Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

ΌΤΑΝ ΉΜΟΥΝ ΔΑΣΚΑΛΟΣ - Α' ΜΕΡΟΣ


   Μίαν ημέραν, εις την προκυμαίαν των Χανίων μ' επλησίασεν ένας κύριος, φίλος οικογενειακός, και με ηρώτησεν, ως συνεχίζων προηγουμένην ομιλίαν, την οποίαν δεν είχαμε κάμει:
   - Λοιπόν, Γιώργη, τι αποφάσισες;
   - Για τα ορτύκια;
   - Ποια ορτύκια;
   - Α!... Ενόμιζα ότι ξέρετε το σχέδιον που έχομε μερικοί να πάμε στην Παλιόχωρα να κυνηγήσωμε ορτύκια.
   - Ουφ! Καϋμένε, λύσσα σ' έχει πιάσει μ' αυτό το κυνήγι! Και να 'κανες τίποτε τουλάχιστον, αλλά ξοδεύεις άδικα σκάγια και μπαρούτη!
   - Αυτό 'ναι δική μου δουλειά, απάντησα με δυσαρέσκειαν ανθρώπου υποτιμωμένου και ήμουν έτοιμος ν' απομακρυνθώ.
   - Ας είναι τέλος πάντων, δεν πρόκειται περί τούτου, είπεν ο σοβαρός κύριος, ολίγον προσέχων εις τον θυμόν μου. Θα πας στας Αθήνας;
   - Μα φαίνεται, θα πάω.
   - Και σε ποια επιστήμη θα εγγραφής;
   - Ξέρω κ' εγώ; Δεν αποφάσισα ακόμη. 
   Ο άνθρωπος με παρετήρησεν έκπληκτος.
   - Δεν απεφάσισες ακόμη; Εσύ, παιδί μου, είσαι άλλου είδους άνθρωπος. Δεν έχεις καμμίαν ωρισμένη κλίσιν;... Εγώ λοιπόν, να σου πω, από το δημοτικό σχολείο ενόησα ότι είχα κλίσιν εις τα νομικά και έκτοτε δεν άλλαξα γνώμην. Κάθε άνθρωπος έχει μίαν κλίσιν και οφείλει να ακολουθεί την φυσικήν του κλίσιν, άλλως θ' αποτύχη σαφαλώς εις τον βίον του. 
   - Λοιπόν να σου πω την αλήθεια; Έχω κ' εγώ μίαν κλίσιν.
   - Τι κλίσιν;
   - Εις το κυνήγι. Έχει κυνηγετική σχολή το Πανεπιστήμιον;
   "Ουφ! Κουταμάρες!" ήθελε να είπη ο οικογενειακός φίλος, αλλά περιωρίσθη να το εκφράση με μορφασμόν ανίας, ξυνίσας απλώς τα μούτρα του. 
   - Βρε αδελφέ, είπε, για να τελειώνωμε, μία πρότασι έχω να σου κάμω. Ξέρεις ότι είμαι ένας εκ των εφόρων των σχολείων. Λοιπόν θα ιδρύσωμεν ένα ελληνικό σχολείο έξω στην επαρχία. Έρχεσαι να σε διορίσωμε δάσκαλο; 

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

[ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΈΡΩΤΑ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Το άλλο πρωί ακόμα έβρεχε. Η Ιουλία τρύπωσε σε μια αποθήκη, τράβηξε έναν μεγάλο μουσαμαδένιο σάκκο, έχωσε την μια γωνία του μες στην άλλη, τις έκανε χωνί, πέρασε το χωνί πάνω απ' το κεφάλι της -το υπόλοιπο τής κάλυπτε κι όλο το σώμα ως τα γόνατα- και πήγε πάλι στην αρκετά μακρινή γειτονιά του Κίμωνα. Τόσο μακρινή, τελικά, που εκεί... δεν έβρεχε. Ή τουλάχιστον είχε σταματήσει η βροχή όσο αυτή να φτάσει -πάντως και το έδαφος κάτω έδειχνε στεγνό: σαν να μην είχε πέσει σταγόνα σ' αυτό το μέρος από πολλές ώρες.
   Της έκανε εντύπωση που κάποιοι απ' τα παράθυρά τους δεν την κοιτούσαν σαν άγνωστη κι ύποπτη ψάχνοντας να βρουν την ταυτότητά της, αλλά σαν άτομο που δεν ξέρει τι του γίνεται αφού φοράει τέτοια καλύπτρα χωρίς να βρέχει. Σιγά - σιγά βέβαια θα τους έμπαιναν και οι άλλες υποψίες, μα η Ιουλία -νοιώθοντας έτσι κι αλλιώς χαμένη- δεν την έβγαλε. Πέρασε λοιπόν ανάμεσα απ' τα σπίτια τους και διέσχισε ένα σωρό στενά δρομάκια σκεπασμένη άχαρα μ' αυτό το τσουβάλι, και προκλητικά, όπως κάτι ενάρετες δέσποινες άλλων εποχών που έβγαιναν την νύχτα γι' ακολασίες φορώντας ρούχα ζητιάνας -κάπως έτσι νομίζουμε πως έβλεπε τον εαυτό της, και λαχάνιασε όσο να φτάσει κοντά στο δικό του... Αυτήν την φορά απέφυγε την κύρια είσοδο, πήγε σύρριζα στον χαμηλό πετρότοιχο που περιέφραζε έναν μικρό κήπο με μερικά οπωροφόρα που είχε μπροστά στο σπίτι του, κι από κει τον είδε να ρίχνει καλαμπόκια σε μερικές κότες κι έναν πετεινό -τις φαρδειές πλάτες είδε μόνο, το σώμα του από πίσω. Της φάνηκε πως πατούσε ξυπόλυτος. Κι έτοιμη, έχοντας τυλιγμένο το χαρτί της σ' ένα πετραδάκι, το έρριξε κατά κει που έρριχνε κι αυτός τα καλαμπόκια του κι έφυγε τρέχοντας από 'ναν πίσω δρόμο, κρύβοντας και το πρόσωπό της μες στην μουσαμαδιά, σχεδόν χωρίς να βλέπει πού πατούν τα πόδια της.
   Το βράδυ εκείνος δεν φάνηκε. Ούτε και το παιδί με την κουκκούλα. Ούτε και τ' άλλο βράδυ. Φαντάστηκε πως θα βρήκε το γράμμα της, θα το σεβάστηκε, γι' αυτό δεν ήρθε. Αλλ' απορούσε λιγάκι που δεν της έγραψε κι αυτός σ' ένα άλλο πως θα 'ρθει σε λίγες μέρες... Βέβαια του έλεγε -του ζητούσε- να μην ξανάρθει ποτέ γιατί αγαπούσε έναν άλλον!... Μα τόσο εύκολα, εν τούτοις, το είχε πάρει εκείνος απόφαση να μην ξανάρθει; Περίεργο. Περίμενε και το τρίτο βράδυ, και το τέταρτο. Και πάλι κανείς δεν φάνηκε. Και η κοπέλλα με τα κόκκινα μαλλιά, που νόμιζε πως θα χαιρόταν γι' αυτό, θα ησύχαζε από κείνον, ούτε χάρηκε ούτε ησύχασε. Πήγε στην Φεβρωνία κι εκμυστηρεύθηκε:
   "Αν μου στείλει κι άλλο γράμμα, θα του πω πως... πως το σκέφτομαι καλύτερα για τον άλλον, πως... μπορεί, αν έχει υπομονή, ν' αλλάξουν τα αισθήματά μου".

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

[ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΈΡΩΤΑ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

  
Απόβραδο Καθαράς Δευτέρας... Η μεγάλη γιορτή θα τέλειωνε σε λίγες ώρες κι αυτήν την χρονιά, την τελευταία του αιώνα, θα τελείωνε ίσως μόνο το πρωί, για να την συνεχίσει μόνος του ο αέρας... Ένα Καρναβάλι, κάθιδρο μες στην παγωνιά αυτής της Δευτέρας (που συνέπεσε να 'ναι και η δεύτερη μέρα του Μάρτη, ενός Γδάρτη για ν' ακριβολογήσουμε), περνούσε βαρειά και βιαστικά, ασθμαίνοντας σαν κυνηγημένη αρκούδα, μπρος απ' το σπίτι του Χριστόφορου, για πολλοστή φορά, ρίχνοντας παράξενα εντατικές ματιές στην πρόσοψη και στα παράθυρα, σαν να 'βλεπε καινούργια πράγματα τώρα που είχε βγάλει την μάσκα με το καλπάκι του -μετά από τρία συνεχή μερόνυχτα που τα φορούσε (και μετά από δύο χρόνια κρυφού σαρκοβόρου έρωτα που κόντευε να τον καταλύσει).
   Ένιωθε σαν ακέφαλος χωρίς το καλπάκι -ένα άδειο πράγμα να κρυώνει απ' τον λαιμό του και πάνω-, ωστόσο ρυάκια και σγρομπαλλάκια ιδρώτα γυάλιζαν παντού στο πρόσωπο κι έσταζαν απ' το σαγόνι και τη μύτη του. Τέτοιες ώρες, που άρχιζαν πια τα θαμπά μεθεόρτια, πολλοί κουδουνοφόροι έβγαζαν τα καλπάκια τους (γιατί ήταν και βαρειά, δεν ήταν χάρτινα) και τα κρατούσαν λοξά στην αγκαλιά τους, μισοπλαγιαστά, κι έχαιρε λύπης το θέαμα -όσο και μεγαλύτερης τρομάρας- να βλέπεις έναν Τράγο με ανθρώπινο εξαντλημένο πρόσωπο, χαρακωμένο από εξάψεις που τον εξουθένωσαν... Άλλοι ξάπλωναν ή κάθονταν μπροστά από 'ναν τοίχο ή στη μέση του δρόμου, λίγο άβολα μες στα κουδούνια τους, μα εν πλήρει αδυναμία για οτιδήποτε άλλο, και περίμεναν κάποιον να τους μάσει και να τους πάει σπίτι τους -εξυπακούεται πως και η ρακή έρρεε, ήταν ένα απ' τα βασικά εξαρτήματα.
   Αυτός εδώ ήταν γύρω στα σαράντα, γαλανομάτης, ροδοπρόσωπος, γεροδεμένος, με το σπαθί του σε δυο κομμάτια που μάχονταν να κρατηθούν κάτω απ' την μασχάλη του, ενώ το θηριώδες καλπάκι στην αγκαλιά του δεν είχε κανέναν κίνδυνο να παρταπέσει: διατηρούσε προνόμια νεογέννητου ή μάλλον άφθαρτου πρίγκηπα. Βράδυνε το βήμα του και κράτησε την αναπνοή του όταν, σ' ένα απ' τα παράθυρα, είδε επιτέλους εκείνη... Εκείνη (κι ήταν βέβαια η πάλαι ποτέ ενδεκάχρονη Ιουλία, η κοκκινομάλλα με το φιλντισένιο πρόσωπο) εξαφανίστηκε μόλις αυτός σήκωσε το χέρι του να την χαιρετήσει και... του έπεσε το σπαθί απ' τη μασχάλη -δυο ατυχίες: κι εκείνη εξαφανίστηκε, κι αυτός γελοιοποιήθηκε. Πήρε μια βαθειά εισπνοή κι ύστερα φύσηξε τον αέρα απ' τα πνευμόνια του να φύγει, μα αντί να σκύψει να σηκώσει το σπαθί του, το κλώτσησε προς την μεγάλη ξύλινη εξώπορτα του σπιτιού της. Έτσι κι αλλιώς ήταν σπασμένο.

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

[ ΤΑ ΞΕΓΝΟΙΑΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ]


  Η Ναταλία είχε μπει πια καλπάζοντας στην εφηβεία και δε χωρούσε πουθενά. Έβλεπε το σώμα της ν' αλλάζει από μέρα σε μέρα, η διάθεσή της από λεπτό σε λεπτό, ακόμα και οι σκέψεις της δεν έμπαιναν πια σε σειρά. Ήταν μια εφηβεία τόσο πρώιμη, τόσο ραγδαία και έξω από οποιουσδήποτε φυσικούς κανόνες, που την άφηνε όλο και πιο ανικανοποίητη, όλο και πιο ανήμπορη να δαμάσει τα άγρια άλογα που αισθανόταν αχαλίνωτα μέσα στο λεπτό της σώμα, και όλοι οι άλλοι γύρω της ήταν εξουθενωμένοι από την τρομερή προσπάθεια να τα βγάλουν πέρα με τις ψυχικές μεταπτώσεις της.
   "Φταίει το χρώμα των μαλλιών της", έλεγε η μαγείρισσα.
   Ούτε κατάλαβε πότε γέμισε το στήθος της, πότε λέπτυνε η μέση της σαν δαχτυλίδι, πότε στρογγύλεψαν οι γοφοί της, και όσο κι αν όλοι οι άλλοι στο σπίτι προσπαθούσαν να δείχνουν τάχα αδιάφοροι σ' αυτή την αλλαγή, ο καθρέφτης τής έστελνε πίσω την εικόνα μιας εκπληκτικά όμορφης γυναίκας, αυτό που άκουγε τη μαγείρισσα να λέει με νόημα πίσω από την πλάτη της "η αμαρτία προσωποποιημένη". Ήταν το επίκεντρο της προσοχής όλων. Όταν έμπαινε σ' ένα δωμάτιο, όλοι γύριζαν και την κοίταζαν, σαν να μην μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Συχνά βυθιζόταν σε σιωπές που αποδιοργάνωναν όλο το σπίτι. Ο χρόνος σταματούσε, το σπίτι γέμιζε σκιές, έπεφταν τότε όλοι σε μελαγχολία και τριγύριζαν στα μεγάλα δωμάτια σιωπηλοί. Στην κουζίνα η μαγείρισσα με τη νάνη Ίρινα, ενωμένες σε κοινές προσευχές, μα καθεμιά τους σε διαφορετικό δόγμα και άγιο, παρακαλούσαν να περάσει γρήγορα το κακό μάτι. Η μαγείρισσα, που ήταν ορθόδοξη, προσευχόταν στην Αγία Αναστασία τη Φαρμακολύτρια, ενώ η νάνη Ίρινα στον Σάντο Τσίρο, τον μέντικο των καθολικών. Στο τέλος, όταν η Ναταλία συνερχόταν από το μάτιασμα, οι δυο γυναίκες έστηναν καβγάδες που κρατούσαν μέρες για το ποιος από τους δύο αγίους ήταν ο πιο αξιόπιστος και θαυματουργός. Βέβαια, κρυφά απ' όλους, κατέφευγαν στα θαυματουργά βότανα του σαμάνου, μα επειδή δεν τολμούσαν να ζητήσουν τη βοήθειά του, τα χρησιμοποιούσαν με το ένστικτό τους και τη φαντασία τους. Τα έβαζαν στο φαγητό της ή μέσα στο τσάι της κατά την περίσταση: ελιά για τη βαθιά κατάπτωση, βερβένα για τη μεγάλη δραστηριότητα, αγριοτριανταφυλλιά για την απάθεια, ασπροκάστανο για τις ανησυχίες που έρχονται συνέχεια στο μυαλό, μίμουλους για την αγωνία, σκλήρανθο για να παίρνει αποφάσεις, κοκκινοκάστανο για την υπερβολική προσκόλληση σε αγαπημένα πρόσωπα, ιτιά για το θυμό και τη μνησικακία, άμπελο για έλεγχο, μουστάρδα για την κατάθλιψη, κένταυρο για να ενισχύει την ικανότητά της να λέει όχι και ν' αρνείται την κυριαρχία των αντρών. Αυτό το τελευταίο βότανο ήταν και το αγαπημένο της μαγείρισσας. Το έπινε και η ίδια βρασμένο πριν τη βραδινή κατάκλιση, για να μπορεί το πρωί να λέει πιο σθεναρά το όχι στον υποδηματοποιό της Βραΐλας, που ήταν και ο μεγαλύτερος θαυμαστής της. Βέβαια οι δύο γυναίκες δεν είχαν καμία ένδειξη ότι όλα αυτά ωφελούσαν τη Ναταλία και τους φαινόταν πως πέρασαν αιώνες ώσπου να ξανακούσουν το γάργαρο γέλιο της, τις φωνές της, τα πείσματά της. Πλημμύριζαν τότε το σπίτι οι νότες από την Πολωνέζα αριθμός 53, την Ηρωική του Σοπέν, καθώς ξανάρχιζε να παίζει στο πιάνο τ' αγαπημένα της κομμάτια από τις δυσεύρετες εκείνη την εποχή παρτιτούρες αυτού του Πολωνού συνθέτη, που θα αναγνωριζόταν αργότερα σαν ο μεγαλύτερος πιανίστας όλων των εποχών, και που της τις έφερνε ο πατέρας της από κάθε του ταξίδι στο Παρίσι. Γέμιζαν τότε μουσική οι μέρες τους, ξανάβρισκε και το σπίτι την ανάσα του.

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

[ ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ]

  
 "Η τραγωδία του ενός είναι η ευτυχία του άλλου". Μ' αυτά τα λόγια ο Ελευθέριος ανάγγειλε ότι εκείνος και η Φρόσω επρόκειτο να μετακομίσουν σ' ένα καινούργιο σπίτι, με θέα στη θάλασσα. Το είχαν αγοράσει για πενταροδεκάρες από έναν Αρμένιο, ο οποίος ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας κι έψαχνε απεγνωσμένα χρήματα για να φύγει στην Αμερική. Ήταν ένα μεγαλόπρεπο κτίσμα, είπε, σχεδόν έπαυλη. Μέσα στη βουβαμάρα που ακολούθησε τα λόγια του, κοίταξε γύρω του τους συνομιλητές του. Στο τέλος, μην ξέροντας τι να κάνει, χαμογέλασε με μια ένοχη ντροπή.
   Μες σε λίγες μέρες η Φρόσω είχε κάνει το παλιό σπίτι άνω κάτω, ξεχωρίζοντας όσα θα 'παιρνε μαζί της από εκείνα που θ' άφηνε πίσω της. Η επόμενη μέρα βρήκε την Ελισάβετ να συμμαζεύει. Σ' ένα τελευταίο, ασυνήθιστο για κείνην, ξέσπασμα γενναιοδωρίας, η Φρόσω κληροδότησε όλα τα παλιά της έπιπλα στην Ελισάβετ. Είχαν μείνει εκεί τόσο πολύ καιρό, είπε, και ούτως ή άλλως δεν υπήρχε χώρος γι' αυτά στο καινούργιο τους σπίτι, το οποίο είχαν την τύχη ν' αποκτήσουν πλήρως, και πρόσφατα, επιπλωμένο.
   Ο Λεωνίδας, του οποίου η γνώμη δεν είχε ζητηθεί πριν αποφασίσουν ο αδερφός και η νύφη του, ήταν κακόκεφος. Δεν μπορούσε βέβαια να παραπονεθεί για τη συμπεριφορά τους, ως μεγαλύτερος αδερφός, ο Ελευθέριος δικαιούνταν τον σεβασμό του, όμως η Ελισάβετ ήξερε πως ο Λεωνίδας είχε πληγωθεί. Λυπήθηκε για τον άντρα της, από την άλλη δεν μπορούσε να κρύψει τη δική της ευφορία. Εκείνος προσπάθησε να κάνει τα πράγματα λιγότερο σοβαρά, πειράζοντάς την. Χωρίς τη Φρόσω στο σπίτι, θα έπρεπε να βρει κάποιον άλλο, να του φορτώνει τις αναποδιές. Αν και κάπως ενοχλημένη, η Ελισάβετ δεν είπε τίποτε. Δεν ήθελε να διαταράξει την απολαυστική γαλήνη, που βασίλευε πλέον στο σπιτικό τους.
   Την εισέπνεε σαν να ήταν άρωμα κι αναστέναζε από αληθινή χαρά, μόνο στη σκέψη ότι μπορούσε ν' αναπνέει τόσο ελεύθερα. Ήταν λαχείο, πολύ μεγάλη τύχη, είχε πει ο Ελευθέριος. Πραγματικά μεγάλη τύχη, σκέφτηκε ονειροπόλα η Ελισάβετ. Μερικές φορές η ευτυχία του ενός είναι ευτυχία και του άλλου.
   Στην αρχή ένιωσε παράξενα δίχως τη διαπεραστική φωνή της Φρόσως να διακόπτει την ηρεμία, για να κάνει γνωστό το τι ήθελε και το τι δεν της άρεζε, δίχως το άγρυπνο μάτι ή το επικριτικό της βλέμμα, χωρίς το συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού, που συνήθιζε ο Ελευθέριος, όταν ήθελε να ξεφύγει την προσοχή της γυναίκας του για να παίξει τάβλι στο καφενείο της γειτονιάς. Δεν είναι ότι τους έλειψαν αυτές οι πλευρές της προηγούμενης ζωής τους, όμως ξαφνικά βρέθηκαν μ' έναν επιπλέον χώρο, ένα κενό, το οποίο δεν ήξεραν ακόμα πώς να το γεμίσουν.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΡΙΠΙΔΙ

  
... Ο Δημήτρης Ρήγας, ο Διονύσης Ανέζης, ο Κίμων Χ., ο Λεωνίδας Σαββόπουλος, ο Μιχαήλ Φραγγίνης κι οι άλλοι, οι αστείοι, οι γελοίοι, οι τραγικοκωμικοί: ο Αριστείδης Π. Παπαδόπουλος, ο Σπ. Ηλιάδης, ο Αλέκος Κουρκόπουλος, ο Λελές Κόντου... Πώς έρχονται στο νου τόσα πρόσωπα, πλήθος από ονόματα, άνθρωποι κοινοί ή αλλόκοτοι για όλους ή για μένα μονάχα, που γνώρισα ή νόμισα πως γνώρισα ή και που 'τυχε να μου μιλήσουν κάποτε για δαύτους... Κι έπειτα οι γυναίκες: κοπέλες  μικρές και όχι, κυρίες απ' την μέσην ηλικία και πάνω, μορφές συνηθισμένες, άλλες φερμένες εδώ από περασμένες εποχές ή από κάποιαν απαντοχή... Συνεσταλ-μένες, σιγανά ποτάμια ή θάλασσες σε βρασμό. Άγγελοι αγαθοί ετούτες. Ερινύες εκείνες... Η Δωροθέα Σ., η κυρία Κατίνα, η Δανάη, η Σοφία Π., η κυρία Μαρία Α. Περβολίδη, η θεία Αμαλία, η Βερενίκη... αυτήν που ονόμασε ο Άγγελος Βερενίκη... Τέλος πάντων γράφω ονόματα κι ονόματα κι όλα φτιαχτά και ψεύτικα. Άλλα αντ' άλλων. Μα τα πρόσωπα τα βλέπω ανάγλυφα και θα τα 'πλαθα πάλι ολοζώντανα με την αφή μου...
   Θα τα 'πλαθα -λέω- και θα τους εμφυσούσα τη δικιά μου πνοή, τη δικιά μου σκέψη. Έτσι είναι... 
   Όταν γνωρίσεις αληθινά έναν έναν τους ανθρώπους, ξαφνιάζεσαι. Τους βγάζεις απ' την αχλύ τους, από τ' ανώνυμο, απρόσωπο, δημιουργημένο "εν σοφία" πλήθος, τους φέρνεις κοντά σου, ως τα δικά σου μέτρα, σιγά σιγά τους ξεγυμνώνεις και γίνεσαι κριτής. "Ο Α. δε μ' αρέσει. Ο Β. είναι αγύρτης, ο Γ. ψυχαναλυτής, ο Δ. αλλόκοτος. Κωμικός ετούτος, κοινός τύπος ο άλλος. Κι η Δέσποινα, κι η Σοφία, κι η Βερενίκη ακόμα..." Λες όλοι σε απάτησαν, λες πως περίμενες κάτι πρωτόφαντο απ' αυτούς... Προτιμάς λοιπόν να τους ξαναφτιάχνεις κάθε φορά εσύ. Να τους στολίζεις. Να τους πλάθεις δικούς σου, όπως θα 'θελες να είναι. Δε μιλάω για πλάσματα ιδανικά, για τους ήρωες, τους αγίους, τα σύμβολα μιας τελειότητας, μιας λύτρωσης ή κάποιου όρθρου, που ποτέ μας δε θα δούμε. Γράφω για τους ανθρώπους...
   Θυμάμαι τώρα εγώ μιαν ηλικιωμένη, μια σεβαστή σ' όλα της κυρία, που ζούσε άνετα συντροφιά με τρία σκυλιά. Dody φώναζε το ένα, Κική το άλλο και Dog το μεγαλύτερο και πιο γερασμένο. Ορισμένη μέρα της βδομάδας δεχόταν σπίτι της. Τις άλλες πήγαινε η ίδια εδώ κι εκεί, στην πόλη, σε γνωστούς της, σέρνοντας πάντα ένα από τα τρία αγαπητά της ζώα. Τίποτα το ασυνήθιστο ως εδώ. Μονάχα που η κυρία είχε τυπώσει ξεχωριστά επισκεπτήρια για τον Dody, τον Dog και την Κική, κι άφηνε στα φιλικά της σπίτια τα επισκεπτήρια των δύο σκυλιών που δεν ήτανε μαζί της. Πρωτότυπο δεν είναι. Κάποια αγγλίδα γυναίκα συγγραφέας, νομίζω, κάτι παρόμοιο είχε σοφιστεί πριν από αιώνα. Ωστόσο, δεν παύει να 'ναι το κάμωμα αλλόκοτο... Μολαταύτα ήταν η κυρία σεβαστή, λογική, "καθώς πρέπει", όπως λένε. Είχε τις δαντέλες της, τα κοσμήματά της, την περιποιημένη πάντα αμφίεσή της και τα καλοδιατηρημένα υπολείμματα μιας περασμένης ομορφιάς.

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

[ Η ΑΝΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΧΗΣ]

    Πότε πότε, ωστόσο, τής περνούσε από το μυαλό η ιδέα πως εκείνες οι μέρες ήταν οι ωραιότερες της ζωής της, ο μήνας του μέλιτος, όπως λέγαν. Για να γευτεί τη γλύκα τους, έπρεπε ασφαλώς να φύγει για κείνες τις χώρες με τα χτυπητά ονόματα, όπου οι μέρες μετά το γάμο είναι γεμάτες γλυκιά νωχέλεια! Μέσα στα μεταφορικά αμάξια με τις μεταξωτές γαλάζιες κουρτίνες ανεβαίνει κανένας αργά αργά τους απόκρημνους δρόμους, ακούγοντας το τραγούδι του αμαξά, που αντιλαλεί στα βουνά μαζί με τα κουδουνάκια των γιδιών και το βουβό θόρυβο του καταρράχτη. Όταν ο ήλιος δύει, αναπνέεις στο γιαλό των κόλπων το άρωμα των λεμονιών. Έπειτα, το βράδυ, στις ταράτσες των επαύλεων, μόνη μαζί μ' εκείνον και με μπλεγμένα τα δάχτυλα, κοιτάζεις τ' άστρα κάνοντας σχέδια. Της φαινόταν πως ορισμένοι τόποι πάνω στη γη γεννούσαν την ευτυχία, λες κι ευτυχία ήταν κάποιο φυτό που ζητούσε ιδιαίτερο χώμα και δε φύτρωνε αλλού. Να μην μπορεί ν' ακουμπήσει στο μπαλκόνι κάποιου ξύλινου ελβετικού σπιτιού ή να κλείσει τη μελαγχολία της σε κανένα σκωτσέζικο καλυβάκι, μαζί μ' έναν σύζυγο ντυμένο με μαύρο βελούδινο φράκο, μαλακά παπούτσια, μυτερό καπέλο και μανικέτια!
   Θα ευχόταν, ίσως, να μπορούσε να εξομολογηθεί τις σκέψεις της σε κάποιον. Πώς όμως να διηγηθεί τούτη την ακαθόριστη μελαγχολία, που αλλάζει μορφή σαν τα σύννεφα και στροβιλίζεται σαν τον άνεμο; Της λείπανε, λοιπόν, τα λόγια, η ευκαιρία, η τόλμη.
   Αν ήθελε, ωστόσο, ο Σαρλ... Αν είχε υποψιαστεί. Αν το βλέμμα του μια φορά μόνο μπορούσε να συναντήσει τη σκέψη της, της φαινόταν πως κάποια ξαφνική ευφράδεια θα ξεπετιόταν απ' την καρδιά της, καθώς πέφτουν οι ώριμοι καρποί των δέντρων μόλις τ' αγγίξεις. Αλλά όσο στενότερη γινόταν η ζωή τους, τόσο ένα χάσμα αύξαινε μες στην ψυχή της και την έπαιρνε μακριά του.
   Η συνομιλία με τον Σαρλ ήταν άχαρη, ρηχή σαν το πεζοδρόμιο. Κι οι ιδέες όλου του κόσμου διάβαιναν με τη συνηθισμένη τους φορεσιά, δίχως να προκαλούν συγκίνηση, γέλιο, ονειροπόληση... Έλεγε πως ποτέ του δεν είχε την περιέργεια, όταν έμενε στη Ρουέν, να πάει στο θέατρο και να δει τον παριζιάνικο θίασο. Δεν ήξερε ούτε κολύμπι ούτε ξιφασκία ούτε σκοποβολή και δεν κατάφερε, μια μέρα, να της εξηγήσει κάποιον όρο ιππασίας που συνάντησε σ' ένα μυθιστόρημα.
   Ένας άντρας αληθινός δε θα 'πρεπε να τα ξέρει όλα; Να τα καταφέρνει σε πολλά πράματα; Να σου μαθαίνει τα νάζια  του πάθους, τις λεπτότητες της ζωής, όλα τα μυστήρια; Αλλ' αυτός τίποτε δεν της μάθαινε. Δεν ήξερε τίποτε. Δεν επιθυμούσε τίποτε. Τη θεωρούσε ευτυχισμένη κι αυτή θύμωνε μαζί του βλέποντας εκείνη την αναπαυμένη γαλήνια νωθρότητά του, αποτέλεσμα της ευτυχίας που η ίδια του έδινε.

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

   Θυμάμαι ακόμη το χειμωνιάτικο εκείνο πρωινό όπου τον είδα ν' ανοίγει δειλά την πόρτα και να μπαίνει στην τάξη μου. Χιονισμένο το μαύρο του πανωφόρι, καθώς κι η ομπρέλα, και το καπέλο του, ένα καπέλο μαλακό παλιάς μόδας. Χαμογελούσε ευγενικά και το χιόνι γυάλιζε ως μέσα στα κάτασπρα γένια του.
   - Το μάθημα της νεοελληνικής, δεν είν' έτσι;
   Είχε μια στάση υπόκλισης, αλλά και κάποια χαρούμενη άνεση, σα να βρισκόταν σπίτι του.
   Του είπα να καθίσει. Οι άλλοι φοιτητές μοιάζανε να 'ναι εγγόνια του, δεσέγγονά του. Το γαλήνιο πρόσωπο, η τετράγωνη γενειάδα, τα ολόφωτα γαλάζια μάτια, η στοχαστική παπούλικη ομορφιά του, σου θύμιζαν γνωστές φωτογραφίες του Βίκτωρα Ουγκώ, προς το τέλος της ζωής του, στην περίοδο της παγκόσμιας δόξας του. Άλλωστε, από την πρώτη μέρα που μας ήρθε ως σήμερα, οι μαθητές μας τον λένε μεταξύ τους: "ο συμμαθητής μας Ουγκώ". Μερικοί έχουν τελειώσει τη σχολή, έχουνε φύγει μακριά, μα πάντα στα γράμματά τους θα θυμηθούν να με ρωτήσουν τι γίνεται ο συμμαθητής μας, δεν σβήνουν καθόλου την εντύπωση που μας έκανε καθώς μπήκε χιονισμένος στην τάξη και πήρε τη θέση του ανάμεσα στη νεολαία. Έσκυβε και διάβαζε στο βιβλίο μιας φοιτήτριας. Σιγανόφωνα, της έκανε κάποια σεμνή φιλοφρόνηση, κι όλη την ώρα, σημείωνε προσεχτικά κάθε λέξη που γράφαμε στο μαυροπίνακα. Κατενθουσιασμένος άφηνε το μολυβάκι του και σήκωνε τα χέρια, μόλις μια σημερινή μας λέξη του αποκάλυπτε συγγένειες με την αρχαία μας. Τσαχείλευε στο στόμα του, ηδονικά: "Η ίδια γλώσσα, αθάνατη γλώσσα". Οι φοιτητές κι εγώ τον κοιτάζαμε, τον ακούαμε, με συμπάθεια. Είχε στα λόγια του, στη στάση, στις παρατηρήσεις που έκανε έναν αέρα πολυμάθειας και γαλαντομίας. Βαριάκουε κάπως, έγερνε το κεφάλι αλαφρά, πάντα χαμογελαστός, ν' ακούει καλύτερα. Ακόμη κι αυτό θαρρείς και περίσσευε τη γλύκα και την ομορφιά μέσα στα γερατειά του. Είχε το καθαυτό ύφος του Γάλλου σοφού. Άμα τελείωσα το μάθημά μου αλλάξαμε λίγες κουβέντες. Μου είπε πως λεγότανε Οκτάβ Λαπερού, πως έκανε τριάντα περίπου χρόνια καθηγητής των αρχαίων ελληνικών, κατόπι διεύθυνε μια γαλλική σχολή στην Ελβετία, χρόνια δέκα, κατόπι άλλα τέσσερα χρόνια καθηγητής πάλι της αρχαίας μας σ' ένα γαλλικό πανεπιστήμιο της επαρχίας:
   - Όπου φέτος πια πήρα τη σύνταξή μου. Ήταν καιρός! Έκλεισα, βλέπετε, τα εβδομήντα. Και για τούτο, καταλαβαίνετε, είπα πως είχα τώρα το δικαίωμα να ξαναγίνω φοιτητής. Κι έπαιζε με την ομπρέλα του, χτυπούσε τα παπούτσια του, χαρούμενος, πονηρούλης και ντροπαλός.
   - Από δεκατεσσάρω χρονώ, βλέπετε, καταγίνομαι με τ' αρχαία σας. Και πάντα τ' όνειρό μου ήτανε να δω την ιστορική συνέχεια της γλώσσας σας. Δηλαδή τα ζωντανά επακόλουθά της. Μα τι γλώσσα! Τι γλώσσα!