Φεβρουάριος - Μάρτιος 1653
Η Κατερίνα πέθαινε. Στο γλαυκό φως της αυγής, στο σιωπηλό δωμάτιο, η
ανάσα της ήταν πια ένας αργός επιθανάτιος ρόγχος που μόλις ακουγόταν και
γινόταν για λίγο συριγμός ανάμεσα στα σφιγμένα χείλη της. Παρ' όλο το
κρύο, οι κουρτίνες του κρεβατιού παρέμεναν τραβηγμένες και τις καρδιές
όσων έρχονταν να βοηθήσουν στον μεγάλο αποχαιρετισμό βάρυνε η σκέψη
αυτού του προαναγγελθέντος θανάτου. Η Κατερίνα είχε περάσει ένα χειμώνα
με πυρετούς και βήχα. Ένα βήχα που όλο και συχνότερα συνοδευόταν από
αίμα. Το σώμα της νεαρής κοπέλας, που μόλις λίγους μήνες πριν άνθιζε και
μέστωνε η γερή της σάρκα, διαγραφόταν τώρα ισχνό κάτω από τις
κουβέρτες. Η επιδερμίδα της, λευκή και ροδαλή άλλοτε, είχε παραδώσει τη
διαφάνειά της σ' ένα θαμπό και αδιαπέραστο πέπλο, όμοιο μ' εκείνο του
λίπους. Πάνω της ξεπρόβαλλαν λεπτές φλέβες που είχαν χάσει τον παλμό
τους. Μόνο τα ζυγωματικά της χρωματίζονταν από ένα αφύσικο, σχεδόν ζωηρό
κοκκίνισμα, σαν να είχε δραπετεύσει εκεί, ψηλά στα μάγουλά της η
τελευταία σπίθα ζωής, η τελευταία
προσπάθεια αντίστασης. Τα μαλλιά της μουσκεμένα από το νυχτερινό ιδρώτα
με τις απαλές κοτσίδες λυμένες, έπεφταν τούφες - τούφες πάνω στα λευκά
μαξιλάρια.
Ο πατήρ Φαμπρίς της είχε δώσει την τελευταία μετάληψη. Μαζί με τον Τζιοβάνι Μπατίστα και το γιο του Φραντσέσκο βρίσκονταν
στο βάθος του δωματίου. Από την πόρτα κοιτούσαν αμίλητες οι υπηρέτριες.
Σκυμμένη πάνω από την κόρη της, γεμάτη αγωνία, η Ζανέτα έπνιγε τα
δάκρυά της. Ήξερε καλά ότι ο θάνατος είναι ο αχώριστος σύντροφος της
ζωής, ο αιώνιος φύλακας και το τρομερό φάντασμα, η τελευταία πράξη. Γνώριζε ακόμη, ότι μαζί με τον ερχομό ενός παιδιού στο φως της ζωής,
έρχεται και ο κίνδυνος, για κάθε μητέρα, να το συνοδεύσει στην
τελευταία του κατοικία. Όμως η σκέψη του θανάτου της Κατερίνας της
προκαλούσε απόγνωση, λύπη χωρίς παρηγοριά, την πλήγωνε βαθιά. Ένιωθε ότι
ένα μαχαίρι τρυπούσε την κοιλιά της και έψαχνε το σημείο που πιάστηκε
και σχηματίστηκε η κόρη της. Η Ζανέτα είχε ήδη χάσει ένα γιο, τον μικρό
Μπαλτασάρε. Η αγκαλιά της πονούσε ακόμη απ' την ανάμνηση του τρυφερού
κορμιού του, σαν ένα μπουμπούκι που δεν πρόλαβε ν' ανοίξει. Ο θάνατος
τον είχε αγγίξει ελαφρύς και είχε διατηρήσει τη γλυκιά όψη ενός μωρού
που κοιμάται.
Καθώς τον αποχωριζόταν
για πάντα, εκείνο το βροχερό πρωινό με την απαλή ζέστη και τα αρώματα
της άνοιξης, η Ζανέτα αναρωτήθηκε μήπως αυτός ο θάνατος ήταν καρπός της
Θείας Δίκης. Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν ένα σημάδι, μια οργισμένη
προειδοποίηση του Κυρίου. Εκείνη και ο Τζιοβάνι Μπατίστα δεν είχαν
ευλογήσει την ένωσή τους και ίσως αυτός ήταν ο λόγος που οι κεραυνοί του
ουρανού χτυπούσαν τη γενιά τους. Το είχε συζητήσει με τον πατέρα
Φαμπρίς, ο οποίος την επέπληξε αυστηρά. Της συνέστησε να μην αφήνει να
τη βασανίζουν τέτοιες σκέψεις, που γεννούσαν η θλίψη και η παραζάλη του
πόνου. Αντί να προσπαθεί να φανταστεί τις βουλές του Κυρίου, όφειλε να
βρει την αναγκαία δύναμη για να αντέξει αυτό το πένθος. Με καρτερία και
ταπεινότητα, τις πιο πολύτιμες αρετές κάθε καλής χριστιανής.