Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

[ Η ΦΥΛΑΚΗ ΤΩΝ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ]

   Ωστόσο, ο Φοίβος ήταν ακόμα ζωντανός. Άνθρωποι σαν κι αυτόν μένουν για πολλά χρόνια στη ζωή. Όταν ο κύριος Φιλίπ Λελιέ, ο έκτακτος βασιλικός επίτροπος, είχε πει στη δύστυχη Εσμεράλδα ότι "δίνει μάχη με το θάνατο", είχε κάνει κάποιο λάθος ή ίσως ήθελε να αστειευτεί. Όταν ο αρχιδιάκονος είχε πει και πάλι στη φυλακισμένη: "Κατάλαβέ το, επιτέλους, ότι είναι νεκρός!" είναι αλήθεια ότι δεν γνώριζε κάτι τέτοιο, αλλά είτε ήταν σίγουρος πως είχε γίνει είτε στηριζόταν σε μια τέτοια εκδοχή ή δεν είχε καμία αμφιβολία, ή τελικά είχε ελπίσει πως αυτό είχε συμβεί. Θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πει στη γυναίκα που αγαπούσε τόσο πολύ κάτι καλό για τον αντίζηλό του. Κάθε άντρας, αν βρισκόταν στη δική του θέση, θα είχε συμπεριφερθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
   Βεβαίως, το τραύμα που είχε υποστεί ο Φοίβος ήταν πολύ σοβαρό, αλλά όχι τόσο όσο θα ήθελε να πιστεύει για τον εαυτό του ο αρχιδιάκονος. Ο φαρμακοποιός, στον οποίο τον είχαν πάει αμέσως μόλις τον βρήκαν, είχε φοβηθεί ότι η ζωή του κινδύνευε πολύ τις πρώτες οχτώ ημέρες και του το είχε ανακοινώσει στα λατινικά μάλιστα. Αλλά τελικά, η νεαρή του ηλικία μπόρεσε να επικρατήσει της πληγής του. Και όπως γίνεται πολλές φορές με τις προβλέψεις και τις διαγνώσεις, η φύση είχε κάνει το δικό της παιχνίδι και είχε σώσει τη ζωή του ασθενή πίσω από την πλάτη του τραύματός του. Και καθώς ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του φαρμακοποιού, ο Φοίβος είχε περάσει απ' την πρώτη ανάκριση του Φιλίπ Λελιέ και των ανακριτών του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, κάτι που δεν του είχε αρέσει καθόλου. Κι έτσι, κάποιο πρωινό που είχε νιώσει ότι ήταν πολύ καλύτερα, άφησε σαν πληρωμή στο φαρμακοποιό τα χρυσά σπιρούνια από τις μπότες του και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κι εξάλλου, αυτή του η κίνηση δεν είχε φέρει καμία ανατροπή στην έρευνα που γινόταν για την υπόθεση.
   Εκείνη την εποχή, η δικαιοσύνη δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στη σαφήνεια και στις λεπτομέρειες μιας δίκης που γινόταν στο κακουργιοδικείο. Για κείνη ήταν αρκετό να οδηγείται τελικά ο κατηγορούμενος στην αγχόνη. Κι έτσι, οι δικαστές είχαν όσες αποδείξεις τούς έφταναν για να καταδικάσουν την Εσμεράλδα, είχαν πιστέψει ότι ο Φοίβος είχε φύγει από τη ζωή και όλα είχαν πάρει ένα τέλος.
   Ο Φοίβος πάλι, δεν είχε πάει και πολύ μακριά. Είχε πάει απλώς να συναντήσει τη μονάδα στην οποία υπηρετούσε, στο στρατόπεδο του Κε αν Μπρι, στο Ιλ ντε Φρανς, σε μικρή απόσταση απ' το Παρίσι.
   Κι ήταν αλήθεια ότι δεν του φαινόταν καθόλου ευχάριστο να είναι παρών ο ίδιος στη δίκη της Εσμεράλδας. Είχε φτιάξει μια άποψη στο μυαλό του, σύμφωνα με την οποία πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα τον έκανε να εξευτελιστεί. Κι έπειτα, στην πραγματικότητα δεν ήξερε καθόλου τι έκβαση είχε πάρει η όλη υπόθεση. Καθώς ήταν πολύ ασεβής και προληπτικός, όπως συμβαίνει με όλους τους στρατιωτικούς που είναι απλά και μόνο στρατιωτικοί, όταν έφερνε στο μυαλό του όλα εκείνα που είχε περάσει, δεν ήταν εντελώς βέβαιος για τη μικρή κατσίκα, για τον τόσο παράξενο τρόπο με τον οποίο είχε γνωρίσει την Εσμεράλδα, για τον όχι και τόσο περίεργο τρόπο που εκείνη του είχε επιτρέψει να καταλάβει πόσο πολύ τον αγαπούσε, για την καταγωγή της από τη φυλή των τσιγγάνων και τελικά για εκείνον το διαβολικό μοναχό.
   Όλα αυτά τού έδιναν την εντύπωση ότι είχαν να κάνουν περισσότερο με μαγεία παρά με μια ερωτική υπόθεση, έβλεπε μέσα απ' όλα μια μάγισσα ίσως, ίσως ακόμα και τον ίδιο το σατανά. Και τελικά, τα έβλεπε όλα σαν μια κωμωδία ή καλύτερα, για να εκφραστούμε με τον τρόπο εκείνης της εποχής, τα έβλεπε σαν ένα δυσάρεστο μυστήριο, όπου είχε πάρει έναν πολύ αδιάφορο ρόλο, το ρόλο κάποιου που τον μαχαιρώνουν κι έπειτα τον εξευτελίζουν. Ο λοχαγός είχε σαστίσει τελείως. Ένιωθε εκείνη την ντροπή που ο Λαφοντέν μάς έχει αποδώσει με τόσο εξαίσιο τρόπο: "Ντρεπόταν όπως η αλεπού, που την έχει αιχμαλωτίσει μία κότα".
   Εξάλλου, έλπιζε βαθιά μέσα στην ψυχή του ότι δεν θα ακουγόταν και πολύ τ' όνομά του αν εξαφανιζόταν, ίσα που θα το ανέφεραν και, ό,τι κι αν γινόταν, δεν θα έβγαινε πολύ πιο έξω απ' την αίθουσα του δικαστηρίου της Τουρνέλ. Και δεν έκανε καθόλου λάθος πάνω σ' αυτό, καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η "Εφημερίδα των Δικαστηρίων". Και, έτσι όπως δεν περνούσε καμία εβδομάδα που να μην ψήσουν στο φούρνο κάποιον πλαστογράφο ή να μη στείλουν στην κρεμάλα κάποια μάγισσα, ή να μην παραδώσουν στην πυρά κάποιον αιρετικό σε έναν από τους τόσους πολλούς "χώρους απόδοσης της δικαιοσύνης" που διέθετε το Παρίσι, ο κόσμος της πόλης ήταν τόσο συνηθισμένος να συναντάει στα σταυροδρόμια τη γριά Θέμιδα του φεουδαρχικού συστήματος με τα μπράτσα της γυμνά και τα μανίκια της σηκωμένα, να φέρει σε πέρας το έργο της με τσουγκράνες, καρμανιόλες και στύλους, ώστε δεν έδιναν καμία σχεδόν σημασία σε όλα αυτά.
   Οι αγαθοί άνθρωποι εκείνης της εποχής μόλις που γύρευαν να μάθουν ποιο ήταν το όνομα εκείνου που είχε καταδικαστεί και περνούσε από την άκρη του δρόμου και το πιθανότερο ήταν ότι διασκέδαζε το πλήθος με εκείνο το τόσο σκληρό θέαμα. Μια εκτέλεση, εκείνα τα χρόνια, ήταν κάτι τόσο κοινό στους δρόμους του Παρισιού, όσο ήταν και οι πάγκοι των μικροπωλητών με τις μελόπιτες ή τα σφαγεία των εκδορέων. Ο δήμιος ήταν απλώς ένας άλλου τύπου χασάπης, μόνο που ήταν κάπως πιο τρομαχτικός από τους υπόλοιπους.
   Κι έτσι, ο Φοίβος πολύ σύντομα μπόρεσε να ξεχάσει τελείως εκείνη την τσιγγάνα μάγισσα, που το όνομά της ήταν Εσμεράλδα, ή Σιμιλάρ ή οτιδήποτε άλλο, λησμόνησε το χτύπημα με το μαχαίρι της τσιγγάνας ή του μοχθηρού καλόγερου -ελάχιστα τον ενδιέφερε ποιος από τους δύο τον είχε χτυπήσει- όπως ακόμα και το πώς είχε τελειώσει εκείνη η δίκη. Αλλά όταν η καρδιά του άδειασε τελικά απ' όλα αυτά, τότε μπόρεσε να θυμηθεί και πάλι την εικόνα της Φλερ ντε Λις. Η καρδιά του αξιωματικού Φοίβου, όπως συνέβαινε και με τις καρδιές όλων των ανθρώπων εκείνης της εποχής, φοβόταν να αντιμετωπίσει το κενό.
   Άλλωστε, ήταν πολύ ανιαρή για τον οποιοδήποτε η ζωή στο Κε αν Μπρι, ένα χωριό το οποίο κατοικούσαν μόνο πεταλωτές αλόγων και βοσκοί αγελάδων με ρυτιδιασμένα χέρια και μια μακριά σειρά από παράγκες και παραπήγματα που βρίσκονταν κατά μήκος του δημόσιου δρόμου και από τις δύο πλευρές, σε μια έκταση που έφτανε τη μισή λεύγα: σαν μια "ουρά", δηλαδή.
   Η Φλερ ντε Λις ήταν εκείνη που είχε ποθήσει την προτελευταία φορά, μια κοπέλα όμορφη, αλλά και μια πολύ αξιοζήλευτη προίκα. Κι έτσι, κάποιο όμορφο πρωινό, όταν πια ήταν τελείως καλά στην υγεία του και βέβαιος ότι έπειτα από δύο ολόκληρους μήνες όλη η υπόθεση με τη μικρή τσιγγάνα θα είχε ξεχαστεί και θα είχε τελειώσει ολότελα, ο ερωτύλος αξιωματικός, με τα πόδια του αλόγου του να βηματίζουν περήφανα πάνω στο πλακόστρωτο, έφτασε έξω από το σπίτι των Γκοντελοριέ.
   Δεν τον απασχόλησε καθόλου όλο εκείνο το πλήθος που είδε να είναι συγκεντρωμένο στην πλατεία του πρόναου, μπροστά από τον πυλώνα της εκκλησίας της Παναγίας των Παρισίων. Θυμήθηκε ότι πια ήταν Μάης και θεώρησε ότι θα έκαναν κάποια λιτανεία ή θα γιόρταζαν ίσως την Πεντηκοστή ή ακόμα και κάποια άλλη γιορτή. Έτσι, πέρασε το χαλινάρι του αλόγου του στο γάντζο που βρισκόταν στην πύλη και ανέβηκε όλο χαρά στο σπίτι της όμορφης μνηστής του.
   Το κορίτσι ήταν εκεί με τη μητέρα του.
   Η Φλερ ντε Λις πάντα θυμόταν πολύ καλά εκείνο το επεισόδιο με τη μικρή τσιγγάνα, με το κατσικάκι της, με το καταραμένο αλφάβητό της και όλες εκείνες τις μεγάλες περιόδους απουσίας του Φοίβου. Παρ' όλα αυτά, όταν είδε να μπαίνει ο λοχαγός της, θεώρησε ότι η εμφάνισή του ήταν τόσο όμορφη, ότι η καινούργια του στολή άστραφτε ολόκληρη, ότι η ζώνη του έλαμπε και το πρόσωπό του είχε μια τέτοια ζωντάνια, που έγινε κατακόκκινη απ' τη χαρά της. Κι η αρχοντική κοπέλα, με τη σειρά της, είχε γίνει πιο γοητευτική από κάθε άλλη φορά. Τα όμορφα κατάξανθα μαλλιά της ήταν χτενισμένα με έναν εξαίσιο τρόπο, φορούσε γαλάζια ρούχα, σε κείνο το χρώμα που έχει ο ουρανός και που είναι τόσο ωραίο στα κορίτσια που έχουν ολόλευκο δέρμα -κι αυτή ήταν μια έκφραση φιλαρέσκειας που της είχε διδάξει η φίλη της Κολόμπ- και τα μάτια της είχαν εκείνη την παθιασμένη λαγνεία που τους πήγαινε ακόμα πιο πολύ.
