Η Ιζαμπέλα δεν έχει άλλη επιλογή παρά να εμπιστευτεί τη θάλασσα. Κάτω από τα πόδια της δεν υπάρχει το στέρεο έδαφος, κι έτσι κουλουριάζει λίγο τα δάχτυλα των ποδιών της επάνω στις σανίδες του ψηλότερου καταστρώματος καθώς παρακολουθεί τα τεράστια κύματα να κυλούν από κάτω της. Ο ήλιος λάμπει, ο άνεμος κάνει τα ιστία να κυματίζουν και τα στηρίγματα να τρίζουν. Απευθύνει σιωπηρή έκκληση στον ωκεανό, κράτησέ μας ασφαλείς, του λέει, γιατί εμείς δεν είμαστε ψάρια, είμαστε άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, και βρισκόμαστε μακριά πολύ από τη στεριά. Κάθε πρωί έρχεται εδώ έξω και λέει τη μικρή της προσευχή, είτε ο καιρός είναι καλός είτε όχι. Μέχρι τώρα, δεν κινδύνεψαν. Κι ενώ με τη λογική της γνωρίζει πως αυτό δεν οφείλεται στην προσευχή της, με κάποιον τρόπο, σε μια κρυφή γωνία της καρδιάς της όπου ακόμη φωλιάζουν προλήψεις, υποψιάζεται πως ίσως να είναι έτσι.
"Κάνεις πάλι τον εαυτό σου θέαμα, Ιζαμπέλα;"
Η Ιζαμπέλα στρέφεται. Λίγα βήματα πιο πέρα, μπροστά από τον υπερυψωμένο θάλαμο, στέκεται ο σύζυγός της ο Άρθουρ. Έχει τα μπράτσα του διπλωμένα, και κάτω από τα αραιά, ξεθωριασμένα μαλλιά του δείχνει συνοφρυωμένος. Ή πάλι, ίσως αυτή να είναι η μόνιμη έκφρασή του, τουλάχιστον απέναντί της.
"Μη στεναχωριέσαι", του λέει, σε έναν τόνο κάπως πιο έντονο απ' όσο θα του άρεσε, "κανείς δεν μπορεί να με ακούσει".
"Όλοι ξέρουν ότι στέκεσαι εδώ πάνω, με τα χείλη σου να σαλεύουν καθώς μιλάς στον ουρανό".
"Στη θάλασσα μιλώ, για την ακρίβεια", του λέει και αρχίζει να προχωρεί προς τη σκάλα.
"Παπούτσια, Ιζαμπέλα. Πού είναι τα παπούτσια σου;"
"Κάνεις πάλι τον εαυτό σου θέαμα, Ιζαμπέλα;"
Η Ιζαμπέλα στρέφεται. Λίγα βήματα πιο πέρα, μπροστά από τον υπερυψωμένο θάλαμο, στέκεται ο σύζυγός της ο Άρθουρ. Έχει τα μπράτσα του διπλωμένα, και κάτω από τα αραιά, ξεθωριασμένα μαλλιά του δείχνει συνοφρυωμένος. Ή πάλι, ίσως αυτή να είναι η μόνιμη έκφρασή του, τουλάχιστον απέναντί της.
"Μη στεναχωριέσαι", του λέει, σε έναν τόνο κάπως πιο έντονο απ' όσο θα του άρεσε, "κανείς δεν μπορεί να με ακούσει".
"Όλοι ξέρουν ότι στέκεσαι εδώ πάνω, με τα χείλη σου να σαλεύουν καθώς μιλάς στον ουρανό".
"Στη θάλασσα μιλώ, για την ακρίβεια", του λέει και αρχίζει να προχωρεί προς τη σκάλα.
"Παπούτσια, Ιζαμπέλα. Πού είναι τα παπούτσια σου;"