Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

[ ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΞΙΛΕΩΣΗ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

  
[Σεπτέμβριος 1975]
   Άδειασε και ξαναγέμισε τη βαλίτσα της. Ο θείος Φρερεζάκος, που της είχε βγάλει το αεροπορικό εισιτήριο, ήταν κατηγορηματικός: "Μόνον τ' απαραίτητα". Όχι πάνω από είκοσι πέντε κιλά, για να μην πληρώσει επιπλέον. Σχεδόν όσα και τα χρόνια της ζωής της. "Ένα κιλό για κάθε χρόνο..." σκέφτηκε. Δεν ήταν κι άσχημα. [...]
   Η Μαργαρίτα ένα δωμάτιο έχει όλο κι όλο, αλλά δυσκολεύεται να αποφασίσει. Ποια είναι τ' απαραίτητα για την καινούργια ζωή; Τι να αφήσει και τι να πάρει; Ρούχα, οπωσδήποτε και μερικά βιβλία, τα βασικά, αυτά που θα της χρειαστούν τις πρώτες μέρες μέχρι να αγοράσει ελληνικά -τα υπόλοιπα θα τα αφήσει να της τα στείλουν φορτωτική. Επιτρέπεται όμως να πάρει μαζί της όσες αναμνήσεις θέλει. Αυτές ίσως να 'ναι και το πιο απαραίτητο εφόδιο για να ξεκινήσεις όχι μία, αλλά πολλές καινούργιες ζωές, όπως λέει και ο ποιητής.
   "Να που άρχισα να γίνομαι συναισθηματική", σκέφτηκε. Τώρα που ήρθε η ώρα να φύγει οριστικά την έπιασε μελαγχολία. Με τις νέες εντυπώσεις δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Το ταξίδι στην Ελλάδα πριν από τρεις μήνες -πήγαινε για πρώτη φορά- η συνάντησή της με τη Νίκη μετά από τόσα χρόνια... Οι εξετάσεις για την ισοτιμία του πτυχίου, οι διατυπώσεις και οι ιατρικές εξετάσεις για τον διορισμό, το μικρό γυμνάσιο στη Βοιωτία, οι νέοι συνάδελφοι... Το ημιυπόγειο "διαμέρισμα" που θα μοιράζεται με μια φιλόλογο... Ήταν ξεσηκωμένη και χαιρόταν για τα καινούργια πρόσωπα και πράγματα που έμπαιναν στη ζωή της.
   Τώρα όμως γύρισε στην Ίμβρο, και όλα είναι διαφορετικά. Στις λίγες μέρες της άδειας που της έδωσαν από το σχολείο για να μετακομίσει, συνειδητοποίησε ότι πρόκειται για μια αναχώρηση χωρίς επιστροφή. Όχι πως δεν θα ξανάρθει εδώ, αλλά να επιστρέφεις σαν επισκέπτης είναι κάτι διαφορετικό από το να ζεις έναν τόπο.
   Είδε μπροστά της τις φαρδιές λεωφόρους της Αθήνας με τις ανθισμένες πικροδάφνες στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου, την πρώτη εικόνα της Ελλάδας που αντίκρισε βγαίνοντας απ' το αεροδρόμιο. Σ' αυτούς τους δρόμους την οδηγεί τώρα η ζωή. Τα σκιερά καλντερίμια της Πόλης και οι χωματόδρομοι της Ίμβρου είναι παρελθόν. Να, και το πιστό της ποδήλατο πρέπει πια να το αποχωριστεί. Θα το πάρει η Γλυκερία, η κόρη της Σοφίας. Δεν αρμόζει άλλωστε σε μια σοβαρή καθηγήτρια να κυκλοφορεί με δίτροχο.
   "...προς σε καταφεύγω, την Κεχαριτωμένην..." Η φωνή της Γλύκως, της μητέρας της, που ακούστηκε από την κουζίνα να τραγουδά την παράκληση, την επανέφερε στην πραγματικότητα, στο αναστατωμένο δωμάτιό της και στα σκορπισμένα παντού ρούχα, βιβλία, χαρτιά, φωτογραφίες...

   Να και το τετράδιό της με τους στίχους των ξένων τραγουδιών... Η καλύτερη συλλογή, το παραδέχονταν όλες οι φίλες της. "It's a hard day's night", "Tombe la neige", "The house of the rising sun", "No milk today", "In ginocchio da te"... "Ένας αποδοτικός τρόπος εκμάθησης ξένων γλωσσών", χαμογέλασε. Χάιδεψε το εξώφυλλο που είχε ένα κολάζ από φωτογραφίες των αγαπημένων της τραγουδιστών.
   Πιο πέρα, μερικά τετράδια αντιγραφής απ' το δημοτικό, αυτά στα οποία σε κάθε μάθημα ζωγράφιζε και κάτι σχετικό με το θέμα. "Τετράδιον Αντιγραφής, Μαργαρίτας Πατεράγκα, Τάξις Ε', αριθμός 14".
   Οι ιχνογραφίες της από το "Ζάππειο" (1) με τα "άριστα"...  
   ... Να και κάποια τετράδια που δεν τα αναγνωρίζει. "Τίνος είναι αυτά;" αναρωτιέται. Τα ημερολόγια της Νίκης! Αυτά που η αδελφή της τής ζήτησε να τα βρει και να της τα πάει. Εδώ είναι κι αυτό με το εξώφυλλο το μαύρο, με τις κίτρινες γραμμώσεις σαν μάρμαρο. Γι' αυτό επέμεινε η Νίκη περισσότερο -ήταν, λέει, το αγαπημένο της.
   Η αδελφή της όταν ήταν μικρή κρατούσε ημερολόγιο. Τα τετράδια τής τα είχε κάνει δώρο η θεία τους, η Βιργινία, που ήξερε πόσο άρεσε της Νίκης το γράψιμο. Εκείνη τα "άριστα" τα έπαιρνε στις εκθέσεις. Θα χαιρόταν με τα ημερολόγια, γιατί νόμιζε πως μπορεί να είχαν χαθεί.
   Η Μαργαρίτα έσπρωξε τις μπλούζες που ήταν φύρδην μίγδην πεταμένες πάνω στο κρεβάτι της, κάθισε στην άκρη του κι άνοιξε ένα απ' τα τετράδια με τα σκληρά εξώφυλλα. Τα φύλλα του ήταν κιτρινισμένα.
   "Βόσπορος, Τετάρτη, 15 Ιουνίου 1955", διάβασε.
   Όταν, προτού μετακομίσουν οριστικά στην Ίμβρο, ζούσαν ακόμη στο γραφικό ήσυχο προάστιο, στον Βόσπορο -σαράντα λεπτά με το βαποράκι από την Πόλη. "Σαν σε παραμύθι ζούσαμε", αναπόλησε. Εκείνες, οι τρεις βασιλοπούλες, και κάστρο τους το ξύλινο τριώροφο σπίτι, προικώο της Γλύκως, που υπάρχει ακόμα. Το αγόρασαν οι παλιοί τους νοικάρηδες και μένουν εκεί.
   Το χωριό χωμένο σε μια καταπράσινη αγκαλιά και στο βάθος η Πόλη να ξεπροβάλλει γαλάζια μέσα από την αχλή της θάλασσας, με τους μιναρέδες της, δάχτυλα να δείχνουν ίσια στον ουρανό. Ήταν θέλημα Θεού, εμείς δεν φέρουμε καμιά ευθύνη, σαν να έλεγαν. Ο Βόσπορος, που κύλαγε ανυποψίαστος τα ρεύματά του ταξιδεύοντας τα ψάρια του, πριν ακόμα τον σφίξουν σαν ατσαλένιες τανάλιες οι γέφυρες. Τα βαπόρια του σ' ένα αδιάκοπο πηγαινέλα να ξεφυσούν τον μαύρο καπνό τους, και τη νύχτα, όταν η θάλασσα γινόταν έναστρος ουρανός από τα πυροφάνια, να πλέουν αργά ανοίγοντας δρόμο ανάμεσά τους, για να μην παρέμβουν στη μοίρα των παλαμίδων και των λουφαριών (2).
   "Ναι", παραδέχτηκε η Μαργαρίτα, "ο καιρός που πέρασε ωραιοποιεί τις καταστάσεις". Αλλά και στην πραγματικότητα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '50 ήταν από τα πιο ελπιδοφόρα για τον ελληνικό πληθυσμό της Πόλης, τους Ρωμιούς (3) όπως τους έλεγαν πάντα οι Τούρκοι, αποφεύγοντας επιμελώς τη λέξη Έλληνες. Η ομογένεια, μετά από τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή, αφού ξεπέρασε ανταλλαγές, εκτοπίσεις, επιστρατεύσεις, θρησκευτικούς διωγμούς και οικονομικές αφαιμάξεις, όπως το περίφημο βαρλίκι (4), απολάμβανε μια σχετική ηρεμία. [...]
   Ναι, "αλλά πόσο σίγουρος μπορεί  να είναι κανείς με τον Τούρκο;" έλεγε ο κύριος Χαράλαμπος, όταν τα βράδια άκουγαν τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τις σχολίαζαν μετά πίνοντας το ούζο τους με τον πατέρα της Μαργαρίτας. Και η Γλύκω σερβίριζε τους τσίρους σκεπασμένους με τερεότι (5) και κουνούσε το κεφάλι της. Εκείνη δεν συμμεριζόταν την ευφορία του άντρα της, παρ' όλο που το κλίμα αυτό της ελληνοτουρκικής φιλίας άνοιξε το δρόμο για να ανακτήσει η ελληνική μειονότητα χαμένα δικαιώματα στην παιδεία, να αναζωογονηθεί πολιτιστικά και να ανακάμψει οικονομικά. Και οι φόβοι δεν άργησαν να επαληθευτούν. "Μήπως το '55 δεν ήταν η χρονιά που οι βασιλοπούλες γνώρισαν και τους δράκους του παραμυθιού;" αναλογίστηκε η Μαργαρίτα.  
   Την εποχή όμως που άρχιζε το ημερολόγιο τα κορίτσια είχαν άλλες ανησυχίες. Ποιο παιχνίδι θα παίξουν και πότε θα φαν καμιά λιχουδιά οι μικρότερες, ενώ για τη μεγαλύτερη τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα ήταν αυτά που γέμιζαν τη ζωή της. Η Μαργαρίτα ήταν τότε πέντε χρονών και η Νίκη δέκα. Η Σοφία στα δεκατέσσερα. "Δεν είμαι καλός στο σημάδι", έλεγε γελώντας ο Κώστας, ο πατέρας τους, για να δικαιολογήσει το διάστημα που μεσολάβησε. Για τη Γλύκω, όμως, τα χρόνια που πέρασαν μέχρι να μείνει έγκυος για δεύτερη φορά ήταν μια δοκιμασία. Φοβόταν πως θα έμενε μόνο με τη Σοφία και η καρδιά της γέμιζε πίκρα. Κάθε μήνας που έβλεπε περίοδο ήταν κι ένα μαχαίρι που έπρεπε να το καταπιεί. Έχανε τη μιλιά της και οι άλλοι, οι οποίοι δεν ήξεραν το μυστικό της, νόμιζαν ότι ο καημός της ήταν να κάνει απωσδήποτε κι ένα αγόρι. Υπήρχε γι' αυτήν μια σελίδα του παραμυθιού που την κρατούσε μύχια, να μείνει αδιάβαστη.
   Η ζωή της άλλαξε με τη γέννηση της Νίκης, που τη θεώρησε καλό οιωνό, και η χαρά ξαναγύρισε στα μάτια της. Μετά, αφού ήρθε και η Μαργαρίτα, η ευτυχία της κορυφώθηκε. Μπορούσε πια να χαμογελά με ικανοποίηση όταν η αδελφή της, η Ανάστω, της παραπονιόταν: "Μα πώς τα καταφέρνετε, Γλύκω μου; Αφού ξεπεταχτεί η μία και είναι έτοιμη να πάει σχολείο, έρχεται η επόμενη. Όχι σαν εμένα, που γέννησα τον Τζότζο (6) πριν προλάβει να χρονίσει η Βασούλα μου".
   Η ματιά της Μαργαρίτας διέτρεξε τη σελίδα. Το μολύβι είχε ξεθωριάσει με τα χρόνια, τα ορνιθοσκαλίσματα της Νίκης όμως της προκαλούσαν μιαν ακατανίκητη επιθυμία να τα διαβάσει. [...]

Βόσπορος
Πέμπτη, 23 Ιουνίου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
 Η ράφτρα
   Σήμερα ξυπνήσαμε νωρίς. Ήρθε η κυρία Τασούλα να μας ράψει. Μας λέει όλα τα νέα όταν έρχεται. Σήμερα μας είπε για τον Γιάννη της χήρας, που έχει τον μπαχτσέ, ότι γύρισε με άδεια απ' το στρατιωτικό του και δεν θέλει να ξαναπάει, θέλει να το σκάσει στην Ελλάδα. Και κλαίει η μάνα του και τον παρακαλάει να μην το κάνει και πήγε στον Ισμαήλ εφέντη, που έχει γιο αξιωματικό, κι έπεσε στα πόδια του για να στείλουνε τον γιο της σε άλλο μέρος, γιατί εκεί που είναι, λέει, ένας αξιωματικός τον έβαλε στο μάτι. Δεν το κατάλαβα αυτό και η κυρία Τασούλα μου εξήγησε ότι, να, νόμισε πως ο Γιάννης τον κορόιδεψε και από τότε δεν τον χωνεύει. Μου φάνηκε όμως ότι κάτι μου έκρυψαν, γιατί η μαμά ταράχτηκε και μ' έστειλε αμέσως να αγοράσω κλωστή και εξτραφόρ... 

   Το περιστατικό ήταν αιτία να αναδυθούν δυσάρεστες αναμνήσεις που η Γλύκω τις είχε καταχωνιάσει στο πιο σκοτεινό υπόγειο της καρδιάς της. Δεν άκουγε πια τη λογοδιάρροια της Τασούλας. Τα χέρια της έτρεμαν όσο αντίκριζε τα κομμάτια της φούστας που είχε κόψει η μοδίστρα και το μυαλό της πήγε πολλά χρόνια πίσω. Κάθε τόσο έστρεφε τη ματιά της στη Σοφία και η λύπη ήταν έτοιμη να κυλήσει. Μετά πρόσεξε τη Νίκη που παρακολουθούσε με τεντωμένα αυτιά και άγρυπνο μάτι και την έστειλε στο μαγαζάκι.
   Η Μαργαρίτα ήταν πολύ μικρή για να θυμάται αυτή τη σκηνή, ήξερε ωστόσο ότι η μητέρα της έδειχνε πάντα ευαισθησία όταν επρόκειτο να ζητήσει κάποιος ρουσφέτι, όμως έβαζε τον πατέρα τους να μεσολαβήσει. "Αυτές είναι αντρικές δουλειές", έλεγε.
   Πράγματι, αν είχε πάει ο Φρερεζάκος εκείνη τη μοιραία μέρα στον Σουάτ μπέη, η ζωή της Γλύκως θα εξελισσόταν διαφορετικά. Ήταν το 1941, τότε που οι Τούρκοι σκαρφίστηκαν τη στρατολογία "των είκοσι ηλικιών" (7). Ο Κώστας, λίγους μήνες παντρεμένος με τη Γλύκω, είχε βρεθεί στο Γιόζγκατ (8). Η απελπισία της γυναίκας του ήταν μεγάλη.
   Εκείνη την εποχή ήρθε να μείνει στο ξενοδοχείο όπου εργαζόταν ο Φρερεζάκος, το περίφημο "Πέρα Παλλάς", ο Σουάτ μπέης, το δεξί χέρι του Φεβζί Τσακμάκ (9), με τη συνοδεία του. Ο Φρερεζάκος, ο οποίος δεν επιστρατεύθηκε γιατί ήταν Ιταλός υπήκοος, είχε εξυπηρετήσει σε κάποιες γυναικοδουλειές τον υπασπιστή του. Είχε το θάρρος, λοιπόν, να του ζητήσει μια συνάντηση με τον Σουάτ μπέη, καθώς σκέφτηκε αυτό το μέσον για να φέρει πίσω τον μπατζανάκη του. Κλείστηκε το ραντεβού και ειδοποιήθηκε η Γλύκω, η οποία κατέβηκε στην Πόλη όλο αγωνία.
   Από κει και πέρα μια σειρά συγκυριών άλλαξε τη "ροή των πραγμάτων", όπως θα έλεγε η κυρία Μαρίνα. Λες κι είχε βάλει ο Διάβολος την ουρά του και αρρώστησε ο Φρερεζάκος με κωλικό νεφρού και τον έτρεχε η Βιργινία στα Ιταλικά Νοσοκομεία. Έτσι αναγκάστηκε να πάει μόνη της η Γλύκω στη συνάντηση.  

   ... Το κίτρινο της μαμάς γίνεται πολύ ωραίο. Θα το φορέσει στον γάμο της Νίτσας, που είναι την άλλη Κυριακή. Το μεσημέρι φάγαμε σαρδέλες τηγανητές και καρνί γιαρίκ (10). Πάντα όταν έρχεται η κυρία Τασούλα τρώμε καλά. Θα έρθει και αύριο να τελειώσει της μαμάς, να διορθώσει ένα φόρεμα για τη Σοφία και να δει και τα δικά μας, αυτά που μας έστειλε η θεία Μερόπη απ' την Αμερική. Το δικό μου είναι άσπρη οργάνζα με ροζ λουλουδάκια κεντημένα. Θα προτιμούσα ένα πορτοκαλί. Της Μαργαρίτας είναι κίτρινο με λευκά πουά.
   Πονάει το στομάχι μου. Καληνύχτα.  [...]

 Βόσπορος
Σάββατο, 2 Ιουλίου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Οι προετοιμασίες
   Δεν έγινε τίποτε ενδιαφέρον. Είχαμε τόσο πολλές δουλειές! Η μαμά σιδέρωσε όλα τα φορέματα και το πουκάμισο του μπαμπά. Τη βοήθησε και η Σοφία. Η μαμά λέει ότι θα γίνει καλή νοικοκυρά...

   "Η καλύτερη", χαμογέλασε η Μαργαρίτα και κοίταξε την ανθοδέσμη με τις υφασμάτινες παπαρούνες -έργο της Σοφίας- πάνω στο περβάζι του παραθύρου της. Ο Στράτος, παρά τη βρώμικη δουλειά που έχει στο συνεργείο, είναι πάντα καθαρός και ατσαλάκωτος και τα παιδιά σαν να βγήκαν απ' το φιγουρίνι. Με τη λίγη ραπτική που έμαθε στο Κουρς (11) κάνει θαύματα. Άλλωστε το σπίτι της λάμπει όχι μόνο από καθαριότητα αλλά και από την αγάπη, που κάνει έντονα αισθητή την παρουσία της. Ο Στράτος, αυτός ο "μουντζούρης" που όταν μιλά για τη γυναίκα του γίνεται ποιητής, λέει ότι η Σοφία είναι σαν το φως. Υπάρχει και γεμίζει όλο τον χώρο γύρω σου χωρίς να σ' εμποδίζει, δεν μπορείς όμως να κάνεις χωρίς αυτό. Σου είναι απαραίτητο για να ζήσεις.    
   Η τελειότητα αυτή στη ζωή της Σοφίας προβλημάτιζε τη Γλύκω, σχεδόν την ενοχλούσε. Τι ήθελε να της δείξει η μοίρα κι έδινε αυτή την ευλογία στη Σοφία, ενώ έβαζε τη Νίκη, το καμάρι της, να της κάνει τέτοια καμώματα; "Με τιμωρεί ο Θεός", σκεφτόταν.
   Και ενώ έβλεπε πόσο καλά ζούσε η Σοφία κι ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να επιθυμήσει κανείς τίποτε καλύτερο για το παιδί του, ντρεπόταν επειδή δεν πήρε κάποιον της τάξης τους. "Με τι ασχολείται ο γαμπρός σας;" "Μηχανικός αυτοκινήτων", είναι η συνήθης απάντησή της. Η λέξη "μηχανικός" πιστεύει ότι προσδίδει κάποιο κύρος στην όλη υπόθεση. Η Μαργαρίτα θυμήθηκε τις "Ομπρέλες του Χερβούργου" και μουρμούρισε τις νότες. Ευτυχώς, η Σοφία κατάφερε να παντρευτεί τον αγαπημένο της.

   ... Εμένα μ' είχαν να τρέχω για τα θελήματα. Πήρα κόλλα για να κολλαρίσουμε το πουκάμισο του μπαμπά. Μετά με ξαναστείλανε για κόπιτσες. Η τυχερή ήταν η Μαργαρίτα. Όλη μέρα έπαιζε με τις κούκλες της και μπερδευότανε στα πόδια μας. Μέσα σ' όλα είχαμε και τη γιαγιά που έψαχνε για το καπέλο της. Κατάλαβε ότι για κάπου ετοιμαζόμαστε και ήθελε να είναι έτοιμη κι αυτή.
   Το απόγευμα η μαμά άναψε το μπάνιο. Πρώτα έπλυνε τη γιαγιά. Αφού πλύθηκε η γιαγιά, η Σοφία έπρεπε να τη χτενίσει. Τα μαλλιά της είναι πολύ λεπτά και μπερδεύονται κι η γιαγιά φώναζε και η Σοφία της φώναζε κι αυτή να κάτσει ήσυχα και να μην κουνιέται.
   Μετά λούσαμε τη Μαργαρίτα. Ήθελε να της ρίξω νερό με το τάσι μου και εγώ δεν ήθελα, αλλά η μαμά μού είπε να της ρίξω για να μην κλαίει. Δεν της χαλάει χατίρι. Αφού το τάσι μού το έφερε η νονά μου μόνο για μένα. Μόλις ήρθε η σειρά μου, η μαμά έβαλε κι άλλα ξύλα και το νερό έκαψε πολύ. Έκανε ζέστη και μπήκε σαπούνι στα μάτια μου. Η Σοφία λούζεται μόνη της. Εν τω μεταξύ ήρθε και ο μπαμπάς και αφού έκανε κι αυτός μπάνιο, τελευταία μπήκε η μαμά. Μετά σφουγγάρισε το μπάνιο και έβαλε τα μπικουτί. Ήμασταν αστείες όλες με τα τουλπάνια στα κεφάλια μας. "Άντε, με γεια να λερώσεις", είπε η θεία όταν πήγα να της πω καληνύχτα. 
   Αύριο είναι ο γάμος.  [...]

Βόσπορος
Δευτέρα, 4 Ιουλίου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Ο γάμος
   Πού να σ' τα λέω! Περάσαμε θαύμα. Χτες δεν έγραψα γιατί γυρίσαμε αργά.
   Η Νίτσα είναι εξαδέλφη της μαμάς, δηλαδή θεία μας. Ναι, βέβαια, είναι πολύ μικρότερη απ' τη μαμά, είναι είκοσι χρονών. Ο μπαμπάς της, που ήταν αδελφός του παππού, όταν πέθανε η πρώτη γυναίκα του και πέρασαν μερικά χρόνια θέλησε να ξαναπαντρευτεί. Κι έτσι μετά από πολλά χρόνια έκανε τον Κώτσο και τη Νίτσα. Ο γάμος ήταν στο Μπεμπέκι (12). Πήγαμε με το βαποράκι και φτάσαμε στην εκκλησία στην ώρα μας, κι ας φώναζε ο μπαμπάς πως θα αργήσουμε. Η αλήθεια είναι πως μας άργησε η Σοφία, γιατί, λέει, δεν της έστρωναν τα μαλλιά της. Εμένα μου έκανε η μαμά την αλογοουρά και μου έδεσε τη ροζ κορδέλα. Ήθελα να μ' έβλεπε ο Δάμωνας, αλλά αυτός δεν φαινόταν πουθενά. Την ώρα που φύγαμε απ' το σπίτι, αυτοί συνήθως κοιμούνται.
   Ο Αλέκος ήταν εκεί και περίμενε τη Νίτσα, πολύ όμορφος, με το μαύρο του κοστούμι και τα ξανθά του μαλλιά. Τη Νίτσα την έφερε ο Κώτσος, ο αδελφός της, αφού ο πατέρας της έχει πεθάνει. Ήταν πολύ όμορφη νύφη. Δύο κυρίες που στεκόντουσαν πίσω μου αναστέναξαν κι είπαν: "Ευτυχώς ήρθε. Δεν το 'κανε σαν τη μάνα της". Δεν κατάλαβα τι εννοούσαν. Ξέρω μόνο ότι ο κύριος Πέτρος που μένει στο Μπεμπέκι είπε στον μπαμπά να την προσέχουνε τη Νίτσα, γιατί θα ξελογιαστεί μ' έναν Εβραίο... [...]
   ...Αλλά φαίνεται η Νίτσα αγαπά πιο πολύ τον Αλέκο απ' τον Εβραίο. Ευτυχώς, γιατί δεν ξέρω τι είδους γάμο κάνουν οι Εβραίοι και αν θα μπορούσαμε να είμαστε εκεί με τα καινούργια μας φουστάνια... 

   "Ίσως και να το μαθαίναμε..." σκέφτηκε με νοσταλγία η Μαργαρίτα. Ένας Εβραίος, ο Μισέλ, ήταν από τις ελάχιστες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, κατακτήσεις της... που τον είχε γνωρίσει σε μια ντισκοτέκ. Ήταν ο πιο όμορφος της παρέας, ψηλός, γεροδεμένος και κοκκινομάλλης. Όταν της ζήτησε να χορέψουν, η Μαργαρίτα κοίταξε γύρω της για να δει αν απευθυνόταν σ' αυτήν. Συνήθως στα πάρτι έμενε στα αζήτητα. Την ώρα που χόρευαν, της ψιθύριζε τρυφερά στ' αυτί και η Μαργαρίτα ένιωσε τα πόδια της να γίνονται σαν από λιωμένο κερί. Και καθώς εκείνος παίρνοντας τη σιωπή της για συγκατάθεση την έσφιξε πάνω του και άρχισε να τη χαϊδεύει στον λαιμό, μόνο που δεν λιποθύμησε. Μετά ο Μισέλ τη συνόδεψε μέχρι το σπίτι της θείας της κι εκεί στα σκοτεινά τη φίλησε. Η Μαργαρίτα ήταν σαν να μη ζούσε.
   Στην ανάμνησή του τώρα, έκλεισε τα μάτια της και στο στόμα της ένιωσε τα σαρκώδη και ζεστά χείλη του, όπως εκείνο το βράδυ στο κρεβάτι της που δεν έλεγε να την πάρει ο ύπνος. Έφερνε στη μνήμη της τις σκηνές του φιλιού κι αυτό την οδηγούσε ξανά και ξανά στην ίδια κατάσταση έκστασης. Όμως τη βασάνιζε το ότι ήταν Εβραίος. Η σκέψη της αμαρτίας και της κοινωνικής κατακραυγής με τις οποίες ήταν φορτισμένη, γενικά, κάθε σχέση με αλλόθρησκο, δεν ήταν τίποτα μπροστά στην εικόνα της μαμάς της. Όχι, δεν μπορούσε να της το κάνει αυτό. "Κι εσύ, τέκνον Βρούτε;" θα έλεγε και η Βιργινία.
   Για το χατίρι της Γλύκως έκανε την καρδιά της πέτρα η Μαργαρίτα και δεν ξαναβγήκε με την παρέα του Μισέλ. Παρ' όλο που αυτός επέμενε και προσπάθησε να τη συναντήσει πολλές φορές, δήθεν τυχαία, εκείνη κράτησε πόζα και του φέρθηκε ψυχρά. Κι έτσι έχασαν οι Πατεραγκαίοι άλλη μια ευκαιρία να μάθουν πώς θα ήταν ο εβραίικος γάμος.

   ...Της Μαργαρίτας της δώσανε να κρατάει τη μία λαμπάδα. Εμένα μου δώσανε ένα καλαθάκι με ροδοπέταλα και ρύζι για να ράνω τη νύφη και τον γαμπρό. Στο "Ησαΐα χόρευε" η Μαργαρίτα παραλίγο να κάψει τα ράσα του καντηλανάφτη. Στο τέλος, φορέσανε στη νύφη τα χρυσαφικά. Η μαμά τής πέρασε ένα χρυσό βραχιόλι με μικρά ρουμπινάκια.
   Όταν τελείωσε ο γάμος, πήγαμε στο σπίτι. Εκεί είχαν στρωμένα τα τραπέζια. Εμείς τα παιδιά δεν φάγαμε πολύ, τρέχαμε συνεχώς πάνω κάτω και παίζαμε. Η Σοφία καθόταν ανάμεσα σε δύο φίλους του γαμπρού και την είχανε μη στάξει και μη βρέξει. Μετά το φαγητό ένας άλλος φίλος του γαμπρού έπαιξε ακορντεόν και άρχισε ο χορός.
   Πρώτα χόρεψε ο Αλέκος με τη Νίτσα και όλοι τούς χειροκροτούσαν. Η μαμά της Νίτσας σκούπιζε τα μάτια της. Εμείς παρατήσαμε τα παιχνίδια και κοιτάζαμε.   
   Ήταν πολύ όμορφα. Κυρίως μ' αρέσει όταν χορεύουν καντρίλιες. Ένας φωνάζει και λέει κάτι γαλλικά και οι άλλοι κάνουν ό,τι τους λέει. Η μαμά με τον μπαμπά χόρεψαν βαλς. Η Σοφία δεν κάθισε καθόλου. Όλοι οι φίλοι του γαμπρού χόρεψαν μαζί της. Κάποια στιγμή την είδα να χορεύει και με τον Λάζαρο, που η γυναίκα του είναι έγκυος και δεν μπορεί να χορέψει. Έχει ένα λεπτό μουστακάκι και μαύρα μάτια σαν κάρβουνα. Όση ώρα χόρευε με τη Σοφία, κάτι της έλεγε κι εκείνη είχε κοκκινήσει.
   Αργότερα η Σοφία χόρεψε τσιφτετέλι. Η γυναίκα του κυρίου Κοσμά, που καθόταν δίπλα μου, τον μάλωσε ότι έτρεχαν τα σάλια του. Εγώ δεν τα είδα. Εκείνος της απάντησε: "Τσοτζούκ" (13) κι έδειχνε τη Σοφία. Κι εκείνη πολύ θυμωμένα του λέει: "Ναι, τσοτζούκ. Μπου σανά ον τσοτζούκ ντογουρούρ" (14). Μου έριξε και μένα μια άγρια ματιά και τον πήρε και φύγανε.
   Στον γυρισμό η Μαργαρίτα κοιμότανε. Η μαμά με τον μπαμπά λέγανε για τους διάφορους συγγενείς που είχαν καιρό να τους δούνε. Μετά η μαμά είδε τον λεκέ από το γλυκό στο φουστάνι μου αλλά δεν με μάλωσε.
   Κρίμα που δεν γίνονται πιο πολλοί γάμοι. Καληνύχτα.

   Η Μαργαρίτα από τις φωτογραφίες της εποχής εκείνης ήξερε ότι η Σοφία έδειχνε πολύ μεγαλύτερη απ' την ηλικία της. Φαίνεται ότι ανάλογα με την ανάπτυξη αυτή είχε ξυπνήσει και το κορμί της πρόωρα κι έζησε από τότε κάποιες ερωτικές ιστορίες. Η πιο γνωστή ήταν με τον Λάζαρο.
   Αν και πολύ μικρή, η Μαργαρίτα θυμόταν τον καβγά που είχε ξεσπάσει στο σπίτι. Τις άγριες φωνές του Κώστα, τα κλάματα της Σοφίας, τα παρακάλια της Γλύκως: "Πιο σιγά, Κώστα μου, θα γίνουμε ρεζίλι στον μαχαλά". Ο Πατεράγκας όμως ήταν έξαλλος. Η γιαγιά Κλεονίκη είχε αγκαλιάσει τη Μαργαρίτα κι είχαν ζαρώσει στην τραπεζαρία στα σκοτεινά -απ' την ταραχή τους ούτε το φως δεν σκέφτηκαν ν' ανάψουν. Η Νίκη δεν ήταν παρούσα στη σκηνή, γιατί είχε πάθει ανεμοβλογιά και την είχαν στείλει στης θείας Βιργινίας να μην κολλήσει τις αδελφές της.
   "Παντρεμένος" και "παρθενιά" ήταν οι δύο λέξεις που ξεχώριζε η Μαργαρίτα να επαναλαμβάνει η βροντερή φωνή του μπαμπά της εκείνο το βράδυ. Η δεύτερη, που τότε δεν ήξερε τι σημαίνει, πέρασε στο υποσυνείδητό της σαν κάτι πολύτιμο το οποίο δεν έπρεπε ποτέ και για κανένα λόγο να χαθεί.
   Όπως της τα διηγήθηκε αργότερα η θεία Βιργινία, ο Λάζαρος είχε ξελογιαστεί με τη Σοφία κι ήταν έτοιμος ν' αφήσει τη γυναίκα του λεχώνα και το νεογέννητο κοριτσάκι του. Η Σοφία, μικρή τότε, στα δεκατέσσερα, αλλά στην εμφάνιση σωστή γυναίκα, θαμπώθηκε από την πείρα του -ήξερε, βλέπεις, να κερνά την μπίρα και να περιποιείται μια κοπέλα- κι ήταν έτοιμη "να απολέσει ό,τι πολυτιμότερον είχε". Εκείνη την ημέρα, ένας φίλος του Πατεράγκα τους είδε στο νησί, στην Αντιγόνη (15), "τσαμλαρίν αλτιντά" (16). Εκεί την είχε πάει, ενώ νόμιζαν πως ήταν στο σχολείο. Γι' αυτό φώναζε ο Κώστας για παρθενιές εκείνο το βράδυ. Προσπαθούσε να εξακριβώσει μέχρι πού είχαν προχωρήσει τα πράγματα. Ευτυχώς η Σοφία τον είδε κι εκείνη τον φίλο του μπαμπά της και τρόμαξε, κι έτσι έφυγαν άρον άρον απ' το νησί χωρίς να χαθεί η παρθενιά της.
   Τότε ο Κώστας είχε πάρει την απόφαση να τη σταματήσει απ' το σχολείο. "Αυτή ξεσκόλισε", είπε χαρακτηριστικά. Και η Γλύκω, που πλάνταξε στο κλάμα εκείνο το βράδυ, δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει. Ούτε μια παρατήρηση δεν άνοιξε το στόμα της να πει της Σοφίας, ούτε μια διαμαρτυρία στην οργισμένη απόφαση του άντρα της. Όταν ησύχασαν τα πράγματα και ο Κώστας αποκοιμήθηκε, κουκουλώθηκε με την κουβέρτα πάνω απ' το κεφάλι και δεν έκλεισε μάτι ως το πρωί, αναθεματίζοντας τον εαυτό της. Θεωρούσε τη δική της ένοχη ιστορία υπεύθυνη για το φέρσιμο της Σοφίας.
   Το πρωί ο Πατεράγκας έβγαλε φετβά (17). Η Σοφία έπρεπε να διαλέξει: ή θα παντρευόταν τον Ιορδάνη, ένα καλό παιδί που την είχε ζητήσει εδώ και λίγο καιρό αλλά εκείνος τον απέπεμψε, λέγοντας ότι ακόμα είναι μικρή, ή θα την έστελνε με το πρώτο βαπόρι στην Ίμβρο, στης θείας Ελένης. Και φυσικά, η Σοφία από το να παριστάνει την Εστέλλα, όπως είχε πει η Βιργινία αναφερόμενη στις Μεγάλες προσδοκίες, προτίμησε τον Ιορδάνη.  [...]

Ίμβρος
Κυριακή, 31 Ιουλίου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Ο Παναγιωτάκης
   Σήμερα μετά την εκκλησία πήγαμε όλοι στο μεγάλο καφενείο. Είχε πολύ κόσμο. Εμείς καθίσαμε με την παρέα του γιατρού. Ήταν και η κυρία Ελένη, η μαμά του Παναγιωτάκη. Αυτός είναι ένα πολύ χοντρό αγοράκι και απορώ πώς παχαίνει, αφού κάθε μέρα η μαμά του τον γυρίζει σ' όλη τη γειτονιά για να φάει το φαγητό του. Βάζει μια μπουκιά στο στόμα του και βγαίνουν έξω με το πιάτο, φτάνουν στο σπίτι του μπαρμπα-Σταμάτη κι αυτός ακόμη δεν έχει καταπιεί την μπουκιά του. Η κυρα-Μακούλα του χτυπάει κάτι κουτάλια για να τον κάνει να γελάσει και του βάζουνε και δεύτερη κουταλιά. Η γιαγιά της Βασιλικής, μιας άλλης φίλης μου, του τραγουδάει και επειδή το στόμα της είναι φαφούτικο όλοι γελάμε, μόνο ο Παναγιωτάκης δεν ανοίγει το στόμα του. Και προχωράνε έτσι μεχρι τον φούρνο που είναι πολύ μακριά απ' το σπίτι τους. Όταν εμείς παίζουμε και τους δούμε να έρχονται, τρέχουμε να βοηθήσουμε την κυρία Ελένη και άλλος βγάζει τη γλώσσα του, άλλος χοροπηδάει για να τον κάνουμε να ξεχαστεί και να φάει.  Σήμερα στο καφενείο η μαμά του ήταν πολύ ωραία ντυμένη και ο μπαμπάς του, ο κύριος Σπύρος, είναι πολύ ψηλός και όμορφος. 
   Οι άντρες ήπιανε καφέ και οι γυναίκες βυσσινάδες. Εμάς μας έφεραν υποβρύχιο. Ο Παναγιωτάκης το υποβρύχιο το έφαγε αμέσως. "Μόνο τα γλυκά τρώει", είπε η κυρία Ελένη. Εγώ τότε της είπα να του βάζει ζάχαρη στο φαγητό του για να γίνεται γλυκό και να το τρώει, κι όλοι γελάσανε. Ο Παναγιωτάκης όμως μου έδωσε μια κλοτσιά, η μαμά του τον έδειρε και εκείνος άρχισε να στριγκλίζει. Ο πατέρας του τον πήρε και πήγανε σε μια άλλη παρέα για να ησυχάσει.
   Τότε ο γιατρός ρώτησε όλα τα παιδιά ποιον αγαπάνε περισσότερο, τη μαμά τους ή τον μπαμπά τους. Μόνο ο Θανάσης είπε πως αγαπά τη μαμά του. Όλα τα κορίτσια είπαμε πως αγαπάμε τους μπαμπάδες μας. Τότε η Σοφία που καθότανε όλη την ώρα χωρίς να μιλάει, σηκώθηκε κι είπε να φύγουμε. Πήρε εμένα και τη Μαργαρίτα και μας τράβηξε άρον άρον για το σπίτι. Σ' όλο το δρόμο ήταν πολύ θυμωμένη με τον κύριο Γιώργο, τον γιατρό, που δεν ντρέπεται μορφωμένος άνθρωπος να κάνει τέτοιες ερωτήσεις στα παιδιά. Και τα 'βαλε και μαζί μας. Γιατί, λέει, η μαμά κουράζεται για μας, ο μπαμπάς τι κάνει και τον αγαπάμε πιο πολύ; Όταν θα μεγαλώσουμε, λέει, θα καταλάβουμε. Ναι, αλλά δεν έχει δίκιο, ο μπαμπάς μάς λέει αστεία και χορεύει μαζί μας, η μαμά όλο δουλειές έχει...  

   Η Μαργαρίτα τεντώθηκε να ξεμουδιάσει. "Αυτό θα ήταν το πρώτο φεμινιστικό ξέσπασμα της Σοφίας", σκέφτηκε. Πάντα πάσχιζε να ξεφύγει από τη μοίρα των κοριτσιών της εποχής της και το κατάφερε. Έκανε αυτό που ήθελε και επέβαλλε τη θέλησή της και στους γονείς της. Πρώτα ξαπόστειλε τον Ιορδάνη και μετά διάλεξε τον Στράτο. Αυτό το δεύτερο ήταν μεγαλύτερο τόλμημα, γιατί μπορεί μια κοπέλα καλής οικογενείας να διαλύσει έναν αρραβώνα -ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία θα ήταν. Να διαλέξει όμως για σύζυγο έναν αμόρφωτο, "χειρώνακτα", από την τελευταία οικογένεια του χωριού -ο πατέρας του ήταν μεθύστακας- είναι άλλο ζήτημα.
   Αλλά και τον Στράτο τον κάνει ό,τι θέλει. Όταν άνοιξε το Κουρς στην Ίμβρο, επαναστάτησε και ήθελε κι αυτή να πάει. Πού ακούστηκε παντρεμένη γυναίκα με παιδί να τρέχει στη σχολή -αυτά ήταν για τις λεύτερες. Κι όμως πήγε και γράφτηκε σε δύο μαθήματα. Ραπτική και τεχνητά λουλούδια. Η Μαργαρίτα ερωτεύτηκε το μικρό σφαιρικό σιδεράκι που είχε για να στρογγυλεύει τα πέταλα των λουλουδιών. Άνθισε το σπίτι της από μαργαρίτες, λαλέδες (18) και αμυγδαλιές. Μέχρι στο συνεργείο του Στράτου είχε βάλει μια μεγάλη ανθοδέσμη μέσα σ' ένα καλάθι και το είχε κρεμάσει απ' το ταβάνι. Όταν έμπαινε ο Ντουρσούν στο μαγαζί, που ήταν ο πιο ψηλός άντρας στην Ίμβρο, χτυπούσε πάνω του το κεφάλι του. Ο Καλούδης, ο οποίος είχε το μεγαλύτερο εμπορικό κατάστημα στο νησί, πήγε και της έκανε πρόταση να αγοράζει τα λουλούδια της για το μαγαζί του, ο Στράτος όμως ήταν ανένδοτος: "Τι θα πει ο κόσμος, θα λένε ότι δεν μπορώ να ζήσω την οικογένειά μου". Παρ' όλα αυτά εκείνη συνεννοήθηκε και με άλλες δύο και φτιάχνανε λουλούδια για τον Καλούδη. Σιγά σιγά έγινε μια μικρή επιχείρηση. Αργότερα ήρθε ένας Πολίτης που είχε μαγαζί στο Καπαλί Τσαρσί (19) κι έστελνε εμπορεύματα σ' όλη την Ανατολή, είδε τα λουλούδια στου Καλούδη και άρχισαν βροχή οι παραγγελίες. Ολόκληρο ατελιέ διευθύνει τώρα η Σοφία.

   ... Μετά όμως σκέφτομαι και την κυρία Ελένη, τι τραβάει για να ταΐσει τον Παναγιωτάκη, ενώ ο μπαμπάς του κάθεται στο καφενείο. Στη μαμά του θα το χρωστάει όταν θα μεγαλώσει και δεν θα μείνει τζουτζές (20).
   Την αγαπώ και τη μαμά μου. Καληνύχτα. [...]

Ίμβρος
Δευτέρα, 1 Αυγούστου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Οι Δρίμες  
   Σήμερα άρχισαν οι Δρίμες. Είναι πέντε μέρες από την πρώτη Αυγούστου που δεν κάνει να μπεις στη θάλασσα γιατί το δέρμα σου θα γεμίσει λεκέδες. Αν όμως έχεις ένα σίδερο μαζί σου, τότε δεν κινδυνεύεις. Η μαμά είπε να μην πάμε για μπάνιο αυτές τις μέρες. Η γιαγιά Περμαθούλα συμφώνησε. Αυτή ποτέ δεν θέλει να πηγαίνουμε στη θάλασσα, γιατί μαυρίζουμε και δεν είμαστε όμορφες. Νομίζει ότι είναι όπως στον καιρό της, που όμορφες θεωρούσαν τις άσπρες και παχιές. Η Σοφία όμως βρήκε τη λύση. Δέσαμε όλες από ένα καρφί στο μπανικό μας κι έτσι πήγαμε για μπάνιο, αλλά το καρφί σκούριασε και λέρωσε τα μπανικά μας κι η μαμά έβαλε τις φωνές. Προσπαθούσανε μια ώρα να τα καθαρίσουνε με τη γιαγιά, με λεμόνια και αλάτια και πιπέρια και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Τα καταφέρανε πάντως.
   Σήμερα άρχισε και η νηστεία. Δεκαπέντε μέρες, ως της Παναγίας, δεν θα φάμε κρέας. Η γιαγιά Περμαθούλα δεν τρώει ούτε γάλα ούτε τυρί ούτε αυγά. Το απόγευμα για να γιορτάσουμε τη νηστεία μάς έφτιαξε λαδοχαλβά. Βάζει λάδι κι αλεύρι και το βάζει στη φωτιά και το ανακατεύει, και μετά βάζει σιρόπι και γίνεται κάτι σαν λάσπη. Αυτή τη λάσπη τη φορμάρει με το κουτάλι κουταλιές κουταλιές και από πάνω βάζει σπασμένα καρύδια και κανέλα. Πιο νόστιμη λάσπη δεν έχω ξαναφάει.
   Η γιαγιά μάς πήγε και στην παράκληση. Εκείνη θα πηγαίνει κάθε απόγευμα. Δεν ήταν ο κανονικός ψάλτης κι έψελναν οι γυναίκες και ήταν πιο ωραία. Η γιαγιά έδωσε τα ονόματά μας στον παπά για να παρακαλέσει για μας. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ξέρει ο Θεός και ξεχωρίζει τόσα ονόματα, αφού στο χαρτάκι δεν γράφουν το παρόνομα (21). Κλεονίκη, αλλά ποια Κλεονίκη; Θα ξέρει ότι είμαι εγώ; Η γιαγιά όμως μου είπε να μην ανησυχώ. Το παρόνομα, λέει, το χρειάζονται οι άνθρωποι για να συνεννοούνται. Ο Θεός ξέρει το πρόσωπό μας και μας γνωρίζει όλους με τα μικρά μας ονόματα.

   Η Γλύκω δεν ήταν πολύ της θρησκείας όπως η γιαγιά. Τις κόρες της τις πήγαινε βέβαια στην εκκλησία κάθε Κυριακή, αλλά τίποτα παραπάνω. Μετά όμως την κατραπακιά που έφαγε από τη Νίκη, πίστεψε ότι την τιμωρεί ο Θεός για κάποιο λόγο τον οποίο μόνο εκείνη ήξερε -ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε- κι άρχισε να ανάβει την καντήλα και να νηστεύει Τετάρτη και Παρασκευή. Οι παρακλήσεις ακούγονταν πια στο Πατεραγκέικο κάθε μέρα, αντί για τραγούδι. "Εν ταις ζάλαις εύρομέν σε λιμένα, εν ταις λύπαις χαράν και ευφροσύνην, εν ταις νόσοις ταχινήν βοήθειαν και εν τοις κινδύνοις ρύστιν και προστάτιν εν τοις πειρατηρίοις".
   Η υπόθεση της Νίκης της στοίχισε πολύ. Σ' έναν μήνα μέσα είχε γεράσει. Δυο βαθιές ρυτίδες σχηματίστηκαν δίπλα στα χείλη της και το βλέμμα της έχασε τη λάμψη του. Δεν είχε πια εκείνο το αεράτο περπάτημα και από τότε απέκτησε μια μικρή καμπουρίτσα η οποία με τα χρόνια μεγάλωνε. Ένα αγκάθι είχε στην καρδιά της, που νόμιζε πως το 'χε πετάξει κι αυτό όλο έβγαζε τη μύτη του και της θύμιζε ότι εκεί ήταν, δεν θα το ξεφορτωνόταν ποτέ. Και δεν της έφτανε ο κρυφός καημός της, όλοι έριξαν σ' αυτήν το φταίξιμο. "Η νύφη μας δεν πρόσεχε την κόρη της, είχε να οργανώνει τις ζουρφίξ και τις εκδρομές", είπε η Περμαθούλα. Ευτυχώς που δεν ζούσε κι ο παππούς, γιατί ποιος τον άκουγε. Μόνο ο Κώστας δεν την κατηγόρησε. "Φταίξαμε και οι δυο που δεν καταλάβαμε τίποτα", έλεγε.
   Και πώς να καταλάβαιναν, αφού η Νίκη τα 'κανε όλα με μεγάλη μυστικότητα. Ούτε η φίλη της η Ρηνούλα δεν ήξερε. Εκείνο το καλοκαίρι είχε έρθει με μιαν αίγλη από την Αθήνα, κομψή, δευτεροετής φοιτήτρια της Φιλολογίας, "περιζήτητη νύφη", έλεγε η Γλύκω. Στον ενάμιση μήνα έσκασε η βόμβα. Της ήταν αρκετός ενάμισης μήνας για να γνωρίσει τον Ενγκίν, έναν Τούρκο υπαξιωματικό, να τα φτάξει μαζί του, να τον αγαπήσει τόσο, ώστε να παρατήσει τις σπουδές της, τον κόσμο της, την οικογένειά της βυθισμένη στην ντροπή και να το σκάσει μαζί του. Τόσο εύκολα αποφάσισε ν' αλλάξει τη ζωή της. "Ο μον Ντιε", όπως θα 'λεγε και η κυρία Βιβή. [...]  

Ίμβρος 
Πέμπτη, 4 Αυγούστου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Οι ακιντέδες (22)  
   Σήμερα το απόγευμα ο μπαμπάς μού είχε μια έκπληξη. Με πήρε μαζί του σ' ένα ζαχαροπλάστη που είναι φίλοι από μικροί και κάνανε και στρατιωτικό μαζί, τον κυρ Ανέστη. Αυτός έχει ένα εργοστάσιο, δηλαδή μια μεγάλη κουζίνα είναι αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω, που φτιάχνει ακιντέδες. Μόλις κατεβήκαμε γιατί είναι υπόγειο, μας χτύπησε η μυρωδιά απ' την καμένη ζάχαρη και τις μυρωδιές που βάζουν στους ακιντέδες. Είναι να τρέχουν τα σάλια σου.
   Σ' ένα από τα περιοδικά της κυρίας Μαρίνας, σ' ένα "Μπουκέτο", είχα διαβάσει ένα διήγημα, όπου κάποιοι πεινασμένοι έφτασαν σε έναν πύργο και βρήκαν το τραπέζι στρωμένο με πιάτα και ποτήρια, αλλά χωρίς φαγητά. Μόλις κάθισαν στο τραπέζι, άρχισαν από μια πόρτα να βγαίνουν μυρωδιές πρώτα της σούπας, μετά του ψαριού, μετά των κρεατικών και άλλων φαγητών, μέχρι που στο τέλος βγήκε η μυρωδιά των γλυκών. Και σηκώθηκαν, λέει, οι πεινασμένοι χορτάτοι απ' το τραπέζι. Πάντα αναρωτιόμουνα αν είναι δυνατόν να χορτάσει κανείς μόνο με τις μυρωδιές. Ε, λοιπόν, η μυρωδιά των ακιντέδων ήταν τόσο δυνατή, που σε χόρταινε.
   Όταν πήγαμε κάτω, είδαμε τα καζάνια όπου είχανε τη λιωμένη ζάχαρη. Εδώ είχε άσπρη ζάχαρη με άρωμα περγαμόντο, εκεί είχε κόκκινη με άρωμα κανέλα, πιο εκεί άλλα, κι είχε αγόρια με βρώμικες ποδιές που τα ανακατεύανε. Έκανε τρομερή ζέστη και όλοι ήταν καταϊδρωμένοι. Ο κυρ Ανέστης όμως ήταν χαμογελαστός και έβγαζε λίγη λιωμένη ζάχαρη, την έπλαθε σαν μπαστούνι και μετά όσο ακόμη ήταν μαλακή την έκοβε μ' ένα ψαλίδι σε μικρά κομματάκια και τα έβαζε σ' ένα λαδωμένο μάρμαρο. Μόλις αυτά πάγωναν, γίνονταν ακιντέδες. Με ρώτησε ποιο είδος μ' αρέσει πιο πολύ και όταν του είπα οι πράσινοι που μυρίζουνε νανέ (23), τράβηξε ένα κομμάτι απ' το καζάνι, το έφτιαξε μπαστούνι και μου το πέρασε γύρω από το χέρι μου σαν βραχιόλι. Μ' έκαψε στην αρχή αλλά μετά πάγωσε κι ήταν πολύ ωραίο."Να δούμε, θ' αντέξεις να μην το φας μέχρι να πάμε σπίτι;" είπε ο μπαμπάς. Αφού μίλησαν με τον κυρ Ανέστη για κάτι δουλειές, γυρίσαμε σπίτι. Παρ' όλο που το έγλειφα πού και πού, το βραχιόλι μου κράτησε κι όταν φτάσαμε στο σπίτι το έδειξα της Μαργαρίτας. Εκείνη θα ζήλεψε, όμως ο κυρ Ανέστης είχε δώσει στον μπαμπά και μια σακουλίτσα ακιντέδες από όλα τα είδη κι έτσι παρηγορήθηκε. Πέρασα πολύ ωραία. Καληνύχτα.

   Η Γλύκω δεν ήθελε να παίρνουν στο σπίτι τους ακιντέδες, γιατί φοβόταν ότι θα κατέστρεφαν τα δόντια των κοριτσιών. Κι εκείνες, επειδή ήταν κάτι απαγορευμένο, όπου τους έβρισκαν τους έτρωγαν με λαχτάρα.
   Η Μαργαρίτα βρέθηκε νοερά στο ζαχαροπλαστείο του Χατζί Μπεκίρ, στο Πέρα, να περιεργάζεται τα βάζα με τα ζαχαρωτά. Ακιντέδες διαφόρων χρωμάτων. Άπλωσε το χέρι της να βάλει έναν στο στόμα της, το βάζο όμως γλίστρησε κι έπεσε με θόρυβο σκορπίζοντας τους ακιντέδες στο πάτωμα.
   Τινάχτηκε απ' τον θόρυβο ξαφνιασμένη. Είχε αποκοιμηθεί και το ημερολόγιο που κρατούσε γλίστρησε κι έπεσε στο πάτωμα, σπάζοντας ένα βάζο με βότσαλα από τον Κάρδαμο (24) που είχε δίπλα στο κρεβάτι της. Καθώς έσκυψε να το μαζέψει, πρόσεξε ένα χαρτάκι να προεξέχει απ' το σκληρό εξώφυλλο του ημερολογίου. Το κοίταξε προσεκτικά και είδε πως το εξώφυλλο ήταν χαραγμένο με ξυράφι ή κάτι τέτοιο και ξανακολλημένο. Η κόλλα με τα χρόνια είχε ξεραθεί κι ήταν εύκολο να ανοίξει αυτή την αυτοσχέδια κρυψώνα. Μέσα υπήρχε ένα γράμμα στα τουρκικά! "Του Ενγκίν, ασφαλώς", συμπέρανε.
   Γι' αυτό η Νίκη επέμενε τόσο για το συγκεκριμένο ημερολόγιο. Η Μαργαρίτα κοίταξε με περιέργεια το κιτρινισμένο χαρτί με τα λεπτά περίτεχνα γράμματα. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ένας υπαξιωματικός του τουρκικού στρατού έγραφε τόσο καλλιγραφικά. Φαίνεται πως θα είχε κάποια προτερήματα για να τον ερωτευτεί η Νίκη. Και θαρρείς πως ήταν γραμμένο με πένα. "Παράξενο", συλλογίστηκε κοιτάζοντάς το προσεκτικά. Θα έπαιρνε όρκο πως δεν ήταν κοινό στυλό.
   "Σεκερίμ" (25), της έγραφε. "Οι ώρες που περάσαμε μαζί θα είναι ό,τι καλύτερο μου έτυχε στη ζωή μου. Από τη στιγμή που έλαβα το μήνυμά σου, εργάζομαι με όλες μου τις δυνάμεις γι' αυτή την υπόθεση. Πολύ σύντομα θα έχεις καλά νέα. Αν κάποιος υποψιαστεί τίποτα, να ξέρεις ότι "ινκιάρ καλέντιρ" (26). Φιλώ ένα ένα τα δάχτυλα των ποδιών σου".
   Υπήρχε και ένα μονόγραμμα αντί για υπογραφή, ένα τόσο στριφογυριστό Ε, που αν δεν ήξερε κανείς το όνομά του, δεν θα καταλάβαινε περί τίνος επρόκειτο. Αυτό θα ήταν το γράμμα όπου της έλεγε ότι προετοιμάζει τη φυγή τους και τη συμβούλευε κιόλας: αν καταλάβει κανείς τίποτα, να αρνηθεί τα πάντα, να τους βγάλει όλους τρελούς. Και τι τρυφερότητα. Ακούς εκεί, να φιλά ένα ένα τα δάχτυλα των ποδιών της! Η Μαργαρίτα είχε δει και μερικά από τα γράμματα που έστειλε ο Μάρκος στη Φούλα. Φιλολογίες και βαθυστόχαστες φράσεις μόνο, αλλά κάτι που να σε ξεσηκώνει δεν υπήρχε.
   Πώς θα μπορούσε να φανταστεί η Μαργαρίτα ότι ούτε ο συντάκτης ούτε ο παραλήπτης του σημειώματος αυτού ήταν εκείνοι που νόμιζε. Ακόμα και το ολοκάθαρο Σ της υπογραφής το είδε σαν Ε. Έτσι κι αλλιώς όμως, το γράμμα την αναστάτωσε. Σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Να το έδειχνε άραγε στη μητέρα της; Αλλά γιατί να της θυμίσει πικρές για την οικογένειά τους στιγμές; Περασμένα, ξεχασμένα. Όχι, αποφάσισε. Εξάλλου η Νίκη της τα 'χε εμπιστευθεί τα ημερολόγια, δεν έπρεπε να προδώσει την εμπιστοσύνη της. Διάβασε πάλι το σημείωμα, λες για να το αποστηθίσει, και το ξανάβαλε στη θέση του. Έψαξε για λίγη "UHU" και με τα υπολείμματα που βρήκε σ' ένα ζουλιγμένο σωληνάριο κόλλησε προσεκτικά το σημείο το οποίο ξεκόλλησε. Είχε ταραχτεί όμως και δεν μπορούσε να συνεχίσει το διάβασμα. Τα παράτησε όλα και βγήκε για λίγο στη βεράντα.
   Ο ήλιος είχε πέσει πίσω από το βουνό των Αγίων Θεοδώρων και το χωριό στην πλαγιά του αναπαυόταν ήδη στο σκοτάδι. Η Μαργαρίτα πάντα λυπόταν τους Αγιοθοδωρίτες, γιατί στο χωριό τους ο ήλιος βασίλευε πολύ νωρίτερα. Και βέβαια δεν μπορούσαν ποτέ να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα.
   Η δροσιά του σεπτεμβριάτικου δειλινού την έκανε να ανατριχιάσει. Οι νυχτερίδες μόλις είχαν αρχίσει τις χαμηλές πτήσεις τους αποφεύγοντας με δεξιοτεχνία τα σύρματα του ηλεκτρικού. Το μυαλό της ήταν στη Νίκη. Πότε τον αντίκρισε για πρώτη φορά τον Ενγκίν και πώς την ξελόγιασε;
   Τον ήξερε η Μαργαρίτα. Τον έβλεπε που έβγαινε βόλτα με τους φίλους του, τους άλλους υπαξιωματικούς. Πραγματικά ξεχώριζε ανάμεσα στους σκουρόχρωμους, γιατί ήταν κατάξανθος με μαλλιά σαν άχυρο και πράσινα μάτια. Όταν φορούσε τα στρατιωτικά έριχνε το δίκοχο στραβά προς τα πίσω και όταν ντυνόταν με τα πολιτικά φορούσε ένα πουκάμισο τζαμ γκιομπεγί (27) που τόνιζε  το χρώμα των ματιών του. Δεν ήταν ψηλός και η Μαργαρίτα τον έβρισκε κρύο, αντιπαθητικό. Εκείνη θα προτιμούσε τον φίλο του τον Μεμέτ, έναν σκουρόχρωμο σαν Κατσίβελο.
   Πού συναντήθηκαν με τη Νίκη και πού κατάστρωσαν τα σχέδιά τους; Τι έρωτας ήταν αυτός ο οποίος έσπρωξε την αδελφή της να πάρει τη μεγάλη απόφαση και σε τι τρομερό κενό θα βρέθηκε όταν διαψεύσθηκαν τα όνειρα; Να χάσει το παιδί της και ταυτόχρονα να δει το είδωλό της να γκρεμίζεται. Την αγάπη να γίνεται καπνός και να την αφήνει έκθετη σ' ένα εχθρικό περιβάλλον. "Μαργαρίτα, τελείωνε, γιατί η Σοφία θα μας περιμένει", της φώναξε η Γλύκω. Ναι, η Σοφία θα ετοίμαζε το αποχαιρετιστήριο δείπνο και δεν έπρεπε ν' αργήσουν, γιατί η γιαγιά Περμαθούλα ήθελε να κοιμάται νωρίς. Ξαναγύρισε αναστενάζοντας στο δωμάτιό της, όπου επικρατούσε το χάος, και προσπάθησε να μαζέψει μερικά πράγματα. Το ημερολόγιο όμως, ανοιχτό όπως το είχε αφήσει πάνω στο κρεβάτι της, ήταν ένας πειρασμός.  [...]

Ίμβρος
Δευτέρα, 8 Αυγούστου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Η μπισικλέτα (28) 
   Πού να στα λέω! Έχουμε μπισικλέτα. Είναι του Ισμέτ, του γιου του διεθυντή της μπάνκας (29). Αυτός φεύγει απ' την Ίμβρο και τη χάρισε σε μας, γιατί, λέει, ο Ισμέτ μεγάλωσε και θα του πάρουνε άλλη στο Μπαλικεσίρ που θα πάνε. Είναι κόκκινη, με δύο ρόδες, όπως οι μεγάλες μπισικλέτες, αλλά λίγο πιο μικρή. Θα την ήθελα, όμως, κοριτσίστικη, χωρίς το σίδερο στη μέση. Ο μπαμπάς μού έκανε μάθημα χτες. Στην αρχή μου κράταγε τη σέλα και το τιμόνι. Μετά μου άφησε το τιμόνι και κράταγε μόνο τη σέλα. Κάποια στιγμή μου άφησε και τη σέλα κι εγώ πήγαινα μια χαρά γιατί δεν το είχα καταλάβει ότι ήμουν μόνη μου. Όταν κατάλαβα πως ο μπαμπάς με άφησε, τρόμαξα και το τιμόνι γύρισε ξαφνικά και βρέθηκα στο χαντάκι. Έπεσα σε κάτι κίτρινα μυτερά αγκάθια και κατατρυπήθηκα. Το κακό είναι ότι ήταν εκεί κοντά ο Πλούταρχος με τους φίλους του και με παρακολουθούσαν, και μόλις έπεσα άρχισαν να με κοροϊδεύουν. Δεν ήθελα να ξανανέβω, αλλά ο μπαμπάς επέμενε. "Ή τώρα ή ποτέ", μου είπε. Μου έμαθε να γυρίζω το τιμόνι από κει που πάει να με ρίξει, κι έτσι κρατούσα ισορροπία και έμαθα. Αν μου το 'χε πει απ' την αρχή, δεν θα έπεφτα.
   Σπουδαίο καλοκαίρι. Έμαθα να κολυμπώ και να κάνω ποδήλατο. Καληνύχτα.

   "Όλες οι γυναίκες είμαστε ποδηλάτισσες", έλεγε η Βιργινία που δεν είχε ανεβεί ποτέ της σε ποδήλατο και εξηγούσε: "Μια ζωή πρέπει να τραβάμε μπροστά, κρατώντας ισορροπίες". Η Μαργαρίτα φαντάστηκε την πεισμωμένη Νίκη ξεσκιμένη από τ' αγκάθια να ξανανεβαίνει με πείσμα στο ποδήλατο, ανάμεσα στις κοροϊδίες του Πλούταρχου και των φίλων του.
   "Όλοι κάνουμε λάθη στη ζωή μας", της είπε το καλοκαίρι που αντάμωσαν επιτέλους στην Αθήνα, μετά από πολλά χρόνια και συμβάντα, "κι εγώ το δικό μου το πλήρωσα ακριβά. Το θέμα είναι να συνεχίζεις". Είχε περάσει απαλά το χέρι της πάνω από τη φωτογραφία του μικρού Χαλντούν, ένα αδάκρυτο χάδι. Τότε ήταν που της διηγήθηκε και πώς σκοτώθηκε. Με κόπο, γιατί δεν ήθελε να αναφέρει τίποτα απ' τη ζωή της με τον Ενγκίν. Από εκείνον, τον άντρα της, δεν κράτησε τίποτα, ούτε φωτογραφία, ούτε κάποιο άλλο ενθύμιο.  [...]

Ίμβρος
Τρίτη, 16 Αυγούστου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Της Παναγίας
   Χτες ήταν της Παναγίας. Φορέσαμε όλοι τα καλά μας, αυτά που φορούσαμε στον γάμο της Νίτσας, και πήγαμε στην εκκλησία. Πήραμε και τη γιαγιά Κλεονίκη μαζί μας. Μας έκανε όμως ρεζίλι. Όταν είδε τους άρτους που είχαν φέρει στην εκκλησία για την αρτοκλασία, δεν άντεξε και προχώρησε να πάρει λίγο ψωμάκι. Ευτυχώς έτρεξε ο μπαμπάς και τη μάζεψε, γιατί θα νομίζανε ότι την έχουμε νηστική. Μετά οι γυναίκες και ο παππούς κοινωνήσαμε.
   Στο σπίτι είχαμε ωραία φαγητά, ζεματιστή (30) και κατσικάκι με πιλάφι, κι η γιαγιά είχε ετοιμάσει και την κρέμα του Βενιαμίν, έτσι τη λέει, μια κρέμα που την κάνει μόνο όταν έχει τραπέζι τον Δεσπότη.
   Το απόγευμα μας πήραν και πήγαμε στα Αγρίδια (31). Εκεί γίνεται το μεγάλο πανηγύρι. Είχε κόσμο πολύ, εγώ όμως ήθελα να πάμε χτες που σφάζανε τα κουρμπάνια. Εμείς πήγαμε σε διάφορα σπίτια, φίλων του μπαμπά και της μαμάς. Από τους πολλούς μπακλαβάδες που έφαγα, δεν μπορούσα να κουνηθώ. Το βράδυ πια πήγαμε στα καφενεία που ήταν στη μέση του χωριού να δούμε τον χορό. Τρεις κύκλους έπιανε ο χορός και τα βιολιά με το σαντούρι παίζανε πολύ όμορφα. Είχε κι έναν άλλο κύκλο για τα παιδιά και πήγαμε, αλλά η Μαργαρίτα δεν μπορεί να χορέψει και τη βγάλανε τα άλλα παιδιά κι έκλαιγε. Μας χάλασε τη βραδιά.

   Σ' έναν τέτοιο τρίκυκλο χορό, εμφανίστηκε ο Στράτος. Έκοψε την αλυσίδα των χορευτών, μπήκε ανάμεσα κι έπιασε το χέρι της Σοφίας. Και από τότε δεν το ξανάφησε.
   Την είχε βάλει στο μάτι από καιρό, όπως είπε μετά, αλλά δεν έβρισκε το θάρρος να της μιλήσει. Προσπαθούσε να στρώσει τη δουλειά του, για να μπορέσει να έρθει μια μέρα να τη ζητήσει. Κάθε καλοκαίρι που έρχονταν διάφοροι γαμπροί από την Αφρική, την Ελλάδα και την Πόλη, παρακολουθούσε τις κινήσεις της από μακριά κι έτρεμαν τα φυλλοκάρδια του μήπως και πάρει κανέναν απ' αυτούς. Μέχρι που δεν άντεξε άλλο την αγωνία και την πλησίασε.
   Η μεγάλη κόρη του Πατεράγκα, μετά την άτυχη περιπέτεια με τον Λάζαρο και τη διάλυση των αρραβώνων της με τον Ιορδάνη, είχε φρονιμέψει. Ήταν βέβαια και υπό στενή παρακολούθηση. Αλλά, όπως είπε η γιαγιά Περμαθούλα τότε που η Νίκη ντρόπιασε την οικογένεια, "αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες". 
   Η Σοφία ήταν -και είναι- πολύ όμορφη, με "αμαρτωλά μάτια", όπως της είπε κάποτε ένας γνωστός του θείου Ζήσου από την Αμερική, του οποίου η ηλικία του έδινε το άλλοθι να κάνει τολμηρά κομπλιμέντα στα νέα κορίτσια. Τα προξενιά έφταναν συνέχεια. Άλλωστε η οικογένεια Πατεράγκα π. Ε., "προ Ενγκίν, δηλαδή", όπως έλεγε η Μαργαρίτα, έχαιρε άκρας εκτιμήσεως, λόγω και της περιουσίας του παππού σε κτήματα. Η Σοφία όμως σε όλους έβρισκε κουσούρια. "Πάει αυτή, θα μας μείνει στο ράφι σαν τη δεσποινίδα Θάλεια", έλεγε η Γλύκω. Όταν λοιπόν, μετά κανένα μήνα απ' το επεισόδιο του χορού, ανακοίνωσε ότι θα έρθει να τη ζητήσει ο Στράτος, έμειναν ξεροί. "Αυτός ο μουντζούρης", φώναξε η Γλύκω μόλις συνήλθε, για να ψελλίσει ο Κώστας: "Ο γιος του μπεκρή". Λες και τους είχε φέρει για γαμπρό τον Σίντνεϊ Πουατιέ, στο "Μάντεψε ποιος θα 'ρθει για δείπνο απόψε". Η Μαργαρίτα ήταν γύρω στα εννιά τότε, αλλά θυμάται τις φωνές του Κώστα και τις άκαρπες προσπάθειες της Γλύκως να τη μεταπείσει. Αντί να γίνει αυτό, μέσα στη βδομάδα κατάφερε η Σοφία να τους μεταστρέψει. Τουλάχιστον δέχτηκαν να έρθει ο Στράτος στο σπίτι για να μιλήσει με τον Κώστα.
   Η Μαργαρίτα δεν ήξερε τι του είπε ο Στράτος, μόλις όμως έφυγε, εκείνος γύρισε στη Γλύκω: "Είναι λεβέντης. Χαλάλι του", είπε. "Αχ, αν ήταν από καλύτερη οικογένεια..." έκλαψε εκείνη, "...πώς θα τους παρουσιάσω για συμπεθέρους στις αδελφές μου". Είχε βέβαια στο μυαλό της τη φοβερή Ανάστω. Πάργματι, άστραψε και βρόντηξε η θεία όταν ήρθε στον γάμο και κατάλαβε περί τίνος πρόκειται. Κι ας κατάφεραν με χίλια κόλπα να κρατήσουν ξεμέθυστο τον συμπέθερο, τον μπαρμπα-Τσουμή (32). "Αυτή η Ίμβρος σας χαντάκωσε", έλεγε αργότερα, αφού είχε σκάσει και το καρπούζι της Νίκης.

   ... Στο λεωφορείο κοιμόμασταν.
   Σήμερα είναι το πανηγύρι στη Σπηλιά, ένα ψηλό βουνό που φαίνεται απ' το σπίτι της γιαγιάς, αλλά δεν μας πήρανε μαζί τους. Πήγανε μόνο οι μεγάλοι και πήρανε τη Σοφία. Η μαμά λέει ότι είναι μικρή για παντρειές, όμως μπορεί, λέει, αν βρεθεί καλός γαμπρός να την αρραβωνιάσουν. Τα κορίτσια δεν πρέπει να μένουν ανύπαντρα σαν τη δεσποινίδα Θάλεια. [...]

Ίμβρος
Τρίτη, 30 Αυγούστου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Το θαύμα
   Χτες έγινε ένα θαύμα. Είχαμε πάει εκδρομή στα Καλάμια. Είναι εκεί ο Αϊ-Γιάννης και γίνεται πανηγύρι. Πήγαμε από την παραμονή και κοιμηθήκαμε έξω. Η γιαγιά Περμαθούλα είχε πάρει μαζί της κιλίμια και καρπέτες και τα στρώσαμε. Όλος ο κόσμος κοιμότανε στην αμμουδιά. Στην αρχή άκουγες ομιλίες και γέλια. Μετά σιγά σιγά σταμάτησαν κι άκουγες μόνο το κύμα. Δεν είχε φεγγάρι αλλά δεν ήταν και ολοσκότεινα γιατί είχε αστροφεγγιά. Ο μπαμπάς μάς έδειχνε τον Γαλαξία και την Πούλια, τη Μεγάλη και τη Μικρή Άρκτο. Ενώ μας έπαιρνε σιγά σιγά ο ύπνος, ακούγεται ξαφνικά μια δυνατή φωνή: "Δω' μ' παράδες". Ο Πλούταρχος που κοιμότανε με τους φίλους του είχε δει ένα αστέρι να πέφτει κι έκανε μια ευχή. Λένε πως ό,τι κι αν ζητήσεις την ώρα που πέφτει το άστρο θα γίνει. Και όλοι άρχισαν να τον πειράζουν και να γελάνε και πάει ο ύπνος, έφυγε.
   Την άλλη μέρα έγινε το πανηγύρι και ενώ ετοιμαζόμασταν να φύγουμε φάνηκε στη θάλασσα κάτι να γυαλίζει. Κάποιοι είπανε ότι είναι μεγάλο ψάρι. Μαζευτήκαμε όλοι και το κοιτάζαμε. Τα κύματα άλλοτε το σκέπαζαν κι άλλοτε το άφηναν να φανεί λίγο. Κάποιοι είπαν να κολυμπήσουν μέχρι εκεί για να δουν τι είναι. Αλλά ήταν μακριά και σκοτείνιαζε, έπρεπε να φεύγουμε. Έτσι ξεκινήσαμε. Θα ήμασταν στα μισά του δρόμου για το χωριό, μια ώρα περίπου από τότε που ξεκινήσαμε, όταν ακούστηκε ένας μεγάλος κρότος. Μάθαμε ότι αυτό το πράγμα ήταν μια νάρκη που είχε απομείνει απ' τον πόλεμο. Θα ήταν, είπαν, σφηνωμένο κάπου στα βράχια και τα κύματα το έβγαλαν και το έφερναν στον Αϊ-Γιάννη. Αν είχε σκάσει το προηγούμενο βράδυ που κοιμόμασταν όλοι στην αμμουδιά, ούτε το κοκαλάκι μας δεν θα είχε μείνει. Ο Άϊ-Γιάννης μας γλίτωσε. Είπαν πως έγινε θαύμα. Στην προσευχή μου θα ευχαριστήσω πάλι τον Άϊ-Γιάννη.
   Ξέχασα να σου πω ότι αύριο το βράδυ φεύγουμε για την Πόλη. Καληνύχτα.

   "Θαύματα γίνονται κάθε μέρα στη ζωή μας", σκέφτηκε η Μαργαρίτα. Ένα θαύμα ήταν και ο γυρισμός της Νίκης. "Νεκρή ην και ανέστη", είχε πει η θεία Βιργινία. Η Γλύκω πίστευε ότι η Παναγία άκουσε τις προσευχές της κι έφερε πίσω την άσωτη κόρη της. Την παραμονή είχε δει σε όνειρο την Παναγία την Ταξιδιανή -που τη θεωρούσε προστάτιδά της- τεράστια, να μπαίνει λάμποντας στο σπίτι τους. [...]
                                             

Σταθοπούλου Ρέα, Οι ποδηλάτισσες, εκδ. "Ωκεανίδα"

Σημειώσεις:
(1) Σχολείο Θηλέων στην Κωνσταντινούπολη.     
(2) Γοφάρια.      
(3) Rum, στα τουρκικά.       
(4) Φόρος περιουσίας που επιβλήθηκε σε Έλληνες, Αρμενίους και Εβραίους το 1942.       
(5) Άνηθο.       
(6) Χαϊδευτικό του Γιώργος.      
(7) Επιστράτευση Ρωμιών, Αρμένηδων και Εβραίων από είκοσι τεσσάρων μέχρι σαράντα τεσσάρων ετών.       
(8) Πόλη στην Ανατολική Τουρκία.      
(9) Γενικός Επιτελάρχης του στρατού την εποχή εκείνη.  
(10) Φαγητό με μελιτζάνες και κιμά, περίπου σαν τα παπουτσάκια.      
(11) Σχολή χειροτεχνίας.       
(12) Προάστιο στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου.       
(13) Παιδί.       
(14) Αυτή σου γεννά δέκα παιδιά.      
(15) Ένα από τα Πριγκιποννήσια.       
(16) "Κάτω από τα πεύκα": στίχος ενός τουρκικού ερωτικού τραγουδιού.       
(17) Γνωμοδότηση, απόφαση που έβγαζαν οι ιμάμηδες και οι μουφτήδες σύμφωνα με τις αρχές του Κορανίου και έπρεπε να γίνει σεβαστή.       
(18) Τουλίπες.      
(19) Κλειστή αγορά.      
(20) Νάνος.       
(21) Επίθετο.      
(22) Ένα είδος ζαχαρωτού σαν τις καραμέλες.       
(23) Μέντα.      
(24) Παραλία της Ίμβρου.     
(25) Γλύκα μου.       
(26) Η άρνηση είναι κάστρο.       
(27) Το πρασινωπό χρώμα που έχει ένα χοντρό κομμάτι γυαλί αν το κοιτάξεις στο πλάι.       
(28) Ποδήλατο.
(29) Τράπεζα. 
(30) Τυρόπιτα, της οποίας τα φύλλα αφού τα ανοίξουν τα βουτάνε σε βραστό νερό.
(31) Χωριό της Ίμβρου. 
(32) Χαϊδευτικό του Χρυσόστομος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: