Εκείνο τον καιρό ο Μάριος ήταν όμορφο παλικάρι. Είχε ανάστημα κανονικό, πυκνά μαύρα μαλλιά, μέτωπο ψηλό κι έξυπνο, έκφραση όλο ειλικρίνεια και τιμιότητα. Συνολικά, διέκρινες σ' αυτόν αγνότητα και στοχαστικότητα -μια αόριστη μεγαλο-πρέπεια. Το πρόσωπό του είχε καμπύλες και σταθερές γραμμές, δίχως σκληρές γωνίες. Βρισκόταν στην ηλικία που το πνεύμα των ανθρώπων της σκέψης είναι αθώο, μα και βαθύ. Συγκρατημένος σε όλα -φαινομενικά ψυχρός, ευγενικός, ελάχιστα διαχυτικός. Μα μια ιδιαίτερη γοητεία χαρακτήριζε το στόμα του με τα κατακόκκινα χείλη, τα κάτασπρα δόντια και το γλυκό χαμόγελό του. Έτσι, η αυστηρότητα της φυσιογνωμίας του χανόταν όταν γελούσε. Το ολοκάθαρο μέτωπό του ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το παθιάρικο γέλιο του. Έβρισκες μεγάλο βλέμμα σε κάτι μικρό.
Τότε που περνούσε τις μεγάλες φτώχειες του, τού έκανε εντύπωση που όλα τα κορίτσια γυρνούσαν να τον κοιτάξουν. Αυτό τον πείραζε, τον έκανε να πονά ψυχικά, γιατί θαρρούσε πως οι κοπέλες εκείνες τον κοιτούσαν έτσι γιατί ήταν κακοντυμένος. Μα στην πραγματικότητα τον κοιτούσαν για την ελκυστική χάρη του. Και είχε αγριέψει με τη σιωπηλή τούτη παρεξήγηση. Σε κανένα κορίτσι δεν έδειξε ποτέ προτίμηση, γιατί απέφευγε να πλησιάσει θηλυκό. Η ζωή του κυλούσε σε μια αβεβαιότητα, κουταμάρα, καθώς έλεγε ο Κορφειρούλης.
Αλλά και κάτι άλλο τον συμβούλευε ο Κορφειρούλης:
- Να πετάξεις αυτόν τον ασκητισμό από πάνω σου. Να νιώσεις καλά τα λόγια μου. Μπορείς να σκύβεις λιγότερο στα βιβλία και να προσέχεις περισσότερο τις πεταλούδες. Τι τα θες, κάτι αξίζουν και τα διαβολοκόριτσα. Θέλω να το παραδεχτείς, Μάριε! Με την τωρινή τακτική σου, στο τέλος θα καταντήσεις χαζός με πατέντα.
Όταν τον συναντούσε κάπου κάπου στον δρόμο ο Κορφειρούλης τού έκανε:
- Καλημερίζω την αγιότητά σας!
Η συμπεριφορά τούτη του Κορφειρούλη έκανε τον Μάριο ν' αποφεύγει πιο επίμονα κάθε γυναίκα, μεγάλη και μικρή. Μα περισσότερο απέφευγε τον ίδιο τον Κορφειρούλη.
Ωστόσο, στον απέραντο κόσμο υπήρχαν για τον Μάριο δυο γυναίκες που δεν μπορούσε να τις αποφύγει και δεν αισθανόταν την ανάγκη να κρυφτεί απ' αυτές. Αν του 'λεγες πως ήταν κι αυτές επίσης γυναίκες, σίγουρα θα ξαφνιαζόταν. Ορίστε ποια ήταν τα γυναικεία πλάσματα που ο Μάριος τα θεωρούσε ευνοούμενές του: η γριούλα με τα γένια, που σκούπιζε το δωμάτιό του. Γι αυτήν ο Κορφειρούλης έλεγε: "Αφού έχει γένια τούτη εδώ, ο Μάριος δεν τα χρειάζεται". Η άλλη ήταν κάποια μικρούλα που συναντούσε διαρκώς χωρίς να την προσέξει ποτέ.