Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

[ Η ΑΤΑΚΤΗ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΑ ] - Δ' ΜΕΡΟΣ

  
   "Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;" ρώτησε η Φλόρα σμίγοντας τα φρύδια.
   "Φίλοι", απάντησε ο πρώτος γραμματέας. "Θα σας οδηγήσουν με κάθε διακριτικότητα στο πλοίο σας. Παρακαλώ", πρόσθεσε απλώνοντάς της το χέρι. 
   Δεν χρειαζόταν τη βοήθειά του για να πηδήσει στο καινούργιο εκείνο πλεούμενο. Μόνο όταν ξαναβρήκε την ισορροπία της, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι δύο μαυροντυμένοι κούνησαν τα κεφάλια τους προς το γραμματέα. Τα πρόσωπα κάτω από τα δερμάτινα κασκέτα δεν ήταν πρόσωπα ανθρώπων του Θεού. Τα μάγουλα του ενός ήταν φαγωμένα από την ευλογιά και τα ρουφηγμένα χαρακτηριστικά του άλλου θύμιζαν πεθαμένο.
   Η Φλόρα έγινε άσπρη σαν χαρτί. Ανατρίχιασε. Οι δύο άντρες την πλησίασαν. Τα γόνατά της λύγισαν και κόντεψε να πέσει, πρόλαβε όμως να πιαστεί απ' το κατάρτι.
   "Τι θέλετε από μένα;"
   "Το καλό σου, κυρά μου, θέλουμε το καλό σου", είπε ο βλογιοκομμένος τραβώντας ένα κυρτό μαχαίρι.
   Η πρώτη της σκέψη ήταν πως ήθελαν να της πάρουν το χρυσάφι και αντέδρασε ακαριαία. Όχι, κανείς δεν θα της άρπαζε το θησαυρό της! Την είχε προβλέψει αυτή την πιθανότητα. Άνοιξε το σάκο της κι έβγαλε ένα ισπανικό εγχειρίδιο με φιλντισένια λαβή, που είχε κλέψει από την αίθουσα των όπλων του παλάτσο τέσσερις μήνες πριν.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

[ Η ΑΤΑΚΤΗ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΑ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

   Τρεκλίζοντας και παραπατώντας, κατάφερε να τη φτάσει. Η Φλόρα ένιωσε πίσω της τη μεθυσμένη ανάσα του κι έκανε μεταβολή.
   "Τι θέλετε;"
   "Να σας συγχαρώ, ευγενεστάτη δέσποινα".
   Η Φλόρα έκανε ένα "πφφ" που έλεγε πολλά για το ενδιαφέρον που μπορούσε να της προκαλέσει ο φουκαράς με το λιγδιασμένο γένι και το γκρίζο, λιωμένο πανωφόρι. Από τη μυρωδιά του η Φλόρα υποψιάστηκε πως έμενε στα ανατολικά του Καναρέτζιο, στις εργατικές φτωχογειτονιές. Εκεί, κοντά στις ξύλινες αποθήκες και τους τούβλινους φούρνους, ήταν συγκεντρωμένα όλα τα αποβράσματα της Βενετίας. Φυσικά, δεν είχε πάει ποτέ, φανταζόταν όμως πως εκεί φτωχοί και μαχαιροβγάλτες παραδίνονταν σε όργια.
   Το αποκρουστικό ανθρωπάκι φύσηξε τη μύτη του πιάνοντάς τη με τον αντίχειρα και το δείκτη, ρεύτηκε και συνέχισε:
   "Ευγενεστάτη δέσποινα, τους δώσατε και κατάλαβαν... οι ψωριάρηδες..."
   "Εσύ κι αν είσαι ψωριάρης", είπε μέσα της η παιδαγωγός, που άρχιζε να εκνευρίζεται. Είχε βγει για να μαζέψει πληροφορίες σχετικά με τη μυστηριώδη γόνδολα κι αυτό που είχε μαζέψει τελικά ήταν ένας μεθύστακας στο κατόπι της. Δεν το 'χε σε τίποτα να τον πετάξει στο κανάλι έτσι και συνέχιζε να την ενοχλεί.

   Αλλά η νύχτα δεν ευνοούσε τέτοια σχέδια. Το δυνατό φεγγαρόφωτο -είχε πανσέληνο- έπεφτε στα μαύρα νερά και διέγραφε καθαρά τα σχήματα των κτιρίων και των γεφυριών. Παρ' όλα αυτά, η Φλόρα ήταν αποφασισμένη να δράσει. Η ιδέα της την έκανε να νιώθει κάποια ηδονή. Και ο Θεός θα της το χρωστούσε χάρη αν έστελνε αυτό το παράσιτο στην Κόλαση.
   "Ξέρετε, ο κόσμος του Σαν Μπαρνάμπα δεν με συμπαθεί. Με βλέπουν σαν σκυλί από τότε που ζω κάτω από τη γέφυρα της εκκλησίας".

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

[ Η ΑΤΑΚΤΗ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΑ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Η Τσετσίλια, με στητό το κεφάλι, ελευθερώθηκε από το χέρι της παιδαγωγού, μόλις βρέθηκαν στον πρόναο, και την προκάλεσε προχωρώντας λίγα βήματα μπροστά της.
   "Έλα κοντά μου!"
   Η παιδαγωγός μιλούσε στον αέρα. Κάτω από το ζεστό ήλιο η Τσετσίλια αισθανόταν ελεύθερη. Από τη σκιά μιας βεράντας, η Μπεατρίτσε Κορνάρο Κονταρίνι την παρακολουθούσε. Δίπλα της, ένας άντρας ντυμένος με μαύρο βελούδο έτριβε με το χέρι του την ασημένια λαβή ενός στιλέτου περασμένου στη ζώνη του.   
   "Νομίζω πως κάναμε τη σωστή εκλογή", είπε η Μπεατρίτσε.
   "Θα δούμε", απάντησε ο άντρας. "Δεν πρέπει να μας τα χαλάσει η παιδαγωγός".
   "Αυτή η μάγισσα τα 'φαγε τα ψωμιά της", δήλωσε η Μπεατρίτσε μ' ένα μοχθηρό χαμόγελο. Αμέσως μετά έσμιξε τα φρύδια.
   Στο οπτικό πεδίο της είχαν μπει οι δυο αρκεβουζιοφόροι και, βλέποντάς τους να τρώνε με τα μάτια την ωραία Μπάφο, η Μπεατρίτσε κατάλαβε γιατί η Φλόρα φαινόταν έξαλλη. Έξω από την εκκλησία ντε Φράρι η μάγισσα χτυπιόταν σχεδόν, κατσάδιαζε την Τσετσίλια, προσπαθούσε να μην τη χάσει από κοντά της. Άδικα όμως, ο άνεμος δεν φυλακίζεται.
   "Θα το πληρώσεις πολύ ακριβά το θράσος σου!"

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

[ Η ΑΤΑΚΤΗ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΑ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

  
   Η νύχτα απλωνόταν πάνω από το κανάλι με τα δύσοσμα γαλαζοπράσινα νερά. Ο ουρανός αργόσβηνε εκείνο το σούρουπο της 16ης Ιουλίου 1535, πιτσιλώντας με αίμα τις επιβλητικές προσόψεις της Σάντα Μαρία ντελά Καριτά και του παλάτσο Κονταρίνι ντέι Σκρίνι. Η συνοικία του Ντορσοντούρο θα έπεφτε όπως πάντα ήσυχα για ύπνο, μακριά από τη φασαρία και τις ακολασίες του Ριάλτο.
   Η Φλόρα ευχαρίστησε τον Άγιο Πέτρο, τον αγαπημένο της προστάτη, που την είχε οδηγήσει πριν από δέκα χρόνια σε τούτη τη μεριά της Βενετίας. Βέβαια, το παλάτσο όπου είχε πιάσει δουλειά δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τα μέγαρα του Μεγάλου Καναλιού. Ήταν ένα ταπεινό αν και αριστοκρατικό κτίριο με δύο μόνο ορόφους. Από τα ψηλά γοτθικά μπαλκόνια του με τις κροσσωτές μαρμάρινες ροζέτες μπορούσε κανείς να βλέπει χωρίς να φαίνεται τη φασαριόζικη φτωχολογιά που πλημμύριζε απ' τα χαράματα τις όχθες του καναλιού Σαν Μπαρνάμπα. Της Φλόρας της άρεσε να κρυφοκοιτάζει τον κοσμάκη, τις "κατσαρίδες", όπως τους έλεγε, που γυρόφερναν ολημερίς τις κατοικίες των ευγενών προσπαθώντας με κάθε τρόπο να σουφρώσουν τίποτα χάλκινα σόλδια.
   Η Φλόρα κατσούφιασε. Το βλέμμα της ταξίδεψε με αποστροφή πάνω από τις ακίνητες βάρκες, πριν σταματήσει στη γόνδολα. Την είχε προσέξει πριν από ένα μήνα. Δεν ήταν μια συνηθισμένη γόνδολα. Η τιμονιέρα της είχε επένδυση από ασημένια ελάσματα και κουρτίνες που δεν άφηναν να δεις το εσωτερικό της. Η Φλόρα δεν την είχε δει ποτέ να πλευρίζει. Τη μια μέρα βρισκόταν εκεί, για να χαθεί τη νύχτα και να εμφανιστεί πάλι την επομένη. Τίνος να ήταν;
   Γύρω υπήρχαν κι άλλα μικρά παλάτσι και η Φλόρα γνώριζε όλους τους ενοίκους τους, όπως και τα πλοιάριά τους. Αυτή η γόνδολα δεν ανήκε στο στολίσκο του Ντορσοντούρο. Έμοιαζε με τις γόνδολες που χρησιμοποιούσε η υψηλή αριστοκρατία της Βενετίας. Σ' αυτή τη σκέψη η Φλόρα αναρίγησε. Ο νους της πήγε στα μέλη του Συμβουλίου των Δέκα, στους εκλεκτούς του Μεγάλου Συμβουλίου. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν σπιούνους παντού και δεν δίσταζαν να οδηγούν στη δικαιοσύνη όποιον τους φαινόταν ύποπτος. Οι υγρές και σκοτεινές φυλακές της πόλης ήταν γεμάτες αθώους.
   Η Φλόρα θυμήθηκε ότι δεν ήταν Βενετσιάνα. Γενοβέζικης καταγωγής, είχε υπηρετήσει σε μια οικογένεια στη Φλωρεντία, πριν βρεθεί στη λιμνοθάλασσα, εφοδιασμένη με συστάσεις από τον καρδινάλιο Πιζάνι. Γενοβέζα! Δηλαδή σχεδόν εχθρός για τα μυαλά των ανθρώπων εδώ -ένα πραγματικό κουσούρι που το έκρυβε κάτω από ένα μεγάλο ψέμα. "Είμαι από τη Φλωρεντία", έλεγε σε όποιον τη ρωτούσε. Το δράμα της ήταν ότι δεν είχε ευγενική καταγωγή. Έτρεφε φοβερή πικρία απέναντι στον Θεό, γι' αυτό και αρρώσταινε απ' τη ζήλια της όταν συναντούσε στη λειτουργία τις μεγάλες κυρίες.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

[ ΈΝΑ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

Βενετία  
Φεβρουάριος - Μάρτιος 1653
   Η Κατερίνα πέθαινε. Στο γλαυκό φως της αυγής, στο σιωπηλό δωμάτιο, η ανάσα της ήταν πια ένας αργός επιθανάτιος ρόγχος που μόλις ακουγόταν και γινόταν για λίγο συριγμός ανάμεσα στα σφιγμένα χείλη της. Παρ' όλο το κρύο, οι κουρτίνες του κρεβατιού παρέμεναν τραβηγμένες και τις καρδιές όσων έρχονταν να βοηθήσουν στον μεγάλο αποχαιρετισμό βάρυνε η σκέψη αυτού του προαναγγελθέντος θανάτου. Η Κατερίνα είχε περάσει ένα χειμώνα με πυρετούς και βήχα. Ένα βήχα που όλο και συχνότερα συνοδευόταν από αίμα. Το σώμα της νεαρής κοπέλας, που μόλις λίγους μήνες πριν άνθιζε και μέστωνε η γερή της σάρκα, διαγραφόταν τώρα ισχνό κάτω από τις κουβέρτες. Η επιδερμίδα της, λευκή και ροδαλή άλλοτε, είχε παραδώσει τη διαφάνειά της σ' ένα θαμπό και αδιαπέραστο πέπλο, όμοιο μ' εκείνο του λίπους. Πάνω της ξεπρόβαλλαν λεπτές φλέβες που είχαν χάσει τον παλμό τους. Μόνο τα ζυγωματικά της χρωματίζονταν από ένα αφύσικο, σχεδόν ζωηρό κοκκίνισμα, σαν να είχε δραπετεύσει εκεί, ψηλά στα μάγουλά της η τελευταία σπίθα ζωής, η τελευταία προσπάθεια αντίστασης. Τα μαλλιά της μουσκεμένα από το νυχτερινό ιδρώτα με τις απαλές κοτσίδες λυμένες, έπεφταν τούφες - τούφες πάνω στα λευκά μαξιλάρια.      
   Ο πατήρ Φαμπρίς της είχε δώσει την τελευταία μετάληψη. Μαζί με τον Τζιοβάνι Μπατίστα και το γιο του Φραντσέσκο βρίσκονταν στο βάθος του δωματίου. Από την πόρτα κοιτούσαν αμίλητες οι υπηρέτριες. Σκυμμένη πάνω από την κόρη της, γεμάτη αγωνία, η Ζανέτα έπνιγε τα δάκρυά της. Ήξερε καλά ότι ο θάνατος είναι ο αχώριστος σύντροφος της ζωής, ο αιώνιος φύλακας και το τρομερό φάντασμα, η τελευταία πράξη. Γνώριζε ακόμη, ότι μαζί με τον ερχομό ενός παιδιού στο φως της ζωής, έρχεται και ο κίνδυνος, για κάθε μητέρα, να το συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία. Όμως η σκέψη του θανάτου της Κατερίνας της προκαλούσε απόγνωση, λύπη χωρίς παρηγοριά, την πλήγωνε βαθιά. Ένιωθε ότι ένα μαχαίρι τρυπούσε την κοιλιά της και έψαχνε το σημείο που πιάστηκε και σχηματίστηκε η κόρη της. Η Ζανέτα είχε ήδη χάσει ένα γιο, τον μικρό Μπαλτασάρε. Η αγκαλιά της πονούσε ακόμη απ' την ανάμνηση του τρυφερού κορμιού του, σαν ένα μπουμπούκι που δεν πρόλαβε ν' ανοίξει. Ο θάνατος τον είχε αγγίξει ελαφρύς και είχε διατηρήσει τη γλυκιά όψη ενός μωρού που κοιμάται.
   Καθώς τον αποχωριζόταν για πάντα, εκείνο το βροχερό πρωινό με την απαλή ζέστη και τα αρώματα της άνοιξης, η Ζανέτα αναρωτήθηκε μήπως αυτός ο θάνατος ήταν καρπός της Θείας Δίκης. Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν ένα σημάδι, μια οργισμένη προειδοποίηση του Κυρίου. Εκείνη και ο Τζιοβάνι Μπατίστα δεν είχαν ευλογήσει την ένωσή τους και ίσως αυτός ήταν ο λόγος που οι κεραυνοί του ουρανού χτυπούσαν τη γενιά τους. Το είχε συζητήσει με τον πατέρα Φαμπρίς, ο οποίος την επέπληξε αυστηρά. Της συνέστησε να μην αφήνει να τη βασανίζουν τέτοιες σκέψεις, που γεννούσαν η θλίψη και η παραζάλη του πόνου. Αντί να προσπαθεί να φανταστεί τις βουλές του Κυρίου, όφειλε να βρει την αναγκαία δύναμη για να αντέξει αυτό το πένθος. Με καρτερία και ταπεινότητα, τις πιο πολύτιμες αρετές κάθε καλής χριστιανής.