Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

[ ΠΟΛΥΤΙΜΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ]

   1901
   Η Ιζαμπέλα δεν έχει άλλη επιλογή παρά να εμπιστευτεί τη θάλασσα. Κάτω από τα πόδια της δεν υπάρχει το στέρεο έδαφος, κι έτσι κουλουριάζει λίγο τα δάχτυλα των ποδιών της επάνω στις σανίδες του ψηλότερου καταστρώματος καθώς παρακολουθεί τα τεράστια κύματα να κυλούν από κάτω της. Ο ήλιος λάμπει, ο άνεμος κάνει τα ιστία να κυματίζουν και τα στηρίγματα να τρίζουν. Απευθύνει σιωπηρή έκκληση στον ωκεανό, κράτησέ μας ασφαλείς, του λέει, γιατί εμείς δεν είμαστε ψάρια, είμαστε άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, και βρισκόμαστε μακριά πολύ από τη στεριά. Κάθε πρωί έρχεται εδώ έξω και λέει τη μικρή της προσευχή, είτε ο καιρός είναι καλός είτε όχι. Μέχρι τώρα, δεν κινδύνεψαν. Κι ενώ με τη λογική της γνωρίζει πως αυτό δεν οφείλεται στην προσευχή της, με κάποιον τρόπο, σε μια κρυφή γωνία της καρδιάς της όπου ακόμη φωλιάζουν προλήψεις, υποψιάζεται πως ίσως να είναι έτσι. 
   "Κάνεις πάλι τον εαυτό σου θέαμα, Ιζαμπέλα;"
   Η Ιζαμπέλα στρέφεται. Λίγα βήματα πιο πέρα, μπροστά από τον υπερυψωμένο θάλαμο, στέκεται ο σύζυγός της ο Άρθουρ. Έχει τα μπράτσα του διπλωμένα, και κάτω από τα αραιά, ξεθωριασμένα μαλλιά του δείχνει συνοφρυωμένος. Ή πάλι, ίσως αυτή να είναι η μόνιμη έκφρασή του, τουλάχιστον απέναντί της.
   "Μη στεναχωριέσαι", του λέει, σε έναν τόνο κάπως πιο έντονο απ' όσο θα του άρεσε, "κανείς δεν μπορεί να με ακούσει".
   "Όλοι ξέρουν ότι στέκεσαι εδώ πάνω, με τα χείλη σου να σαλεύουν καθώς μιλάς στον ουρανό".
   "Στη θάλασσα μιλώ, για την ακρίβεια", του λέει και αρχίζει να προχωρεί προς τη σκάλα.
   "Παπούτσια, Ιζαμπέλα. Πού είναι τα παπούτσια σου;"

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

[ ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ ]

   Πελοπόννησος, 
στη νοτιοδυτική πλευρά της,
Μάραθος, 1951
   Το πανηγύρι δε θα τελείωνε προτού η αγάπη, που γεννήθηκε με το ζέσταμα του κλαρίνου και με την πρώτη σπρωξιά που έδωσε το δοξάρι στο παραδοσιακό βιολί, δώσει τις υποσχέσεις της.
   Ο Γιάννος ερωτεύτηκε τη Βενέτα με το που ακούμπησε το βλέμμα του πάνω της. Η ιστορία της οικογένειάς της κληροδοτούσε από τη μια γυναίκα στη μεθεπόμενη, γενιά παρά γενιά όπως λεγόταν, έναν μεγάλο, καταδικασμένο έρωτα. Εκείνη την ώρα, που ο Γιάννος την πρωτοκοίταξε, βρήκε ο ήλιος να χαμηλώσει τα φώτα του και να αρχίσει να δύει. Κοκκίνησαν από ερωτική συστολή. Και ο ήλιος και ο νέος. Έντρομος ο Γιάννος είδε, ή του φάνηκε, ένα κύμα κόκκινης φωτιάς να φεύγει από τον ήλιο και να χύνεται στα μαλλιά του όμορφου κοριτσιού. Έπεφτε πάνω της με ορμή το κύμα, ερχόμενο από πίσω, κι αυτό το έκανε διπλά τρομακτικό, γιατί το κορίτσι ήταν απροστάτευτο. Έτρεξε προς το μέρος της κι έβαλε το σώμα του ανάμεσα σ' αυτήν και στον ήλιο. Τα κόκκινα μαλλιά της ξανάδειξαν καστανά, το βαθύ χρώμα του γινομένου κάστανου. Το κορίτσι σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε με λατρεία.
   Ερωτεύτηκε ο ένας τον άλλο με την πρώτη ματιά. Όταν με το τέλος της γιορτής ο καθένας τους πήρε το δρόμο για το σπίτι, γνώριζε πως δεν επέστρεφε μόνος του. Πως δε θα ήταν ποτέ ξανά στη ζωή μοναχός του.
   Η Βενέτα τις επόμενες μέρες δεν έβγαλε τον νέο από το μυαλό της. Συνεχώς μιλούσε γι' αυτόν στη μεγαλύτερη ξαδέρφη της, τη Ζαμπία, όσο μοιράζονταν τα δειλινά κεντώντας.

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

[ Η ΦΥΛΑΚΗ ΤΩΝ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ]

   Ωστόσο, ο Φοίβος ήταν ακόμα ζωντανός. Άνθρωποι σαν κι αυτόν μένουν για πολλά χρόνια στη ζωή. Όταν ο κύριος Φιλίπ Λελιέ, ο έκτακτος βασιλικός επίτροπος, είχε πει στη δύστυχη Εσμεράλδα ότι "δίνει μάχη με το θάνατο", είχε κάνει κάποιο λάθος ή ίσως ήθελε να αστειευτεί. Όταν ο αρχιδιάκονος είχε πει και πάλι στη φυλακισμένη: "Κατάλαβέ το, επιτέλους, ότι είναι νεκρός!" είναι αλήθεια ότι δεν γνώριζε κάτι τέτοιο, αλλά είτε ήταν σίγουρος πως είχε γίνει είτε στηριζόταν σε μια τέτοια εκδοχή ή δεν είχε καμία αμφιβολία, ή τελικά είχε ελπίσει πως αυτό είχε συμβεί. Θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πει στη γυναίκα που αγαπούσε τόσο πολύ κάτι καλό για τον αντίζηλό του. Κάθε άντρας, αν βρισκόταν στη δική του θέση, θα είχε συμπεριφερθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
   Βεβαίως, το τραύμα που είχε υποστεί ο Φοίβος ήταν πολύ σοβαρό, αλλά όχι τόσο όσο θα ήθελε να πιστεύει για τον εαυτό του ο αρχιδιάκονος. Ο φαρμακοποιός, στον οποίο τον είχαν πάει αμέσως μόλις τον βρήκαν, είχε φοβηθεί ότι η ζωή του κινδύνευε πολύ τις πρώτες οχτώ ημέρες και του το είχε ανακοινώσει στα λατινικά μάλιστα. Αλλά τελικά, η νεαρή του ηλικία μπόρεσε να επικρατήσει της πληγής του. Και όπως γίνεται πολλές φορές με τις προβλέψεις και τις διαγνώσεις, η φύση είχε κάνει το δικό της παιχνίδι και είχε σώσει τη ζωή του ασθενή πίσω από την πλάτη του τραύματός του. Και καθώς ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του φαρμακοποιού, ο Φοίβος είχε περάσει απ' την πρώτη ανάκριση του Φιλίπ Λελιέ και των ανακριτών του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, κάτι που δεν του είχε αρέσει καθόλου. Κι έτσι, κάποιο πρωινό που είχε νιώσει ότι ήταν πολύ καλύτερα, άφησε σαν πληρωμή στο φαρμακοποιό τα χρυσά σπιρούνια από τις μπότες του και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κι εξάλλου, αυτή του η κίνηση δεν είχε φέρει καμία ανατροπή στην έρευνα που γινόταν για την υπόθεση.
   Εκείνη την εποχή, η δικαιοσύνη δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στη σαφήνεια και στις λεπτομέρειες μιας δίκης που γινόταν στο κακουργιοδικείο. Για κείνη ήταν αρκετό να οδηγείται τελικά ο κατηγορούμενος στην αγχόνη. Κι έτσι, οι δικαστές είχαν όσες αποδείξεις τούς έφταναν για να καταδικάσουν την Εσμεράλδα, είχαν πιστέψει ότι ο Φοίβος είχε φύγει από τη ζωή και όλα είχαν πάρει ένα τέλος.
   Ο Φοίβος πάλι, δεν είχε πάει και πολύ μακριά. Είχε πάει απλώς να συναντήσει τη μονάδα στην οποία υπηρετούσε, στο στρατόπεδο του Κε αν Μπρι, στο Ιλ ντε Φρανς, σε μικρή απόσταση απ' το Παρίσι.