Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

[ Η ΖΩΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΆΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Η μάνα τα έχασε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι λέξεις "θ' αγαπήσω" έχουν βγει από το στόμα της κόρης της. Εκείνη ούτε μια φορά δεν είχε χρησιμοποιήσει λέξεις όπως αυτός που θ' αγαπήσω, που αγαπώ, αγαπώ... Ούτε τις είχε πει ποτέ σε κανέναν, ούτε τις είχε ακούσει ποτέ από κανέναν. Έσμιξε τα φρύδια της.
   "Τι θα πει αυτός που θ' αγαπήσω;" ρώτησε.
   Τα έχασε και η Νιλουφέρ, όταν άκουσε την ερώτηση... Τι σημαίνει στ' αλήθεια αυτός που θ' αγαπήσω; αναρωτήθηκε. Έγινε κατακόκκινη...
   "Μήπως μαγειρεύεις κάτι;" τη ρώτησε η μάνα της. 
   Κι έτσι τελείωσε η πρώτη, ειλικρινέστερη και μεγαλύτερη συζήτηση που είχαν η Νιλουφέρ και η μαμά της για τον έρωτα και το γάμο. Μήπως μαγειρεύω κάτι; αναρωτήθηκε η κοπέλα. Χαμογέλασε αδιάφορα, ναι, κάτι μαγείρευε, αν μαγείρεμα σήμαινε να σκέφτεται κάθε στιγμή της μέρας τον Αλί, που μέχρι τότε τον είχε δει μόνο δυο φορές και τούτη τη στιγμή ήταν στη Γερμανία. Ίσως ήταν ντροπή, ίσως αμαρτία, τον Αλί όμως τον αγαπούσε. Στους καημούς της είχε προσθέσει και τον δικό του καημό, μόνο που, έχοντας σκύψει το κεφάλι, ήταν ήρεμη, πράγμα που εύκολα μπόρεσε να κάνει. Από τη στιγμή που υποτάχτηκε, δεν της έμενε να κάνει τίποτε άλλο, το μόνο που δεν μπορούσε να εμποδιστεί ήταν οι σκέψεις. Ο υποταγμένος άνθρωπος δεν έχει λόγο ν' αγωνίζεται. Κι έτσι η ζωή γίνεται πιο εύκολη.
   Η μάνα της πρόσεξε το χαμόγελο της αδιαφορίας της. Κι ίσως για πρώτη φορά δεν βρήκε τη δύναμη να θυμώσει. Η Νιλουφέρ ήταν πάντα στο σπίτι, τι μπορούσε να κάνει το καημένο; Έπρεπε ωστόσο να παντρευτεί. Το τελευταίο, για παράδειγμα, προξενιό ήταν πολύ κατάλληλο. Καλοζωισμένη οικογένεια, πλούσιοι άνθρωποι, καλοβαλμένοι, μορφωμένος ο νεαρός. Δεν υπήρχε λόγος να πει όχι η Νιλουφέρ κι ωστόσο εκείνη πάλι όχι είπε. Όταν τη ρώτησαν γιατί, να ποια ήταν η απάντησή της:
   "Δεν είδατε πόσο κοντά είναι τα ματοτσίνορά του;"
   Άρα, ο άνθρωπος μπορεί, κι αν ακόμα σκύψει το κεφάλι, κι αν ακόμα παραιτηθεί από τον αγώνα, κι αν ακόμα κάθεται χωρίς να κάνει τίποτα, ν' αγκαλιάσει τη ζωή και να την κάνει δική του. Απρόσμενα όμως γεγονότα, που γίνονται και εξελίσσονται έξω από αυτόν, μπορούν να του κάνουν άνω κάτω τη ζωή.

   Να πώς περνούσε εκείνες τις μέρες η Νιλουφέρ, όπως έγραψε στο ημερολόγιό της...
   "Μια σφαίρα βρίσκεται σφηνωμένη στους πνεύμονες του πατέρα της Νιλουφέρ κι αυτή η σφαίρα του δημιουργεί προβλήματα στην αναπνοή και τον κάνει, τον κακόμοιρο, να βήχει. Ο πατέρας συνταξιοδοτείται λόγω αναπηρίας. Πριν καλά καλά καθίσει στο σπίτι, αρχίζει να εργάζεται για το κόμμα. Ενώ στο σπίτι συζητείται η συνταξιοδότηση του πατέρα, μαθαίνουν ότι ο μικρός αδελφός Τουργκούτ τα πάει πολύ άσχημα στο σχολείο. Ο καθηγητής φωνάζει τον πατέρα στο σχολείο και του λέει ότι το παιδί απουσιάζει πολύ συχνά. Ενώ το παιδί βγαίνει από το σπίτι για να πάει στο σχολείο. Το βράδυ στο σπίτι γίνεται χαλασμός. Ο συνταξιούχος πατέρας σπάζει στο ξύλο το ένα από τα δυο παιδιά που του απόμειναν, το αγόρι. Η μάνα, αν και προσπαθεί να μπει στη μέση, δεν γλιτώνει το αγόρι από το ξύλο. Κι ενώ τα γεγονότα τραντάζουν συθέμελα το σπίτι, την άλλη μέρα κατεβαίνει κάτω η θεία κι αρχίζει με την μάνα και τον πατέρα το πίτσι πίτσι. Η Νιλουφέρ ακούει τη βροντερή φωνή του πατέρα της να λέει λόγια όπως "πώς γίνεται... είναι πολύ μακριά... επιπλέον είναι μαθήτρια ακόμα..." Σε λίγο φωνάζουν τη Νιλουφέρ στο δωμάτιο και την ενημερώνουν σχετικά. Ο Αλί έστειλε μήνυμα από τη Γερμανία και ζητάει τη Νιλουφέρ. Ε, η Νιλουφέρ κοντεύει να μείνει στο ράφι... Κι αν ακόμα δεν είναι πλούσιος, ίσως αυτός ο νεαρός να είναι η τελευταία της τύχη... Ναι, δεν είναι πλούσιος, αλλά είναι πολύ όμορφος, πολύ αριστοκρατικός... Ε, δεν είναι κι άσχημο να βρεθεί κάποιος στη Γερμανία αυτή την εποχή.
   Η Νιλουφέρ σκύβει το κεφάλι, λέει, ναι.
   Θεέ μου, Θεέ μου, πόσο ευτυχισμένη είμαι. Πόσο δίκιο είχες! Κι αν δεν σ' άκουγα κι ερχόμουν κοντά στην Αϊφέρ... Κι αν έκανα το μεγάλο αμάρτημα κι έδινα τέλος στη ζωή μου... Θεέ μου, συγχώρα με, αγάπα με".
   Έχοντας μόλις υποταχτεί, η Νιλουφέρ δεν πίστευε ότι όλα θ' άλλαζαν τόσο πολύ. Σκεφτόταν συνέχεια, κάτι παράξενο συμβαίνει εδώ, έλεγε. Αν έδινε μάχη για να πάει στο σχολείο και πήγαινε... θα παντρευόταν τώρα τον Αλί; Σε τι ωφελούσε ο αγώνας; Ήταν απαραίτητος; Να που δεν είχε αγωνιστεί καθόλου, αλλά εκείνη ήταν στο τέλος η κερδισμένη. Στην ουσία δεν υπήρχε κέρδος, γιατί δεν είχε καταβληθεί καμιά προσπάθεια... Από πού να έρθει το κέρδος, όταν δεν υπάρχει προσπάθεια; Ήταν δηλαδή απλά μια τυχερή δούλη του Θεού, αλλά, αν εκείνη ήταν τυχερή, η μαμά της ήταν άτυχη; Αυτό ήταν όλο;
   Τα δαχτυλίδια του αρραβώνα ήρθαν από τη Γερμανία... Οι συγγενείς του Αλί και της Νιλουφέρ μαζεύτηκαν στο σπίτι της οικογένειας της Νιλουφέρ. Προσπάθησαν να διασκεδάσουν έχοντας στο νου τους τον Αλί, μιλώντας για τον Αλί, σηκώνοντας τα ποτήρια στην υγεία του Αλί. Να ήταν άραγε η πρώτη φορά πάνω στη γη που γινόταν αρραβώνας χωρίς γαμπρό; Ο Αλί δε μπόρεσε να έρθει από τη Γερμανία, αλλά η κοπέλα του άρεσε και την είχε αγαπήσει τόσο πολύ, ώστε ζήτησε να περάσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τα δαχτυλίδια. Αλλιώς, το ήξερε, το κορίτσι θα πήγαινε σε κάποιον από εκείνους που πήγαιναν στο σπίτι! "Αντέχεις σ' έναν αρραβώνα χωρίς εμένα;" είχε ρωτήσει στο πρώτο του γράμμα... Πώς να μην άντεχε, πώς μπορούσε να παραπονεθεί η Νιλουφέρ; Δεν ήξερε αν της άξιζε ή όχι να γίνει τόσο ευτυχισμένη.
   Το ροζ σατέν φόρεμα της Νιλουφέρ αγκάλιαζε το σώμα της, δεν είχε μανίκια, δεν είχε γιακά, ήταν ανοιχτό στο λαιμό και το ντεκολτέ ήταν στολισμένο με λουλούδια. Ήταν όμορφη σαν όνειρο. Η ευτυχία και η γαλήνη που ένιωθε την έκαναν ακόμα πιο όμορφη. Η μητέρα του Αλί, ενώ της έβγαζε φωτογραφίες και χτυπούσε ξύλο, της είπε:
   "Φτου, να μη σε ματιάσω! Ο Αλί δεν είναι μαζί μας, αλλά τουλάχιστο θα σ' έχει να σε βλέπει στις φωτογραφίες". 
   Ίσως ήταν ο πρώτος αρραβώνας χωρίς γαμπρό στο σπίτι... Αλλά η νύφη ήταν πολύ ευτυχισμένη, θαρρείς της ήταν αδιάφορο αν ο αρραβωνιστικός της ήταν ή δεν ήταν εκεί. Σημασία είχε που παντρευόταν τον Αλί, ήταν δεν ήταν εκείνος δίπλα της, τι άλλαζε; Είναι λοιπόν κάτι τόσο απλό η ευτυχία, αφού μπορεί κανείς να είναι καλά και σ' έναν αρραβώνα χωρίς γαμπρό. Η Νιλουφέρ όλο γελούσε. Η ζωή την αγαπούσε. Η θεία τής έλεγε:
   "Οι καλοί γίνονται τυχεροί".
   Η μαμά της:
   "Ο Θεός να της δώσει τύχη γυναίκας άσχημης, οι όμορφες είναι άτυχες", έλεγε σκουπίζοντας τα μάτια της.
   Και χτύπησε ξύλο με το χέρι της και τράβηξε το αυτί της... [...]

Καλώς σας βρήκα, κυρία Νιλουφέρ
   Η Νιλουφέρ, σ' αυτή την ηλικία, ξέρει ήδη ότι δεν πρόκειται ποτέ στην υπόλοιπη ζωή της να ξεχάσει ορισμένες από τις σκηνές που ζει. Επειδή σκηνές σαν αυτές είναι ανεπανάληπτες. Δεν ξέρει πόσες θα είναι οι σκηνές που θα θυμάται πάντα, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσει στη ζωή της τη συνάντησή της με τον Αλί, πέντε μήνες μετά τον αρραβώνα.
   "Πήγαινε κι εσύ στο σταθμό να τον συναντήσεις", της είπε ο πατέρας της.
   Η μητέρα ανασηκώθηκε κι έκανε ένα νόημα σαν να έλεγε: "Όχι, δεν γίνεται".
   "Γίνεται, γίνεται", είπε ο πατέρας...
   "Θα πάει και η μητέρα του Αλί, σίγουρα θα πάει και η θεία του".
   Η Νιλουφέρ στην αρχή άκουγε... Στην πραγματικότητα, πήγαινε δεν πήγαινε στο σταθμό, δεν είχε καμιά σημασία... Όπως ακριβώς και η απουσία του Αλί από τον αρραβώνα... Τη Νιλουφέρ την ενδιέφερε, περισσότερο από την παρουσία του δίπλα της, η ύπαρξή του... Στη γη ζούσε κάποιος που τον λέγανε Αλί, κι αυτός ο Αλί ήθελε τη Νιλουφέρ, τελικά θα έφτανε η στιγμή που θα μπορούσαν να μείνουν μαζί... Τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό από αυτό.
   Το τραίνο πλησίαζε αγκομαχώντας. Η Νιλουφέρ είχε τρυπήσει τη χούφτα της με τα νύχια της και πονούσε. Τι θα έκανε όταν τον έβλεπε, τι θα του έλεγε, θα του έσφιγγε το χέρι, θα του φιλούσε τα μάγουλα;
   "Καλώς ήρθατε, Αλί μπέη..."
   Είχε κάνει την προετοιμασία της κι αυτό ακριβώς είπε η Νιλουφέρ στον Αλί... 
   "Καλώς ήρθατε, Αλί μπέη..."
   Η μαμά και η θεία είχαν μείνει μέσα στο σταθμό. Η Νιλουφέρ περίμενε τον Αλί στην πλατφόρμα. Ο Αλί φάνηκε στην πόρτα του τραίνου. Ο Αλί κατέβηκε από το τραίνο με το καπέλο του, το μακρύ παλτό του, τα απίστευτα όμορφα πράσινα μάτια του και το χαμόγελο στα χείλη του.
   "Καλώς ήρθατε, Αλί μπέη..."
   "Καλώς σας βρήκα", είπε ο Αλί... Έσφιξε, έσφιξε το χέρι της Νιλουφέρ και δεν το άφησε... Έβαλε το άλλο χέρι του πάνω στο χέρι που έσφιγγε. Κοίταξε τη Νιλουφέρ στα μάτια, και πάλι:
   "Καλώς σας βρήκα, κυρία Νιλουφέρ", της είπε.
   Τα γόνατα της Νιλουφέρ έτρεμαν, κάτι είχε μείνει σκαλωμένο στο λαιμό της, είχε φύγει το χρώμα από τα μάγουλά της, το δέρμα της ήταν κατακίτρινο, τα δάκρυα ήταν έτοιμα να τρέξουν από τα μάτια της. Τα δάκρυα δεν πρέπει να τρέξουν, έλεγε μέσα της. Δεν ήθελε να κλάψει, πίστευε ότι, αν έκλαιγε, θα ξέπεφτε στα μάτια του, θα γινόταν μια γυναικούλα. Ήταν σίγουρη ότι ακόμα κι έτσι όπως ήταν, ήταν πολύ αστεία. Να που ο Αλί την αποκαλούσε κυρία Νιλουφέρ, δηλαδή την κορόιδευε. Κάποια στιγμή σκέφθηκε να γυρίσει την πλάτη της και να το βάλει στα πόδια, έπειτα, μα είμαι η αρραβωνιαστικιά του, είπε μέσα της.
   Ναι, ναι... Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος που της προκαλούσε αναστάτωση.
   Σίγουρα αυτά δεν ήταν αποτελέσματα της σιγουριάς που ένιωθε για την ομορφιά της, αλλά της έλλειψης εμπιστοσύνης για τον εαυτό της. Αυτός ήταν κι ο λόγος που νόμιζε ότι δεν της άξιζε να πραγματοποιούνται όλες της οι επιθυμίες, σκεφτόταν ότι ακριβώς επειδή οι επιθυμίες της πραγματοποιούνταν εύκολα, το ίδιο εύκολα θα χάνονταν κιόλας. Φοβόταν. Τα όμορφα πράγματα φεύγουν όπως έρχονται. Τι έπρεπε άραγε να κάνει για να μη φύγουν έτσι εύκολα;
   Η Νιλουφέρ ξαφνικά ένιωσε δυνατή, πλησίασε και φίλησε στο μάγουλο τον Αλί. Ο Αλί την έπιασε από τους ώμους, την κράτησε σφιχτά, την κοίταξε βαθιά στα μάτια, έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο.
   "Αγόρι μου, ψυχή μου, καλώς ήρθες, για να σε δω, αχ, νομίζω ότι αδυνάτισες, πόσο, μα πόσο σ' έχω αποθυμήσει..."
   Η Νιλουφέρ ευγνωμονούσε αυτή τη φωνή...  Δεν θύμωσε καθόλου όταν άκουσε αυτή τη φωνή, τη φωνή που της χάλασε την πιο αξέχαστη, την πιο ωραία σκηνή της ζωής της. Εκείνη έτσι κι αλλιώς δεν θα την ξεχνούσε αυτή τη σκηνή. Βρισκόταν σε τόσο δύσκολη θέση, ήταν τόσο ξαφνιασμένη, τόσο ιδρωμένη και τόσο πολύ δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει, ώστε δε νευρίασε καθόλου που τελείωσε αυτή η σκηνή, που ίσως ήταν η πιο αξέχαστη σκηνή της ζωής της, αυτό ήταν... Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της, κι έπιασε το μπράτσο της θείας της.
   Στο αυτοκίνητο ο Αλί κάθισε μπροστά, οι τρεις γυναίκες πίσω. Η Νιλουφέρ κοίταζε το προφίλ του Αλί. Ο Αλί στράφηκε στη Νιλουφέρ.
   "Προσπάθησα να σας τηλεφωνήσω, δεν μπορούσαν να μας συνδέσουν, το βράδυ της δεύτερης μέρας βαρέθηκα", είπε.
   "Όταν πήραμε εμείς, οι γραμμές, φαίνεται, ήταν άδειες, μας συνέδεσαν την ίδια μέρα το βράδυ", είπε η θεία.
   "Τα τηλέφωνα είναι σε κακή κατάσταση, αλλά δεν θα χρειάζεται πια να μιλάμε στο τηλέφωνο, έτσι δεν είναι, Νιλουφέρ;" είπε ο Αλί... Η Νιλουφέρ κοκκίνησε...
   "Εμάς δεν θα μας παίρνεις, παιδί μου;" ρώτησε η μητέρα του. 
   Το βράδυ στο φαγητό διασκέδασαν πολύ. Η μητέρα της Νιλουφέρ έβαλε τα δυνατά της. Ο Αλί έφαγε τόσο πολλούς λαδερούς ντολμάδες, που η μητέρα του στο τέλος άφησε τη ζήλεια της να εκδηλωθεί.
   "Πρώτη φορά βλέπω τον γιο μου να τρώει έτσι", είπε πικαρισμένη.
   "Από την ευτυχία", είπε ο Αλί λίγο συνεσταλμένα.
   Ο πατέρας της Νιλουφέρ έπαιξε το ούτι του... Ο αδελφός της, ο Τουργκούτ, σηκώθηκε από το τραπέζι και χόρεψε έναν παράξενο χορό. Δεν έμοιαζε με κανένα χορό... Ούτε ανήκε σε κάποιο είδος μουσικής, ούτε σε κάποια χώρα...
   Ο πατέρας σήκωσε το ποτήρι στη μνήμη του πατέρα του Αλί. Ο πατέρας του Αλί ήταν θύμα κάποιου πολέμου. Για λίγο βυθίστηκαν όλοι στη θλίψη. Η Νιλουφέρ κοίταξε τη μητέρα της...
   Τότε κατάλαβε ότι για τη μητέρα της ούτε οι ζωντανοί, ούτε κι όσα ζούσαν οι άλλοι είχαν καμιά σημασία. Αυτό που ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή τη μητέρα της δεν ήταν η ευτυχία της Νιλουφέρ, αλλά η δυστυχία που μόνιμα βίωνε η ίδια. Αυτό που ενδιέφερε τη μητέρα της ήταν η απουσία των άλλων παιδιών της. Η μητέρα της σκεφτόταν πάντα τα νεκρά παιδιά της και λυπόταν μόνο για τον εαυτό της.
   Η Νιλουφέρ ανατρίχιασε, αν ήταν κι εκείνη ανάμεσα στα νεκρά παιδιά, τώρα η μητέρα της θα την αγαπούσε κι εκείνη πολύ, θα τη σκεφτόταν συνέχεια.
   Ευτυχώς που δεν πέθανα, σκέφτηκε, κοίταξε τον Αλί με αγάπη πολλή ώρα και χωρίς να ντρέπεται καθόλου. [...]

Η Νιλουφέρ στο σταθμό
   Ο γάμος έγινε μια μέρα πριν από την αναχώρηση για το Βερολίνο. Ακολούθησε μια μικρή οικογενειακή γιορτή. Εκείνο το βράδυ η μητέρα της Νιλουφέρ έκλαιγε τόσο πολύ, ώστε η κοπέλα ήθελε η βραδιά του γάμου της να τελειώσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Έτσι αποφάσισε ν' αποχαιρετήσει αμέσως τη μητέρα της. Την κοίταζε, νόμιζε ότι η μητέρα της κινδύνευε να πνιγεί, και για λίγο ούτε το πρόσωπό της δεν ήθελε να βλέπει. Αποχαιρετίστηκαν... Η Νιλουφέρ αγκάλιασε σφιχτά τον πατέρα της, φίλησε βιαστικά τη μητέρα της. Την τελευταία νύχτα τους στην Ισταμπούλ θα την περνούσαν στο σπίτι της μητέρας του Αλί. 
   Όταν μπήκαν στο σπίτι, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Η Νιλουφέρ έκανε μερικά βήματα δεξιά κι αριστερά, έτσι όρθια όπως ήταν κουνιόταν μια εδώ και μια εκεί. Ο Αλί κρέμασε το παλτό της γυναίκας του και γύρισε πάλι κοντά της, η μητέρα του είπε στη Νιλουφέρ: 
   "Να σας φτιάξω καφέ;"
   "Σας παρακαλώ, μητερούλα, εγώ θα σας φτιάξω καφέ", είπε εκείνη.
   Κι ενώ οι δυο γυναίκες έριχναν γλυκά γλυκά η μια στην άλλη τις μπηχτές τους, ο Αλί είπε:
   "Αφήστε να σας κάνω εγώ τον καφέ, καθίστε εσείς, κουβεντιάστε".
   Η μητέρα είπε:
   "Όσο φτιάχνεις τον καφέ, εγώ θα σας ετοιμάζω το δωμάτιό σας".    
   Η Νιλουφέρ έγινε κατακόκκινη, ο Αλί, μ' ένα απροσδιόριστο χαμόγελο στο πρόσωπό του, έτρεξε να κρυφτεί στην κουζίνα. Η Νιλουφέρ με την ντροπή που ένιωθε στη σκέψη πως θα κοιμόταν με τον Αλί στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο κρεβάτι, δεν μπορούσε ούτε να προτείνει στην πεθερά της να τη βοηθήσει. Ακούς να φτιάξει τον καφέ ο Αλί, πού να το μάθαινε η μητέρα της...
   Όση ώρα έπιναν τον καφέ τους, κουβέντιασαν λίγο για το Βερολίνο.
   "Παιδιά, πάω για ύπνο, καληνύχτα", είπε η μητέρα.
   "Καληνύχτα", απάντησαν εκείνοι. Έπειτα κοιτάχτηκαν. Με μια ματιά του Αλί η καρδιά της Νιλουφέρ χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα. Δεν είχε μείνει ποτέ μόνη μαζί του. Όλο κι όλο τέσσερις πέντε φορές είχαν συναντηθεί. Άντε τώρα να μείνει μαζί του στο ίδιο δωμάτιο και να κοιμηθεί κιόλας μαζί του. Ντρεπόταν πολύ. Άρα δεν παύει κανείς να ντρέπεται ακόμα κι όταν παντρεύεται. Ο Αλί την πλησίασε και σαν να διάβαζε τις σκέψεις της: 
   "Αν θέλεις, εγώ κοιμάμαι εδώ, στην πολυθρόνα", της είπε.  
   "Όχι, να κοιμηθούμε μαζί", είπε η Νιλουφέρ.  
   Ξάπλωσαν, αγκαλιάστηκαν, κοιμήθηκαν μαζί. Μάλλον δεν μπόρεσαν να κοιμηθούν, αφού όλη τη νύχτα ο ένας αφουγκραζόταν την ανάσα του άλλου. 
   Η Νιλουφέρ σκέφτηκε τι θα έγραφε στο ημερολόγιό της. 
   "Κι επειδή αυτό που ήθελε περισσότερο από κάθε άλλο στη ζωή της είχε πραγματοποιηθεί, επειδή ο άντρας που αγαπούσε τρελά, αλλά δεν έλπιζε ποτέ ότι θ' αποκτήσει, την είχε στην αγκαλιά του και κοιμόταν τώρα μαζί της, η μικρή καρδιά της κοπέλας δεν άντεξε το βάρος, τη λαχτάρα, σταμάτησε..." 
   Το γράψιμο δεν μπορεί να εκφράσει όλα όσα νιώθει ο άνθρωπος, ο συγγραφέας δε μπορεί να εκφράσει ακριβώς τα ανθρώπινα συναισθήματα, σκέφτηκε η Νιλουφέρ κι αναστέναξε βαθιά. Ο Αλί της φίλησε το λαιμό. 
   Ο δρόμος τής φαινόταν τόσο μακρύς κι ατελείωτος, που η Νιλουφέρ νόμιζε ότι η ζωή της με τον Αλί θ' άρχιζε και θα τελείωνε σ' αυτό το τραίνο. Θα κρατούσαν μια ολόκληρη ζωή τα κουνήματα, τα τραντάγματα, τα τριξίματα, τα βογκητά, οι στάσεις, τα ξεκινήματα, οι ζέστες και οι παγωνιές, τα σφυρίγματα. Αλλά η Νιλουφέρ δεν διαμαρτυρόταν... 
   Ο Αλί:
   "Να ένας άνθρωπος σαν εμένα, να είσαι σίγουρη ότι κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα έκανα", της είπε σηκώνοντας το κεφάλι του από το περιοδικό που διάβαζε. 
   "Διάβασέ μου το", είπε η Νιλουφέρ... Ο Αλί άρχισε να διαβάζει:
   ""Απασχολεί όλο τον κόσμο το γεγονός ότι ο διάδοχος της Αγγλίας Εδουάρδος Η' εγκατέλειψε το θρόνο του για χάρη της ερωτικής του περιπέτειας και της αγαπημένης του". Θυμάσαι, η κυρία Σίμψον ήταν πέρυσι μαζί του, όταν ο Εδουάρδος επισκέφτηκε την Πόλη. Θυμάσαι πως όλοι είχαν ασχοληθεί μαζί της;" Ο Αλί συνεχίζει να διαβάζει: "Ο Εδουάρδος ήθελε να παντρευτεί αυτή την κυρία, αλλά ταυτόχρονα ο Εδουάρδος ήταν κι ο αρχηγός της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Η εκκλησία δεν του επέτρεψε ένα γάμο με μια γυναίκα από χαμηλότερο κοινωνικό στρώμα, παντρεμένη και χωρισμένη ήδη δυο φορές. Ο πρωθυπουργός κ. Μπάλντουιν είπε ότι, σύμφωνα με το έθιμο, η κυρία Σίμψον δεν μπορεί να παρευρεθεί στην τελετή της στέψης του Εδουάρδου. Ο βασιλιάς ζήτησε αναβολή της τελετής για ένα μήνα, πράγμα που δεν έγινε δεκτό. Όπως δεν θα γινόταν δεκτός και ο γάμος του με την κ. Σίμψον. Ο Εδουάρδος "συμμαχήσατε όλοι εναντίον μου, ώστε να με απομακρύνετε από την κυρία Σίμψον", είπε. Ο αποχαιρετιστήριος λόγος, που διάβασε από το ραδιόφωνο, ήταν πολύ συγκινητικός. Να τι είπε: "Σαράντα χρόνια προσπαθώ να εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου απέναντί σας, αλλά καταλαβαίνω ότι δεν θα μπορέσω να φέρω σε πέρας το βαρύ καθήκον που επωμίστηκα, αν δεν έχω κοντά μου τη γυναίκα που αγαπώ. Είμαι δυστυχισμένος. Ο αδελφός μου, με την ευτυχισμένη οικογένεια που μπόρεσε ν' αποκτήσει, μπορεί να κάνει κι εσάς περισσότερο ευτυχισμένους. Ο Θεός να προστατεύει τον Βασιλιά". Ο Εδουάρδος εκείνο το βράδυ έφυγε κι από το ανάκτορο κι από το Λονδίνο. Πολλοί τώρα τον θεωρούν ήρωα μοναδικό και τον θαυμάζουν, επειδή για χάρη μιας γυναίκας εγκατέλειψε το θρόνο της μεγάλης αυτοκρατορίας"". Ο Αλί σταμάτησε το διάβασμα. Η Νιλουφέρ ήταν αναστατωμένη.
    "Σίγουρα υπάρχουν κι αυτοί που θεωρούν πολύ ανόητη την παραίτησή του από το θρόνο για μια γυναίκα. Τι υπέροχη ιστορία, σαν παραμύθι, πού να βρίσκονται άραγε τώρα;" αναρωτήθηκε. 
   "Στην πρώτη μετά την παραίτηση του διαδόχου συνάντησή τους, η γυναίκα δεν μπορούσε ν' αρθρώσει λέξη, αγκάλιασε τον πρίγκιπα κι έκλαιγε με λυγμούς", είπε ο Αλί. 
   "Αλλά και πόσο μεγάλη η ευθύνη της γυναίκας, για χάρη της κάποιος να παραιτείται από το θρόνο, άραγε πώς θα του συμπεριφέρεται;" είπε η Νιλουφέρ. 
   "Μην ανησυχείς και δεν θα υπάρχει πρόβλημα, γιατί ο άνθρωπος που έκανε κάτι τέτοιο μάλλον δεν θα της πετάει στα μούτρα κάθε τόσο ότι για χάρη της άφησε το θρόνο του..." Γέλασαν κι οι δυο.
   "Ναι, το πιστεύω, κι εσύ κάτι ανάλογο θα έκανες για μένα", είπε η Νιλουφέρ.    
   Όταν πάτησε το πόδι της στο σταθμό του Βερολίνου, η Νιλουφέρ ανατρίχιασε ευτυχισμένη.
   "Οι σταθμοί των τραίνων νομίζω πως έχουν πολύ σημαντική θέση στη ζωή μου", είπε με φωνή που δεν μπόρεσε ν' ακούσει ο Αλί.
   Έδωσαν τις αποσκευές τους στον αχθοφόρο. Η Νιλουφέρ ήταν πολύ ευτυχισμένη και καθόλου ανήσυχη, κι ούτε παραξενεύτηκε όταν άκουσε τον Αλί να μιλάει γερμανικά, κατάλαβε μόνο ότι δεν είχε καμιά σημασία αν βρίσκονταν στην Ισταμπούλ ή στο Βερολίνο ή οπουδήποτε αλλού. Σημαντικό για τη Νιλουφέρ ήταν να νιώθει καλά, το κρύο, η ζέστη, ο θόρυβος, η σιωπή, η φτώχεια, τα πλούτη δε σήμαιναν τίποτα. Το μυστικό της ευτυχίας ήταν να νιώθει καλά, κι εκείνη τη στιγμή, στο σταθμό του Βερολίνου, η Νιλουφέρ ένιωθε πάρα πολύ καλά. Ίσως να ζούσε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής της.
      

Ντουιγκού Ασένα, Ο έρωτας ήταν στον καθρέφτη, (μετφ. Στέλλα Βρετού - Σοφιανίδου), εκδ. Ωκεανίδα

Δεν υπάρχουν σχόλια: