθηταί μου μ' εσέβοντο και με ηγάπων, χωρίς δε να μεταχειρισθώ ποτέ βίαια μέσα, χωρίς να υψώσω καν τον τόνον της φωνής μου, ήσαν επιμελείς και κόσμιοι. Ηύξανε δε η προς εμέ αγάπη και ευγνωμοσύνη των, όταν από την πρώτην τάξιν ήτις ήτο εις το ισόγειον, ήρχοντο ενίοτε πλαταγισμοί ραπισμάτων ομού με τας αγρίας κραυγάς και τας ύβρεις του διδασκάλου, κούτσουρα, παλιόπαιδα, κτήνη!
   Αλλ' η αντίθεσις αύτη επήλθεν ως πρώτον ζιζάνιον εις την μεταξύ εμού και του συναδέλφου αρμονίαν. Έκαμα το λάθος μίαν ημέραν να του παρατηρήσω ότι ήσαν σκληραί και ανωφελείς αι σωματικαί ποιναί, ότι βλάπτουν μάλλον διότι ταπεινώνουν το φρόνημα και πληγώνουν την φιλοτιμίαν, διό και έχουν καταργηθή εις όλον τον πολιτισμένον κόσμον. Αυτός δε, ως εάν ήτο ήδη προ πολλού χολιασμένος, επειδή εθεώρει το σύστημά μου ως αποδοκιμασίαν της ιδικής του μεθόδου, μου απήντησε με πείσμα:
   - Έτσι ξέρω εγώ να διδάσκω. Τα νέα συστήματα δεν τα ξέρω. Ξέρω μόνον πως πρέπει να μανθάνουν γράμματα οι μαθηταί.
   Η ανάμνησις της αριθμητικής και της μαγειρικής εκράτησε την οργήν μου και ημπόδισε την ρήξιν, δια την οποίαν ο συνάδελφος εφαίνετο αποφασισμένος. Την εσπέραν εδειπνήσαμεν πάλιν ομού και μόνον μικρά τις δυσφορία ημπόδιζε τα βλέμματά μας να συναντηθώσιν. Η υποχώρησίς μου όμως αύτη φαίνεται ότι δεν εξετιμήθη δεόντως υπό του συναδέλφου, όστις έγινεν νευρικώτερος και εφαίνετο εις πάσαν περίστασιν επιζητών έριδα.
   Ως δια να με προκαλή δε, έγινεν απηνέστερος προς τους μαθητάς του και η παράδοσίς του ήτο σχεδόν αδιάκοπος θρήνος των ραπιζομένων και μαστιγουμένων μαθητών. Η εναντίον μου κρυφία έχθρα του εξέσπα εις την ράχιν των δυστυχών παιδίων. Τούτο δε δεν ήτο μόνον πλαγία πρόκλησις εναντίον μου, αλλά και ενόχλησις πολύ δυσάρεστος πάσης στιγμής. Διότι μολονότι ενίσχυον την προς εμέ αγάπην των μαθητών μου, μου ετάρασσαν τα νεύρα και την διδασκαλίαν αι οιμωγαί εκείναι και αι κραυγαί αι άγριαι, τας οποίας ήμουν ηναγκασμένος ν' ακούω, διότι αι δύο τάξεις συνεκοινώνουν.    

   Εις την νευρικότητα του διδασκάλου συνετέλει και μία άλλη αφορμή, την οποίαν δεν εμάντευα τότε. Ο συνάδελφος ήτο ερωτευμένος. Μου το εξωμολογήθη μίαν ημέραν, όταν ακόμη αι σχέσεις μας ήσαν ομαλαί και εις στιγμήν της ελαφράς μετά το δείπνον ευθυμίας, ήτις προκαλεί την διάχυσιν και τας εκμυστηρεύσεις.
   - Τι τα θέλεις; μου είπεν. Οι γυναίκες είναι παντού οι ίδιες. Εδώ τας περιορίζει ο φόβος... ή μάλλον ο φόβος περιορίζει τους άνδρας. Αλλ' άμα παρουσιασθή ο κατάλληλος άνθρωπος και η κατάλληλος ευκαιρία... Παντού τέλος πάντων οι ίδιες.
   Και αφού με αφήκε να υποθέσω ότι αυτός ήτο ο "κατάλληλος άνθρωπος", ο οποίος εγνώριζε να ευρίσκη τας "καταλλήλους ευκαιρίας", εξηκολούθησε:
   - Ξέρεις τη Φωτεινή του Δετορογεώργη... εκείνο το νοστιμώτατο κορίτσι, που μου 'πες όταν το πρωτόειδες: "Μωρ' αυτό μπορεί να τρελάνη και σχολάρχη!" Λοιπόν μάθε ότι μου 'χει ριχτή χονδρικώς και τόσο φανερά που φοβούμαι να μη βρω μπελά. Μια βραδειά, περνώντας απ' έξω από το σπίτι τους, ακούω μια φωνίτσα που μου φώναζε από το παράθυρο: "Δάσκαλε! Δάσκαλε!" Κοιτάζω στο παράθυρο, δεν βλέπω τίποτε. Πάω να προχωρήσω, και πάλι "Δάσκαλε! Δάσκαλε!" και πάλι δεν βλέπω ψυχή στο παράθυρο. Επί τέλους όμως μια 'πο τις πολλές επρόλαβα κ' είδα το κεφαλάκι της τη στιγμή που το απέσυρε. Μου 'παιζε το κρυφτό. Από τότε, όπου με συναντήση, δεν λογαριάζει αν την βλέπουν και μου ρίχτει κάτι ματιές και κάτι χαμόγελα... Είναι θεότρρελλο το παλιοκόριτσο.
   - Βρε δάσκαλε, του είπα, μην έβαλε στο νου της να σου προμηθεύση κανένα βρωμόξυλο, για να γελάση καλύτερα;
   - Α μπα! είναι αθώα η κακομοίρα, αλλά ζωηρά.
   - Ξέρω κ' εγώ; Και οι αθωότερες γυναίκες έχουν πονηρίες.
   - Ξέρω τι σου λέω εγώ. Ακριβώς η αθωότης την κάνει τόσο τολμηρά και απρόσεκτη. Εγώ να σου πω δεν έδωκα κανένα θάρρος, αλλ' όσο την αποφεύγω τόσον γίνεται τολμηροτέρα. Προ ημερών την συνάντησα κάτω στον ποταμό. Ήτο με τη μικρή της την αδελφή. Και ξέρεις τι μου είπε όταν επέρνα δίπλα μου; "Δεν με παίρνεις κ' εμένα στο σκολειό να μάθω γράμματα;" Τώρα δε άρχισε κ' έρχεται κ' εδώ απ' έξω, διότι το περιβόλι που 'ναι δίπλα μας, είναι δικό τους. Δεν έτυχε να τη δης;... Φοβούμαι ότι θα 'ρθη κ' εδώ μέσα καμμιά μέρα.
   - Κ' αν έρθη, τι θα κάμης;
   - Θα φύγω από την άλλη πόρτα.
   Ήθελε καλά και σώνει να με πείση ότι ευρίσκετο εις την θέσιν του Ιωσήφ, ούτινος την ιστορίαν εδιδάσκαμεν εις τους μαθητάς. Το βέβαιον όμως είναι ότι ήτο ερωτευμένος ο ταλαίπωρος διδάσκαλος, τόσον ερωτευμένος, ώστε ήρχιζε βραδύτερον και να ζηλοτυπή. Διότι η Φωτεινή, ήτις ήτο ωραία και φιλάρεσκος, μαντεύσασα ότι τα ωραία της μάτια τον είχαν υποδουλώσει, ήρχισε να παίζη με τον έρωτά του, όπως παίζει με το ράκος η γάτα. Φαίνεται δε ότι, ερχομένη εις τον γειτονικόν μας κήπον, δεν έρριπτεν όλα τα βλέμματά της εις το ισόγειον αλλά διηύθυνε και μερικά εις το επάνω πάτωμα. Όταν δε είδεν ότι τούτο επείραζε τον ερωτόληπτον διδάσκαλον, ήρχισε να βλέπη σκοπίμως προς τα ιδικά μου παράθυρα και να προσποιήται ίσως ότι αντήλλασσε μετ' εμού νεύματα, καθ' ην στιγμήν εγώ, κύπτων επί του βιβλίου ή επιπόνως παρακολουθών τον τυφλοσούρτην μου, δεν ηδυνάμην να βλέπω και προς τα έξω, ουδ' υπώπτευα καν την παρουσίαν της.
   Ο διδάσκαλος όμως επίστευσεν ότι υπεισήλθα εις τας υποθέσεις της καρδίας του, ως αντίζηλος, και ήρχισε να με κατασκοπεύη, συγχρόνως δε εγίνετο νευρικώτερος και αποτομώτερος. Επανειλημμένως ανέβη αιφνιδίως και αθορύβως εις την τάξιν μου, αλλ' είχε πάντοτε μίαν δικαιολογίαν ετοίμην, εγώ δε, μη φανταζόμενος τα συμβαίνοντα, δεν παρετήρουν την ταραχήν του. Μίαν ημέραν όμως μου είπεν έξαφνα, και εγέλα βεβιασμένως:
   - Επί τέλους αυτό που είπες έγινε. Η Φωτεινή τον ετρέλλανε τον σχολάρχη!
   Εγώ δε, μη εννοήσας ευθύς, ηρώτησα αθωότατα:
   - Ποίον σχολάρχην;
   - Α! Παμπόνηρε! Νομίζεις ότι μπορείς να με γελάσης! Αλλά τέλος πάντων γιατί μου το κρύβεις; Δεν έχεις τόσην εμπιστοσύνην σε μένα; Μη σου πέρασε η ιδέα ότι εγώ την αγαπώ;
   Εγέλασε ψευδή και επίπονον γέλωτα.
   - Δεν ετρελλάθηκα ακόμη να μπλέξω μ' αυτό το τρελλοκόριτσο, να κινδυνεύση και η ζωή μου στο ύστερο! Στο κάτω κάτω δεν είναι και σπουδαίο πράμμα. Μόνο δυο μάτια έχει και τίποτε άλλο. Προχθές την είδα στο ποτάμι που 'πλυνε και σε βεβαιώ τη σιχάθηκα. Κάτι πόδια ξύλα. Άφησέ με, χριστιανέ μου! Και να με σκοτώνουνε για δαύτηνα, δεν θα 'ναι επί τέλους και μεγάλη η ζημία. Θα γλυτώσω απ' αυτό το βίο και τα βάσανα. Αλλά το πιθανώτερον είναι ότι θα μου την φορτώσουν δια της βίας. Και φαντάσου πλέον να έχω μια τέτοια σύζυγον, μια χωριάτισσα, η οποία δεν θα ξέρη να μου μιλήση! Ωραία ζωή θα περάσω! Κυρία με ανδρικό βρακί γαλάζιο, ως τα φορούν εδώ οι χωριάτισσες και κοντεύει να μη διακρίνωνται οι άνδρες από τις γυναίκες! Την είδες τις καθημερινές, όταν το φορή αυτό το απαίσιον ένδυμα; Δεν είναι φρίκη;
   Όλα αυτά ελέχθησαν με τοιαύτην νευρικήν ταχύτητα, ώστε δεν μου έδωκε καιρόν να διαμαρτυρηθώ. Μου έδωκεν όμως καιρόν να μαντεύσω ότι ο άνθρωπος δεν ήτο εντελώς καλά εις την υγείαν του, χωρίς όμως να εννοήσω και τι ακριβώς συνέβαινε.
   - Λοιπόν, του είπα επί τέλους, σου πέρασε η ιδέα ότι την αγαπώ εγώ; 
   - Δεν είναι ιδέα, είμαι βέβαιος, απήντησεν υψώνων την φωνήν, είδα με τα μάτια μου.
   - Είδες με τα μάτια σου;
   - Ναι, ναι!
   - Και τι είδες; Είμαι περίεργος.
   Με ητένισε επί μίαν στιγμήν, έπειτα δε με κίνημα βίαιον είπεν:
   - Ωχ αδερφέ, κοροϊδευόμαστε; Αφού τα 'χεις μυστικά, εγώ δεν επιμένω να μάθω μυστικόν το οποίον άλλως τε γνωρίζω.
   Και διηυθύνθη με ορμήν προς την θύραν, αλλά πριν εξέλθη είπεν ακόμη:
   - Απλώς με πειράζει το ζήτημα της εμπιστοσύνης, αλλ' ας είναι...
   Πρώτην φοράν έβλεπα την μανίαν της ζηλοτυπίας και δεν διέκρινα τι εκρύπτετο υπό το φοβερόν εκείνο ζήτημα εμπιστοσύνης. Είδα μόνον ότι εκινδύνευεν η συναδελφική αλληλεγγύη και έσπευσα να την στερεώσω, καίτοι δεν ενόουν διατί εκινδύνευεν. Έτρεξα κατόπιν του και τον διαβεβαίωσα ότι αι υπόνοιαί του ήσαν εντελώς αβάσιμοι, ότι μόλις μίαν ή δύο φοράς είχα συναντήσει την Φωτεινήν καθ' οδόν και ότι καλά καλά δεν είχα προσέξει αν ήσαν μαύρα ή γαλανά τα μάτια της.
   - Ευχαριστώ πολύ που με θεωρείς και κουτόν, μου είπεν εις απάντησιν.
   Έπειτα δε με έκρηξιν αγανακτήσεως ανεφώνησε:
   - Βρε αδερφέ, για στραβό με παίρνεις ή θέλεις να με πείσης ότι ονειρεύομαι όταν την βλέπω με τα μάτια μου να κοιτάζει το παράθυρό σου από το περιβόλι, να σου χαμογελά και να σου κάνη νεύματα;
   Τον προσέβλεψα με απορίαν.
   - Την είδες να κάνη τέτοια πράμματα;
   - Την είδα λέει; Την βλέπω κάθε μέρα.
   - Τότε λοιπόν ή ονειρεύεσαι πράγματι ή αυτή δεν είναι καλά, διότι εγώ δεν την είδα ποτέ και επομένως τα νεύματα τα κάνει προς τον τοίχον.
   Τοιαύτην ειλικρίνειαν είχεν η φωνή και του προσώπου μου η έκφρασις, ώστε ο συνάδελφος κατεπραΰνθη και με φωνήν ήρεμον είπε:
   - Τότε αλήθεια ή τρελλή είναι ή τα 'χει ψήσει με κανένα από τους μαθητάς σου.
   - Λες;
   Την υπόθεσιν όμως αυτήν εκρίναμεν μετ' ολίγον απίθανον, διότι, καθ' ην ώραν εγίνοντο τα νεύματα, οι μαθηταί μου δεν ηδύναντο να την βλέπουν. Ο διδάσκαλος εν τοσούτω εφάνη πιστεύσας εις την ειλικρίνειάν μου και εχωρίσθημεν ησύχως. 

