Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

[ΜΠΛΕΓΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ] - Α' ΜΕΡΟΣ

   Η στέψη του Αλέξανδρου του Στ' τελέστηκε περίπου δέκα ημέρες αργότερα, την τρίτη εβδομάδα του Αυγούστου του 1492. Η Ρώμη εξακολουθούσε να ασφυκτιά και να ιδρώνει. Εκείνο το δεκαήμερο με την αφόρητη ζέστη στο Βατικανό υπήρχε έντονη δραστηριότητα. Η Κουρία (1) είχε εγκαταστήσει τον Καίσαρα κι εμένα στο Παπικό Παλάτι της Σάντα Μαρία, εκεί όπου θα ζούσε ο Πάπας, αν και σε διαφορετικό όροφο. Ο αδελφός μου κι εγώ βλέπαμε τον πατέρα πολύ σπάνια, και τότε από απόσταση, όποτε τύχαινε να διασχίσει με μεγάλα βήματα κάποια τεράστια αίθουσα, σέρνοντας στο κατόπι του καμιά δεκαριά ποικιλόχρωμους αποστόλους που μιλούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους, καρδιναλίους ή επισκόπους, μέλη της πολυάριθμης Κουρίας, plumbatores -μολυβδουργούς-, σφραγιστές της Παπικής Βούλας ή κάποιους από τους είκοσι έξι γραμματείς του.
   "Καθένας απ' αυτούς τους λειτουργούς έχει εξαγοράσει το ιερό του αξίωμα", έλεγε ο πατέρας.
   "Γιατί αυτό;" ρωτούσε ο Καίσαρ.
   "Οι ναοί μας, οι ιερείς, οι Άγιες Τράπεζες, οι τελετές μας, οι προσευχές, ο Παράδεισος, ακόμη κι ο ίδιος ο Θεός είναι για πούλημα", ψιθύριζε ο πατέρας.
   Έτρεχα κοντά του. Εκείνος σταματούσε, έδιωχνε με ένα νεύμα τους ακολούθους του, αγκάλιαζε και φιλούσε τον Καίσαρα κι ύστερα έσκυβε να με σηκώσει στην αγκαλιά του και να μου δώσει ένα φιλί, σάμπως να ήμαστε οι δυο σπουδαιότεροι άνθρωποι σ' αυτή τη γη. Μα σύντομα ξανάφευγε. Εκείνη την εποχή ήμασταν ορφανά.
   Και όλα ήταν τόσο μεγάλα! Απέραντα δωμάτια, ατέλειωτα φαγοπότια, ογκώδη έπιπλα. Πλούσιες κομμώσεις και μπούστα για τις γυναίκες, τεράστια καπέλα και βράκες για τους άντρες. Το καινούργιο μου υπνοδωμάτιο στο Παπικό Παλάτι -ολόκληρο δικό μου!- ήταν κάτι παραπάνω από αχανές. Διαρκώς περίμενα να δω σύννεφα να αιωρούνται στο ταβάνι. Οι μοναχές, στα χέρια των οποίων με είχαν εμπιστευτεί, ήταν πολλές και φιλικές, όπως και η παπική φρουρά και οι εκατοντάδες επισκέπτες και οι ανώτεροι κληρικοί που συναντούσαμε συνέχεια. Κάθε ώρα και στιγμή, μάς σύστηναν σε κάποιον που είχε ένα κατεβατό τίτλους, πιο μακρύ κι από την Επί του Όρους Ομιλία. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι υποκλίνονταν σ' εμάς. Όταν μας παρουσίασαν στον εκπρόσωπο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον Μαξιμιλιανό, και είδαμε ακόμη κι αυτόν να υποκλίνεται, πίστεψα πως ο Καίσαρ θα σωριαζόταν νεκρός μπροστά μου. Οι πάντες ήταν φιλικοί -περισσότερο κι από φιλικοί, αληθινά δουλοπρεπείς- απέναντι στον αδερφό μου και σ' εμένα, όπως ποτέ μέχρι τότε. Μας χαιρετούσαν με πλατιά χαμόγελα κι ήταν πάντοτε έτοιμοι να σκουπίσουν το πάτωμα με τα τεράστια καπέλα τους, έτσι όπως έσκυβαν για να δηλώσουν το σεβασμό τους. Έτρωγα ό,τι τραβούσε η όρεξή μου, ακόμη και παγωτό για πρωινό. Ένας ηλικιωμένος μονσινιόρ μού χάρισε δυο κουτάβια σέτερ. Το αρσενικό το ονόμασα Τρυφερή Μουσούδα, το θηλυκό Γλυκό Φαρμάκι, επειδή είχε υπέρωχο τρίχωμα, αλλά άφηνε δύσοσμα αέρια κάθε βράδυ.