Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

ΈΡΩΣ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ

Α'
   Ήταν εποχή, που οι υπάλληλοι του Αγγλικού Τηλεγραφείου έπαιζαν, στην μικρήν εκείνη πόλι, ρόλο χρυσής νεολαίας. Παιδιά καλών οικογενειών οι περισσότεροι, χωρίς ανάγκες, εξώδευαν το μικρό τους μισθό σε λούσα και σε διασκεδάσεις. Στην ενδυμασία και στους τρόπους, οι δυο ή τρεις ξένοι τηλεγραφηταί, νεαροί Άγγλοι, εύσωμοι και ροδοκόκκινοι, εχρησίμευαν ως υπόδειγμα εις τους εντόπιους. Τα ίδια κομψά και πλατειά κοστούμια, τα ίδια παράξενα καπέλλα, τα ίδια χρωματιστά υποδήματα, οι ίδιες σκερτσόζικες γραβάτες, και πάντα στην κομπότρυπα ένα λουλούδι φανταχτερό. Τους σχετικώς ευπόρους επροσπαθούσαν να μιμούνται και οι πτωχότεροι συνάδελφοι. Έτσι ολόκληρον το σωματείον εσκορπούσε μια λάμψι, που είχε την ιδιότητα να τραβά κάθε πεταλούδα ή πεταλουδίτσα, το δε γυναικείον όνειρον των δεκαοκτώ και είκοσι χρόνων ήταν εκεί ο "άγγλος" τηλεγραφητής, όπως εδώ στας Αθήνας ο Εύελπις ή ο Δόκιμος.
   Τις περισσότερες επιτυχίες εμετρούσεν ο Χρηστάκης Ζαμάνος. Δεν ήταν ο πιο εύμορφος, ούτε ο πιο πλούσιος. Μελαχροινός πολύ, με παχειά χείλη, με κάτασπρα δόντια, με σγουρά κατάμαυρα μαλλιά, αμούστακος σχεδόν, ψηλός και ατελείωτος, καθώς εφορούσε την αγγλική του φορεσιά, έμοιαζε λιγάκι μ' εξωτικόν ημιάγριον, που επολιτίσθη τόρα-ύστερα από Άγγλους. Σου είχεν όμως μια γλύκα, μια χάρι ο μασκαράς! Το γέλιο του μάλιστα -ένα χαμόγελο παιδικό, γεμάτο καλωσύνη κι' αθωότητα- έσταζε μέλι και κατακτούσε κόσμο. Τον αγαπούσαν όλοι, χωρίς να ερωτά κανείς τι ήταν από μέσα. Οι γυναίκες, μικρές, μεγάλες, ετρελλαίνοντο να τον βλέπουν· τα ματάκια εγλάρωναν ερωτικώτατα μόλις τον αντίκρυζαν στον περίπατο και οι τσέπες του χαϊδεμένου ήσαν πάντα γεμάτες ραβασάκια, από τα παρθενικά και δειλά ως τα πιο τολμηρά και ξετσίπωτα.
   Η Στέλλα, η μεγαλύτερη κόρη του Παναγή Βιολάντη, τον εκύτταζεν αδιάφορα. Δεν είχε τόση φιλοδοξία αυτή· δεν έβαλε ποτέ με το νου της να κατακτήση νέον, που καθεμιά τον ήθελε και του το έδειχνεν. Έπειτα είχε και την υπερηφάνεια του το καλό κορίτσι. Δεν θα καταδέχετο ποτέ να γίνη μια απ' τις πολλές. Ν' αγαπηθή από έναν άνθρωπο αληθινά, να τον αγαπήση αληθινώτερα, να της τον δώση με την ευχή του ο πατέρας της και να ζήσουν ευτυχισμένοι, αυτό, ναι, ήταν τ' όνειρό της. Κ' εννοούσεν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν, δεν μπορούσε να είναι ο Χρηστάκης Ζαμάνος· γι' αυτό, αν και τον εγνώρισε λιγάκι, αν και της άρεσε κατά βάθος, εξακολουθούσε να τον κυττάζη αδιάφορα. 'Οποτε την εχαιρετούσεν εις τον περίπατον, η Στέλλα ανταποκρίνετο με όλην την σοβαρότητα και την αξιοπρέπεια· και κάποτε που εκάθησε δίπλα της εις το Ζαχαροπλαστείον -σύμπτωσις βέβαια- δεν εγύρισε να τον κυττάξη ούτε μία φορά.

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

[ Ο ΑΝΘΟΣ ΈΚΡΥΒΕ ΦΑΡΜΑΚΙ ]

   
Ο ταχυδακτυλουργός και η ... σφήκα, όσο κι αν φαίνονται εκ πρώτης όψεως άσχετα, εντούτοις έπαιξαν διαδοχικά το ρόλο τους ώστε να γνωριστούν ο Μάνθος με την Ισιδώρα, την εικοσιδυάχρονη πια κόρη του Ηλία και της Φραγκώς Καστριώτη.
   Η Ισιδώρα ήταν ένα σπάνιο πλάσμα αξιοζήλευτο, προνομιούχο, λόγω της μεγάλης καλλιέργειάς της και της εκπληκτικής ομορφιάς της. Τόσο εκπληκτικής, που όταν την αντίκριζες σου κοβόταν η ανάσα. Η όλη της παρουσία ήταν συνυφασμένη με την πατίνα μιας παλιάς αρχοντιάς που είχε κληρονομήσει από τον παππού της τον Σταυρινό και ίσως από πιο μακρινούς προγόνους. Με επιδερμίδα καμωμένη από φίλντισι, με μια ελαφριά χλωμάδα που δεν τη θάμπωνε και δεν της στερούσε λάμψη, καθώς όλο της το πρόσωπο φωτιζόταν από το βαθυπράσινο των ματιών της κι από τις ίριδες που σε κάθε της χαμόγελο χρύσιζαν. Η ομορφιά αυτή, κλεισμένη σ' ένα πλαίσιο από κατάμαυρα σγουρά μαλλιά που στους ίσκιους γίνονταν μπλε και που στηρίζονταν σ' ένα λυγερό αυχένα, δημιουργούσε κάτι το εκθαμβωτικό. Σαν συμπλήρωμα έρχονταν οι συμμετρικές αναλογίες του κορμιού της. Οι κινήσεις της, αργές, με συστολή, επέτειναν τη γοητεία που ασκούσε δίχως να αντιλαμβάνεται η ίδια το μέγεθός της, κι αυτό την καθιστούσε ακόμη πιο ελκυστική.
   Το πνεύμα της ήταν ανοιχτό σε κάθε είδους μάθηση. Περνώντας από μικρή αρκετό χρόνο στο σπίτι του θείου της του Παντιά, αδερφού της μητέρας της, και έχοντας τακτική επαφή με τη γυναίκα του την Έμιλι, μάθαινε για τον διαφορετικό τρόπο ζωής των ανθρώπων μακρύτερα από το νησί της. Μεγάλωνε με την ιδέα να επισκεφτεί τις χώρες για τις οποίες της μιλούσαν και που για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του, σε μια απ' αυτές ζούσε από καιρό ο αδερφός της ο Διαμαντής. Στα γεμάτα αγάπη και ενδιαφέρον γράμματά του, εκτός από την προσπάθεια που κατέβαλλε για να καταπολεμήσει τη νοσταλγία του και να συνηθίσει στον ξένο τόπο που από πλευράς εργασίας τον ικανοποιούσε, έγραφε και για τα πολλά όμορφα και παράξενα που τον εντυπωσίαζαν εκεί.