Μπορεί να ήταν οι αναθυμιάσεις, ανάβουνε με την υγρασία τα στάρια και στο χαπιάρισμα γίνονται ζαβομάρες, μπορεί και να 'φταιγε το παστό, καούρα τον έπιασε τον Σάββα Σαλταφέρο, μα δεν του πήγαινε ν' αφήσει μονάχο τον Νικηφόρο στο αμπάρι, αγγάρεψε το βαφτιστηράκι του και τον Στέλιο, με πλάτες, ποντίκια κι οι δυο, πιάστε να τον αποθέσουμε στην πλώρη, δέκα λεπτών δουλειά.
Με το τσιγάρο στο χέρι, κουκουλωμένος τη νιτσεράδα για το αγιάζι, ξενύχτησε δίπλα στο φέρετρο.
Σκίζανε το νερό, τσιμουδιά ο Ατλαντικός.
Του πετούσε τις γόπες, ρίξε μια τζούρα κι εσύ, ρε ρουφήχτρα ατελείωτη, πού να προλάβουνε να πιάσουνε λιμάνι, από Καριπίσο ως Παραμαρίμπο τρία μερόνυχτα μπάρκος και ο Νικηφόρος τετέλεσται, από κάτι σαν βρογχοπνευμονία.
Στουπέτσι το στόμα από τα τσιγάρα, κάτι περουβιάνικα σκάρτα, δυο πακέτα κάπνισε ο Σαλταφέρος, το χάραμα ακούμπησε στα πόδια του νεκρού την κασετίνα, τέσσερα είχανε απομείνει, πήγε στην καμπίνα κι άφησε το μαρκόνη του να χαζέψει για τελευταία φορά την ανατολή μόνος, μόνος κατάμονος είναι ο καθένας σ' αυτή τη ζωή, σκεφτόταν ο καπετάνιος, ο Νικηφόρος τέρμα και οι λοιποί παρόντες, παρόντες στο Παραμαρίμπο και με παρά, όσο για την ξινή, δεκαπέντε χρόνια κατεβασμένα τα μούτρα κι επειδή η ζωή δεν είναι δια δύο, θα ροκάνιζε τη σύνταξη να φαρδαίνει κι άλλο ο κώλος της, ενώ ο Νικηφόρος ο ακαταπόνητος, ο χρυσόκαρδος, ο άριστος θαλασσινός, ο περιζήτητος ασυρματιστής της εταιρείας, που οι γυναίκες στα λιμάνια, αν και σκορδοφάγο, τον κερνάγανε έναν πούτσο τζάμπα, πήρε δρόμο στα σαράντα ένα του.
Τρία χρόνια πριν, το '26, ο Σαλταφέρος είχε λάβει από Άνδρο φάκελο με φωτογραφία, η Μίνα με τις κόρες, Όρσα και Μόσχα, στη φαρδιά σκάλα της διπλανής Μεγαλόχαρης, Τήνος, και πίσω δυο λόγια σκέτη ξεραΐλα, να υπομένεις τις δυσκολίες προς χάριν αποκαταστάσεως Ορσαλίας και Μόσχας και η Παναγία δεν παραπονείται δια την απουσία σου.
Του πετούσε τις γόπες, ρίξε μια τζούρα κι εσύ, ρε ρουφήχτρα ατελείωτη, πού να προλάβουνε να πιάσουνε λιμάνι, από Καριπίσο ως Παραμαρίμπο τρία μερόνυχτα μπάρκος και ο Νικηφόρος τετέλεσται, από κάτι σαν βρογχοπνευμονία.
Στουπέτσι το στόμα από τα τσιγάρα, κάτι περουβιάνικα σκάρτα, δυο πακέτα κάπνισε ο Σαλταφέρος, το χάραμα ακούμπησε στα πόδια του νεκρού την κασετίνα, τέσσερα είχανε απομείνει, πήγε στην καμπίνα κι άφησε το μαρκόνη του να χαζέψει για τελευταία φορά την ανατολή μόνος, μόνος κατάμονος είναι ο καθένας σ' αυτή τη ζωή, σκεφτόταν ο καπετάνιος, ο Νικηφόρος τέρμα και οι λοιποί παρόντες, παρόντες στο Παραμαρίμπο και με παρά, όσο για την ξινή, δεκαπέντε χρόνια κατεβασμένα τα μούτρα κι επειδή η ζωή δεν είναι δια δύο, θα ροκάνιζε τη σύνταξη να φαρδαίνει κι άλλο ο κώλος της, ενώ ο Νικηφόρος ο ακαταπόνητος, ο χρυσόκαρδος, ο άριστος θαλασσινός, ο περιζήτητος ασυρματιστής της εταιρείας, που οι γυναίκες στα λιμάνια, αν και σκορδοφάγο, τον κερνάγανε έναν πούτσο τζάμπα, πήρε δρόμο στα σαράντα ένα του.
Τρία χρόνια πριν, το '26, ο Σαλταφέρος είχε λάβει από Άνδρο φάκελο με φωτογραφία, η Μίνα με τις κόρες, Όρσα και Μόσχα, στη φαρδιά σκάλα της διπλανής Μεγαλόχαρης, Τήνος, και πίσω δυο λόγια σκέτη ξεραΐλα, να υπομένεις τις δυσκολίες προς χάριν αποκαταστάσεως Ορσαλίας και Μόσχας και η Παναγία δεν παραπονείται δια την απουσία σου.