Άδειασε και ξαναγέμισε τη βαλίτσα της. Ο θείος Φρερεζάκος, που της είχε βγάλει το αεροπορικό εισιτήριο, ήταν κατηγορηματικός: "Μόνον τ' απαραίτητα". Όχι πάνω από είκοσι πέντε κιλά, για να μην πληρώσει επιπλέον. Σχεδόν όσα και τα χρόνια της ζωής της. "Ένα κιλό για κάθε χρόνο..." σκέφτηκε. Δεν ήταν κι άσχημα. [...]
Η Μαργαρίτα ένα δωμάτιο έχει όλο κι όλο, αλλά δυσκολεύεται να αποφασίσει. Ποια είναι τ' απαραίτητα για την καινούργια ζωή; Τι να αφήσει και τι να πάρει; Ρούχα, οπωσδήποτε και μερικά βιβλία, τα βασικά, αυτά που θα της χρειαστούν τις πρώτες μέρες μέχρι να αγοράσει ελληνικά -τα υπόλοιπα θα τα αφήσει να της τα στείλουν φορτωτική. Επιτρέπεται όμως να πάρει μαζί της όσες αναμνήσεις θέλει. Αυτές ίσως να 'ναι και το πιο απαραίτητο εφόδιο για να ξεκινήσεις όχι μία, αλλά πολλές καινούργιες ζωές, όπως λέει και ο ποιητής.
"Να που άρχισα να γίνομαι συναισθηματική", σκέφτηκε. Τώρα που ήρθε η ώρα να φύγει οριστικά την έπιασε μελαγχολία. Με τις νέες εντυπώσεις δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Το ταξίδι στην Ελλάδα πριν από τρεις μήνες -πήγαινε για πρώτη φορά- η συνάντησή της με τη Νίκη μετά από τόσα χρόνια... Οι εξετάσεις για την ισοτιμία του πτυχίου, οι διατυπώσεις και οι ιατρικές εξετάσεις για τον διορισμό, το μικρό γυμνάσιο στη Βοιωτία, οι νέοι συνάδελφοι... Το ημιυπόγειο "διαμέρισμα" που θα μοιράζεται με μια φιλόλογο... Ήταν ξεσηκωμένη και χαιρόταν για τα καινούργια πρόσωπα και πράγματα που έμπαιναν στη ζωή της.
Τώρα όμως γύρισε στην Ίμβρο, και όλα είναι διαφορετικά. Στις λίγες μέρες της άδειας που της έδωσαν από το σχολείο για να μετακομίσει, συνειδητοποίησε ότι πρόκειται για μια αναχώρηση χωρίς επιστροφή. Όχι πως δεν θα ξανάρθει εδώ, αλλά να επιστρέφεις σαν επισκέπτης είναι κάτι διαφορετικό από το να ζεις έναν τόπο.
Είδε μπροστά της τις φαρδιές λεωφόρους της Αθήνας με τις ανθισμένες πικροδάφνες στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου, την πρώτη εικόνα της Ελλάδας που αντίκρισε βγαίνοντας απ' το αεροδρόμιο. Σ' αυτούς τους δρόμους την οδηγεί τώρα η ζωή. Τα σκιερά καλντερίμια της Πόλης και οι χωματόδρομοι της Ίμβρου είναι παρελθόν. Να, και το πιστό της ποδήλατο πρέπει πια να το αποχωριστεί. Θα το πάρει η Γλυκερία, η κόρη της Σοφίας. Δεν αρμόζει άλλωστε σε μια σοβαρή καθηγήτρια να κυκλοφορεί με δίτροχο.
"...προς σε καταφεύγω, την Κεχαριτωμένην..." Η φωνή της Γλύκως, της μητέρας της, που ακούστηκε από την κουζίνα να τραγουδά την παράκληση, την επανέφερε στην πραγματικότητα, στο αναστατωμένο δωμάτιό της και στα σκορπισμένα παντού ρούχα, βιβλία, χαρτιά, φωτογραφίες...
Τώρα όμως γύρισε στην Ίμβρο, και όλα είναι διαφορετικά. Στις λίγες μέρες της άδειας που της έδωσαν από το σχολείο για να μετακομίσει, συνειδητοποίησε ότι πρόκειται για μια αναχώρηση χωρίς επιστροφή. Όχι πως δεν θα ξανάρθει εδώ, αλλά να επιστρέφεις σαν επισκέπτης είναι κάτι διαφορετικό από το να ζεις έναν τόπο.
Είδε μπροστά της τις φαρδιές λεωφόρους της Αθήνας με τις ανθισμένες πικροδάφνες στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου, την πρώτη εικόνα της Ελλάδας που αντίκρισε βγαίνοντας απ' το αεροδρόμιο. Σ' αυτούς τους δρόμους την οδηγεί τώρα η ζωή. Τα σκιερά καλντερίμια της Πόλης και οι χωματόδρομοι της Ίμβρου είναι παρελθόν. Να, και το πιστό της ποδήλατο πρέπει πια να το αποχωριστεί. Θα το πάρει η Γλυκερία, η κόρη της Σοφίας. Δεν αρμόζει άλλωστε σε μια σοβαρή καθηγήτρια να κυκλοφορεί με δίτροχο.
"...προς σε καταφεύγω, την Κεχαριτωμένην..." Η φωνή της Γλύκως, της μητέρας της, που ακούστηκε από την κουζίνα να τραγουδά την παράκληση, την επανέφερε στην πραγματικότητα, στο αναστατωμένο δωμάτιό της και στα σκορπισμένα παντού ρούχα, βιβλία, χαρτιά, φωτογραφίες...