Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

[ ΈΝΑΣ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΟΣ ΓΑΜΟΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

 
    Όλες αυτές τις επισκέψεις τις πληροφορήθηκε κατά κάποιο τρόπο η μητέρα του.  Τον κατηγόρησε ότι παραμελούσε κι αγνοούσε  τη δική του οικογένεια. Αν η Ελένη είχε ανάγκη από παρέα, είχε τη Γκιουλνάρ, τη θεία Εμινέ, ακόμα κι εκείνη την ίδια. Τραβολογώντας την περδικούλα του από το χέρι και κάνοντας παρέλαση στην πόλη, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ερεθίζει τους Έλληνες εναντίον τους. Και το πρόσωπό της σκεπασμένο να 'χει, του έλεγε, πάλι θα την καταλάβουν ότι είναι Ελληνίδα. Οι Ελληνίδες περπατάνε τόσο περίεργα. Έπειτα ήταν κι η προφορά της. Αλήθεια, τα είχε σκεφτεί ο Αμπντουλλά όλ' αυτά;
   Και βέβαια ο Αμπντουλά τα είχε σκεφτεί όλ' αυτά κι ακόμα περισσότερα, αλλά η μοναξιά της Ελένης του βάραινε την καρδιά. Γι' αυτό την πήρε κάτω, στο Αλασεχίρ, εκείνο το πρωί. Τη βοήθησε να βάλει τη μαντήλα της και τη συμβούλεψε να μη μιλάει καθόλου. Την πήγε σ' ένα ελληνικό παντοπωλείο όπου θ' άκουγε να μιλάνε τη γλώσσα της, θα έβλεπε και θα αισθανόταν τις μυρωδιές από γνώριμα γι' αυτήν τρόφιμα. Στην αρχή η Ελένη στάθηκε διστακτική κοντά στην πόρτα, μυρίζοντας το σαπούνι και το παστωμένο ψάρι. Κοίταξε στα ράφια κι είδε ένα κομμάτι χαλβά, παστό αρνί με σκόρδο και τυρί φέτα στο βαρέλι. Επιθεώρησε όλα τα προϊόντα, διαβάζοντας τις ετικέτες και τις τιμές, έσκυψε να μυρίσει τις πλεξούδες από τα ξερά κρεμμύδια και τα σκόρδα, έβαλε το χέρι της μέσα στα σακιά με τα ξερά φασόλια και τα ρεβύθια και φαινόταν να το ευχαριστιέται αρκετά. Η συμπεριφορά της ήταν άψογη μέχρι τη στιγμή που ο μπακάλης, ο οποίος ήταν απασχολημένος στον πάγκο, έκοψε με το μαχαίρι του μια άκρη από παστουρμά και της την προσέφερε. 
   - Όχι, όχι, πάρτο από κει, είπε ο Αμπντουλλά. Ακόμα και η μυρωδιά του είναι ένα μαρτύριο. 
   Η Ελένη, όμως, άπλωσε το χέρι της κι ο μπακάλης, μ' ένα συνωμοτικό χαμόγελο, συνέχισε:
   - Ένα κομματάκι για σας, χανούμ εφέντιμ;
   Η Ελένη πήρε τον παστουρμά χωρίς να πει λέξη.
   - Μη φοβάστε, είπε ο μπακάλης. Σίγουρα δεν πρόκειται να πω λέξη σε κανέναν. Ξέρω να κρατάω μυστικά.

   Ο Αμπντουλλά προσπάθησε να διορθώσει την κατάσταση κι άρχισε να εξηγεί: 
   - Η γυναίκα μου κι εγώ πιστεύουμε σε μια κοινωνία όπου άτομα με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις μπορούν να ζήσουν αρμονικά. 
   Ο μπακάλης κοίταξε την Ελένη και το χαμόγελό του κάπως σκλήρυνε.
   - Δεν είναι όλοι τόσο προοδευτικοί και φιλελεύθεροι, απάντησε. 
   Όταν έβγαιναν από την πόλη, πέντε άντρες, που κρατούσαν στα χέρια τους κομμάτια από πυρόλιθο μυτερά σαν μαχαίρια, πήδηξαν πάνω στ' αμάξι. Έσπρωξαν την Ελένη κατά μέρος και ρίχτηκαν στον Αμπντουλλά. Τον τράβηξαν κάτω απ' τη θέση του οδηγού μέσα στο αμάξι και του έκοψαν τη ζώνη, με την οποία είχε δεμένα τα παντελόνια του. Εκείνη τη στιγμή, ευτυχώς, φάνηκε μια αστυνομική περίπολος κι οι δράστες βιάστηκαν να το σκάσουν. 
