Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

[ Η ΖΩΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΆΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Η μάνα τα έχασε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι λέξεις "θ' αγαπήσω" έχουν βγει από το στόμα της κόρης της. Εκείνη ούτε μια φορά δεν είχε χρησιμοποιήσει λέξεις όπως αυτός που θ' αγαπήσω, που αγαπώ, αγαπώ... Ούτε τις είχε πει ποτέ σε κανέναν, ούτε τις είχε ακούσει ποτέ από κανέναν. Έσμιξε τα φρύδια της.
   "Τι θα πει αυτός που θ' αγαπήσω;" ρώτησε.
   Τα έχασε και η Νιλουφέρ, όταν άκουσε την ερώτηση... Τι σημαίνει στ' αλήθεια αυτός που θ' αγαπήσω; αναρωτήθηκε. Έγινε κατακόκκινη...
   "Μήπως μαγειρεύεις κάτι;" τη ρώτησε η μάνα της. 
   Κι έτσι τελείωσε η πρώτη, ειλικρινέστερη και μεγαλύτερη συζήτηση που είχαν η Νιλουφέρ και η μαμά της για τον έρωτα και το γάμο. Μήπως μαγειρεύω κάτι; αναρωτήθηκε η κοπέλα. Χαμογέλασε αδιάφορα, ναι, κάτι μαγείρευε, αν μαγείρεμα σήμαινε να σκέφτεται κάθε στιγμή της μέρας τον Αλί, που μέχρι τότε τον είχε δει μόνο δυο φορές και τούτη τη στιγμή ήταν στη Γερμανία. Ίσως ήταν ντροπή, ίσως αμαρτία, τον Αλί όμως τον αγαπούσε. Στους καημούς της είχε προσθέσει και τον δικό του καημό, μόνο που, έχοντας σκύψει το κεφάλι, ήταν ήρεμη, πράγμα που εύκολα μπόρεσε να κάνει. Από τη στιγμή που υποτάχτηκε, δεν της έμενε να κάνει τίποτε άλλο, το μόνο που δεν μπορούσε να εμποδιστεί ήταν οι σκέψεις. Ο υποταγμένος άνθρωπος δεν έχει λόγο ν' αγωνίζεται. Κι έτσι η ζωή γίνεται πιο εύκολη.
   Η μάνα της πρόσεξε το χαμόγελο της αδιαφορίας της. Κι ίσως για πρώτη φορά δεν βρήκε τη δύναμη να θυμώσει. Η Νιλουφέρ ήταν πάντα στο σπίτι, τι μπορούσε να κάνει το καημένο; Έπρεπε ωστόσο να παντρευτεί. Το τελευταίο, για παράδειγμα, προξενιό ήταν πολύ κατάλληλο. Καλοζωισμένη οικογένεια, πλούσιοι άνθρωποι, καλοβαλμένοι, μορφωμένος ο νεαρός. Δεν υπήρχε λόγος να πει όχι η Νιλουφέρ κι ωστόσο εκείνη πάλι όχι είπε. Όταν τη ρώτησαν γιατί, να ποια ήταν η απάντησή της:
   "Δεν είδατε πόσο κοντά είναι τα ματοτσίνορά του;"
   Άρα, ο άνθρωπος μπορεί, κι αν ακόμα σκύψει το κεφάλι, κι αν ακόμα παραιτηθεί από τον αγώνα, κι αν ακόμα κάθεται χωρίς να κάνει τίποτα, ν' αγκαλιάσει τη ζωή και να την κάνει δική του. Απρόσμενα όμως γεγονότα, που γίνονται και εξελίσσονται έξω από αυτόν, μπορούν να του κάνουν άνω κάτω τη ζωή.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

[ Η ΖΩΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΆΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

    Τα προξενιά της Νιλουφέρ
   Είχε ξυπνήσει πριν από ώρα, αλλά δεν τολμούσε να βγει από το κρεβάτι της... Πάγωνε μόλις έβγαζε το χέρι της από το πάπλωμα, κι ας ήταν έξω χαρά Θεού. Έπρεπε ωστόσο να σηκωθεί, αν καθυστερούσε να κατέβει για τις ευχές του μπαϊραμιού, η μάνα της θα χαλούσε τον κόσμο. Έχωσε τα χέρια της κάτω από το πάπλωμα και ζάρωσε στο βάθος του κρεβατιού. Κοίταξε τα κρεβάτια δίπλα της, ήταν και τα δυο άδεια, η Αϊφέρ και ο Τουργκούτ είχαν ήδη κατέβει κάτω.
   Χουζούρευε ακόμα, όταν η πόρτα άνοιξε με θόρυβο κι ο Τουργκούτ μπήκε φουριόζος στο δωμάτιο με το τριζάτο ναυτικό κοστούμι του.
   "Αδελφή, σήκω γρήγορα, μ' έστειλε η μάνα μου, είμαστε όλοι κάτω, αν ανέβω επάνω, θα την ταράξω, μου είπε".
   "Άσε με ήσυχη, έρχομαι".
   Σηκώθηκε, βγήκε απ' το δωμάτιο, το μεγάλο ξύλινο σπίτι δεν έλεγε να ζεσταθεί παρά τις δυο μεγάλες σόμπες, και το πιο κρύο μέρος ήταν η τουαλέτα. Έπλυνε με παγωμένο νερό το πρόσωπό της, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, κι ήταν τόσο σκυθρωπή, που ανάμεσα στα δυο της φρύδια είχε σχηματιστεί μια γραμμή σαν αυτή που έχουν τα γερασμένα πρόσωπα. Γύρισε τρέμοντας από το κρύο στο δωμάτιο, φόρεσε το καινούργιο της φόρεμα, προσπάθησε να δει τον εαυτό της στον μικρό καθρέφτη στον τοίχο, έστριψε μια δεξιά μια αριστερά... Κοίταξε κάθε μέρος του σώματός της χωριστά, το μελέτησε μια από τη μια πλευρά και μια από την άλλη. Το σχέδιο του φουστανιού ήταν πολύ άσχημο, μα φοράνε τόσα φρουφρού σ' αυτή την ηλικία! Ούτε καν το μάκρος του δεν ήταν όσο το είχε ζητήσει, λίγο ακόμα και θα έφτανε στις φτέρνες της... Λίγο, λίγο πιο κοντό το ήθελε.
   Μπράβο σου, κυρία Μουκερρέμ, έτσι κάνουνε;
   Κατέβηκε τις ξύλινες σκάλες, κάνοντας όσο περισσότερο θόρυβο μπορούσε. Η μάνα της τής έριξε μια βλοσυρή ματιά.
   "Είσαι δεκάξι χρονών, αυτά που κάνεις εσύ ούτε τα μικρότερά σου αδέλφια δεν τα κάνουν..." της είπε.
   Ο πατέρας της γελούσε... Σίγουρα κανείς δεν έβλεπε ότι ο πατέρας της γελούσε, το ήξερε όμως η Νιλουφέρ, ήταν μάλιστα σίγουρη ότι μόνο εκείνη μπορούσε να δει ότι ο πατέρας της γελούσε.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

[ ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΞΙΛΕΩΣΗ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

Βόσπορος
Κυριακή, 22 Απριλίου 1956
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Ο Πέρσης
   Γνώρισα έναν Πέρση. Σήμερα είχαμε για φαγητό την κυρία Κατίνα, τη φίλη του μπαμπά που είναι ποιήτρια. Έφερε μαζί της έναν ψηλό, πολύ αδύνατο και μελαχρινό κύριο, που τον έλεγαν Σαντί. Είναι Πέρσης. Δεν ήξερε τουρκικά ούτε ελληνικά και μιλούσανε στα γαλλικά. Αυτός ο Σαντί είναι, λέει, μεγάλος ποιητής, αλλά τον έδιωξε ο Σάχης της Περσίας γιατί έγραψε ποιήματα εναντίον του. Ο Σάχης είναι πολύ ωραίος και η γυναίκα του η Σοράγια είναι κι αυτή πολύ όμορφη. Είναι όμως η δεύτερή του γυναίκα και λένε ότι αν δεν κάνει αγόρι θα τη χωρίσει κι αυτήν. Για φαντάσου να χώριζε ο μπαμπάς τη μαμά επειδή εμείς είμαστε κορίτσια. Αλλά αυτός, βλέπεις, είναι βασιλιάς και χρειάζεται διάδοχο.
   Ο Σαντί εκτός από ποιητής είναι και ζωγράφος κι είπε ότι έχω πολύ ωραίο λαιμό για να με ζωγραφίσει κανείς. Έτρεξε μάλιστα το δάχτυλό του απ' το αυτί μου στο πιγούνι μου και μετά στον λαιμό μου σαν να με ζωγράφιζε και με κοίταξε. Τα μάτια του ήταν σαν της αγελάδας, καστανά και πολύ λυπημένα, κι εγώ ντράπηκα και κοκκίνησα. Είπε πως είμαι πολύ μικρή, αλλά όταν μεγαλώσω θα γίνω πολύ όμορφη. Μου το μετέφρασε η κυρία Κατίνα. Για τη Μαργαρίτα δεν είπε τίποτα. Φεύγοντας φίλησε το χέρι της μαμάς και της Σοφίας, σαν να ήτανε κι αυτή μεγάλη.
   Μόλις όμως έφυγε, η μαμά έβαλε μια πόστα στον μπαμπά. Δεν κάνει καλά, λέει, να κουβαλά κάθε καρυδιάς καρύδι στο σπίτι, γιατί έχει κορίτσια. Και ο μπαμπάς τής απάντησε ότι αυτή δεν ξέρει και ότι αυτός είναι ανώτερος άνθρωπος. Μπήκε, λέει, σε κίνδυνο για να γράψει για τους φτωχούς ανθρώπους και εναντίον του Σάχη. Η μαμά όμως φοβάται ότι μπορεί να μπούμε σε μπελάδες, γιατί τέτοιοι άνθρωποι είναι τυχοδιώκτες. Φαντάζομαι ότι αυτό σημαίνει ότι διώχνουν την τύχη. Φοβάμαι, λοιπόν, πως δεν θα τον ξαναδούμε τον Σαντί, γιατί πάντα αυτό που θέλει η μαμά γίνεται. Ο μπαμπάς φωνάζει, αλλά στο τέλος κάνει ό,τι του λέει. Κρίμα, γιατί αν με ζωγράφιζε, η Πίτσα με τον Λουκιανό θα έσκαγαν απ' τη ζήλια τους.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

[ ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΞΙΛΕΩΣΗ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

Βόσπορος
Σάββατο, 3 Σεπτεμβρίου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Το λουτρό
   Σήμερα πήγαμε στο λουτρό. Ήμασταν πολλές γυναίκες, μια μεγάλη παρέα. Εμάς μας πήρε η μαμά του Λουκιανού μαζί της, γιατί η μαμά μας δεν έρχεται ποτέ στο λουτρό.  Δεν της αρέσει, λέει, να την πασπατεύει η κάθε χαμαμτζού (1). Από αγόρια είχαμε μόνο τον Αντωνάκη και το μωρό της κυρίας Νούλας. Μέχρι πέρσι ερχόταν και ο Λουκιανός. Η κυρία Μαρίκα όμως έλεγε στις άλλες και γελούσαν ότι μια μέρα τη μάλωσε η χαμαμτζού: "Την άλλη φορά δεν φέρνεις και τον μπαμπά του μαζί;" της είπε. Δεν κατάλαβα γιατί, αλλά νομίζω ότι το είπε επειδή ψήλωσε ο Λουκιανός και μοιάζει άντρας πια.
   Μόλις φορέσαμε τις γαλέντζες (2) και μπήκαμε στο λουτρό, τα μάτια μας δεν βλέπανε καλά γιατί οι αχνοί γεμίζουνε όλο το δωμάτιο. Μόνο απ' το ταβάνι που έχει κάτι τρύπες μπαίνει το φως, και οι αχνοί φωτίζονται και είναι όπως στις ζωγραφιές που ο Χριστός βαφτίζεται στον Ιορδάνη ποταμό και πέφτουν επάνω του οι ακτίνες από το περιστέρι που είναι στον ουρανό.
   Μ' αρέσει στο λουτρό, γιατί κάνει ζέστη και όλες οι γυναίκες τεμπελιάζουν και δεν μαλώνουν τα παιδιά τους. Όλες είναι τσίτσιδες και μ' αρέσει να βλέπω κυρίως τα βυζιά τους. Πότε θα φουσκώσουν και τα δικά μου; Στις γριές όμως είναι ξεφουσκωμένα και κρέμονται μέχρι την κοιλιά τους.

   Τα ήξερε καλά αυτά τα σώματα η Μαργαρίτα. Τα αφράτα και ζουμερά, βγαλμένα από τους πίνακες του Ρενουάρ, και τα άλλα τα στραγγισμένα, με τα βυζιά σαν αδειασμένα από τους θησαυρούς τους πουγκιά, που οι κάτοχοί τους όμως τα περιέφεραν με καμάρι ανάμεσα στις νέες και σφριγηλές λουόμενες. Σαν προτροπή για να χαρούν το παρόν και σαν υπόμνηση γι' αυτό που τις περιμένει. Εκείνα τα σταφιδιασμένα κορμιά, με τα δάχτυλα βουτηγμένα στον κινά (3), έκρυβαν όλη τη γυναικεία σοφία, που οι νεότερες ήξεραν να τη σέβονται.