   Ο Φοίβος, που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχε θαυμάσει άλλη ομορφιά πέρα από εκείνη των κατοίκων του χωριού του Κε αν Μπρι, αισθάνθηκε σαν να είχε μεθύσει από τη Φλερ ντε Λις κι αυτό έκανε το λοχαγό να συμπεριφερθεί με τέτοια γλυκύτητα και ευγένεια, ώστε πολύ γρήγορα συμφιλιώθηκαν οι δυο τους. Μέχρι και η ίδια η κυρία ντε Γκοντελοριέ, που ήταν καθισμένη στην παντοτινή, μητριαρχική, τεράστια πολυθρόνα της, δεν μπόρεσε να τον επιπλήξει καθόλου. Και τα παράπονα που έκανε η Φλερ ντε Λις, αυτά χάνονταν σαν τα γεμάτα από έρωτα γουργουρίσματα του τρυγονιού.
   Το κορίτσι ήταν καθισμένο πλάι στο παράθυρο και κεντούσε εκείνη την ταπετσαρία με τη σπηλιά του Ποσειδώνα. Ο αξιωματικός στεκόταν στηρίζοντας την πλάτη του στην καρέκλα της κι εκείνη τού έκανε τις ναζιάρικες επιπλήξεις της.
   "Μα πού είχες εξαφανιστεί δυο μήνες τώρα, κακό παιδί;"
   "Σου ορκίζομαι", της απάντησε ο Φοίβος, κάπως σαστισμένος απ' την ερώτηση που του είχε κάνει, "ότι η ομορφιά σου είναι τέτοια, που θα μπορούσε να κάνει ακόμα κι έναν αρχιεπίσκοπο να χάσει το μυαλό του μαζί σου".
   Η νεαρή κοπέλα χαμογέλασε.
   "Πολύ καλά, κύριε. Αλλά τώρα άφησε την ομορφιά μου και απάντησε στην ερώτησή μου. Είναι πολύ σημαντική η ομορφιά μου, πράγματι!"
   "Λοιπόν, να! Αγαπημένη μου ξαδέρφη, με είχαν βάλει να φυλάω στη φρουρά".
   "Ναι; Και πού ήταν αυτό; Και γιατί δεν μας αποχαιρέτησες ποτέ;"
   "Ήμουν στο Κε αν Μπρι".
   Ο Φοίβος ήταν πολύ ευχαριστημένος που με το πρώτο σκέλος της ερώτησής της μπόρεσε να αποφύγει την απάντηση στο δεύτερο.
   "Μα, κύριε, αυτό το μέρος δεν είναι και τόσο μακριά. Γιατί δεν μας επισκέφτηκες ποτέ όλον αυτόν τον καιρό;"
   Ο Φοίβος ένιωσε πολύ μεγάλη αμηχανία.
   "Γιατί... Να, η υπηρεσία μου... Κι ύστερα, καλή μου ξαδέρφη, ήμουν άρρωστος, ξέρεις..."
   "Άρρωστος!" είπε έκπληκτη η κοπέλα.
   "Ναι, ναι... Είχα πληγωθεί".
   "Είχες πληγωθεί!"
   Το δύστυχο κορίτσι είχε αναστατωθεί μ' αυτό που της είπε.
   "Έλα, έλα, μη φοβάσαι πια", της είπε με ένα ανάλαφρο ύφος ο Φοίβος. "Δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Ένας καβγάς, μερικές σπαθιές και μόνον αυτό. Γιατί να σε στενοχωρεί;"
   "Τι "γιατί να με στενοχωρεί";" φώναξε η Φλερ ντε Λις, σηκώνοντας τα πανέμορφα μάτια της που ήταν γεμάτα δάκρυα. "Μου φαίνεται ότι δεν καταλαβαίνεις τι μου λες! Και τι ήταν αυτές οι σπαθιές; Θέλω να μου πεις τα πάντα".
   "Πολύ καλά, ομορφιά μου! Είχαμε έναν τσακωμό με τον Μαχέ Φεντί, εκείνο τον υπολοχαγό του Σεν Ζερμέν, και πετσοκόψαμε λίγα δάχτυλα δέρμα ο ένας απ' τον άλλο. Αυτό ήταν ό,τι έγινε".
   Ο πολύ καλός ψεύτης λοχαγός ήξερε πάρα πολύ καλά ότι μια μονομαχία για κάποιο ζήτημα τιμής μπορεί να ανυψώσει έναν άντρα μπροστά σε μια γυναίκα. Κι ήταν αλήθεια ότι η Φλερ ντε Λις τον κοιτούσε στα μάτια με μια έντονη συγκίνηση, έναν τρόμο, μια ευχαρίστηση και πολύ θαυμασμό. Παρ' όλα αυτά, έμοιαζε να μην έχει βεβαιωθεί τελείως.
   "Φτάνει μόνο τώρα να είσαι τελείως καλά, Φοίβε μου!" του είπε. "Εγώ δεν τον γνωρίζω αυτόν τον Μαχέ Φεντί που λες, αλλά πιστεύω ότι πρέπει να είναι ένας πάρα πολύ κακός άνθρωπος. Και ποιος ήταν ο λόγος που καβγαδίσατε;"
   Σ' αυτό το σημείο, ο Φοίβος, που δεν είχε και πολύ καλή φαντασία, άρχισε να μην είναι πια καθόλου σίγουρος για το πώς θα τέλειωνε εκείνο που είχε ξεκινήσει.
   "Α... Δεν το θυμάμαι καν... Κάτι τελείως ασήμαντο... Κάτι που είπαμε για ένα άλογο... Κάτι σαν κι αυτό! Αλλά, όμορφή μου ξαδέρφη", είπε έπειτα προσπαθώντας να περάσει σε κάποιο άλλο θέμα τη συζήτησή τους, "τι είναι όλη αυτή η φασαρία εκεί κάτω στον πρόναο της εκκλησίας;"
   Πήγε κοντά στο παράθυρο.
   "Ω, Θεέ μου! Όμορφή μου ξαδέρφη, πολύς κόσμος είναι κάτω στην πλατεία!"
   "Δεν ξέρω τι συμβαίνει", του απάντησε η Φλερ ντε Λις. "Μάλλον θα φέρουν κάποια μάγισσα να προσκυνήσει στην εκκλησία, προτού την πάνε στην κρεμάλα".
   Ο λοχαγός είχε μια τέτοια απόλυτη βεβαιότητα ότι όλη η υπόθεση με την Εσμεράλδα είχε λήξει οριστικά, ώστε δεν τον κλόνισαν καθόλου εκείνα τα λόγια της Φλερ ντε Λις. Ωστόσο, συνέχισε κάνοντάς της μερικές ακόμα ερωτήσεις:
   "Και ποιο είναι το όνομα αυτής της μάγισσας;"
   "Δεν το γνωρίζω", του αποκρίθηκε η κοπέλα.
   "Και ποια είναι η κατηγορία της;"
   "Ούτε κι αυτό το γνωρίζω", απάντησε πάλι το κορίτσι, σηκώνοντας με απορία τους ολόλευκους ώμους της τώρα.
   "Αχ, Χριστέ μου!" παρενέβη στη συζήτησή τους η μητέρα. "Είναι τόσες πολλές οι μάγισσες πια, που νομίζω ότι τις καίνε συνέχεια, χωρίς καν να προσπαθήσουν να μάθουν ποιο είναι το όνομά τους. Θα ήταν σαν να ήθελε να μάθει κανείς πώς ονομάζεται το κάθε σύννεφο που ταξιδεύει πάνω στον ουρανό μας. Και τελικά, δεν υπάρχει κανείς λόγος για ν΄ανησυχούμε. Ο αγαθός Θεός μας έχει τα κατάστιχά του καλά φυλαγμένα".
   Και τότε, η σεβάσμια αριστοκράτισσα σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα της και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο.
   "Θεέ μου!" αναφώνησε. "Πόσο δίκιο έχεις Φοίβε! Έχει, πράγματι, μαζευτεί πάρα πολύ μεγάλο πλήθος. Ο Θεός να μας φυλάει· αυτοί εδώ μέχρι που έχουν ανέβει και πάνω στις στέγες των σπιτιών! Ξέρεις κάτι, Φοίβε; Όλα αυτά μού φέρνουν στο νου τις δικές μου μέρες. Όταν είχε φτάσει στο Παρίσι ο βασιλιάς Κάρολος ο 7ος, είχε επίσης συγκεντρωθεί πάρα πολύς κόσμος. Δεν θυμάμαι πια καθόλου τη χρονολογία. Αλλά για σένα όλα αυτά είναι πολύ αναχρονιστικά, ε; Στο δικό μου μυαλό, όμως, μοιάζουν σαν να γίνονται τώρα. Αχ, το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί τότε ήταν πολύ καλύτερο από τούτο εδώ. Ο κόσμος είχε φτάσει μέχρι και τις επάλξεις της Πύλης του Σεντ Αντουάν. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα κάθονταν μαζί πάνω στο άλογο και πίσω από τις μεγαλειότητές τους έρχονταν και όλες οι άλλες αριστοκράτισσες κι εκείνες έφιππες μαζί με τους άρχοντές τους. Θυμάμαι ακόμα ότι γελάσαμε πάρα πολύ, καθώς δίπλα στον Αρμανιόν ντε Γκαρλάντ, που ήταν τόσο κοντός, ώστε θα νόμιζες ότι ήταν νάνος, ερχόταν ο άρχοντας Ματεφελόν, ένας πολύ μεγαλόσωμος ιππότης που είχε σκοτώσει πάρα πολλούς Εγγλέζους. Ήταν πάρα πολύ όμορφα. Μια ακολουθία με όλη την αφρόκρεμα της Γαλλίας, κι όλοι τους κρατούσαν κάτι τεράστιες σημαίες με τόσα χρώματα, που ζαλιζόσουν να τις κοιτάζεις. Άλλοι κρατούσαν λάβαρα σε τρίγωνο σχήμα κι άλλοι μεγάλες τετράγωνες σημαίες. Πώς να τα θυμάμαι όλα πια; Ο άρχοντας ντε Καλάν είχε μια μικρή σημαία και ο Ζαν ντε Σατομοράν είχε ένα πελώριο λάβαρο. Ο κύριος ντε Κουσί είχε μια παντιέρα και το άλογό του ήταν σκεπασμένο με υφάσματα πιο πολυτελή απ' όλων των υπολοίπων, εκτός βέβαια από εκείνο του δούκα ντε Μπουρμπόν... Αλίμονο! Πόσο στενοχωριέμαι όταν σκέφτομαι όλα αυτά που είχαμε τότε και τώρα πια δεν έχουμε τίποτα!"
   Αλλά οι δύο ερωτευμένοι νέοι πια δεν άκουγαν τίποτα απ' όλα αυτά που τους έλεγε η αξιοσέβαστη κυρία. Ο Φοίβος στηριζόταν και πάλι στην πλάτη από την καρέκλα της αρραβωνιαστικιάς του, μια πάρα πολύ καλή θέση, απ' όπου το αναίσχυντο βλέμμα του μπορούσε να περνάει από όλα τα ανοίγματα του λαιμοδέτη της Φλερ ντε Λις. Αυτός ο λαιμοδέτης είχε ένα τόσο καλό άνοιγμα, ώστε ο Φοίβος μπορούσε να βλέπει πολλά όμορφα πράγματα και να φτιάχνει με τη φαντασία του άλλα τόσα, κι ο λοχαγός, μαγεμένος από εκείνο το καθαρό δέρμα με τις μεταξένιες ανταύγειες, σκεφτόταν από μέσα του:
   "Μα πώς θα μπορούσε να αγαπήσει ποτέ κανείς άλλη γυναίκα, εκτός από μια ξανθιά;"
   Οι δύο νέοι δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Πού και πού το κορίτσι σήκωνε προς το λοχαγό τα σαγηνευτικά και ολόγλυκα μάτια της και μέσα απ' τα βλέφαρά τους περνούσε μια αχτίδα απ' τον ανοιξιάτικο ήλιο.
   "Φοίβε", είπε ξάφνου πολύ σιγανά η Φλερ ντε Λις, "θα πρέπει να παντρευτούμε σε τρεις μήνες από τώρα. Θα ήθελα να μου δώσεις το λόγο σου ότι δεν έχεις αγαπήσει ποτέ σου καμία άλλη γυναίκα πέρα από μένα".
   "Σου δίνω όρκο γι' αυτό, άγγελέ μου!" της αποκρίθηκε ο Φοίβος, με ένα βλέμμα όλο πάθος, που ήταν απόλυτα ταιριαστό με τον τόσο αληθινό τόνο στη φωνή του, ώστε να μπορέσει να πείσει  την Φλερ ντε Λις με τα λόγια του.
   Κι ίσως κι εκείνος να ήταν απόλυτα πεπεισμένος γι' αυτό που έλεγε εκείνη την ώρα.
   Εν τω μεταξύ, η καλοσυνάτη μητέρα, καταγοητευμένη που έβλεπε τους δύο αρραβωνιασμένους να ταιριάζουν τόσο πολύ, έφυγε απ' την κάμαρα, για να πάει να κάνει κάποιες δουλειές του σπιτιού. Ο Φοίβος κατάλαβε αυτή της την κίνηση και αυτή η απομόνωση των δυο τους έκανε πιο θαρραλέο τον αξιωματικό, που άρχισε να βάζει με το μυαλό του διάφορα περίεργα πράγματα. Η Φλερ ντε Λις τον αγαπούσε, ήταν ο μνηστήρας της, ήταν ολομόναχοι οι δυο τους, ο έρωτας που είχε για κείνη παλιά είχε αναζωπυρωθεί, σίγουρα όχι με την πρώτη του φρεσκάδα, αλλά αναμφίβολα με την ίδια δυνατή φλόγα του. Και τελικά, δεν ήταν και τόσο μεγάλη αμαρτία να τρως κάπως αγίνωτο το στάχυ σου. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν από το μυαλό του περνούσαν ακριβώς αυτές οι σκέψεις, αλλά το βέβαιο είναι ότι η Φλερ ντε Λις ένιωσε τρόμο όταν αντίκρισε εκείνο το βλέμμα του. Κοίταξε παντού τριγύρω στο δωμάτιο, αναζητώντας με το βλέμμα της τη μητέρα της, αλλά δεν μπόρεσε να τη δει πουθενά. 
   "Θεέ μου!" είπε, ενώ το πρόσωπό της είχε κοκκινήσει ολόκληρο. "Πόσο πολύ ζεσταίνομαι!"
   "Στ' αλήθεια", είπε ο λοχαγός. "Νομίζω ότι κοντεύει να φτάσει το μεσημέρι. Ο ήλιος πια είναι κάπως ενοχλητικός. Καλύτερα θα ήταν να τραβήξουμε τις κουρτίνες".
   "Όχι, όχι!" αναφώνησε τρομαγμένη η κοπέλα. "Όχι, από την άλλη, μου χρειάζεται φρέσκος αέρας".
   Και σαν την ελαφίνα που νιώθει πίσω της τις άγριες αναπνοές από ένα κοπάδι λαγωνικών, σηκώθηκε απ' τη θέση της, πήγε με γρήγορα βήματα προς την πόρτα της βεράντας, την άνοιξε και βγήκε στο μπαλκόνι.
   Ο Φοίβος, που πια είχε πεισματώσει, πήγε ξοπίσω της.
   Η πλατεία απ' τον προαύλιο χώρο του ναού της Παναγίας των Παρισίων, όπου είχε θέα η βεράντα του σπιτιού, όπως γνωρίζουμε, εκείνη την ώρα προσέφερε ένα θέαμα τρομερό και πρωτόγνωρο, που έκανε τον τρόμο της διστακτικής Φλερ ντε Λις να αλλάξει χαρακτήρα.
   Ένα τεράστιο πλήθος που γέμιζε ασφυκτικά τους γύρω δρόμους, είχε πλημμυρίσει το μεγαλύτερο μέρος της πλατείας. Η μικρή περίφραξη, που έφτανε στο ύψος των αγκώνων ενός άντρα και πήγαινε τριγύρω απ' τον πρόναο, δεν ήταν αρκετή για να τον προφυλάξει, αν δεν είχαν φέρει επιπρόσθετα φρουρούς και στρατιώτες που σχημάτιζαν ένα ισχυρό τείχος κρατώντας κουλεβρίνες στα χέρια τους. Εξαιτίας εκείνου του πλήθους από ξιφολόγχες και πυροβόλα, ο πρόναος ήταν ακόμα κενός. Μια ομάδα από στρατιώτες που φορούσαν στολές με τα σύμβολα του επισκόπου ήταν παραταγμένη μπροστά απ' την είσοδο. Οι μεγάλες πόρτες της εκκλησίας ήταν σφραγισμένες, αντίθετα από όλα εκείνα τα παράθυρα που έβλεπαν προς την πλατεία και ήταν ανοιχτά μέχρι τα αετώματά τους, αφήνοντας να φαίνονται από μέσα τους αμέτρητα κεφάλια, συγκεντρωμένα σαν βλήματα σε στρατόπεδο πυροβολικού.
   Η θέα αυτού του συσσωρευμένου πλήθους είχε ένα γκριζωπό χρώμα, μια όψη όλο βρωμιά και χώμα. Εκείνο το θέαμα που θα ακολουθούσε, μάλλον θα ήταν από εκείνα που καταφέρνουν να ελκύουν και να αποσπούν ό,τι χειρότερο υπάρχει ανάμεσα στις τάξεις του λαού.
   Δεν υπήρχε τίποτα πιο απεχθές από εκείνη τη βουή που ανέβαινε πάνω απ' αυτό το μυρμηγκιασμένο χώρο με τα καταβρώμικα κεφάλια και τα κίτρινα σκουφιά. Μέσα από κείνο το συνοθύλευμα, ακούγονταν περισσότερα γέλια και στριγκλιές κι οι γυναίκες ήταν πολύ περισσότερες απ' τους άντρες.
   Κατά διαστήματα, κάποια τσιριχτή φωνή με δυνατό παλμό ακουγόταν πάνω απ' τη γενική οχλοβοή.
   "Πες μας τι ξέρεις, Μαχέ Μπαλίφ! Θα την κρεμάσουν εδώ μπροστά τελικά;"
   "Μην είσαι χαζός! Εδώ ήρθε μόνο για να εξομολογηθεί και να μετανοήσει. Γι' αυτό είναι ντυμένη μόνο με το πουκάμισο!Ο αγαθός Θεός μας θα της πετάξει τα λατινικά του κατάμουτρα! Κι αυτό το κάνουν πάντα εδώ πέρα, το μεσημέρι! Αν θέλεις να δεις κρέμασμα, τότε να πας στην πλατεία της Γκρεβ".
   "Πού νομίζεις ότι θα είμαι σε λίγο;"
   "Για πες μου, κυρία Μποκανμπρί, είναι αλήθεια αυτό που ακούστηκε, ότι δεν θέλησε να κάνει εξομολόγηση;"
   "Αυτό άκουσα κι εγώ, κυρία Μπεσέν".
   "Που να χαθεί, η παλιομάγισσα!"
   "Μα κύριε, αυτό μάς υπαγορεύει το έθιμο. Ο διοικητής της δικαστικής φρουράς είναι αναγκασμένος να οδηγήσει δικασμένο τον εγκληματία για την εκτέλεση, αν είναι λαϊκός, στο δικαστήριο του Παρισιού. Κι αν είναι απ' την τάξη των κληρικών, είναι υποχρεωμένος να τον οδηγήσει στο Ιεροδικείο της Αρχιεπισκοπής".
   "Ευχαριστώ για την πληροφορία, κύριε".
   "Αχ, Θεέ μου", έλεγε η Φλερ ντε Λις, "πόσο πολύ στενοχωριέμαι γι' αυτό το δύστυχο πλάσμα!"
   Κι αυτό της το συναίσθημα αποτυπωνόταν με έντονη θλίψη στο βλέμμα με το οποίο κοιτούσε το συγκεντρωμένο κόσμο.
   Ο λοχαγός, που το ενδιαφέρον του ήταν πολύ μεγαλύτερο για την κοπέλα παρά για όλο εκείνο το πλήθος, είχε αρπάξει όλο ερωτισμό την πίσω πλευρά της ζώνης της.
   "Φοίβε, σε παρακαλώ, άσε με", του είπε. "Ίσως μπει μέσα η μητέρα μου και δει που έχεις βάλει το χέρι σου!"
   Εκείνη την ώρα ακούστηκε το ρολόι απ' το ναό της Παναγίας των Παρισίων που χτυπούσε ακριβώς μεσημέρι με αργό ρυθμό.
   Δεν είχε εξανεμιστεί τελείως ακόμα ο ήχος απ' το δωδέκατο χτύπημα και όλα τα κεφάλια των ανθρώπων κλονίστηκαν σαν τα κύματα που τα παίρνει ο αέρας και μια δυνατή οχλοβοή ακούστηκε απ' το πλακόστρωτο, απ' όλα τα παράθυρα και απ' τις σκεπές:
   "Να την!"
   Η Φλερ ντε Λις σκέπασε με τα χέρια της τα μάτια της, για να μη βλέπει.
   "Καλή μου", της είπε αμέσως ο Φοίβος, "μήπως θέλεις να πάμε και πάλι μέσα;"
   "Όχι", του απάντησε η νεαρή κοπέλα και τα μάτια της, που είχαν κλείσει μια στιγμή πριν απ' το φόβο της, τώρα είχε φτάσει η περιέργεια να τα κάνει να ανοίξουν και πάλι.
   Ένα κάρο, που το τραβούσε ένα δυνατό άλογο απ' τη Νορμανδία και τριγύρω του βρίσκονταν πολλοί καβαλάρηδες ντυμένοι με λιβρέες από μεταξωτό ύφασμα και κεντημένους λευκούς σταυρούς, είχε φανεί στην πλατεία απ' την οδό Σεν Πιερ ο Μπεφ.
   Οι φρουροί της περιπόλου άνοιγαν δρόμο για να περάσει το κάρο, δίνοντας χτυπήματα με τα μαστίγιά τους στον κόσμο. Πλάι στο κάρο, προχωρούσαν έφιπποι κάποιοι αξιωματούχοι της αστυνομίας και του δικαστηρίου, που μπορούσε να τους ξεχωρίσει κανείς απ' τις μαύρες στολές που φορούσαν και τον αμήχανο τρόπο με τον οποίο ήταν καθισμένοι πάνω στη σέλα. Και επικεφαλής όλων αυτών των αξιωματούχων ήταν ο κύριος Ζακ Σαρμολί.
   Μέσα σε κείνο το μοιραίο κάρο ήταν καθισμένη μια κοπέλα που είχε τα χέρια της δεμένα στην πλάτη της, δίχως να βρίσκεται κανείς ιερέας κοντά της. Ήταν ντυμένη με ένα πουκάμισο μόνο και τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της -εκείνη την εποχή έκοβαν συνήθως τα μαλλιά των καταδίκων μόνο όταν τους οδηγούσαν μπροστά στην αγχόνη- ήταν πεσμένα ξέπλεκα πάνω στο λαιμό της και τους ημίγυμνους ώμους της.
   Ανάμεσα από εκείνα τα σγουρά μαλλιά που ήταν πιο γυαλιστερά κι απ' τα φτερά του κορακιού, διακρινόταν ένα χοντρό, γκρίζο και σκληρό σχοινί, που πλήγωνε τις αρθρώσεις της κοπέλας και τυλιγόταν γύρω απ' τον πανέμορφο λαιμό της σαν ένα σκουλήκι τριγύρω από ένα άνθος. Κάτω απ' το σχοινί διακρινόταν να λάμπει ένα μικρό φυλαχτό που είχε πάνω του κεντημένες κάποιες πράσινες χάντρες και που της είχαν επιτρέψει να συνεχίσει να το φοράει, καθώς συνηθίζεται να μην αρνούνται τέτοια πράγματα σε κείνους που είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν.
   Εκείνοι που στέκονταν στα παράθυρα μπορούσαν να βλέπουν τα ολόγυμνα πόδια της στον πάτο του κάρου, καθώς εκείνη προσπαθούσε να τα κρύβει, σαν να την έσπρωχνε ένα ένστικτο κοριτσίστικης ντροπής εκείνες τις τελευταίες της στιγμές.
   Η καταδικασμένη συγκρατούσε με τα δόντια της εκείνο το πουκάμισο που της είχαν φορέσει πρόχειρα. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι θα έπρεπε να βασανίζεται ακόμα περισσότερο μέσα σε κείνο το κακό που την είχε βρει, καθώς εμφανιζόταν μ' αυτή την περιβολή, σχεδόν γυμνή, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. Αλίμονο! Η συστολή και η ντροπή δεν ταιριάζουν σε τέτοιου είδους καταστάσεις.
   "Θεέ μου!" είπε δυνατά η Φλερ ντε Λις στο λοχαγό. "Μα κοίτα, λοιπόν, εκεί πέρα, καλέ μου ξάδερφε! Αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη την τσιγγάνα με τη μικρή κατσίκα!"
   Και λέγοντας αυτά τα λόγια, γύρισε προς τον Φοίβο. Ο νεαρός είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω στο κάρο και είχε χάσει τελείως το χρώμα απ' το πρόσωπό του.