   Γνωρίζοντας πόσο ανόητα είχε φερθεί, ο Αμπντουλλά δεν έβρισκε καμιά δικαιολογία να προβάλει στις διαμαρτυρίες της μητέρας του. 
   - Δε θα ξανασυμβεί αυτό, υποσχέθηκε και για ν' αποφύγει άλλες συζητήσεις, πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι του.
   Αργά τη νύχτα πέρασε ένας τελάλης με τύμπανο, για να ειδοποιήσει τους πιστούς πως ήταν η ώρα για το τελευταίο γεύμα πριν το ξημέρωμα.
   - Σηκωθείτε, Μωαμεθανοί!... Ετοιμαστείτε!... Αύριο θα νηστέψετε πάλι.
   Ο Αμπντουλλά, που δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, είχε τα μάτια του ανοιχτά στο σκοτάδι και παρακολουθούσε τη ρυθμική αναπνοή της Ελένης. Αυτές ήταν οι πιο δύσκολες στιγμές του, όταν στην πυκνή και ακίνητη ησυχία του σκοταδιού, οι αμφιβολίες αρχίζουν να σέρνονται αθόρυβα πάνω στο πάτωμα και να πολλαπλασιάζονται σε κάθε κίνηση γύρω από το λαιμό του, με μια αδυσώπητη μανία, μέχρις ότου να τον μεταβάλουν σε μια άμορφη πολτώδη μάζα. Τέτοιες στιγμές ο Αμπντουλλά ένιωθε ακάλυπτος, ξεγυμνωμένος από ιδανικά, σκέψεις και επιθυμίες. Ένιωθε σαν μια σκιά, κυνηγημένη πάνω στην καυτή άμμο της ερήμου, που την παράσερναν οι άνεμοι, χωρίς κατεύθυνση και προσανατολισμό. Ένας ασήμαντος κόκκος από άμμο που γλιστράει αδιάφορα από τα δάχτυλα της ειμαρμένης, για να πέσει στ' απύθμενα σκοτάδια της αιώνιας νύχτας.
  Σηκώθηκε τρέμοντας από το κρύο και προχώρησε στην πίσω πόρτα. Φορούσε μόνο τα βαμβακερά του εσώρουχα. Ο άντρας με το τύμπανο είχε σταματήσει στην εξώπορτα. Στο αμυδρό φως του φεγγαριού ο Αμπντουλλά μπόρεσε να διακρίνει την άσπρη φορεσιά και το κράνος του, που έμοιαζε με παλιό γερμανικό.
   - Σηκωθείτε, Οθωμανοί! Τιμήστε την πίστη σας! Ευλογείτε το Θεό για να σας θυμηθεί κι εκείνος τις μέρες τούτες του πόνου...
   Πολλές ταλαιπωρίες αλήθεια... Και πού θα έφταναν; Τούρκοι κι Έλληνες έριχναν τις ευθύνες ο ένας εναντίον του άλλου, χωρίς ο πόνος και οι ταλαιπωρίες να γίνονται μάθημα σε κανέναν. Οι περισσότερο αποτυχημένοι ήταν εκείνοι, όπως ο ίδιος, που πίστεψαν πως μπορούσαν ν' αλλάξουν την όψη του κόσμου με μια επανάσταση που δεν είχε περιεχόμενο, γιατί στάθηκαν ανίκανοι να κοινωνήσουν την πίστη τους και τις προθέσεις τους στους άλλους. Οι σκέψεις τους δεν είχαν πάθος και οι ιδεολογίες τους ήταν στείρες από αγάπη. Πώς ήταν δυνατό, λοιπόν, να οργανώσουν και να ηγηθούν σ' ένα στρατό που θα εξασφάλιζε τη νίκη και την ειρήνη;
    Ο τυμπανιστής εξακολούθησε:
   - Όταν αισθανθείτε την αγωνία της πείνας, σκεφτείτε τα παιδιά σας, τ' αδέρφια σας, τους πατεράδες σας, τους άντρες σας, που αυτή τη στιγμή αγωνίζονται και πεθαίνουν για να υπερασπιστούν την πίστη στον Αλλάχ και την πατρίδα μας. Το ιερό χώμα...
   - Ιερό χώμα, επανέλαβε ο Αμπντουλλά, φτύνοντας στο έδαφος.
   Τα παλιά σύμβολα ξαναζωντανεύουν, ενώ οι καινούργιες ιδέες μαραίνονται πριν καλά καλά γεννηθούν και ρίξουν ρίζες. Ό,τι ωραίο, αγνό κι εμπνευσμένο μαραίνεται στα ξερά μονοπάτια της παράδοσης, του φανατισμού και της αδράνειας. Μακάρι τα έθνη που αλληλοσπαράζονται να μπορούσαν ν' ανοίξουν τις ψυχές τους, να δεχτούν τις πληγές του Θεού και να πούνε: "Ας υπάρξει ειρήνη και αγάπη για όλους"!
   Ο Αμπντουλλά γύρισε στο δωμάτιό τους και βρήκε την Ελένη ξύπνια.
   - Όλα είναι λάθος δικό μου, του είπε. Θα μπορέσεις άραγε να με συγχωρέσεις ποτέ;
   Ο Αμπντουλλά πήγε και κάθισε κοντά της:
   - Τι να σου συγχωρέσω; Είσαι υπεύθυνη, επειδή ο ήλιος ανατέλει και δύει; Επειδή γεννήθηκες Ελληνίδα κι εγώ Τούρκος; Επειδή άρχισε ο πόλεμος;
   Η Ελένη άπλωσε το χέρι της κι ακούμπησε το τραύμα στο μάγουλό του.
   - Ποτέ  δε μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα παντρευόμουνα έναν Τούρκο, είπε.
   - Ίσως γιατί οι Τούρκοι είναι τόσο μοχθηροί και βάρβαροι, συμπλήρωσε ο Αμπντουλλά. 
   Η Ελένη τον κοίταξε χωρίς να προσθέσει τίποτε.
   - Πίστευα πως ο Θεός θα 'ριχνε κεραυνό να με κάψει.
   - Ποιος ξέρει, παρατήρησε ο Αμπντουλλά. Μπορεί και να το κάνει.
   Πήρε το χέρι της και τ' ακούμπησε στο λαιμό του, ακριβώς κάτω απ' το σαγόνι του, για να νοιώσει κι εκείνη τους χτύπους της καρδιάς του όπως αντηχούσαν στο αίμα του, και για πρώτη φορά, από την ημέρα που τον είχε ξεγελάσει, ξάπλωσε πλάι της.

   [...] Τον Αύγουστο η ελληνική διοίκηση, χωρίς καμιάν εξήγηση, έδωσε πίσω στους Τούρκους ιδιοκτήτες του το Λωρέλ Κονάκι. 
   Η Ελένη, που δεν είχε μείνει ποτέ εκεί, ευχαριστήθηκε που μετακόμισαν στην πόλη. Από τα καφασσωτά παράθυρα ατένιζε, πάνω απ' τις κορυφές των δέντρων, ένα μικρό νεκροταφείο, όπου ένας γέρος καθόταν σταυροπόδι πλάι σ' έναν τάφο και διάβαζε το κοράνι. 
   Ένοιωθε σαν να είχε ελευθερωθεί από μια φυλακή. Ζούσε πια μια ζωή πλούσια, γεμάτη θαυμάσιες εκπλήξεις. Όμορφα πράγματα του σπιτιού -ένας  Θεός ξέρει πού τα 'χαν κρύψει- άρχισαν να εμφανίζονται: κρυστάλλινα ποτήρια Βοημίας για σερμπέτια, πολύχρωμα κεντήματα, ακριβά χαλιά και πολλά άλλα. Βγήκαν, επίσης, στο φως πελώρια ξύλινα σεντούκια, που μοσχομύριζαν ροδέλαιο, γεμάτα μεταξωτά της Δαμασκού, χρυσοποίκιλτα υφάσματα και κοντογούνια από σατέν, κεντημένα μ' ασημένιες χάντρες.
   Ακόμα κι η μάνα του Αμπντουλλά άρχισε να συμπεριφέρεται πιο φιλικά τώρα που είχε πάρει πίσω την περιουσία της. Τη μέρα του Κουρμπάν Μπαϊράμ της Γιορτής της Θυσίας, το πρωί, έβγαλε από τη ντουλάπα μερικά τυλιγμένα ρουχαλάκια και βάλθηκε να τα μυρίζει ένα - ένα.
   - Αυτό το φορούσε ο άντρας σου... Αυτό το φορούσε ο άλλος μου γιος, ο Κενάν, στην περιτομή του... Τούτο 'δω είναι της γιαγιάς... Δόξα τω Θεώ, αυτά ήταν κρυμμένα και δε μπόρεσαν να τα βρουν οι Έλληνες! Κοίτα αυτό!... Ήταν φόρεμα της μητέρας μου, το πιο όμορφο απ' όλα όσα έχω δει. Είχε κοστίσει εκατό φράγκα και το φόρεσε όταν παρουσιάστηκε στην πρώτη γυναίκα του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ.
   Κι ύστερα είπε αυθόρμητα στην Ελένη:
   - Γιατί δεν το φοράς, να δούμε πώς σου πάει;
   Η Ελένη κράτησε το ελαφρά θαμπό, άλικο μεταξωτό φόρεμα μπροστά στο στήθος της.
   - Θαρρώ πως η μέση του είναι στενή για μένα.
   - Η μέση της ήταν λεπτή σαν το δάχτυλό σου. Δοκίμασέ το όμως, αγάπη μου, θέλω να σε δω.
   Το φόρεμα, ήταν ραμμένο σε παριζιάνικη γραμμή του 1880, εκείνης της αμέριμνης, χρυσής εποχής που ο πατέρας της ήταν νέος. Η Γκιουλνάρ, η Γιλντίζ και η Εμινέ ήρθαν τρέχοντας με μάτια που έλαμπαν, για ν' αγγίξουν το φόρεμα που είχε πάει στο παλάτι του σουλτάνου.
   Η Ελένη ποτέ ως τώρα δεν τους είχε νοιώσει κοντά της και γι' αυτό συγκινήθηκε πολύ. Ήταν σαν να 'βλεπε ένα οικογενειακό άλμπουμ φωτογραφιών μιας ξένης οικογένειας και ανακάλυπτε εκεί, στην τελευταία σελίδα, μια δική της φωτογραφία. Η μητέρα του άντρα της, που πάντα της κράταγε μούτρα, μουρμούρισε:
   - Τι όμορφη!... Τι όμορφη!... Τώρα θυμάμαι ολοκάθαρα πώς κοιτάζαμε τη μαμά καθώς ανέβαινε στην μαύρη Βικτώρια, την άμαξα, για να πάει στο Γιλντίζ Κιοσκ! Βέβαια φορούσε έναν πολύ βαρύ φερετζέ. Καμιά γυναίκα δε μπορούσε εκείνη την εποχή να πάει ούτε μέχρι την άκρη του κήπου της χωρίς φερετζέ. Όταν όμως πήγαν στο παλάτι, οι κυρίες έβγαλαν τους μανδύες τους κι όλες ήταν ντυμένες με βραδινά φορέματα και φορούσαν γοβάκια για χορό... Τα τελευταία παριζιάνικα μοντέλα! Και τι εντυπωσιακό που ήταν το παλάτι!... Παντού υπήρχαν κρήνες και κρυστάλλινα κηροπήγια τρία μέτρα ψηλά! Σε κάθε αίθουσα υπήρχε και μία σόμπα από πορσελάνη, που έφτανε ως το ταβάνι, με τη σφραγίδα και τ' αρχικά του σουλτάνου. Και οι κυρίες ήταν πανέμορφες, λεπτές, χλωμές, γοητευτικές. Τις περισσότερες τις είχαν αγοράσει από τον Καύκασο, όταν ήταν νεαρές κοπέλες, όπως συνέβη και με τη γιαγιά. Έπρεπε να τις διδάξουν ακόμα και το πώς έπρεπε να κάθονται στην καρέκλα... Τι συμβαίνει;
   Με μια χειρονομία που έδειχνε ενόχληση διέκοψε την αφήγησή της, για ν' ακούσει έναν υπηρέτη που κάτι της ψιθύριζε στ' αυτί.
   - Κάτω, στη σάλα υποδοχής, είπε στο τέλος. Ετοιμάστε τσάι. Πρώτα να σερβίρετε ξερά βερύκοκα κι ύστερα τσάι με λεμόνι. Χαμογέλασε στους γύρω της. Φαίνεται πως άρχισαν να μας θυμούνται πάλι, συμπλήρωσε.
   Και σηκώθηκε να πάει στη γκαρνταρόμπα.
   - Ντύσου Γκιουλνάρ! Γιλντίζ, πού είσαι; Θα τους υποδεχτούμε "α λα γαλλικά" στη μεγάλη σάλα, Ελένη! Εσύ, έτσι υποδεχόσουν τους επισκέπτες σου στην πόλη;
   Θόρυβοι από βιαστικές προετοιμασίες ακούστηκαν απ' το σαλόνι: Ήχοι από μπουκάλια που συγκρούονταν μεταξύ τους, τριξίματα από μεντεσέδες, θροΐσματα από τραπεζομάντιλα που ξεδιπλώνονταν. Ξυπόλυτες υπηρέτριες έτρεχαν πάνω - κάτω στους διαδρόμους. Σκύβοντας από τη σκάλα, η Ελένη είδε δύο γυναίκες που στέκονταν η μια δίπλα στην άλλη και τακτοποιούσαν τους γιακάδες των μαύρων φορεμάτων τους.
   - Είναι Ελληνίδες!
   - Και βέβαια, είπε η πεθερά της και τα μάτια της έλαμψαν. Η μία είναι η χήρα του ζαχαροπλάστη κι η άλλη πολύ στενή συγγένισσά της. Σκέψου, ήρθαν να μας δουν!
   Διάλεξε ένα φόρεμα από γαλάζιο βελούδο, κακοβαμμένο, έβαλε κολώνια, φόρεσε σκουλαρίκια, βραχιόλια, πόρπες και μια βαριά καρφίτσα με ψεύτικα διαμάντια.
   - Πάντα μου άρεσαν τα διαμάντια, είπε, παίρνοντας μια βούρτσα από τα χέρια μιας υπηρέτριας. Ο άντρας μου συνήθιζε να λέει πως το χρυσάφι ταιριάζει στους Άραβες, τα μαργαριτάρια στους Έλληνες, τα διαμάντια, όμως, είναι για μας.
   Η Γκιουλνάρ φορούσε ένα πράσινο λουλουδάτο μεταξωτό φόρεμα. Η θεία Εμινέ έβγαλε απ' το σεντούκι μια ωραία πορφυρή εσάρπα και η Γιλντίζ φόρεσε ένα μεταξωτό κιμονό πάνω στο οποίο πρόσθεσε μια ισπανική δαντελένια εσάρπα επίσης. Καθώς κατέβαιναν, πρόσεξαν τις δύο Ελληνίδες, που κάθονταν δίπλα - δίπλα με τα χέρια τους σταυρωμένα στην κοιλιά και τα σκούρα τους μάτια να παίζουν εδώ κι εκεί. Η μια ήταν κοντούλα και μαυροκίτρινη σαν ρεβύθι. Η άλλη ήταν χοντρή και πληθωρική σαν ζυμωτό ψωμί. Σκουντούφλησαν μεταξύ τους στη βιάση τους να χαιρετήσουν την οικοδέσποινα, να πιέσουν τα δάχτυλά της στα μέτωπά τους και να πουν τα τυπικά λόγια ευχαριστίας για την υποδοχή.
   Καμιά απ' ό,τι φαινόταν δε θυμόταν το όνομα της άλλης. Όταν ήθελαν να απευθυνθούν η μια στην άλλη χρησιμοποιούσαν την προσφώνηση "κυρία" ή όλα εκείνα τα χαριτωμένα υποκοριστικά, που μοιάζουν επιτηδευμένα ή προδίνουν οικειότητα σε άλλες γλώσσες -ψυχούλα μου, ζωούλα μου, γλυκούλα μου- αλλά που στα τούρκικα χρησιμοποιούνται συχνά και χωρίς διάκριση, είτε για να κανακευτεί κάποιος εραστής είτε για να δοθεί παραγγελία σ' έναν μικρό που κάνει θελήματα. Η γυναίκα του ζαχαροπλάστη, με το ένα της χέρι στην καρδιά σε ένδειξη ειλικρίνειας, μιλούσε με μεγάλη ευφράδεια και φρικαλέα αγραμματοσύνη, κοιτώντας την οικοδέσποινα μ' ένα δειλό χαμόγελο. 
   - Χανούμ εφέντιμ! είπε στο τέλος. Με συγχωρείτε σας παρακαλώ... Μήπως κατά τύχη μιλάτε γαλλικά;
   - Και βέβαια, γλυκιά μου, απάντησε η μητέρα του Αμπντουλλά. Όμως τα τούρκικα είναι η γλώσσα μας, καρδούλα μου!
   - Σωστά, χανούμ εφέντιμ, αλλά το λέω γιατί η αδερφή μου -για την ακρίβεια, ξέρετε, είναι η νύφη μου- γεννήθηκε στα Γιάννενα και μιλάει μόνο γαλλικά, και ελληνικά φυσικά.
   - Η κόρη μου είναι χριστιανή ορθόδοξη, είπε η μητέρα του Αμπντουλλά. Τα τουρκικά της όμως συνεχώς βελτιώνονται. Έτσι δεν είναι, αγάπη μου;
   Σμίγοντας τα φρύδια, έσκυψε προς το μέρος της Ελληνίδας από τα Γιάννενα και της είπε σιγά στα γαλλικά:
   - Ακούστε, αγαπητή μου. Πρέπει να μάθετε τούρκικα, έτσι δεν είναι;
   - Αλήθεια, είπε η χήρα του ζαχαροπλάστη ρίχνοντας μια πλάγια ματιά στην Ελένη, η θυγατέρα σας είναι ορθόδοξη; Γύρισε και μουρμούρισε κάτι στην άλλη γυναίκα κι αυτή, επίσης, γύρισε και κοίταξε γρήγορα - γρήγορα την κοπέλα.
   Η κοντή, μελαχροινή γυναίκα, που το μέτωπό της το αυλάκωναν μικρές ρυτίδες, έφερε στη μνήμη της Ελένης την κυρία Βιτάλη, η οποία συνήθιζε να καλεί κόσμο στο σπίτι της τα απογεύματα της Τετάρτης ώσπου να σημάνει ο εσπερινός. Όσο για τη χήρα του ζαχαροπλάστη, αυτή έμοιαζε με την κυρία Λάσκαρη, τη γυναίκα του γιατρού, που ζύγιζε πάνω από εκατόν πενήντα λίτρες κι όμως εξακολουθούσε να είναι χαριτωμένη και λυγερή σαν κυπαρίσσι. Η κυρία Λάσκαρη έφερνε συχνά τις κόρες της στο σπίτι τους κι εκεί, αφού πρώτα μάζευαν σε ρολό τα χαλιά, έβαζαν το γραμμόφωνο και χόρευαν ταγκό. Η μητέρα πάντα προσέφερε τα πιο φημισμένα γλυκά και μια μαρμελάδα από σύκα και σταφίδες. Αργότερα, μαζί με το τσάι, τους προσέφερε εγγλέζικα ζαχαρωτά κι ένα δίσκο με δανέζικα γλυκά από το ζαχαροπλαστείο Λούνα, αμυγδαλωτά και ρολά γεμισμένα με μαρμελάδα και βουτηγμένα σε πικρή σοκολάτα.
   - Ξέρετε, αγαπητή μου, είπε η μητέρα του Αμπντουλλά, σήμερα είναι γιορτή για μας τους μουσουλμάνους. Η πιο μεγάλη μας γιορτή! Γιορτάζουμε τη θυσία του αποδιοπομπαίου τράγου στη θέση του Ισμαήλ, του αγαπημένου γιου του Αβραάμ.
   - Του Ισμαήλ;
   - Ναι, έτσι όπως το αφηγούνται τα Ιερά Βιβλία.
   - Α! Ναι, είπε η Ελληνίδα. Γι' αυτό, άλλωστε, ήρθαμε κι εμείς σήμερα, χανούμ εφέντιμ. Για να σας ευχηθούμε να 'ναι χαρούμενη η γιορτή σας.
   - Μετά από τέσσερις ακόμη προσευχές ο γιος μου θα σφάξει δυο αρνιά κι έναν τράγο. Το περισσότερο κρέας το δίνουμε σε ελεημοσύνες, αλλά φέτος θα δώσουμε και τα τομάρια.   
   - Όπως κάνουμε κι εμείς με το πασχαλινό αρνί, πετάχτηκε η Ελένη μιλώντας στα ελληνικά. 
   Της ήρθε στο νου η εικόνα με τ' ανοιξιάτικα αρνάκια της Σμύρνης, που τη Μεγάλη Εβδομάδα τα βάφουν κόκκινα και τα περνούν μέσα απ' τα λιβάδια το Μεγάλο Σάββατο. Ο πατέρας της συνήθιζε να χαράζει με μαχαίρι το λαιμό των αρνιών κι η μητέρα της, καθισμένη ανακούρκουδα πίσω του σαν χωριάτισσα, βουτούσε τα δάχτυλά της στο αίμα και χάραζε σταυρούς πρώτα στα μέτωπα των παιδιών κι ύστερα πάνω στις πόρτες. Πριν από τέσσερα χρόνια είχαν σφάξει δέκα αρνιά κι ο πατέρας της είχε πουλήσει το μαλλί για να προσφέρει τα χρήματα στο Νοσοκομείο του Αγίου Χαραλάμπου.
   - Ακριβώς έτσι όπως κάνουμε με το πασχαλινό αρνί, ξανάπε.
   - Τι είναι αυτά; ρώτησε στα τούρκικα η πεθερά της. Αγάπη μου, μίλα, σε παρακαλώ, στη γλώσσα του σπιτιού.
   Το πρόσωπο της Ελένης αναψοκοκκίνησε. Η χήρα του ζαχαροπλάστη βιάστηκε ν' απαντήσει:
   - Χανούμ εφέντιμ, η θυγατέρα σας μας έλεγε πως το έθιμό σας είναι το ίδιο με το δικό μας πασχαλινό αρνί. Έχουμε πολλά πράγματα κοινά, έτσι δεν είναι;  
   Η μητέρα του Αμπντουλλά μισόκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε.
   - Αντιθέτως, πολύ λίγα, είπε.
   Η Ελληνίδα, σκουπίζοντας το μέτωπό της μ' ένα μαντήλι, κοίταξε με ανακούφιση την υπηρέτρια που έφερνε ένα δίσκο με ζαχαρωτά και ποτήρια με δροσερό νερό. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο πρόσωπο της Ελένης, σαν να 'θελαν κάτι να ρωτήσουν. Μετά από το τσάι, καθώς ανέβαιναν τις σκάλες, την έπιασε απαλά από το χέρι.
   - Αγαπητή μου, κυρία! Θα 'θελα να σας πω κάτι...  
   Έπρεπε, όμως, να διασχίσουν τη σάλα του πρώτου ορόφου, εκεί όπου τις περίμενε η γιαγιά με υψωμένο το κοκαλιάρικο χέρι της, που έμοιαζε με οπλή ζώου, για το εθιμοτυπικό φιλί του σεβασμού. Έπειτα η Ελένη έπρεπε να βρει το κλειδί ν' ανοίξει το μικρό κασσελάκι. Η πεθερά της είχε πει πως έπρεπε να δουν ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι, που ανήκε στον άντρα της γιαγιάς, κι ένα ασημένιο κουτί που είχε μέσα το Ιερό Βιβλίο του θείου της, από την εποχή που πολεμούσε κάτω από τις διαταγές του Οσμάν Πασά, στην πολιορκία της Πλεύνας. Ψάχνοντας, είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν ένα κύπελλο με ιερά γράμματα, σκαλισμένο σε μαύρο οψιανό, ένα πέτρωμα που βρίσκεται μόνο στην κορυφή του όρους που πέθανε ο Μωυσής κι επίσης μια λουρίδα μαύρο μεταξωτό της Δαμασκού κομμένο από το κάλυμμα της ιερής Καάμπα, στη Μέκκα.
   Καθώς η Ελένη έσκυβε να κλείσει την κασσέλα, η ελληνίδα χήρα βρέθηκε κοντά της πρόσωπο με πρόσωπο και της ψιθύρισε με ένταση:
   - Δε μπορείτε να φανταστείτε πόσο απελπισμένοι είμαστε. Είναι η αρχή του τέλους. 
   Η Ελένη σήκωσε τα μάτια της και είδε τη μητέρα του Αμπντουλλά να τις κοιτάζει επίμονα. 
   - Ελένη, της είπε, θα δείξουμε τα ρούχα τώρα στις κυρίες;
   Η Ελληνίδα έσφιγγε ακόμα το χέρι της Ελένης. 
   - Μόνο μια λέξη από σας, κυρία... Θα μας βοηθούσε τόσο πολύ...
   Η Ελένη δίστασε για λίγο. Ύστερα τράβηξε το χέρι της και πήγε προς την γκαρνταρόμπα. Η χήρα του ζαχαροπλάστη ξερόβηξε και είπε πως, δυστυχώς, έπρεπε να φύγουν και ζήτησε  συγγνώμη για τη βιαστική τους αναχώρηση.
   - Είναι και για μας μέρα γιορτινή σήμερα, είπε κοιτάζοντας επίμονα την Ελένη. Της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, της Μυροφόρου.
   Έπειτα μουρμούρισε και κάτι άλλο που όμως δεν ακούστηκε.
    Προτού καλά - καλά κλείσει η πόρτα πίσω τους, η γιαγιά ξεφώνησε με μνησικακία:
   - Το γάλα που βύζαξαν να τους βγει απ' τα ρουθούνια!
   Η Γκιουλνάρ χαμογέλασε κι ακούμπησε στην άκρη ένα κουτί με χάντρες. Η μάνα του Αμπντουλλά, με πρόσωπο ξαναμμένο, έριξε μια ματιά ολόγυρα στο δωμάτιο κι αναστέναξε με ανακούφιση. Περνώντας μπροστά από έναν καθρέφτη στο χωλ, η Ελένη κοντοστάθηκε να κοιταχτεί. Ήταν στ' αλήθεια η ίδια; Σα να παρουσίαζε παλιά παριζιάνικη μόδα σ' ένα χαρέμι! Ήταν όμως τόσο χαρακτηριστική Ελληνίδα! Η μύτη και το μέτωπό της σχημάτιζαν μια ευθεία γραμμή. Τα ρουθούνια της, πλατιά κι ανασηκωμένα, τα χείλη της που πρόβαλλαν λίγο πεισματάρικα, τα κρητικά χρώματα του πατέρα της στο πρόσωπο -όλα πρόδιναν την καταγωγή της. Η χήρα και η νύφη της πρέπει να το κατάλαβαν αμέσως μόλις την είδαν.
   Κοίταξε με περιέργεια το φόρεμα, που το 'χαν τόσο παινέψει στο παλάτι του Γιλντίζ. Πάνω της κυμάτιζε χαλαρά κι ήταν σκονισμένο. Η μυρωδιά της μούχλας, που ανάδινε, τη χτύπησε στα ρουθούνια. Οι δαντέλες ξεκολλούσαν από πάνω του σαν πουκάμισο φιδιού κι οι κλωστές έλιωναν σαν τους επιδέσμους της μούμιας.
   - Βοηθήστε με να το βγάλω, φώναξε. Πού είναι η υπηρέτρια;
   Η μητέρα του άντρα της ήρθε στο χωλ.
   - Νόμισα πως θα 'θελες να το φορέσεις περισσότερη ώρα, της είπε πειραγμένη. Φαντάζομαι όμως πως για σένα τα παριζιάνικα φουστάνια είναι σαν να στέλνω κίμινο στο Κερμάν.
   - Γιατί ήρθαν σήμερα αυτές οι γυναίκες; έκανε θυμωμένη η Ελένη. Δεν έχουν μάθει τρόπους;
   Και έφυγε για να βρει τον άντρα της που έκανε τις προετοιμασίες του για τη θυσία. Καθόταν κάτω από μια κληματαριά μαζί μ' έναν ιμάμη, που είχαν καλέσει για ν' απαγγείλει τα επικά μέρη της ζωής του Προφήτη, στη μνήμη του πατέρα του Αμπντουλλά, του ηρωικού Χιλμί Πασά. Ο γεροντάκος είχε βγάλει το σαρίκι του και την ολοπόρφυρη ρόμπα του κι έγερνε προς τα πίσω, ακουμπώντας στα σκονισμένα φύλλα. Γύρισε το κεφάλι με τρόμο από την άλλη μεριά, όταν είδε την Ελένη με ξέσκεπο πρόσωπο.
   Ο Αμπντουλλά έτρεξε να τη συναντήσει στο μονοπάτι. Το πρόσωπό του ήταν σκεφτικό και ανέκφραστο. Η Ελένη άρπαξε ανυπόμονα τα χέρια του.
   - Τι συμβαίνει;
   - Αν εννοείς τον πόλεμο... ο Θεός μόνο ξέρει. Φαίνεται πως η  εκστρατεία των Ελλήνων έφτασε στο τέλος της... Η κατάσταση μπορεί να δώσει αφορμές για εξεγέρσεις... Ποιος ξέρει;
   - Τι θα κάνουμε;
   - Τι εννοείς;
   - Δε μπορούμε να ζήσουμε κάτω από την εξουσία του Μουσταφά Κεμάλ.
   - Ζήσαμε κάτω από την εξουσία του στρατηγού Παπούλα.
   - Του Παπούλα; Πώς μπορείς να τους συγκρίνεις; 
   - Ποτέ δε μ' άρεσε ούτ' ο ένας ούτ' ο άλλος.
   - Πού μπορούμε να πάμε; Οι Τούρκοι θα σε λένε προδότη.
   - Και οι Έλληνες με θεωρούν κατάσκοπο.
   Γελώντας σιγανά την έσπρωξε μαλακά προς το δρομάκι, στην κατεύθυνση του σπιτιού. Η Ελένη, όμως, τράβηξε το χέρι του.
   - Τι θα πουν για τον Τούρκο που πήρε γυναίκα μια Ρωμιά; Θα σε κυνηγήσουν.
   - Θα τους φάει η ζήλεια.
   - Ποτέ μου δε θα ταιριάξω εδώ. Θα 'μαι πάντα μια ξένη.
   Ο Αμπντουλλά την κοίταξε έκπληκτος. Ακριβώς τη στιγμή εκείνη ο μουεζίνης άρχισε να καλεί για την απογευματινή προσευχή. Ο ιμάμης τούς έγνεψε από το θερινό κιόσκι και η οικογένεια, με επικεφαλής τον Μαχμούτ Ζία,  συγκεντρώθηκε εκεί, αφού πέρασε μέσα απ' τον κήπο. Ο Μαχμούτ Ζία κρατούσε ένα μικρό δοχείο με νερό, το οποίο ο γαμπρός του, ο ηρωικός Χιλμί, είχε φέρει από ένα ιερό πηγάδι της Μέκκας.
   Η Ελένη περίμενε στον κήπο, όση ώρα οι άλλοι προσεύχονταν. Θυσίασαν ένα και μόνο αρνί, όχι πολύ μεγαλύτερο από σκυλί. Βέλαζε θλιβερά καθώς ο Αμπντουλλά του έκοβε το κεφάλι. Συνέχισε να βελάζει και μετά και τα ποδαράκια του κλωτσούσαν στον αέρα, καθώς ο γερο-ιμάμης μετέφερε το αποκεφαλισμένο πια κορμί στην κουζίνα για να το γδάρουν. Όταν σουρούπωσε, οι υπηρέτες έβρεξαν το χώμα με νερό για να κατακάτσει η σκόνη, κρέμασαν φανάρια στα δέντρα και ξεκλείδωσαν τις πύλες του υποστατικού. Οι Τούρκοι γείτονες μαζεύτηκαν ν' ακούσουν τον ξακουστό ιμάμη να τραγουδάει το "Μελβούτ".


Ράινχαρντ Ρίτσαρντ, Οι στάχτες της Σμύρνης, μετφ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος, Ιστορικό Μυθιστόρημα, εκδ. "ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ" - Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: