Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

[ ΈΝΑΣ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΟΣ ΓΑΜΟΣ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

  
   [...] Στο Λωρέλ Κονάκι η κίνηση των επισκεπτών ξεκίνησε από νωρίς εκείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη.
   Πρώτα ήρθε ο Χότζας, ένας κακομοιριασμένος, ξεδοντιασμένος, πρώην αξιωματικός, ο οποίος έδωσε με το ρόπτρο ένα φοβερό χτύπημα στην πόρτα κι ύστερα περίμενε στο κεφαλόσκαλο με τα χέρια του σταυρωμένα πάνω στο στήθος, και με τόσο φανερή την έκφραση του φανατισμού στο πρόσωπό του, όσο πελώριο ήταν το άσπρο σαρίκι που φορούσε.  
      Ο Χότζας ανήκε σ' ένα τάγμα δερβίσηδων, που είχε ιδρυθεί από έναν Πέρση φιλόσοφο του έβδομου αιώνα της Ισλαμικής περιόδου, και το σαρίκι που φορούσε στο κεφάλι του, ένα αριστούργημα θρησκευτικού καλύμματος της κεφαλής μ' έντεκα πτυχές και σαράντα τυλίγματα, συμβόλιζε τις αρχές μιας κατασταλαγμένης κοσμοθεωρίας. Αυτό ακριβώς το σύστημα εσωτερικού διαλογισμού είχε σκοπό να διδάξει ο Χότζας στον Αμπντουλλά με μια σειρά από καθημερινά μαθήματα,  που θα έσωζαν τον παραπλανημένο νέο από τις κακοήθεις πνευματικές επιδράσεις της ευρωπαϊκής του παιδείας και της χριστιανής γυναίκας του. Ο Χότζας κάθισε σταυροπόδι πάνω σ' ένα μαξιλάρι από δέρμα, ρούφηξε ηδονικά τον καφέ του μέσα από τα πυκνά μουστάκια του κι αφού έδειξε την ευχαρίστησή του μ' ένα ρέψιμο, πέρασε μια ευχάριστη ώρα, διδάσκοντας για την ευλογία της θρησκείας. Στο μεταξύ, έξω, το ρόδινο χρώμα της μέρας έβαφε σιγά - σιγά τους τρεις μικρούς λόφους, που υψώνονταν πάνω απ' την πόλη σαν κίτρινες κοιμισμένες γάτες, και στους δρόμους αντηχούσαν  οι θόρυβοι και τα τριξίματα από τα κάρα που περνούσαν, οι μακρυνές φωνές των καβαλάρηδων, ο θόρυβος και τα σφυρίγματα των τραίνων, τα μουγγανητά των αγελάδων και οι τσιριξιές  των τρομαγμένων γυναικών γύρω απ' το σταθμό.   
   Ο ελληνικός στρατός έφευγε από την πόλη. Ώρα με την ώρα αυξανόταν ο κίνδυνος να γίνουν διαρπαγές, λεηλασίες και πολιτικά αντίποινα και, φυσικά, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για πνευματική διαφώτιση, αλλά για να ψάξει κανείς να βρει μέρος να κρύψει τη γυναίκα του και να ευχηθεί να επιζήσει. 
   - Δάσκαλε, έχεις το νου σου στην ώρα; ρώτησε ο Αμπντουλλά.
   Όμως ο φλύαρος γεροντάκος συνέχιζε το βιολί του σα να μην είχε ακούσει τίποτα. Ο Αμπντουλλά τον διέκοψε και πάλι:
   - Χότζα! Δεν ακούς αυτό το σαματά;
   Στο τέλος έχασε την υπομονή του:
   - Αγαπητέ μου κύριε, πρέπει να με συγχωρέσετε, αλλά δε μπορώ να γίνω μαθητής σας. Μ' έχουν κερδίσει, ευτυχώς, οι αρχές της ανεξιθρησκείας, του υπαρκτού σοσιαλισμού και της δικτατορίας του προλεταριάτου.
   - Του κομμουνισμού; τινάχτηκε έντρομος ο Χότζας. Δε θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ! Για μένα αυτό δείχνει έλειψη ηθικής σιγουριάς.
   - Ακριβώς, είπε ο Αμπντουλλά με απόλυτη σκληρότητα, που έκανε τον Χότζα να πεταχτεί σχεδόν όρθιος. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα... Και τώρα, κύριε, θα μπορούσαμε να ξαναειδωθούμε  μιαν άλλη φορά;
   Στην πραγματικότητα ο Αμπντουλλά ένιωθε απόλυτα σίγουρος, ανεξάρτητα από ηθικούς προβληματισμούς, πως έπρεπε να πάρει χωρίς αναβολή τη γυναίκα του και να φύγει από την πόλη. Την ώρα που ο ελληνικός στρατός θα εγκατέλειπε το Αλασεχίρ, στους δρόμους θ' άρχιζαν να κινούνται συμμορίτες, λιποτάκτες και άταχτοι καβαλάρηδες, Έλληνες και Τούρκοι. Γι' αυτό θα 'πρεπε κανείς να πάρει όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις. Και μια ή δυο βδομάδες κρύψιμο, με τ' όπλο στο χέρι, στις πλαγιές του Μποζ Νταγκ, θα ήταν ακριβώς το είδος του απλού προληπτικού μέτρου, που συστήνουν συνήθως κι οι λαϊκοί δερβίσηδες:  Έχε πίστη στο Θεό, αλλά φρόντισε να 'χεις και την καμήλα σου δεμένη.
   Προβλέποντας την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου, ο Αμπντουλλά κι ο θείος του είχαν γεμίσει μια βαθιά, ηφαιστειακή κοιλότητα με καθαρό νερό, στάρι και μερικά κεφάλια ξερό τυρί. Ακόμα και με τόσο αδύναμα άτομα, όπως η γιαγιά και η Γιλντίζ, θα μπορούσαν ν' αντέξουν για αρκετό καιρό, ώσπου να καταλάβουν πού θα κατέληγε η νέα κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η περίοδος του μεγάλου κινδύνου θα ήταν μικρή. Μόλις γινόταν η αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής τάξης, λίγα πράγματα θα 'μεναν να φοβάται, πέρα από την παράφορη οργή του αδερφού του, που κι αυτή θα λιγόστευε, όταν θα 'λειπε πια η εριστική παρουσία των Ελλήνων. 
   Για πρώτη φορά, ύστερα από αρκετά χρόνια, ο Αμπντουλλά ένοιωθε τις ελπίδες του ν' αναθερμαίνονται με μεγαλύτερη ευκολία. Προέβλεπε πως θ' αποκτούσε ξανά τιμές κι επιρροή. Στο κάτω - κάτω είχε υπηρετήσει με θάρρος τον τουρκικό λαό στην κατασκοπεία κι αργότερα στο αντάρτικο. Κι όταν υποχρεώθηκε να καταφύγει στη ζώνη κατοχής, σταμάτησε κάθε πολιτική δραστηριότητα κι απέφευγε τις επαφές με τις ελληνικές αρχές. Μέσα στην ανεκτική ατμόσφαιρα της νέας τουρκικής κοινωνίας, ο γάμος του θ' απαλλασσόταν από τις πολιτικές εντάσεις, που μέχρι στιγμής συντάραζαν το σπιτικό της μάνας του. Ύστερα, θα μπορούσε να πάρει την Ελένη και να εγκατασταθούν στην Πόλη, για να γλιτώσουν από το επαρχιώτικο αναχρονιστικό πνεύμα. Θα μπορούσε να ξαναρχίσει τις μελέτες του, τη διδασκαλία του, θα μπορούσε να υπηρετήσει τη νέα τάξη, κι ο γάμος του θα χρησίμευε σαν παράδειγμα και σαν πετυχημένο πείραμα της διεθνιστικής κοινωνίας.
   Από τότε που κατέρρευσαν τα σχέδιά του στην Κωνσταντινούπολη κι από την αποτυχία του μισθοφορικού του στρατού στην Κιουτάχεια είχε πια μάθει πως  η επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής  έχει μεγαλύτερη αξία, για την κατάκτηση ενός πολιτικού ιδεώδους, από τα ίδια τα πολιτικά δόγματα. Για αρκετά χρόνια στο παρελθόν οι Τούρκοι ήταν τόσο απορροφημένοι απ' τα προβλήματα της εθνικής τους επιβίωσης, ώστε να μην ασχολούνται μ' επαναστατικές ιδέες. Στη στρατιωτική οργάνωση του Μουσταφά Κεμάλ είχαν αναδειχτεί άνθρωποι, που θα μπορούσαν να γίνουν επαναστάτες, ενώ ο ανταρτοπόλεμος, που εκ πρώτης όψεως φαινόταν ν' αποτελεί το ιδεώδες μέσο για τη διάδοση των ιδεών ενός  ασιατικού τύπου σοσιαλισμού, είχε εκφυλιστεί σ' ένα φοβερό όργιο ληστείας και φυλετικής εκδίκησης.
   Στο άμεσο μέλλον, πάντως, όταν οι Έλληνες θα 'φευγαν απ' την Ανατολή, η στιγμή θα 'ταν πια ώριμη για να γίνει η επανάσταση. Στην Εθνοσυνέλευση, στην Άγκυρα, θα συγκρούονταν αναπόφευκτα οι αντιδραστικοί του θρησκευτικού φανατισμού με τους νέους μεταρρυθμιστές. Τη στρατιωτική νίκη θ' ακολουθούσε πολιτική αναρχία και ο δρόμος θ' άνοιγε και για μαρξιστικές λύσεις. Μπορούσε κανείς να προβλέψει μια περίοδο ζυμώσεων κι ευκαιριών. 
   Ο θρησκόληπτος, όμως Χότζας, με την απαισιοδοξία των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, δεν έβλεπε τίποτα άλλο, εκτός από την άμεση προσμονή της Υπέρτατης Κρίσης. Και καθώς ο Αμπντουλλά τον συνόδευε προς την πόρτα, του φώναξε:
   - Να θυμάστε τα λόγια μου, κύριε: Καμιά συμπάθεια δε θα υπάρξει για σας όταν γυρίσει ο τουρκικός στρατός! Δεν καταλαβαίνετε τι θα σκεφτεί ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς για σας; 
   - Δε νομίζω πως θα νοιαστεί καθόλου για μένα.
   - Θα σας θεωρήσει προδότη, κύριε. Γίνατε εθελούσια υπήκοος των Ελλήνων. Παντρευτήκατε με μια χριστιανή.
   Ο Αμπντουλλά έκανε μια προσπάθεια να διατηρήσει το χαμόγελό του. Η φωνή του, όμως, ακούστηκε τραχιά απ' το θυμό
   - Μπορεί και να 'χετε δίκιο, αγαπητέ μου. Θα περιμένω, όμως, να φτάσω πρώτα σ' αυτό το ποτάμι πριν δοκιμάσω να κολυμπήσω. Ούτε ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς ούτε οποιοσδήποτε άλλος Τούρκος έχει λόγο ν' αμφισβητήσει τον πατριωτισμό μου. 
   - Η γυναίκα σας,  η Ελληνίδα, είναι αυτή που δημιουργεί τις αμφιβολίες. 
   - Αυτό, κύριε, είναι δικό μου πρόβλημα, όχι δικό σας. Καλημέρα σας.
   Ο Χότζας, όμως, αρπάχτηκε απ' το πόμολο της πόρτας και κούνησε απειλητικά το δάχτυλό του.  
   - Μην αψηφάτε αυτά που σας λέω. Είναι για το καλό σας. Παραβλέψατε τους ιερούς νόμους του Ισλάμ. Αυτή η λεγόμενη μόρφωση που σας δώσανε σας γέμισε μ' εγωισμό. Δεν καταλάβατε ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι σαν μια κανάτα; Όταν γεμίσει με το στάσιμο νερό της εγωπάθειας, δεν υπάρχει πια χώρος ούτε για μια σταγόνα από το νέκταρ της θείας αγάπης!
   - Τώρα προσπαθείτε να με κατηχήσετε και με επιγράμματα του Προφήτη! 
   - Ακούστε με καλά. Είμαι σοφότερος απ' όσο νομίζετε. Και χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του γρύλισε απειλητικά: Χώρισέ την! Ο κόσμος αυτής της πόλης ξέρει τι έχεις κάνει. Ζητάει εκδίκηση. Χώρισέ την!
   Με το σαρίκι του να κουνιέται πέρα - δώθε σαν δεμάτι με στάχια, καθώς τρανταζόταν πάνω στο μουλάρι που τον μετέφερε, ο Χότζας κατηφόρισε το μονοπάτι του κήπου, αδιάφορος για την παθητική αγωνία της πολιτείας, ενώ ο τουρκικός στρατός προχωρούσε σαν θύελλα προς το μέρος της. Γυρίζοντας πίσω ο Αμπντουλλά διέκρινε μια σκιά να γλιστράει από τη σκάλα προς την πόρτα της κουζίνας. 
   - Εσύ είσαι Ελένη;
   Όποτε ερχόταν ο Χότζας, η Ελένη σκέπαζε το πρόσωπό της και περπατούσε αθόρυβα σα γάτα, για να μη δυσαρεστήσει το γέρο, του οποίου οι οργισμένες ματιές την τρομοκρατούσαν. Ο Αμπντουλλά πήγε ως την πόρτα της κουζίνας και ξαναφώναξε, αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση. Ίσως να ήταν η Γιλντίζ...
   Ανέβηκε στο χαρέμι και γύρισε από δωμάτιο σε δωμάτιο. Οι γυναίκες είχαν ήδη φτιάξει τα μπαγκάζια τους. Οι μεγάλες ντουλάπες ήταν αδειανές και τα καφασσωτά ήταν σφιχτά κλεισμένα. Νιώθοντας να πνίγεται από τη σκόνη και το βαρύ άρωμα της καμφοράς και του ροδέλαιου, ο Αμπντουλλά ανέβηκε στο μπαλκόνι της σοφίτας που έβλεπε προς στην πόλη. 
   Πυκνά σύννεφα καπνού ανέβαιναν στον ουρανό. Προς τα 'κει που εκτείνονταν οι αμπελώνες μπορούσε κανείς να δει τους Έλληνες που υποχωρούσαν μέσα από την κοιλάδα και ξεχύνονταν από το Σαριγκόλ, την Εσμέ και την Κούλα σε μιαν άμορφη φάλαγγα, που κρυβόταν σχεδόν ολότελα κάτω απ' τη σκόνη. Μακριά απ' τις βάσεις τους, στις στέππες της Ανατολίας,  είχαν πια χάσει όλα όσα ενίσχυαν την έπαρσή τους: Τα κανόνια, τις σημαίες, τα σπαθιά, τις μπάντες τους. Το Αλασεχίρ ήταν σπαρμένο απ' τα κατεστραμμένα μεταγωγικά τους και απ' τα τουμπανιασμένα πτώματα των σκοτωμένων αλόγων τους. Οι τραυματίες ήταν συγκεντρωμένοι και ξαπλωμένοι καταγής, τριγύρω στο σιδηροδρομικό σταθμό. Και οι θόρυβοι από τα τρακαρίσματα των φορτηγών αυτοκινήτων πνίγονταν μέσα στις απεγνωσμένες κραυγές των ανθρώπων που εγκαταλείπονταν πίσω.
   Την ώρα που ο Αμπντουλλά στεκόταν σ' αυτό το παράδοξο παρατηρητήριο, γεμάτος υπερένταση κι ένα παράδοξο πάθος γι' αυτόν τον εχθρό, που τόσο αδιαχώριστα ήταν μπλεγμένος με το τούρκικο έθνος στη μακραίωνη ματωμένη ιστορία του, κάποιοι αξιωματικοί καβάλα στ' άλογά τους, φώναζαν μέσα από χαρτονένια χωνιά:
   - Σταθείτε! Μη φεύγετε! Για την τιμή της Ελλάδας! Δειλοί! Σταματείστε για την τιμή της Ελλάδας, αλλιώς δε θα είστε παρά κοινοί εγκληματίες. 
   Οι φαντάροι όμως συνέχιζαν να σέρνονται πάνω στο δρόμο. Τα μάτια τους κοίταζαν καχύποπτα πότε στη μια πότε στην άλλη άκρη του. Οι στολές τους είχαν καταντήσει να 'ναι βρωμερά κουρέλια. Τα πόδια τους ήταν τυλιγμένα με κουρέλια επίσης και τα χείλια τους ήταν άσπρα με ξεραμένους αφρούς από σάλιο. Δεν έδιναν πεντάρα για την τιμή της Ελλάδας. Λιγότεροι απ' τους μισούς είχαν καταφέρει να σώσουν τα τουφέκια τους, που κρέμονταν χαλαρά στο πλευρό τους σαν να μη μπορούσαν να τα κρατήσουν στα χέρια τους απ' την εξάντληση.   

   Τρεις άντρες, μαυρισμένοι και λιπόσαρκοι σαν λύκοι, στέκονταν διστακτικοί πλάι στην είσοδο του υποστατικού. Ένας απ' αυτούς κατέβασε τα παντελόνια του και κάθισε ν' αφοδεύσει, κοιτώντας αφηρημένα προς τα καφασσωτά παράθυρα, ενώ οι άλλοι, ακουμπώντας αδύναμα στο φράχτη πότισαν τον κήπο με τ' αχνιστά τους κάτουρα.
   Η απόγνωση, η αδυναμία και ο τρόμος τους προκάλεσαν τον οίκτο του Αμπντουλλά.
     Καθώς όμως σήκωσε το χέρι για να τους δείξει το δρόμο, μια υπόκωφη έκρηξη έσεισε την πόλη. Τα τζάμια έσπασαν και τρομαγμένες φωνές ακούστηκαν από τα χαμηλότερα πατώματα του σπιτιού. Ο Αμπντουλλά ξαναφώναξε τη γυναίκα του, αλλά και πάλι δεν πήρε καμιά απάντηση. Απ' την κουζίνα έτρεξε η Γιλντίζ κι όχι η Ελένη, για να τον ανταμώσει στις σκάλες.
   Η μητέρα του είχε κρύψει τις γυναίκες στο υπόγειο, τυλιγμένες με κουβέρτες και παπλώματα. Είχαν κουρνιάσει πίσω από ένα φράγμα με αμμόσακους και διασκέδαζαν απλώνοντας τα στολίδια τους σ' ένα βελούδινο πανί. 
   - Κοίτα, αγόρι μου, του φώναξε η μητέρα του. Αυτή η καρφίτσα ήταν της Μπελκίς χανούμ. Λέω να τη δώσω να τη φορέσει η Γκιουλνάρ για τη γιορτή. 
   Ο Αμπντουλλά κοίταξε ολόγυρα. 
   - Πού είναι η Ελένη; 
   - Κάθε χρόνο τη μέρα της απελευθέρωσης θα 'χουμε γιορτή. Θα κάνουμε τραπέζι στους φίλους μας: Σούπα με κανέλα, ομελέτα με φυστίκια, παστουρμά, λουκάνικα, περιστέρια ψημένα μ' ελιές, μπεκάτσες τυλιγμένες σε φύλλο... 
   - Άφησες την Ελένη να βγει έξω;
   - ... και γλυκά: Σιρόπι από τριαντάφυλλο κι από βιολέτα, πεπόνια, αμύγδαλα από τον Ιορδάνη, γλυκά με ζύμη, ζαχαρωμένα καρύδια. Για δες το προσωπάκι της γιαγιάς. Θα σ' άρεσε, δε θα σ' άρεσε, αγαπημένο μου παιδί;
   - Πού είναι; μούγκρισε ο Αμπντουλλά. Η φωνή του έτρεμε απ' την ταραχή. 
   - Ησύχασε, παιδί μου! Φαίνεται πως έφυγε.
   - Τι θες να πεις;
   - Μερικοί Έλληνες πέρασαν βιαστικά μπροστά απ' το σπίτι και ξαφνικά, νάσου την, με παντελόνια και σκούφο, έτσι που έμοιαζε σαν σταυλίτης. 
   Η μητέρα του σταμάτησε για λίγο, ίσαμε να ξύσει το μάτι της με το μικρό της δάχτυλο. 
   - Της φώναξα να γυρίσει, αλλά αυτή δε μου απάντησε κι όταν πήγα να τη βρω, δεν ήταν πια εκεί. 
   - Τι θες να πεις, για όνομα του Θεού!
   - Μην υψώνεις τη φωνή σου, παιδί μου! Ηρέμησε. Έψαξα και ξανάψαξα. Θα 'στελνα το Χασάν να φέρει βόλτα τη γειτονιά, αλλά εκείνος φοβόταν να ξεμυτίσει. Έτσι άρχισα να φωνάζω απ' το παράθυρο. Θα μ' άκουσες, φαντάζομαι, να τη φωνάζω.
   Αναστέναξε, πήρε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια και τα σήκωσε στο φως:
   - Δεν είναι δα και κάτι που προκαλεί έκπληξη!
   - Δε σου πέρασε απ' το μυαλό πως θα μπορούσαν να την αρπάξουν; Γιατί δε με φώναξες;
   - Ποιος ήξερε πού ήσουν; Φαίνεται πως απλά γύρισε πίσω στους δικούς της.
   Μια μικρή ρυτίδα ικανοποίησης χαράχτηκε στη γωνία του στόματός της.
   - Την έδιωξες!
   Η μάνα του πλατάγισε τη γλώσσα της και τύλιξε τα μπράτσα πάνω στο στήθος της.
   - Νόμιζε πως θα σου έκανε καλό αν έφευγε. Ήταν σίγουρη πως θα σε σκότωναν.
   - Άκουσε αυτόν τον κοκορόμυαλο, τον Χότζα;
   Η μάνα του αναζήτησε το χέρι του.
   - Πιες λίγο καφέ, αγάπη μου. Ένα φλιτζάνι τσάι. Κατιτίς.
   Ο Αμπντουλλά, όμως, στάθηκε όρθιος και υποκλίθηκε στη γιαγιά και στις αδερφές του.
   - Είναι ώρα να πάτε στη σπηλιά μαζί με το θείο. Ο Χασάν θα σας οδηγήσει. Εγώ θα πάω να φέρω πίσω την Ελένη.
   Κουνώντας το κεφάλι η μητέρα του είπε γλυκά:
   - Παιδί μου!... Γιέ μου! Πότε θα μάθεις να νοιάζεσαι τους δικούς σου; Εκείνοι που έρχονται είναι δικοί μας άνθρωποι. Ο πόλεμος τελείωσε.
   - Στο σπίτι δε θα είστε ασφαλείς, είπε ο Αμπντουλλά. Κάντε αυτό που σας λέω και τραβάτε για τη σπηλιά.
   Καθώς ανέβαινε απ' το υπόγειο, μια νέα υπόκωφη έκρηξη ακούστηκε σαν βροντή πάνω από τη γονατισμένη πόλη. Μια στήλη μαύρου καπνού ανέβηκε στον ουρανό, μέσα από πορτοκαλόχρωμες ανταύγειες φωτιάς, από το βάθος της κοιλάδας.
   - Τίναξαν το σιδηροδρομικό σταθμό, είπε.
   - Οι άπιστοι! φώναξε η μητέρα του. Γιατί δε μας αφήνουν ήσυχους;
   - Μην καθυστερείτε, είπε ο Αμπντουλλά. Αφήστε τον Χασάν να σας οδηγήσει στη σπηλιά. Εγώ θα πάω να βρω και να φέρω πίσω την Ελένη.
   Ο καπνός απ' το σταθμό που καιγόταν άρχισε ν' απλώνεται στον ουρανό.          
      
Ράινχαρντ Ρίτσαρντ, Οι στάχτες της Σμύρνης, μετφ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος, Ιστορικό Μυθιστόρημα, εκδ. "ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ" - Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: