Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

[ΜΠΛΕΓΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ] - Β' ΜΕΡΟΣ

   "Ω, Θεέ μου!" ψέλλισα μπροστά στο θέαμα του εσωτερικού της βιβλιοθήκης. Έμοιαζε με τον Ουράνιο Θόλο των Μυστηρίων του ίδιου του Θεού, που ξάφνου είχε ανοιχτεί μπροστά μου.
   "Μικρή Λουκρητία", άκουσα μια φωνή πίσω μου. "Τι γυρεύεις εδώ;"
   "Πατέρα!" Έκανα να κινηθώ ντροπαλά προς το μέρος του -όχι ακριβώς προς το μέρος του, αλλά προς το μέρος των ραφιών και των βιβλίων που με καλούσαν. "Ήθελα..." 
   "Ναι; Τι πράγμα ήθελες;"
   "Ήθελα να διαβάσω τα βιβλία".
   "Είσαι σπάνιο παιδί, Λουκρητία. Ούτε η Τζούλια ούτε η Αντριάνα, ούτε καν η ίδια σου η μάνα, δεν έπιασε ποτέ στα χέρια της βιβλίο. Το ασθενές φύλο δε δείχνει κανένα ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία". 
   "Αλήθεια; Δεν τις ενδιαφέρει;"
   "Όχι. Η γραφή και ο λόγος, ξέρεις, δεν έχουν καμία σχέση με την αγνότητα".
   Ακόμη μια φορά επιστράτευσα όλο το θάρρος μου. "Και πώς το ξέρεις, πατέρα; Ρώτησες ποτέ καμιά τους; Ρώτησες ποτέ τη Βάνιτα αν θα της άρεσε η ανάγνωση;"
   "Δεν ήταν ανάγκη. Ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς, ο Αριστοτέλης, μάς λέει πως δεν είναι στη φύση της γυναίκας η αναζήτηση της αφηρημένης γνώσης. "Το αρσενικό στοιχείο στη φύση", έλεγε, "είναι συνδεδεμένο με ευφυή, διαμορφωμένα και τελειοποιημένα χαρακτηριστικά, ενώ το θηλυκό είναι παθητικό, υλικό και στερημένο, κι επιθυμεί το αρσενικό προκειμένου να επιτύχει την ολοκλήρωσή του". Έτσι έγραφε στα Φυσικά του".
   "Όπως επιθυμούσε εσένα η Βάνιτα;"
   "Περίπου", απάντησε γελώντας. "Αλλά στα ελληνικά". 
   "Και τι λέει για τις γυναίκες ο Αριστοτέλης;"
    "Πως η Σαπφώ, μια έκφυλη Ελληνίδα με αποκλίνουσα φύση, ήταν η μόνη γυναίκα η οποία σκέφτηκε ποτέ να γράψει βιβλίο".
   Δάγκωσα τα χείλη μου. Ήταν σωστό να πω αυτό που σκεφτόμουν; Α, γιατί όχι; σκέφτηκα. Είναι ο Πάπας. Ό,τι πιο κοντινό στον Θεό. Θα καταλάβει αφού είναι Πάνσοφος. "Τότε, ο Αριστοτέλης ήταν μεγάλος κόπανος".
   Ήμουν βέβαιη πως θα ξεσπούσε οργισμένος, αλλά δεν έγινε έτσι. Το μόνο που έκανε ήταν να βάλει τα γέλια, μάλλον χαρούμενος. Αναστατώθηκα όταν συνειδητοποίησα πως ήμουν ικανή να μεταπείσω τον πατέρα με τα λόγια. Σκανδαλίστηκα όταν αντιλήφθηκα το μέγεθος της δύναμης που κρυβόταν μέσα τους. Μήπως γι' αυτό του άρεσε να έρχεται σ' αυτό το μέρος; Και να το στερεί από μένα; Αρκετοί στα χρόνια που ακολούθησαν κατηγόρησαν τον Πάπα πως ήταν τάχα ανεπαρκώς καλλιεργημένος, πως αγνοούσε τους κλασικούς και απείχε πολύ από το να ονομαστεί ουμανιστής. Δεν είναι αλήθεια, αλλά τώρα πια αποτελεί μέρος του μύθου του, κι αυτό, φαντάζομαι, επειδή τα λατινικά του χώλαιναν όταν αυτοσχεδίαζε, όπως χώλαιναν και τα ελληνικά του, τα εβραϊκά, ακόμη και η διάλεκτος της Τοσκάνης.
   "Εντάξει, ο μέγας δάσκαλος έκανε λάθος και σε άλλες περιπτώσεις", απάντησε ο πατέρας γελώντας. "Έκανε λάθος για την κυβέρνηση, τον πόλεμο και το ρόλο των ηγεμόνων. Ίσως έκανε λάθος και για τις γυναίκες. Για ορισμένες ιδιαίτερες γυναίκες, εν πάση περιπτώσει. Οι σύγχρονοι διανοητές προτιμούν τον Πλάτωνα. Είναι πολύ πιο έξυπνος και επίκαιρος. Με βάση τη θεωρία του Πλάτωνα, η Ιδανική Ψυχή, η imago speculi, η λαμπρή εικόνα πάνω στην οποία πρέπει να βασίζονται οι ψυχές όλων των γυναικών, είναι η Παναγία. Τέλειο, βέβαια. Μονάχα που κανείς ποτέ δεν κατηγόρησε την Παναγία πως ήταν εξίσου έξυπνη με τη Σαπφώ. Κάποιοι λένε πως δεν μπορούσε μήτε να διαβάσει την επιγραφή "Βασιλεύς των Ιουδαίων" πάνω στο σταυρό".
   Έριξα μια ματιά γύρω μου, στα χιλιάδες βιβλία και στα ράφια που λύγιζαν από το βάρος τους. Τι σπουδαίο μυαλό πρέπει να έχει κανείς, έλεγα μέσα μου, για να γράψει ολόκληρο βιβλίο... Άραγε θα ήμουν κι εγώ ικανή να συγγράψω; Έτσι όπως στεκόμουν εκεί, με το στόμα ανοιχτό, να οσφραίνομαι τις σκονισμένες περγαμηνές και την όξινη μυρωδιά της τανίνης πάνω στο δέρμα, ευχήθηκα να αξιωθώ μια μέρα κι εγώ να γράψω ένα βιβλίο. Δεν είχα ιδέα για το μέγεθος του στόχου που έθετα. Τώρα, θέλω το εξώφυλλο του βιβλίου μου να είναι παρόμοιο με το αγαπημένο μου πορτραίτο που φιλοτέχνησε ο Μπαρτολομέο ντε Βενέτσια, επειδή την έκφρασή μου σε αυτό τον πίνακα τη γνώριζε τόσο καλά ο Αλφόνσο μου, ο Αλφόνσο του Μπισέλιε. Συν τοις άλλοις, εικονίζομαι ημίγυμνη, κι αυτό θα αυξήσει τις πωλήσεις. Μα εκείνη τη μέρα στη βιβλιοθήκη, ένιωθα να με τρώει η ζήλια μπροστά στην καταγεγραμμένη σοφία των βιβλίων. "Τι πρέπει να κάνεις για να γράψεις ένα βιβλίο, πατέρα;" ρώτησα. "Δεν είναι απίστευτα δύσκολο; Τι πρέπει να σκεφτεί κανείς;"
   "Λοιπόν, για να δούμε", μονολόγησε ο πατέρας και επιτέλους με οδήγησε μες στη βιβλιοθήκη.
   Μια σπηλαιώδης σήραγγα μήκους τριάντα μέτρων και πλάτους δώδεκα ανοίχτηκε μπροστά μου, γεμάτη χιλιάδες βιβλία σε ράφια που ξεκινούσαν από το πάτωμα κι ανέβαιναν σε ύψος δέκα μέτρων, ως το θολωτό ζωγραφισμένο ταβάνι. Οι τρεις τεράστιες αίθουσες που ακολουθούσαν ολοκλήρωναν τη βιβλιοθήκη. Η Λατινική και Ελληνική Αίθουσα, ανοιχτές στο κοινό, η Bibliotheca Secreta, η Μυστική Βιβλιοθήκη, για τα πιο περίτεχνα και ακριβά βιβλία και η Bibliotheca Pontificum, η Παπική Βιβλιοθήκη, γεμάτη επίσημα έγγραφα, κάποια από τα οποία είχαν ηλικία μεγαλύτερη των χιλίων χρόνων.
   "Ιδού η εικόνα του αριστοτελικού Λυκείου", είπε ο πατέρας μπαίνοντας στην Ελληνική Αίθουσα, "εφόσον Εμείς είμαστε η εικόνα του Θεού".
   Εννοούσε Εμάς; αναρωτήθηκα. Γύρω μας υπήρχαν συρόμενες χρυσοκίτρινες σκάλες, σαν του Ιακώβ, που έφταναν ως τα τελευταία ράφια και των δύο πλευρών. Ο πατέρας χαμογέλασε και άρχισε να βηματίζει παράλληλα με τις ράχες των βιβλίων, περιγράφοντας χαμηλόφωνα κάθε τόμο ξεχωριστά. Στη φωνή του φαινόταν ολοκάθαρα το πόσο τα αγαπούσε. Ζήλευα τόσο την αγάπη του. Την ήθελα δική μου. Ήθελα να μάθω αυτές τις σελίδες τόσο καλά, ώστε να τις αγαπήσω όπως εκείνος. Ή να προσθέσω την αγάπη για το διάβασμα στην αγάπη που ένιωθε ο πατέρας για μένα και να γεμίσω από τη γνώση. Ήταν, άραγε, αυτά τα ξύλινα ράφια φτιαγμένα από το δέντρο της Εύας; Είχαν επάνω τους τη Γνώση του Καλού και του Κακού; Πού αλλού θα μπορούσε να υπάρχει συγκεντρωμένη η Γνώση, αν όχι εδώ;
   "Στην καρδιά", είπε ο πατέρας γελώντας όταν τον ρώτησα.
   Σειρές, συλλογές και μεμονωμένοι τόμοι. Ορισμένα βιβλία ήταν ολοκαίνουρια, με σύγχρονες γραμματοσειρές, σε απομίμηση του παλιότερου ύφους που χρησιμοποιούσαν τα αρχαία βιβλία, όπως περιγράφει στην πραγματεία του περί ρωμαϊκού αλφαβήτου ο Φελιτσιάνο από τη Βερόνα. Υπήρχε επίσης ένα αντίγραφο του Ordo Scientiarum της Κασάντρα Φεντέλε -αληθινή Κασσάνδρα, όπως διαπίστωσα διαβάζοντάς το. Ακόμη, το σκανδαλώδες έργο του Μπαρτολομέο Γκότζιο, έκδοση του 1487, Εγκώμιο Γυναικών, μαζί με έργα του Κουζάνο. Ο Φιτσίνο -ο σύγχρονος φιλόσοφος περί αθανασίας- ο Αβερόης σε λατινική μετάφραση και ο Πλήθων, μεταξύ εκατοντάδων άλλων.
   "Τα κείμενα του Γκότζιο είναι πληκτικά και σαχλά", σχολίασε ο πατέρας. "Ωστόσο, πραγματεύονται για πρώτη φορά τα τέσσερα ερωτήματα που αφορούν το γυναικείο σώμα και την ψυχή στα οποία οφείλει να δώσει απάντηση η εποχή μας".
   "Και ποια είναι αυτά;"
   "Το ζήτημα της Αγνότητας. Το ζήτημα της Εξουσίας. Του Λόγου. Και της Γνώσης".
   "Κι όταν τα διαβάσω όλα αυτά, θα ξέρω τις απαντήσεις;"
   "Μάλλον όχι. Εμείς ακόμη δεν τις έχουμε βρει".
   Αρκετά βιβλία έμοιαζαν παμπάλαια. Πίνδαρος, Άγιος Ιερώνυμος, Κρετιέν ντε Τρουά, Κικέρωνας, δεκάδες αντίτυπα του Ομήρου στα ελληνικά και στα λατινικά, Ξενοφώντας, Πλίνιος -πατέρας και γιος- Καίσαρας, Ηρόδοτος, Ευκλείδης, Άγιος Αυγουστίνος, οι ομιλίες Εις τον Ματθαίον του Χρυσόστομου, Αθανάσιος, μαζί με ένα σωρό Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας και καμιά δεκαριά έργα του Βιργιλίου. Τα Άπαντα του Ιώσηπου, το De Vita Moysis του Φίλωνα, το ομότιτλο βιβλίο του Γρηγορίου Νύσσης, καθώς και δεκάδες εβραϊκοί και Κατά Ιουδαίων τίτλοι. Ο πατέρας μού έδειξε ένα δερμάτινο κουτί σε σχήμα βιβλίου με τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς τυπωμένους με χρυσά γράμματα πάνω στη ράχη του.   
   "Ποιανού είναι αυτό;"
   "Του Ζωροάστρη. Ισχυρίζεται πως ο Θεός είναι φως".
   "Δεν είναι;"
   "Μπορεί. Αλλά το "μετέφρασε" ο Πλήθων και ορισμένοι διατείνονται πως είναι πλαστό, πως ο Πλήθων τα έβγαλε από το μυαλό του".
   "Είναι πλαστό, επομένως ο Θεός είναι σκοτάδι;"
   Ο πατέρας άνοιξε το κουτί και ξεφύλλισε τις σκόρπιες χειρόγραφες σελίδες με τα παμπάλαια αλλόκοτα ορνιθοσκαλίσματα, που έμοιαζαν σμιλεμένα σε ξεθωριασμένο χρυσάφι, στο χρώμα του τσαγιού. Μου έδειξε τα Βιβλία των Ωρών, τα πιο εντυπωσιακά που είχα αντικρίσει ποτέ μου, που στις σελίδες τους χόρευαν όλα τα χρώματα της ίριδας και του πάθους. Υπήρχαν δεκάδες από εκείνα τα Βιβλία των Ωρών, καθένα γεμάτο θεόπνευστες εικόνες και κείμενα με μαύρα, πορφυρά και χρυσαφιά στολίδια. Δεκάδες Διαθήκες, Παλαιές και Καινές, σε λατινική, ελληνική και εβραϊκή γλώσσα. Κάμποσοι τόμοι ήταν δεμένοι με δέρμα μοσχαριού, όπως απαιτούσε η σύγχρονη τεχνική, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν ο Άγιος Βερνάρδος του Κλαιρβό, ο Εβραίος Μαϊμονίδης, ο Τζον Φοξ, ο Σενέκας, ο "Κριτής της Κομψότητας" Πετρώνιος, ο Αριστοτέλης, ο Άγιος Ιγνάτιος, ο Αναξαγόρας, ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης και ο Πλάτωνας.
   "Ο Πλάτωνας κατέβασε τη φιλοσοφία από τον Παράδεισο στη Γη", σχολίασε ο πατέρας.
   "Με ποιον τρόπο;"
   "Λέει πως είμαστε όλοι αιχμάλωτοι μέσα σε μια σπηλιά, καθισμένοι γύρω από μια φωτιά. Πως μπορούμε να δούμε μονάχα τις σκιές που ζωγραφίζουν οι φλόγες στα τοιχώματα της σπηλιάς".
   "Όπως όταν κουνάω τα χέρια μου μπροστά απ' το φως και φτιάχνω σκοτεινά σχήματα στον τοίχο;"
   "Ακριβώς έτσι. Φανταζόμαστε πως αυτές οι σκιές είναι πραγματικές και όχι απλές εικόνες. Λέει πως η αλήθεια -τα χέρια σου που φτιάχνουν τις σκιές- είναι πολύ βαθύτερη και σημαντικότερη από τις σκιές, κι ας μην είναι τόσο γοητευτική. Πως με συνεχή μόχθο είμαστε σε θέση να μάθουμε την αλήθεια -τουλάχιστον, οι σπουδαίοι και εμπνευσμένοι καλλιτέχνες και οι ποιητές. Πως υπάρχουν αξίες βασισμένες στην αλήθεια τις οποίες οφείλουμε να έχουμε κατά νου, αξίες που έχουν να κάνουν με το καθήκον και την αξιοπρέπεια. Πως υπάρχει μια ανώτερη οντότητα στο σύμπαν, ο Θεός, τον οποίο έχουμε επιλέξει ώστε τίποτα, όσο ασήμαντο κι αν είναι, να μη χάνεται ποτέ".
   "Εμείς επιλέγουμε τον Θεό;"
   "Εγώ το έκανα".
   "Δε θα χαθώ ποτέ έτσι και διαβάσω αυτά τα βιβλία;"
   "Δε θα χαθείς ποτέ αν εμπιστεύεσαι τον πατέρα σου".
   "Και τι λέει ο Αριστοτέλης;"
   "Μας λέει τι σημαίνει καλή ζωή".
   "Τι σημαίνει;"
   "Μια ζωή "εξαίρετων δραστηριοτήτων σε αρμονία με τη λογική", πράγμα που ανέκαθεν μου φαινόταν ο αληθινός υπότιτλος της εποχής μας".
   "Ποιο πράγμα είναι "εξαίρετο";"
   "Η τόλμη, η εγκράτεια, η γενναιοδωρία, η μεγαλοπρέπεια, το μεγαλείο της ψυχής, η φιλοδοξία, η ευδιαθεσία, η εγκαρδιότητα, το πνεύμα, η δικαιοσύνη και δύο ακόμη που δεν τα θυμάμαι ποτέ". (Η ειλικρίνεια και η αιδώς ήταν αυτά που δεν κατόρθωνε να θυμηθεί.)
   "Αυτός είσαι εσύ, πατέρα". Όμως, ποια ήταν εκείνα τα δύο που δεν μπορούσε να θυμηθεί; αναρωτήθηκα.
   Στη συνέχεια, ασχοληθήκαμε με λιγότερο απαιτητικούς συγγραφείς, όπως τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον Τερέντιο και τον στωικό Σενέκα, ο οποίος μας προτρέπει να προάγουμε τη δυστυχία για το δικό της, έξοχο ενδιαφέρον. Ο πατέρας μού έδειξε παγκόσμιους άτλαντες που αποκάλυπταν τα μυστικά του χώρου και των αποστάσεων. Ήταν λάτρης του Νέου Κόσμου, όπως παρουσιαζόταν στον Άτλαντα του Βεσπούτσι. Τον έβλεπε ως τη μεγαλύτερη ευκαιρία που είχε παρουσιαστεί ποτέ για τη διάδοση της Πίστης και όχι ως μια ακόμη αφορμή για βιασμούς και λεηλασίες, όπως ανακοίνωσε και στην Παπική Βούλα του 1501. Μάλιστα, το Μάιο του 1493 μοίρασε το Νέο Κόσμο μεταξύ Ισπανίας και Πορτογαλίας, εξαπλώνοντας την κυριαρχία του Ιησού απ' άκρη σ' άκρη στο καινούριο μισό της Γης, γεγονός για το οποίο θα χυθεί αναμφίβολα πολύ μελάνι. Ορισμένοι, μάλιστα, πρότειναν να ονομαστεί ο Νέος Κόσμος "Αλεξάνδρεια", στη μνήμη του πατέρα. Κι ύστερα μου έδειξε περγαμηνές δεμένες με δέρμα προβάτου, χιλιάδες, με κατάλευκα εξώφυλλα. Οβίδιος, Κάτουλλος, Οράτιος, Λουκιανός, Ιουβενάλης, Πλαύτος, Επίκουρος, Τίτος Λίβιος, Απουλήιος, De Architectura του Βιτρούβιου, Κοϊντιλιανός, Σαλλούστιος και δεκάδες Λατίνοι, Έλληνες και Άραβες ποιητές, άλλοι σε πρωτότυπα χειρόγραφα, άλλοι σε αντίγραφα. Τα βιβλία με τα λευκά εξώφυλλα ήταν πανέμορφα, συλλογιζόμουν, έτσι όπως ισορροπούσαν στα ράφια τους, όμοια με τα αργοκίνητα χιονοσκέπαστα βουνά για τα οποία οι Ελβετοί διατείνονται πως μετακινούνται δυόμισι εκατοστά κάθε χρόνο, με κατεύθυνση προς τη θάλασσα. Οτιδήποτε τόσο παλιό και λευκό θα πρέπει να μεταφέρει στον αναγνώστη μονάχα αυθεντικές, αγνές αλήθειες, γι' αυτό ήμουν βέβαιη. Εκατό σειρές. Χίλιοι κατάλευκοι τόμοι, το λιγότερο.
   "Τι είναι αυτό εδώ;" ρώτησα δείχνοντας μια ροδαλή περγαμηνή.
   "Η Ιστορία της Σωτηρίας της Ψυχής, Συμβολισμένη σε ένα Οικοδόμημα, της Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν", είπε ο πατέρας.
   "Χίλντεγκαρντ; Δεν είναι γυναικείο όνομα αυτό; Νόμιζα πως μόνο η αλαφροΐσκιωτη Σαπφώ έχει γράψει βιβλία".
   "Η Χίλντεγκαρντ ήταν τρελή για δέσιμο", αποκρίθηκε ο πατέρας. "Οι σημειώσεις της φαίνονται λογικές στην αρχή, όπως της Σαπφούς, μα σύντομα ξεπερνούν τα όρια της παραφροσύνης. Ο Καμερλένγκο είπε πως τα γούστα μου είναι... ας πούμε, "καθολικά", έτσι το είπε -με μικρό κάπα. Μ' έχεις δει να στέλνω μοναχούς στην Όστια για να υποδεχτούν τα πλοία που φτάνουν στο λιμάνι, έτσι δεν είναι; Τα αμπάρια τους είναι γεμάτα βιβλία, πρέπει να ξέρεις. Από τότε που έγινα Πάπας, έγινα και βιβλιόφιλος, στα κρυφά. Εμπλούτισα όσο γινόταν αυτή τη συλλογή, την οποία ξεκίνησε ο Νικόλαος ο Ε' και την τριπλασίασε ο Σίξτος ο Δ'. Συν τοις άλλοις, διακόσμησα αυτή την αίθουσα, όπως βλέπεις, σύμφωνα με τις περιγραφές που δίνει ο Πλίνιος ο Νεότερος για τον κήπο της βίλας του. Φιλοδοξία μου είναι να αντικαταστήσω μια μέρα τις χαμένες βιβλιοθήκες της Ακαδημίας των Αθηνών και της Αλεξάνδρειας".
   "Τα έχεις διαβάσει όλα αυτά;"
   "Κατά εποχές". 
   Θεέ μου, σκέφτηκα, ο Πάπας πρέπει να είναι όντως Παντογνώστης. Μάλλον βλάσφημη σκέψη, σύμφωνοι. Μα ήξερα πως απαγορευόταν να αμφισβητήσω έναν άντρα τόσο σπουδαίο, έναν άντρα που συνέλεγε και διάβαζε όλα όσα έβλεπα γύρω μου. Εγώ δεν ήξερα τίποτε πέρα από το ράψιμο. "Τα έχει διαβάσει κι ο Καίσαρ;"
   "Έτσι πιστεύω". Ο πατέρας έβαλε τα γέλια.
   "Να τα διαβάσω κι εγώ;"
   Γέλασε ξανά. "Γνωρίζεις λατινικά και ελληνικά;"
   "Όχι".
   Άπλωσε το χέρι του και κατέβασε δυο λεπτούς τόμους από ένα ράφι. "Μια ελληνική και μια λατινική γραμματική", είπε. "Ξέρεις καθόλου ανάγνωση;"
   "Ξέρω", απάντησα δύσθυμα. Ήταν κατά το ήμισυ αλήθεια, εφόσον υποχρέωνα τη γριά καλόγρια να ακολουθεί τις λέξεις με το δάχτυλο κάθε φορά που μου διάβαζε το βίο ενός αγίου ή ένα μύθο του Αισώπου. "Ξέρω τα γράμματα. Μου τα έμαθε η γριά καλόγρια. Απίστευτο τι μπορείς να μάθεις ράβοντας παλιά ρητά πάνω σε μαξιλάρια". Προτιμούσα να ρίξω την ευθύνη στην ηλικιωμένη μοναχή, γιατί δεν ήθελα να βάλω σε μπελάδες τις θείες ή τις νεαρές μοναχές.
   "Απομνημόνευσε αυτά τα δυο βιβλία, και τότε ίσως να συζητήσουμε ξανά".
   Τα άρπαξα και το έβαλα στα πόδια. Τους επόμενους μήνες, τα έμαθα κυριολεκτικά απέξω. Αυτές οι δυο γραμματικές, που είχαν γραφτεί από ιερείς με κελτικά ονόματα και είχαν τυπωθεί, αντίστοιχα, από τον Γιόχαν Φρόμπενς στη Βασιλεία και τον Άλδο Μανούτιο στη Βενετία, ήταν εκνευριστικές σαν στενοί κορσέδες με μπαλένες. Όλες οι οδηγίες, και στα δυο βιβλία, ήταν γραμμένες στα ελληνικά ή στα λατινικά. Ήταν πολύ πιο εύκολο να μάθει κανείς αυτές τις δυο γλώσσες, όπως ανακάλυψα σύντομα, ακούγοντας να τις μιλάνε οι παπάδες. Τα λατινικά είχαν εξαπλωθεί στο Βατικανό, επειδή αυτή ήταν η επίσημη γλώσσα του Κυρίου. Τα ελληνικά είχαν εξαπλωθεί επίσης στο Βατικανό, επειδή εκεί είχαν βρει καταφύγιο οι εκατοντάδες κληρικοί που είχαν εξοριστεί από τον Μεγάλο Σουλτάνο. Καθόμουν δίπλα τους κι έστηνα αυτί, κάνοντας τάχα πως έπαιζα με την κούκλα μου. Συνήθως ήταν απορροφημένοι από τις λεκτικές διαμάχες που ενέσκηπταν ανάμεσα στους οπαδούς του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη σχετικά με το αν υπερέχουν η ψυχή και το πνεύμα ή το σώμα και η ύλη. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, οι λόγιοι της Ανατολής κατέληξαν στη Ρώμη, στη Βενετία και στη Φλωρεντία. Από αυτούς τους Βυζαντινούς προέρχεται το ενδιαφέρον μας για την ελληνική λογοτεχνία, τη διανόηση και την τέχνη που τώρα συναγωνίζονται τον κόσμο του Βιργιλίου. Τα επιχειρήματα των κληρικών μού ζάλιζαν το κεφάλι, όμως δεν έπαυα να απομνημονεύω το λεξιλόγιο και τη σύνταξη που χρησιμοποιούσαν. Τα βράδια πήγαινα στη βιβλιοθήκη και διάβαζα. Χρειάστηκαν κάμποσα βιβλία προτού μπορέσω να συσχετίσω όσα είχα διαβάσει στις γραμματικές με μια σελίδα κειμένου, αλλά τελικά τα κατάφερα. Μου άρεσε ακόμη να τριγυρνάω στο Studium Urbis, το πανεπιστήμιο που είχε ξαναχτίσει ο πατέρας κοντά στο Πάνθεον, και να ακούω τους σπουδαστές να επιχειρηματολογούν, στα λατινικά ή στα ελληνικά, για το αν το αίμα που χύθηκε κατά τη διάρκεια του Θείου Πάθους και βρέθηκε ξανά στο Σώμα του Ιησού κατά την Ανάστασή Του παρέμεινε ενωμένο με τη Θεία Φύση Του κατά τη διάρκεια των τριών ημερών που το Σώμα Του έμεινε στον τάφο. Αυτές οι συζητήσεις ήταν της μόδας εκείνη τη χρονιά, αλλά εμένα μου ήταν αδύνατον να τις παρακολουθήσω, σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το μόνο που ήμουν σε θέση να υποθέσω ήταν πως η σωτηρία του ανθρώπου δεν οφειλόταν στο Αίμα Του μα στο Θάνατό Του.
   "Ο κόσμος θεωρεί όλους τους Βοργίες τρελούς", έλεγε ο πατέρας. "Ποιο το κακό;"
   "Έχετε πρόθεση, Παναγιότατε, να δημιουργήσετε μια ακόμη Σαπφώ;"
   "Μην ανησυχείτε. Οι άντρες δε θα επιτρέψουν σε ένα όμορφο θηλυκό σαν την κόρη μου να ακολουθήσει τα χνάρια της Σαπφούς. Αλλιώς θα έβγαινε ψεύτης τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης".
   "Κι αν γίνει μοναχή;"
   "Εννοείτε λεσβιάζουσα;"
   "Άγιε Πατέρα!"
   "Αποσυρθείτε, αδελφές. Αυτό είναι το θέλημά Μας".
   Κι αυτό ήταν όλο.
   Το ένα μετά το άλλο, κάτω από το φως του φεγγαριού, κατέβαζα τα βιβλία από τα ράφια, τα άνοιγα σάμπως να άγγιζα την ίδια την Κιβωτό της Διαθήκης και τα διάβαζα. Ορισμένα ήταν μεγάλα και βαριά σαν κορμί ανθρώπου κι ήταν ολόκληρη διαδικασία να τα κατεβάσω από τα ράφια που έτριζαν, ωστόσο σύντομα ανακάλυψα πως αυτά ακριβώς προτιμούσα. Κι ενώ ρουφούσα άπληστα τις λέξεις, εκείνες αποκτούσαν καινούριο νόημα μέσα μου. Ένιωθα πως ο νους, η ψυχή μου -μα υπάρχει, στ' αλήθεια, διαφορά;- είχαν αρχίσει να μεταβάλλονται στον πυρήνα τους. Είναι τίποτε πιο ισχυρό σε αυτό τον κόσμο, αναρωτιόμουν, από την αναγέννηση της ψυχής; Παράξενο, συλλογιζόμουν, το πώς αυτές οι σελίδες και οι δερμάτινοι τόμοι καταφέρνουν τόσο εύκολα κι ευχάριστα αυτό που η πυρά της Ιεράς Εξέτασης -που πολύ συχνά τροφοδοτείται με παρόμοια βιβλία- δεν καταφέρνει ποτέ να κάνει. Το μελάνι σβήνει ακόμη και το αιώνιο πυρ της Κόλασης. Μακάρι, προσεύχομαι καθημερινά, την ώρα που πιάνω στα χέρια μου το καλαμάρι για να γράψω, να ασκήσει κι αυτό το βιβλίο που βρίσκεται μπροστά μου τις ίδιες αναμορφωτικές δυνάμεις πάνω σε κάποιο άλλο ξανθόμαλλο κορίτσι. Το φεγγαρόφωτο δυσκόλευε το διάβασμα, και τα βιβλία ήταν χιλιάδες. Δεν μπορούσα να πάω στη βιβλιοθήκη τις νύχτες της νέας σελήνης, μια κι εκείνες τις βραδιές η ουράνια λάμπα έμενε σβηστή. Σταδιακά, ωστόσο, έμαθα να αγαπάω τις σελίδες, τη μυρωδιά τους, τη σκόνη, οτιδήποτε είχε σχέση με τον κόσμο των βιβλίων.
   Εκείνη τη μέρα, πάντως, βρισκόμουν ακόμη στα γόνατα του πατέρα, ύστερα από την αναχώρηση του επισκόπου.
   "Κι εσύ τι σκάρωνες, πατέρα;" ρώτησα με τη σειρά μου.
   Ο Πάπας Αλέξανδρος έριξε μια ματιά στο θολωτό διάδρομο, απ' όπου είχε μόλις αποσυρθεί ο επίσκοπος του Αλάτρι.
   "Έγραφα ιστορία", είπε κι έμεινε αμίλητος. "Μαύρη ιστορία. Είναι τόσο δύσκολο να είναι κανείς Πάπας. Πολύ πιο δύσκολο απ' όσο έχουμε φανταστεί πριν από τη στέψη Μας. Πολύ πιο δύσκολο να είσαι παρά να επιθυμείς. Σοφό μάθημα για κάθε άντρα ή γυναίκα".
   "Ο Καίσαρ δε θα το διδαχτεί ποτέ", είπα. "Επειδή..."
   Αλλά ο πατέρας δε με άκουγε. Ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του, με το βλέμμα στυλωμένο στον Εσταυρωμένο του Μπρουνελέσκι που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο, σύμφωνα με τις οδηγίες του Πιντουρίκιο. "Θα ήταν πολύ απλό να βάλουμε κάποιον να δολοφονήσει τον επίσκοπο του Αλάτρι", είπε σιγανά, "αλλά το ξέρει και φροντίζει να μην πηγαίνει πουθενά ασυνόδευτος".
   "Μπορώ να σε βοηθήσω με τον επίσκοπο;"
   "Δεν μπορείς. Δεν είσαι παρά μια μικρή γυναίκα, και το μόνο που σκοτώνουν οι γυναίκες είναι μύγες".
   "Άσε με να σκοτώσω τον επίσκοπο για χάρη σου", γκρίνιαξα. "Θα μπήξω ένα μαχαίρι στην κοιλιά του, όπως λέει η θεία Τζούλια πως θα έπρεπε να είχε κάνει εξαρχής η Κλεοπάτρα με τον Μάρκο Αντώνιο".
   "Αυτό λέει η Τζούλια;"
   "Διαρκώς".
   "Και γιατί;"
   "Επειδή ο Μάρκος Αντώνιος πλάγιαζε με άλλες γυναίκες".
   "Δε μου αρέσει να διαφωνώ με τη θεία Τζούλια, μα δεν πιστεύω πως ένα τέτοιο επιχείρημα στέκει από μόνο του".
   "Πατέρα, μιλάς στο πρώτο ενικό".
   "Οπωσδήποτε όχι. Παντελώς αβάσιμο επιχείρημα. Αληθινά θανάσιμο αμάρτημα. Πρέπει να μιλήσουμε με τη θεία Τζούλια".
   "Άσε με να τον σκοτώσω, πατέρα. Μπορώ να το κάνω. Τι είναι, στο κάτω κάτω; Ένας επίσκοπος πεισματάρης σαν γαϊδούρι".
   "Κι Εμείς ήμαστε κάποτε επίσκοποι", είπε ο πατέρας. "Μήπως κι Εμείς ήμαστε σαν γαϊδούρι; Γι' αυτό γεννήσαμε μια μικρή δεσποινίδα που μοιάζει με μουλαράκι;"
   "Ο επίσκοπος του Αλάτρι με αποκαλεί "ουράνια"", είπα. "Και προσπαθεί να με πείσει να κάτσω στα γόνατά του".
   "Αλήθεια;" είπε ο πατέρας. "Κι εσύ δεν πείθεσαι;"
   "Έχει περίεργο βλέμμα όταν μου το προτείνει".
   ""Περίεργο", πράγματι. Λουκρητία, θέλω να έρθεις στα διαμερίσματά μου λίγο πριν από την ώρα του δείπνου. Θα το κάνεις;"
   "Α, βέβαια, πατέρα".
   Είχα την αίσθηση πως έγραφα ιστορία από μόνη μου. Ίσως μια μέρα να υπήρχε κάποιο βιβλίο στην αίθουσα αυτή που θα έγραφε για μένα! Σκέφτηκα τον Καίσαρα. Θεωρούσε πως ό,τι ήταν να κάνω στη ζωή μου το είχα ήδη κάνει. Σίγουρα θα τον έπιανε μανία και μόνο στη σκέψη πως ετοιμαζόμουν να δράσω, εγώ, όχι αυτός. Άντε λοιπόν, του είπα από μέσα μου, ξεσπάθωσε. Τσίριξε, ούρλιαξε, χτύπα τα πόδια σου, άφρισε, κοπάνησε το κεφάλι σου στο πάτωμα. Έχεις το ελεύθερο. Όμως εγώ μπορώ να σώσω τη ζωή σου, ενώ εσύ όχι.
   Μόλις σουρούπωσε, η αδελφή Ανζελίκ, η "Παρθένος της Παπικής Κρεβατοκάμαρας" -δεν υπαινίσσομαι κάτι, όντως συγύριζε το κρεβάτι, καθάριζε το δωμάτιο, άδειαζε τα ουροδοχεία κι ήταν πράγματι ευσεβής κοπέλα- με συνόδεψε στο τεράστιο υπνοδωμάτιο του Πάπα και μας άφησε μονάχους. Ήταν ένα δωμάτιο αχανές, μεγαλόπρεπο. Κι ωστόσο, ακόμη δεν είχε αποκτήσει το μελλοντικό μεγαλείο του. Οι ζωγράφοι δεν το είχαν κοσμήσει με τα αριστουργήματά τους, πράγμα που θα έκαναν σύντομα, δημιουργώντας μερικές από τις ωραιότερες τοιχογραφίες του κόσμου. "Έτσι θα πρέπει να είναι οι τοίχοι του Παραδείσου", θα αναφωνούσε έκπληκτος ο Μποτιτσέλι όταν θα τις πρωτόβλεπε. Ωστόσο, ήξερα πως ήδη ήταν το δωμάτιο που είχε ονειρευτεί ο Συννεφένιος Βασιλιάς, που τώρα καθόταν στο ολόλευκο κρεβάτι με τα σατινένια σκεπάσματα. Στη μια πλευρά του κρεβατιού υπήρχε ένα τραπέζι φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από ελεφαντόδοντο. Πάνω στο τραπέζι ήταν ακουμπισμένο ένα χρυσό κύπελλο γεμάτο κόκκινο κρασί. Αργότερα το ίδιο βράδυ, ο πατέρας θα παρέθετε επίσημο γεύμα, έτσι μου είπε. Έπειτα στράφηκε προς το μέρος μου και ρώτησε αν ήθελα να παρευρεθώ. Αιφνιδιάστηκα. Με προσκαλούσε; Εμένα; Σε επίσημο δείπνο;
   "Πατέρα, δεν απαγορεύεται να παίρνουν μέρος γυναίκες στα επίσημα γεύματα του Βατικανού;"
   "Ο Ιννοκέντιος ο Η', αιωνία η μνήμη του, παρέβαινε αυτή την απαγόρευση καθημερινά. Γι' αυτό, όπως λέγεται, απέκτησε τους δεκάξι μικρούς αποστόλους του".
   "Σε δείπνο ενηλίκων; Βραδινό; Μπορώ να φορέσω καινούρια εσθήτα; Μπλε, για να ταιριάζει με τα μάτια μου;"
   "Ματαιόδοξο πλασματάκι, κόρη της Βάνιτα. Και βέβαια μπορείς".
   "Ναι; Και σκουλαρίκια;"
   "Και σκουλαρίκια".
   Αστειευόταν; Φυσικά και θα πήγαινα. Ένιωθα αληθινή βασίλισσα του κόσμου. Αυτό είναι πράγματι το δωμάτιο όπου τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα, σκέφτηκα. Τίποτε παρόμοιο δεν είχε συμβεί στο παρελθόν, κι ας είχα ικετέψει χιλιάδες φορές. Τότε ο πατέρας άρχισε να μου δίνει οδηγίες για το τι να πω και τι να κάνω και για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να συμπεριφερθώ στο δείπνο.
   "Πατέρα", είπα. "Δεν είναι ανάγκη. Η θεία Τζούλια έχει περάσει ατέλειωτες ώρες μαθαίνοντάς μου αυτά τα πράγματα".
   "Εντάξει, είμαι βέβαιος πως έχεις δίκιο, αλλά σ' αυτό το συγκεκριμένο δείπνο θα αναλάβεις κάποια ιδιαίτερα καθήκοντα".
   "Ιδιαίτερα καθήκοντα;"
   Ήμουν πρόθυμη να κάνω οτιδήποτε μου ζητούσε, αν αυτό σήμαινε πως θα έπαιρνα την άδεια να παρευρεθώ στη γιορτή. Στάθηκα όρθια μπροστά του. Το μάθημα συνεχίστηκε ώρα πολλή. Πάνω κάτω, τα ήξερα ήδη -ποιο κουτάλι συνοδεύει ποιο πιάτο, σε ποιον να υποκλιθώ, ποιον να αγνοήσω. Ύστερα άρχισε να μου εξηγεί τα "ιδιαίτερα καθήκοντα" που έπρεπε να φέρω εις πέρας, σε σχέση με τον επίσκοπο του Αλάτρι. Φορώντας ακόμη τα λευκά, παπικά άμφια, μου έδειξε έναν καινούριο τρόπο περπατήματος. Ήταν αστείος έτσι όπως πηγαινοερχόταν κορδωμένος σαν γυναίκα του δρόμου, με το ογκώδες, αδιαμφισβήτητα αντρικό κορμί του να ασφυκτιά μες στο στενό λευκό ράσο. Έμοιαζε με δασύτριχη, γεροδεμένη Βάνιτα. Στο τέλος, μου εξήγησε ορισμένα αλλόκοτα πράγματα που έπρεπε να πω και να κάνω μόνο για το Γάλλο απεσταλμένο. 
   "Μετά το δείπνο, όταν θα έχουν πιάσει όλοι την κουβέντα, ενώ θα έχουν πιει με την καρδιά τους και θα κάνουν φασαρία, εσύ απλώς θα σηκωθείς από τη θέση σου και θα πλησιάσεις τον επίσκοπο περπατώντας όπως σου έδειξα", είπε.
   "Κάπως έτσι;"
   Προσπάθησα να μιμηθώ όσο πειστικότερα μπορούσα το επιτηδευμένα εκλεπτυσμένο βάδισμά του.
   "Όχι τόσο πολύ", μου υπέδειξε. "Κοίτα να κουνιέσαι λιγάκι, αλλά χωρίς να γίνεσαι χυδαία".
   Η υπερβολή, συνέχισε, προσέδιδε κάτι "ποταπό" και θα προσέλκυε επικίνδυνες σφήκες αντί για το μελωμένο κηφήνα που κυνηγάει κάθε γυναίκα. Δεν αντιλαμβανόμουν πλήρως τι ήθελε να πει, αλλά δε θα γινόμουν με τίποτα χυδαία. Κατευθύνθηκα προς εκείνον. Η μίμηση της Βάνιτα μου ξυπνούσε μια αίσθηση αφύσικη και κατά ένα διεστραμμένο τρόπο προκλητική, σάμπως αυτή η απότομη μικρή αλλαγή στο λίκνισμα των γοφών να εμπεριείχε το σπέρμα μιας ωκεάνιας παλίρροιας. Υπέθεσα πως είχα επιτυχία επειδή ο πατέρας έδειχνε απόλυτα επιδοκιμαστικός, κι ως άντρας ήταν σίγουρα ειδήμων όσον αφορούσε τη γυναικεία περπατησιά. Ήμουν συνεπαρμένη. Ακόμη και τη μακριά πλεξούδα μου, που έφτανε ως τη μέση, τώρα την ένιωθα λιγάκι πιο ξανθιά. Ένιωθα ακαταμάχητη. Δεν ήξερα με ποιον τρόπο τα είχε καταφέρει όλα αυτά ένα καινούριο βάδισμα, μα έτσι είχαν τα πράγματα.
   "Ακριβώς", σχολίασε μειδιώντας ο πατέρας, ενώ μια έκφραση ευχάριστης έκπληξης ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του. "Κι όταν πλησιάσεις, τι σου είπα να πεις;"
   "Κατ' αρχάς, προσέχω να μην πατήσω το πορφυρό ράσο του. Ύστερα λέω: "Αχ, Εξοχότατε, μπορώ να καθίσω στα γόνατά σας, παρακαλώ;" Και τραβάω λιγάκι τη λέξη παρακαλώ, σαν να είναι αυτό που λαχταράω περισσότερο απ' όλα στον κόσμο".
   "Βεβαίως, ουράνιο πλάσμα", είπε ο πατέρας, υποδυόμενος τον επίσκοπο.
   Δεν ήταν τόσο κακός σε αυτόν το ρόλο. Κάθισα στη συννεφένια αγκαλιά του.
   "Τώρα κούνα λιγάκι τον πισινό σου. Χωρίς υπερβολές", είπε.
   "Είναι απαραίτητο;"
   "Μη δίνεις σημασία. Απλώς κάν' το".
   Και το έκανα. Κουνήθηκα πέρα δώθε, βάζοντας τα δυνατά μου να μη φανώ χυδαία. 
   "Αυτό θα κάνει τις καμπάνες του να σημάνουν, πάω στοίχημα", είπε ο πατέρας. "Θα ξετρελαθεί ο Φραντσέζος".
   "Σίγουρα;"
   "Τι λες μετά;"
   "Ρωτάω... αν μπορώ να τον φιλήσω".
   "Μην κάνεις τέτοιες γκριμάτσες, ακόμη κι αν απόψε είναι ιδιαίτερα αποκρουστικός. Θα γείρει μπροστά. Τώρα θέλω να πάρεις αυτό εδώ το δαχτυλίδι..." 
   Κι έβγαλε ένα δαχτυλίδι από το μικρό του δάχτυλο. Όχι το Δαχτυλίδι του Αλιέως φυσικά, αυτό παραήταν μεγάλο. Ένα άλλο, που δεν το είχα προσέξει ως τότε, χρυσό, με μια μεγάλη πολύτιμη πέτρα στο κέντρο.
   "Ζαφείρια, σαν τα μάτια σου", είπε και μου πέρασε το δαχτυλίδι στον αντίχειρα. "Τότε θα φέρεις την παλάμη σου και το δαχτυλίδι πάνω από το ποτήρι του". Κι έφερε το χέρι μου πάνω από το κύπελλο με το κόκκινο κρασί στο τραπέζι από ελεφαντόδοντο που ήταν δίπλα. "Κι ενώ εκείνος περιμένει το φιλί του, εσύ θ' ανοίξεις την πέτρα". Μου έδειξε πώς, σηκώνοντας το κυρτό μπλε βλέφαρο που στερεωνόταν στο δαχτυλίδι με ένα χρυσό αρμό. "Να βεβαιωθείς πως το κρασί που πίνει έχει σκούρο κόκκινο χρώμα και έντονη γεύση, όπως το Αμαρόνε ή το Πορτό". Οδήγησε το χέρι μου για να μάθω την κίνηση. "Μετά δώσ' του ένα φιλί και πρόσφερέ του -πολύ ευγενικά, πρόσεξε- το ποτήρι για να πιει. Τα κατάλαβες όλα;"
   "Γιατί πρέπει σώνει και καλά να τον φιλήσω; Αφού είναι τόσο σιχαμερός".
   "Επειδή είναι κάτι που θα Μας ευχαριστήσει, κι είμαστε ο Άγιος Πατέρας σου".
   "Γιατί τα κάνω όλα αυτά;"
   "Δική σου ιδέα είναι. Δε θέλεις να βοηθήσεις τον Καίσαρα; Κι επειδή το επιθυμούμε Εμείς. Ο Θεός κι εγώ".
   Ώστε έτσι, Εμείς. Ήξερα πως εννοούσε τον ίδιο και τον Θεό. Δε θα ήταν βλασφημία να Τους αρνηθώ τέτοια επιθυμία; "Και για ποιο λόγο το επιθυμείτε κι οι δυο; Γιατί είναι ανάγκη να το επιθυμείτε; Αφού οτιδήποτε επιθυμεί Εκείνος, δεν έχει παρά να το κάνει να συμβεί, έτσι δεν είναι;"
   "Αυτό που εγώ εύχομαι σήμερα στη Γη είναι αυτό που εύχεται ο Θεός αιώνια στον Παράδεισο. Αυτό που ευχόταν ανέκαθεν. Έτσι αντιλαμβάνομαι εγώ την ιδιότητα του Πάπα".
   "Α! Γι' αυτό πρέπει να σκοτώσω τον επίσκοπο του Αλάτρι με τη σκόνη; Δεν είναι αυτό θανάσιμο αμάρτημα;"
   "Αν λέει την αλήθεια, ο Καίσαρ είναι καταδικασμένος έτσι και δεν το κάνεις. Πώς είναι δυνατόν να αποτελεί θανάσιμο ή άλλου είδους αμάρτημα η σωτηρία του αδερφού σου; Αφού κι οι δυο Μας κρίνουμε πως δεν είναι αμαρτία. Λοιπόν, θα τον σώσεις;"
   "Φυσικά. Αυτό δε θέλεις να κάνω;"
   Για κάμποση ώρα, έμεινε αμίλητος. "Είναι δική σου απόφαση. Κοντεύεις να γίνεις γυναίκα. Οι επιλογές σου δεν εξαρτώνται πλέον από μένα".
   Συνειδητοποιούσα πως αυτό που έλεγε ήταν εν μέρει αληθινό -ή, αν μη τι άλλο, έμοιαζε αληθινό τη συγκεκριμένη στιγμή.
   "Αλήθεια;" απόρησα.  
   "Σου ζητάω μόνο να είσαι μια Βοργία. Να αρπάξεις τον κόσμο και να τον κάνεις να γονατίσει στο δικό σου θέλημα. Να μην αφήσεις τον κόσμο να παίρνει τις αποφάσεις. Μήπως θέλεις να παραδώσεις τον αδερφό σου στους εχθρούς μας;"
   "Θα μ' αγαπάς ακόμη, πατέρα, αν γίνω δολοφόνος;"
   "Δολοφόνος;" επανέλαβε. "Θα μου δώσεις μεγάλη χαρά, Λουκρητία. Θα έχεις σώσει τη ζωή του γιου Μας. Θα σε αγαπούσα με όλη μου την καρδιά ακόμη κι αν ήσουν δαίμονας. Δε θέλεις να χάσεις την αγάπη του πατέρα σου, έτσι;"
   "Αυτό θα ήταν το χειρότερο πράγμα στον κόσμο".
   Χαμογέλασε. Η παλάμη του ακούμπησε στο γοφό μου. Μια γαργαλιστική θέρμη, που εκείνη την εποχή ήταν ακόμη ασυνήθιστη, αλλά που ως γυναίκα την έχω συνηθίσει, απλώθηκε μέσα μου. Για δεύτερη φορά κατά τη διάρκεια εκείνης της συζήτησης ένιωσα την ίδια ιδιαίτερη αίσθηση.
   Πλησίασε τα χείλη του τόσο, που σχεδόν άγγιζαν το μάγουλό μου καθώς μιλούσε. "Πρέπει να δώσεις τον ιερότερο όρκο πως δε θα φανερώσεις σε κανέναν, ποτέ, τα σχέδιά μας για τη σωτηρία του Καίσαρα. Οι εχθροί μας θα μας αφανίσουν αν το μάθουν".
   "Μην ανησυχείς, πατέρα, δε θα μιλήσω ποτέ".
   "Πες το. Ορκίσου στο Αίμα από τις Πληγές Εκείνου που ξέπλυνε από το γυμνό Του Σώμα το χέρι της Αγίας Μητέρας".
   Ήταν η τρομακτικότερη περιγραφή που είχα ακούσει ποτέ. Το Αίμα του Σωτήρα μας να αναβλύζει από τις πληγές Του πάνω στα χέρια της Μαρίας, λες και το ακόμη ζωντανό Αίμα Του ήταν η ύστατη Κραυγή της Ζωής Του. Εικόνα πιο τρομακτική από το ανάθεμα και την καταδικαστική απόφαση που είχα ακούσει τόσες φορές να εκδίδει η Ιερά Εξέταση, στέλνοντας κάποιον άντρα ή κάποια γυναίκα στον πύρινο θάνατο, μια κατάρα που πάντοτε με έκανε να ανατριχιάζω.
   "Τ' ορκίζομαι, πατέρα. Στο ματωμένο χέρι της Παναγίας", είπα ριγώντας.
   Γέλασε σιγανά, μπροστά σε αυτή την εμφανώς αδέξια χρήση του λόγου.  
   Λίγες ώρες αργότερα, βρέθηκα ντυμένη με το ολοκαίνουριο γαλάζιο φόρεμα που μου είχαν ράψει οι καλόγριες, χαχανίζοντας, όπως πάντα, και θρονιασμένη σε μια καρέκλα με δαμασκηνά μαξιλάρια, μπροστά στο μεγαλύτερο και λαμπρότερο οβάλ τραπέζι που είχα αντικρίσει ποτέ μου, σε ένα από τα επίσημα δείπνα που παρέθετε ο Πάπας στην Κρατική Τραπεζαρία  -πλουσιότερο δείπνο δε θα μπορούσα να είχα φανταστεί ποτέ. Όταν οι άνθρωποι τρώνε στον Παράδεισο, κάπως έτσι γεμίζουν την ψυχή τους με τη Θεία Χάρη, ακριβώς όπως εμείς παραγεμίζαμε την κοιλιά μας με θεϊκά και σπάνια εδέσματα. Στο τεράστιο τραπέζι κάθονταν γύρω στα είκοσι πέντε μέλη της Ιεράς Συνόδου, μαζί με τις εντυπωσιακά ντυμένες εταίρες τους -τελικά δεν απαγορεύονταν τα θηλυκά, όπως πίστευα- και αρκετοί ιππότες με τις κυρίες τους, διάφοροι ευγενείς και κάποιοι -λίγοι, είναι η αλήθεια- συγγενείς των Βοργιών. Οι συζητήσεις είχαν ανάψει ολόγυρά μου, τα γέλια και οι φωνές υψώνονταν προς τα χερουβείμ και τα σύννεφα της ζωγραφισμένης οροφής. Το κρασί έρεε τόσο άφθονο, που σκέφτηκα μήπως ο Πάπας είχε μετατρέψει το νερό της κρήνης σε οίνο, μόλο που εγώ ήπια μονάχα ένα ποτηράκι λευκό και ένα κόκκινο, όπως με είχε συμβουλέψει ο πατέρας. Τα πορσελάνινα και τα χρυσά σερβίτσια ήταν τόσα, που εύκολα θα μπορούσε κανείς να εξαγοράσει με αυτά ολόκληρα βασίλεια. Μια ουράνια μελωδία ερχόταν από το μέρος της ορχήστρας, καθώς οι μουσικοί τριγύριζαν μέσα στην αίθουσα ντυμένοι άλλοι σαν χερουβείμ με φτερούγες κι άλλοι σαν διάβολοι με ουρές. Φαγητά από όλες τις χώρες που περιέβαλλαν το Mare nostrum έβγαιναν από τις κουζίνες του Βατικανού, πάνω σε ασημένιους δίσκους με διαστάσεις Αγίας Τράπεζας. 
   Ο Πάπας καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού. Όλο το βράδυ δεν πήρα τα μάτια μου από πάνω του. Οι καλεσμένοι φέρονταν όλοι σαν να τον λάτρευαν, κάτι που δε με παραξένεψε διόλου. Καθόταν εκεί τόσο αρρενωπός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, σαν Μεφιστοφελής που δεν έχει καμία απολύτως έγνοια. Ο επίσκοπος του Αλάτρι καθόταν στη θέση του επίτιμου προσκεκλημένου, ακριβώς απέναντι από τον Πάπα. Αν εγώ ολόκληρο το βράδυ χάζευα τον Πάπα, ο επίσκοπος χάζευε εμένα. Ήταν παρήγορο που καθόμουν στο τραπέζι, αφού έτσι τουλάχιστον του ήταν αδύνατον να εστιάσει στα πισινά μου. Λίγο προτού το φαγοπότι φτάσει στο τέλος του, όταν όλοι οι ευγενείς συνδαιτυμόνες είχαν μεθύσει για τα καλά και το γλέντι ήταν στο αποκορύφωμά του, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο πατέρας, κι όταν τα σάλια του γερο-επισκόπου, που ήταν μεθυσμένος όσο όλοι οι υπόλοιποι κι ακόμη περισσότερο, άρχισαν να τρέχουν για χάρη μου, κατέβηκα από το δαμασκηνό κεντητό μαξιλάρι. "Antequam Satanam Fieret, EGO SUM", έγραφε με κόκκινα γράμματα. Κοίταξα τον επίσκοπο κατάματα. Το επίμονο βλέμμα μου έκανε τη μόνιμα καμπουριασμένη πλάτη του να ισιώσει απότομα. Όταν κατευθύνθηκα προς το μέρος του με το καινούριο μου, λυγερό βάδισμα, τον είδα να γλείφει τα χείλη του σαν αλεπού που βλέπει να πλησιάζει η μικρή χήνα.
   "Αχ, Εξοχότατε", είπα όταν επιτέλους έφτασα κοντά του, "μπορώ να καθίσω στα γόνατά σας, παρακαλώ;" 
   "Βεβαίως, ουράνιο πλάσμα", απάντησε, ακριβώς όπως είχε μαντέψει ο πατέρας.
   Εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα πως οι προθέσεις του Θεού κι εκείνες του πατέρα ήταν στ' αλήθεια κοινές. Κάθισα στα γόνατά του. Το έκανα όπως φαντάστηκα πως θα καθόταν η Βάνιτα, δίχως να το σκεφτώ. Συνειδητοποίησα πως η προμελέτη ήταν αυτό που πρωτύτερα το είχε κάνει να δείχνει γελοίο. Ο επίσκοπος ήταν ενθουσιασμένος. Με τάισε ένα αυστριακό γλυκό από αμυγδαλόψιχα, προσπαθώντας να χωθεί σαν σκουλήκι στις κρυφές χάρες μου. Τον περιεργάστηκα. Ήταν δικός μου, το ήξερα. Ήμουν ένα μικρό κορίτσι, ήταν ο απεσταλμένος του βασιλιά, επίσκοπος της Εκκλησίας και διοικητής χιλιάδων δολοφόνων. Κι όμως, ήμουν η αφέντρα του. Καθώς μασούσα την αμυγδαλόψιχα, κύλησα το γλυκό στο στόμα μου όπως είχα δει να κάνει κάποτε η Βάνιτα με μια καραμέλα. Ήξερα πως αυτό θα τον μάγευε ακόμη περισσότερο. Είχα δίκιο. Κούνησα ελαφρά τον πισινό μου στα γόνατά του.
   Τα μάτια του γύρισαν προς τα πάνω από την έκσταση. "Ooh la la", ψέλλισε.
   "Αχ, Εξοχότατε", συνέχισα. "Έχω την άδεια να δώσω ένα φιλί στο ζαρωμένο μάγουλό σας, παρακαλώ;"
   "Τέκνο μου, έχεις την άδεια να δώσεις ένα φιλί σε όποιο ζαρωμένο σημείο σού αρέσει". 
   Έσκυψε μπροστά για το φιλί του, ακριβώς όπως είχε προβλέψει ο πατέρας. Μακριά από το οπτικό του πεδίο, έφερα το χέρι μου και το δαχτυλίδι πάνω από το ποτήρι του, που ήταν γεμάτο κρασί Βουργουνδίας. Γύρω μας επικρατούσε τέτοιο ξεφάντωμα, που κανείς δεν έδινε την παραμικρή προσοχή σε ένα κοριτσάκι κι ένα γέρο. Άνοιξα το δαχτυλίδι. Γύρισα τον καρπό μου πάνω από το κύπελλο. Δεν είδα τη σκόνη να πέφτει, αλλά ήμουν σίγουρη πως αυτό είχε γίνει. Ήταν θέλημα Θεού. Τον φίλησα στη μύτη, το μόνο αζάρωτο, γυμνό σημείο του κορμιού του. Όταν έγειρε πίσω στη θέση του, ένα πλατύ λάγνο χαμόγελο είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του.
   "Μια δροσερή γουλιά κρασί, Εξοχότατε;"   
   Πολύ ευγενικά, του πρόσφερα το κύπελλο με το άλικο γαλλικό κρασί. Το κοίταξε μορφάζοντας. Κι αφού ύψωσε το κύπελλο εν είδει πρόποσης προς την κατεύθυνση των οπισθίων μου, ο επίσκοπος του Αλάτρι κατέβασε το κρασί του μονορούφι. Ο πατέρας μάς παρακολουθούσε χαμογελώντας ανυπόμονα. Έκανα μια προσευχή για την ψυχή του επισκόπου στο Άγιο Πνεύμα, αλλά πίσω από την πλάτη μου, απλώς για να είμαι σίγουρη, δεν παρέλειψα να σταυρώσω τα δάχτυλά μου.    
                          
Faunce John, Εγώ, η Λουκρητία, (μετφ. Μαρία Ρόζα Τραϊκόγλου), εκδ. BELL, Αθήνα 2004

Δεν υπάρχουν σχόλια: