Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

[ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ]

   Τρέμοντας ολόκληρος, στάθηκα έξω από τη σκαλιστή πόρτα, το μεγάλο πορτόνε του Μοσέ Σφόρνο. Ήταν ένα τυπικό φλωρεντίνικο σπίτι εκείνης της περιόδου. Τρίπατο, πέτρινο, με καμαρωτά παράθυρα, προκαλούσε δέος σ' ένα χαμίνι των δρόμων και τρόφιμο των μπορντέλων όπως εγώ. Το χλωμό φως ενός κεριού χυνόταν στο δρόμο από ένα παράθυρο κι έριχνε τεράστια τη σκιά μου στο λιθόστρωτο. Στεκόμουν χαμένος στις σκέψεις μου, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι προσπαθούσα να καθυστερήσω την είσοδό μου στο σπίτι. Άπλωσα το χέρι μου στο ρόπτρο που είχε το σχήμα αστεριού με έξι ακτίνες, μα σταμάτησα ξανά βλέποντας στο φως του φεγγαριού ότι τα χέρια μου και τα μπράτσα μου ήταν πασαλειμμένα αίματα. Από μέσα από το σπίτι ερχόταν μυρωδιά κρεμμυδιών και λαδιού. Ήταν η ώρα του δείπνου. Πώς μπορούσα εγώ, ένας ξένος, πασαλειμμένος αίματα και βρομιές, να εισβάλω σ' αυτό το οικογενειακό άσυλο;
   Έκανα να φύγω, μα τότε άνοιξε η πόρτα και η φιγούρα του Σφόρνο διαγράφηκε στο κίτρινο φως του κεριού.
   "Κάτι άκουσα. Ή μάλλον κάτι αισθάνθηκα", είπε χαϊδεύοντας τα γένια του. "Κι είπα πως μπορεί να είσαι εσύ".
   "Ελευθερώθηκα από τον Σιλβάνο", είπα χαμηλόφωνα. Στο στήθος μου υπήρχε ένα οδυνηρό κενό που με έκανε να τα χάνω. Όλα αυτά τα χρόνια που λαχταρούσα την ελευθερία μου δεν περίμενα πως θα ένιωθα τόσο άδειος. Όμως, τι απομένει όταν πέσει η φυλακή; Πώς θα γέμιζα τώρα τις μέρες μου; Η απάντηση στο πρόβλημά μου ήταν πραγματικά η ζωή με κάποιους ξένους;
   "Πέρασε μέσα".