Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

[ ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΞΙΛΕΩΣΗ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

Βόσπορος
Σάββατο, 3 Σεπτεμβρίου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Το λουτρό
   Σήμερα πήγαμε στο λουτρό. Ήμασταν πολλές γυναίκες, μια μεγάλη παρέα. Εμάς μας πήρε η μαμά του Λουκιανού μαζί της, γιατί η μαμά μας δεν έρχεται ποτέ στο λουτρό.  Δεν της αρέσει, λέει, να την πασπατεύει η κάθε χαμαμτζού (1). Από αγόρια είχαμε μόνο τον Αντωνάκη και το μωρό της κυρίας Νούλας. Μέχρι πέρσι ερχόταν και ο Λουκιανός. Η κυρία Μαρίκα όμως έλεγε στις άλλες και γελούσαν ότι μια μέρα τη μάλωσε η χαμαμτζού: "Την άλλη φορά δεν φέρνεις και τον μπαμπά του μαζί;" της είπε. Δεν κατάλαβα γιατί, αλλά νομίζω ότι το είπε επειδή ψήλωσε ο Λουκιανός και μοιάζει άντρας πια.
   Μόλις φορέσαμε τις γαλέντζες (2) και μπήκαμε στο λουτρό, τα μάτια μας δεν βλέπανε καλά γιατί οι αχνοί γεμίζουνε όλο το δωμάτιο. Μόνο απ' το ταβάνι που έχει κάτι τρύπες μπαίνει το φως, και οι αχνοί φωτίζονται και είναι όπως στις ζωγραφιές που ο Χριστός βαφτίζεται στον Ιορδάνη ποταμό και πέφτουν επάνω του οι ακτίνες από το περιστέρι που είναι στον ουρανό.
   Μ' αρέσει στο λουτρό, γιατί κάνει ζέστη και όλες οι γυναίκες τεμπελιάζουν και δεν μαλώνουν τα παιδιά τους. Όλες είναι τσίτσιδες και μ' αρέσει να βλέπω κυρίως τα βυζιά τους. Πότε θα φουσκώσουν και τα δικά μου; Στις γριές όμως είναι ξεφουσκωμένα και κρέμονται μέχρι την κοιλιά τους.

   Τα ήξερε καλά αυτά τα σώματα η Μαργαρίτα. Τα αφράτα και ζουμερά, βγαλμένα από τους πίνακες του Ρενουάρ, και τα άλλα τα στραγγισμένα, με τα βυζιά σαν αδειασμένα από τους θησαυρούς τους πουγκιά, που οι κάτοχοί τους όμως τα περιέφεραν με καμάρι ανάμεσα στις νέες και σφριγηλές λουόμενες. Σαν προτροπή για να χαρούν το παρόν και σαν υπόμνηση γι' αυτό που τις περιμένει. Εκείνα τα σταφιδιασμένα κορμιά, με τα δάχτυλα βουτηγμένα στον κινά (3), έκρυβαν όλη τη γυναικεία σοφία, που οι νεότερες ήξεραν να τη σέβονται.

   ... Εκείνο που δεν μ' αρέσει είναι η μυρωδιά από το χαμάμ οτού (4). Το βάζουνε οι γυναίκες για να βγάλουνε τις τρίχες από τα πόδια τους και μερικές κι απ' το κουτί τους. Η κυρία Μαρίκα μ' άφησε και ξάπλωσα δίπλα της όση ώρα την έτριβε η χαμαμτζού. Μετά φάγαμε λουκούμια, αλλά πέρασε η ώρα και οι χαμαμτζούδες φωνάξανε: "Χάιντι, ερκεκλέρ γκελίγιορ" (5), και μαζέψαμε τους μπόγους μας και φύγαμε.
   Αν ερχόταν η μαμά μας στο λουτρό, θα πηγαίναμε κι εμείς πιο συχνά. Καληνύχτα.

   Τώρα που το ξανασκεφτόταν η Μαργαρίτα έβρισκε παράξενο ότι η μαμά τους ποτέ δεν πήγαινε στο λουτρό. Δεν μπορούσε να ξέρει, βέβαια, πώς φοβήθηκε τον εαυτό της η Γλύκω όταν ξαναπήγε στο λουτρό, αφού είχε πια γεννηθεί η Σοφία. Έβαλε το πεστεμάλι (6) της στη ζεστή πέτρα και ξάπλωσε μπρούμυτα, κλείνοντας τα μάτια για να αφεθεί στις περιποιήσεις της χαμαμτζούς. Μόλις αυτή πέρασε τα χέρια της, απαλά στην αρχή, πάνω στην πλάτη της, η Γλύκω μεταφέρθηκε στο σαλονάκι του Σουάτ μπέη, εκείνη την αποπνικτική καλοκαιρινή μέρα. Την ώρα που τα ιδρωμένα τους κορμιά είχαν πια αποκάμει και επιστρέφοντας εκείνη στην πραγματικότητα, γύρισε για να δει τις τελευταίες σταγόνες της βροχής. Ο άντρας, που διαισθάνθηκε την απομάκρυνσή της, άρχισε τότε να διατρέχει με τον πυρετό στα χείλη τη σπονδυλική της στήλη. Και ήταν αυτή η ίδια που στράφηκε ξανά προς το μέρος του και του δόθηκε ανυπόμονα για δεύτερη φορά, καθώς ο ήλιος έβγαινε δειλά μέσα απ' τα σύννεφα.
   Ήταν τέτοια η χαύνωση που της έφερε η κατάδυση σ' αυτή την ανάμνηση, εκεί στην υγρή και χαλαρή ατμόσφαιρα του λουτρού, που μόνο όταν η χαμαμτζού άρχισε να την τρίβει δυνατά συνήλθε. Τόσο την τρόμαξε τότε η αδυναμία της να ελέγξει την ηδονή που της προκαλούσε και μόνο η θύμηση των χαδιών του, ώστε σηκώθηκε αμέσως και βάλθηκε να περιχύνεται με καυτά νερά. Έφυγε απ' το λουτρό σαν κυνηγημένη -από την ταραχή της παραλίγο να ξεχάσει και το μωρό- και δεν ξαναπάτησε, ποτέ πια, εκεί μέσα.  [...]

Βόσπορος
Τετάρτη, 7 Σεπτεμβρίου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Τα σπασίματα
   Τι ήταν αυτό που περάσαμε. Ακόμη τρέμω που το σκέφτομαι. Μόλις νυχτώνει αρχίζω να περιμένω τις πέτρες να πέσουν. Αλλά ας τα πάρω απ' την αρχή. Ο μπαμπάς γύρισε νωρίς χτες και ήταν ανήσυχος γιατί είδε πολλούς άντρες μαζεμένους σε διάφορα σημεία να σιγοκουβεντιάζουν. "Καμιά διαδήλωση θα έχουν πάλι για την Κύπρο", είπε η μαμά. Είχε νυχτώσει και τηγάνιζε κολοκυθάκια για να φάμε. Είδαμε από το παράθυρο πολύ κόσμο, όλο άντρες, μαζεμένους κάτω απ' τον πλάτανο, και λέγαμε γιατί να μαζεύτηκαν. Σιγά σιγά άρχισαν να φωνάζουν, ξεχώριζες το "γκιαουρλάρ" (7). Έτσι μας λένε οι κακοί Τούρκοι. Μας φάνηκε περίεργο, γιατί τις διαδηλώσεις τις κάνουν στο Ταξίμ (8) και όχι στο χωριό. Ο μπαμπάς είπε να σβήσουμε το φως για να μη μας βλέπουν. Ακούσαμε καθαρά πια μια φωνή: "Κάχρολσουν γκιαουρλάρ" (9), και την ίδια ώρα μια μεγάλη πέτρα πέρασε απ' το ανοιχτό παράθυρο και χτύπησε το κρύσταλλο της βιτρίνας όπου έχουμε το κινέζικο σερβίτσιο. Το κρύσταλλο έγινε θρύψαλα μαζί με ένα πιατάκι απ' το σερβίτσιο. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν άγρια χτυπήματα στην εξώπορτα, κάτω. "Κώστα, για μας είναι", τσίριξε η μαμά.
   Για πότε μας άρπαξαν, ενώ οι πέτρες συνέχιζαν να πέφτουν, και μας έχωσαν κάτω απ' το μεγάλο κρεβάτι κι έβαλαν μπροστά μας τις δύο μεγάλες βαλίτσες, αυτές που παίρνουμε στην Ίμβρο, δεν το κατάλαβα. Η Μαργαρίτα έκλαιγε και η Σοφία της έκλεισε το στόμα με το χέρι της για να μην ακούγεται. Η μαμά πήρε τη γιαγιά και κρύφτηκαν στο δωμάτιο της θείας. Ο μπαμπάς έβαλε το σύρτη και στάθηκε πίσω απ' την πόρτα. Κρατούσε το μπαστούνι της γιαγιάς.
   Όλο το σπίτι τρανταζόταν. Νόμιζα ότι η καρδιά μου θα πεταχτεί έξω έτσι όπως χτυπούσε στο στήθος μου κι ο λαιμός μου είχε ξεραθεί και δεν μπορούσα να καταπιώ το σάλιο μου. Η Σοφία δίπλα μου έτρεμε. Η Μαργαρίτα είχε λουφάξει κι αυτή όταν κατάλαβε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά, αλλά το κορμί της τρανταζόταν κάθε τόσο σαν να είχε σπασμούς. Σε λίγο ο τρόμος μας έγινε πιο μεγάλος, γιατί ακούσαμε την πόρτα να σπάει και πολλές άγριες φωνές. Ήθελα τη μαμά μου. Τι θα μας έκαναν άραγε;
   Ακούστηκαν βήματα στα πρώτα σκαλοπάτια και ξαφνικά μια δυνατή φωνή σκέπασε τη φασαρία. Ήταν η φωνή του Τοτού από το πρώτο πάτωμα: "Ντούρουν, Αμερικάν τεμπασί" (10). Έγινε ησυχία και μια άλλη φωνή ακούστηκε: "Ντογρού (11), Αμερικάν τεμπασί", μουρμουρητά και βήματα που κατέβαιναν τα σκαλοπάτια και μετά σπασίματα και φωνές απ' τα διπλανά σπίτια. Για λίγη ώρα δεν κουνηθήκαμε καθόλου, δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε πως έφυγαν. Και αν ξαναγύριζαν;
   Ανέβηκε τότε ο Τοτός και φώναξε: "Κύριε Κώστα, φύγανε, μη φοβάστε". Βγήκαμε όλοι απ' τις κρυψώνες μας κι αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε και φιλούσαμε τον Τοτό που μας γλίτωσε. Και δεν είδαμε τις φλόγες και τους καπνούς που έβγαιναν απ' την κουζίνα. Τα κολοκυθάκια είχαν γίνει κάρβουνο και το λάδι πήρε φωτιά στο τηγάνι. "Γλιτώσαμε απ' τους σερσερήδες (12) και παραλίγο να καούμε ζωντανοί", είπε μετά η μαμά, όταν η φωτιά είχε σβήσει και καθίσαμε χωρίς ν' ανάψουμε τα φώτα κι ακούγαμε τις άγριες φωνές και τα χτυπήματα στις άλλες πόρτες και τζάμια, τζάμια να σπάνε. Είχε η γειτονιά μας τόσο πολλά τζάμια και δεν τελείωναν τόσες ώρες που έσπαγαν; Και στα αντικρινά, στο μέρος της Πόλης, είδαμε φωτιές και δεν ξέραμε τι να γίνονται οι θείες μας. Και όταν όλα ησύχασαν, θα ήταν περασμένες δύο, πέσαμε για ύπνο όλοι μαζί, κουλουριασμένοι στο μεγάλο κρεβάτι. Αυτά ήταν τα σπασίματα.
   Σήμερα ακούσαμε στο ραδιόφωνο ότι έγινε στρατιωτικός νόμος. Δεν ξέρω τι είναι αυτό, αλλά ο μπαμπάς είπε: "Ευτυχώς". Δεν μας άφησαν όμως καθόλου να βγούμε απ' το σπίτι, και ο μπαμπάς ήθελε να κατέβει στην Πόλη να δει τι γίνεται το μαγαζί και να μάθουμε για τις θείες μας, μα η μαμά δεν τον άφησε. Βγήκε μόνο στη γειτονιά κι έμαθε νέα. Την καμπάνα της εκκλησίας την πετάξανε στη θάλασσα και σπάσανε τα θρανία του σχολείου.
   Είμαι περίεργη, θα τα σιάξουνε τα θρανία μέχρι να πάμε σχολείο;

   Ο τρόμος της νύχτας εκείνης είναι κάτι που παραμένει ανεξίτηλο. Τα γεγονότα (13), τα Σεπτεμβριανά, είναι από τα λίγα πράγματα εκείνης της εποχής που θυμάται έντονα η Μαργαρίτα. Άλλωστε την άκουσε τόσες φορές από τότε την ιστορία, που και να ήθελε δεν θα μπορούσε να την ξεχάσει. Ο Φετχί εφέντης είχε ειδοποιήσει έμμεσα τον Κώστα. "Ερκέν τοπλάνιν" (14), του είπε, χωρίς να δώσει πολλές εξηγήσεις.
   Όλοι αναρωτήθηκαν μετά πώς έγιναν τόσο μυστικά οι συνεννοήσεις, πώς συγκεντρώθηκε όλος αυτός ο όχλος, πώς οργανώθηκαν οι ομάδες σε κάθε γειτονιά, πώς συντονίστηκαν τόσοι άνθρωποι και δεν πήρε μυρωδιά κανείς. "Στα τζαμιά θα τους έδωσαν τις οδηγίες", έλεγε ο κύριος Χαράλαμπος.
   Εκείνη την ημέρα μια βόμβα είχε εκραγεί στο Τουρκικό Προξενείο, στη Θεσσαλονίκη. Το ίδιο απόγευμα η είδηση δημοσιεύτηκε στην Ισταμπούλ Εξπρές. Αυτή ήταν η αφορμή που ξεσήκωσε τα πλήθη εναντίον των Ελλήνων. Πώς όμως πρόλαβαν και οργανώθηκαν τόσο καλά μέσα σε λίγες ώρες; "Καλέ, όλα ήταν σχεδιασμένα, κι αυτός που έβαλε τη βόμβα βαλτός θα ήταν", έλεγε η Βιργινία με τη διορατικότητα που τη χαρακτήριζε. Πράγματι, όπως αποδείχτηκε αργότερα επρόκειτο για έναν Τούρκο φοιτητή. Και το χέρι του φοιτητή κρατούσε η κυβέρνηση του Μεντερές. "Κακό χρόνο να 'χουνε", καταριόταν η Ανάστω που της είχαν σπάσει το σπίτι. "Και έπιασε η κατάρα της", συλλογίστηκε η Μαργαρίτα βλέποντας για άλλη μια φορά μπροστά της τον Μεντερές και τον Ζορλού με τις άσπρες πουκαμίσες να αιωρούνται στην κρεμάλα.
   "Να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο..." συνέχιζε η Βιργινία. Πολλές οικογένειες σώθηκαν χάρη στους Τούρκους γείτονές τους. Ο σωτήρας των Πατεραγκαίων ήταν βέβαια ο Τοτός. Είχε βγει στο κεφαλόσκαλο κραδαίνοντας τα αμερικάνικα διαβατήρια στο χέρι. Ο Ριζά, ένας χωριανός απ' τους πρώτους που μπήκαν μέσα, ήταν αυτός ο οποίος επιβεβαίωσε ότι, πράγματι, ο Τοτός είχε αμερικανική υπηκοότητα. Βοήθησε κι αυτός την άλλη μέρα να επιδιορθωθεί η σπασμένη πόρτα και ζήτησε συγγνώμη, αλλά, όπως είπε, οι περισσότεροι από όσους ήρθαν να σπάσουν ήταν από άλλα μέρη και φοβόταν να δείξει και πολλή συμπάθεια στους Ρωμιούς. Εξάλλου δεν είχαν, είπε, σκοπό να κάνουν κακό. Μόνο να σπάσουν και να τους τρομάξουν. "Και τα κατάφεραν", έκανε την πικρή σκέψη η Μαργαρίτα. Από τότε κανείς Ρωμιός δεν αισθανόταν ασφαλής πια.
   Η αλήθεια είναι ότι στο χωριό τους έκαναν πολλές ζημιές σε ορισμένα σπίτια, στο ελληνικό σχολείο και στην εκκλησία, αλλά δεν σημειώθηκαν παρά ελάχιστα περιστατικά επιθέσεων σε ανθρώπους. Σε άλλα μέρη όμως υπήρχαν και νεκροί και πολλοί τραυματίες...

Βόσπορος
Πέμπτη, 8 Σεπτεμβρίου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Οι πεθαμένοι
   Σήμερα ο μπαμπάς κατέβηκε στην Πόλη για να δει τι γίνεται και η μαμά βγήκε στην πόρτα μας κι ήρθαν και άλλες γειτόνισσες και μάθαμε τα νέα. Μάθαμε ότι η κυρία Μαρίνα ήθελε να κρεμάσει την ελληνική σημαία απ' το μπαλκόνι της και να φωνάξει πως είναι "Γιουνάν τεμπασί" (15). Πίστευε ότι τους ξένους υπηκόους δεν θα τους πείραζαν. Ναι, άλλο Έλληνας κι άλλο Αμερικάνος σαν τον Τοτό, όπως είπε και η μαμά. Με χίλια παρακάλια, τελευταία στιγμή την κατάφερε ο Μεβλούτ, ο υπηρέτης της, να μην το κάνει και τις τράβηξε με την αδελφή της, με το ζόρι, στης Χαλιντέ χανίμ, για να κρυφτούν. Δεν φτάνει που έσπασαν ό,τι έσπασαν οι Τούρκοι, αν έβλεπαν και την ελληνική σημαία θα της το έκαιγαν το σπίτι, είπε η κυρία Φωτίκα. Πάλι καλά που δεν ανέβηκαν στο σερβανί ν' ανοίξουν το σεντούκι.
   Το μεσημέρι που γύρισε ο μπαμπάς, μας έφερε τα νέα. Οι θείες μας είναι καλά, αλλά της θείας Ανάστως το σπίτι το σπάσανε. Και μη χειρότερα όμως, γιατί η Πόλη είναι, λέει, αγνώριστη απ' τις ζημιές που έχουν γίνει στα μαγαζιά. Βιτρίνες σπασμένες, παντού πατάς πάνω σε γυαλιά και κρύσταλλα. Ο δρόμος του Πέρα είναι γεμάτος κατεστραμμένα ψυγεία, τρόφιμα χυμένα, σπασμένες κούκλες και υφάσματα, τόπια ολόκληρα, ξεδιπλωμένα και τσαλαπατημένα στην άσφαλτο. Κάψανε και την Αγία Τριάδα, την ωραία εκκλησία όπου έγινε η βάφτιση της Ζωζώς. Ευτυχώς το μαγαζί μας δεν έπαθε τίποτα, γιατί δεν μπήκανε καθόλου μέσα στο χάνι.
   Είπε ακόμη ο μπαμπάς ότι βγάλανε και τους πεθαμένους απ' τα μνήματα, στο Σισλί (16), και τους πετάξανε στους δρόμους. Από την ημέρα που έγιναν τα γεγονότα κοιμόμαστε με ανοιχτή την πόρτα του δωματίου μας και απόψε παρακάλεσα τη μαμά να μην κλείσουμε το φως στο χολ, γιατί φοβάμαι μ' αυτά που άκουσα για τους πεθαμένους. Μπορεί να βρικολακιάσουν και τότε ποιος μας γλιτώνει.
   Η μαμά μού είπε να λέω: "Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά", και να μη φοβάμαι. Καληνύχτα.

   Για μέρες άκουγαν περιστατικά που είχαν σχέση με τα σπασίματα. Κάθε σπίτι, κάθε γειτονιά είχε και μια διαφορετική ιστορία να διηγηθεί. "Κανείς όμως δεν ήξερε περισσότερα για τα γεγονότα από τη Βιργινία", συλλογίστηκε η Μαργαρίτα... Αν ποτέ αποφάσιζε κανείς να καταγράψει σε μια Βίβλο όλα τα σχετικά με τη νύχτα εκείνη, τη θεία της έπρεπε να ρωτήσει. Σε αντίθεση με τη θεία Ανάστω που ήταν "παθούσα" -στο σπίτι της δεν έμεινε τίποτε όρθιο- στης Βιργινίας δεν έπαθαν το παραμικρό. Καθώς μένουν στον δεύτερο όροφο ενός απαρτμάν και στον πρώτο μένει ένας Τούρκος πασάς, ο όχλος δεν μπήκε στο σπίτι τους. Μπήκαν όμως στο ισόγειο από την ανεξάρτητη είσοδο και ξέσκισαν το νυφικό της Άφρως, που το είχε κεντήσει στο χέρι και ήταν κρεμασμένο, έτοιμο για τον γάμο της ο οποίος θα γινόταν την Κυριακή.
   Η Μαργαρίτα θυμήθηκε το θεατρικό ύφος της θείας της όταν εξιστορούσε αυτά που έπαθαν οι γείτονές της και παρ' όλη την τραγικότητα των αναμνήσεων, χαμογέλασε.
   Η Βιργινία διηγιόταν ακόμη με καμάρι την ιστορία του σουτσή (17) της γειτονιάς της, που ήταν Τούρκος. Πώς πήγε σ' ένα γειτονικό μαγαζί κι έκανε κομμάτια την ταμπέλα μ' ένα σφυρί, για να μη δουν ότι το μαγαζί είναι ελληνικό και το καταστρέψουν. Και πώς την άλλη μέρα που ήρθε ο ιδιοκτήτης, ο κύριος Παντελής, πήγε ο γαλατάς να του ζητήσει συγγνώμη επειδή του έκανε ζημιά και ο άνθρωπος τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε και δεν ήξερε πώς να τον ευχαριστήσει που του έσωσε το βιος του.
   Ήξερε όμως κι άλλες ιστορίες η Βιργινία, όχι τόσο ανώδυνες... Για άγριους ξυλοδαρμούς, βιασμούς και θανάτους. Αυτές είναι που ανάγκασαν πολλούς Ρωμιούς να φύγουν τότε για την Ελλάδα. "Και ποιος μας διαβεβαιώνει ότι κάποτε δεν θα κάνουν και σφαγές;" ήταν η κοινή αγωνία όλων. Η μνήμη όσων έπαθαν οι Αρμένηδες και οι Πόντιοι ήταν ακόμη νωπή. "Στον τόπο μας, και ζούμε σε καθεστώς ομηρίας", έλεγε ο κύριος Απόστολος.
   Και το χωριό τους, στον Βόσπορο, από τότε ερήμωσε. Άλλοι έφυγαν για την Ελλάδα και πολλοί μετακόμισαν στο Πέρα για να μην είναι απομονωμένοι. Όπως η οικογένεια του Άγγελου. Αυτός έπαιζε μια μέρα μ' ένα Τουρκάκι, τον Φερίτ. Για κάποιο λόγο μαλώσανε και ο Φερίτ του φώναξε: "Γκιαούρ τσοτζουγού" (18). Ο Άγγελος, που ήταν σκληρό παιδί και δεν φοβόταν, του απάντησε: "Σένσιν" (19). Πετάχτηκε έντρομη η κυρία Φωτίκα με την αδελφή της και τον μαζέψανε μέσα κλείνοντάς του το στόμα με τη χούφτα. Ο πατέρας του Φερίτ ήταν από τους λίγους Τούρκους χωριανούς που συμμετείχαν στο πλιάτσικο. Όταν το βράδυ γύρισε ο κύριος Χαράλαμπος και του είπαν το περιστατικό, δεν μίλησε καθόλου. Αφού έφαγε, πήγε στου Πατεράγκα να ακούσουν μαζί τις ειδήσεις από την Αθήνα και μετά τις ειδήσεις, τους το ανακοίνωσε: "Θα φύγουμε. Ο γιος μου θέλω να μεγαλώσει ελεύθερα". Αυτό ήταν καθοριστικό και για την οικογένεια της Μαργαρίτας. Τότε πήραν κι αυτοί την απόφαση να μετακομίσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται στην Ίμβρο. Ο Κώστας έγραψε αμέσως στον πατέρα του να επισπεύσει τις εργασίες στο σπίτι που έφτιαχνε εκεί.
   "Ο φόβος", σκέφτηκε η Μαργαρίτα. Ο φόβος είχε φωλιάσει πια στις καρδιές και οι ξένοιαστες μέρες πέρασαν ανεπιστρεπτί. Από τότε άρχισε ένας χειμώνας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Με λίγες αλκυονίδες μέρες και πολλή καταχνιά. Με συχνές θύελλες, που αφήνουν όλο και λιγότερους Ρωμιούς στο διάβα τους.  [...]

Βόσπορος
Κυριακή, 27 Νοεμβρίου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Η μασέλα
   Η καημένη η μαμά από χτες κλαίει. Προχτές είχαμε πάει επίσκεψη στης κυρίας Κατίνας που γιόρταζε κι έφεραν τον Μάκη, ένα μωρό πολύ όμορφο, και τον παίρναμε όλοι αγκαλιά. Τον πήρε και η μαμά στα γόνατά της να τον χορέψει. Και γυρίζει ξαφνικά ο Μάκης με το χεράκι του και της δίνει μια στο στόμα και πέφτει το μπροστινό δόντι της μαμάς. Ο κοπτήρας, έτσι το λένε, το μάθαμε στο σχολείο. Η μαμά στεναχωρήθηκε πολύ και μας πήρε και φύγαμε. Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα. Την άλλη μέρα πήγε στον οδοντογιατρό, στην Πόλη, κι αυτός της είπε ότι θα πέσουν όλα τα δόντια της, έπαθαν μια αρρώστια, και πρέπει να τα βγάλει και να βάλει μασέλα. Γι' αυτό κλαίει η μαμά.
   Έχω δει τη μαμά της κυρίας Βιβής, που φορά μασέλα, να τη βγάζει για να την πλύνει στον νεροχύτη μετά το φαγητό. Το στόμα της τότε σουρώνει και τα χείλη της χάνονται. Γίνεται πολύ άσχημη.
   Η μαμά μου είναι όμορφη. Δεν θέλω να γίνει έτσι. Καληνύχτα.   

   Η Γλύκω ήταν πράγματι πολύ όμορφη, με μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια, ωραία επιδερμίδα και ένα περπάτημα αυτοκρατορικό. Πριν γεννήσει τα παιδιά της, το σώμα της ήταν τέλειο. Ούτε παχιά, ούτε κοκαλιάρα. "Μπαλίκ ετί" (20), όπως λένε οι Τούρκοι. Αυτό ήταν ένα από τα κομπλιμέντα που της είχε πει κι εκείνος, που δεν ήθελε να τον θυμάται, που φοβόταν τον εαυτό της να τον θυμάται. Η Μαργαρίτα βέβαια την έβλεπε από μικρή να παλεύει να κρύψει την κοιλιά της, η οποία από τις γέννες είχε γίνει δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το σώμα της. Είχε έναν κορσέ στο χρώμα του δέρματος, που της τον έστειλε ο αδελφός της από την Αμερική, και τις φώναζε όταν έβαζε τα καλά της να τη βοηθήσουν να τον ανεβάσει...
   Γι' αυτή την περήφανη γυναίκα που έδινε ιδιαίτερη σημασία στην εμφάνισή της, η μασέλα ήταν μεγάλο χτύπημα. Το 'χει καημό επειδή έχασε τόσο νέα τα δόντια της κι αναγκάστηκε να φορέσει μασέλα. Ήταν τότε τριάντα επτά χρονών. Το διάστημα που έβγαζε τα δόντια και μέχρι να φτιαχτεί η μασέλα, κλείστηκε μες στο σπίτι και ούτε έβγαινε ούτε δεχόταν άνθρωπο. Μέρα και νύχτα έκλαιγε. Ήταν βέβαια και το άλλο... Όποιο χτύπημα της έστελνε η μοίρα, το θεωρούσε τιμωρία για την παλιά της αμαρτία. Έτσι και τότε σκέφτηκε πως ο Θεός της έστειλε το πλήγμα αυτό για να της δείξει ότι δεν την ξέχασε. "Ας πληρώνω εγώ, Θεέ μου", παρακαλούσε μες στα αναφιλητά της, "και όχι τα παιδιά μου".
   Ο Κώστας της φέρθηκε άψογα. Την αγκάλιαζε και τη φιλούσε στο φαφούτικο στόμα και της έλεγε ότι εκείνος θα την αγαπά όπως κι αν είναι. Αυτή η συμπεριφορά μεγάλωνε την ενοχή της. Πώς μπόρεσε να γελάσει αυτόν τον θαυμάσιο άνθρωπο, αυτόν που της είχε τυφλή εμπιστοσύνη, που ποτέ δεν υποπτεύθηκε το παραμικρό, κι ας γεννήθηκε η Σοφία πριν κλείσουν καλά καλά οκτώ μήνες απ' τον γυρισμό του από την επιστράτευση. Της το είχε υποσχεθεί ο Σουάτ μπέης. Τον έφερε ακριβώς μέσα στα χρονικά όρια για να τη γλιτώσει απ' την ντροπή.
   Η Μαργαρίτα, η οποία δεν είχε ιδέα από το κρυφό δράμα που ζούσε η μητέρα της, γέλασε καθώς θυμήθηκε τις προσπάθειές της να μην τη δουν οι κόρες της χωρίς τη μασέλα της. "Τι υπέροχη μαμά που έχω", συλλογίστηκε, φέρνοντας στο μυαλό της τον αγώνα που άρχισε η Γλύκω να τις κάνει να προσέχουν τα δόντια τους. Να πίνουν γάλα και να τρώνε τυριά. Έφερε τη δεσποινίδα Θάλεια να τους δείξει τη φορά με την οποία έπρεπε να τα βουρτσίζουν κι αλίμονό τους αν τις έπιανε κανένα βράδυ να ξαπλώσουν έχοντας παραμελήσει αυτό το καθήκον.

Βόσπορος      
Πέμπτη, 15 Δεκεμβρίου 1955
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Η τιμωρία
   Έγινα αιτία να τιμωρηθεί η Πίτσα. Αλλά δεν φταίω εγώ, ας πρόσεχε. Είχα τα γάντια μου κάτω απ' το θρανίο και όποτε η κυρία μας δεν κοίταζε, έβαζα το ένα γάντι στο χέρι μου και της χάιδευα τη μύτη. Το έκανα πολλές φορές και η κυρία δεν κατάλαβε τίποτα. Η Πίτσα είναι ήσυχη και δεν κάνει αταξίες, αλλά φαίνεται τη νευρίασα τόσο, που έβαλε κι αυτή το γάντι της και μου έπιασε τη μύτη. Δεν πρόσεξε όμως και με την πρώτη την είδε η κυρία. "Πίτσα, από σένα δεν το περίμενα αυτό, να ενοχλείς τη Νίκη". Η Πίτσα έγινε κατακόκκινη και με κοίταξε, νόμισα πως θα με μαρτυρήσει. Δεν μίλησε όμως. Και η κυρία την έβαλε να γράψει εκατό φορές "Δεν θα ενοχλώ τους συμμαθητές μου την ώρα του μαθήματος".
   Της είπα να της γράψω κι εγώ δέκα σειρές, αλλά φοβάται μήπως το καταλάβει η κυρία.
   Ας πρόσεχε. Καληνύχτα.

   Τα κατάφερνε και τα 'κανε όλα στα κρυφά και δεν την έπαιρναν χαμπάρι. Έτσι και τότε με τον Ενγκίν. Πού τον συναντούσε, πώς δεν την είδε κανένα μάτι; Στην Ίμβρο ούτε να βήξεις δεν μπορείς χωρίς να σε καταλάβουν. Κι όμως τα κατάφερε.
   Με την τσάντα του μπάνιου έφυγε απ' το σπίτι, κι όταν το απόγευμα δεν είχε γυρίσει, άρχισαν να ανησυχούν μήπως έπαθε τίποτα. Στείλανε τη Μαργαρίτα σ' όλες τις φίλες της και καμιά δεν την είχε δει εκείνη την ημέρα. Και ο Κώστας της έδωσε δυο χαστούκια νομίζοντας πως ήξερε και δεν του έλεγε. "Δεν μπορεί, αδελφές είστε, θα τα λέγατε μεταξύ σας", της είπε. Στο τέλος πια, σκέφτηκε να πάει στην Αστυνομία. "Κάποιος την έπιασε και της έκανε κακό", έλεγαν όλοι. Η Ίμβρος το '65 είχε ήδη αλλάξει. Κάθε καρυδιάς καρύδι κυκλοφορούσε στους δρόμους και φοβούνταν πια να μένουν αργά έξω.
   Τότε έφτασαν ο Στράτος με τη Σοφία. Εκείνος σοβαρός, εκείνη με κλάματα αγκάλιασε τη Γλύκω. Η Νίκη της είχε αφήσει ένα γράμμα, που της το πήγε το βράδυ ένας στρατιώτης.
   Αγαπημένη μου Σοφία
   Με συγχωρείτε για την αναστάτωση που θα σας προξενήσω. Φεύγω με τον Ενγκίν, τον υπαξιωματικό που έμενε στης Μακούλας. Τον αγαπώ και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν. Εσύ θα με καταλάβεις. Η απόφασή μου είναι οριστική. Μην προσπαθήσετε να μας κυνηγήσετε, γιατί ο Εγκίν έχει πολλά μέσα στην κυβέρνηση και δεν θα καταφέρετε τίποτα. Θα παντρευτούμε αμέσως. Μην ανησυχείτε για μένα. Θα είμαι ευτυχισμένη.
Σας φιλώ 
Νίκη
   Περίπου έτσι, μέσα σε τρεις τέσσερις αράδες, η Νίκη εξηγούσε τα ανεξήγητα και στιγμάτιζε με πυρωμένο σίδερο, σαν αυτό που μαρκάρουν τα ζώα, την οικογένειά της. "Η Νίκη του Πατεράγκα κλέφτηκε με Τούρκο!" Βούιξε το νησί.
   "Καλύτερα να τη νεκροφιλούσα", είχε πει ο Κώστας.
   Η Γλύκω έβαλε τη χούφτα της μπροστά στο στόμα και το κρατούσε κλεισμένο σφιχτά κοιτώντας τον με μάτια πελώρια, γουρλωμένα, χωρίς να μιλά. Έτσι είχε κάνει και όταν πέθανε ο αδελφός της. "Δεν ξεχνάς ποτέ, Θεέ μου", έλεγε μέσα της. Τώρα που νόμιζε ότι οι παλιές αμαρτίες είχαν σβηστεί, τώρα της έστελνε η Θεία Δίκη το αστροπελέκι της. Και γιατί η Νίκη; Ουράνιο σχέδιο ήταν αυτό η δουλειά του Σατανά; Ας πέθαινε καλύτερα να μη ζήσει αυτή την τιμωρία.
   Μπορεί για τη Γλύκω το χτύπημα να ήταν πιο βαρύ, αλλά και η υπόλοιπη οικογένεια ταρακουνήθηκε συθέμελα. Η Νίκη ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία ήταν που είχε πάρει Τούρκο. Όταν όμως συμβαίνει σε σένα, μέσα στο σπίτι σου, είναι διαφορετικά. "Ξένος πόνος, ξέγδαρμα", έλεγε η γιαγιά Περμαθούλα. Όταν βιώνεις ο ίδιος μια συμφορά, αυτή αποκτά άλλες διαστάσεις.
   Και βέβαια, δεν ήταν καμιά τυχαία. Ήταν μια μορφωμένη κοπέλα, από καλή οικογένεια. Πέρα από την ντροπή υπήρχε και η απογοήτευση, η διάψευση των ονείρων, αυτών που είχαν επενδύσει οι γονείς της στη Νίκη. Από αυτήν περίμεναν να δοξάσει την οικογένεια. Η Σοφία δεν στάθηκε ικανή και η Μαργαρίτα ήταν η μικρή, άλλωστε ποτέ δεν είχε ξεχωρίσει σε κάτι, μια μετριότητα. Η Νίκη όμως, η αριστούχος, το ταλέντο στα φιλολογικά, "μια μέλλουσα Μπροντέ", όπως έλεγε η θεία Βιργινία...
   "Γιατί, αλήθεια, να θεωρείται τόσο μεγάλη συμφορά μια Ρωμιά να πάρει Τούρκο;" αναρωτήθηκε η Μαργαρίτα, όπως έκανε πολλές φορές από τότε που συνέβη αυτό στην αδελφή της. Εκείνη που είχε τόσους φίλους Τούρκους, ευχαρίστως θα παντρευόταν κάποιον από αυτούς, ήταν τόσο καλά παιδιά. Ίσως όμως να θεωρούσαν φοβερή την άλωση, αυτή τη δεύτερη άλωση που ήταν χειρότερη απ' την πρώτη, την ιστορική. Μπορεί οι Τούρκοι να είχαν κυριεύσει την Πόλη, αλλά τις ψυχές δεν τις είχαν αλώσει. Ο έρωτας ήταν ένας ύπουλος εχθρός, που αν δεν τον καταπολεμούσαν θα έσβηνε σιγά σιγά τις διαφορές, θα αφομοίωνε τη ρωμιοσύνη. Ίσως ήταν αυτό που φοβούνταν και σ' αυτό ήθελαν να αντισταθούν. Εκεί είχε καταλήξει η Μαργαρίτα.      
   Οι δυο φυγάδες τα είχαν κανονίσει να το σκάσουν μ' ένα μοτόρι για το Τσανάκκαλε. Έτσι, ό,τι κι αν έκανε ο Κώστας στάθηκε αδύνατον να προλάβει, αφού το βαπόρι θα ερχόταν σε δύο μέρες και δεν υπήρχε άλλο μέσον. Ο διοικητής του Ενγκίν, στον οποίο πήγε να παραπονεθεί, προφασίστηκε ότι είναι δύσκολο να τον βρει γιατί είχε πάρει κανονική άδεια. Το ζεύγος από το Τσανάκκαλε πήγε στην Πόλη, όπου παντρεύτηκαν αμέσως κι έφυγαν για τα Άδανα, την πατρίδα του Ενγκίν. Εκείνος δεν ξαναγύρισε στην Ίμβρο, πήρε μετάθεση. Ο Κώστας δεν μπορούσε να πληροφορηθεί όσα ήθελε, αντιμετώπισε απροθυμία  και κάποιες απειλές.
   Όταν η Σοφία έλαβε ένα γράμμα, χωρίς διεύθυνση αποστολέα, που έλεγε ότι είχαν παντρευτεί, οι Πατεραγκαίοι αποφάσισαν να ξεγράψουν τη Νίκη. Η Γλύκω έφυγε για λίγο μαζί με τη Μαργαρίτα στην Πόλη, στης θείας Βιργινίας, γιατί ντρέπονταν να αντικρίζουν τον κόσμο.
   Μετά το γάμο της, τρεις φορές έγραψε η Νίκη στη Σοφία, λιγόλογα γράμματα, γραμμένα στα τουρκικά, με την υπογραφή "κιζκαρντεσίν Νιχάλ" (21). Μέχρι και τ' όνομά της άλλαξε. Από τα γράμματα αυτά έμαθαν ότι έκανε ένα αγοράκι, τον Χαλντούν. Ο Κώστας είχε απαγορέψει να την αναφέρουν, δεν ήθελε να ξέρει τίποτα, η Γλύκω όμως διψούσε να μαθαίνει νέα της.

Βόσπορος
Παρασκευή, 6 Ιανουαρίου 1956
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Τα Φώτα
   Φέτος δεν ρίξανε τον σταυρό στη θάλασσα. Απαγορεύτηκε, λέει. Κρίμα, γιατί είχανε βάλει στοίχημα από πέρσι ο Ηλίας του ψαρά και ο Νούλης ποιος θα τον βγάλει. Η γιορτή έγινε στην αυλή της εκκλησίας αλλά δεν είχε καθόλου γούστο.
   Το βράδυ πήγαμε στην κυρία Φωτίκα, που μας είχε τραπέζι για το όνομά της. Τι ωραία μεζελίκια και φαγητά που είχε ετοιμάσει. Ο Άγγελος όμως έπαιζε με την κόρη του συνεταίρου του μπαμπά του, την Αιμιλία, και σημασία δεν μας έδινε. Μας βάλανε όλα τα παιδιά να καθίσουμε σ' ένα χωριστό τραπέζι και όλο περιποιήσεις ήταν στην Αιμιλία. Μετά όμως παίξαμε "Κίζμα Μπιραντέρ" (22) και κέρδισα εγώ κι ο Άγγελος θύμωσε.

   Αυτό το παιχνίδι το λένε τώρα "Κίζμα Μπαγιάν" (23) και το έπαιζαν συχνά τα βράδια με τη θεία Βιργινία και την Οντέτ, μιαν Αρμένισσα η οποία έμενε πάνω από τη Βιργινία. Η Ανάστω έλεγε ότι δεν έπρεπε να αφήνουν τη Μαργαρίτα να κάνει παρέα μαζί της, γιατί δεν ήταν και τόσο αμέμπτου διαγωγής. Είχε την ηλικία της Σοφίας περίπου, βαφόταν έντονα και το ντύσιμό της ήταν σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας. Ήταν πολύ καλόκαρδη κοπέλα και πάντα τους έλεγε αστείες ιστορίες και διασκέδαζαν τα βράδια, όταν ο Φρερεζάκος είχε βάρδια στο ξενοδοχείο. Η Μαργαρίτα είχε έναν παραπάνω λόγο να τη συμπαθεί: την καλούσε συχνά να πάνε σινεμά και της πλήρωνε το εισιτήριο.
   Το έγκλημά της είναι ότι ένας ηλικιωμένος Τούρκος έρχεται τρεις φορές την εβδομάδα και την επισκέπτεται. Λένε ότι αυτός πληρώνει το νοίκι της και τα άλλα έξοδά της, αν και η ίδια εργάζεται δακτυλογράφος σε ένα εβραίικο γραφείο, ξέρει γαλλικά και ιταλικά. Παρ' όλο που από λεπτότητα δεν την είχαν ρωτήσει ποτέ ποιος είναι αυτός ο κύριος, εκείνη τον αναφέρει ως "Ραχμί μπέη" με πολύ σεβασμό, σαν να πρόκειται για έναν αξιοσέβαστο θείο ή κάτι τέτοιο. Ξέρει και ρίχνει και τα χαρτιά, αλλά ποτέ δεν τους είπε μια σωστή πρόβλεψη. "Ας κοιτάξει πρώτα τα δικά της ρεζιλίκια στα χαρτιά", έλεγε η Ανάστω. "Εγώ τέτοιες δεν τις βάζω στο σπίτι μου. Έχουμε και άντρες". "Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω", απαντούσε η Βιργινία, που δεν ανησυχεί πολύ για τον Φρερεζάκο της. "Άλλωστε, Ανάστω μου, υποθέσεις κάνουμε, δεν τους έχουμε δει και στο κρεβάτι".
   Αντίθετα με την Ανάστω, τη Γλύκω δεν την ενοχλούσε το ποιόν της Οντέτ. "Δυστυχισμένο πλάσμα", έλεγε και δεν ξεχνούσε ότι μπορεί κι εκείνη να ήταν σήμερα μια Οντέτ, αν δεν της έρχονταν βολικά κάποια πράγματα. Κάτι τέτοιες στιγμές ήταν που ζωντάνευαν ξανά τα γεγονότα τα οποία έζησε εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα στο πολυτελές δωμάτιο του "Πέρα Παλάς".
   Από τη στιγμή που την πέρασε στο σαλονάκι της σουίτας ο υπασπιστής του, θαμπώθηκε ο Σουάτ μπέης. Ετών είκοσι τριών, πατούσε και τρανταζόταν η γη κι είχε ένα αριστοκρατικό παράστημα, λες και ήταν από πριγκιπική γενιά. Τον ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα όταν αντίκρισε τον Σουάτ μπέη τον είχε νιώσει κι εκείνη. Ήταν ωραίος άντρας και τα μαύρα μάτια του σπίθιζαν καθώς τη ζύγιζαν από την κορφή ως τα νύχια.
   Μόλις την οδήγησε στον καναπέ, άρχισε εκείνος τις περιποιήσεις. Να της στρώνει τα μαξιλάρια, να κλείνει τα παράθυρα να μην την ενοχλεί το ρεύμα, ν' ανοίγει τα παράθυρα όταν εκείνη έβγαλε τη βεντάλια της. Να προσφέρει τσιγάρο -η Γλύκω δεν κάπνιζε. Να κερνά φρουί γκλασέ... Αφού ήρθαν οι καφέδες και οι παγωμένες βυσσινάδες, μπόρεσε επιτέλους η Γλύκω να του πει για τον Κώστα. Τον είδε να σημειώνει τα στοιχεία του και να της υπόσχεται, με νόημα, πως "αν εκείνη πραγματικά το θέλει", θα τον φέρει τον άντρα της. Αν δεν ήθελε δηλαδή, θα τον έτρωγε το μαύρο σκοτάδι. Η Γλύκω, που δεν αντιλήφθηκε αμέσως το υπονοούμενο, έκανε μια κίνηση να του φιλήσει τα χέρια.
   Τα στοιχεία της φύσης έκριναν τότε ότι έπρεπε να βοηθήσουν τον Σουάτ μπέη. Από νωρίς είχε συννεφιά, αν κι έκανε πολλή ζέστη, ένα συννεφόκαμα, όπως θα 'λεγε η γιαγιά Περμαθούλα. Εκείνη τη στιγμή σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο, και σηκώθηκε ένας ανεμοστρόβιλος που ανέμισε τις κουρτίνες ρίχνοντας το κρυστάλλινο ποτήρι με τη βυσσινάδα στη λευκή φούστα της Γλύκως και βρόντηξε τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα. Πετάχτηκε εκείνος, έβρεξε τη λινή πετσέτα με νερό και γονάτισε να της καθαρίσει τη φούστα. Βρέθηκαν κοντά, πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Σχεδόν αμέσως άρχισαν τα αστραπόβροντα και μια βροχή, σωστός κατακλυσμός. Σαν όλες τις καλοκαιρινές μπόρες δεν κράτησε πολλή ώρα. Ήταν όμως αρκετή για τον Σουάτ μπέη.  [...]

Βόσπορος
Πέμπτη, 12 Ιανουαρίου 1956
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Η ζουρφίξ
   Το χέρι μου πόνεσε από προχτές. Η μαμά είχε ζουρφίξ σήμερα. Είναι η δεύτερη Πέμπτη του μήνα και έρχονται οι φίλες της. Πριν από δυο μέρες έφτιαξε το άσπρο (24) γλυκό. Μ' αρέσει το γλυκό, αλλά μόνο να το τρώω. Η μαμά με βάζει να το γυρίζω με το ξύλινο γουδοχέρι μέσα στον τέντζερη. Γι' αυτό πονάει το χέρι μου. Πρέπει όμως να το γυρίζεις προς την ίδια φορά, γιατί αν γυρίσεις μπρος πίσω, το γλυκό δεν θα γίνει. Ευτυχώς βοηθά και η Σοφία...

   Αυτό το γλυκό το φτιάχνει πολύ ωραίο η Ανάστω, γιατί βάζει μέσα και καϊμάκι. Πολλές φορές βάζει και κακάο και το χρώμα του γίνεται καφέ ο λε. Της το 'μαθε κι αυτό η πεθερά της, η κυρία Θεογνωσία.

   ... Σήμερα ήρθαν έξι κυρίες. Εγώ κέρασα τον δίσκο με το λικέρ και η Μαργαρίτα πίσω μου κρατούσε το καλαθάκι με τα τσικολατάκια. Όλες οι κυρίες μας δώσανε τα χρυσόχαρτα από το τσικολατάκι τους. Η κυρία Βιβή μόνο το έσκισε. Τα ισιώνουμε με το νύχι μας και τα βάζουμε ανάμεσα στα τετράδιά μας. Η αδελφή του Λουκιανού έχει τα πιο πολλά, γιατί έχουνε μια θεία που τους τα φέρνει.
   Μετά βγάλαμε το γλυκό. Στο τέλος η μαμά έβγαλε το τσάι και τα μπατόν σαλέ. Είχε ετοιμάσει και κανταΐφι που το κάνει πολύ ωραίο. Οι φίλες της μαμάς μιλάνε για κεντήματα, για γλυκά και φαγητά. Είπανε όμως και για την κόρη της κυρίας Έλλης που παντρεύτηκε πριν από έξι μήνες και τώρα πρόκειται να γεννήσει. Τι είδους μωρό θα είναι αυτό, αφού εγώ ξέρω ότι τα μωρά θέλουν εννιά μήνες για να γίνουν; Οι κυρίες όμως δεν ανησυχούσαν, γιατί γελούσαν όταν το έλεγαν.

   Η μόνη που δεν είχε γελάσει τότε ήταν η Γλύκω. Η κουβέντα τής ξαναθύμισε την αγωνία που τράβηξε όταν κατάλαβε ότι είναι έγκυος, με τον Κώστα να λείπει δυο μήνες στην Ανατολή και να μην ξέρουν πότε θα γυρίσει. Τι θα έλεγε, πώς θα δικαιολογούνταν αν ο Σουάτ μπέης δεν τα κατάφερνε να τον απολύσουν τόσο γρήγορα; Θα μπορούσε, ίσως, να πει ότι ο Τούρκος την ανάγκασε να πάει μαζί του εκβιάζοντάς τη, για να φέρει πίσω τον άντρα της. Δεν συνέβη όμως έτσι. Παρ' όλο που στα πρώτα χάδια δεν αντιστάθηκε πολύ από ευγένεια και φόβο μην τον δυσαρεστήσει, στη συνέχεια το σώμα της την πρόδωσε -ακούγεται κοινότοπο αλλά έτσι έγινε. Όπως την είχε στριμώξει στον καναπέ κι έβλεπε τη βροχή να πέφτει σε χοντρές κλωστές, της φάνηκε σαν να την έκλειναν σε κλουβί με μεταξένια κρόσσια αντί για κάγκελα. Μα πώς να έβγαινε, πώς να αντιστεκόταν, όταν εκείνος γονάτισε και βγάζοντας τις δίχρωμες -άσπρες και μπλε- γόβες της, άρχισε να τη φιλάει τρυφερά από τα δάχτυλα των ποδιών της προς τα πάνω; Για κείνην, που είχε γνωρίσει μόνο τη σχεδόν πρωτόγονη ορμή του Κώστα, η αίσθηση αυτή ήταν πρωτόγνωρη και δεν είχε τη δύναμη να την απαρνηθεί. Αφέθηκε στην αγκαλιά του γιατί το ήθελε.
   Ο Κώστας γύρισε γρήγορα και το θέμα τακτοποιήθηκε, μια και ένα γλίστρημά της στο κατώφλι δικαιολόγησε την πρόωρη γέννα. Κι αν η πολύπειρη μαμή είχε καταλάβει, η δεοντολογία του επαγγέλματός της επέβαλε να έχει το στόμα της ραμμένο. Η Γλύκω όμως κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να ησυχάσει ποτέ -οι τύψεις γι' αυτό που είχε κάνει θα την κυνηγούσαν πάντοτε. Και προσπάθησε τόσο να προφυλάξει τις κόρες της από τις συνέπειες ενός "στιγμιαίου" παραστρατήματος που θα δηλητηριάζει τη ζωή τους.
   Η Μαργαρίτα, που δεν είχε ιδέα για όλα αυτά, διασκέδαζε με την παιδική αφέλεια της Νίκης.

   ... Όταν έφυγαν και η μαμά έπλυνε τα σερβίτσια, εγώ έβαλα τα ασημένια κουταλάκια στο κουτί τους. Είναι ντυμένο με κίτρινο ύφασμα κι έχει θήκες για το κάθε κουταλάκι. Ήθελε και η Μαργαρίτα να βάζει, αλλά η μαμά φοβάται να μη χαθούν τα κουταλάκια και δεν την αφήνει. Αυτό είναι δική μου δουλειά.

   Tη συνήθεια των ζουρφίξ τη συνέχισε η Γλύκω και στην Ίμβρο. Κάθε Πέμπτη ετοίμαζε ένα γλύκισμα και αλμυρά κουλουράκια ή κουρού μπουγάτσες και περίμενε τις φίλες της. Το καλοκαίρι έφτιαχνε και λεμονάδα που ήταν μοναδική για το άρωμά της, κι αυτό γιατί έτριβε τα φλούδια του λεμονιού με τη ζάχαρη. Για τις μικρές η ζουρφίξ ήταν μια εξαιρετική μέρα. Μετά, όταν μεγάλωσαν, προσπαθούσαν να λείπουν απ' το σπίτι τις Πέμπτες. Ήταν το παράπονο της Γλύκως. "Τώρα που μεγαλώσατε και μπορείτε να με βοηθάτε, εσείς φεύγετε", έλεγε.   [...]

Βόσπορος  
Τετάρτη, 11 Απριλίου 1956
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Η σάρα
   Τρόμαξα πολύ σήμερα. Από προχτές είχε μπει ένα σκουπιδάκι στο μάτι μου. Το πρωί όμως που ξύπνησα το μάτι μου ήταν πρησμένο και κόκκινο. Γι' αυτό η μαμά δεν με άφησε να πάω στο σχολείο και με πήγε στον οφθαλμίατρο, στην Πόλη. Αυτός μου έριξε κάτι σταγόνες που έτσουζαν και έδωσε της μαμάς ένα φάρμακο, που θα το βράσει σε νερό και θα μου βάζει μ' αυτό κομπρέσες. Το λένε ασίντ μπορίκ (25) και δεν τσούζει, είπε ο γιατρός. Στο ιατρείο του είχε κι έναν πίνακα με γράμματα και αριθμούς, που στις πρώτες σειρές ήταν μεγάλα κι όσο κατέβαινες γίνονταν μικρά μικρά. Ο γιατρός μ' έβαλε και τα διάβασα πρώτα με το ένα μάτι και μετά με το άλλο, το πονεμένο. Είπε ότι τα βρήκα όλα σωστά και ότι έχω πολύ γερά μάτια.
   Η μαμά μού αγόρασε κεάτ χελβά (26). Όταν φτάσαμε στη Γέφυρα και ετοιμαζόμασταν να μπούμε στο βαπόρι για να γυρίσουμε στο χωριό, είδαμε έναν άνθρωπο να πέφτει ξαφνικά κάτω με σπασμούς και να βγάζει αφρούς απ' το στόμα του. Κάτι άνθρωποι που ήταν εκεί του βάλανε στο στόμα του ένα ξύλο. Εγώ τρόμαξα πολύ και φοβήθηκα ακόμη περισσότερο καθώς πλησιάσαμε και είδαμε ότι είναι ο μπαμπάς της Πίτσας. Η μαμά είπε αμέσως: "Ανταμί τανίγιορουμ" (27). Αυτό, λέει, το είπε για να μην τον κλέψουν. Μόλις όμως η μαμά είδε πως σταματούν οι σπασμοί και άνοιγε τα μάτια του ο κύριος Ευθύμης, με πήρε γρήγορα και φύγαμε. 
   Μάθε λοιπόν ότι αυτή είναι μια φοβερή αρρώστια που τη λένε σάρα. Άμα σε πιάσουν οι σπασμοί, μπορεί να φας τη γλώσσα σου. Και όταν συνέρχεσαι δεν θυμάσαι τίποτα. Αυτά μου τα είπε η μαμά στο βαπόρι και μου είπε ακόμη να μην το μαρτυρήσω σε κανέναν αυτό που είδαμε σήμερα. Γιατί ο κύριος Ευθύμης θα ντρεπόταν πολύ αν μας έβλεπε ή αν άκουγε πως τον είδαμε σ' αυτή την κατάσταση. Γι' αυτό κι εγώ μόνο σε σένα το λέω, όπως λέω και όλα μου τα μυστικά.
   Τώρα όμως που ξέρω ότι ο μπαμπάς της Πίτσας έχει αυτή την αρρώστια, δεν πρέπει να την αφήνω να μου κάνει την έξυπνη και να λέει τον μπαμπά μου "αλευρά". Ο μπαμπάς μου με το αλεύρι που πουλά χορταίνει όλο τον κόσμο με ψωμάκι, ενώ αν φάει τη γλώσσα του ο κύριος Ευθύμης καμιά φορά, δεν θα μπορέσει να ξαναμιλήσει. Καληνύχτα.

   "Η έμφυτη λεπτότητα της μαμάς", καμάρωσε η Μαργαρίτα. "Νομπλές ομπλίζ", όπως θα 'λεγε και η κυρία Βιβή. Ποτέ δεν θα φέρει σε δύσκολη θέση τον άλλο, ποτέ δεν πρόκειται να προδώσει μυστικό. Αφού οι κόρες της μεγάλωσαν, στα μαθήματα κοινωνικής αγωγής που προσπαθούσε να τους δώσει, εξηγούσε ότι αν δούνε κάποιον να κάνει μια κακή πράξη δεν είναι ανάγκη να το διαδώσουν, γιατί έτσι ο άνθρωπος αυτός χάνει την ευκαιρία να διορθωθεί.
   Σ' ένα από αυτά τα μαθήματα, είχε ακούσει η Μαργαρίτα την ιστορία της Θεοδώρας, που ήταν παλιά γειτόνισσα. Ενώ ήταν μόλις έναν χρόνο παντρεμένη και ο άντρας της έλειπε ταξίδι, την είδε η Γλύκω ένα σούρουπο να βάζει έναν άλλο άντρα απ' το πορτάκι του κήπου. Η Θεοδώρα την είδε κι αυτή, και φαντάστηκε ότι θα βουΐξει ο κόσμος την άλλη μέρα. Η Γλύκω όμως δεν είπε τίποτα, ούτε καν στον Κώστα. Μετά από τρεις μήνες πήγε η Θεοδώρα και την ευχαρίστησε. Αν "την είχε βγάλει βούκινο", της είπε, ο άντρας της θα τη χώριζε κι αυτή θα ήταν υποχρεωμένη να πάρει τον εραστή της, που όπως αποδείχτηκε ήταν ένας χαμένος.
   Κάθε χρόνο, ώσπου έφυγε στην Αθήνα, έστελνε της Γλύκως ένα καλάθι από τα πρώτα σύκα, τα βασιλικά, που έκανε η συκιά τους.
   Θα τη θαύμαζε άραγε το ίδιο τη μητέρα της η Μαργαρίτα, αν γνώριζε από πού πήγαζε η ευαισθησία της στα θέματα αυτά; Αν ήξερε ότι ανατρίχιαζε κάθε φορά η Γλύκω, όταν σκεφτόταν ποια θα ήταν η μοίρα της αν την έβλεπε κανένα μάτι, τότε στο "Πέρα Παλάς"; Αν έπιανε κανείς το γράμμα που της έστειλε, εκείνο που το κράτησε από μια ανοησία της, για να το χάσει όταν μετακόμιζαν στην Ίμβρο; Αν -κι αυτό ήταν και το χειρότερο- δεν επέστρεφε εγκαίρως ο Κώστας; Διάφορα "αν", που την έπιανε τρέλα να τα σκέφτεται. 

                                             

Σταθοπούλου Ρέα, Οι ποδηλάτισσες, εκδ. "Ωκεανίδα"

Σημειώσεις:
(1) Γυναίκα που υπηρετεί στο λουτρό.
(2) Τσόκαρα. 
(3) Χένα. 
(4) Χόρτο του λουτρού: ένα παρασκεύασμα που το χρησιμοποιούσαν για αποτρίχωση. 
(5) Έρχονται οι άντρες. Τα λουτρά λειτουργούσαν το πρωί για τις γυναίκες και το απόγευμα για τους άντρες. 
(6) Πετσέτα λουτρού. 
(7) Άπιστοι.
(8) Κεντρική πλατεία της Κωνσταντινούπολης.
(9) Ανάθεμα στους άπιστους. 
(10) Σταθείτε, Αμερικανός υπήκοος.
(11) Σωστά. 
(12) Αλήτες. 
(13) Το πογκρόμ που έγινε στα ελληνικά σπίτια τον Σεπτέμβριο του 1955. 
(14) Μαζευτείτε νωρίς. 
(15) Ελληνικής υπηκοότητας. 
(16) Συνοικία της Πόλης όπου υπάρχει και ένα μεγάλο ελληνικό νεκροταφείο. 
(17) Γαλατάς. 
(18) Παιδί άπιστου. 
(19) Εσύ είσαι. 
(20) Κρέας ψαριού. 
(21) Η αδελφή σου Νιχάλ. 
(22) Μη θυμώνεις, αδελφέ. Επιτραπέζιο παιχνίδι με πιόνια και ζάρι, ο γκρινιάρης. 
(23) Μη θυμώνεις, κυρία. 
(24) Βανίλια. 
(25) Βορικό οξύ. 
(26) Είδος χαλβαδόπιτας. 
(27) Τον γνωρίζω τον άνθρωπο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: