- Εμείς οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ είμαστε τα θερμόμετρα της κατεστημένης ηθικής Μπισκουτέρ. Εγώ σου λέω πως αυτή η κοινωνία είναι σάπια. Δεν πιστεύει σε τίποτα.
- Ναι, αφεντικό.
Ο Μπισκουτέρ δεν έδινε δίκιο στον Καρβάλιο μόνο επειδή μάντευε πως ήταν μεθυσμένος, αλλά και γιατί ήταν πάντα διατεθειμένος να αποδέχεται τις καταστροφές.
- Τρεις μήνες τώρα και δεν σταυρώσαμε πελάτη. Ούτε ένας σύζυγος που να ψάχνει για τη γυναίκα του. Ούτε ένας πατέρας που να ψάχνει για την κόρη του. Ούτε ένας κερατάς που να θέλει αποδείξεις για την απιστία της γυναίκας του. Τάχα δεν το σκάνε πια οι γυναίκες από τα σπίτια τους; Ούτε τα κορίτσια; Ναι, Μπισκουτέρ. Όσο ποτέ άλλοτε. Σήμερα όμως οι σύζυγοί τους και οι πατεράδες τους στα παπάρια τους κι αν το σκάνε. Έχουν χαθεί οι παραδοσιακές αξίες. Δημοκρατία δεν θέλατε;
- Εμένα το ίδιο μου έκανε, αφεντικό.
Όμως ο Καρβάλιο δεν μιλούσε με τον Μπισκουτέρ. Ρωτούσε τους πράσινους τοίχους του δωματίου ή κάποιον που, υποθετικά, καθόταν λίγο πιο πέρα από το τραπέζι του γραφείου του· ήταν ένα τραπέζι σε στιλ της δεκαετίας του 1940, με βερνίκια απαλά, που είχαν σκουρύνει ύστερα από τριάντα χρόνια, λες και βρίσκονταν πάντα στο μούσκιο εκείνου του ημίφωτος του γραφείου της κεντρικής λεωφόρου. Στράγγιξε ένα ακόμα ποτήρι παγωμένο ρακί και συσπάστηκε από την ανατριχίλα που διαπέρασε τη ράχη του. Δεν είχε καλά καλά ακουμπήσει το ποτήρι στο τραπέζι και ο Μπισκουτέρ τού το ξαναγέμισε.
- Φτάνει, Μπισκουτέρ. Πάω να πάρω λίγο αέρα.