   Αλλά το επεισόδιον μου έδωκεν αφορμήν σκέψεων. Επί τέλους και αν ήτο αληθές το πράγμα, τι τον έμελεν αυτόν; Διατί τόση αγανάκτησις, τόση ταραχή, αφού αυτός όχι μόνον δεν την ηγάπα, αλλά και την εθεώρει επικίνδυνον και ήθελε να την ξεφορτωθή; Μήπως εξεναντίας την ηγάπα και ...εζήλευε; Η λέξις αυτή διεφώτισεν όλας τας απορίας μου και συγχρόνως κάτι τι εγαργάλισεν ηδονικώτατα την φιλαυτίαν μου. Ώστε εφοβείτο μη του την πάρω! Και τις οίδεν; Ίσως είχε και δίκιο. Μήπως δεν ήμουν καλύτερος υπό πάσαν έποψιν; Εις την φαντασίαν μου έκαμα μικράν σύγκρισιν από την οποίαν εξήλθα υπερήφανος και θριαμβεύων... Έκαμε πολύ άσχημα να με προκαλέση... Βεβαίως ούτε το κορίτσι είναι τρελλό, ούτε αυτός ωνειρεύθη. Κάτι θα είδε. Το κακόμοιρο το κορίτσι με κοιτάζει, προσπαθεί να προσελκύση την προσοχήν μου, όταν πλησιάζω στο παράθυρο, κ' εγώ με την αφηρημάδα μου δεν το βλέπω. Αχ! Αυτή η τεχνολογία μ' έκαμε σχολαστικόν, με απεβλάκωσε!
   Με κατέλαβε ζωηροτάτη περιέργεια να την ίδω. Και την επιούσαν μου εφάνησαν ανεπαρκή τα δύο μου μάτια. Έπρεπε να έχω τρία δια να βλέπω συγχρόνως τους μαθητάς, τον τυφλοσούρτη και το περιβόλι. Τόσον δε ήμουν βέβαιος πλέον ότι η Φωτεινή ετρελλαίνετο για μένα, ώστε συγχρόνως με κατείχεν ανησυχία, μήπως από τον ενθουσιασμόν της ότι την ενόησα και ότι δεν ήμουν αδιάφορος, έκανε καμμίαν τρέλλαν και με εξέθετεν.
   Ουδέποτε έκαμα τόσα λάθη εις την παράδοσιν, όσα κατά την ημέραν εκείνην, διότι την επερίμενα καθ' όλην την ημέραν και μόνον κατά το δειλινόν ενεφανίσθη. Υπήρξε δε η έκπληξίς μου μεγάλη, όταν είδα την ψυχρότητα και την αδιαφορίαν, με την οποίαν υπεδέχθη την κατακτητικήν μου εμφάνισιν. Τι διάβολο! Μήπως είναι μύωψ ή είναι αληθώς παράφρων; Η επανάληψις του πειράματος κατά τας επομένας ημέρας δεν έδωκεν ενθαρρυντικώτερα αποτελέσματα. Το πείσμα μ' έκαμε τολμηρότερον και ήρχισα να συνοδεύω με βήξιμο την εμφάνισίν μου, έχων το χέρι εις τον μόλις φυόμενον μύστακά μου και μειδίαμα έτοιμον επί των χειλέων. Τότε δε πράγματι εφάνη εννοήσασα τους σκοπούς μου, αλλ' απήντησε με τοιούτον βλέμμα, ώστε παρ' ολίγον να πέσω προς τα πίσω, ως πιστολισθείς. Εξ άπαντος δεν ήτο καλά αυτό το κορίτσι. Το βλέμμα εκείνο ήτο βλέμμα μανιακής.
   Αλλά μια σκέψις με έκαμε να επιμείνω. Είναι νάζια. Θα ήτον αληθώς πολύ πεζόν και απρεπές να ενδώση τόσον γρήγορα... Φαίνεται όμως ότι δεν είχε σκοπόν να ενδώση ποτέ. Οσάκις ήκουε το σάλπισμά μου, ανετινάσσετο με προφανή δυσαρέσκειαν και εφαίνετο ψιθυρίζουσα κάτι τι. Δεν απητείτο δε μαντική δύναμις δια να εννοήσω, ότι αυτό το κάτι τι ήτο παραπλήσιον προς το "να μου χαθής!" ή "κόκκαλο"!
   Μίαν ημέραν, καθ' ην στιγμήν επλησίαζα εις το παράθυρον με την ερωτικήν μου παρασκευήν, ήκουσα έξαφνα ένα στεναγμόν, ένα βρυχηθμόν μάλλον, και στραφείς είδα κάτω εις την αυλήν τον συνάδελφον, κρυφίως προκύπτοντα, ωχρότατον δε και έτοιμον να λιποθυμήση!
   - Α! να χαθής βλάκα! εψιθύρισα. Δεν λες ότι την αγαπάς;
   Και επερίμενα νέας σκηνάς, αλλά αυτός ηρκέσθη απλώς να μη μου ομιλήση όταν με είδε και να φύγη, αφού έρριψε βλέμμα οργίλον, όπερ εσήμαινε: "Δεν θέλω άλλα ψεύδη!" Μετ' ολίγον τον ευρήκα εις το καφενείον, αλλ' άμα με είδεν, ηγέρθη και εξήλθε. Τον ηκολούθησα και του εφώναξα εξ αποστάσεως:
   - Οφείλω να σου πω ότι έχεις λάθος, λάθος, λάθος!
   Τότε εστράφη και μου είπε με φωνήν τρέμουσαν:
   - Κ' εγώ θα σε παρακαλέσω να με αφήσης ήσυχον. Καμμίαν σχέσιν μαζί σου δεν θέλω πια, μα καμμίαν!
   Και έφυγε προς τους αγρούς, ως παράφρων.
   Την νύκτα δε ενώ καθήμενος εφυλλομέτρουν μετά δέους την αριθμητικήν, ήκουσα δειλόν κτύπημα εις την θύραν μου. Ήτο αυτός. Εντός ολίγων ωρών είχε καταντήσει αγνώριστος σχεδόν, τόσον είχεν ωχριάσει και καταβληθή. Εισήλθε κύπτων και ταπεινός, με κίνησιν ανθρώπου ετοίμου να προσπέση γονυπετής.
   - Ήλθα, μου είπε με συντετριμμένην φωνήν, να σας ζητήσω συγγνώμην. Εφέρθηκα άσχημα. Αλλ' είμαι δυστυχής, πολύ δυστυχής.
   Και ήρχισε να κλαίη ως νήπιον, τόσον ώστε η φωνή του επνίγη εις τα δάκρυα και τους λυγμούς.
   Και ποτέ δεν με συνεκίνησεν άνθρωπος κλαίων, όσον ο μαύρος εκείνος άνθρωπος, όστις, με τους μορφασμούς του θρήνου, εφαίνετο ασχημότερος. 
   - Την αγαπώ, εξηκολούθησεν όταν συνήλθεν ολίγον, την αγαπώ σαν τρελλός. Λυπήσου με. Ορκίσου μου ότι δεν την αγαπάς, ότι θα παύσης να την αγαπάς, ότι θα παύσης να την βλέπης!
   - Σε βεβαιώ και πάλιν ότι ούτε την αγαπώ, ούτε και με αγαπά. Αλλ' αφού θέλεις και όρκον, ορκίζομαι. Σου δίνω τον λόγον της τιμής μου. Θέλεις άλλο;
   - Όχι, σ' ευχαριστώ. Θα σου είμαι αιωνίως ευγνώμων, διότι με σώζεις. 
   - Ε, πήγαινε τώρα να κοιμηθής και να παύση μια και καλή αυτή η κουβέντα, διότι την βαρέθηκα.
   Εις τους τελευταίους λόγους μου υπήρχε κάποια τραχύτης ήτις τον έκαμε ν' ανατιναχθή και με ητένισε με βλέμμα εις το οποίον διήλθε μια αστραπή δυσπιστίας και μία σκιά δυσαρεσκείας. Ήθελε, φαίνεται, να μου ανοίξη την καρδιάν του ο ταλαίπωρος, και να μου είπη τας ανησυχίας και τας υποψίας του, τας ελπίδας και τα ονειροπολήματά του, αλλ' εγώ δεν είχα καμμίαν διάθεσιν να τον ακούω ομιλούντα περί εκείνης. Μήπως εζήλευα κ' εγώ; Θα ήτο πολύ παράδοξον, διότι είχα πεποίθησιν ότι η δυστροπία της μου έκοψε πάσαν όρεξιν να εξακολουθήσω. Οπωσδήποτε ήμουν αποφασισμένος να τηρήσω τον όρκο μου.      
   
   Επεράσαμεν ούτως εβδομάδας τινάς με ειρήνην. Παρετήρησα επανειλημμένως ότι ο διδάσκαλος ήθελε να μου ομιλήση περί του έρωτός του, από τον οποίον προφανώς δεν ήτο ακόμη ευχαριστημένος, αλλά δεν τον ενεθάρρυνα. Φαίνεται δε ότι αι υποψίαι του δεν εβράδυναν ν' αναφανώσι και αφού εξήντλησε τα άλλα μέσα, απεφάσισε να με υπονομεύση, να εκδικηθή και ν' απαλλαγή από τον αντίζηλον, ως μ' εφαντάζετο. Και ήρχισα να αισθάνωμαι βαθμηδόν σχηματιζομένην περί εμέ ατμόσφαιραν ανυποληψίας και σχεδόν περιφρονήσεως. Ο εφημέριος ωμίλει εναντίον μου ως μη έχοντος θρησκείαν, ως υλιστού και αθέου, διότι δεν ήμουν πολύ τακτικός εις την εκκλησίαν και συγχρόνως εξήρε την ευσέβειαν του συναδέλφου. Τι παράδειγμα θα έδινεν εις τους μαθητάς ένας τοιούτος δάσκαλος; Βραδύτερον μάλιστα ήρχισε να κυκλοφορή και μία διάδοσις, ότι και η διδασκαλία μου δεν ήτο εντελώς ορθόδοξος. Κάτι είπα προς τους μαθητάς εναντίον της Ιεράς Ιστορίας. Και πράγματι είχα είπει ότι το ογκώδες εκείνο βιβλίον με την αρχαΐζουσαν γλώσσαν και τας θεολογικάς αξιώσεις δεν ήτο δια την ηλικίαν των, και υπηγόρευσα βραχείαν περίληψιν αυτού εις απλήν γλώσσαν. Συγχρόνως ελέγετο ότι τα πλείστα μαθήματα είχα φορτώσει εις τον διδάσκαλον της πρώτης, δια να έχω καιρόν να τρέχω εις το κυνήγι, αλλά προ πάντων διότι ήμουν ανίκανος να παραδώσω.
   Είχα δε και συχνά παράπονα εκ μέρους των γονέων. Δεν μαθαίνουν, βρε αδερφέ, πράμμα τα κοπέλια. Άδικα χάνουνε τον καιρό τους. Καλύτερα 'τονε να βλέπουνε τα έχνη, να γενούνε βοσκοί. Μα μπορούνε, τζάνε μου, να μάθουνε μοναχά τους τα κοπέλια; Θέλουνε και δασκάλεμα, και συνδαύλισμα. Γιάντας τσ' έχουνε τσοι δασκάλους παρά για να τώσε δείχνουνε; Χρειάζεται και λιγάκι ξύλο. Δε λέω να γυρίσωμε στο φάλαγγα, μα μια βιτσιά και καμμιά παλαμιά από καιρό σε καιρό κακό δεν κάνει. Μα σαν τ' αφήσης ορνικά και αδιαφέντευτα, είντα θες να κάνουνε; Παιγνίδια και τραβαπάλαιμα. Κοπέλια τα λένε, κοπελίστικα θα κάνουνε.
   Τα παράπονα και αι διαδόσεις έφθασαν και μέχρι της Εφορείας. Αλλ' η Εφορεία είχεν πεποίθησιν εις την ικανότητά μου, πεποίθησιν ανεξήγητον δι' εμέ τουλάχιστον. Και τους παραπονουμένους γονείς απέπεμπαν οι Έφοροι με καθησυχαστικάς διαβεβαιώσεις. Ν' αφήσουν τον άνθρωπο να κάνη τη δουλειά του όπως ήξευρε και η Εφορεία που τον διώρισεν εγνώριζε τι άξιζε. Ο Σχολάρχης είχε νέαν μέθοδον. Το ξύλο τ' αφήκανε πια σ' όλο τον κόσμο. Τι, γαϊδούρια είναι τα παιδιά να τα δέρνουν; Και πώς αυτοί οι δαρμένοι και ντροπιασμένοι θα γενούν άνδρες του πολέμου να πολεμήσουν αύριον την Τουρκιά;
   Τα λεγόμενα δεν εβράδυναν να φθάσουν και μέχρις εμού, εις δ' εκ των χωρικών μου είπεν ότι τα ήκουσε ωρισμένως από τον διδάσκαλον της πρώτης. Τότε πλέον έχασα την μετριοπάθειαν και την υπομονήν μου. Η υπερηφάνειά μου και η αγανάκτησις εξηγέρθησαν κατά του υπούλου συκοφάντου. Και αφορμήν της οριστικής και αγρίας ρήξεως ην επεζήτουν, μου έδωκεν αυτήν εκείνην την ημέραν ο μαύρος άνθρωπος. Όταν επέστρεφα, ήκουσα τον ένα εκ των σκύλων μου ουρλιάζοντα και είδα τον διδάσκαλον να τον καταδιώκη με χονδρόν ξύλον.
   - Να τα δέσης αυτά τα σκυλιά ή θα τα σκοτώσω! μου εφώναξε με τρέμοντα εξ οργής χείλη. Δεν είναι κατάστασις αυτή! Εδώ κατήντησε στάνη. 
   - Βέβαια, στάνη είναι, αφού είσαι συ εδώ, κτήνος! απήντησα έξαλλος και ώρμησα εναντίον του, με απόφασιν ... ν' αναλάβω και της αριθμητικής τα βάρη.
   Αλλ' άνθρωπος ραδιούργος δεν δύναται να έχη θάρρος. Και υπό τα μειδιάματα των μαθητών, οίτινες προέκυψαν δια να ιδούν και αυτοί άπαξ δασκάλους ξυλοκοπημένους, υπεχώρησεν, αφού το ξύλον εξέφυγεν από τα παραλύσαντα χέρια του. Οι μαθηταί ήσαν προφανώς με το μέρος μου, ιδίως οι μαθηταί του, οίτινες τον εμίσουν και μ' έβλεπαν την στιγμήν εκείνην ως σύμμαχον και εκδικητήν. Επί πλέον δε είχα και την επικουρίαν των σκύλων μου, οίτινες ετάχθησαν παρά το πλευρόν μου υλακτούντες θηριωδώς.
   - Προς Θεού, σκέψου ότι μας βλέπουν οι μαθηταί! ετραύλισεν ο ελεεινός άνθρωπος, αποσυρόμενος εις την θύραν του σχολείου.
   - Αυτό να το σκέπτεσαι συ, ραδιούργε, ο οποίος με συκοφαντείς ατιμώτατα, σαν γραΐδιον, και προσπαθείς να εξεγείρης τους απλοϊκούς ανθρώπους εναντίον μου με καταχθόνια ψεύδη.
   - Εγώ;... Εγώ;... έλεγε προσπαθών να υποκριθή απορίαν και αγανάκτησιν ανθρώπου αδικουμένου. Φέρετέ μου αυτόν που σας είπε ότι εγώ εξεστόμισα ένα πικρόν λόγον εναντίον σας, να τον φτύσω.
   - Δεν έχω καμμίαν ανάγκην αποδείξεων. Ξέρω τι λες και είμαι βέβαιος ότι τα λες. Αλλά περιφρονώ τας συκοφαντίας, διότι δεν τας φοβούμαι. Εκείνοι που με διώρισαν ξέρουν τι είμαι. Ξέρουν ότι είμαι φοιτητής του Πανεπιστημίου, ενώ συ τι είσαι; ανεφώνησα δυνατά, ώστε να μη διαφύγη τους μαθητάς η φράσις μου.
   Εν τέλει δε συγκεντρώσας όλην την αυστηράν αξιοπρέπειαν την αρμόζουσαν εις την θέσιν μου, του είπα:
   - Ημπορούσα να σου επιβάλω να εξακολουθήσης να παραδίδης εις την τάξιν μου τα μαθήματα που θέλω, διότι είμαι προϊστάμενος εδώ, αλλά, χάριν των μαθητών μου, σου απαγορεύω να ξαναπατήσης εις την τάξιν μου. Την αριθμητικήν θα την διδάσκω εγώ του λοιπού. Ημπορούσα και να προτείνω εις την Εφορείαν να σε παύση, αλλά δεν το κάνω, διότι δεν είμαι κακός εγώ!
   Και ούτω εκόπη πάσα σχέσις μεταξύ μας.
   Εις την μελέτην της γραμματικής προσετέθη η μελέτη της αριθμητικής. Το πείσμα και η ανάγκη μου έδωκαν και την απαιτουμένην νέαν καρτερίαν, αλλά δεν ηδύναντο να δώσουν και εις την μνήμην μου την πειθαρχίαν των αριθμών εις ην δεν είχε συνηθίσει. Και πολλάκις πράγματα τα οποία είχα εννοήσει και απομνημονεύσει την προτεραίαν, με διέφευγαν την επιούσαν. Το δέος το οποίον διετήρουν από τους μαθητικούς χρόνους δια τα μαθηματικά, επέφερε σάστισμα και ταραχήν εις την διάνοιάν μου, καθ' ην στιγμήν επεχείρουν να παραδώσω.
   Είχα παρατηρήσει όμως ότι δύο των μαθητών μου, ιδίως δε εις εκ των μεγαλυτέρων, ονόματι Μανούσος, είχαν εξαιρετικήν νοημοσύνη και επιμέλειαν και ήσαν δυνατοί εις όλα τα μαθήματα. Και είχα ήδη αρχίσει να επωφελούμαι τας γνώσεις και την αντίληψίν των εις την τεχνολογίαν. Ερωτών αυτούς, δια να ίδω τάχα εάν γνωρίζουν τον γραμματικόν κανόνα, υπεβοήθουν την μνήμην μου δια των απαντήσεών των και ούτω διδάσκων εδιδασκόμην. Εσκέφθην δε να εφαρμόσω και εις τας δυσκόλους περιστάσεις της αριθμητικής την μέθοδον ταύτην. 
   Οσάκις τα προβλήματα μου εφαίνοντο δύσκολα έλεγα με την μεγαλυτέραν αφέλειαν:
   - Μελετήσατε αυτά τα προβλήματα. Περιττόν να σας τα παραδώσω. Είναι ευκολώτατα, παιγνιδάκια.
   Την ημέραν δε καθ' ην είχαμεν αριθμητικήν, εκάλουν τον αμελέστερον να λύση τα "παιγνιδάκια", βέβαιος ων εκ των προτέρων ότι θ' απετύγχανεν. Εκάλουν έπειτα άλλον και άλλον και ούτω παρέτασσα τους ασθενεστέρους προ του μαυροπίνακος. Τελευταίον εκάλουν τον ένα εκ των επιλέκτων:
   - Έλα συ, Κώστα, να τους δείξης ότι δεν μπορούν να νοιώσουν τα ευκολώτερα των πραγμάτων. Προσέχετε καλά, ανόητοι!
   Ο Κώστας ήρχιζε την λύσιν, εγώ δε παρηκολούθουν δια του ενός οφθαλμού τα τελούμενα επί του μαυροπίνακος, δια δε του άλλου όχι πλέον τας σημειώσεις μου, αλλά την φυσιογνωμίαν του Μανούσου. Ο τυφλοσούρτης μου ήτο ζωντανός τώρα. Εάν έβλεπα επιδοκιμαστικά νεύματα ανεφώνουν: 
   - Βλέπετε τώρα, τι εύκολα πράγματα σας εντρόπιασαν; Εύγε, Κώστα! Κάμε το άλλη μια φορά να το νοιώσουν.
   Και ούτω ο Κώστας εδίδασκε τους συμμαθητάς... και τον διδάσκαλόν του.
   Εάν όμως διέκρινα εις την φυσιογνωμίαν του Μανούσου σημεία αποδοκιμασίας, μορφασμόν ή μειδίαμα, ήρχιζα να κινώ την κεφαλήν:
   - Δεν τα κατάφερες, Κώστα, και θα καλέσω το Μανούσο να σου βάλη τα γυαλιά... Για σκέψου λίγο... Ας είναι, δεν τα καταφέρνεις... Έλα, Μανούσο!
   Ο Κώστας απεσύρετο κατακόκκινος και παρεχώρει την θέσιν του και την κιμωλίαν εις τον αντίζηλον. Διότι ούτω κατώρθωνα συγχρόνως ν' αναπτύσσω μεταξύ των δύο επιλέκτων άμιλλαν, ήτις υπεδαύλιζε και διετήρει τον ζήλον και την επιμέλειάν των. Ο Μανούσος πάντοτε με καταπληκτικήν ευκολίαν εύρισκεν την ορθήν λύσιν. Αλλά τι θα εγίνετο, Θεέ μου, αν ήτο και αυτός ως οι άλλοι; Μίαν φοράν παρ' ολίγον να ευρεθώμεν εις το αδιέξοδον τούτο. Επρόκειτο περί της υφαιρέσεως, εσωτερικής ή εξωτερικής, δεν ενθυμούμαι καλά. Ο Κώστας περιήλθεν εις αμηχανίαν, το δε πρόσωπον του Μανούσου δεν εξέφραζε τίποτε. Τώρα μάλιστα με παρετήρει και αυτός προσπαθών να μαντεύση την λύσιν από τας κινήσεις της φυσιογνωμίας μου. Αλλ' εγώ είχα φυσιογνωμίαν σφιγγός ανεξερεύνητον, ενώ εντός μου εσφάδαζεν αγωνία φοβερά. Αλλά τι να γίνη; Ο Κώστας είχε κοκκινήσει μέχρι των ώτων και κύψας την κεφαλήν, παρητήθη από την αδύνατον επιχείρησιν. Ηναγκάσθην δε να καλέσω τον Μανούσον και συγχρόνως εσκεπτόμην πυρετωδώς τι να είπω και τι να κάμω εν περιπτώσει καθ' ην θα εψεύδετο και η τελευταία μου ελπίς. Και πράγματι μετ' όλίγον ήρχιζε να κοκκινίζη και ο Μανούσος και εψιθύρισε:
   - Παράξενο πράμμα! Εχθές το 'καμα χωρίς καμμιά δυσκολία.
   Ο διδάσκαλος είχε καθήκον πλέον να παρέμβη με τα φώτα του, αλλ' ο διδάσκαλος δεν ενόει ν' αναμειχθή εις πράγματα τόσον εύκολα, από τα οποία δεν ενόει τίποτε. Και ανεκουφίσθη με μίαν σκέψιν: "Το κάτω κάτω καταργούμεν την υφαίρεσιν. Σήμερον δεν την χρησιμοποιούμεν πια. Η νέα μέθοδος..." Με αυτήν την "νέαν μέθοδον" εδικαιολόγουν πολλά πράγματα.
   Αλλά καθ' ην στιγμήν ήνοιγα το στόμα δια να καταργήσω την υφαίρεσιν, ήνοιξε το ιδικόν του και ο Μανούσος -καλή του ώρα!- και επρόφερεν εν επιφώνημα, πλήρες χρηστών ελπίδων:
   -Α! Το βρήκα.
   - Έλα, Αρχιμήδη! του είπα. Εγώ προς τιμωρίαν δεν σ' εβοήθησα... Έπειτα πρέπει να μάθετε να σκέπτεσθε μόνοι σας... Η νέα μέθοδος αυτό επιβάλλει.
   Και όταν οι αριθμοί έφθασαν εις αίσιον πέρας:
   - Ωραία! ανεφώνησα. Βλέπεις ότι δεν εχρειάζετο και μεγάλη φιλοσοφία... Αμέ όταν θα διδαχθήτε Άλγεβραν εις το γυμνάσιον, πώς θα κάνετε; Εκεί να ιδήτε αλαμπουρνέζικα! Εγώ, που ήμουν ο πρώτος της τάξεώς μου εις τα μαθηματικά (Ω! Αν με ήκουεν ένας καθηγητής των μαθηματικών με παραγναθίδας!)... Έλα, κάνε το άλλη μια φορά να δούνε και οι άλλοι.
   Φαίνεται όμως ότι η ηθοποιΐα μου δεν κατώρθωνε να κρύπτη τελείως την αδυναμίαν μου εις την οξυδέρκειαν του Μανούσου. Εις τούτο άλλως συνετέλουν και αι σπερμολογίαι του καλού μου συναδέλφου, αίτινες αν δεν επιστεύθησαν, αφήκαν όμως υπονοίας. Και μου εφάνη ότι ο Μανούσος δεν μου εδείκνυεν από τινος όλον τον σεβασμόν, ότι ήρχισε να γίνεται αλαζών, μαντεύσας ίσως ότι είχε την ανάγκην του ο διδάσκαλος. Ο κίνδυνος δεν ήτο μικρός. Και έπρεπε να παταχθή ταχέως το κακόν πριν ή γενικευθή και μετατραπή εις ανταρσίαν. Έπρεπε να του πάρω τον αέρα, δια να μη μου τον πάρη αυτός. Και μίαν ημέραν, ενώ διήρχετο πλησίον μου και μου εφάνη ότι δεν μ' εχαιρέτησεν ή ότι μ' εχαιρέτησεν αμελώς, τον εσταμάτησα και με οργήν του είπα:
   - Γιατί δε χαιρετάς, ε; Γιατί δε χαιρετάς;
   - Εχαιρέτησα, δάσκαλε, απήντησεν ωχριάσας.
   - Τόσον καλά εχαιρέτησες ώστε δεν σε είδα. Αλλ' εγώ δεν ανέχομαι αυθαδείας. Τας κόβω μια και καλή.
   Και συγχρόνως με την τελευταίαν λέξιν επλατάγισαν δύο ραπίσματα εις τα μάγουλά του.
   - Τι νόμισες; Είσαι ο πρώτος εις τα μαθήματα, αλλ' οφείλεις να είσαι και ο πρώτος εις την συμπεριφοράν... Πήγαινε και άλλη φορά να είσαι προσεκτικώτερος!
   Και απομακρυνόμενος είπα μονολογών:
   - Και να μου μαθαίνης καλά το μάθημα.                                              

Κονδυλάκης Ιωάννης, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (Ανθολογία), τομ. Γ', εκδ. Άλμπατρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: