Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

[ ΈΝΑ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

   Βενετία 
Σεπτέμβριος του 1652
   Έκλεισε τα μάτια, θαμπωμένη από το φως που αντανακλούσε βίαια πάνω στη λευκότητα της πέτρας της Ίστριας. Έβγαινε από το μισοσκόταδο της σκιάς μέσα στην εκκλησία και η αυθάδικη λάμψη εκείνης της καλοκαιρινής μέρας τής πλήγωνε το βλέμμα. Η Έλενα έμεινε ακίνητη, με τα βλέφαρα ακόμη χαμηλωμένα και τα χέρια σταυρωμένα μπροστά της, όρθια στη μέση της κεντρικής πύλης, ενώ η αδελφή της η Κατερίνα τάχυνε το βήμα της προς το πλήθος που έδινε ζωή στην πλατεία. Η Κατερίνα είχε επιμείνει πολύ για να έρθουν στη λειτουργία της Αγίας Μαρίας της Κεχαριτωμένης, αντί να πάνε στην εκκλησία του Αγίου Λουκά που ήταν η ενορία τους. Το αίσθημα που υποκινούσε αυτή την επιλογή -αυτή την ιδιοτροπία- ήταν η επιθυμία της για λίγη διασκέδαση. Άλλωστε, δεν υπήρχε ούτε μια μέρα στην πλατεία της Αγίας Μαρίας της Κεχαριτωμένης, με το θορυβώδες της πλήθος, που να μην προσφέρει κάτι καινούργιο και διασκεδαστικό.
   Οι ελπίδες της Κατερίνας δε διαψεύσθηκαν. Εκείνο το λαμπερό πρωινό του Σεπτέμβρη οι πλύστρες που μαζεύονταν γύρω από τα δύο πηγάδια, οι πιτσιρικάδες βοηθοί των Αρμενίων εμπόρων που πηγαινοέρχονταν στα μαγαζιά τους, οι μανάβηδες που επιδείκνυαν τα εμπορεύματά τους, ακόμα και οι γυναίκες που πουλούσαν το γάλα και με προσοχή έχυναν το κάτασπρο περιεχόμενο από τις στάμνες τους, όλοι δεν έχαναν από τα μάτια τους τη γωνιά που ήταν ξαπλωμένη η αρκούδα.
   Το θηρίο μαζεμένο δίπλα στον αρκουδιάρη ξαναποκτούσε αργά αργά τις δυνάμεις του μετά την πάλη του περασμένου απογεύματος. Ο αρκουδιάρης είχε δεχθεί την πρόκληση δέκα σκυλιών, που γάβγιζαν λυσσασμένα ενάντια στο άγριο ζώο περισσότερο από μια ώρα. Μολονότι ήταν αλυσοδεμένη σ' ένα χοντρό πάσσαλο, η αρκούδα κατάφερνε να αμυνθεί. Άρπαζε στα δόντια της μερικούς από τους αντιπάλους της, αλλά κάθε φορά αυτοί που είχαν βάλει το στοίχημα, την ανάγκαζαν να χαλαρώνει το σφίξιμο καθώς της έμπηγαν ένα μπαστούνι στο στόμα. Όταν η σύγκρουση έλαβε τέλος, ο αρκουδιάρης πήγε να πιει για τη νίκη του και η αρκούδα έμεινε αλυσοδεμένη στον πάσσαλο, κλαίγοντας βουβά από τον πόνο που της προκαλούσαν οι δαγκωματιές των σκυλιών. Τώρα ο αρκουδιάρης κοιμόταν αγκαλιασμένος μ' εκείνο το θηρίο που ήταν η περιουσία του, το εισόδημά του και η μοναδική του συντροφιά.
   Η Κατερίνα τον κοίταξε με μάτια γεμάτα περιέργεια και πρόσωπο αλλοιωμένο από την απέχθεια. Ο άντρας βρομούσε σχεδόν όσο και το ζώο του. "Πάμε", ψιθύρισε στην Έλενα. Ξεκίνησαν και αμέσως τις ακολούθησε και η νεαρή υπηρέτρια, στην οποία είχαν αναθέσει να τις συνοδεύσει στην εκκλησία.
   Άχαρο πλάσμα, μεγαλωμένο στο Μπέργκαμο, στη σκιά των Άλπεων, η Αντωνία είχε μπει στην υπηρεσία του οίκου των Κορνάρο Πισκόπια σχεδόν κοριτσάκι. Ήταν την εποχή που στο Βενετό ευγενή Τζιοβάνι Μπατίστα είχε ανατεθεί από τη Γαληνότατη να αναλάβει τη στρατιωτική διοίκηση της επαρχίας του Μπέργκαμο. Η Αντωνία δούλευε στην κουζίνα ως τραπεζοκόμος. Όμως εκείνο το πρωί η δόνα Ζανέτα, που συνήθως πήγαινε στην εκκλησία με τις κόρες της, έστειλε εκείνη να τις συνοδεύσει.
   Η Ζανέτα δεν ήθελε να βγει έξω, γιατί λίγο ξαφνικά -αυτό είναι αλήθεια- ο μάγειρας είχε αποφασίσει να αφήσει το σπίτι που είχε υπηρετήσει περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια και στα οποία είχε απόλυτα ικανοποιήσει τους Κορνάρο και τους προσκεκλημένους τους. Χάρη σε μια κληρονομιά από τον πεθερό του, ο άνθρωπος αποκτούσε επιτέλους τα χρήματα που χρειαζόταν για να ανοίξει ένα μαγειρείο στο οποίο θα πουλούσε έτοιμα φαγητά και θα πρόσφερε όλες τις απαραίτητες υπηρεσίες σε όποιον ήθελε να ετοιμάσει ένα συμπόσιο. Αποφασίστηκε, λοιπόν, η ασφαλώς αξιόλογη θέση του στην οργάνωση ενός αριστοκρατικού σπιτιού να ανατεθεί σ' ένα νεαρό που μόλις είχε φτάσει από την Πάντοβα με άριστες συστάσεις. Αλλά, βέβαια, ο καινούργιος μάγειρας είχε ανάγκη από ακριβείς οδηγίες για να μη διαταραχθούν οι συνήθειες της οικογένειας.
   Έτσι η Ζανέτα διάλεξε την Αντωνία, της οποίας γνώριζε το σοβαρό και αγνό χαρακτήρα, για να ακολουθήσει τις κόρες της. Η τραπεζοκόμος άκουσε τις απλές εντολές της κυρίας της με τα μάτια χαμηλωμένα και τα χέρια, που ήταν πάντα λίγο κόκκινα και σκασμένα, σφιχτοδεμένα πάνω απ' την ποδιά της. Η συγκίνηση αλλά και η σύγχυσή της γι' αυτή την αναπάντεχη αποστολή ήταν τέτοια, που αντί να επιτηρεί και να συγκρατεί τις επιθυμίες της Κατερίνας, περιοριζόταν να τις υπακούει, ενώ μέσα της προσευχόταν ολόψυχα να επιστρέψουν εγκαίρως σπίτι, έτσι ώστε να μη δυσαρεστήσει ούτε τη μητέρα, αλλά ούτε και την κόρη.
   Η Έλενα δεν ακολούθησε την αδελφή της. Αντίθετα, έμεινε ακίνητη μπροστά στην αρκούδα και στο αφεντικό της. Παρατήρησε για πολλή ώρα τα σμήνη των εντόμων έτσι όπως βούιζαν πάνω από τη μεγαλύτερη από τις πληγές που βασάνιζαν το σώμα του θηρίου, τα κοφτερά δόντια που εμφανίζονταν ανάμεσα από τα μαύρα χείλη, τα αυτιά που ήταν κομμένα στις άκρες και μαρτυρούσαν τις πολλές μάχες του ζώου. Κι όταν τα μάτια της συνάντησαν το βλέμμα της αρκούδας, θολό από τον πόνο, η Έλενα δεν άντεξε και έπεσε στα γόνατα.
   Καθώς την είδε να σωριάζεται στη γη, η Αντωνία τρομοκρατήθηκε. Η υπηρέτρια αισθανόταν όλο και πιο άβολα. Δεν επιθυμούσε τίποτα άλλο, παρά τη στιγμή που θα δραπέτευε στην κουζίνα. Τη στιγμή που θα επέστρεφε στο τρίψιμο των ασημένιων σερβίτσιων με λεπτή άμμο, την οποία κάθε εβδομάδα έφερνε από το Μποτενίγκο ένας πωλητής ειδικά για τους Κορνάρο. Εκεί που δε θα έπρεπε να απαντήσει στις ερωτήσεις της δόνας Ζανέτας σχετικά με τη συμπεριφορά των δύο κοριτσιών της. Αβέβαιη γι' αυτό που έπρεπε να κάνει, έριξε μια ματιά στην Κατερίνα, που είχε σταθεί λίγο μακρύτερα και κοίταζε το εμπόρευμα μιας γυναίκας που πουλούσε κορδέλες για τα μαλλιά.
   Η μικρούλα Έλενα ήταν ακόμα γονατιστή μπροστά από την αρκούδα κι έμοιαζε να μην αισθάνεται καλά, έτσι καθώς το σώμα της ταλαντευόταν μετέωρο, το οβάλ πρόσωπό της κοιτούσε κάτωχρο τη γη, τα χέρια της ακουμπούσαν άψυχα στα πλευρά της και οι κορδέλες που συγκρατούσαν τα σκούρα μαλλιά της ήταν έτοιμες να λυθούν. Ίσως την κατέλαβε μια ξαφνική αδιαθεσία ή μπορεί ο καυτός αέρας της πόλης να αποδείχθηκε ολέθριος για το φτωχό κοριτσάκι. Ένα κοριτσάκι που οι γεμάτες σύνεση πράξεις του έκαναν συχνά τον καθένα να ξεχνάει ότι ήταν μόλις έξι χρονών.
   Τα δάκρυα μούσκεψαν τα μάγουλα της Αντωνίας. Ήθελε να ενώσει το κοπάδι της, αλλά δεν κατάφερνε να επιβληθεί στην αλαζονεία των δεκαέξι χρόνων της Κατερίνας, ούτε μπορούσε να φανταστεί πώς θα έπειθε την Έλενα να έρθει κοντά της. Η μικρή συνέχιζε να μένει ακίνητη, πεσμένη στα γόνατα, μια μορφή που έμοιαζε να έχει χάσει όλη της τη δροσιά από τη ζέστη. Η τραπεζοκόμος ευχήθηκε, με όλη τη δύναμη της ψυχής της, η πραμάτεια της γυναίκας που πουλούσε τις κορδέλες να ξελόγιαζε τη μεγαλύτερη από τις δύο μικρές κυρίες της και να την κρατούσε ακίνητη για μερικά λεπτά ακόμη. Προσευχήθηκε στην Παναγία να κοιτάξει με το σπλαχνικό της βλέμμα τη μικρότερη, για να τη βοηθήσει να συνέλθει και να ξαναβρεί τον εαυτό της.
   Επιτέλους η Έλενα άνοιξε τα μάτια της. Χωρίς να κουνά το κεφάλι της εξακολούθησε να κοιτάζει επίμονα την αρκούδα. Έπειτα, με αργές κινήσεις, έβγαλε ένα μαντιλάκι κάτω από τη μικρή λινή μπέρτα που φορούσε και έσκυψε για να αγγίξει τον αρκουδιάρη. 
   Ο άντρας κοιμόταν με τον ελαφρύ ύπνο εκείνου, που έχει συνηθίσει να κοιμάται στους δρόμους, έρμαιο κάθε πιθανού κινδύνου. Άνοιξε τα μάτια του αμέσως, αλλά έμεινε ακίνητος και έκπληκτος καθώς συνάντησε το αυστηρό βλέμμα μιας μικρής αρχόντισσας. Με την αρκούδα του διασκέδαζε τους ναυτικούς που έρχονταν στο λιμάνι, τους γονδολιέρηδες, τους μαστόρους, τους εργάτες των ναυπηγείων, καμιά φορά και τους μαγαζάτορες, αλλά δεν είχε αποσπάσει ποτέ την προσοχή μιας κόρης ευγενών.
   Η παιδούλα γονατιστή του έτεινε ένα μαντιλάκι από πολύ ακριβό ύφασμα και με θαυμάσιο στόλισμα στο τελείωμά του. Ο άντρας σκέφτηκε ότι θα ήταν κάποια κίνηση ελεημοσύνης. Ίσως το μαντιλάκι έκρυβε λίγα χρήματα. Χαμογέλασε αμήχανος, κούνησε το κεφάλι και μουρμούρισε ένα χαιρετισμό, στον οποίο η τσιγγάνικη προφορά του, χάριζε έναν άγνωστο κελαριστό ήχο.
   Το βλέμμα της μικρής συνομιλήτριάς του παρέμεινε σοβαρό και αυστηρό ενώ τον διέταζε: "Πλύνετε τις πληγές του ζώου σας. Κάντε το για χάρη σας, αν δε θέλετε να το κάνετε για εκείνο." 
   Ο τσιγγάνος πήρε το μαντιλάκι και η Έλενα σηκώθηκε όρθια. "Μόλις η αρκούδα θεραπευτεί, ελάτε να παρουσιαστείτε στο αρχοντικό των Κορνάρο Πισκόπια. Εάν το άγριο αυτό ζώο δεν έχει πια καμιά πληγή, θα ανταμειφθείτε."
   Ο άντρας έσκυψε το κεφάλι σε ένδειξη υπακοής και σεβασμού. Όταν το ξανασήκωσε, η Έλενα είχε απομακρυνθεί. Ξαφνικά, απέκτησε πάλι τις συνηθισμένες κινήσεις ενός παιδιού και άρχισε να τρέχει, μέχρι που έφτασε και προσπέρασε την αδελφή της. Με την ανυπεράσπιστη συνοδό τους να τις ακολουθεί, η Κατερίνα και η Έλενα είχαν τώρα πια φτάσει στη γέφυρα που οδηγούσε στην πλατεία της Γκουέρα, κάτω απ' την οποία τις περίμενε μια γόνδολα. Οι τρεις γυναικείες φιγούρες περπατούσαν βιαστικές μέσα στα ελαφρά καλοκαιρινά τους ρούχα.

   Παρά τα εβδομήντα του χρόνια, ο πατήρ Φαμπρίς περπατούσε με γρήγορο βήμα σαν να μην ήθελε να παραδοθεί στην επιδρομή των γηρατειών. Ο ιερέας πίστευε περισσότερο στον εαυτό του παρά στον Κύριο και αυτό τον βοηθούσε να κοιτάζει κατάματα τον κόσμο που τον περιέβαλλε. Μόλις βγήκε από την εκκλησία του Αγίου Λουκά, αντί να κατευθυνθεί αμέσως προς το αρχοντικό των Κορνάρο, πήρε το δρόμο που οδηγούσε στον Άγιο Μάρκο. Διέσχισε το πλήθος που όπως πάντα πλημμύριζε τους πάγκους με τα ψιλολόγια στο παζάρι. Το περπάτημα στη Βενετία ήταν κουραστικό και σίγουρα όχι και πολύ ευχάριστο, γιατί τα λιθόστρωτα δρομάκια σπάνιζαν και σχεδόν συνέχεια βυθίζονταν σ' ένα δύσοσμο βάλτο που δημιουργούσαν οι αγωγοί της αποχέτευσης των κατοικιών. Όμως ο πατήρ Φαμπρίς δε διέθετε βάρκα και επομένως ήταν αναγκαίο να υποστεί την ταλαιπωρία μιας τέτοιας πεζοπορίας. [...]
   Καθώς ξεκινούσε πάλι προς το θορυβώδες πλήθος της αγοράς, ο ιερέας άλλαξε έκφραση. Τώρα το ύφος του είχε κάτι το αφηρημένο που άμβλυνε την αποφασιστικότητά του. Εδώ και μερικές μέρες ο εφημέριος της ενορίας του Αγίου Λουκά είχε αποφασίσει να θέσει στον Τζιοβάνι Μπατίστα Κορνάρο ένα ζήτημα που είχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά του. Τη μόρφωση της πέμπτης κόρης του ευγενούς, της Έλενας Λουκρητίας.
   Αυτό το μικρό κορίτσι, που εκείνος της είχε ξεκινήσει την κατήχηση, ήταν ήδη σε θέση στα έξι της χρόνια να διαβάζει και να γράφει. Είχε αποκαλύψει ένα εξαιρετικά εύστροφο και ικανό μυαλό, μια μοναδική έφεση στη μάθηση, ανάλογη με την άριστη παράδοση του οίκου των Κορνάρο Πισκόπια. Η πιο σοφή απόφαση, η καλύτερη επιλογή θα ήταν να ακολουθήσει η Έλενα κλασικές σπουδές, με στόχο να φτάσει στην ανώτερη διανοητική και ψυχική ωρίμανση. Αλλά ο πατήρ Φαμπρίς, ένας ιδιαίτερα προσεκτικός παρατηρητής των συνηθειών του κόσμου, δεν ήταν δυνατόν να μην κατανοεί ότι μια τέτοιου είδους επιλογή θα προκαλούσε προβλήματα στην οικογένεια των Κορνάρο Πισκόπια.
   Ο πατήρ Φαμπρίς είχε συνειδητοποιήσει απόλυτα ότι ζούσε σε μια εποχή, στην οποία οι μορφωμένες γυναίκες, που ήταν ήδη πάρα πολλές, αντιμετωπίζονταν με βαθιά αποστροφή και δυσπιστία. Μια εποχή που η υπακοή στη βούληση του πατέρα, και κατόπιν του συζύγου, θεωρείτο η μεγαλύτερη αρετή. Οι γυναίκες που τολμούσαν να ακολουθήσουν την τύχη τους, μακριά από τον προστατευτικό κλοιό του σπιτιού και της οικογένειας, έπρεπε μοιραία να υποστούν τον εξευτελισμό ενός σκανδάλου και την καταδίκη.
   Ο πατήρ Φαμπρίς σκέφτηκε ανατριχιάζοντας τη ζωγράφο που φιλοδοξούσε να ζωγραφίσει τα πιο ωραία γυναικεία γυμνά όλων των εποχών. Την Αρτεμισία Τζεντιλέσκι που λέγεται ότι πέθανε στη Νάπολη. Όταν άκουσε την είδηση της αρρώστιας της, ο ιερωμένος έφερε στο νου του τη φήμη που την κυνηγούσε συνέχεια, μιας γυναίκας που αναζητούσε την ελευθερία που άγγιζε τα όρια της ακολασίας. Η Αρτεμισία εργάστηκε στη Βενετία χωρίς να έχει σύζυγο και επιπλέον με τη συντροφιά ενός ξένου που ήταν ο εραστής της.
   Αλλά πώς να ξεχάσει κανείς και τη Μπάρμπαρα Στρότσι, την τραγουδίστρια που είχε αποκτήσει πλούτο και φήμη σε όλη την επικράτεια της Δημοκρατίας της Βενετίας όχι μόνο λόγω της ικανότητάς της, αλλά κυρίως χάρη στο σκοτεινό δεσμό της με τον Τζούλιο Στρότσι. Απ' αυτόν κληρονόμησε όνομα και περιουσία και τώρα, αφού έγινε μέλος της Μουσικής Ακαδημίας, της επιτρέπεται όχι μόνο να τραγουδάει και να συνθέτει αλλά και να συζητάει, σαν ίση προς ίσους, για τη μουσική και την ποίηση!
   Ο πατήρ Φαμπρίς πίστευε απόλυτα ότι γυναίκες σαν αυτές ήταν προορισμένες να πληρώσουν ακριβά το τίμημα της αμαρτωλής υπεροχής τους, μακριά από την ευλογία της εκκλησίας. Όχι, δεν άξιζε τέτοιο πεπρωμένο στην Έλενα Λουκρητία. Και πολύ περισσότερο δεν άξιζε στην οικογένειά της.
   Μια κόρη ιδιαίτερα μορφωμένη και απροκάλυπτα έξυπνη δεν μπορούσε να είναι δώρο της μοίρας για τον Τζιοβάνι Μπατίστα Κορνάρο Πισκόπια, ο οποίος τρία χρόνια πριν, χάρη σε μια δωρεά είκοσι πέντε χιλιάδων δουκάτων στα ταμεία της Δημοκρατίας της Βενετίας που είχαν στραγγίξει μετά τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων για την κυριότητα της Κρήτης, κέρδισε τον τίτλο του δημόσιου επίτροπου στη διαχείριση του ναού του Αγίου Μάρκου. Το υψηλότερο αξίωμα με το οποίο μπορεί να τιμήσει κάποιον το κράτος, εκτός βέβαια από τον ύψιστο τίτλο του δόγη. Με την τιμή αυτή συγχωρέθηκε τόσο από το νόμο του Θεού όσο και από το νόμο του κράτους για τη σκανδαλώδη οικογενειακή του κατάσταση.
   Ο Τζιοβάνι Μπατίστα εδώ και είκοσι χρόνια ζούσε, σαν να ήταν νόμιμα παντρεμένος, με τη Ζανέτα Μπόνι, μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής και μητέρα των πέντε παιδιών του. Έμπιστος της οικογένειας και άνθρωπος με μεγάλη κατανόηση, ο πατήρ Φαμπρίς γνώριζε καλά ότι ο δεσμός αγάπης και αφοσίωσης, που ένωνε τον Τζιοβάνι Μπατίστα με τη Ζανέτα, είχε όλες τις αρετές που εξασφάλιζαν την ευχή του Θεού. Αλλά οι πεποιθήσεις του, η ιδιότητά του και η πίστη του τού απαγόρευαν να αποδεχθεί μια σχέση που δεν είχε επίσημα ευλογηθεί. Ακόμη, ο πατήρ Φαμπρίς ήξερε την ξεκάθαρη θέση της Δημοκρατίας της Βενετίας σχετικά με τους γάμους μεταξύ ευγενών και ανθρώπων του λαού.
   Με σαφή πρόθεση να αποθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους, η Γαληνότατη είχε θεσπίσει στο πέρασμα των αιώνων μια σειρά από νόμους, εννέα τον αριθμό, σύμφωνα με τους οποίους τα παιδιά αυτών των γάμων δεν είχαν κανένα δικαίωμα στην περιουσία, στους τίτλους και τη διαδοχή των ευγενών γονέων τους. Ο ιερέας θυμόταν κατά λέξη ένα από τα πιο αυστηρά άρθρα που έλεγε: "Εάν Βενετός ευγενής έλθει σε γάμου κοινωνία με δούλα ή χωρική, ή με οποιαδήποτε γυναίκα ευτελούς και ταπεινής καταγωγής, τα τέκνα που θα προέλθουν από την ένωσή τους, δε θα απολαμβάνουν κανένα προνόμιο της αριστοκρατικής τάξης του ενός γονέα και δε θα γίνονται αποδεκτά ως γόνοι ευγενούς από τους επίσημους φορείς του Κράτους."
   Υπακούοντας σ' αυτές τις διατάξεις, ο Τζιοβάνι Μπατίστα δεν είχε παντρευτεί. Η Έλενα, όπως και όλα της τα αδέλφια, ήταν ένα νόθο, ένα εξώγαμο. Στην πραγματικότητα, μερικά χρόνια μετά τη γέννηση του πρωτότοκου Φραντσέσκο και της Κατερίνας, προκειμένου να διορθώσει τις ληξιαρχικές πράξεις γέννησης στις οποίες τα δύο παιδιά είχαν δηλωθεί ως τέκνα της σινιόρας Ζανέτας και "αγνώστου πατρός", ο Τζιοβάνι Μπατίστα δήλωσε, παρουσία του καρδινάλιου του πατριαρχείου, ότι τα δύο μικρά ήταν "αμφότερα τέκνα δικά του, προερχόμενα από την ένωσή του με την εξοχότατη σινιόρα Ζανέτα."
   Την επίσημη δήλωση αναγνώρισης της πατρότητας, την έκανε με τη γέννηση του τρίτου παιδιού του, μιας κόρης, που αμέσως έλαβε το μοναχικό σχήμα σ' ένα μοναστήρι του Τορτσέλλο, καθώς επίσης και του Μπαλτασάρε, του γιου που βαφτίστηκε έτσι προς τιμήν του θείου, Μπαλτασάρε Κορνάρο, που πέθανε από ευλογιά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί είχε τοποθετηθεί ως ακόλουθος του πρέσβη Πιέρο Φοσκαρίνι. Ο μικρός Μπαλτασάρε έζησε μόνο δύο χρόνια και η Ζανέτα, με θλίψη και εγκαρτέρηση, τον έθαψε στον οικογενειακό τάφο στην εκκλησία του Αγίου Λουκά. Εκεί, δίπλα στη σορό του θείου, που είχε βαλσαμωθεί για να έλθει από την Τουρκία και να ταφεί στη γη που τον γέννησε. 
   Όταν είδε το φως της ζωής η Έλενα Λουκρητία, στη μία τα ξημερώματα στις 5 Ιουνίου του 1646, εξώγαμη και αυτή, ο Τζιοβάνι Μπατίστα τη δήλωσε αμέσως σαν κόρη του που έφερε στον κόσμο η Ζανέτα. Ο δημόσιος επίτροπος, χάρη στο πνεύμα και την ευφυΐα του, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης ανάμεσα στους άλλους Βενετούς αριστοκράτες. Και μόνο γι' αυτό το λόγο, οι επιθέσεις για την κατάσταση που επικρατούσε στην οικογένεια του Κορνάρο Πισκόπια ήταν σποραδικές και χαμηλόφωνες.
   Η αλήθεια είναι ότι ήταν αναρίθμητοι οι ευγενείς που είχαν εξώγαμα παιδιά, τα οποία βοηθούσαν ενεργά όσο βρίσκονταν εν ζωή και δεν παρέλειπαν να τα θυμηθούν στη διαθήκη τους μαζί με τα νόμιμα τέκνα τους. Όμως ο Τζιοβάνι Μπατίστα είχε διαπράξει το σφάλμα να συζεί χωρίς προσχήματα με τη Ζανέτα και αυτό είχε θεωρηθεί πραγματικά σκανδαλώδες. Για το λόγο αυτό μερικοί, από τη στιγμή που έγινε δημόσιος επίτροπος, βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία να τον χλευάσουν. Τον παρομοίαζαν με τους επονομαζόμενους "επιτρόπους κατ' εξαγοράν", τους νεόπλουτους που αγόραζαν τίτλους ευγενείας. Ασφαλώς και παρέβλεπαν σκόπιμα το γεγονός ότι η οικογένεια των Κορνάρο αποτελούσε έναν από τους πιο παλιούς οίκους που ίδρυσαν τη Δημοκρατία της Βενετίας.
   Δεν έλειπαν φυσικά και οι ψίθυροι σχετικά με την ταπεινή καταγωγή της Ζανέτας, κόρης ενός επιστάτη που στη συνέχεια έγινε μεσίτης. Ψίθυροι που ξεπηδούσαν από το στόμα μερικών φαρμακόγλωσσων κυριών της βενετικής αριστοκρατίας, οι οποίες έβλεπαν με παράπονο να εξανεμίζεται κάθε ελπίδα για έναν εξαιρετικό γάμο με έναν ιδανικό γαμπρό.
   Ο πατήρ Φαμπρίς ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τα σπάνια χαρίσματα της Ζανέτας. Η οικογένειά της ήρθε στη Βενετία από τη Βαλντισάμπια, για να γλιτώσει από το λιμό που είχε πέσει πριν από τα χρόνια της πανούκλας. Εξαιτίας της επιδημίας του 1630, η Βενετία είχε χάσει το ένα τέταρτο του πληθυσμού της και είχε ανάγκη από νέο αίμα, από κόσμο που μπορεί να μην ήταν σε θέση να κινήσει τη ναυτιλία, όπως οι Κρήτες και οι Ιστριώτες, ήταν όμως σε θέση να αναλάβει τη βιοτεχνική και εμπορική κληρονομιά της πόλης. Άνθρωποι ικανοί και πολύτιμοι, όπως η οικογένεια της Ζανέτας. Αλλά αυτές οι αναμφισβήτητες αλήθειες κομματιάζονταν μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα.
   Το αξίωμα του δημόσιου επιτρόπου του Αγίου Μάρκου, που δινόταν δια βίου, παρείχε το δικαίωμα σε όποιον το έφερε να γίνει γερουσιαστής και του έδινε την εποπτεία σε ό,τι αφορούσε τη διατήρηση, τις υπηρεσίες και τη διοίκηση της Μητρόπολης και του παρεκκλησίου των Δόγηδων. Αποτελούσε το έμβλημα της άρρηκτα συνδεδεμένης σχέσης μεταξύ της θρησκευτικής συνείδησης και της έννοιας του κράτους, που πάντα καθοδηγούσε τη Δημοκρατία της Βενετίας. Περισσότερο από κάθε άλλο, αυτό το αξίωμα του κράτους απαιτούσε άψογο χαρακτήρα και βαθιά προσήλωση στις ηθικές αρχές. Η προσωπική αλλά και η οικογενειακή συμπεριφορά του δημόσιου επίτροπου, καθώς θα φωτιζόταν με τη λάμψη του μεγαλείου του τίτλου του, όφειλε να είναι άσπιλη.
   Ο Τζιοβάνι Μπατίστα, γνωρίζοντας πολύ καλά πόσο ενοχλούσαν οι προσωπικές του επιλογές, δεν είχε ασκήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή ένα από τα δικαιώματα που του παραχωρήθηκαν από την ημέρα του διορισμού του. Απέφυγε να εγκατασταθεί στα διαμερίσματα που τέθηκαν στη διάθεσή του, στο μέγαρο των Επιτρόπων, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Προτίμησε να παραμείνει στο παλάτι που έβλεπε στο Μεγάλο Κανάλι, δίπλα στη γέφυρα του Ριάλτο, που απέκτησε το 1640 μαζί με τον αδελφό του, τον Μπαλτασάρε. Μετά το θάνατό του έμεινε ο μοναδικός ιδιοκτήτης του.
   Σ' αυτό το σπίτι κατευθυνόταν ο πατήρ Φαμπρίς. Άφησε πίσω του την πλατεία του Αγίου Μάρκου, εκεί όπου από το παλάτι των Δόγηδων μέχρι το μέγαρο των Επιτρόπων μπορούσε κανείς να δει ενωμένες την πολιτική, τη δικαστική και τη διοικητική εξουσία. Κατευθύνθηκε προς τη συνοικία του Ριάλτο, την καρδιά του εμπορίου της Βενετίας. Πριν φτάσει στο αρχοντικό των Κορνάρο και αναγγείλει την άφιξή του, κοίταξε για λίγο τη γέφυρα, το μοναδικό πέρασμα που ένωνε τα δύο μέρη της πόλης. [...]
   Ηλικιωμένος καθώς ήταν, ο πατήρ Φαμπρίς δυσκολευόταν να φανταστεί το μέλλον της Βενετίας. Και κατά κάποιον τρόπο ακόμη κι εκείνο της Έλενας Λουκρητίας. Άραγε η μικρούλα θα παρέμενε νόθη ή ο Τζιοβάνι Μπατίστα θα αποφάσιζε επιτέλους να δώσει λύση στο οικογενειακό του πρόβλημα και να παντρευτεί τη Ζανέτα; Σε περίπτωση που τα παιδιά παρέμεναν νόθα, η Έλενα και η αδελφή της η Κατερίνα θα έπρεπε υποχρεωτικά να ακολουθήσουν το μόνο δρόμο που υπήρχε, εκείνον του μοναστηριού.
   Σαν εξομολόγος της μεγαλύτερης αδελφής, ο πατήρ Φαμπρίς είχε απόλυτα πεισθεί ότι η Κατερίνα δεν είχε καμιά ιδιαίτερη τάση προς τη θρησκεία. Πράγμα που δεν αποτελούσε βέβαια εμπόδιο. Ο εφημέριος πικραινόταν κάθε φορά που έβλεπε να γεμίζουν τα μοναστήρια με νεαρές αριστοκράτισσες που νοσταλγούσαν ολοφάνερα την κοσμική ζωή και συχνά η συμπεριφορά τους έφτανε στην ακολασία.
   Η Έλενα Λουκρητία, εν αντιθέσει, είχε μια φυσική κλίση στις πνευματικές αναζητήσεις. Η σοβαρότητα και η προσήλωση στους στόχους της, έδιναν μια φωτεινότητα σε όλες τις παιδικές ενέργειές της. Ίσως γι' αυτήν, η ιδιότητα της μοναχής να της έδινε τη δυνατότητα να αναδείξει τις αρετές που διέθετε και να μην ήταν μια θυσία στο βωμό της λογικής της οικογένειας. Και με μια τέτοια προοπτική, γιατί να μην αντιμετωπίσει την επιλογή της μοναστικής ζωής γεμίζοντας τις αποσκευές της με σπουδές; Η γνώση σε συνδυασμό με μια σίγουρα σημαντική δωρεά θα μπορούσαν να της εγγυηθούν μία από τις πρώτες θέσεις στην ιεραρχία της μονής.
   Έκανε ζέστη. Ο πατήρ Φαμπρίς κατέφυγε στη σκιά της αψίδας της εισόδου του αρχοντικού των Κορνάρο και άφησε ηθελημένα το μίτο να χαθεί στο λαβύρινθο της σκέψης του. Στην πραγματικότητα δεν ήθελε να ολοκληρώσει το συλλογισμό του, που πολλές φορές τον είχε φέρει σε αδιέξοδο. Ο ιερέας ήταν σίγουρος ότι θα έπειθε τον Τζιοβάνι Μπατίστα Κορνάρο να επιτρέψει στη μικρότερη κόρη του να συνεχίσει τις σπουδές της.
   Όμως, αν τελικά ο πατέρας της αποφάσιζε να νομιμοποιήσει την ένωσή του με τη Ζανέτα, τι θα προσέφεραν οι σπουδές σ' αυτή την κοπέλα; Εάν τελικά το πεπρωμένο της Έλενας δεν ήταν το μοναστήρι; Οι γνώσεις της θα θεωρούνταν προνόμιο και αρετή ή μεγάλο ελάττωμα και, ακόμη χειρότερα, αμάρτημα υπεροψίας;
   Ο πατήρ Φαμπρίς πίστευε ότι η ευφυΐα της Έλενας, μολονότι είχε χαριστεί σ' ένα πλάσμα γένους θηλυκού, ήταν αναμφισβήτητα ένα θείο δώρο. Και ήταν καθήκον των θνητών να μη σπαταλούν τα χαρίσματα που τους δίνει ο Ύψιστος. Κάποιες φορές όμως, νικημένος από τους φόβους του για το μέλλον του κοριτσιού, δεν μπορούσε να βρει λύση στο δίλημμα και έμενε σιωπηλός, ανυπεράσπιστος και αβέβαιος γι' αυτό που έπρεπε να κάνει. Έπειτα από βαθιά σκέψη, αποφάσισε ότι το καλύτερο θα ήταν να παραθέσει τους προβληματισμούς του στην κρίση του εκλεπτυσμένου πνεύματος του Τζιοβάνι Μπατίστα. Και να μοιραστεί μαζί του τη βαριά και ασυνήθιστη ευθύνη αυτής της απόφασης.

   Πριν διακινδυνεύσει να μπει στο εσωτερικό του παλατιού, ο έμπορος της μελάνης ακούμπησε στη γη το μακρύ μπαστούνι. Είχε κρεμάσει απ' την ουρά τρεις κοκαλωμένους ποντικούς, απόδειξη της αποτελεσματικότητας του ποντικοφάρμακου, που ήταν το άλλο του εμπόρευμα. Ο άντρας έβγαλε την τραγιάσκα του, βεβαιώθηκε ότι τα τσόκαρά του ήταν καθαρά και προετοιμάστηκε για να πείσει την κυρία του σπιτιού των Κορνάρο ότι η ποιότητα του μελανιού, που είχε φέρει αυτή τη φορά, ήταν κατά πολύ ανώτερη απ' όλα τα μελάνια που είχε πουλήσει μέχρι τώρα.
   Ο πωλητής γνώριζε ότι την προηγούμενη φορά το εμπόρευμα δεν ήταν ικανοποιητικό, κάποιοι πελάτες του είχαν ήδη διαμαρτυρηθεί. Το μελάνι ήταν ρευστό, όπως έπρεπε, αλλά αποδείχθηκε πάρα πολύ αραιό, ελάχιστα διεισδυτικό στο χαρτί και με τάση να απλώνεται φτιάχνοντας λεπτές γραμμές σαν ρίζες. Ο συμβολαιογράφος που είχε τα γραφεία του στην πλατεία του Αγίου Φαντίν, αναγκάστηκε να συντάσσει δύο φορές την κάθε πράξη. Σπαταλούσε έτσι δύο φύλλα χαρτιού, που η τιμή του δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη.
   Ο έμπορος της μελάνης στάθηκε έξω από την πόρτα της σάλας του ισογείου, εκεί όπου γίνονταν δεκτοί οι προμηθευτές. Ο χώρος δεν ήταν διακοσμημένος με την πολυτέλεια που χαρακτήριζε τις αίθουσες των δεξιώσεων. Για την ακρίβεια, δεν ήταν παρά ένα μεγάλο δωμάτιο, επιπλωμένο με δύο απλούς πάγκους από σκούρο ξύλο που ακουμπούσαν κατά μήκος στους τοίχους, ένα βαρύ τραπέζι στη μέση κι ένα μεγάλο μπουφέ τοποθετημένο απέναντι από την είσοδο.
   Ο άντρας κάθισε, χαρούμενος που η δόνα Ζανέτα δεν είχε ακόμη ειδοποιηθεί για τον ερχομό του. Βρισκόταν στο τέλος της καθημερινής του διαδρομής και η κούραση είχε αρχίσει να τον καταβάλει. Ο έμπορος δεν προόριζε για το σπίτι των Κορνάρο το ποντικοφάρμακο, το οποίο συνήθιζε να ετοιμάζει από βιτριόλι, αψιθιά από την Ίστρια, δυνατό κρασί και φύλλα λουίζας  και που η μυρωδιά του αηδίαζε τα λαίμαργα ποντίκια, αλλά δύο κουτιά σινική μελάνη. Ήταν σίγουρος ότι εκείνη η στερεή ζύμη από φούμο, γόμα, ζελατίνα και καμφορά που διαλυόταν με νερό, θα ικανοποιούσε στο μέγιστο βαθμό τις απαιτήσεις της οικογένειας του δημόσιου επίτροπου.
   Η ξεκούρασή του ήταν σύντομη. Η δόνα Ζανέτα μπήκε στη σάλα με βήμα ήρεμο, αλλά γεμάτο ζωντάνια και βλέμμα ερευνητικό, όχι όμως καχύποπτο. Πίσω της περπατούσε μια μικρούλα περίπου έξι χρονών, λευκή όπως αρμόζει στις κόρες των ευγενών, με μαλλιά σκούρα και σγουρά, όμοια μ' εκείνα της μητέρας της. Ανάμεσά τους δεν υπήρχε άλλη ομοιότητα. Η Ζανέτα είχε ένα πρόσωπο πλατύ και υπέροχο στρογγυλεμένο μέτωπο. Τα μάτια της είχαν ένα απαλό γαλαζοπράσινο χρώμα, σαν το χρώμα των νερών της λιμνοθάλασσας τα πιο ωραία πρωινά του Απρίλη. Πλούσιο και επιβλητικό, το σώμα της διαγραφόταν κάτω από το ριχτό φόρεμα της οικονόμου, που σ' ένα προσεκτικό βλέμμα αποκάλυπτε, κάτω από τη φαινομενική του απλότητα, μια άριστη κατασκευή. Το φόρεμα της Ζανέτας μαρτυρούσε μια αβεβαιότητα που ο έμπορος της μελάνης δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί. Η κυρία αυτού του σπιτιού ήταν η Ζανέτα αλλά όχι απόλυτα, όχι ξεκάθαρα. Γι' αυτό μερικές φορές, το λαμπερό φως των ματιών της σκοτείνιαζε από μια σκιά μελαγχολίας, ανησυχίας και ανασφάλειας, που η Ζανέτα προσπαθούσε απ' την αρχή να κρύψει πίσω από τη δύναμη του χαρακτήρα της.
   Το βλέμμα της μικρής Έλενας Λουκρητίας ήταν ήρεμο και σταθερό. Τα σκούρα μάτια της φώτιζαν το ελαφρά μακρύ, οβάλ πρόσωπό της και τα ίσια, καλογραμμένα φρύδια της τόνιζαν τη στοχαστική έκφρασή τους. Το ψηλό μέτωπο δε γλύκαινε τη μορφή της, όπως εκείνο της μητέρας της. Αντίθετα, πρόδιδε αυστηρότητα και πείσμα. Έμοιαζε να βάζει στα "πρέπει" που της κληροδότησε η γυναικεία της φύση, όλη της τη δύναμη, την αποφασιστικότητα και την αρετή. Η Έλενα ήταν ντυμένη με ένα στενό μπούστο και μια φαρδιά φούστα με πλούσιες πτυχώσεις που έφτανε ως τον αστράγαλο μέχρι να ακουμπήσει στα ελαφρά παπουτσάκια.
   Με την είσοδό τους ο πωλητής σηκώθηκε όρθιος και έκανε μια μικρή υπόκλιση, ενώ με το χέρι του έψαχνε τα κορδόνια της μικρής τσάντας που είχε περασμένη στη μέση του. Όταν τελικά έβγαλε το εμπόρευμά του, ακολούθησε τη σιωπηλή υπόδειξη που του έκανε η Ζανέτα με το βλέμμα, το ακούμπησε στο τραπέζι και άρχισε να εκθειάζει τα προσόντα και την άριστη ποιότητά του. Η Ζανέτα άκουγε με προσοχή και μια μικρή ρυτίδα είχε χαραχθεί στη μέση του μετώπου της. Όταν ο άντρας τελείωσε και είπε την τιμή που ζητούσε, η Ζανέτα πήγε στον μπουφέ, έβγαλε ένα μεγάλο λογιστικό βιβλίο, ένα μελανοδοχείο, μια πένα και ένα δοχείο για την άμμο. Με σκοπό να ζητήσει αποδείξεις για την καλή ποιότητα του προϊόντος, τα έδωσε στον έμπορο για να αραιώσει τη ζύμη της μελάνης με τη σωστή ποσότητα νερού, μέχρι να πετύχει το κατάλληλο μείγμα.
   "Θα το δοκιμάσουμε γράφοντας στο βιβλίο των προμηθευτών τις σημερινές αγορές. Έτσι θα δούμε αν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μας" είπε αποφασιστικά η Ζανέτα. 
   Με λίγες επιδέξιες κινήσεις, αποτέλεσμα της μακράς εμπειρίας του, ο άντρας διέλυσε μια μικρή ποσότητα της ζύμης, την ανακίνησε και την ανακάτεψε με όσο νερό χρειαζόταν. Έπειτα έλεγξε αν η μύτη του φτερού της χήνας είχε κοπεί με τη σωστή γωνία, τη βύθισε στο μελανοδοχείο και την έδωσε στη Ζανέτα. Εκείνη με τη μεγαλύτερη προσοχή, σαν να κρατούσε στα χέρια της ένα δοχείο γεμάτο μέχρι τα χείλη με βραστό νερό, πήρε την πένα και την πλησίασε στο χαρτί. Μεγάλα, στρογγυλά γράμματα, σχεδόν παιδικά, είχαν ήδη σημειώσει τα ψώνια της ημέρας. Ρύζι, ψάρια, φρούτα, πουλερικά, κεριά. Μόνο το κάτω μέρος της σελίδας είχε μείνει κενό. Η Ζανέτα έσκυψε και άρχισε να γράφει αργά την ημερομηνία:
   "Σήμερον, 7 Σεπτεμβρίου του σωτηρίου έτους 1652"
   Το σκούρο μελάνι, πυκνό, σχεδόν συμπαγές, ιχνογραφούσε τέλεια πάνω στο λευκό χαρτί. Αφού έγραψε και τον τελευταίο αριθμό, η Ζανέτα σήκωσε το κεφάλι και το ευχαριστημένο βλέμμα της κοίταξε τον πωλητή. Όμως ακριβώς εκείνη τη στιγμή, μία μεγάλη μαύρη σταγόνα κύλησε από τη μύτη της πένας και απλώθηκε σε μία γωνία, πάνω στα άκοπα ακόμη φύλλα του βιβλίου. Μ' ένα σκίρτημα τρόμου, που συγκράτησε αμέσως, η Ζανέτα άφησε να πέσει πάνω στο τραπέζι η πένα σαν να την είχε κάψει.
  "Έλενα Λουκρητία, δοκιμάστε και εσείς αυτό το μελάνι" είπε με σταθερή φωνή.
   Η μικρούλα πλησίασε, έριξε άμμο για να στεγνώσει το λεκέ, καθάρισε τη μύτη της πένας στο πανάκι που ήταν δεμένο μ' ένα λεπτό σχοινί πάνω στο λογιστικό βιβλίο και τη βύθισε στο μελανοδοχείο. Έγραψε γρήγορα με λεπτά και σταθερά γράμματα τις τελευταίες αγορές. Έπειτα κοίταξε τη μητέρα της και στάθηκε σιωπηλή.
   Το βλέμμα της Ζανέτας πρόδιδε τρυφερότητα, υπερηφάνεια αλλά και φόβο, ανεπαίσθητο μα υπαρκτό, απέναντι στο φάντασμα της δικής της αμάθειας. Η κόρη της ήξερε να γράφει πολύ καλύτερα από εκείνη που έμαθε ενήλικη πια και με πολύ κόπο. Αγωνίστηκε σκληρά για να μπορεί να σταθεί άξια δίπλα στον άντρα που αγαπούσε και να κυβερνήσει όσο το δυνατόν καλύτερα το σπίτι της.
   "Λοιπόν, θα το αγοράσουμε αυτό το μελάνι;" ρώτησε και η φωνή της μαρτυρούσε ότι είχε ανακτήσει τον έλεγχο της συμπεριφοράς της. 
   Η Έλενα Λουκρητία της χαμογέλασε: "Εσείς θα αποφασίσετε, μητέρα. Η γνώμη μου πάντως είναι ότι πρόκειται για άριστη και πραγματικά επωφελή αγορά".
   Στην πόρτα της μεγάλης αίθουσας εμφανίστηκε ένας άλλος πωλητής που ερχόταν από την ενδοχώρα για να φέρει δεμάτια με ξύλο για προσάναμμα. Η Ζανέτα πλήρωσε και έδωσε την άδεια να αποχωρήσει ο έμπορος της μελάνης. Έστειλε την Έλενα στα διαμερίσματά της και αφοσιώθηκε στο νεοφερμένο επισκέπτη. Οι άνθρωποι της στεριάς είχαν το χάρισμα να την κάνουν να ακούγεται σ' όλο το σπίτι, να την κάνουν να ξαναγίνεται κοριτσάκι. Και αυτή τη φορά ο ξυλέμπορος την έκανε να γελάσει με την καρδιά της.

   Ο Τζιοβάνι Μπατίστα κοίταζε το βιβλίο που ήταν τοποθετημένο στο αναλόγιο και σκέφτηκε ότι ο Τζιρολάμο, ο πατέρας του, θα ήταν ενθουσιασμένος. Ο Τζιρολάμο είχε πεθάνει εδώ και τριάντα χρόνια, αλλά η ανάμνησή του ήταν ολοζώντανη και απτή στο σπίτι του γιου του. Εδώ βρισκόταν η μεγάλης αξίας βιβλιοθήκη που για τον πλούτο της φρόντιζε σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του και για την τύχη της είχε δηλώσει ρητά τις επιθυμίες του στη διαθήκη του.  
   Ο Τζιρολάμο διατηρούσε στενές σχέσεις με τους λόγιους της εποχής του, των οποίων τα ονόματα και οι αφιερώσεις εμφανίζονταν συχνά στα περιθώρια των βιβλίων της συλλογής του, προς τιμή της αγάπης του για τις επιστήμες και τη γνώση. Ένα πάθος που κληρονόμησε κι αυτός από τον πατέρα του, Τζιάκομο Άλβιζε.
   Ο Τζιοβάνι Μπατίστα δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον παππού του, που πέθανε τον Αύγουστο του 1608, τέσσερα χρόνια πριν από τη γέννησή του. Άκουγε όμως τον πατέρα του να μιλάει γι' αυτόν και να τον περιγράφει σαν ένα πλάσμα μοναδικής ευφυΐας και εξαιρετικής μόρφωσης. Ο Τζιάκομο Άλβιζε είχε αφήσει σημαντικά και μέχρι τώρα έγκυρα χειρόγραφα της υδραυλικής μηχανικής (1) για την προστασία της λιμνοθάλασσας της Βενετίας, μιας πόλης αναγκασμένης να ισορροπεί ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα. Μια δύσκολη προσπάθεια που απασχολούσε πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια το ίδρυμα για τη λιμνοθάλασσα, το κολέγιο "Σολένε ντέλε Άκουε". Σχεδόν αδιάφορος για τα κέντρα διοίκησης της δημόσιας ζωής, ο Τζιάκομο Άλβιζε είχε επιλέξει να ζει στην Πάντοβα. Εκεί γνώρισε τον Τορκουάτο Τάσσο, τον Γαλιλαίο Γκαλιλέι και φιλοξένησε στο σπίτι του ένα πλήθος λογίων, πολλοί απ' τους οποίους σύχναζαν στην Ακαδημία των Σοφών, που είχε ιδρύσει το 1599 ένας άλλος Κορνάρο, ο κληρικός Φεντερίκο.
   Από τον παππού που η παρουσία του υπήρχε πάντα στη μνήμη της οικογένειας μέσα από τον Τζιρολάμο τον πατέρα του, ο Τζιοβάνι Μπατίστα κληρονόμησε μια παθιασμένη αγάπη για το πνεύμα. Εκτός βέβαια από τη γη και τον πλούτο, που με την εξυπνάδα του κατόρθωσε να γονιμοποιήσει και να πολλαπλασιάσει. Το ωραιότερο δωμάτιο του παλατιού των Κορνάρο Πισκόπια φιλοξενούσε τη βιβλιοθήκη, που ο Τζιοβάνι Μπατίστα συνέχιζε να πλουτίζει με σπάνια χειρόγραφα και έργα για την ιστορία της Γαληνότατης, για τα μαθηματικά, την αστρονομία και τις άλλες επιστήμες.
   Ο Τζιοβάνι Μπατίστα σήκωσε τα μάτια από το βιβλίο που μόλις είχε φτάσει από τη Φλωρεντία και κοίταξε ικανοποιημένος τα ψηλά ράφια, έτσι καθώς ήταν φορτωμένα από τον καρπό της λατρείας για το πνεύμα, που έμεινε αναλλοίωτη σε τρεις γενιές. Στην αγαπημένη βιβλιοθήκη είχε προσθέσει μία πινακοθήκη. Ανάμεσα στ' άλλα πολύτιμα έργα που τη στόλιζαν, κυριαρχούσε μια θαυμάσια ελαιογραφία του Τιτσιάνο Βετσέλιο. Στον φαρδύ διάδρομο, στο πλάι της αίθουσας, είχε τοποθετήσει μία συλλογή από όπλα και τρόπαια που μαρτυρούσαν την ιστορία των Πισκόπια. Μια ιστορία που άρχιζε από την εποχή του Φεντερίκο Κορνάρο.
   Ο ιδρυτής της δυναστείας κατόρθωσε να του παραχωρηθεί το φέουδο των Πισκόπια, μία κτήση στο πιο ακραίο σημείο της νότιας Κύπρου, που αποδείχθηκε σημαντικότατος σταθμός για τη θαλάσσια συγκοινωνία ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Πολεμιστές, θαλασσοπόροι, έμποροι, διοικητές, λόγιοι, μαικήνες... Οι Κορνάρο Πισκόπια ήταν όλα αυτά και ακόμη περισσότερα, σκέφτηκε με υπερηφάνεια ο Τζιοβάνι Μπατίστα και γύρισε το βλέμμα του στο βιβλίο που βρισκόταν απέναντί του στο αναλόγιο.

   Ο πατήρ Φαμπρίς τον αιφνιδίασε έτσι καθώς είχε απορροφηθεί στο βιβλίο. Η φιγούρα της λεπτής κορμοστασιάς του διαγραφόταν μέσα στο φως που έμπαινε ορμητικό από το παράθυρο και το χέρι του άγγιζε απαλά τη σελίδα, για να επιβεβαιώσει την ποιότητα του χαρτιού. Από εκείνον προερχόταν το χάρισμα της μάθησης της Έλενας Λουκρητίας και η προδιάθεσή της για την πνευματική άσκηση. 
   Ο εφημέριος αποφάσισε να μπει κατευθείαν στο θέμα. Πρώτα όμως ζήτησε πληροφορίες από τον Τζιοβάνι Μπατίστα για το βιβλίο που μόλις είχε αποκτήσει, αφού σαν τακτικός επισκέπτης του σπιτιού είχε το προνόμιο να συμβουλεύεται τη βιβλιοθήκη. Η απάντηση προκάλεσε στον ιερωμένο έναν ελαφρύ εκνευρισμό, παράλογο ίσως, αλλά σίγουρα αναπόφευκτο. Ο Τζιοβάνι Μπατίστα μελετούσε τη "Γεωμετρία" που ο Εβαντζελίστα Τοριτσέλι είχε εκδώσει περίπου δέκα χρόνια πριν, την ίδια εκείνη χρονιά που είχε βάλει πείσμα να αποδείξει την ύπαρξη αυτού που δεν μπορούσε να υπάρχει, δηλαδή του κενού.
   Ο πατήρ Φαμπρίς ήταν άνθρωπος των γραμμάτων, δόκτορας της θεολογίας, ειδικός της λατινικής και της ελληνικής, ένας παθιασμένος μελετητής του Αριστοτέλη, αλλά δε συμπαθούσε ιδιαίτερα τις φυσικές επιστήμες. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το κενό αντιπροσώπευε το αδύνατο για τη λογική. Ο χώρος, ο τόπος κατά τους Έλληνες, είναι καθορισμένος και οριοθετημένος από την παρουσία των σωμάτων. Ένας τόπος κενός, δηλαδή άδειος από σώματα, δεν είναι δυνατός, γιατί αυτό θα αντιπροσώπευε μία αντίφαση, δηλαδή ένα χώρο σωμάτων χωρίς τα σώματα. 
   Ο Τοριτσέλι αντίθετα, είχε υποστηρίξει με τα πειράματά του ότι υπήρχε η δυνατότητα να δημιουργηθεί το κενό (2). Οι θεωρίες του είχαν μεγάλη επιτυχία στις Ακαδημίες και σε μερικές φιλολογικές συγκεντρώσεις. Άνοιξαν έτσι το δρόμο στην κατασκευή μιας σειράς από "μηχανές των θαυμάτων της ατμόσφαιρας", που ο πατήρ Φαμπρίς θεωρούσε πιο κατάλληλες για το τσίρκο, παρά για τα επιστημονικά εργαστήρια. Βέβαια, ήταν απόλυτα λογικό το έργο αυτού του φιλοσόφου των φυσικών επιστημών να βρίσκεται στο σπίτι των Κορνάρο. Οι Κορνάρο Πισκόπια είχαν μια στενή σχέση με τον Γαλιλαίο και ο Τοριτσέλι υπήρξε βοηθός του ένα χρόνο πριν από το θάνατό του. Παρ' όλα αυτά ο πατήρ Φαμπρίς είχε θυμώσει. Σκέφτηκε να μη θίξει καθόλου το λόγο της επίσκεψής του. Να αφήσει τα γεγονότα να ακολουθήσουν τη δική τους πορεία και να εγκαταλείψει στην τύχη του το σπινθηροβόλο πνεύμα της Έλενας Λουκρητίας.
   Ο ιερωμένος απομακρύνθηκε από το αναλόγιο και, αναζητώντας μια πνοή αέρα, ακούμπησε στο περβάζι του παραθύρου. Στο μικρό κήπο που ξεπρόβαλλε στο πλάι του παλατιού, η Έλενα καθόταν σ΄ένα μικρό πέτρινο παγκάκι δίπλα στην αδελφή της. Η Κατερίνα κεντούσε, με αργές, ακριβείς και σίγουρες κινήσεις. Κάθε τόσο σήκωνε το βλέμμα σαν να έψαχνε πάνω από το φράκτη μια πρόσκληση, μια ευκαιρία να αφαιρεθεί, ένα δυνατό καρδιοχτύπι που θα διέκοπτε την ατέλειωτη σειρά από τις βελονιές της. Η Έλενα δεν κεντούσε. Αντί γι' αυτό παρατηρούσε τις κινήσεις της αδελφής της, φαινομενικά προσηλωμένη σ' αυτές, αλλά στην ουσία αδιάφορη, σχεδόν εξοργισμένη.
   Ο πατήρ Φαμπρίς θυμήθηκε ότι η Έλενα του είχε εξηγήσει τις απόψεις της σχετικά με το κέντημα. Του είχε εμπιστευθεί ότι ήθελε να το αποφεύγει γιατί της φαινόταν μια υποχρέωση χωρίς νόημα. "Δεν κουβαλώ εργόχειρα και δεν θα κεντήσω ποτέ", πείσμωνε με τα μάτια σκοτεινιασμένα. Λίγο την ενδιέφερε αν αυτή η κομψή και ευγενική δραστηριότητα ήταν η καταλληλότερη για τα γυναικεία χέρια. Ούτε την απασχολούσε το γεγονός ότι το κέντημα ήταν μία από τις προνομιούχες ασχολίες των κοριτσιών της αριστοκρατίας. Η Έλενα Λουκρητία είχε ζητήσει να ράβει και να κάνει επιδιορθώσεις στα ρούχα για τους φτωχούς. Αλλά το παιδικό της κορμάκι ήταν ακόμη πολύ εύθραυστο για να παλέψει με τους παλιούς μανδύες και τα βαριά υφάσματα που η Ζανέτα ξετύλιγε από τις ντουλάπες του σπιτιού και τα προόριζε για τις φιλανθρωπίες.
   Η Έλενα ωστόσο δεν έπιασε ξανά βελόνα στα χέρια της. Και τώρα καθόταν δίπλα στην αδελφή της, ακίνητη, βυθισμένη σε σκέψεις που μόνο εκείνη γνώριζε το περιεχόμενό τους. Χαμένη στο κενό. Ο πατήρ Φαμπρίς αναπήδησε. Για λόγους αρχής δεν ήθελε, δεν μπορούσε να υποκύψει στο κενό.
   Στράφηκε στον Τζιοβάνι Μπατίστα και άρχισε να μιλάει, χωρίς να αφήσει από τα μάτια του τη μικρή φιγούρα της Έλενας που με τα μπλε της ρούχα ξεχώριζε μέσα στην καταπράσινη γωνιά του κήπου. Υπερασπίστηκε την αναγκαιότητα μόρφωσης της παιδούλας με τέτοια δύναμη και τέτοια παράφορη ορμή που ο συνομιλητής του έμεινε διπλά έκπληκτος. Αρχικά γιατί γνώριζε όχι μόνο τη δυνατή προσωπικότητα αλλά και τον επίμονο, μα πράο χαρακτήρα του πατέρα Φαμπρίς, αλλά και γιατί συνειδητοποίησε ότι ο ιερωμένος φαινόταν σίγουρος ότι θα συναντούσε αντίσταση, σχεδόν έναν πολέμιο ενάντια στα λεγόμενά του.
   Η αλήθεια όμως ήταν εντελώς διαφορετική. Ο Τζιοβάνι Μπατίστα έψαχνε μόνο ένα σύμμαχο. Είχε αντιληφθεί από καιρό τις ικανότητες της μικρότερης κόρης του και σκεφτόταν να ζητήσει τη γνώμη του πατέρα Φαμπρίς πριν πάρει την τελική του απόφαση.
   "Εάν είστε σύμφωνος, δεν υπάρχει θέμα συζήτησης", είπε μ' έναν αναστεναγμό ο ιερέας, που ξαφνικά ένιωσε κουρασμένος.
   Όταν λίγο αργότερα, βγήκε από το παλάτι και κατευθύνθηκε προς την εκκλησία του Αγίου Λουκά, όλα είχαν κανονιστεί. Από την επόμενη εβδομάδα η Έλενα Λουκρητία θα άρχιζε τις σπουδές της.    


Καρράνο Πατρίτσια, Το ρόδο της Βενετίας (Η συγκλονιστική ιστορία της γυναίκας που πρώτη πήρε πτυχίο), (Μετφ. Ζ. Ζαρωμένου), εκδ. ΕΜΠΕΙΡΙΑ Εκδοτική, Αθήνα 2001  

Σημειώσεις:
(1) Σημαντική επιστήμη της Αναγέννησης. Ασχολείται με όλες τις μηχανικές κατασκευές, όπως τις αποχετεύσεις, τις υδροδοτήσεις των πόλεων, τις μηχανές που χρησιμοποιούσαν για την οικοδόμηση των κτιρίων κ.λπ.
(2) Αναφέρεται σε ένα από τα πειράματα του Ιταλού φυσικού και μαθηματικού. Ο Τοριτσέλι γέμισε ένα σωλήνα και μία λεκάνη με υδράργυρο. Βύθισε το σωλήνα με την ανοικτή άκρη του στο υγρό της λεκάνης και παρατήρησε ότι ο υδράργυρος κατέβηκε λίγο, αφήνοντας στο πάνω μέρος έναν κενό χώρο, που ονομάστηκε "κενό του Τοριτσέλι". Το πείραμα αυτό τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η στήλη του υδραργύρου αποτελεί ένα μέτρο της ατμοσφαιρικής πιέσεως για να ανακαλύψει στη συνέχεια το βαρόμετρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: