Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

[ ΈΝΑΣ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΟΣ ΓΑΜΟΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

  
    Ο Αμπντουλλά και η Ελένη παντρευτήκανε την επόμενη μέρα το απόγευμα στον κήπο του Γκοζ Τεπέ. Ένα σωρό πολυάσχολες μέλισσες βούιζαν μέσα στις φυλλωσιές της λεβάντας κι η θάλασσα ήταν άσπρη σαν νέφτι. Μάρτυρες στο γάμο ήταν ο Χατζή - ζαντέ Νουβίτ Μπέης, ένας ξάδερφος του πατέρα του Αμπμτουλλά, ένας καθηγητής μαθηματικών της Σουλτανικής Σχολής κι ο Ιμάμης από το Τζαμί της Καρατίνα, που διάβασε το συμφωνητικό του γάμου με μια διστακτική γεμάτη απορία φωνή, σαν να μην είχε ξανακούσει τα ίδια λόγια άλλη φορά.
   Ο Αμπντουλλά κοίταξε προς την Ελένη για να της δώσει θάρρος, αλλά εκείνη είχε καρφωμένο το βλέμμα της κατευθείαν μπροστά. Μετά την τελετή και την ανάγνωση των προσευχών από το ιερό βιβλίο, οι γυναίκες πήραν την Ελένη στο δωμάτιό τους να της προσφέρουν κολώνια και γλυκά. Ο ξάδερφος Χατζή - ζαντέ Νουβίτ Μπέης, που ήταν τσιγγούνης και της παλιάς σχολής, κέρασε τους άντρες από λιγάκι ούζο φτιαγμένο στο σπίτι. Ήταν ο ξάδερφος Νουβίτ που είχε συστήσει έναν γρήγορο και φτηνό γάμο. Είχε πει πως ο Θεός επιθυμεί την ένωση του άντρα και της γυναίκας όσο γίνεται πιο απλή και αξιοπρεπή, χωρίς περιττές επιδείξεις. Ο γάμος έγινε στο κορύφωμα της μέρας, σύμφωνα με τους κανονισμούς του Ισλάμ κι ήταν απλός όπως ο Προφήτης.
   Ο Αμπντουλλά θα ήθελε να δείξει την αγάπη του με λαμπρότητα και μεγαλείο. Η Ελένη όμως προτίμησε τη συμβουλή των συντηρητικών συγγενών. Παρακάλεσε ν' αφήσουν έξω από την τελετή όλα τα έθιμα, τούρκικα κι ελληνικά, έτσι που να γίνει όσο το δυνατόν πιο σεμνή. Όλες οι συνηθισμένες προετοιμασίες εγκαταλείφτηκαν, προσκλήσεις και συγκέντρωση δώρων, το σύμφωνα με την παράδοση λουτρό και το βάψιμο των μαλλιών της νύφης, η Νύχτα της Χέννα, όπως το ονόμαζαν, ο θρόνος για τη νύφη, ο νυφικός πέπλος, το συμπόσιο του γάμου, το ράντισμα της νυφικής παστάδας με σουσάμι. Όταν έφυγαν οι καλεσμένοι, ο ξάδερφος Νουβίτ έκρυψε σ' ένα συρτάρι το ούζο και ο Αμπντουλλά μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, όπου βρήκε την Ελένη να κάθεται σ' ένα μαξιλάρι με το βλέμμα χαμηλωμένο και το πρόσωπο σκεπασμένο μ' ένα ροζ φερετζέ από γάζα. Σήκωσε το φερετζέ και τη φίλησε στα χείλη, που ήταν κρύα κι ανέκφραστα. Τον κοίταξε χωρίς ενδιαφέρον.
   - Τέλειωσε; Μάλλον σύντομη τελετή.
   - Αυτή είναι η μουσουλμανική τελετή, είπε ο Αμπντουλλά. Είναι μια συμφωνία, όχι ιεροτελεστία.
   - Δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε;
   - Τίποτα.
   Η Ελένη αναστέναξε και κοίταξε γύρω το δωμάτιο. Ο Αμπντουλλά είχε ακούσει ότι πολλές νύφες είναι μελαγχολικές. Η μελαγχολία, όμως, της Ελένης είχε μια πολύ πιο βαθιά έκφραση από τη συνηθισμένη λύπη που οφείλεται στον αποχωρισμό από τους γονείς και τους συγγενείς. Η δυστυχία της ήταν τόσο έκδηλη, που του έκανε εντύπωση. Όχι μόνο γιατί ερχόταν σε αντίθεση με τη δική του χαρά, αλλά γιατί ήταν ασυνήθιστη για τη γεμάτη ενέργεια και χαρούμενη Ελένη που ήξερε. Παρ' όλ' αυτά ο Αμπντουλλά δεν ήταν διατεθειμένος να εξετάσει τα βαθύτερα αίτια της ψυχικής κατάστασης που βρισκόταν η Ελένη. Διαισθανόταν ότι η αντρική και οικογενειακή του αξιοπρέπεια θα δοκίμαζαν ανεπανόρθωτο πλήγμα, αν ζητούσε να μάθει τους λόγους που την υποχρέωσαν να εγκαταλείψει το σπίτι της και να παντρευτεί μαζί του. Σύμφωνα με τη μουσουλμανική νοοτροπία, ο Αμπντουλλά ήταν έτοιμος ν' αποδεχτεί τη μοίρα του χωρίς δισταγμό και μ' ευγνωμοσύνη. Αν η Ελένη δεν τον αγαπούσε τώρα, θα μπορούσε να τον αγαπήσει αργότερα. Στήριζε την αντρική του πίστη στην ερωτική μαγεία της νυφικής παστάδας.
   Οι υπηρέτες σέρβιραν τη γαμήλια σούπα από πατσά και μπαχαρικά. Ο Αμπντουλλά φόρεσε μια ρόμπα κι έβρεξε τα μαλλιά του με κολώνια λεμονιού. Οδήγησε την Ελένη μπροστά σ' έναν μπακιρένιο δίσκο, κάθισε κοντά της κι άρχισε να την ταΐζει με το κουτάλι, κρυώνοντας την κάθε κουταλιά μ' ένα φύσημα. Κάθε λίγο και λιγάκι εκείνη ψιθύριζε μερικές λέξεις ευχαριστίας ή του ζητούσε ψωμί, αλάτι ή λεμόνι. Δεν γύρισε όμως τα μάτια της να τον κοιτάξει ούτε μια φορά. Αυτός το απέδωσε σε κοριτσίστικη συστολή κι ένα κύμα επιθυμίας τον συνεπήρε. 
   Περπάτησε γύρω στο δωμάτιο, τακτοποίησε τις κουρτίνες κι ασφάλισε τα παραθυρόφυλλα. Του φάνηκε ότι το δωμάτιο ήταν πολύ ζεστό. Έπειτα ότι ήταν μάλλον δροσερό. Μήπως την ενοχλούσε το ρεύμα; Ύστερα πρόσεξε τα μαζεμένα πολλά και διάφορα αντικείμενα εκεί μέσα: ανάγλυφα από ξύλο ελιάς, γιαταγάνια της Ισμαηλίας, ψάθες για προσευχή από την Κούλα, πράγματα που ένας Έλληνας θα τα έβρισκε εξωτικά. Τα μάζεψε βιαστικά και τα έβαλε παράμερα, να μη φαίνονται. 
   Η Ελένη καθόταν απορροφημένη στις σκέψεις της. Ο Αμπντουλλά πήρε το κεφάλι της στα χέρια του και της έλυσε τα μαλλιά, που ξεχύθηκαν στους ώμους της σαν μαύρα γυαλιστερά, αρωματισμένα κύματα. Κοίταξε γύρω της με αγωνία, καθώς εκείνος την ξάπλωνε στα μαξιλάρια.
   Δεν αντάλλαξαν λέξη. Ο Αμπντουλλά έβγαλε τη ρόμπα του κι άπλωσε τα χέρια του στους γλουτούς της Ελένης. Όταν, όμως, προσπάθησε να πέσει πάνω της, εκείνη αποτραβήχτηκε λαχανιασμένη και μουρμούρισε μέσα απ' τα σφιγμένα της δόντια:
   - Ω! Δεν μπορώ.
   Σταύρωσε τα πόδια της, κούνησε το κεφάλι της σε άρνηση και τον έσπρωξε από πάνω της με τα χέρια.
   Ο Αμπντουλλά πίεσε τον εαυτό του πάνω της, γελώντας στην αρχή:
   - Εντάξει, μικρή μου πριγκήπισσα, νομίζεις πώς θα σε πονέσω;
   Ξαφνικά, καθώς εκείνη εξακολουθούσε να του αντιστέκεται, την έσπρωξε με βία, ενώ εκείνη κουνούσε το σώμα της δεξιά κι αριστερά για να τον αποφύγει. Το δέρμα της ήταν τραχύ και κρύο στο άγγιγμά του. Τα μισόκλειστα μάτια της γυάλιζαν δακρυσμένα. Τα χείλη της ήταν σφιχτά κλεισμένα. Ο Αμπντουλλά συγκράτησε το πάθος του. Κατηγόρησε τον εαυτό του για αδεξιότητα. Η οργή, όμως της αποτυχίας τον είχε κυριεύσει. Ένιωθε σαν να τον είχαν εξαπατήσει, πως ήταν ένας βλάκας.
   Ο πόθος του έσβησε διαμιάς. Σηκώθηκε αποθαρρυμένος. Άναψε ένα τσιγάρο κι άρχισε να περπατάει πάνω - κάτω. Το δωμάτιο ήταν πλημμυρισμένο από τις ακτίνες του ήλιου που 'χαν πάρει μια απόχρωση κεχριμπαριού. Ίσως αυτό να έφταιγε. Η μεσημεριάτικη ζέστη. Το δωμάτιο ήταν πολύ φωτεινό. Αργότερα, το βράδυ, στη δροσιά του σκοταδιού, ίσως η Ελένη να έβρισκε λιγότερο απειλητική τη βιαιότητα του συζυγικού πάθους. 
    Ωστόσο, το βράδυ τον παρακάλεσε να μην την ενοχλήσει. Αισθανόταν τόσο κουρασμένη, πραγματικά εξαντλημένη. Ο Αμπντουλλά υποχώρησε. Παραιτήθηκε από τη σκέψη ότι η σεξουαλική του γοητεία θα μπορούσε να συγκινήσει την Ελένη στην κατάσταση που βρισκόταν. Έστρωσε ένα χαλί σε μια γωνιά και ξάπλωσε.
   Φοβερά όνειρα τον βασάνισαν καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας. Λίγο πριν ξημερώσει, ξύπνησε την Ελένη και της είπε ότι έπρεπε να φύγουν αμέσως, προτού η αστυνομία αρχίσει να τους ψάχνει.
   - Τόσο γρήγορα; ρώτησε η Ελένη, που φάνηκε να κάνει κάποιους υπολογισμούς με το νου της.
   Δεν του εναντιώθηκε όμως. Όταν άρχισε να γλυκοχαράζει, έφυγαν για το λιμάνι με μια άμαξα. Κίτρινος αφρός έλουζε τα μουράγια στην ακτή. Η Ελένη κρατούσε το σάλι της σφιχτά γύρω απ' το στόμα της, όπως ακριβώς κάνουν οι Τουρκάλες. Ο Αμπντουλλά φορούσε σκούφο κι ένα πουκάμισο χωρίς κολλάρο. Όταν ο ήλιος άρχισε να σκαρφαλώνει στον ουρανό, είχαν κιόλας περάσει το Καραβάν γεφύρι. Η Σμύρνη πίσω τους κοιμόταν ακόμα αμέριμνη. 
   Μπρος τους απλώνονταν οι αγροί, που 'χαν πάρει το κίτρινο χρώμα της μουστάρδας. Το Νυμφ Νταγκ και το Μποζ Νταγκ ήταν φορτωμένα με χιόνια. Τα ρυάκια ήταν ξεχειλισμένα, το νερό τους θολό στο χρώμα της σκουριάς. Οι γυναίκες βρίσκονταν κιόλας στους αγρούς, μεταφυτεύοντας τους σπόρους του καπνού. Ποτέ άλλοτε δεν του φάνηκε η πατρίδα του περισσότερο φτωχή. Χαμογέλασε στην Ελένη για να της δώσει θάρρος. Εκείνη καθόταν ακίνητη και σιωπηλή με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της, ενώ το κάλυμμα του κεφαλιού της φούσκωνε απ' τον αέρα σαν πειρατική σημαία.
   Το βράδυ κατέλυσαν σ' ένα πανδοχείο στο Νιφ, που ήταν δίπλα σε μια στέρνα όπου κυλιόντουσαν μερικές καμήλες. Η Ελένη έφτιαξε τσάι με νερό γεμάτο λάσπη πάνω σ' ένα μαγκάλι που έκαιγε ξυλοκάρβουνα. Ήπιε μισό φλιτζάνι, έφαγε λίγο ψωμί και ξάπλωσε σ' ένα χαλί πάνω στο λερωμένο πάτωμα. Ο Ανπντουλλά στήριξε το κεφάλι του στο χέρι του κι απόμεινε να την κοιτάζει μ' αφηρημένο βλέμμα μέχρις ότου η νύχτα τον κατάπιε, μαζί με τις θλιβερές του σκέψεις, μέσα στην αχανή, μαύρη κοιλιά της. Η μυρωδιά στον αέρα ήταν βαριά από τα κάτουρα χιλιάδων καραβανιών, που είχαν αφήσει εκεί τα ίχνη τους από το πέρασμά τους. Το ίδιο επαναλήφθηκε στην Κασσάμπα και στο Σαλιχλί. Τα ίδια υγρά σκεπάσματα, το λασπωμένο νερό, το νοτισμένο από τα νιτρικά άλατα χώμα που άφησαν εκεί οι αιώνες. Η ίδια λυπημένη, ανεξιχνίαστη έκφραση της Ελένης, που την ένιωθε να χάνεται σιγά - σιγά στο σκοτάδι της μοναξιάς της, όπως ένας κρίνος που τον παρασέρνει τ' αφρισμένο ρυάκι.
   Την τέταρτη μέρα, καθώς έδυε ο ήλιος, πέρασαν το μικρό ποτάμι του Αλασεχίρ μαζί μ' ένα κοπάδι από βούβαλους κι η πόλη φάνηκε επιτέλους, πάνω απ' το κεφάλι τους, σκαρφαλωμένη στους λόφους που ήταν γεμάτοι με μηλιές και δαμασκηνιές. 
   - Δεν είναι, βέβαια, η Κωνσταντινούπολη, είπε ο Αμπντουλλά, αλλά η ζωή εδώ είναι ευχάριστη.
   Και της μίλησε για το Λωρέλ Κονάκι, για τη μητέρα του και τις αδερφές του, τη γιαγιά του και το θείο του, που ζούσαν όλοι μαζί, όπως ένα κοπάδι κότες μαζί μ' έναν κόκκορα, σε μια αγροικία, κάτω από ένα αμπέλι, στα χωράφια του Καρκιζαλί. Η αγροικία αυτή υπήρξε το στρατιωτικό ορμητήριο της γενιάς της μητέρας του επί διακόσια ολόκληρα χρόνια. Τα χωράφια, όμως, τα καλλιεργούσαν οι χωριάτες. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με κοτόψηρες, το νερό από το πηγάδι ήταν υφάλμυρο και το τζάκι κάπνιζε.
   - Είναι ευλογία Θεού που δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε έξω, στα βοσκοτόπια, είπε ο θείος του, ο Μαχμούτ Ζία. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, εάν ο Κενάν βρισκόταν εδώ να μας βοηθήσει.
   - Ή ακόμα κι εσύ Αμπντουλλά, πρόσθεσε η μητέρα του.
   Ο Αμπντουλλά βγήκε έξω κι έπειτα έφερε τη γυναίκα του μέσα στο σπίτι. Το δέρμα της Ελένης ήταν σχεδόν μελανιασμένο απ' την κούραση κι ήταν τόσο αδύναμη από την ταλαιπωρία του ταξιδιού, ώστε αναγκάστηκαν να τη μεταφέρουν στα χέρια. Οι γυναίκες πέταξαν στο πάτωμα τα ραψίματά τους. Υποκλίθηκαν αδέξια κι άγγιξαν το μέτωπό τους με το χέρι της Ελένης.
   - Καλώς ήρθες στο σπιτικό μου! δήλωσε η μητέρα του Αμπντουλλά. Οδήγησε την Ελένη στην κρεβατοκάμαρα, που είχε ένα κρεβάτι φτιαγμένο από βελέντζες, μια ντουλάπα από ξύλο κερασιάς και μια ζωγραφιά στον τοίχο που παρίστανε ένα αγροτικό τοπίο. Οι άλλες γυναίκες ακολούθησαν την Ελένη κι αφού πήραν τα σκεπάσματά τους, έκλεισαν πίσω τους την πόρτα, αφήνοντας μόνη την Ελληνίδα αδερφή τους για να ξεκουραστεί.
   - Τι έκπληξη, Αμπντουλλά! είπε η μητέρα του, ρίχνοντας το εξεταστικό της βλέμμα, που μόνο ο Κενάν είχε κληρονομήσει, πάνω στο γιο της. Πότε παντρεύτηκες; Είναι σε ενδιαφέρουσα, έτσι δεν είναι;
   - Όχι, είναι μόνο εξαντλημένη απ' το ταξίδι.
   Η μητέρα του τον κοίταξε μ' ένα μικρό χαμόγελο που έπεσε πάνω του σαν χαστούκι. Μόλις βρήκε ευκαιρία ο Αμπντουλλά ζήτησε την άδεια ν' αποσυρθεί και πήγε στο υπνοδωμάτιο. Στάθηκε πάνω από την Ελένη με τα πόδια ανοιχτά και τις γροθιές σφιγμένες πάνω στο στήθος του.
   Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της τρομαγμένη όταν τον είδε αγριεμένο να στέκει από πάνω της. Γονάτισε δίπλα της κι άρχισε να της ξεκουμπώνει βίαια τα ρούχα. Τον είχαν προδώσει, τον είχαν εξαπατήσει, τον είχαν ταπεινώσει, τον είχαν εξευτελίσει. Μουγκρίζοντας ρίχτηκε καταπάνω της σαν φονιάς, πνίγοντας τις κραυγές της με τα ροζιασμένα χέρια του, τα χέρια του ληστή, χώνοντας τα δάχτυλά του στις μαλακές άκρες των χειλιών της, σφραγίζοντας την αναπνοή της με τη δική του. Έσπρωξε με βία το σώμα του ανάμεσα στο αδιαπέραστο χώρισμα των ποδιών της. Κουνιόταν παράφορα πάνω της, αναπνέοντας βαριά και γρήγορα, πίνοντας σε κάθε αναπνοή τα δάκρυα που κυλούσαν ασταμάτητα στα μάγουλά της. Πόνο, να της δώσει πόνο ήθελε και να δεχτεί το ίδιο αντίτιμο για τον απελπισμένο έρωτά του. Να ρίξει μέσα της το σπόρο της οργισμένης ηδονής του, αυτό ήθελε μόνο εκείνη τη στιγμή. Κι έπειτα, όπως κύλισε δίπλα της βαρύς, ένας άγριος, πρωτόγονος θυμός τον συνεπήρε. Βύθισε με δύναμη τα δάχτυλά του στον ώμο της.  
   - Πού είναι η γαμήλια σημαία μου; Σε ποιανού το παράθυρο την έστησες;
   Η Ελένη τραβήχτηκε προς τα πίσω, τίναξε τα μαλλιά της και τον κοίταξε αγριεμένη.
   - Περίμενες να κλέψεις μια παρθένα από ένα χορό καρναβαλιού;
   - Γουρούνας γέννα, είπε ο Αμπντουλλά. Είσαι γκαστρωμένη; Ποιος έχει οργώσει την κοιλιά σου;
   Η φωνή του, όμως, έσπασε. Τυφλωμένος από οργή σηκώθηκε, μάζεψε τα ρούχα του, έβαλε τις μπότες του και βγήκε έξω.
   Κάτω απ' τον υγρό, μαύρο όγκο του Μποζ Νταγκ η αυλή συγκλονιζόταν απ' τη φασαρία που έκανε μια ντουζίνα γάτες. Ο άνεμος φυσούσε λυσσασμένα, σφυρίζοντας ανάμεσα απ' τα γυμνά κλαριά από τις λεύκες, κυνηγώντας με μανία τα ξερά φύλλα κάτω στο χώμα, στροβιλίζοντάς τα κι ύστερα τ΄άφηνε, για να ξαναγυρίσει βουίζοντας περισσότερο απειλητικός. Το χώμα ανάδιδε μια μυρωδιά μόσχου, που έμοιαζε με τη μυρωδιά του σπέρματος. Ο Αμπντουλλά πήγε στο πηγάδι και κατέβασε τον κουβά. Το μάγγανο αντήχησε στριγγά καθώς το σχοινί ξετυλιγόταν με ταχύτητα. Αφού ήπιε, κατόπιν έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό του. Όταν για μια στιγμή σκέφτηκε την αηδιαστική υγρασία που είχε ακόμα στο σώμα του, κατέβασε το παντελόνι του και πλύθηκε σύμφωνα με τον πατροπαράδοτο τρόπο από την εποχή του Προφήτη, ρίχνοντας νερό με το δεξί χέρι και καθαρίζοντας τα γλιστερά υπολείμματα του σεξουαλικού του πάθους με τ' αριστερό.
   Με το πλύσιμο ο θυμός του κατευνάστηκε. Η καρδιά του έπαψε να βροντοχτυπά. Το αίμα σταμάτησε να σφυροκοπάει μέσα στις αρτηρίες του. Όταν η Ελένη φάνηκε στην αυλή, την κοίταξε χωρίς αποστροφή ή κακία, πιο πολύ με συμπάθεια. Εκείνη παραπατούσε και τιναζόταν σε κάθε της βήμα. Κατόρθωσε να φτάσει μέχρι τη μέση της αυλής κι έπειτα, ξαφνικά, άφησε μια παραπονεμένη, άγρια κραυγή κι έπεσε κάτω. Ο Αμπντουλλά έτρεξε κοντά της. Εκείνη χτυπούσε το χώμα με αγωνία.
   - Το χάνω, το χάνω... Ω! Χριστέ μου, βόηθα με! Ω! Μάνα μου, μάνα μου μάνα μου...
   Ο Αμπντουλλά την έπιασε από τους ώμους και τη σήκωσε. Το έδαφος ήταν νοτισμένο από τ' αμνιακά υγρά που 'χαν  χυθεί μαζί με τα υπολείμματα μιας ζωής που δεν έζησε ποτέ της, το στείρο καρπό μιας στείρας από ομορφιά πράξης. Κλαίγοντας με λυγμούς ο Αμπντουλλά έσπρωξε στο χαντάκι την απόδειξη της ντροπής του και με τα χέρια του έριξε χώμα, για να θάψει κάτω απ' τη γη τον πόνο που θα τον βασάνιζε μέχρι τη στιγμή που θα 'κλεινε οριστικά τα μάτια.
   Για μέρες, βδομάδες, μήνες, η Ελένη καθόταν αμίλητη κοντά στο μαγκάλι, χωρίς να κάνει τίποτα, εκτός απ' το να τραβάει τις κλωστές απ' την κουβέρτα που είχε ριγμένη στα γόνατά της. Οι συγγενείς του άντρα της κυκλοφορούσαν γύρω της χωρίς να μιλάνε ή να κάνουν θόρυβο. Αν τυχόν η Ελένη κοιτούσε προς το μέρος τους, έστρεφαν το κεφάλι απ' την άλλη μεριά. 
   Κάθε απόγευμα η μητέρα του Αμπντουλλά έπαιρνε ένα καλάθι και το παλιό πιστόλι, σκέπαζε το πρόσωπό της μ' ένα μαύρο πέπλο κι έφευγε. Η θεία πήγαινε στην κρυψώνα της κι ο θείος τεμπέλιαζε πίσω στην αυλή. Όσο για τον Αμπντουλλά, έβαζε τα χέρια πίσω στην πλάτη και με σκυμμένο το κεφάλι, πήγαινε να περπατήσει στ' αμπέλια. Οι απαιτήσεις του απ' την Ελένη είχαν σταματήσει εντελώς κι εκείνη αισθανόταν σχεδόν ευτυχής στην απόλυτη απομόνωσή της.
   Η αγροικία, εξάλλου, έμοιαζε με τον τάφο κάποιου ξεχασμένου αγίου. Παραμελημένος, άχρηστος και σιωπηλός. Στην αγροικία δεν υπήρχαν κότες, γίδες, χήνες, σκυλιά ή άλλα κατοικίδια ζώα. Ούτε κάρα, ούτε αυτοκίνητα, ούτε καραβάνια περνούσαν κάτω απ' την πύλη της αυλής. Κανένας επισκέπτης δεν ερχόταν. Χωρικοί δε δούλευαν στ' αμπέλια, όπου είχαν κιόλας φανεί τα πρώτα μικρά φύλλα της άνοιξης. Η μόνη της συντροφιά ήταν η Γκιουλνάρ, η μικρότερη αδερφή του Αμπντουλλά, που ήξερε μόνο να κάνει μάσκες ομορφιάς για το πρόσωπο, κι ακόμη η μεγαλύτερη αδερφή, η Γιλντίζ, που ήταν πνευματικά καθυστερημένη, και η γιαγιά, που έμοιαζε με απολίθωμα. 
   Παρατηρώντας τους μέσα απ' τ' απύθμενα σκοτάδια της απελπισίας της, η Ελένη έβλεπε τη γριά γυναίκα σαν το σύμβολο όλων: μια αποκρουστική ηλικιωμένη γυναίκα. Πριν από πολλά χρόνια κιόλας τα γηρατειά την είχαν αποξεράνει και παραμορφώσει. Τώρα έμοιαζε μ' ένα πολυκαιρισμένο φασόλι, που διατηρούσε ακόμα το χρώμα και το σχήμα του, μα που είχε τελείως αποξεραθεί και που σε μια οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να διαλυθεί σε σκόνη. Το αγαπημένο της μέρος ήτανε κοντά στη σκάλα. Καθόταν εκεί ώρες, κάπνιζε, έβηχε, έφτυνε τα σάλια της και κοίταζε συνεχώς τον άδειο δρόμο.
   Περισσότερο από μισό αιώνα είχε ζήσει σαν φυτό στην απομόνωση του χαρεμιού. Δεν έμαθε ποτέ της να γράφει, να διαβάζει, να χορεύει ή να ζωγραφίζει. Δεν ήξερε να παίξει ένα μουσικό όργανο, ένα παιχνίδι, να τραγουδήσει ένα τραγούδι, να περιποιηθεί ένα παιδί, να μαγειρέψει, να κάνει ιππασία, να μιλήσει μια ξένη γλώσσα, να στρίψει ένα τσιγάρο, να φροντίσει ένα φυτό, να ξεχωρίσει ένα πουλί, ένα ζώο ή ένα δέντρο, να μετρήσει περισσότερο από τα εκατό. Ποτέ δεν τη φωτογράφησαν. Ποτέ δεν ανέβηκε στο τραίνο ή σε βαπόρι, ποτέ της δεν μίλησε σε χριστιανό, εκτός από μια υπηρέτρια που είχε κάποτε. Ποτέ της δεν έκανε κάποιο ταξίδι εκτός από μικρές εκδρομές στη γύρω περιοχή. Ποτέ της δεν είδε καραγκιόζη ούτε πήγε ποτέ στο θέατρο, στην όπερα ή σε κάποιο κοντσέρτο, ούτε σε αθλητικούς αγώνες, στις ιπποδρομίες ή έστω σε κάποιον αγώνα με καμήλες. Όλα της τα χρόνια τα πέρασε πίσω από ένα καφασσωτό, ενώ οι Σουλτάνοι Μετζίτ, Χαμίτ, Μεχμέτ διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, ενώ ανοιγόταν μια διώρυγα στην Αίγυπτο, μια σιδηροδρομική γραμμή στρωνόταν μέχρι τη Βαγδάτη και πόλεμοι ξεσπούσαν στην Ευρώπη και την Ανατολή.
   Αυτή όμως δε νοιαζόταν για τίποτα απ' αυτά. Μια μόνο αξέχαστη ανάμνηση κυριαρχούσε για πάντα στο άδειο της μυαλό: η γλυκιά ανάμνηση του γάμου της. Κράτησε μια βδομάδα κι είχε οκτακόσιους καλεσμένους. Τριακόσιες κούπες πιλάφι μοιράστηκαν στους φτωχούς. Η ίδια είχε καθίσει σ' ένα θρόνο καλυμμένο με ατλάζι σε χρώμα πορτοκαλί, στολισμένη με ακριβά κοσμήματα, και το βράδυ ξάπλωσε σε σεντόνια κεντημένα με χρυσή κλωστή, πάνω στα οποία είχαν σκορπίσει σουσάμι για να εξασφαλιστεί μια γόνιμη ένωση. Γέννησε τρία παιδιά και στα είκοσι δύο της χρόνια έμεινε χήρα.
   Αν ποτέ μιλούσε ήταν για να διηγηθεί για το γάμο της. Ενώ ο Αμπντουλλά τής έστριβε ένα τσιγάρο, εκείνη μισόκλεινε τα μάτια και κοιτούσε το δρόμο σαν απολιθωμένη. Κι ούτε ποτέ αναγνώρισε την Ελένη, μολονότι την παρατηρούσε για ώρες καθισμένη κοντά της.
   Κατά το δειλινό η γριά γυναίκα θα έβγαζε μιαν ασθενική κραυγή κι η Ελένη, κοιτάζοντας προς το μέρος του δρόμου, θα 'βλεπε τη μητέρα του Αμπντουλλά να γυρίζει από την έξοδό της με το βέλο ριγμένο προς τα πίσω και τα χείλη σφιγμένα σε μια λεπτή γραμμή οργής.
   - Τι άλλο μένει να κάνουν; Έκαψαν όλα τα έπιπλα στο τζάκι για να ζεσταθούν.
   Κι αφού θα 'μπαινε μέσα, θα συνέχιζε:
   - Έκαναν την κουζίνα στάβλο. Έστειλα ένα μικρό να πάει να κοιτάξει κρυφά και του άδειασαν ένα καθίκι γεμάτο στα μούτρα.
   Ο θείος θα εμφανιζόταν ξαφνικά, έχοντας συνέρθει από την υπνηλία της μέρας και θα φώναζε:
   - Όλοι οι Έλληνες είναι το ίδιο. Αν ο Κενάν βρισκόταν τουλάχιστον εδώ...
   Καμιά φορά κυκλοφορούσαν φήμες ότι έρχεται ένα τμήμα του στρατού για να κάνει επίταξη. Τότε για μέρες και νύχτες οι γυναίκες θα στριμοχνώντουσαν μέσα σ' ένα χαντάκι, σε κάτι καλαμιές πίσω απ' τ' αμπέλια, αναρριγώντας και τρέμοντας από το φόβο. Μαζί τους θα είχαν πάρει ό,τι πολύτιμο διέθεταν, τρόφιμα κι άλλα χρήσιμα πράγματα κυρίως, για να μην τους τα πάρουν οι Έλληνες. 
   Ο Αμπντουλλά όμως αρνιόταν να κρυφτεί. Σκάλιζε τα χωράφια, επισκεύαζε τους φράχτες, κουβαλούσε νερό, ενώ η μητέρα του τον φώναζε απ' την κρυψώνα της.
   - Δεν καταλαβαίνεις ότι αν σε πιάσουν, θα σε πάρουν στα τάγματα εργασίας;
   Φυσικά δεν έπαιρνε απάντηση.
   - Φαίνεται πως σ' αρέσει η ιδέα να περάσεις μερικά χρόνια φτιάχνοντας δρόμους.
   Ούτε και τότε ο Αμπντουλλά απαντούσε.
  - Προσδοκάς να σε σώσει η γυναίκα σου, ε; Αν την βρουν, θα πουν ότι την έκλεψες.
   Και πάλι δε λάβαινε καμιά απάντηση.
   Η Ελένη τον παρακολουθούσε να κινείται αμίλητος και απορροφημένος στις σκέψεις του. Είχε το κοντό, καλλιεργημένο βήμα του ανθρώπου της πόλης. Θυμόταν πόσο κομψός και καλοντυμένος ήταν κάποτε, με τα παπούτσια από λουστρίνι, την άψογη φορεσιά του, την ευγένεια των κινήσεών του, τα λεπτά, περιποιημένα χέρια του, τα κομψά του πόδια, την έξυπνη, γοητευτική του έκφραση. Τώρα κάτι φαινόταν να 'χει σκληρύνει το σώμα του. Η λυπημένη έκφραση του προσώπου του και η έλλειψη επικοινωνίας, ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με την ομιλητικότητα που έδειχνε παλιά, όταν πήγαινε στον πατέρα της για να πουλήσει τη σταφίδα. Μα η Ελένη δεν είχε τη διάθεση ν' ασχοληθεί περισσότερο και ν' αναζητήσει τα αίτια της αλλαγής του. Της φαινόταν απίστευτο ότι εκείνος ο άντρας, που γι' αυτόν ήξερε τόσα λίγα, ήταν ο δικός της σύζυγος. Φαινόταν ένας αξιοπρεπής και καλλιεργημένος άνθρωπος. Κι όμως οι δικοί του, του συμπεριφέρονταν με περιφρόνηση. Ήταν μόνο γιατί είχε παντρευτεί μιαν αλλόθρησκη; Ή γιατί είχε γυρίσει στην κατεχόμενη Τουρκία, ενώ ο αδερφός του, που όλοι θαύμαζαν, βρισκόταν με τον Κεμάλ, στην Άγκυρα;
   Τη νύχτα, η Ελένη άκουγε τη μητέρα του να τον κεραυνοβολεί με παράπονα για τις καταστροφές που έκαναν οι Έλληνες στην ιδιοκτησία τους, για την αυθάδειά τους, την κακοήθεια στο φέρσιμό τους, για τη μανία καταστροφής που τους διέκρινε.
   - Μη νομίζεις ότι δε θα 'θελαν ν' αρπάξουν κι αυτή τη μικρή καλύβα που ζούμε τώρα. Δε θα τους ένοιαζε καθόλου να μας αφήσουν μόνο μια σκέτη ψάθα. Μας πήραν ό,τι άλλο έχουμε: το στάρι,  τις καρότσες, τις γελάδες, τη σταφίδα. Και το χειρότερο είναι πως προσποιούνται ότι πληρώνουν για να δικαιολογήσουν τη ληστεία και την αρπαγή. Ζυγίζουν τις γελάδες με τη δική τους ζυγαριά και κάποιος απ' αυτούς φωνάζει το βάρος στα ελληνικά. Και ποιος μπορεί να καταλάβει τι λένε; Ούτε σ' αφήνουν να δεις τι γράφει η ζυγαριά. Αυτοί υπολογίζουν τα νούμερα κι αυτοί τα καταγράφουν. Κι ούτε πληρώνουν για τα κέρατα, για τις οπλές ή για το τομάρι. Πέντε λίρες μου έδωσαν την τελευταία φορά για έναν τράγο, που θα έπιανε εύκολα είκοσι σε οποιοδήποτε παζάρι. Νομίζω πως είναι η χειρότερη και πιο σκληρή ράτσα στον κόσμο.
   - Μητέρα, για όνομα του Θεού, θέλεις να σ' ακούσει τι λες;
   - Αυτή θα 'χει ακούσει χειρότερα για τους Τούρκους από τότε που ο πατέρας της την κάθιζε στα γόνατά του.
   - Δεν τη συμπαθείς καθόλου, μητέρα;
   - Γιατί όχι; Νομίζω πως είναι νόστιμη. Εσύ τι λες Γκιουλνάρ; Δε νομίζεις κι εσύ ότι είναι νόστιμη;
   - Ποια;
   - Η γυναίκα του.
   Η Ελένη ακούμπησε τ' αυτί της στην πόρτα, αλλά η φωνή της Γκιουλνάρ δεν ακούστηκε καθαρά. Ύστερα άκουσε τον Αμπντουλλά που έλεγε:
   - Ήταν δύσκολο γι' αυτήν ν' αφήσει τους δικούς της.
   - Είναι δύσκολο για κάθε κορίτσι που φεύγει από το σπίτι του, τον αντέκρουσε η μητέρα του. Αν αισθάνεται μοναξιά, γιατί δεν την αφήνεις να πάει να μείνει με καμιά ελληνική οικογένεια στην πόλη;  
   - Να τη βάλω οικότροφο;
   - Γιατί όχι; Ελληνίδα δεν είναι;
   - Είναι η γυναίκα μου, απάντησε ο Αμπντουλλά.
   - Κοίταξε, νομίζω πως είναι καιρός να μιλήσουμε καθαρά, είπε η μητέρα του Αμπντουλλά. Αυτή η Ελληνίδα δε νοιάζεται για σένα. Αυτό είναι φανερό. Δεν καταλαβαίνω γιατί σε παντρεύτηκε.
   Ο Αμπντουλλά δεν απάντησε κι η μητέρα του συνέχισε:
   - Το να θέλει κάποιος ν' αποδείξει κάτι,  το να ξεγλιστρήσει από κάτι ή ν' αντιμάχεται μια κατάσταση, όπως κάνεις εσύ, αυτό δε λέγεται γάμος. Εσύ γιατί την έκανες γυναίκα σου;
   Αλλά η Ελένη δε μπόρεσε ν' ακούσει την απάντηση του Αμπντουλλά. Έγειρε πίσω στα μαξιλάρια και θυμήθηκε ένα τραγούδι που τραγουδούσαν τα κορίτσια στα χωριά τη μέρα του γάμου:
Γεια και χαρά σου, γλυκειά μου μάνα,
Πηγαίνω σε ξένο σπίτι
να υπηρετήσω του άντρα μου τη μάνα.     
    Ο Αμπντουλλά μπήκε στο δωμάτιο και πήγε στη γωνιά του για να ξαπλώσει. Αναστέναξε βαθιά. Η Ελένη είχε στηλώσει τα μάτια της στο σκοτάδι. 
   - Δε μπορώ να γυρίσω στο σπίτι μου. Δεν έχω πουθενά να ζητήσω καταφύγιο. 
   - Ούτε κι εγώ έχω, απάντησε ο Αμπντουλλά.

   [...] Οι διώξεις στο Αλασεχίρ συνέπεσαν με την περίοδο του Ραμαζανιού, εποχή που οι Τούρκοι είναι πολύ εξασθενημένοι από τη νηστεία, έτσι όπως αυτή κρατάει από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου. Τα στρατιωτικά τμήματα που έκαναν τις επιτάξεις πέρασαν από την αγροικία στο Χαρκιργιαλί και πήραν ό,τι χρειαζόντουσαν: λάδι, φασόλια, διάφορα μηχανήματα και σκεύη. Ο φόβος της εξορίας και της σύλληψης εμπόδιζε κάθε διαμαρτυρία. Κυκλοφορούσαν φήμες πως πολλοί Τούρκοι χωρικοί είχαν συλληφθεί στην περιοχή της Σαριγκόλ κι είχαν σταλεί στα τάγματα εργασίας.
   Ο Αμπντουλλά κατέβαινε, με μεγάλο κίνδυνο είναι η αλήθεια, πότε πότε στην πόλη για να κάνει ορισμένες αγορές όπως αλάτι, κηροζίνη, μπαχαρικά κι εφημερίδες. Συνήθως πήγαινε στη μουσουλμανική γειτονιά, κρύβοντας το πρόσωπό του όσο ήταν δυνατό κι αποφεύγοντας να πιάσει κουβέντα με οποιονδήποτε. Αλλά την τελευταία Παρασκευή της νηστείας ξεχάστηκε καθώς φαίνεται, ανακατεύτηκε σε κάποια συζήτηση και γύρισε πίσω στο σπίτι με μια μαχαιριά πέντε πόντους στο δεξί του μάγουλο.
   Καθώς άνοιξε την πόρτα της κουζίνας, βρήκε το θείο του να κάθεται στο τραπέζι μ' ένα τσιγάρο στ' αυτί, ένα ποτήρι νερό στο ένα χέρι κι ένα κομμάτι ψωμί στο άλλο. Περίμενε το σύνθημα για τη διακοπή της νηστείας.
   - Γκιουλνάρ, φώναξε ο Αμπντουλλά, Γιλντίζ, πηγαίνετε να βοηθήσετε τη γυναίκα μου με το βούβαλο.   
   Κανείς δεν κουνήθηκε. Κάποια στιγμή άκουσαν τον μακρινό ήχο απ' το κανόνι του Τοπ Τεπέ. Τότε ο Μαχμούτ Ζία άδειασε το ποτήρι με το νερό, η Γιλντίζ έφερε ένα μικρό δαδί για ν' ανάψει το τσιγάρο του θείου της και οι άλλες γυναίκες, με τρεμάμενα χέρια, σήκωσαν τις πετσέτες που σκέπαζαν τα πιάτα με τις σαλάτες, το γιαούρτι και τα μαγειρεμένα λαχανικά. 
   Ο Αμπντουλλά όμως δεν είπε τίποτε. Τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω και βγήκε έξω για να πάει στο πηγάδι να πλυθεί. Η μητέρα του τον ακολούθησε στο διάδρομο, φωνάζοντας τ' όνομά του.
   - Στο είπα ότι θα 'χεις φασαρίες. Δεν καταλαβαίνεις την πίκρα και τη δυστυχία του κόσμου. Δεν έχεις ιδέα το πόσο υποφέρουν.
   Αγριοκοίταξε την Ελένη που καθόταν ακόμη πάνω στην άμαξα σκεπασμένη με μια μαύρη μαντήλα. Ο Αμπντουλλά πήγε στο πηγάδι. Έριξε νερό στο πρόσωπό του. Το κρύο νερό τον έτσουξε και του μούδιασε τα δόντια. Ήπιε μια γουλιά νερό κι ύστερα τ' άφησε να κατρακυλίσει αργά, κάτω στο λαιμό του. Έπλυνε προσεχτικά το μάγουλό του και καθάρισε την πληγή. Το κόψιμο τον έκαιγε σαν φωτιά.
   Η μητέρα του λυσσομανούσε από πίσω του, φωνάζοντας και κατηγορώντας τον ότι προκάλεσε την οργή των αρχών κατοχής κι ότι έτσι τους άφηνε όλους εκτεθειμένους στη διάθεσή τους. Ήτανε τόσο αναίσθητος κι αδιάφορος λοιπόν για την ασφάλεια της οικογένειάς τους; Οι Έλληνες αφορμή ζητούσαν για να συλλάβουν και να εξορίσουν Τούρκους, χωρίς να κάνουν καμιά διάκριση. Επίσημα όργανα του κράτους, υπάλληλοι, μουφτήδες, δικαστές, καϊμακάμηδες συλλαμβάνονταν χωρίς συγκεκριμένη κατηγορία, για να σταλούν μακριά στην εξορία σε κάποιο απ' τα νησιά του Αρχιπελάγους. Είκοσι ένας από το Ουσάκ, ογδόντα από την κοιλάδα του Μαιάνδρου, τριάντα δύο από το Ναζιλλί. Δεν σκεφτόταν καθόλου το θείο του;
   - Δεν πάει κανείς γυρεύοντας και χωρίς λόγο να τσακωθεί, είπε ο Αμπντουλλά. 
   - Μα την πήρες μαζί σου. Γιατί δε με άκουσες;
   - Ακόμη και οι μουσουλμάνες βγαίνουν έξω, είπε ο Αμπντουλλά. Δεν είναι συνηθισμένη να 'ναι κλεισμένη μέσα.
   Ήθελε να προσθέσει: "Την πήρα μαζί μου γιατί όλοι σας την σκοτώνετε σιγά - σιγά".
   - Τα 'βαλες τώρα και με τους Έλληνες όπως και με τους συμπατριώτες σου τους Τούρκους.
   - Ίσως.
   Προσπάθησε να χαμογελάσει, να την καλμάρει, γιατί ήταν η μητέρα του. Ήταν πια μεγάλη σε ηλικία και τον τελευταίο καιρό είχε υποφέρει πολλά. Το πρόσωπό του, όμως, ήταν μουδιασμένο και πονούσε. Τα πλευρά του ήταν σχεδόν σπασμένα. Τα γόνατά του έτρεμαν και πεινούσε φοβερά. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν ν' ακουμπήσει μαλακά το μέτωπό του στον καρπό του χεριού της. 
   - Πίστεψέ με, μητέρα, το επεισόδιο δεν έχει να κάνει με την Ελένη.
   - Πού πήγες; Κατευθείαν στην ορθόδοξη εκκλησία ή σταμάτησες στο τζαμί για την Παρασκευή;
   - Μητέρα, άσε να φάμε πρώτα.
   Για πρώτη φορά, ύστερα από την περιτομή του σε ηλικία δώδεκα ετών, τηρούσε το Ραμαζάνι με τόση αυστηρότητα. Είχε αποφασίσει να μην ξεπλύνει το στόμα του ούτε με νερό πριν το δειλινό. Έφτυνε το σάλιο του, έτσι ώστε τίποτε δεν περνούσε κάτω στο λαιμό του.
   Αυτή η αφοσίωση δεν οφειλόταν σε θρησκευτικό φανατισμό ή πίστη. Ο Αμπντουλλά δεν έπαψε να είναι ένας σκεπτικιστής. Ούτε οφειλόταν στην επίδραση του θείου του, ο οποίος εφάρμοζε μια αυστηρή πειθαρχία στις γυναίκες. Ήταν αποτέλεσμα μάλλον της αποτυχίας του Αμπντουλλά να βρει μια επιβεβαίωση των ιδανικών του, μια πρακτική εφαρμογή στις ιδέες του, σ' εκείνα που πίστευε με τόση αφοσίωση, ώστε να τους αφιερώσει τη ζωή του. Η απογοήτευση από τον επαναστατικό δογματισμό και την ίδια την επανάσταση, που πάνω της είχε στηρίξει τη δικαίωση των όσων πίστευε για το καλό της ανθρωπότητας, για την κοινωνική πρόοδο του ατόμου, για τη δικαιοσύνη.
   Ήταν η επιβολή μιας ποινής στον εαυτό του, μια αυτοτιμωρία για τα ηθικά λάθη που είχε διαπράξει, για την έλλειψη ορθής κρίσης που είχε δείξει σε στιγμές μεγάλης σπουδαιότητας για τον εαυτό του και την πατρίδα του. Ήταν ζήτημα αποκατάστασης κάποιου σεβασμού προς το ίδιο το άτομό του. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για την αξιοπρέπειά του σαν αγωνιστής, σαν διανοούμενος.
   Έτσι, παρά την περιφρόνηση που έτρεφε για τον επιφανειακό τρόπο που τελούσε τη λατρεία ο Μαχμούτ Ζία, τον ακολουθούσε, ωστόσο, βήμα προς βήμα σ' όλες τις φάσεις του Ραμαζανιού, εφαρμόζοντας πιστά και με ζήλο τις υποδείξεις του. Καθόντουσαν και οι δυο μαζί, πλάι - πλάι, απορροφημένοι μέσα στο συναίσθημα της ισλαμικής αδελφοσύνης, τρώγοντας το φαγητό τους, ενώ οι γυναίκες τους περίμεναν να τελειώσουν κι η μητέρα του Αμπντουλλά εξακολουθούσε να μονολογεί τα παράπονά της.
   Το πάθος της για την προστασία της οικογενειακής περιουσίας κι η εμπορική της δίψα για κέρδος, την έκαναν να μοιάζει περισσότερο με χριστιανή παρά με οθωμανή. Η αντιπάθειά της όμως για τους Έλληνες είχε μεταβληθεί σε πάθος ακατανίκητο. Η άφιξη της Ελένης, μιας ξένης νύφης, δεν βοήθησε καθόλου να λιγοστέψει η αντιπάθειά της αυτή. Αντίθετα, η αγανάκτησή της είχε μεγαλώσει και είχε στραφεί ενάντια στο γιο της.
   - Πίστευα πως είχες περισσότερη φρόνηση. Ένας άντρας με τη μόρφωση τη δική σου...
   Ο Αμπντουλλά έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και το 'βαλε στο στόμα του. Δε μπορούσε όμως να το καταπιεί. Η μητέρα του είχε δίκιο. Ήταν η μόρφωση και ο υπερβολικός του διανοουμενισμός  που τον πρόδωσαν. Προσπαθούσε να βρει κάποια λογική δικαιολογία για τον καταστροφικό του γάμο, που είχε σαν συνέπεια να θέσει σε κίνδυνο ολόκληρη την οικογένειά του. Στην αρχή σκέφτηκε πως η Ελένη χρειαζόταν φίλους, μερικές γυναίκες με την ίδια θρησκεία, περισσότερο καλλιεργημένες από τις αδερφές του ή τη γιαγιά του. Πήγε και συνάντησε αρχικά έναν Έλληνα έμπορο, που τον έλεγαν Φεσσόπουλο και που είχε ακούσει ότι είχε μορφώσει τις κόρες του στο γαλλικό σχολείο. Έπειτα, όμως, ο Φεσσόπουλος είχε φύγει για την Ελβετία, ύστερα από την πολιτική ήττα του Βενιζέλου. Το σπίτι του, όπως και το Λωρέλ Κονάκι, είχε μεταβληθεί σε στρατώνα. Αποτέλεσμα της προσπάθειάς του να συναντήσει τον Φεσσόπουλο ήταν να τον ανακρίνει επί ώρες ο Έλληνας διοικητής για να εξακριβώσει την αλήθεια.
   Ύστερα επισκέφτηκε τον Αμπντουραχμάν Μπέη, έναν μεγαλόπρεπο και σεβάσμιο γέρο Τούρκο, του οποίου οι αναρίθμητες ανηψιές είχαν μορφωθεί από μια γερμανίδα  γκουβερνάντα. Την ώρα, όμως, που συζητούσαν έμαθε ότι ο γιος του Αμπντουραχμάν είχε σκοτωθεί από τους Έλληνες στο Λουλεμπουργάζ. Έτσι, ο Αμπντουλλά έφυγε χωρίς καν ν' αναφέρει το λόγο της επίσκεψής του. Τέλος, πήγε και βρήκε έναν σιδερά, άνθρωπο λαϊκό και χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, με μόνη τη διαφορά ότι είχε έρθει από την Κρήτη, όπου οι Τούρκοι μιλάνε τα ελληνικά καλύτερα από τα τούρκικα. Ο σιδεράς όμως ήταν εργένης.
  
Ράινχαρντ Ρίτσαρντ, Οι στάχτες της Σμύρνης, μετφ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος, Ιστορικό Μυθιστόρημα, εκδ. "ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ" - Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: