Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

[ O MAΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ]

   Μια μέρα ένα ψηλό δεκαεφτάχρονο παιδί, με μάγουλα κόκκινα σαν το λειρί του γερο-κόκορα, ήρθε να χτυπήσει την πόρτα τους και ρώτησε τη Μαντλέν αν μπορούσε να παρακαλέσει τον κύριο ντε Σαιντ-Κολόμπ να τον διδάξει βιόλα και σύνθεση. Η Μαντλέν τον βρήκε πολύ όμορφο και τον κάλεσε να περάσει στο σαλόνι. Ο νεαρός, με την περούκα στο χέρι, ακούμπησε στο τραπέζι ένα γράμμα διπλωμένο στα δύο και σφραγισμένο με πράσινο κερί. Η Τουανέτ ξαναγύρισε με τον Σαιντ-Κολόμπ, που κάθισε σιωπηλά στην άλλη άκρη του τραπεζιού, δεν άνοιξε το γράμμα κι έκανε νόημα ότι άκουγε. Η Μαντλέν, ενώ το αγόρι μιλούσε, έβαλε πάνω στο μεγάλο τραπέζι, που ήταν σκεπασμένο μ' ένα γαλάζιο ύφασμα, ένα μπουκάλι κρασί τυλιγμένο με ψάθα κι ένα πιάτο από φαγιέντσα με γλυκά.
   Λεγόταν κύριος Μαρέν Μαραί (1). Ήταν φουσκομάγουλος. Είχε γεννηθεί στις 31 Μαΐου 1656 και, επειδή είχε ωραία φωνή, σε ηλικία έξι ετών τον είχαν πάρει στη βασιλική χορωδία της εκκλησίας που βρίσκεται απέναντι απ' την είσοδο των ανακτόρων του Λούβρου. Επί εννέα χρόνια φορούσε λευκό στιχάριο, κόκκινο ράσο, τετράγωνο μαύρο σκουφί. Κοιμόταν στον κοιτώνα του μοναστηριού και μάθαινε όχι μόνο γράμματα αλλά και να σημειώνει τις νότες, να τις διαβάζει και να παίζει βιόλα στο λίγο χρόνο που του έμενε διαθέσιμος -τα παιδιά της χορωδίας έτρεχαν συνέχεια στις ακολουθίες του όρθρου, στις παρακλήσεις στα ανάκτορα, στις επίσημες λειτουργίες και στους εσπερινούς.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

[ ΟΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΙ ]

Πρώτη ημέρα
ΏΡΑ ΠΡΩΤΗ
Όπου φτάνουν στους πρόποδες της μονής και ο Γουλιέλμος αποδεικνύει την ευστροφία του.
   Ήταν ένα ωραίο πρωινό στα τέλη Νοεμβρίου. Τη νύχτα είχε ρίξει λίγο χιόνι και η γη ήταν σκεπασμένη μ' ένα δροσερό πέπλο, που έφτανε τα τρία δάχτυλα. Αμέσως μετά τον Όρθρο παρακολουθήσαμε τη λειτουργία μες στο σκοτάδι σ' ένα χωριό κάτω στην κοιλάδα. Έπειτα ξεκινήσαμε για τα βουνά, ενώ ο ήλιος ξεμύτιζε.
   Καθώς σκαρφαλώναμε το απότομο μονοπάτι που τυλιγόταν γύρω απ' το βουνό, είδα το μοναστήρι. Δεν θαμπώθηκα από τα τείχη που το περιτριγύριζαν -όμοιά τους είδα σ' ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο- μα από έναν επιβλητικό όγκο, που, όπως έμαθα, ήταν το Οικοδόμημα. Ήταν ένα οκταγωνικό κτίριο, που, από μακριά, έμοιαζε τετράγωνο (σχήμα τέλειο, που εκφράζει τη στερεότητα και το απόρθητο της Πόλεως του Θεού), με τις μεσημβρινές του όψεις να πατούν στο επίπεδο του αβαείου, ενώ οι βορινές έμοιαζαν να φυτρώνουν από τις πλαγιές του βουνού, απ' όπου υψώνονταν κατακόρυφα. Λέω ότι από κάποια σημεία, κοιτάζοντας ψηλά, ο βράχος έμοιαζε να υψώνεται στα ουράνια, χωρίς να παραλλάζει χρώμα και υλικό και, ξαφνικά, γινόταν οχυρό και πύργος (έργο γιγάντων εξοικειωμένων με γη και ουρανό). Τρεις σειρές παράθυρα μαρτυρούσαν τον τρισυπόστατο ρυθμό της ανέγερσής του, ώστε αυτό που ήταν τετράγωνο στη μορφή επί γης, γινόταν τρίγωνο πνεύμα στον ουρανό. Πλησιάζοντας περισσότερο, κατάλαβα ότι σε κάθε γωνία υπήρχε ένας επτάγωνος πύργος, με τις πέντε πλευρές στο εξωτερικό μέρος του τετράγωνου σχήματος -οι τέσσερις λοιπόν, από τις οκτώ πλευρές του μεγάλου οκταγώνου σχημάτιζαν τέσσερα μικρότερα επτάγωνα, που απ' έξω φαίνονταν σαν πεντάγωνα. Δεν υπάρχει κανείς να μην κατανοεί τη θαυμαστή αρμονία τόσων ιερών αριθμών, που ο καθένας τους έχει ένα λεπτό υπερφυσικό νόημα. Οκτώ, ο αριθμός της τελείωσης κάθε τετραγώνου, τέσσερα, ο αριθμός των Ευαγγελίων, πέντε, ο αριθμός των κύκλων του κόσμου, εφτά, ο αριθμός των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Στον όγκο και στη μορφή, το Οικοδόμημα έμοιαζε, όπως είδα αργότερα στον Νότο της ιταλικής χερσονήσου, με το Καστέλλο Ουρσίνο ή το Καστέλλο νταλ Μόντε, όμως η απρόσιτη τοποθεσία του το έκανε πιο τρομερό και άξιο να γεννήσει τον φόβο στον ταξιδιώτη που το πλησίαζε σιγά σιγά. Ευτυχώς, εκείνο το καθαρό χειμωνιάτικο πρωινό, το κτίριο δεν μου φανερώθηκε με τη μορφή που το είδα τις ημέρες της θύελλας.