Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

[ΜΠΛΕΓΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ] - Α' ΜΕΡΟΣ

   Η στέψη του Αλέξανδρου του Στ' τελέστηκε περίπου δέκα ημέρες αργότερα, την τρίτη εβδομάδα του Αυγούστου του 1492. Η Ρώμη εξακολουθούσε να ασφυκτιά και να ιδρώνει. Εκείνο το δεκαήμερο με την αφόρητη ζέστη στο Βατικανό υπήρχε έντονη δραστηριότητα. Η Κουρία (1) είχε εγκαταστήσει τον Καίσαρα κι εμένα στο Παπικό Παλάτι της Σάντα Μαρία, εκεί όπου θα ζούσε ο Πάπας, αν και σε διαφορετικό όροφο. Ο αδελφός μου κι εγώ βλέπαμε τον πατέρα πολύ σπάνια, και τότε από απόσταση, όποτε τύχαινε να διασχίσει με μεγάλα βήματα κάποια τεράστια αίθουσα, σέρνοντας στο κατόπι του καμιά δεκαριά ποικιλόχρωμους αποστόλους που μιλούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους, καρδιναλίους ή επισκόπους, μέλη της πολυάριθμης Κουρίας, plumbatores -μολυβδουργούς-, σφραγιστές της Παπικής Βούλας ή κάποιους από τους είκοσι έξι γραμματείς του.
   "Καθένας απ' αυτούς τους λειτουργούς έχει εξαγοράσει το ιερό του αξίωμα", έλεγε ο πατέρας.
   "Γιατί αυτό;" ρωτούσε ο Καίσαρ.
   "Οι ναοί μας, οι ιερείς, οι Άγιες Τράπεζες, οι τελετές μας, οι προσευχές, ο Παράδεισος, ακόμη κι ο ίδιος ο Θεός είναι για πούλημα", ψιθύριζε ο πατέρας.
   Έτρεχα κοντά του. Εκείνος σταματούσε, έδιωχνε με ένα νεύμα τους ακολούθους του, αγκάλιαζε και φιλούσε τον Καίσαρα κι ύστερα έσκυβε να με σηκώσει στην αγκαλιά του και να μου δώσει ένα φιλί, σάμπως να ήμαστε οι δυο σπουδαιότεροι άνθρωποι σ' αυτή τη γη. Μα σύντομα ξανάφευγε. Εκείνη την εποχή ήμασταν ορφανά.
   Και όλα ήταν τόσο μεγάλα! Απέραντα δωμάτια, ατέλειωτα φαγοπότια, ογκώδη έπιπλα. Πλούσιες κομμώσεις και μπούστα για τις γυναίκες, τεράστια καπέλα και βράκες για τους άντρες. Το καινούργιο μου υπνοδωμάτιο στο Παπικό Παλάτι -ολόκληρο δικό μου!- ήταν κάτι παραπάνω από αχανές. Διαρκώς περίμενα να δω σύννεφα να αιωρούνται στο ταβάνι. Οι μοναχές, στα χέρια των οποίων με είχαν εμπιστευτεί, ήταν πολλές και φιλικές, όπως και η παπική φρουρά και οι εκατοντάδες επισκέπτες και οι ανώτεροι κληρικοί που συναντούσαμε συνέχεια. Κάθε ώρα και στιγμή, μάς σύστηναν σε κάποιον που είχε ένα κατεβατό τίτλους, πιο μακρύ κι από την Επί του Όρους Ομιλία. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι υποκλίνονταν σ' εμάς. Όταν μας παρουσίασαν στον εκπρόσωπο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον Μαξιμιλιανό, και είδαμε ακόμη κι αυτόν να υποκλίνεται, πίστεψα πως ο Καίσαρ θα σωριαζόταν νεκρός μπροστά μου. Οι πάντες ήταν φιλικοί -περισσότερο κι από φιλικοί, αληθινά δουλοπρεπείς- απέναντι στον αδερφό μου και σ' εμένα, όπως ποτέ μέχρι τότε. Μας χαιρετούσαν με πλατιά χαμόγελα κι ήταν πάντοτε έτοιμοι να σκουπίσουν το πάτωμα με τα τεράστια καπέλα τους, έτσι όπως έσκυβαν για να δηλώσουν το σεβασμό τους. Έτρωγα ό,τι τραβούσε η όρεξή μου, ακόμη και παγωτό για πρωινό. Ένας ηλικιωμένος μονσινιόρ μού χάρισε δυο κουτάβια σέτερ. Το αρσενικό το ονόμασα Τρυφερή Μουσούδα, το θηλυκό Γλυκό Φαρμάκι, επειδή είχε υπέρωχο τρίχωμα, αλλά άφηνε δύσοσμα αέρια κάθε βράδυ.
   "Σπουδαίοι κυνηγοί πουλιών, και είναι από την Αγγλία", σχολίασε ο Καίσαρ.
   "Κουτάβια είναι από το Τίβολι, χαζούλη", απάντησα εγώ. Τα κουτάβια ουρούσαν μες στις τρεις μεγάλες κρήνες του Μπελβεντέρε: τον Τίβερη, τον Νείλο και την Κλεοπάτρα. Το ίδιο έκανα κι εγώ, ωστόσο κανείς δε μου έβαζε τις φωνές. Προσπάθησα να πείσω τον Καίσαρα να μας μιμηθεί.
   "Ο πατέρας πρόκειται να με κάνει αρχιεπίσκοπο της Βαλένθια", ήταν η απάντηση. "Δε νομίζεις πως το να τσαλαβουτάω μέσα σε μεγάλες ποτίστρες πουλιών, μαζί με μικρά κορίτσια και κουτάβια που κάνουν την ανάγκη τους, δεν αρμόζει στην αξιοπρέπειά μου;"
   "Αν ήταν χρυσή η ποτίστρα, θα το έκανες".
   "Δεν είναι, όμως. Μονάχα το κάτουρο είναι χρυσό".
   Ραφτάδες ήρθαν να μας πάρουν μέτρα. Ο Καίσαρ ήταν κατενθουσιασμένος με το ράφτη, επειδή του έταξε να του ράψει μια χρυσαφένια φορεσιά για την τελετή της στέψης. Ήξερα πως όλες αυτές οι ασυνήθιστες αβρότητες απέναντί μας γίνονταν μόνο και μόνο επειδή ο πατέρας ετοιμαζόταν να γίνει Χριστός, κάτι που ήταν, αυτό το αντιλαμβανόμουν, θαυμαστό και υπέροχο. Μα μου ήταν αδύνατον, λόγω χαρακτήρα, να υποθέσω πως δεν τα άξιζα κάπως όλα αυτά. Ο Καίσαρ, από την άλλη, δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να σκεφτεί πως ίσως είχε αυτή τη μεταχείριση χάρη στον πατέρα. Ήταν τόσο δεκτικός, όσο και ένα σεραφείμ πλάι στο Θρόνο του Θεού, έτσι όπως χαμογελούσε και έγνεφε στα εγκώμια του σύμπαντος, λες και προορίζονταν μόνο για την αφεντιά του.
   "Λοιπόν, σε λίγο θα γίνω πρίγκιπας", έλεγε διαρκώς. "Princeps, όπως ο Αύγουστος Καίσαρας".
   Το απόγευμα, πριν από τη στέψη του πατέρα, παρακολουθήσαμε τον αγώνα δρόμου που έκαναν οι πόρνες στο Κάμπο ντέι Φιόρι. Ρωμαίες πόρνες, υπερβολικά φτωχές για να γίνουν εταίρες, στάθηκαν ημίγυμνες στην κορυφή ενός απότομου λόφου. Στο σήμα της εκκίνησης, έβαλαν τις στριγκλιές και, με τα στήθη να κινούνται ελεύθερα, κατρακύλησαν στην πλαγιά με προορισμό την αγκαλιά εκατοντάδων νεαρών -χαμίνια στην πλειονότητά τους- που έτρεχαν από δω κι από κει, προσπαθώντας να ανακόψουν την πορεία της πιο όμορφης πόρνης. Αυτές που κατάφερναν να ρίξουν ανάσκελα κάποιον νεαρό ανακηρύσσονταν "Φοράδες Αγώνων" και αμείβονταν με ένα χρυσό δουκάτο από το παπικό θησαυροφυλάκιο.
   Την ημέρα της στέψης του ο πατέρας τέλεσε το Possesso, μια πρωινή λιτανεία, κατά τη διάρκεια της οποίας η πόλη της Ρώμης πέρασε συμβολικά στην "κατοχή" του. Ο πατέρας ακολουθούσε στο τέλος της πομπής, κάτω από ένα χρυσοΰφαντο κουβούκλιο. Προπορεύονταν διοικητές από όλες τις περιφέρειες της Ρώμης, Ιππότες του Αγίου Ιωάννη, Ρωμαίοι βαρόνοι, γραμματείς, χορωδοί, ιερείς από τις επαρχίες, ηγούμενοι από τις μονές της πόλης, καρδινάλιοι, η Κουρία και, τέλος, ο Καίσαρ κι εγώ -εκείνος πάνω σε ένα χρυσαφένιο παλομίνο (2), εγώ σε ένα λευκό άλογο. Ο εκλεγμένος Πάπας ξεκίνησε από την Πλατεία του Αγίου Πέτρου, πέρασε το Καστέλο Σαντ' Άντζελο, διέσχισε το Πόντε Σαντ' Άντζελο και έφτασε στο Μόντε Τζορντάνο, όπου συναντήθηκε με τους Εβραίους της Ρώμης.
   "Ecce vicit leo de tribu Juda, radix David", προσευχήθηκαν. "Ίδε ο λέων από την φυλή του Ιούδα, απόγονος του Δαβίδ". Ένας από δαύτους είχε στρέψει το βλέμμα στον ουρανό.
   Ο πατέρας τούς θύμισε πως ήταν ο Αλέξανδρος, όχι ένας ακόμη Λέων, κι ύστερα πως ο Ιησούς ήταν Αδελφός τους κι όμως εκείνοι Τον είχαν φονεύσει. Οι Εβραίοι άρχισαν να θρηνούν και να οδύρονται σαν θλιμμένες κουκουβάγιες. Η πομπή συνέχισε το δρόμο της και πέρασε κοντά από τη δυτική άκρη της Πιάτσα Ναβόνα κι από το σιντριβάνι σε σχήμα ταύρου, από το οποίο ανάβλυζε νερό και κόκκινο κρασί (όλοι γνωρίζουν πως ο ταύρος είναι το εραλδικό έμβλημα της οικογένειάς μας). Ύστερα συνέχισε ως το Ναό του Αγίου Μάρκου, πέρασε το λόφο του Καπιτωλίου και το Φόρουμ, έπειτα τους Κουάτρο Κορονάτι μέχρι τους δίδυμους κολοσσούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έκανε στάση για μια γρήγορη, βαθιά υπόκλιση στον έφιππο ειδωλολάτρη, τον Μάρκο Αυρήλιο, μπροστά από το Λατερανό, κι ύστερα ξανά στον Άγιο Πέτρο -οι τρεις τελευταίες στάσεις συμβόλιζαν την εξέλιξη της αυτοκρατορίας από ελληνική σε ρωμαϊκή, και τελικά σε Αυτοκρατορία του Ιησού. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της διαδρομής εγώ βρισκόμουν ακριβώς πίσω από τον πατέρα, νιώθοντας σαν την Αθηνά πίσω από τον Δία, έτσι όπως ήμουν ντυμένη με χρυσό χιτώνα -προς τιμήν του νέου Αλέξανδρου, έτσι μου είπαν- και πλατινένια, διαμαντοστόλιστη κορόνα. Η στέψη επιτέλους τελέστηκε με λαμπρότητα -και ο πατέρας έγινε Θεός- μπροστά στο κεντρικό ιερό της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Μα λίγο πριν από τη στέψη πραγματοποιήθηκε μια επώδυνη, αλλόκοτη και σύντομη τελετή στο σκευοφυλάκιο του Αγίου Πέτρου, σε ένα δωμάτιο παλιό, σκοτεινό και μεγάλο, με διαστάσεις κανονικής εκκλησίας. Οι ηγούμενοι συνόδεψαν τον πατέρα στο εσωτερικό του, ενώ το Σώμα των Καρδιναλίων περίμενε σύσσωμο έξω. Όλοι έμειναν ακίνητοι. Ο πατέρας στράφηκε και κοίταξε την πόρτα. Τρεις θεόρατοι Ιησουίτες, το τάγμα των οποίων είχε κατηγορηθεί για τους πλέον ακανθώδεις γρίφους της ορθοδοξίας, κουβάλησαν ένα φαρδύ, κοντό θρόνο από μάρμαρο και πορφυρίτη μες στο σκευοφυλάκιο, αγκομαχώντας και ασθμαίνοντας από την προσπάθεια. Αυτός ο θρόνος ήταν η Sedia Stercoraria, όπως με πληροφόρησε ο Καίσαρ, το "Κάθισμα της Κόπρου". Η μορφή του είχε κάτι το αλλόκοτο. Το κάθισμα βρισκόταν πολύ ψηλά και ήταν κομμένο σε σχήμα κλειδαριάς. Το κάθετο κομμάτι του, ανοιχτό στο μπροστινό μέρος. Έμοιαζε με εκείνα τα καθίσματα που έχουν ενσωματωμένο το δοχείο νυκτός, μονάχα που αυτό ήταν φτιαγμένο στα μέτρα του Γολιάθ. Η ράχη ορθωνόταν σχηματίζοντας μια αφύσικα αμβλεία γωνία, υπέρ το δέον γερτή προς τα πίσω για οποιαδήποτε κίνηση του σώματος. Τα πόδια ήταν εξίσου ασυνήθιστα -δυο μαρμάρινες πλάκες σε κάθε πλευρά, οι οποίες κατέληγαν σε σχήμα λιονταρίσιων νυχιών, που άφηναν το κέντρο, ακριβώς κάτω από την τρύπα, ανοιχτό και ανεμπόδιστο. Ο πατέρας σήκωσε τα άμφιά του και κάθισε σε αυτόν τον ασυνήθιστο θρόνο.
   "Θα μπορούσε το νεαρότερο μέλος του Σώματος να κάνει ένα βήμα μπροστά και να εκτελέσει το καθήκον του;" έσκουξε ο Καμερλένγκο.
   Πριν από δύο δεκαετίες, το νεαρότερο μέλος ήταν ο πατέρας, δύο εβδομάδες αργότερα θα ήταν ο Καίσαρ, προς το παρόν, ωστόσο, αυτό τον τίτλο τον είχε ο καρδινάλιος Ασκάνιο Σφόρτσα, ο εξαιρετικά νέος, πρώην ανταγωνιστής του πατέρα. Ο καρδινάλιος Σφόρτσα προχώρησε και γονάτισε μπροστά στον πατέρα. Έσκυψε προς το μέρος του καθίσματος και έφερε το χέρι του ακριβώς κάτω από την τρύπα. Τα μάτια του πατέρα άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Ο Ασκάνιο συνέχισε το ψαχούλεμα ενώ ο πατέρας μόρφαζε από τον πόνο.
   "Ελπίζω να το απολαμβάνεις, Σφόρτσα", είπε ο πατέρας κι όλοι χαχάνισαν πνιχτά -όλοι εκτός από τον Ασκάνιο, ο οποίος σηκώθηκε όρθιος.
   "Penis est. Testicula habet", είπε. "Hominus est".
   "Υπάρχει πέος. Διαθέτει όρχεις. Είναι άντρας.
   Ουδόλως ευφραδής δήλωση, παρ' όλ' αυτά το Σώμα χειροκρότησε με σοβαρότητα.
   "Δεν είναι ν' απορεί κανείς", σχολίασε ο Ντέλα Ρόβερε. "Είναι γνωστό πως η Αγιότητά Του έλκει τις κυρίες όπως ο μαγνήτης τα ρινίσματα σιδήρου".  
   Αυτό το κάθισμα και όλη η τελετή έχουν σκοπό να αποτρέψουν την επανάληψη όσων είχαν συμβεί με τον Πάπα Ιωάννη τον Η', ο οποίος έγινε Ποντίφικας το δέκατο αιώνα και κυβέρνησε για εφτά χρόνια, ως την παραμονή των Χριστουγέννων τους έτους 956. Τότε αποδείχτηκε πως ο Ιωάννης ο Η' είχε εξαπατήσει τον Θεό και ήταν στην πραγματικότητα η Ιωάννα η Α'. Αυτό το εξαιρετικά στενόχωρο ιντερλούδιο αποκαλύφθηκε στο τέλος μιας ιδιαίτερα εξαντλητικής μεταμεσονύκτιας θείας λειτουργίας, στην οποία ιερουργούσε ο Ιωάννης.
   "Ite, Missa est", είχε πει ο Πάπας κι αμέσως μετά, σερνάμενος προς τη μεριά της φάτνης που είχε στηθεί για τα Χριστούγεννα πάνω στα σκαλοπάτια της Αγίας Τράπεζας, έφερε στον κόσμο ένα νεκρό αγοράκι. Η ειρωνεία του πράγματος δεν πέρασε απαρατήρητη από τους πιστούς που παρακολουθούσαν τη λειτουργία, οι οποίοι κομμάτιασαν μάνα και βρέφος πάνω στα εξωτερικά σκαλοπάτια του Αγίου Πέτρου και σκόρπισαν τις ματωμένες σάρκες τους σε ολόκληρη την πόλη. 
   Mετά την τελετή των "όρχεων", όλοι οι ανώτεροι κληρικοί εκτέλεσαν τη λεγόμενη "προσκύνηση", φιλώντας καθένας με τη σειρά του τη χρυσαφένια παντόφλα του απαστράπτοντος Ποντίφικα. Κατόπιν, μεταφερθήκαμε στον Άγιο Πέτρο, ενώ αντιπρόσωποι τριών βασιλέων και ο προαναφερθείς απεσταλμένος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχαν διασχίσει απ' άκρη σ' άκρη την Ευρώπη για να παρευρεθούν ως μάρτυρες, μαζί με τις ακολουθίες τους και κάμποσες ακόμη εκατοντάδες κληρικούς, στη γενική σύναξη, που περιλάμβανε επίσης αρκετές δεκάδες Ισπανούς συγγενείς του πατέρα, με περίτεχνες μαντίλες και τεράστιους γιακάδες και φραμπαλάδες. Το 1492 ήταν η χρονιά της μεγάλης Reconquista, της "Ανακατάκτησης, και οι Αυτών Καθολικές Μεγαλειότητες Φερδινάνδος και Ισαβέλλα πολύ θα ήθελαν να παρακολουθήσουν τη στέψη ενός Ισπανού Πάπα, ειδικά κάποιου που καταγόταν από τους Ατάρες, τον αρχαίο βασιλικό Οίκο της Αραγονίας, αλλά η κατάσταση με τους Μαυριτανούς ήταν ακόμη εξαιρετικά κρίσιμη και δεν τους επέτρεπε να λείψουν από την Ισπανία.
   Ο πατέρας - που σύντομα θα ονομαζόταν Αλέξανδρος- κάθισε σε έναν υπέροχο χρυσό θρόνο, πάνω σε ένα υπερυψωμένο βάθρο που είχε στηθεί κάτω από το θολωτό άκρο του ναού. Το Σώμα των Καρδιναλίων πήρε θέση γύρω του. Εκατοντάδες κατώτεροι ιερωμένοι, επίσκοποι, μονσινιόρ, ιερείς και ηγούμενοι κύκλωσαν τους καρδιναλίους σαν τάφρος από κόκκινα και πορφυρά υφάσματα και μετάξια. Εν μέσω του πλήθους υπήρχαν ακόμη δύο εμφανώς αταίριαστες μορφές, ο Καίσαρ κι εγώ, ντυμένοι με χρυσοποίκιλτα υφάσματα φερμένα από τη Συρία. Καθόμαστε δεξιά και αριστερά του νέου Πάπα και ένιωθα σαν να μας είχαν μεταφέρει σε κάποιο παραμυθένιο βασίλειο, χρυσοστόλιστο και λαμπρό, όπου όλοι υποκλίνονταν μπροστά σε ένα μικρό κορίτσι και στον 'Αϊ-Γιώργη του. Το λιβάνι, οι εκατοντάδες μοναχές που έψελναν, οι πρωτόγνωρες εικόνες ολόγυρά μου είχαν διαλύσει κάθε πρότερη αίσθηση μέτρου, όπως θα συνέβαινε σε κάθε νεαρό κορίτσι σε ένα τέτοιο μέρος, μια τέτοια στιγμή. Στράφηκα στον Καίσαρα. Πρώτη φορά τον έβλεπα τόσο ευτυχισμένο, υπέρτατα ευδαίμονα.
   Ο υπερήλικας Καμερλένγκο ανέβηκε παραπατώντας τα σκαλιά που οδηγούσαν στον πατέρα μου. Στα χέρια του κρατούσε την τριπλή τιάρα από ατόφιο χρυσάφι, ενώ κατά διαστήματα σταματούσε για να ξαποστάσει, έφτυνε φλέματα, αγκομαχούσε. Ήταν όμοιος ο Σίσυφος έτσι όπως κουβαλούσε το φορτίο του σε αυτό το αέναο σκαρφάλωμα, κι ήταν το ίδιο αβέβαιος για το αν θα έφτανε ποτέ στην κορυφή. Ο Καίσαρ κι εγώ ακούγαμε τα γέρικα κόκαλά του να τρίζουν από την επίπονη προσπάθεια. Κοιταχτήκαμε και κατόρθωσα να συγκρατήσω τα γέλια μου με απίστευτη δυσκολία, κλείνοντας με την παλάμη το στόμα μου. Θυμάμαι πως έκανα τη σκέψη ότι αυτό θα ήταν το πρώτο ιερό θαύμα της βασιλείας του πατέρα μου, μια εκδήλωση της συγκατάθεσης του Παντοδύναμου, αν ο Κόστα κατάφερνε να φτάσει στο κεφαλόσκαλο. Ενώ ο Καμερλένγκο συνέχιζε το αέναο ανέβασμά του, ένας καρδινάλιος πήρε στα χέρια του μερικά κομμάτια τσαλακωμένο χαρτί. Κράτησε ένα από αυτά μπροστά από τα μάτια του Αλέξανδρου και του έβαλε φωτιά με τη φλόγα ενός κεριού. Το χαρτί εξαφανίστηκε σε μια πύρινη λάμψη κι οι μαύρες στάχτες του άρχισαν να πέφτουν αργά, σαν ψυχές της Κόλασης, στο μαρμάρινο πάτωμα. 
   Ενώ τα χαρτιά καίγονταν το ένα μετά το άλλο, ο καρδινάλιος ψιθύρισε στο αυτί του πατέρα μου τα ίδια λατινικά λόγια που κάποιος άλλος ψιθύριζε στον Καίσαρα τις στιγμές των θριάμβων του: "Ricordari memoria custodire, Papa, sic transit Gloria mundi". "Να θυμάσαι, Άγιε Πατέρα, πως έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου τούτου".
   Από την υψηλή μου θέση έριξα μια ματιά τριγύρω και έκανα τη σκέψη πως ήταν άδικο να πει κανείς κάτι τέτοιο. Τα πάντα γύρω μας ήταν μια αντανάκλαση της Αιωνιότητας. Τίποτε τόσο μεγάλο, ένδοξο και υπέροχο δε θα μπορούσε ποτέ να παρέλθει, όπως ποτέ δε θα μπορούσε να σβήσει ο Λόγος του Θεού που απεικονιζόταν απ' άκρη σ' άκρη σ' αυτή την τεράστια αίθουσα. Ο πατέρας μου, προστάτης πλέον όλου αυτού του μεγαλείου, δε θα χανόταν ποτέ. Αυτή ακριβώς η στιγμή θα πρέπει να ήταν η αληθινή και αμετάβλητη φύση του κόσμου μου. Όλα αυτά τα πράγματα τα είχα δεδομένα.
   Αφού ο καρδινάλιος επανέλαβε αυτή τη διαδικασία πέντ' έξι φορές, ο εξαντλημένος Καμερλένγκο έφτασε επιτέλους στο κεφαλόσκαλο βήχοντας, παραπατώντας και ασθμαίνοντας τόσο άσχημα, ώστε φοβήθηκα για τη ζωή του. Δόξα τω Θεώ, είπα μέσα μου, επιτέλους, η Θεϊκή Συγκατάθεση. Με ένα ύστατο ξέσπασμα γεροντικής ενέργειας, ο Καμερλένγκο απέθεσε την τριπλή χρυσαφένια τιάρα στην κεφαλή του πατέρα μου. Σήκωσα τα μάτια κι αντίκρισα τον καινούριο Πάπα, τόσο περήφανη, που θα μπορούσα να είχα πετάξει ως τα ουράνια δίχως φτερά. Όμως ο πατέρας δεν έδειχνε περηφάνια μήτε ευτυχία, όπως κάθε μέρα μέχρι τότε. Τα μάτια του ήταν θολά, εστιασμένα σε κάτι ενδόμυχο, κάτι που υποχωρούσε. Ήξερα με βεβαιότητα πως συλλογιζόταν τη Βάνιτα. Η λαμπρότητα και η μεγαλοπρέπεια που με είχαν κατακλύσει κατά τη διάρκεια της τελετής έφθιναν σιγά σιγά στο μυαλό μου. Συνειδητοποιούσα τώρα όλα όσα ήξερε εκείνος από τη στιγμή της εκλογής του. Συνειδητοποιούσα τι απέκρυβαν όλα τα στολίδια και τα μεγαλεία αυτής της εκκλησίας. Εγώ είχα χάσει για πάντα τη μάνα μου, ο πατέρας είχε χάσει για πάντα τον έρωτα της ζωής του. Ένα δάκρυ αυλάκωσε το πρόσωπό μου.
   "Λυπάμαι, πατέρα", ψέλλισα.
   Ο Πάπας κατένευσε. Έπειτα έκλεισε τα βουρκωμένα μάτια του κι από ταπεινότητα, μπορεί κι από θλίψη, έσκυψε το κεφάλι. Έριξα μια ματιά στον Καίσαρα, στην απέναντι πλευρά του θρόνου. Σαστισμένος, χάιδευε με το χέρι του τη χρυσή επιφάνεια του θρόνου, θαρρείς για να την απομνημονεύσει. Έμοιαζε μαγεμένος από τα χρυσά άμφια του πατέρα, από τη χρυσή ποιμαντορική ράβδο, το χρυσό δαχτυλίδι του Πέτρου.
   "Πατέρα", είπε, ψηλαφίζοντας το δικό του χρυσοΰφαντο γιλέκο. "Τόσο χρυσάφι. Θα πρέπει να είμαστε αυτοκράτορες του κόσμου".
   Ο πατέρας άνοιξε τα μάτια. Τα σκούπισε με το γαντοφορεμένο χέρι του. Περιεργάστηκε το δαχτυλίδι του Πέτρου στο τέταρτο δάχτυλο, πάνω από το δερμάτινο γάντι. Κοίταξε τον Καίσαρα. Ατένισε το πλήθος κάτω, τους απεσταλμένους των αυτοκρατόρων και των βασιλέων, τους ευγενείς και τους ιερωμένους που δήλωναν την αφοσίωσή τους, κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα στην οροφή της εκκλησίας από πάνω του, απ' όπου θαρρείς και τον δοξολογούσαν οι άγγελοι. Τον είδα να προσαρμόζεται στο βάρος των είκοσι κιλών του στέμματος. Κοίταξε για δεύτερη φορά το Δαχτυλίδι του Αλιέως στο δάχτυλό του, ενώ το δάκρυ του γυάλιζε πιο λαμπερό κι από το κεντρικό πετράδι του δαχτυλιδιού. Ακόμη μια φορά, με αυτά τα άμφια, έμοιαζε με ολάκερη ήπειρο, ο σπουδαιότερος άντρας του κόσμου. Μεγαλύτερος από ολόκληρη την Ασία και την Ευρώπη μαζί. Και όχι μονάχα για εμένα, αλλά για όλους μέσα στο ναό. Για κάθε μόριο της Χριστιανικής Εκκλησίας. Για τους πάντες σε αυτό τον κόσμο, και στον κόσμο πέρα από αυτόν. Η Πανταχού Παρουσία πάνω σε χρυσαφένιο θρόνο. Τα δάκρυα που είχε χύσει προηγουμένως τον είχαν κάνει να συρρικνωθεί, σκέφτηκα. Τα είχε σκουπίσει και είχε αναγεννηθεί. Είχε γίνει Αλέξανδρος, Κυρίαρχος του Κόσμου. Ο πατέρας έκανε ένα νεύμα ανυπομονησίας, δίνοντας εντολή στον καρδινάλιο να απομακρυνθεί. Τράβηξε κοντά του τον Καίσαρα και τον φίλησε στα χείλη. Έπειτα φίλησε τα χρυσά μου μαλλιά και γύρισε το πρόσωπό μου στο δικό του.
   "Λουκρητία, τέκνο Μας". Γέλασε απαλά. "Θα χορέψεις σαν κάποτε για τους βασιλιάδες του κόσμου;"
   Άρχισα να χορεύω την ταραντέλα μου στα πόδια του παπικού θρόνου. Ο Καίσαρ κοίταξε πρώτα εμένα, έτοιμος να ξεσπάσει με αποστροφή, κι ύστερα έστρεψε τα μάτια στον πατέρα.
   "Όχι αυτόν το γελοίο χωριάτικο χορό!" μούγκρισε ξάφνου. "Δε βλέπω πουθενά αράχνες. Σκέψου πού βρισκόμαστε!"
   Το δίχως άλλο, τον είχαν ακούσει οι πάντες μέσα στο ναό, πράγμα που, είμαι βέβαιη, δεν τον ένοιαξε διόλου. Όμως ο Αλέξανδρος έβαλε τα γέλια. Ξεκίνησε χαμηλόφωνα και κατέληξε σε ένα ηχηρό, πλούσιο γέλιο, ενώ η εστεμμένη κεφαλή του έγερνε προς τα πίσω από το τράνταγμα. Το κορμί του σειόταν από την ευθυμία. Δεν ένιωσα να με κοροϊδεύει. Ήταν τόσο όμορφη η αίσθηση, που άρχισα να γελάω κι εγώ στη μέση του χορού μου, να γελάω μαζί με τον Πάπα. Γελούσαμε δίχως σταματημό. Σύντομα, το βαθύ χάχανο του καρδιναλίου και το στριγκό κακάρισμα του Καμερλένγκο ενώθηκαν με τα γέλια μας. Ακολούθησε ο Ντέλα Ρόβερε και ολόκληρο το Σώμα των Καρδιναλίων. Κατόπιν, οι κατώτερες τάξεις των κληρικών με τα πορφυρά, συγκρατημένα γελάκια τους, ύστερα οι ιερείς και οι μοναχοί, παίρνοντας θάρρος από τα γέλια των ανωτέρων τους. Η θυμηδία μας πέταξε πάνω από το ιερό και απλώθηκε στο εκκλησίασμα, το οποίο στην αρχή δίστασε, από φόβο μήπως τα γέλια ήταν ιεροσυλία σε ένα τέτοιο μέρος και μια τέτοια στιγμή. Μα όταν είδαν τους τρεις πληρεξούσιους των βασιλιάδων και, τέλος, τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο να έχουν διπλωθεί στα δυο από τα χάχανα, δεν κατάφεραν να συγκρατηθούν άλλο και ολόκληρη η Βασιλική άρχισε να αντιλαλεί από ένα πανδαιμόνιο χαράς. Ο πατέρας με άρπαξε και με σήκωσε στο θρόνο του. Έπειτα άρπαξε τον Καίσαρα από τη μέση. Μας έσφιξε στην αγκαλιά του. Η Αγιότητά Του μας έλουσε με φιλιά στα χείλη, στα χέρια, στα μάγουλα, ως και στις μύτες, ενώ το γέλιο του ανάβλυζε ακόμη και ο ναός αντηχούσε από την κακοφωνία.
   Πίσω μας, ένας καρδινάλιος ψιθύρισε γελώντας στον Ντέλα Ρόβερε: "Τι ευτυχία, καρδινάλιε. Ευοίωνο ξεκίνημα για έναν Πάπα, δε νομίζετε;"
   "Είναι στ' αλήθεια ευοίωνο, Εξοχότατε", αποκρίθηκε ο Ντέλα Ρόβερε, "να χαίρεται τόσο τα νόθα του ο Βικάριος του Χριστού στο θρόνο, και μάλιστα ενώπιον όλου του κόσμου;"
   Ο καρδινάλιος κούνησε συγκρατημένα το κεφάλι, παλεύοντας μάταια να συγκρατήσει την τεράστια κοιλιά του που δονούνταν από τα κύματα του γέλιου. Τους έριξα ένα άγριο βλέμμα. Ο πατέρας είχε δίκιο. Εκείνοι οι άνθρωποι ήταν άξιοι περιφρόνησης, αφού αμφισβητούσαν τη χαρά με αυτό τον τρόπο. Η χαρά διαρκεί μονάχα μια στιγμή και περνάει γοργά σαν αστραπή. Είναι αμαρτία να την καταστρέφεις. Θυμάστε τον Εωσφόρο, που ήταν κάποτε "Η Χαρά του Πρωινού Φωτός (3)"; Και τότε το ακούσαμε -ήταν ένας ήχος που έμοιαζε με βροντή. Σαν να έσκασαν πάνω στις "καλοκάμωτες" πύλες του Φιλαρέτε (4) εκείνα τα παλιρροϊκά κύματα που λένε πως έρχονται από τον Ατλαντικό κι από το Νέο Κόσμο. Ήταν το γέλιο πενήντα χιλιάδων πιστών που είχαν πλημμυρίσει την Πλατεία του Αγίου Πέτρου, έξω από τη Βασιλική. Κι ενώ ο αδερφός μου κι εγώ γελούσαμε μαζί με τον πατέρα, είχα τη βεβαιότητα πως ο Θεός είχε να ακούσει τέτοια τρανταχτά γέλια από τη μέρα που ο Νώε βγήκε έρποντας σε στεγνό χώμα. Έτσι πίστευα τότε. Μα χρόνια αργότερα, καθώς γράφω τα λόγια ετούτα, έχω την εντύπωση πως το αυτί του Θεού, υπακούοντας κι αυτό στη θέληση της Παρθένου, δεν έδωσε καμία προσοχή τη μέρα εκείνη στα δικά μας γέλια. Ο Κύριος ήταν απασχολημένος να παρακολουθεί τη Βανότσα Κατανέι, που καθόταν μια εκατοστή σειρές πίσω μες στο εκκλησίασμα, αθέατη από πρέσβεις, καρδιναλίους, δούκες ή Πάπες. Μια μικροσκοπική μορφή στα μάτια του Θεού. Μια γήινη ασημαντότητα, όπως ίσως Του είχε φανεί και η Αγία Μητέρα εκείνη την Παρασκευή πάνω από το Σταυρό, χαμένη και μονάχη μες στο πλήθος των χαρούμενων Ρωμαίων εκατόνταρχων και των ενθουσιασμένων Φαρισαίων.

   Σε όλη την ιστορία, δεν υπήρξε άνθρωπος πιο αταίριαστος για την ιεροσύνη από τον Καίσαρα Βοργία. Μολαταύτα, δύο βδομάδες αργότερα ο Πάπας τον ανακήρυξε αρχιεπίσκοπο της Βαλένθια. Και ο Καίσαρ είχε πλήρη επίγνωση του χάσματος ανάμεσα στις φιλοδοξίες του και σε οποιοδήποτε αξίωμα καρδιναλίου. 
   "Θέλεις να πεις πως πρέπει να πάω στην Ισπανία;" κλαψούριζε δυστυχισμένος.
   "Θα γίνεις σπουδαίος κληρικός με τη βοήθεια των Μεγαλειοτήτων τους, του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας", του θύμιζε ο πατέρας. "Θα αποκτήσεις δύναμη και πλούτη. Κάποτε δώσαμε εκατόν πενήντα χιλιάδες δουκάτα σε έναν καρδινάλιο που Μας ψήφισε. Εσένα θα σου δώσουμε εκατό χιλιάδες".
   "Όχι πως το χρυσάφι μού κακοπέφτει, αλλά δε θέλω να γίνω ένδοξος ως μοναχός ούτε κι έχω καμιά όρεξη να πιάσω φιλίες με ένα ζευγάρι χασάπηδες της Ιεράς Εξέτασης. Αυτά άσ' τα για τον αδερφό μου τον Χουάν. Θα προτιμούσε χίλιες φορές να γίνει καρδινάλιος παρά στρατιωτικός, όπως τον διέταξες".
   "Πότε δώσαμε εντολή για κάτι τέτοιο;"
   "Όταν τον υποχρέωσες να παντρευτεί την ξαδέρφη του βασιλιά της Ισπανίας".
   "Εγώ;... Εν πάση περιπτώσει, ξέρουμε πως ζητάς κάτι. Τι ακριβώς είναι αυτό;"
   "Θέλω να γίνω αυτό που λέει το όνομά μου. Αυτό δεν εννοούσες κι εσύ όταν διάλεξες το "Αλέξανδρος";"
   Ο πατέρας έμεινε για λίγο σκεφτικός. "Καίσαρ Βοργίας;"
   "Μόνο το πρώτο".
   "Α, ώστε θέλεις να γίνεις Καίσαρας. Σου αναγνωρίζουμε λοιπόν ότι έχεις φιλοδοξίες. Αυτά τα πράγματα δεν είναι ασύμβατα, όπως γνωρίζεις".
   "Πατέρα, αυτό το πρώτο πληθυντικό με κάνει διαρκώς να γυρεύω αυτόν που βρίσκεται δίπλα σου".
   "Είναι ο ίδιος ο Θεός, ξέρεις".
   "Φυσικά. Εσύ κι Αυτός. "Εμείς"".
   "Ζητούμε κι οι δυο συγνώμη αν σε μπερδέψαμε".
   Όσο για τον Χουάν, ήταν κατενθουσιασμένος που είχε γίνει στρατιώτης. Λάτρευε τα πάντα σε αυτό το επάγγελμα, όπως πολύ καλά γνώριζε ο Καίσαρ, παρ' όλο που πράγματι απεχθανόταν την ξαδέρφη του Ισπανού βασιλιά και όλοι έλεγαν πως πολύ σπάνια κοιμόταν μαζί της. Ίσως κατά τη διάρκεια εκείνης της συζήτησης ο Καίσαρ να κατάλαβε την αξία της υποκρισίας, τέχνη στην οποία έμελλε να διαπρέψει και που, χρόνια αργότερα, θα αποτελούσε ένα από τα πλέον δαιμονικά χαρακτηριστικά του προσωπικού του μύθου.
   Ο Καίσαρ ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών κι έδειχνε γελοίος τη μέρα της χειροτονίας του, με εκείνο το τεράστιο κόκκινο καπέλο και τα γεροντίστικα άμφια. Το υπέμεινε με στωικότητα, αν το καλοσκεφτεί κανείς. Όμως η συγκαλυμμένη μνησικακία του, γι' αυτό είμαι βέβαιη, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποξένωσή του από τον υπόλοιπο κόσμο. Έκτοτε πέρασε το υπόλοιπο της μπερδεμένης εφηβείας του σε απομόνωση -το πρώτο και το τελευταίο καταφύγιο των απογοητευμένων- με μόνη εξαίρεση τον πατέρα κι εμένα. Οι πρότερες ευαισθησίες του -και είχε αρκετές, όπως έδειχναν τα πρωινά παιχνίδια της παιδικής μας ηλικίας κάτω από το τραπέζι- μετατράπηκαν σε βαναυσότητα. Ο σολιψισμός (5) έγινε το κάστρο του κι ο ίδιος έθεσε την απάνθρωπη γενναιότητα και την αλαζονεία του στην υπηρεσία άλλων θεών και όχι Εκείνου, στο όνομα του οποίου είχε χριστεί πρίγκιπας: στην εξουσία και στην απτή απόδειξή της, το χρυσάφι.
   Για έναν περίπου χρόνο, ο νέος Άγιος Πατέρας κι εγώ ζήσαμε αρκετά ευτυχισμένοι. Είχα αγοράσει ένα αντίτυπο του  Mirabilis Urbis Romae. Δεν μπορούσα να το διαβάσω, αλλά περιείχε εικόνες και χάρτες για τους χιλιάδες προσκυνητές που έρχονταν κάθε χρόνο, οι περισσότεροι από τους οποίους επίσης δεν ήξεραν να διαβάζουν. Επισκέφτηκα τον μαρμάρινο Τάφο του Αγίου Πέτρου, όπου είδα το Σουδάριο -το πανί με το οποίο έπλυνε η Αγία Βερονίκη το ματωμένο πρόσωπο του Ιησού στην πορεία για τον Γολγοθά. Είδα τη Βασιλική του Αγίου Παύλου και την κρήνη της, που αναβλύζει στο σημείο όπου χύθηκε το αίμα του Αποστόλου των Εθνών. Έψαξα να βρω τον κορμό με την επιγραφή SPQR, αλλά δεν τα κατάφερα, παρ' όλο που πέρασα ένα ολόκληρο απόγευμα γυρεύοντάς τον. Στην Πόρτα Λατίνα είδα το μέρος όπου ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο αγαπημένος μου άγιος μετά την Αγία Μητέρα, μαρτύρησε με βραστό λάδι ενόσω έγραφε: "Βλέπω την Άγια Πόλη, τη νέα Ιερουσαλήμ, να κατέρχεται εξ ουρανών". Είδα τη φάτνη του νεογέννητου Ιησού. Είδα ακόμη εκατοντάδες σκηνώματα, μνημεία, θαύματα και άγιες πύλες. Η Ρώμη φαινόταν ζοφερό μέρος, τουλάχιστον τότε. Όμως η Ρώμη, ζοφερή ή μη, δε ζει όπως οι άλλες πόλεις ως ανθρώπινη κοινωνία. Είναι ένα απέραντο, μυστηριώδες και παντοδύναμο άδυτο, η Πύλη των Ουρανών, με Κλειδοκράτορα τον Πέτρο. Ο σωστός τρόπος για να αντικρίσει κανείς αυτό το Caput Mundi, την Κεφαλή του Κόσμου, δεν είναι με τα μάτια του μυαλού, παρατηρώντας και αναλύοντας, αλλά με τα μάτια της ψυχής: κοιτάζοντας γύρω του συλλογισμένος, με σεβασμό, υμνώντας τη δόξα του Κυρίου. Η Ρώμη δεν είναι απλώς μια ιδέα, όπως επέμενε το παλιό τετριμμένο ρητό. Η Ρώμη είναι μια Ιδέα στο Μυαλό του Θεού.
   Μέναμε στο Παπικό Παλάτι, στο πιο αχανές σύνολο διαμερισμάτων που έχω δει μέχρι σήμερα. Ο πατέρας είχε αρχίσει να χτίζει τα "Διαμερίσματα των Βοργιών" με την καθοδήγηση του ξακουστού ζωγράφου Πιντουρίκιο, αλλά ακόμη δεν ήταν έτοιμα. Μου άρεσε να παρατηρώ το ζωγράφο και το επιτελείο του -μία από αυτούς ήταν γυναίκα!- να απεικονίζουν Την Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ή Την Κοίμηση της Θεοτόκου στους τοίχους, επιμένοντας πως είχαμε τη δύναμη να φτιάξουμε ένα ολάκερο σύμπαν από χρωματιστό σοβά, σαν κι αυτό που είχε φτιάξει κάποτε ο Κύριος από χώμα. Μήπως οι άνθρωποι -πλασμένοι κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν δική Του, είναι αλήθεια- είχαν γίνει θεοί με αυτές τις ζωγραφιές; Στο τέλος του χρόνου, μετακομίσαμε στα Διαμερίσματα των Βοργιών, τα οποία, όπως μου λένε, θα διατηρήσουν για πάντα αυτό το όνομα. Κι ήρθε μια χρονιά, το 1494, που τρομερές φήμες για επικείμενη εισβολή του βασιλιά των Φράγκων Καρόλου του Η' άρχισαν να διαδίδονται στο Βατικανό και σε ολόκληρη τη Ρώμη. Ο κόσμος σύγκρινε τον Κάρολο με τον Αλάριχο τον Βησιγότθο και περίμενε από τον Πάπα να οργανώσει μια άμυνα πολύ πιο αποτελεσματική από του Ιννοκέντιου του Α', που είχε επιτρέψει στους Βησιγότθους να λεηλατήσουν τρεις φορές τη Ρώμη, στα σωτήρια έτη 408 - 10. Φριχτά πνεύματα και μαύρη μαγεία άρχισαν να κατακλύζουν την πόλη. Ένα βράδυ, τρεις ήλιοι φάνηκαν στον ουρανό της Απουλίας, κυκλωμένοι από αστραπές και μαύρα σύννεφα. Στο Αρέτσο, ορδές καβαλάρηδων διέσχιζαν κάμποσες μέρες το στερέωμα, μέσα σε ένα εκκωφαντικό πανδαιμόνιο από τύμπανα και τρομπέτες. Σε πάμπολλα σημεία, απ' άκρη σ' άκρη της Ιταλίας, οι ιερές εικόνες ίδρωναν και μάτωναν μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. Ακόμη και μέσα στη Σιξτίνα είδα μια εικόνα της Αγίας Άννας να βουρκώνει, με δάκρυα πιο μαύρα κι από κρασί. Τερατογονίες ανθρώπων και ζώων αναφέρονταν παντού. Ολόκληρη η χερσόνησος ριγούσε από τον τρόμο μπροστά στη φήμη της δύναμης και της ωμότητας των Γαλατών, οι οποίοι είχαν κάποτε λεηλατήσει ολόκληρη την Ιταλία, είχαν καταστρέψει τη Ρώμη και είχαν ρημάξει ό,τι είχε απομείνει σκορπίζοντας φωτιά και θάνατο, χειρότερα ακόμη κι από τους Βησιγότθους. Κι ενώ η χώρα κυριευόταν από τον πανικό, ο Κάρολος εισέβαλε στην Ιταλία προελαύνοντας για το Βασίλειο της Νεάπολης, το οποίο, επέμενε, ήταν δικαιωματική κληρονομιά και φέουδό του από τους προγόνους του της Ανδεγαυίας, τους ίδιους που ισχυρίζονταν πως τους ανήκε όλη η πλάση, από την Ιρλανδία μέχρι την Ιερουσαλήμ. Ο διεφθαρμένος και σκληρός βασιλιάς της Νεάπολης, ο Φεράντε της Αραγονίας, είχε μόλις πεθάνει sine luce, sine Cruce, sine Deo, χωρίς φως, χωρίς Σταυρό, χωρίς Θεό. Ο Κάρολος πίστεψε πως αυτή ήταν η ευκαιρία του, καθώς ο φριχτός Φεράντε δεν καθόταν πια στο θρόνο της Νεάπολης. Τώρα την εξουσία απολάμβανε ο Αλφόνσο ο Β', εν μέρει χάρη στην Παπική Βούλα με την οποία του απονεμήθηκε το αξίωμα. Στο μεταξύ ο Καίσαρ, αρχιεπίσκοπος πλέον της Βαλένθια, είχε αρχίσει τις δικές του διαπραγματεύσεις με τις Αυτών Καθολικές Μεγαλειότητες προκειμένου να σφετεριστεί το θρόνο του Αλφόνσο και να τον παραδώσει στο βασιλιά των Φράγκων έναντι δύο τόνων γαλλικού χρυσού, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του ίδιου του Αλφόνσο αλλά και του Πάπα.
   "Το παλιόπαιδο, ο προδότης. Και μάλιστα αφού του έδωσα την κόκκινη καλότα", παραπονιόταν ο πατέρας.
   "Πατέρα, αν ο Καίσαρ είναι τόσο φίλος του Καρόλου, ίσως μπορείς να εκμεταλλευτείς αυτή τη φιλία για έναν ιερότερο σκοπό", ψιθύρισα στο αυτί του.
   "Λουκρητία, Μας εκπλήσσεις ευχάριστα. Εσύ έπρεπε να είχες φορέσει την καλότα".
   Το πρόσωπό μου φωτίστηκε από κοριτσίστικη ματαιοδοξία. "Μου πάνε υπέροχα τα κόκκινα", είπα, παίζοντας με την πλεξούδα μου.
   Για να φτάσει στη Νεάπολη, βέβαια, ο Κάρολος έπρεπε πρώτα να διασχίσει τις Άλπεις κι ύστερα σχεδόν ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο, ξεκινώντας από το Μιλάνο του Σφόρτσα, που ήταν σύμμαχος του Αλφόνσο. Κατόπιν έπρεπε να διαβεί τη Ρώμη του Πάπα και να καταλήξει στον κόλπο της Νεάπολης και στο οχυρό του Αλφόνσο στο Τόρε ντελ Γκρέκο. Όπως όλοι οι επιτυχημένοι κατακτητές, έτσι και ο Κάρολος είχε την τάση να ρημάζει τα πάντα στο πέρασμά του. Δεν έκανε τον κόπο να καταστρέψει το Μιλάνο, μόνο και μόνο επειδή ο δούκας του Μιλάνου, ο Λουντοβίκο Σφόρτσα -αυτός ο προδότης- υπέγραψε συνθήκη με την οποία επέτρεπε στον Κάρολο να περάσει ανενόχλητος από τη γη του. Ωστόσο, όλα τα άλλα μέρη τα ισοπέδωσε στην κυριολεξία. Μια μέρα ακούστηκε πως ο Κάρολος απείχε μονάχα λίγες δεκάδες χιλιόμετρα από την Αιώνια Πόλη. Όλοι περίμεναν μοιρολατρικά τους βιασμούς και το πλιάτσικο, όμως αυτού του είδους ο τρόμος, ως συνήθως, είχε σε ορισμένους αντίθετη επιρροή από εκείνη που θα περίμενε κανείς. Αρκετοί, φανερώνοντας την έκλυτη φύση τους, μονολογούσαν: "Αν δεν απολαύσουμε τώρα ένα όργιο, πότε θα μας ξαναδοθεί παρόμοια ευκαιρία;"
   Εκείνο το απόγευμα υποδυόμουν τον αγαπημένο μου ρόλο της "αυτοκρατορικής εταίρας", σουλατσάροντας προκλητικά κατά μήκος του διαδρόμου, κάνοντας τάχα ότι φορούσα διαμαντοστόλιστη εσθήτα και δίνοντας φιλιά, εν είδει ανόητων χαριεντισμών, σε μια προτομή του Μάρκου Αυρήλιου. Ο διάδρομος επικοινωνούσε με μια μεγάλη αίθουσα του θρόνου, την Αίθουσα των Σιβυλλών. Άκουγα τη φωνή του πατέρα να απαντάει με θυμό στον επίσκοπο του Αλάτρι, ο οποίος εκτελούσε χρέη απεσταλμένου του Καρόλου στον Πάπα. Ο επίσκοπος είχε έρθει για να οργανώσει την έγκαιρη παράδοση του Βατικανού και να παραλάβει μια νέα Παπική Βούλα ενθρόνισης για τον Κάρολο τον Η', ο οποίος έτσι θα αντικαθιστούσε τον Αλφόνσο στα μάτια του Θεού. Η φωνή του ακουγόταν βελούδινη και καθησυχαστική. Έριξα μια κλεφτή ματιά στην ηλιόφωτη αίθουσα.
   Ο πατέρας καθόταν κάτω από την ακόμη νωπή τοιχογραφία Ο Προφήτης Ωσηέ και η Δελφική Σίβυλλα. "Δική Μας εντολή είναι!" φώναζε ο πατέρας. "Εμείς το διατάσσουμε. Μας αψηφάτε;"
   "Μα, Παναγιότατε..."
   "Ο αφέντης σου θα απομακρύνει τα στρατεύματά του από την πόλη".
   "Ο αφέντης μου δεν είναι αναγκασμένος να απομακρύνει τα στρατεύματα".
   Οι δυο τους βρίσκονταν μόνοι με μια χούφτα παλατινούς. Οι παλατινοί βρίσκονταν στην υπηρεσία του Βατικανού εδώ και δώδεκα χρόνια. Τους είχε φέρει ο Σίξτος ο Δ' ως μέρος μιας συμφωνίας με τα ελβετικά καντόνια. Σήμερα ακούγεται συχνά πως ήταν ιδέα του Ιουλίου του Β', μα αυτό είναι ένα μεγάλο μύθευμα στο γενικότερο μύθο του Ντέλα Ρόβερε, όπως επίσης και το ότι ήταν δική του ιδέα να προσλάβει τον Μπουοναρότι (6) για να καταστρέψει τον παλιό τρούλο του Αγίου Πέτρου και να βάλει στη θέση του εκείνο το ημιτελές, κακόγουστο τερατούργημα. Εν πάση περιπτώσει, οι παλατινοί ήταν άξιοι φύλακες, δυνατοί σαν ορεινοί παγετώνες και πιστοί σαν σκύλοι του Αγίου Βερνάρδου, αν και είχαν τη φήμη πως ήταν λιγότερο ευλαβείς από τους Ίβηρες, φέρ΄ειπείν, ή τους Ιρλανδούς. Ήταν επίσης εξαιρετικά συνεπείς, πραγματικοί κέρβεροι ενάντια σε οτιδήποτε αφύσικο και παθολογικά ουδέτεροι σε ό,τι αφορούσε πολιτικά ζητήματα, χαρακτηριστικό των κατοίκων ασήμαντων και ευπρόσβλητων περιοχών. Κι εκείνη την εποχή, για έναν Ποντίφικα η πολιτική ήταν πολύ πιο επικίνδυνη από τη θρησκεία. Όσο για μένα, είχα ιδιαίτερη αδυναμία στις ριγωτές στολές και στα αστεία κράνη τους, που μου έφερναν πάντα στο νου τους Βοημούς γελωτοποιούς που είχα δει στα πανηγύρια. 
   "Όμως, Μακαριότατε, ο όρκος που δώσατε στον αφέντη μου", έλεγε ο επίσκοπος, "δεν ήταν ότι θα τον εμποδίζατε στη δικαιωματική ανάκτηση της περιουσίας του. Τώρα γιατί του ζητάτε να απομακρύνει παντελώς το στρατό του;"
   "Το Βασίλειο της Νεάπολης, που τώρα ανήκει στον Αλφόνσο, μπορεί να είναι ή να μην είναι περιουσία του, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου. Αλλά από πότε έγινε περιουσία του η Ρώμη;"
   "Μα εφόσον ορκιστήκατε να επιτρέψετε ό,τι κρίνει απαραίτητο ο άρχοντάς μου".
   "Αυτό συνέβη τότε, Εξοχότατε, όταν ο στρατός του ήταν στη Μασσαλία μεθυσμένος. Εμείς μιλάμε για τώρα, που ο στρατός του βρίσκεται προ των πυλών της Ρώμης, νηφάλιος".
   "Μα οι όρκοι είναι αιώνιοι, Παναγιότατε. Δεν υπάρχει "τότε" και "τώρα" ούτε "μεθυσμένος" ή "νηφάλιος" όταν πρόκειται για υπόσχεση".
   "Μην είστε ανόητος, Εξοχότατε. Κάθε καινούρια σκέψη που Μας έρχεται στο νου είναι η νέα Αιωνιότητα που παίρνει τη θέση της παλιάς. Συγκρίνετε τους Ψαλμούς 68: 20-23 και Βασιλέων Α' 20: 31-42 με το κατά Λουκάν 6: 27-38".
   "Η Αγιότητά σας γνωρίζει τη Βίβλο! Ποιος θα το πίστευε;"
   "Α! Ειρωνεία. Την αναγνωρίζω. Ίσως πρέπει να ρίξουμε εσάς στα δεσμά".
   "Mea culpa, Sanctissimus. Δικό μου φταίξιμο, Παναγιότατε".
   "Ο Ύψιστος, Παντοτινός Γιαχβέ, ηθική Θεμέλια Λίθος του Σύμπαντος και Αυτουργός στις δολοφονίες τουλάχιστον 30.250 ατόμων του Δικού Του Εκλεκτού Λαού στην έρημο, μέσα σε τριάντα τρία χρόνια μετουσιώθηκε στον Έναν, Αυτόν που τρέφει τους πεινασμένους και στρέφει την παρειά στο φοροεισπράκτορα του Τιβέριου και στους εκατόνταρχους που Τον σταύρωσαν. Εκείνος άλλαξε την Αιώνια Σκέψη Του. Αυτό που θέλουμε Εμείς το θέλει τώρα κι ο Θεός. Τότε ήταν άλλο το θέλημά Του. Σήμερα θέλει να ζήσει ο αφέντης σου. Αύριο;... Θα θελήσουμε αυτό που θα θελήσει Εκείνος".
   "Όποιες κι αν είναι οι εντολές σας, Παναγιότατε", ψιθύρισε ο επίσκοπος, "οφείλουμε να τις εκτελέσουμε, όπως ο αστερισμός του Καρκίνου οφείλει να κινηθεί με βιάση στο πέρασμα των Διδύμων". Κι έκανε να διαγράψει έναν αργό κύκλο γύρω από το θρόνο του Πάπα. Είδα τα μάτια των φρουρών να εστιάζουν πάνω του και τα χέρια να σφίγγονται στα δόρατα. "Μα αν δώσετε εντολή στο βασιλέα των Φράγκων να απομακρύνει τα στρατεύματα που με τεράστιο κόστος έφερε πέρα από τις Άλπεις, φαντάζομαι πως θα σας παρακούσω. Όταν ανατείλει ο ήλιος, πολύ φοβάμαι πως θα βρούμε τα στρατεύματα στη θέση τους".
   "Περιφρονώντας τη θέλησή Μας;"
   "Mirable dictu. Όχι περιφρονώντας τη θέλησή Σας, Παναγιότατε. Μάλλον ενάντια στη δική μας θέληση, εφόσον ο Διάβολος είναι ικανός να μας δελεάσει παρά τις προειδοποιήσεις του Κυρίου μας για το αντίθετο. Ακόμη και η Μακαριότητά Σας δεν είναι ισχυρότερη από το Σωτήρα Μας σ' αυτά τα θέματα".
   "Επιχειρηματολογείτε σαν το μέντορά σας τον Σατανά, τότε που προσπάθησε να ξεγελάσει τον Κύριό Μας στην έρημο", φώναξε ο Πάπας. "Αυτή είναι η εντολή Μας. Τα στρατεύματα θα απομακρυνθούν από τις πύλες της Ρώμης προτού ξημερώσει, Εξοχότατε".
   "Τα στρατεύματα δεν πρόκειται να μετακινηθούν για χάρη σας, Παναγιότατε, όπως οι Άλπεις αρνήθηκαν να μας καταπλακώσουν για το χατίρι σας. Και μην ξεχνάτε πως ο αφέντης μου έχει τον καρδινάλιο Βοργία, το γιο σας, ως πρόσθετη εξασφάλιση από τις Αυτών Καθολικές Μεγαλειότητες της Ισπανίας, ώστε να είναι βέβαιος πως θα εκπληρώσετε την υπόσχεσή σας. Δεν έχω παρά να στείλω μήνυμα και ο μικρός Βοργίας θα ανέλθει στον Παράδεισο -για τον οποίο έτσι κι αλλιώς είναι προορισμένος".
   "Θα σκοτώσετε τον Καίσαρα άσχετα από τις εξελίξεις. Αυτό θέλει να πει ο αφέντης σου;"
   "Ο αφέντης μου δε θα επέτρεπε ποτέ τέτοιο πράγμα, να αφήσει έναν φιλοξενούμενο να πάθει κακό. Εγώ όμως, ως άνθρωπος της Εκκλησίας όπως κι εσείς, επιδιώκω το summum bonum, το καλύτερο αποτέλεσμα, όχι τον ιπποτισμό. Αυτό ήθελα να σας πω".
   "Να προσέχετε κατά την έξοδό σας από την πόλη του Βατικανού. Μην ξεχνάτε πως το θέλημά Μας είναι του Θεού, και κανείς εκτός από Εκείνον, κανένας αυτοκράτορας ή άγιος, δε γνωρίζει την ώρα του θανάτου κάθε ανθρώπου".
   Ο επίσκοπος έγειρε στο πλάι το κεφάλι, σάμπως να αφουγκραζόταν. "Αυτές τις κωδωνοκρουσίες, Παναγιότατε... Τις ακούτε;"
   Αφουγκράστηκα με προσοχή, αλλά δεν άκουσα καμία καμπάνα.
   "Είδα τα καθαγιασμένα χείλη σας να σαλεύουν", συνέχισε ο επίσκοπος, "αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι ήθελαν να πουν. Εξηγήστε μου, επρόκειτο για απειλή;"
   "Ποιες καμπάνες;" απόρησε ο πατέρας. "Τι ανοησίες είναι αυτές που λέτε, Εξοχότατε;"
   Ο επίσκοπος έφερε το χέρι κοντά στα αφύσικα τριχωτά αυτιά του, λες και κάτι ακόμη πιο αλλόκοτο συνέβαινε ξαφνικά. "Α, για όνομα του Θεού, Sanctissimus, μακάρι να μπορούσα να διαβάσω τα χείλη. Αλίμονο, όμως... πρέπει να είναι το διαβολικό αμόνι του Σατανά, το σφυρί και η τσιμπίδα που αντηχούν στο κωδωνοστάσιό μου".
   Δεν άντεχα άλλο. Αυτός ο ηλίθιος χλεύαζε τον Πάπα και ήταν έτοιμος να σκοτώσει τον Καίσαρα.
   "Δεν είναι το διαβολικό αμόνι του Σατανά στο κωδωνοστάσιό σου", τσίριξα. "Είναι η φριχτή περούκα του Σατανά στ' αυτιά σου!"
   Και ξέσπασα σε χαχανητά και πνιχτά γέλια, όπως κάνουν συνήθως τα κορίτσια στην εφηβεία. Τώρα που είχα αποκαλυφθεί, βγήκα από την κρυψώνα μου. Η δύναμη του απροσδόκητου γέλιου είναι μεγάλη. Θυμάμαι ακόμη το γελάκι του πατέρα όταν με είδε και άκουσε την παιδιάστικη ύβρι μου. Αμέσως όμως πήρε πάλι την απειλητική έκφραση που είχε νωρίτερα.
   "Σκέφτεστε όπως οι κοινοί θνητοί κι όχι όπως Εμείς, Εξοχότατε". Ο πατέρας στέναξε. "Χάσου απ' τα μάτια μου, Σατανά".
   "Να περιμένετε πως η Μεγαλειότητά του θα μπει στη Ρώμη μέσα σε τρεις μέρες", φώναξε ο επίσκοπος, κάνοντας μεταβολή για να φύγει.
   Τα μάτια του ήταν κολλημένα πάνω μου καθώς διέσχιζα την τεράστια αίθουσα. Τον είχα δει κι άλλες φορές, και πάντοτε το βλέμμα του ήταν στυλωμένο στα πισινά μου. Ήμουν μικρή ακόμη και μπορούσα μονάχα να φανταστώ το γιατί, παρ' όλο που ήξερα αμυδρά πως είχε κάποια σχέση με τη λαγνεία. Όμως, τι ακριβώς ήταν; Σύντομα οι γνώσεις μου θα διευρύνονταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
   "Όπως προστάζετε, Παναγιότατε", είπε ο επίσκοπος και, με το βλέμμα ακόμη εστιασμένο πάνω μου, μού χάρισε το λιγδιασμένο, ρυτιδιασμένο του χαμόγελο. "Κι αν έχετε την καλοσύνη, μεταφέρετε τις ευλογίες μου στην κατά βλάσφημο τρόπο ουράνια θυγατέρα σας", συνέχισε, κάνοντας το σημείο του σταυρού κατά τη μεριά, είμαι σίγουρη, των χαμηλότερων σημείων του κορμιού μου. "Αν και το να είσαι θυγατέρα - ή, μήπως, "ανιψιά";- του ίδιου του Βικάριου του Χριστού θα πρέπει να είναι αρκετή ευλογία για οποιαδήποτε κοπέλα. Ετούτη εδώ έχει μια πρωτόγνωρη θεία φύση που μόλις ανθίζει. Δε μοιάζει κόρη κοινού θνητού, Παναγιότατε, αλλά θεού. Λουκρητία Formosa (7), μπορείς να βάλεις σε πειρασμό ακόμη και τον ίδιο τον Χριστό".
   Τα λόγια του επισκόπου με έκαναν να νιώσω τρομαγμένη, περήφανη και ισχυρή -και όλα αυτά ταυτόχρονα. Ο πατέρας είχε συνοφρυωθεί. Δεν ήμουν ικανή να μαντέψω το λόγο. Γιατί να νοιάζεται ο Πάπας για το ποια έγδυνε με τα μάτια και λιμπιζόταν ο επίσκοπος; Τι αφορούσε αυτό τον Πάπα; Είχα τη δύναμη να υπερασπιστώ τον εαυτό του μπροστά σε ένα μαραμένο χούφταλο. Ο επίσκοπος έκανε μια βαθιά υπόκλιση στον Πάπα, φίλησε το δαχτυλίδι του και αποσύρθηκε. Ο πατέρας άπλωσε τα όμορφα μπράτσα του προς το μέρος μου. Έτρεξα και την επόμενη στιγμή βρισκόμουν κουρνιασμένη και χαρούμενη στην αγκαλιά του. Ήταν ντυμένος στα λευκά, όπως τον έβλεπα καθημερινά για περισσότερο από ένα χρόνο. Λευκά άμφια με λευκό ωμοφόριο, κουμπιά καλυμμένα με λευκό ύφασμα και λευκή ταινία. Φορούσε το ρουμπινένιο δαχτυλίδι του Πέτρου κι ένα μεγάλο επιστήθιο σταυρό, και τα δύο καλυμμένα με διαμάντια, μαζί με λευκές παντόφλες, μακριές κάλτσες και καλότα. Ακόμη και στην κάποτε ολόμαυρη γενειάδα του τώρα ξεφύτρωναν λευκές τούφες, θαρρείς για να ταιριάζουν με τα ρούχα του. Η λευκότητά του έμοιαζε να διαχέεται πέρα ως πέρα στο Παπικό Παλάτι και τώρα στα Διαμερίσματα των Βοργιών. Δεν ήμουν πλέον έξι χρονών κι ο πατέρας είχε χάσει εκείνη την αίσθηση της απέραντης ηπείρου που μου έδινε τότε. Τώρα ήταν πάντα λευκοντυμένος, δίχως τη Βάνιτα και την αγάπη της που τον κρατούσε γερά στη γη. Δεν έμοιαζε πλέον με ήπειρο αλλά με σύννεφο, και μάλιστα παχύ. Όχι ένα βαρύ μαύρο νέφος καταιγίδας -αν και ήταν ικανός για ξαφνικούς κεραυνούς και αστραπές- αλλά ένας από εκείνους τους γιγάντιους καλοκαιριάτικους σωρείτες που αιωρούνται άχρωμοι πάνω από τη Μεσόγειο.
   Με φίλησε στο κεφάλι και στα χέρια. "Για πες μου, με τι είδους άθλια αμαρτήματα καταπιάστηκες, πετεινάρι μου, ξανθέ μου Βελζεβούλη;"
   Είχα μόλις επιστρέψει από το μάθημα ραπτικής με ένα τσούρμο ανόητες καλόγριες, οι οποίες περνούσαν όλη την ώρα ράβοντας και χαζογελώντας με τα διφορούμενα πρόστυχα πειράγματα που αντάλλαζαν. Κατά διαστήματα με κοίταζαν και τα φρύδια τους ανεβοκατέβαιναν σαν των παλιάτσων της κομέντια ντελ άρτε. Πέταγαν υπονοούμενα για "ψιψίνες" που έγλειφαν την "κρέμα" και για χορούς γύρω από "μαγιάτικα κοντάρια". Μήπως είναι πρόσταγμα των Ουρανών να έχουν τόσο ποταπή αίσθηση του χιούμορ οι καλόγριες; Να χαζογελάνε έτσι όλη την ώρα; Νόμιζαν πως δεν καταλάβαινα τα διόλου διασκεδαστικά αστεία τους. Αυτό που δεν καταλάβαινα όμως ήταν για ποιο λόγο ήμουν υποχρεωμένη να κάθομαι εκεί σαν μπούφος και να ράβω, αντί να μελετάω ιστορία, όπως έκανε από παιδί ο Καίσαρ.
   "Μάθαινα να ράβω", είπα. "Φοβερό γλέντι -σαν να κάθεσαι και να περιμένεις το γάλα να ξινίσει".
   "Είναι κάτι που πρέπει να μαθαίνουν οι νεαρές δεσποινίδες", είπε ο πατέρας.
   "Για ποιο λόγο; Ο Καίσαρ διάβαζε ιστορία και μελετούσε την τέχνη του πολέμου σε λατινικά και σε ελληνικά βιβλία. Θέλω κι εγώ να διαβάζω βιβλία. Γιατί να μη μελετάω τα ίδια;"     
   "Ο Καίσαρ σπούδασε αυτά τα πράγματα επειδή κάποτε θα του χρειαστούν. Μια κοπέλα σπουδάζει ραπτική επειδή κάποτε θα ράβει".
   "Οι κοπέλες δε γράφουν ποτέ ιστορία, εκτός κι αν είναι οι τσούλες κάποιου σπουδαίου άντρα", είπα. "Έτσι είπε η θεία Αντριάνα στο μάθημα. Μα εγώ νομίζω πως όλα αυτά είναι ταυροκούραδα. Δες την Κλεοπάτρα".
   "Ταυροκούραδα! Λουκρητία, μη γίνεσαι χυδαία".
   "Ο Καίσαρ το έλεγε συνέχεια κι εσένα δε σε πείραξε ποτέ. Από αυτόν το έμαθα. Γιατί να μην μπορώ να το πω κι εγώ; Δεν είναι το έμβλημα των Βοργιών;"
   Ο πατέρας βόγκηξε. "Ο ταύρος είναι το έμβλημά μας, όχι τα... περιττώματά του. Σαν να είμαστε ταυρομάχοι, όχι σταβλίτες".
   Η θεία Μίλα και η θεία Φαρνέζε ήταν δασκάλες μου και -όπως έλεγε ο κόσμος- ερωμένες κι οι δυο του πατέρα. Εγώ αμφέβαλλα για το κατά πόσο ο πατέρας ήταν ευχαριστημένος με αυτή τη διευθέτηση, εφόσον η θεία Τζούλια δεν ήταν παρά ένα περιστασιακό φλερτ και δεν είχε σταματήσει να κοιμάται με κάθε περαστικό μορφονιό κατά τη διάρκεια όλων των χρόνων που μοιραζόταν το κρεβάτι της με τον πατέρα. Ήταν μονίμως αναγκασμένος να στέλνει στρατιώτες ή επισκόπους για να την φέρουν από την εκάστοτε βίλα όπου συγκατοικούσε με τον αδιάφορο δεύτερο άντρα της, τον Ορσίνο Ορσίνι. Ο πατέρας σιχαινόταν τους Ορσίνι. Καθημερινά μαθαίναμε ζωγραφική, χορό, κέντημα με χρυσό και ασημένιο νήμα, λαούτο, καλούς τρόπους και κανόνες πρωτοκόλλου, σε ένα δωμάτιο στην άκρη των Διαμερισμάτων των Βοργιών. Το δωμάτιο βρισκόταν ακριβώς δίπλα στη μεγάλη βιβλιοθήκη, για την οποία ο πατέρας έλεγε πως ήταν η καλύτερη του κόσμου. Κάθε μέρα προσπαθούσα να πείσω την Αντριάνα ή την Τζούλια να με βάλουν στη βιβλιοθήκη, όμως εκείνες επέμεναν να μάθω πώς να υποκλίνομαι και πώς να τρώω τα ζυμαρικά χωρίς να πλαταγίζω τη γλώσσα μου.
   Και πώς να είμαι κομψή και να προσφέρω παρηγοριά στο μελλοντικό σύζυγό μου, όποιος κι αν ήταν αυτός, όταν θα γύριζε πληγωμένος από τη μάχη.
   "Α, θα είναι μεγάλος ευγενής και δε θα ανέχεται μια σύζυγο που δε θα ξέρει να συγυρίζει το κάστρο και να ξεσκονίζει τις αντίκες του", έλεγαν κι οι δυο, προς μεγάλη μου ενόχληση.
   "Μωρέ, τι μου λες;" απαντούσα εγώ. "Στο κάτω κάτω, τι τους έχουμε τους υπηρέτες; Πότε ήταν η τελευταία φορά που κάποια απ' τις δυο σας ασχολήθηκε με το ξεσκόνισμα; Ούτε πρόκειται να ζήσω σε κανένα κάστρο παγωμένο και γεμάτο ρεύματα. Εμένα μου αρέσουν τα παλάτια".
   "Λουκρητία, οι μοναχές και ο πατέρας σου -ο Άγιος Πατέρας, παρεμπιπτόντως- έχουν απαγορεύσει να τριγυρίζεις στη βιβλιοθήκη ή να διαβάζεις βιβλία. Είναι πράγματα που σου κάνουν κακό".
   Έτσι, κάποια στιγμή αποφάσισα πως δεν πήγαινε άλλο και ακολούθησα τον πατέρα ως την είσοδο της βιβλιοθήκης, φροντίζοντας, βεβαίως, να μείνω αθέατη. Αλλά ο πατέρας δεν μπήκε μέσα, απλώς προσπέρασε. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχα διαβεί εκείνη την είσοδο. 
   Άφησα να περάσουν λίγα λεπτά κι ύστερα μάζεψα όλο μου το κουράγιο. Τράβηξα τα στρογγυλά σιδερένια πόμολα και η θεόρατη δίφυλλη πόρτα άνοιξε διάπλατα. Έριξα μια ματιά πίσω μου για να βεβαιωθώ πως ο θόρυβος δεν είχε ανησυχήσει κάποιον.
       
Faunce John, Εγώ, η Λουκρητία, (μετφ. Μαρία Ρόζα Τραϊκόγλου), εκδ. BELL, Αθήνα 2004

Σημειώσεις:
(1) Το σύνολο των παπικών αξιωματούχων (Σ.τ.Μ.)
(2) Άλογο με χρυσαφένιο τρίχωμα, λευκή χαίτη και ουρά, και ενίοτε λευκά σημάδια στο κεφάλι και στα πόδια. (Σ.τ.Μ.)
(3) Εωσφόρος: "Αυτός που φέρνει την αυγή". (Σ.τ.Μ.)
(4) Πραγματικό όνομα, Αντόνιο ντι Πιέτρο Αβερλίνο (Φλωρεντία, περ. 1400 - Ρώμη, περ. 1469): Ιταλός αρχιτέκτονας, γλύπτης και συγγραφέας, που από το 1433 ως το 1445 είχε προσληφθεί από τον Πάπα Ευγένιο τον Δ' για να φιλοτεχνήσει τις χάλκινες κεντρικές πόρτες του παλαιού Ναού του Αγίου Πέτρου. (Σ.τ.Μ.)
(5) Φιλοσοφική θεωρία, ακραία μορφή του υποκειμενικού ιδεαλισμού, που αποδέχεται ως μόνη υπαρκτή ή αποδείξιμη πραγματικότητα το Εγώ.  (Σ.τ.Μ.)
(6) Ο Μιχαήλ Άγγελος. (Σ.τ.Μ.)
(7) Πεντάμορφη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: