Μίαν ημέραν, εις την προκυμαίαν των Χανίων μ' επλησίασεν ένας κύριος, φίλος οικογενειακός, και με ηρώτησεν, ως συνεχίζων προηγουμένην ομιλίαν, την οποίαν δεν είχαμε κάμει:
- Λοιπόν, Γιώργη, τι αποφάσισες;
- Για τα ορτύκια;
- Ποια ορτύκια;
- Α!... Ενόμιζα ότι ξέρετε το σχέδιον που έχομε μερικοί να πάμε στην Παλιόχωρα να κυνηγήσωμε ορτύκια.
- Ουφ! Καϋμένε, λύσσα σ' έχει πιάσει μ' αυτό το κυνήγι! Και να 'κανες τίποτε τουλάχιστον, αλλά ξοδεύεις άδικα σκάγια και μπαρούτη!
- Αυτό 'ναι δική μου δουλειά, απάντησα με δυσαρέσκειαν ανθρώπου υποτιμωμένου και ήμουν έτοιμος ν' απομακρυνθώ.
- Ας είναι τέλος πάντων, δεν πρόκειται περί τούτου, είπεν ο σοβαρός κύριος, ολίγον προσέχων εις τον θυμόν μου. Θα πας στας Αθήνας;
- Μα φαίνεται, θα πάω.
- Και σε ποια επιστήμη θα εγγραφής;
- Ξέρω κ' εγώ; Δεν αποφάσισα ακόμη.
Ο άνθρωπος με παρετήρησεν έκπληκτος.
- Δεν απεφάσισες ακόμη; Εσύ, παιδί μου, είσαι άλλου είδους άνθρωπος. Δεν έχεις καμμίαν ωρισμένη κλίσιν;... Εγώ λοιπόν, να σου πω, από το δημοτικό σχολείο ενόησα ότι είχα κλίσιν εις τα νομικά και έκτοτε δεν άλλαξα γνώμην. Κάθε άνθρωπος έχει μίαν κλίσιν και οφείλει να ακολουθεί την φυσικήν του κλίσιν, άλλως θ' αποτύχη σαφαλώς εις τον βίον του.
- Λοιπόν να σου πω την αλήθεια; Έχω κ' εγώ μίαν κλίσιν.
- Τι κλίσιν;
- Εις το κυνήγι. Έχει κυνηγετική σχολή το Πανεπιστήμιον;
"Ουφ! Κουταμάρες!" ήθελε να είπη ο οικογενειακός φίλος, αλλά περιωρίσθη να το εκφράση με μορφασμόν ανίας, ξυνίσας απλώς τα μούτρα του.
- Βρε αδελφέ, είπε, για να τελειώνωμε, μία πρότασι έχω να σου κάμω. Ξέρεις ότι είμαι ένας εκ των εφόρων των σχολείων. Λοιπόν θα ιδρύσωμεν ένα ελληνικό σχολείο έξω στην επαρχία. Έρχεσαι να σε διορίσωμε δάσκαλο;