   "Για ποια τσιγγάνα μου λες... Και για ποια κατσίκα;" ψέλλισε.
   "Μα πώς;" του είπε η Φλερ ντε Λις. "Δεν το θυμάσαι..."
   Ο Φοίβος δεν την άφησε να τελειώσει τη φράση της.
   "Δεν καταλαβαίνω τι μου λες".
   Κι έκανε ένα βήμα για να μπει και πάλι μέσα στο μεγάλο δωμάτιο. Η Φλερ ντε Λις, όμως, που εκείνη η παλιά ζήλια της είχε αναζωπυρωθεί τώρα από εκείνη την ίδια τσιγγάνα, τον κοίταξε με ένα έντονο και πολύ δύσπιστο βλέμμα. Και τότε έφερε στο νου της κάποια πράγματα που είχε ακούσει να λένε, σχετικά με κάποιον αξιωματικό που είχε κάποια συμμετοχή στη δίκη εκείνης της μάγισσας.
   "Μα τι έπαθες;" είπε στον Φοίβο. "Θα νόμιζε κανείς ότι αυτή η γυναίκα κατάφερε να αναστατώσει την ψυχή σου".
   Ο Φοίβος έκανε μια προσπάθεια να ειρωνευτεί την κατάσταση.
   "Τη δική μου ψυχή; Μα πώς πέρασε απ' το νου σου κάτι τέτοιο; Μην έχεις καμία αμφιβολία ότι δεν συμβαίνει καθόλου αυτό!"
   "Τότε, λοιπόν, κάθισε μαζί μου εδώ, να παρακολουθήσουμε τι θα γίνει μέχρι το τέλος".
   Μολονότι αυτό ήταν κάτι που ο κακόμοιρος λοχαγός δεν ήθελε να του συμβεί καθόλου, τελικά έμεινε στη βεράντα μαζί με την κοπέλα. Αυτό που τον είχε κάνει να ηρεμήσει κάπως, ήταν ότι η καταδικασμένη δεν έπαιρνε το βλέμμα της απ' τον πάτο του κάρου. Κι ήταν αλήθεια, ότι αυτή η καταδικασμένη δεν ήταν άλλη απ' την Εσμεράλδα.
   Μέχρι και σε κείνο το τελευταίο σκαλοπάτι της ταπείνωσης και της συμφοράς, παρέμενε πανέμορφη: τα μεγάλα και κατάμαυρα μάτια της τώρα έμοιαζαν ακόμα πιο μεγάλα, καθώς το πρόσωπό της είχε αδυνατίσει πάρα πολύ και η κάτωχρη όψη της ήταν ολοκάθαρη και εξαίσια. Ήταν σαν αυτό που υπήρξε κάποτε, όπως μια Παναγία του Μαζάτσιο μοιάζει πολύ με μια Παναγία του Ραφαήλ: πιο αδυνατισμένη, πιο μικροκαμωμένη, πιο αποστεωμένη.
   Η τόση απελπισία της, εξάλλου, και η τόση της έκπληξη για τη μοίρα που της είχε έρθει, την είχε συγκλονίσει τόσο πολύ, ώστε φαινόταν πολύ μετέωρη. Σε κάθε κούνημα που έκανε το καρότσι, το κορμί της τρανταζόταν σαν να ήταν νεκρό ή κατεστραμμένο. Το βλέμμα της ήταν θαμπό και απέπνεε μια τρέλα. Ακόμα και τώρα διακρινόταν ένα δάκρυ στην άκρη του βλεφάρου της, αλλά κι εκείνο έμοιαζε ακίνητο και μαρμαρωμένο εκεί.
   Ωστόσο, εκείνη η τρομερή ακολουθία είχε περάσει ανάμεσα απ' το συγκεντρωμένο πλήθος μέσα σε ιαχές χαράς και περιέργειας. Θα πρέπει, όμως, να αναφέρουμε, ώστε να κρατάμε μια συνεπή στάση απέναντι στην ιστορία, ότι καθώς την κοιτούσαν να είναι τόσο όμορφη και τόσο συντετριμμένη, πολλοί ήταν εκείνοι που ένιωσαν μια τρομερή συγκίνηση απ' τη λύπη που τους προκάλεσε -μέχρι κι αυτοί που ήταν οι πιο σκληρόκαρδοι.
   Τώρα το κάρο είχε μπει μέσα στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Όταν έφτασε μπροστά απ' την κεντρική πύλη του ναού, στάθηκε και τότε ολόκληρη η πομπή πήρε θέσεις και απ' τις δύο πλευρές. Το πλήθος έμεινε βουβό και μέσα σε κείνη την τόσο μεγαλόπρεπη και όλο αγωνία σιωπή άνοιξαν τα δύο φύλλα της πόρτας του πυλώνα, με μια κίνηση που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι την έκαναν από μόνα τους, τσουλώντας πάνω στους μεντεσέδες τους κι αφήνοντας έναν ήχο τριξίματος που έμοιαζε με εκείνον του ξύλινου φλάουτου.
   Τότε όλοι μπόρεσαν να δουν σε όλο της το βάθος την ολοσκότεινη εκκλησία, σαν να ήταν ντυμένη με τα πιο πένθιμα χρώματα, με ελάχιστο φως από κάποιες λαμπάδες που η φλόγα τους τρεμόπαιζε πάνω στην Αγία Τράπεζα, ορθάνοιχτη, σαν την είσοδο μιας σπηλιάς καταμεσής της πλατείας, που άστραφτε απ' το φως του μεσημεριού. Μέσα στο βάθος, στο ημίφως του ιερού, διακρινόταν ένας τεράστιος ασημένιος σταυρός, που πρόβαλλε μπροστά από ένα κατάμαυρο πέπλο που κατέβαινε απ' το θόλο μέχρι και το πλακόστρωτο της εκκλησίας. Ο νάρθηκας ήταν τελείως έρημος. Παρ' όλα αυτά, μπορούσες να διακρίνεις να κινούνται κάποια κεφάλια ιερέων στα μακρινά στασίδια του χώρου της χορωδίας και όταν άνοιξαν οι πύλες μια βαριά, δυνατή και μονότονη ψαλμωδία βγήκε μέσα απ' το ναό, που χτυπούσε με ξαφνικές ριπές από πένθιμους ύμνους το κεφάλι της μελλοθάνατης.
   "...Non timebo milla populi circumdantis me; exsurge, Domine; salvum me fac, Deus!" - Δεν θα δειλιάσω απέναντι στα πλήθη του λαού τριγύρω μου, Κύριε. Αναστήσου και σώσε με!
   "... Salvum me fac, Deus, quoniam intraverunt aque usque ad animam meam" - Σώσε με, Κύριε, γιατί τα νερά πλημμύρισαν ως και την ψυχή μου.
   "Infixus sum in limo profundi; et non est substantia" - Βυθίστηκα στο βούρκο του βυθού και πια δεν μπορώ πουθενά να στηριχτώ.
   Την ίδια στιγμή, κάποια άλλη φωνή, που δεν βρισκόταν ανάμεσα στη χορωδία των ψαλτών, έλεγε πάνω στα σκαλιά του ιερού αυτό το θλιμμένο απόφθεγμα απ' τη θεία λειτουργία:
   "Qui verbum meum audit, et credit ei qui misit me, habet vitam aeternam et in judicium non venit; sed transit a morte vitam" - Αυτός που ακούει τα λόγια μου και πιστεύει σ΄αυτόν του οποίου είμαι απεσταλμένος, αυτός θα χαρεί την αιώνια ζωή και δίχως να περάσει από δίκη, θα πάει απ' το θάνατο στη ζωή.
   Κι εκείνη η όμορφη ψαλμωδία που κάποιοι ηλικιωμένοι, χαμένοι μέσα στα σκοτάδια τους, έψαλλαν από απόσταση για κείνη την πανέμορφη ύπαρξη, που έσφυζε από νιάτα και ζωή, που ο απαλός αέρας της άνοιξης την άγγιζε με το φύσημά του και ο ήλιος την έλουζε με το αστραφτερό του φως, ήταν η νεκρώσιμη ακολουθία!
   Το πλήθος άκουγε με κατάνυξη.
   Η άμοιρη νεαρή, φοβισμένη, έμοιαζε να αφήνει να χάνεται το βλέμμα της και τα λογικά της μέσα σε κείνα τα απύθμενα βάθη της κατασκότεινης εκκλησίας. Τα κάτωχρα χείλη της κινούνταν αργά σαν να έλεγαν κάποια προσευχή κι όταν ο βοηθός του δημίου πήγε κοντά της για να τη βοηθήσει να κατέβει απ' το κάρο, άκουσε τη φωνή της που επαναλάμβανε ακατάπαυστα:
   "Φοίβε..."
   Τότε έβγαλαν απ' τα χέρια της τις αλυσίδες, την πήραν κάτω απ' το κάρο μαζί με τη μικρή της κατσίκα που την είχαν λύσει κι εκείνη και που βέλαζε όλο χαρά, γιατί νόμιζε ότι την είχαν ελευθερώσει και την έβαλαν να βαδίσει με τα γυμνά της πόδια πάνω στο σκληρό λιθόστρωτο, μέχρι που έφτασε στα πρώτα σκαλοπάτια της πύλης. Το σχοινί που ήταν δεμένο τριγύρω απ' το λαιμό της σερνόταν από πίσω της. Κι έμοιαζε σαν να πήγαινε ξοπίσω της ένα μακρύ φίδι.
   Κι έπειτα, οι ψαλμοί σταμάτησαν μέσα από την εκκλησία. Ένας τεράστιος, ολόχρυσος σταυρός και μια μεγάλη σειρά από αναμμένες λαμπάδες φάνηκαν να σαλεύουν αργά μέσα στο σκοτάδι. Ακούστηκε ο ήχος που έκαναν οι λόγχες των φυλάκων με τις πλούσιες στολές και λίγο μετά μια μεγάλη πομπή από ιερείς με άμφια και διακόνους με δαλματικές, που περπατούσαν με επίσημο βήμα κατά κει που βρισκόταν η καταδικασμένη και έψαλλαν, φάνηκε μπροστά στα μάτια της νεαρής κοπέλας και του συγκεντρωμένου πλήθους. Αλλά το δικό της βλέμμα στυλώθηκε με μιας στον άνθρωπο εκείνο που βρισκόταν πιο μπροστά από όλους στην πομπή, πίσω απ' το μικρό παιδί που σήκωνε ψηλά το σταυρό.
   "Ω, Θεέ μου!" τραύλισε, αναριγώντας ολόκληρη. "Πάλι αυτός! Πάλι βλέπω μπροστά μου αυτόν τον ιερέα!"
   Ήταν αλήθεια ο αρχιδιάκονος της Ζοζά. Αριστερά του είχε το δεύτερο ψάλτη και δεξιά του τον πρώτο, που κρατούσε το ραβδί που υποδήλωνε το αξίωμά του. Περπατούσε με το κεφάλι του ριγμένο προς τα πίσω, με τα μάτια του τελείως ανοιχτά και με το βλέμμα του σταθερό, ψέλνοντας με δυνατή φωνή:
   "De ventre inferi clamavi et exaudisti vocem meam, et projecisti me in profundum in corde maris et flumen circumdedit me" - Απ' τα βάθη του Άδη φώναξα κι άκουσες τη φωνή μου, μέσα στον πάτο της θάλασσας με πέταξες και τα νερά του ποταμού με τύλιξαν.
   Και καθώς έσκυβε στ' αφτί της, είπε ακόμα, καθώς το πλήθος πίστευε ότι άκουγε την τελευταία της εξομολόγηση:
   "Αν θέλεις να έρθεις μαζί μου, μπορώ ακόμα και τώρα να σε γλιτώσω!"
   Η νεαρή τον κοίταξε σταθερά:
   "Φύγε, σατανά! Ειδάλλως, θα σε προδώσω".
   "Και πιστεύεις ότι θα πιστέψει κανείς τα λόγια σου; Το μόνο που θα κάνεις θα είναι να βάλεις ακόμα ένα έγκλημα στα πολλά που έχεις μέχρι τώρα. Απάντησέ μου, δεν έχουμε χρόνο! Θέλεις να έρθεις μαζί μου;"
   "Τι έκανες στον Φοίβο μου;"
   "Έχει πεθάνει πια", της απάντησε ο κληρικός.
   Κι εκείνη τη στιγμή, ο αναίσχυντος ιερέας σήκωσε δίχως να το καταλάβει το βλέμμα του και διέκρινε, στην άλλη άκρη της πλατείας, πάνω στο μπαλκόνι του σπιτιού των Γκοντελοριέ, το λοχαγό να στέκεται όρθιος στο πλάι της Φλερ ντε Λις. Αισθάνθηκε να χάνει τον κόσμο κάτω απ' τα πόδια του, ανέβασε το χέρι του πάνω στα μάτια του, ξανακοίταξε προς τα κει, τραύλισε μέσα απ' τα δόντια του μια κατάρα και όλα τα χαρακτηριστικά του άρχισαν να κάνουν συσπάσεις.
   "Ωραία, λοιπόν! Τότε πέθανε κι εσύ!" είπε σιγανά. "Αλλά κανείς δεν θα σε πάρει".
   Και φέρνοντας το χέρι του πάνω απ' τη νεαρή τσιγγάνα, είπε με μια φρικιαστική φωνή:
   "I nunc, anima anceps, et sit tibi Deus misericors!" - Πήγαινε, κακόμοιρη ψυχή, κι ο Θεός να σου δώσει το έλεός Του!
   Αυτή ήταν εκείνη η φοβερή φράση που έλεγαν συνήθως όταν τελείωναν αυτές οι τρομερές εθιμοτυπίες. Κι ήταν σαν ένα νόημα που έκανε πάντα ο ιερέας στο δήμιο.
   Ο κόσμος έπεσε στα γόνατα.
   "Κύριε, ελέησον", είπαν οι κληρικοί που ήταν ακόμα κάτω απ' την αψίδα της πύλης.
   "Κύριε, ελέησον", είπε και το πλήθος, με εκείνη τη σιγανή φωνή που περνάει πάνω από τα κεφάλια όλων, σαν τον κυματισμό μιας ανταριασμένης θάλασσας.
   "Αμήν", είπε ο αρχιδιάκονος.
   Γύρισε την πλάτη του προς τη μελλοθάνατη κι έπειτα έσκυψε και πάλι το κεφάλι του πάνω στο στήθος του. Έπειτα, έδεσε τα χέρια του μεταξύ τους, βάδισε για λίγο με την ακολουθία των υπολοίπων ιερέων κι έπειτα από λίγο τον είδαν να χάνεται από μπροστά τους με το σταυρό, τις λαμπάδες και τα άμφια, κάτω απ' τους σκοτεινούς θόλους του καθεδρικού ναού.
   Και η δυνατή του φωνή χάθηκε κι εκείνη σταδιακά, μέσα στο χώρο της χορωδίας, λέγοντας αυτό το γεμάτο απελπισία εδάφιο:
   "Omnes gurgites tui et fluctus tui super me trasierunt!" - Όλες οι θύελλες, όλα τα κύματα της μορφής σου πέρασαν από πάνω μου!
   Κι εκείνη την ώρα, ο ήχος απ' τα σπαθιά των εκκλησιαστικών φρουρών, που χάθηκε κι εκείνος μέσα στις σειρές απ' τις κολόνες του καθεδρικού ναού, ήχησε σαν το ρόπτρο ενός ρολογιού που χτυπούσε την τελευταία ώρα της ζωής της μελλοθάνατης.
   Ωστόσο, οι τεράστιες πύλες της Παναγίας των Παρισίων παρέμειναν ανοιχτές, επιτρέποντας να διακρίνεται το εσωτερικό του ναού άδειο, παντέρημο, πένθιμο, χωρίς το φως των κεριών και χωρίς καμία φωνή να ακούγεται από μέσα του.
   Η καταδικασμένη σε θάνατο ήταν ακόμα ακίνητη στη θέση της, περιμένοντας να έρθει κάποιος και να την πάρει. Κάποιος απ' τους ραβδούχους πήγε να ειδοποιήσει τον κύριο Ζακ Σαρμολί, που όλη εκείνη την ώρα την είχε περάσει παρατηρώντας το ανάγλυφο της μεγάλης πύλης που αναπαριστά κατά μία άποψη τη θυσία του Αβραάμ και κατά μία άλλη την κατασκευή της φιλοσοφικής λίθου, συμβολίζοντας τον ήλιο με έναν άγγελο, τη φωτιά με ένα δεμάτι ξύλα και τον τεχνίτη με τον Αβραάμ.
   Έπρεπε να προσπαθήσουν αρκετά για να τον τραβήξουν απ' τους στοχασμούς του, αλλά τελικά γύρισε και ένευσε σε δύο άντρες που φορούσαν κίτρινα κοστούμια, στους βοηθούς του δημίου, που πήγαν κοντά στη νεαρή τσιγγάνα και της έδεσαν και πάλι τα χέρια.
   Η άμοιρη κοπέλα, καθώς ήταν έτοιμη να ανέβει και πάλι στο κάρο για να ξεκινήσει για την τελευταία διαδρομή της ζωής της, ένιωσε να την καταλαμβάνει ένα μεγάλο και δυνατό πάθος για τη ζωή. Σήκωσε τα κατακόκκινα και στεγνά της μάτια προς τον ουρανό, κοίταξε τον ήλιο, τα ασημένια σύννεφα που διακόπτονταν απ' τα διάφορα γαλάζια γεωμετρικά σχήματα κι έπειτα τα κατέβασε και πάλι στη γη, κοίταζε παντού τριγύρω της, στον κόσμο που ήταν εκεί, στα σπίτια που περικύκλωναν την πλατεία... Ξαφνικά, καθώς εκείνος ο άντρας με τα κίτρινα ρούχα έδενε και πάλι τα χέρια της πίσω στην πλάτη της, εκείνη άφησε μια τρομερή φωνή, μια φωνή όλο χαρά. Σε εκείνη τη βεράντα, πέρα, στην άλλη άκρη της πλατείας είχε διακρίνει εκείνον, το φίλο της, τον αφέντη της, τον Φοίβο, το άλλο όνομα της ζωής της! Άρα, λοιπόν, ο δικαστής δεν της είχε πει την αλήθεια! Κι ο ιερέας τής είχε πει επίσης ψέματα! Ήταν εκείνος, δεν μπορούσαν να τη γελάνε τα μάτια της. Όχι, ήταν εκείνος, όμορφος, ζωντανός, φορούσε την αστραφτερή του στολή, είχε το φτερό του στο κεφάλι του και το σπαθί του κρεμόταν στο πλευρό του!
   "Φοίβε!" αναφώνησε. "Φοίβε μου!"
   Και πήγε να απλώσει τα χέρια της που έτρεμαν προς το μέρος του, αλλά πια της τα είχαν δέσει σφιχτά.
   Και τότε είδε το πρόσωπο του λοχαγού να σκυθρωπιάζει, καθώς μια όμορφη κοπέλα που στηριζόταν πάνω του τον κοιτούσε με ένα βλέμμα όλο περιφρόνηση και εκνευρισμό κι ύστερα ο Φοίβος είπε μερικές λέξεις που εκείνη δεν μπορούσε να ακούσει από μια τέτοια απόσταση κι οι δυο τους εξαφανίστηκαν αμέσως πίσω από την πόρτα της βεράντας που έκλεισε.
   "Φοίβε!" φώναξε και πάλι όλο απελπισία. "Εσύ το πιστεύεις;"
   Μια τρομερή σκέψη μπήκε εκείνη τη στιγμή στο μυαλό της, καθώς θυμήθηκε ότι την είχαν καταδικάσει σε θάνατο για το φόνο του λοχαγού Φοίβου ντε Σατοπέρ.
   Μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχε αντέξει τα πάντα. Αλλά εκείνο το τελευταίο ράπισμα της μοίρας της ήταν πάρα πολύ δυνατό. Έπεσε πάνω στο πλακόστρωτο σαν να είχε κιόλας πεθάνει.
   "Ελάτε", είπε ο Ζακ Σαρμολί. "Ανεβάστε τη στο κάρο να φύγουμε!"
   Όλη αυτή την ώρα κανείς δεν είχε δώσει την παραμικρή προσοχή ακόμα πάνω στο ανάγλυφο με τους βασιλιάδες, που βρίσκονται ακριβώς πάνω απ' τις αψίδες των πυλών, σε έναν αλλόκοτο θεατή, που είχε μείνει εκεί σε όλο αυτό το διάστημα και κοιτούσε όλα όσα συνέβαιναν με ένα πολύ ψύχραιμο βλέμμα, με το λαιμό του να έχει τεντωθεί τόσο πολύ και με το πρόσωπό του τόσο παραμορφωμένο, ώστε αν δεν είχε εκείνα τα ρούχα από κόκκινο και βιολετί χρώμα, θα μπορούσε κάλλιστα να τον περάσει κανείς για ένα από εκείνα τα πέτρινα τέρατα που από το τεράστιο στόμα τους χύνονται εδώ και έξι αιώνες οι μεγάλες υδρορροές του καθεδρικού ναού. Από το βλέμμα εκείνου του θεατή δεν είχε περάσει τίποτα απαρατήρητο από όλα όσα είχαν διαδραματιστεί στην πλατεία της Παναγίας των Παρισίων απ' το μεσημέρι έως κι εκείνη την ώρα. Και από τις πρώτες κιόλας στιγμές, χωρίς κανείς να σκεφτεί να του δώσει την παραμικρή προσοχή, είχε δέσει δυνατά σε κάποια απ' τις κολόνες της ζωοφόρου ένα χοντρό σκοινί γεμάτο κόμπους, που είχε αφήσει την άκρη του να πέσει μέχρι και το πλατύσκαλο. Κι όταν πια το είχε κάνει αυτό, άρχισε να ατενίζει τα πάντα ήσυχος, και να σφυρίζει σιγανά, όταν τύχαινε να περάσει από μπροστά του κανένα πουλί. Ξαφνικά, καθώς οι δύο βοηθοί του δημίου ήταν έτοιμοι να εκτελέσουν τη ρητή διαταγή του κυρίου Σαρμολί, εκείνος ανέβηκε πάνω στο στηθαίο της ζωοφόρου, άρπαξε το σκοινί με τα πόδια του, τα γόνατά του και τα χέρια του κι ύστερα τον είδαν να περνάει μπροστά απ' την πρόσοψη του καθεδρικού ναού σαν μια σταγόνα της βροχής που κυλάει πάνω σε ένα τζάμι, να τρέχει προς τα κει που ήταν οι δύο άντρες του δημίου με τη γρήγορη ταχύτητα μιας γάτας που πηδάει από μια σκεπή, να τους ρίχνει κάτω με δύο φοβερά χτυπήματα, να σηκώνει τη μικρή τσιγγάνα με το ένα του χέρι, σαν να ήταν ένα παιδί που έπαιρνε στα χέρια του την κούκλα του και με ένα τρομερό πήδημα να περνάει μέσα στην εκκλησία, σηκώνοντας την κοπέλα πάνω απ' το κεφάλι του και φωνάζοντας δυνατά:
   "Άσυλο!"
   Κι όλα αυτά έγιναν με τέτοια ταχύτητα, ώστε αν είχε πέσει η νύχτα, θα νόμιζε κανείς ότι τα είχε παρακολουθήσει στο φως ενός κεραυνού.
   "Άσυλο! Άσυλο!" φώναξε έπειτα και όλος ο συγκεντρωμένος κόσμος, αρχίζοντας να χειροκροτεί δυνατά, ώστε το ένα και μοναδικό μάτι του Κουασιμόδου έλαμψε από ευτυχία και περηφάνια.
   Αυτό το γεγονός έκανε την καταδικασμένη κοπέλα να ξαναβρεί τις αισθήσεις της. Άνοιξε τα βλέφαρά της, είδε τον Κουασιμόδο και με μιας τα ξανάκλεισε σαν να είχε φοβηθεί πάρα πολύ στη θέα εκείνου του ίδιου που της είχε σώσει τη ζωή.
   Ο κύριος Σαρμολί είχε μαρμαρώσει απ' τη σαστιμάρα του, όπως και όλοι οι δήμιοι και οι άντρες της φρουράς. Ήταν αλήθεια ότι μέσα στην αυλή της Παναγίας των Παρισίων η καταδικασμένη ήταν απυρόβλητη. Ο καθεδρικός ναός ήταν ένα άσυλο. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη έπαυε να ισχύει στο κατώφλι του.
   Ο Κουασιμόδος είχε σταματήσει κάτω απ' την τεράστια πύλη του ναού. Τα μεγάλα του πόδια έμοιαζαν να στέκουν τόσο δυνατά πάνω στο πλακόστρωτο, ώστε θα πίστευε κανείς ότι ήταν δύο χοντρές ρομανικές κολόνες. Το μεγάλο και μαλλιαρό του κεφάλι βυθιζόταν ανάμεσα από τους ώμους του, όπως τα κεφάλια των λιονταριών που έχουν μακριά χαίτη και δεν έχουν λαιμό.
   Είχε μέσα στα ρυτιδιασμένα χέρια του το κορίτσι που έτρεμε σύγκορμο απ' τον τρόμο του, σαν να ήταν ένα ολόλευκο σεντόνι. Ωστόσο, τη μετακινούσε με τόση πολλή προσοχή, σαν να φοβόταν ότι θα μπορούσε να τη σπάσει ή να την καταστρέψει. Φαινόταν σαν να θεωρούσε ότι ήταν κάτι πολύ ευαίσθητο, κάτι εξαιρετικό και ιδιαίτερα πολύτιμο, φτιαγμένο για άλλα χέρια, που δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τα δικά του τραχιά χέρια. Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι σε μερικές στιγμές ούτε που τολμούσε καν να αναπνεύσει δίπλα της. Πότε την κρατούσε σφιχτά και με πάθος μέσα στην αγκαλιά του, πάνω στο ανώμαλο στήθος του, σαν να ήταν κάτι που του ανήκε, σαν να ήταν ο θησαυρός του, σαν να ήταν εκείνος η μητέρα κι εκείνη το παιδί του. Το κτηνώδες μάτι του, που έπεφτε πάνω της και την κοιτούσε με τρυφερότητα, με λύπη και συμπάθεια, έπειτα ανέβαινε ξαφνικά, λάμποντας από έναν υπέρμετρο θυμό. Τότε, οι γυναίκες γελούσαν και έκλαιγαν την ίδια στιγμή και ο κόσμος χτυπούσε στο πλακόστρωτο τα πόδια του όλο ενθουσιασμό, γιατί είχαν μπροστά τους τον Κουασιμόδο σε όλη την πραγματική του ομορφιά.
   Τώρα γινόταν όμορφος αυτός, εκείνο το ορφανό παιδί, εκείνο το εγκαταλειμμένο βρέφος, ένιωθε ότι ήταν πολύ δυνατός και πάρα πολύ σημαντικός, κοιτούσε κατάματα εκείνη την κοινωνία που τον είχε απομακρύνει απ' τους κόλπους της και που τώρα έμπαινε μέσα της τόσο δυνατά, κοιτούσε άφοβα εκείνη τη δικαιοσύνη των ανθρώπων που της είχε πάρει το θήραμά της, όλες εκείνες τις τίγρεις που τους είχε κλέψει το φαγητό τους, εκείνους τους δολοπλόκους, τους δικαστές, τους δημίους, όλη εκείνη τη βασιλική εξουσία που την είχε συνθλίψει εκείνος ο ασήμαντος, με τη δύναμη που του είχε δώσει ο Θεός.
   Κι εξάλλου, μπορούσε να προκαλέσει τόσο δυνατή συγκίνηση όλη εκείνη η φροντίδα που ερχόταν από μια τόσο παραμορφωμένη ύπαρξη σε μια άλλη ύπαρξη τόσο δυστυχισμένη, αυτή η σωτηρία κάποιας που είχε καταδικαστεί στην αγχόνη από τον Κουασιμόδο. Ήταν οι δύο ανώτερες δυστυχίες, η μία δημιουργημένη απ' την ίδια τη φύση και η άλλη πλασμένη απ' την κοινωνία, που συναντιόνταν και η μία υποστήριζε την άλλη.
   Ξάφνου, τον είδαν να φαίνεται και πάλι πάνω σε μία απ' τις ζωοφόρους των βασιλιάδων της Γαλλίας, να περνάει μέσα απ' τις σειρές από κολόνες τρέχοντας σαν τον άνεμο και να σηκώνει ψηλά το θησαυρό του, φωνάζοντας:
   "Άσυλο!"
   Ο κόσμος άρχισε και πάλι να χειροκροτεί δυνατά. Ο Κουασιμόδος πέρασε μέσα απ' τους κίονες και εξαφανίστηκε στο βάθος του καθεδρικού ναού. Έπειτα από λίγες μόνο στιγμές, φάνηκε ξανά στον εξώστη εκείνο που βρισκόταν ψηλότερα απ' όλους τους άλλους, έχοντας πάντα μέσα στα χέρια του τη μικρή τσιγγάνα, συνεχίζοντας να τρέχει σαν μανιασμένος και φωνάζοντας ακόμα: 
   "Άσυλο!"
   Και το πλήθος συνέχιζε το δυνατό του χειροκρότημα.
   Τελικά, φάνηκε για μια ακόμα φορά στην κορυφή του πύργου της μεγάλης καμπάνας. Από εκεί πάνω τον παρακολούθησαν όλοι να επιδεικνύει περήφανος εκείνη την κοπέλα που είχε σώσει και η δυνατή του φωνή, αυτή η φωνή που πολύ λίγες φορές είχε τύχει ν' ακούσουν κάποιοι και που ο ίδιος δεν την είχε ακούσει ποτέ του, είπε τρεις συνεχόμενες λέξεις με μια μανία που έφτανε ως και τον ουρανό:
   "Άσυλο! Άσυλο! Άσυλο!"
   "Ζήτω! Ζήτω!" φώναξε και ο κόσμος που κοιτούσε από κάτω κι εκείνη η δυνατή φωνή έφτασε μέχρι και την απέναντι όχθη του ποταμού για να προκαλέσει τη μεγαλύτερη έκπληξη στον κόσμο, που περίμενε τη μελλοθάνατη στην πλατεία της Γκρεβ και την κλεισμένη στο κελί της ερημίτισσα, που ανέμενε με ανυπομονησία, έχοντας τα μάτια της καρφωμένα πάνω στην κρεμάλα αδιάκοπα.


............

   Ο Κλοντ Φρόλο είχε φύγει μακριά απ' την Παναγία, όταν ο υιοθετημένος γιος του έκοβε με τόσο ξαφνικό τρόπο τη μοιραία θηλιά με την οποία ο κακόμοιρος αρχιδιάκονος είχε φροντίσει να πιάσει τη μικρή τσιγγάνα, και στην οποία είχε πιαστεί τελικά κι εκείνος ο ίδιος. Όταν γύρισε στο ιεροφυλάκιο, είχε ξεντυθεί από τα άμφια και το πετραχήλι του, αφήνοντάς τα όλα στα χέρια του κατάπληκτου νεωκόρου, είχε βγει έξω απ' την πίσω πόρτα του μοναστηριού, είχε ζητήσει από κάποιο βαρκάρη να τον οδηγήσει στην απέναντι όχθη του Σηκουάνα και είχε πάρει τα ανηφορικά σοκάκια της συνοικίας του Πανεπιστημίου, δίχως να έχει κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Όπου κι αν πήγαινε, έβλεπε συντροφιές από άντρες και γυναίκες που πήγαιναν όλο χαρά και με μια ενθουσιώδη βιασύνη προς τη Γέφυρα του Σεν Μισέλ, ελπίζοντας ότι "θα έφταναν έγκαιρα", ώστε να προφτάσουν να δουν την εκτέλεση της μάγισσας. Ήταν τελείως χλομός, χαμένος, πιο ταραγμένος και πιο τυφλός κι αγριεμένος κι από μια νυχτερίδα που την άρπαξαν απ' τη φωλιά της μια παρέα παιδιών και τώρα την κυνηγούσαν μέσα στην πλατεία κάτω απ' το λαμπερό φως του ήλιου. Τώρα πια, δεν καταλάβαινε πού βρισκόταν, ποιες σκέψεις περνούσαν απ' το νου του, αν όλα αυτά ήταν απλώς ένα όνειρο. Περπατούσε, πήγαινε τρέχοντας, ακολουθώντας όποιο σοκάκι έβρισκε στο διάβα του, στην τύχη, χωρίς να έχει καμία διαφορά για κείνον το ένα απ' το άλλο, με μόνο σκοπό του να απομακρυνθεί όσο γινόταν περισσότερο απ' την πλατεία της Γκρεβ, απ' τη φρικαλέα πλατεία της Γκρεβ που την αισθανόταν πίσω του να τον ακολουθεί σαν ένας απροσδιόριστος ίσκιος.
   Έτσι, πέρασε το βουνό της Σεντ Ζενεβιέβ και τελικά έφυγε μέσα από τα όρια της πόλης, περνώντας απ' την Πύλη του Σεν Βικτόρ. Εξακολουθούσε να δραπετεύει, όσο ήταν ακόμα σε θέση να βλέπει, γυρνώντας το κεφάλι του προς τη ζώνη που σχημάτιζαν οι πύργοι του Πανεπιστημίου και τα διάσπαρτα σπίτια του προαστίου. Αλλά τελικά, όταν απ' την ανώμαλη μορφολογία του εδάφους είδε να χάνεται το μισητό Παρίσι απ' το βλέμμα του, όταν μπόρεσε να καταλάβει ότι είχε ήδη απομακρυνθεί σε μια απόσταση που έφτανε τις εκατό λεύγες, μέσα στην πεδιάδα, σε μια απόμερη περιοχή, στάθηκε και μόνο τότε πίστεψε ότι μπορούσε να ανασάνει ξανά.
   Και τότε, μέσα στο μυαλό του άρχισαν να ξεπηδούν κάποιες φοβερές σκέψεις. Μπόρεσε να δει και πάλι με κάθε διαύγεια το βάθος της ψυχής του και το κορμί του αναρίγησε. Σκέφτηκε εκείνο το δύστυχο κορίτσι που είχε χαθεί οριστικά κι ότι κι εκείνος το είχε χάσει. Άφησε τα μάτια του να πλανηθούν σαν του αγριμιού προς το διπλό στριφογυριστό δρόμο, όπου η μοίρα είχε φέρει την τύχη και των δυο τους, μέχρι το σημείο που οι δύο μοίρες συναντήθηκαν, εκεί που τους είχε συνθλίψει βάναυσα τον ένα πάνω στον άλλο. Σκέφτηκε την τρέλα που είχαν οι παντοτινοί όρκοι, πόσο ανώφελη ήταν η απόλυτη αγνότητα, η επιστήμη, η θρησκεία, η αρετή. Σκέφτηκε πόσο μάταιη ήταν η ύπαρξη του Θεού. Βυθιζόταν με τη θέλησή του στις πιο ζοφερές σκέψεις, σε όλο και μεγαλύτερο βάθος κι ένιωθε να πηγάζει από μέσα του ένα διαβολικό γέλιο.
   Και καθώς ανασκάλευε τα βάθη της ψυχής του, αντιλαμβανόμενος πόσο μεγάλο χώρο είχε αφήσει μέσα της η ίδια η φύση για να γεννηθούν εκεί και να μεγαλώσουν τα πάθη, γέλασε με ακόμα περισσότερη πικρία. Μπόρεσε να κάνει να αναδυθεί μέσα απ' την καρδιά του όλο του το μίσος, όλη του η κακία, και είδε, με το παγωμένο βλέμμα του γιατρού που κοιτάζει τον ασθενή του, ότι αυτό το μίσος και όλη αυτή η κακία δεν ήταν τίποτε άλλο από ένας διαστροφικός έρωτας. Ότι ο έρωτας, αυτή η πηγή για κάθε αρετή σε όλους τους ανθρώπους, μεταμορφωνόταν σε φρικαλέα πράγματα μέσα στην ψυχή του κληρικού και ότι ένας άνθρωπος με ένα χαρακτήρα ψυχής σαν το δικό του, όταν έπαιρνε το αξίωμα του ιερέα, την ίδια στιγμή γινόταν και σωστός δαίμονας. Και τότε, άρχισε να γελάει ξέφρενα, και ξάφνου, έχασε και πάλι το χρώμα απ' το πρόσωπό του, όταν είδε μπροστά του αυτή την ολοσκότεινη έκφανση του μοιραίου πάθους του, αυτής της ανώμαλης, δηλητηριώδους, εχθρικής, βάναυσης αγάπης που είχε φέρει το κορίτσι πάνω στο ικρίωμα κι εκείνον τον είχε ρίξει στην άβυσσο: κι αν εκείνη είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αυτός είχε καταδικαστεί στην κόλαση.
   Κι έπειτα, άρχισε να γελάει και πάλι ξέφρενα, καθώς συλλογίστηκε ότι ο Φοίβος βρισκόταν ακόμα στη ζωή. Ότι, τελικά, ο λοχαγός ήταν ζωντανός, ήταν χαρούμενος και γεμάτος ζωντάνια, ήταν ντυμένος με μια ολόλαμπρη στολή και είχε μια καινούργια αγαπημένη, που την είχε πάρει μαζί του να παρακολουθήσουν την εκτέλεση της παλιάς του ερωμένης. Κι ο σαρκασμός του έγινε ακόμα πιο μεγάλος όταν σκέφτηκε ότι από κάθε ζωντανό πλάσμα που εκείνος είχε ευχηθεί το θάνατό του, η μικρή τσιγγάνα, το μόνο πλάσμα που στην πραγματικότητα δεν είχε μισήσει ποτέ του, ήταν και το μοναδικό που δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει απ' τα χέρια του θανάτου.
   Και τότε, το μυαλό του πέρασε απ' το πρόσωπο του λοχαγού στο λαό και τελείως ξαφνικά ένιωσε μια απερίγραπτη ζήλια. Σκέφτηκε ότι ακόμα και όλος εκείνος ο κόσμος μπορούσε να δει μια γυναίκα που αγαπούσε πολύ, έτσι όπως ήταν ντυμένη μόνο με κείνο το λευκό πουκάμισο, ημίγυμνη. Έτριψε τα δυο του χέρια όταν σκέφτηκε ότι εκείνη η γυναίκα που, αν μπορούσε να την αντικρίσει μέσα στο σκοτάδι μόνο εκείνος, να δει να διαγράφονται οι γραμμές του σώματός της και μόνο, θα αισθανόταν σαν να του είχε χαριστεί ο ίδιος ο παράδεισος, αυτή η γυναίκα αφηνόταν μέσα στο λαμπερό φως του ήλιου μπροστά στα βλέμματα όλων, ντυμένη σαν να ήταν έτοιμη να περάσει ένα πολύ παθιασμένο βράδυ. Έκλαψε από τρέλα στη σκέψη ότι όλα εκείνα τα ερωτικά μυστήρια είχαν βεβηλωθεί, είχαν μολυνθεί, είχαν αποκαλυφθεί, είχαν χάσει για πάντα την τιμή τους. Έκλαψε από οργή όταν συλλογίστηκε ότι τόσα αναίσχυντα μάτια είχαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που τους έδωσε εκείνο το πρόχειρα ριγμένο πάνω της πουκάμισο, όταν πέρασε απ' το νου του ότι εκείνη η πανέμορφη κοπέλα, αυτός ο παρθενικός κρίνος, αυτή η κούπα της ντροπής και της ερωτικής ηδονής, στην οποία εκείνος δεν θα έπαιρνε το θάρρος να πλησιάσει ούτε καν τα χείλη του, παρά μόνο με το κορμί του να τρέμει ολόκληρο, είχε γίνει κάτι σαν δημόσια κολυμπήθρα απ' όπου ακόμα και ο πιο αισχρός άνθρωπος μέσα στο Παρίσι, όλοι οι ληστές, οι ζητιάνοι, οι υπηρέτες είχαν έρθει για να πιουν με μανία, κι όλοι μαζί να έχουν μια επαίσχυντη, μιαρή και ανώμαλη απόλαυση.
   Κι όταν έκανε χίλιες προσπάθειες να φτιάξει μια εικόνα της ευτυχίας που θα μπορούσε να είχε γνωρίσει στον κόσμο, αν δεν είχε εμφανιστεί μπροστά του εκείνη η μικρή τσιγγάνα κι αν εκείνος δεν είχε πάρει τη θέση του ιερέα, αν δεν είχε έρθει ποτέ στον κόσμο ο Φοίβος κι αν εκείνο το κορίτσι τον είχε αγαπήσει· όταν συλλογιζόταν ότι μια ζωή γαλήνης και αγάπης θα μπορούσε να είναι πιθανή και στη δική του ζωή επίσης, ότι εκείνη τη στιγμή υπήρχαν ζευγάρια παντού πάνω στη γη που ζούσαν μέσα στην ευτυχία, που μεθούσαν από άπειρα ερωτικά λόγια κάτω απ' τις πορτοκαλιές, δίπλα στα ποτάμια, που κοιτούσαν εκστασιασμένα ένα ηλιοβασίλεμα, μια νύχτα με έναν ουρανό γεμάτο αστέρια· κι όταν συλλογιζόταν ότι αν ο Θεός το ήθελε, θα μπορούσε να έχει φτιάξει και με κείνη ένα ζευγάρι, αισθανόταν την καρδιά του να λιώνει από ευαισθησία και απελπισία.
   Ω, εκείνη! Εκείνη! Αυτή η μαρτυρική σκέψη επέστρεφε συνεχώς μέσα στο νου του, τον έκανε να υποφέρει, του γράπωνε το μυαλό με τα κοφτερά της δόντια και του κατέτρωγε τα σπλάχνα. Δεν είχε μετανιώσει για τίποτα, δεν τον βασάνιζε καμία ενοχή κι όλα αυτά που είχε κάνει, θα μπορούσε να τα ξανακάνει για μια ακόμα φορά. Γιατί, για κείνον ήταν καλύτερο να τη βλέπει μέσα στα χέρια του δημίου, παρά στην αγκαλιά του λοχαγού. Αλλά βασανιζόταν, ο πόνος του ήταν τόσο μεγάλος σε κάποιες στιγμές, ώστε έβγαζε τούφες ολόκληρες από τα μαλλιά του για να διαπιστώσει αν είχαν γίνει κάτασπρα.
   Ήταν κάποια στιγμή ανάμεσα στις υπόλοιπες, που ήρθε στο νου του ότι ήταν αυτό το συγκεκριμένο λεπτό που εκείνη η φρικαλέα αλυσίδα που είχε δει το πρωί έσφιγγε τη θηλιά γύρω απ' τον πανέμορφο και τόσο ευαίσθητο λαιμό της. Και πάνω σ' αυτή τη σκέψη, ένιωσε τον ιδρώτα του να βγαίνει από κάθε πόρο του κορμιού του.
   Και μια άλλη στιγμή, καθώς ένα διαβολικό χαμόγελο στόλιζε τα χείλη του για τον ίδιο του τον εαυτό, στη σκέψη του ήρθε η εικόνα της Εσμεράλδας έτσι όπως την είχε αντικρίσει την πρώτη πρώτη ημέρα, όλο ζωντάνια, όλο ανεμελιά, γεμάτη χαρά, στολισμένη με όμορφα κοσμήματα, να χορεύει με τα γοργά της πόδια, όλο αρμονία και χάρη κι έπειτα εκείνη της Εσμεράλδας στην τελευταία τους συνάντηση, με το λευκό πουκάμισο και το σκοινί δεμένο τριγύρω απ' το λαιμό της, ν' ανεβαίνει με αργό βήμα και με τα πόδια της ολόγυμνα την ανώμαλη σκάλα της κρεμάλας. Αυτή η διπλή εικόνα πήρε μια τόσο ζωντανή μορφή μέσα στο νου του, ώστε άφησε μια δυνατή κραυγή φόβου.
   Και καθώς εκείνος ο ανεμοστρόβιλος της απελπισίας έριχνε, ξεκολλούσε, λύγιζε, έπαιρνε ό,τι κι αν υπήρχε μέσα στην ψυχή του, εκείνος κοιτούσε τη φύση γύρω του. Κάτω απ' τα πόδια του παρατηρούσε κάποιες κότες που έτρωγαν ψάχνοντας μέσα στα χορτάρια, καθώς κάποια σκαθάρια που γυάλιζαν σαν το σμάλτο έτρεχαν κάτω απ' τον ήλιο, πάνω απ' το κεφάλι του κάποιοι γκρίζοι όγκοι από σύννεφα που έμοιαζαν με μπαμπάκι διέσχιζαν το γαλανό ουρανό, μακριά στον ορίζοντα ο πέτρινος οβελίσκος από το αβαείο του Σεν Βικτόρ διαπερνούσε την καμπύλη που σχημάτιζε ο λόφος και ο μυλωνάς απ' το μικρό λόφο του Κοπό κοιτούσε σφυρίζοντας το μύλο του, που τα γρήγορα φτερά του γυρνούσαν χωρίς διακοπή.
   Κι όλη εκείνη η γεμάτη από ζωντάνια, τάξη και γαλήνη ζωή που φαινόταν τριγύρω του, μέσα από όλες τις μορφές της, τον βασάνιζε πάρα πολύ. Πήρε και πάλι να φεύγει όσο πιο μακριά μπορούσε. 
   Κι έτσι, διέσχισε πολλά χωράφια, ώσπου τελικά έπεσε η νύχτα. Αυτή η δραπέτευση απ' τη φύση, απ' τη ζωή, απ' τους ανθρώπους, απ' ό,τι κι αν βρισκόταν τριγύρω του, ακόμα κι απ' το Θεό τον ίδιο, είχε διαρκέσει όλη την ημέρα. Κάποιες φορές στεκόταν στο δρόμο κάποιου απόμερου χωριού και οι σκέψεις του γίνονταν τόσο βασανιστικές, ώστε κρατούσε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια του προσπαθούσε, θα νόμιζε κανείς, να το ξεκολλήσει από τους ώμους του για να το σπάσει σε χίλια κομμάτια πάνω στο λιθόστρωτο.
   Όταν πια είχε φτάσει η ώρα που ο ήλιος πλησίαζε στη δύση του, κοίταξε και πάλι τον εαυτό του και κατέληξε ότι είχε πια χάσει τα λογικά του τελείως. Εκείνη η καταιγίδα που είχε ξεσπάσει μέσα στην ψυχή του απ' όταν κατάλαβε ότι είχε χάσει πια κάθε ελπίδα και θέληση να χαρίσει τη σωτηρία στη μικρή τσιγγάνα, αυτή η καταιγίδα δεν είχε αφήσει μέσα στο νου του τίποτα που να ανταποκρινόταν στη λογική ή στον ορθολογισμό. Το λογικό του κατέρρεε, τελείως κατεστραμμένο. Μόνο δύο εικόνες διακρίνονταν όλο διαύγεια μέσα στο νου του: η Εσμεράλδα και η κρεμάλα. Όλα τ' άλλα καλύπτονταν από ένα κατάμαυρο πέπλο. Κι αυτές οι δύο εικόνες, όταν η μία πλησίαζε την άλλη, έφτιαχναν μέσα στη σκέψη του ένα τρομερό σύμπλεγμα και όσο επικεντρωνόταν σε κείνες, με όση προσοχή και τη σκέψη που είχε πια, τόσο τις έβλεπε να μεγαλώνουν παίρνοντας υπέρογκες διαστάσεις, η μία σε ομορφιά και χάρη και σε φως και η άλλη σε φόβο. Κι έτσι, είχε μπροστά του τελικά μόνο την Εσμεράλδα, που την έβλεπε σαν ένα αστέρι κι η κρεμάλα μεταμορφωνόταν σε ένα τεράστιο αποστεωμένο χέρι.
   Το πιο σημαντικό ήταν ότι όσο διαρκούσε αυτό το φριχτό βασανιστήριο ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ' το μυαλό του η σκέψη να πεθάνει. Έτσι ήταν φτιαγμένος εκείνος ο άθλιος αρχιδιάκονος. Είχε αρπαχτεί δυνατά απ' τη ζωή. Αλλά και πάλι, ίσως στ' αλήθεια να διέβλεπε πέρα απ' την ίδια τη ζωή την κόλαση.
   Εν τω μεταξύ, η μέρα έφτανε στο τέλος της. Εκείνο το ζωντανό κομμάτι που είχε ακόμα μέσα του είχε αρχίσει να σκέφτεται την επιστροφή στην πόλη. Πίστευε πια ότι είχε απομακρυνθεί πολύ απ' το Παρίσι. Αλλά όπως μπόρεσε να προσανατολιστεί σταδιακά, κατάλαβε ότι το μόνο που είχε κάνει ήταν ο γύρος της περίφραξης της συνοικίας του Πανεπιστημίου. Το μυτερό καμπαναριό του Σεν Σουλπίς και οι τρεις μυτεροί πύργοι απ' τον Σεν Ζερμέν ντε Πρε διακρίνονταν μέσα στον ορίζοντα απ' τη δεξιά πλευρά. Αποφάσισε να πάει προς τα κει. Όταν άκουσε το "ποιος είναι;" των φρουρών του αβά γύρω απ' το τείχος του Σεν Ζερμέν με τις επάλξεις του, έκανε μια στροφή, ακολούθησε το πρώτο μονοπάτι που βρήκε στο δρόμο του ανάμεσα απ' το μύλο του αβαείου και το άσυλο των λεπρών του χωριού κι ύστερα από λίγη ώρα, είχε κιόλας βρεθεί στην άκρη του αγρού των Δόκιμων Ιερέων. Αυτό το μέρος ήταν πασίγνωστο για τη φασαρία που επικρατούσε πάντα εκεί, τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα. Ήταν η "υδρία" των φτωχών καλογέρων του Σεν Ζερμέν, quod monachis Sancti-Germani pratensis hydra fuit, clericis nova simper dissidiorum capita suscitantibus -κάτι που για τους μοναχούς του Σεν Ζερμέν ήταν μια υδρία, γιατί εκεί οι φοιτητές έβρισκαν πάντα καινούργιες αφορμές για τσακωμούς. Ο αρχιδιάκονος πίστεψε ότι θα μπορούσε να συναντήσει κάποιον εκεί· έτρεμε στη σκέψη και μόνο ότι θα έβλεπε κάποιο ανθρώπινο πρόσωπο. Προσπάθησε να αποφύγει τη συνοικία του Πανεπιστημίου, την περιοχή του Σεν Ζερμέν, δεν ήθελε να επιστρέψει μέσα στους δρόμους παρά όσο το δυνατόν αργότερα. Προχώρησε κατά μήκος του αγρού των Δόκιμων Ιερέων, πήρε το μονοπάτι που τον χώριζε από το Ντιε Νεφ και τελικά έφτασε πολύ κοντά στην όχθη του ποταμού. Εκεί συνάντησε ένα βαρκάρη που για μερικά παριζιάνικα σόλδια θα δεχόταν να ανέβει το Σηκουάνα μέχρι τη συνοικία της Σιτέ και τον άφησε πάνω σε κείνο το ακατοίκητο κομμάτι γης που ο αναγνώστης ήδη έχει συναντήσει μέσα στις σκέψεις του Γκρενγκουάρ, το οποίο εκτεινόταν κάτω απ' τους κήπους του βασιλιά, παράλληλα με το νησί του περατάρη των αγελάδων.
   Το μονότονο κούνημα της βάρκας και ο ήχος απ' τα κύματα που έκανε το νερό είχαν αποκοιμίσει κατά κάποιον τρόπο τον Κλοντ Φρόλο. Όταν ο βαρκάρης έφυγε από κοντά του, εκείνος έμεινε να στέκεται πάνω στην άμμο σαν χαμένος, κοιτάζοντας προς τα μπρος και μη βλέποντας πια το καθετί που υπήρχε εκεί παρά μόνο σαν μέσα από ένα μεγεθυντικό φακό, που τον έκανε να πιστεύει ότι βρισκόταν μπροστά από κάτι φανταστικό. Και δεν είναι καθόλου περίεργο η κούραση από μια πολύ μεγάλη συμφορά να έχει σαν συνέπεια ένα τέτοιο σύμπτωμα στο μυαλό του ανθρώπου.
   Ο ήλιος είχε πια πέσει πίσω απ' τον ψηλό πύργο της Νεσλ. Ήταν η ώρα που σκοτείνιαζε. Ο ουρανός είχε αποκτήσει ένα απόκοσμο λευκό χρώμα και το νερό από το ποτάμι έμοιαζε να είναι κι εκείνο ολόλευκο. Ανάμεσα σε κείνα τα δύο λευκά πράγματα, η αριστερή όχθη του Σηκουάνα που κοιτούσε αδιάκοπα ο κληρικός, πρόβαλλε τον κατασκότεινο όγκο της και καθώς γινόταν όλο και πιο μικρός από την προοπτική, έπεφτε μέσα στην ομίχλη του ορίζοντα σαν ένα μαύρο πέπλο. Ήταν γεμάτη με σπίτια, από τα οποία διακρίνονταν τώρα μόνο οι σκοτεινές γραμμές των κορυφών τους, που διαγραφόταν με ένα μαύρο χρώμα πάνω στο υπόλευκο ακόμα φόντο του ουρανού και του νερού. Σε κάποια σημεία φαίνονταν τα φώτα που άναβαν σιγά σιγά πίσω απ' τα τζάμια των παραθύρων, σαν τα ανοίγματα των φούρνων. Εκείνος ο πανύψηλος μαύρος οβελίσκος, αποκομμένος όπως ήταν ανάμεσα στα δύο κάτασπρα σεντόνια του ουρανού και του νερού, όπως γινόταν κάπως πιο πλατύς σε κείνο το σημείο, έδινε μια αλλόκοτη εντύπωση στον Κλοντ, όπως εκείνη που μπορεί να έχει κάποιος που, σκυμμένος ανάσκελα στη βάση του καμπαναριού του Στρασβούργου, θα ατένιζε το τεράστιο καμπαναριό του να βουλιάζει μέσα στο ημίφως του απογεύματος πάνω απ' το κεφάλι του. Η διαφορά ήταν ότι τώρα ο Κλοντ στεκόταν όρθιος, ενώ ο οβελίσκος ήταν γυρτός. Έτσι, όμως, όπως το ποτάμι αντικατόπτριζε τον ουρανό, έκανε ακόμα μεγαλύτερο το χάος που βρισκόταν από κάτω του, το τεράστιο βέλος έμοιαζε να ορμάει με τέτοια τόλμη μέσα στο νερό, όπως και κάθε καμπαναριό από τον καθεδρικό ναό· και η εντύπωση που άφηνε ήταν ακριβώς η ίδια. Εξάλλου, αυτή η εντύπωση είχε εκείνη την αλλόκοτη και εσωτερική αίσθηση ότι δεν μπορούσε παρά να είναι το καμπαναριό του Στρασβούργου, αλλά ένα καμπαναριό του Στρασβούργου που έφτανε τις δύο λεύγες ύψος, δηλαδή κάτι πρωτόγνωρο, ένα κτίσμα που κανείς άνθρωπος δεν είχε αντικρίσει ποτέ κάποιο παρόμοιό του, κάτι που ήταν σαν τον Πύργο της Βαβέλ. Οι καμινάδες απ' τα σπίτια, οι επάλξεις απ' τα τείχη, τα αετώματα πάνω στις στέγες, το καμπαναριό των Αυγουστίνων, ο πύργος της Νεσλ, όλες εκείνες οι προεξοχές που πλαισίωναν την κατατομή του τεράστιου οβελίσκου, έδιναν η κάθε μία κι από κάτι στην παραίσθησή του, με ένα παράδοξο παιχνίδισμα στο μάτι απ' τα σκαλίσματα μιας πολύ φορτωμένης και καινούργιας γλυπτικής. Ο Κλοντ, σε κείνο το παραλήρημα στο οποίο βρισκόταν, θεώρησε ότι είχε μπροστά του και αντίκριζε με τα ίδια του τα μάτια το καμπαναριό της κόλασης. Τα άπειρα φώτα που φαίνονταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί σε όλο το ύψος του τρομερού πύργου ήταν για κείνον σαν τα αντίστοιχα ανοίγματα του καμινιού που έβραζε μέσα στην ψυχή του. Κι οι δυνατές φωνές κι οι ψίθυροι που έφταναν ως επάνω απ' το βυθό του, ακούγονταν στ' αυτιά του σαν ουρλιαχτά και αγκομαχητά. Τότε τον κυρίευσε ένας μεγάλος φόβος, έφερε τα χέρια του πάνω στ' αυτιά του, ώστε να μην ακούει πια, γύρισε απ' την άλλη πλευρά για να μην τα αντικρίζει όλα αυτά και έφυγε μακριά από εκείνο το τρομερό όραμα, περπατώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
   Αλλά το όραμα συνέχιζε να βρίσκεται μπροστά στα μάτια του. 
   Όταν έφτασε και πάλι μέσα στους δρόμους, οι διαβάτες που στριμώχνονταν κάτω απ' τους αντικατοπτρισμούς των υποστέγων των καταστημάτων στα δικά του μάτια ήταν σαν δαιμόνια που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα τριγύρω του. Περίεργοι ήχοι άφηναν το βουητό τους μέσα στ' αυτιά του και παράδοξες φαντασιώσεις στοίχειωναν το νου του. Όλα αυτά που έβλεπε δεν ήταν πια ούτε σπίτια ούτε ο πλακόστρωτος δρόμος ούτε τ' αμάξια ούτε άντρες και γυναίκες, αλλά ένα σύνολο από μπερδεμένα αντικείμενα, που οι γραμμές τους μπλέκονταν η μία μέσα στην άλλη. Στη γωνία της οδού ντε λα Μπαριγερί βρισκόταν ένα κατάστημα που πουλούσε μπαχαρικά και η τέντα του, ακολουθώντας μία πολύ παλιά συνήθεια, ήταν στολισμένη σε όλο της το μήκος με εκείνα τα μεταλλικά στεφάνια που πάνω τους είναι κρεμασμένα ξύλινα δοκάρια που χτυπάνε μεταξύ τους με το φύσημα του αέρα, κάνοντας τον ήχο που κάνουν οι καστανιέτες. Είχε την εντύπωση ότι άκουγε να κάνει θόρυβο μέσα στο σκοτάδι ο σωρός απ' τους σκελετούς του Μονφοκόν.
   "Ω!" ψιθύρισε. "Ο αέρας της νύχτας σπρώχνει τον ένα πάνω στον άλλο και μπλέκει τον ήχο που κάνουν οι αλυσίδες τους με τον ήχο απ' τα κόκαλά τους! Κι εκείνη πρέπει να είναι κάπου μέσα σε όλα αυτά!"
   Η αναστάτωση της ψυχής του ήταν πια τόσο μεγάλη, ώστε δεν ήξερε ποια κατεύθυνση ακολουθούσε. Αφού περπάτησε για λίγο, έφτασε στη Γέφυρα του Σεν Μισέλ. Μέσα απ' το παράθυρο του ισογείου κάποιου σπιτιού είδε να καίει ένα φως. Πήγε κοντά και απ' το μισοσπασμένο τζάμι είδε την εικόνα μιας άθλιας κάμαρας που έφερε κάποια πολύ μπερδεμένη μνήμη μέσα στο μυαλό του. Σε κείνη την κάμαρα, που φωτιζόταν απ' το λιγοστό φως ενός λυχναριού, βρισκόταν ένας νέος με κατάξανθα μαλλιά, με μια φρέσκια και χαρούμενη όψη, που κρατούσε μέσα στην αγκαλιά του, γελώντας δυνατά, μια νέα γυναίκα, με στολίδια πολλά πάνω της κι ένα επαίσχυντα βαμμένο πρόσωπο. Και δίπλα στο λυχνάρι, είδε να κάθεται μια γερασμένη γυναίκα, που έγνεθε τη ρόκα της και τραγουδούσε με μια φωνή που έτρεμε. Και καθώς ο νεαρός άντρας γελούσε κοφτά, το τραγούδι της γριάς έφτανε κατά διαστήματα στ' αυτιά του Κλοντ. Ήταν ένα τραγούδι χωρίς συνειρμό και πολύ φοβερό.
Γάβγισε Γκρεβ! Μούγκρισε Γκρεβ!
Κι εσύ ρόκα μου, συνέχισε να γνέθεις.
Γνέθε το σκοινί που θα πάρει ο δήμιος
που σιγοσφυρίζει μέσα στην αυλή.
Γάβγισε Γκρεβ! Μούγκρισε Γκρεβ!

Τι όμορφο που είναι τούτο το σκοινί από κάνναβη!
Καλλιεργήστε από το Ισί ως και τη Βανβρ
κάνναβη κι όχι στάρι, 
κι οι ληστές δεν έρχονται ν' αρπάξουν 
το όμορφο σκοινί από κάνναβη!

Μούγκρισε Γκρεβ! Γάβγισε Γκρεβ!
Να δεις τη χορεύτρια των δρόμων 
να ανεβαίνει μέχρι την κρεμάλα.
Κι όλα τα παράθυρα μάτια θα γίνονται.
Μούγκρισε Γκρεβ! Γάβγισε Γκρεβ!
   Και ακούγοντας εκείνο το στίχο, ο νεαρός γελούσε και γέμιζε με χάδια τη νέα γυναίκα. Και η άλλη, η γερασμένη, δεν ήταν παρά η γριά Φαλουρντέλ. Το κορίτσι ήταν κάποια κοινή γυναίκα. Και το νεαρό αγόρι δεν ήταν παρά ο μικρός αδερφός του Κλοντ, ο Ζαν.
   Ο αρχιδιάκονος εξακολουθούσε να παρακολουθεί τη σκηνή μέσα απ' το σπασμένο τζάμι. Άλλωστε, κι αυτό ήταν ένα θέαμα, όπως και όλα τα υπόλοιπα.
   Είδε τον Ζαν να κατευθύνεται προς ένα παράθυρο που βρισκόταν στο τέρμα της κάμαρας, να το ανοίγει, να κοιτάζει προς την αποβάθρα, εκεί που έλαμπαν πολλά φωτισμένα τζάμια κι έπειτα τον άκουσε να λέει καθώς έκλεινε και πάλι το παράθυρο:
   "Μα την πίστη μου! Έπεσε κιόλας το σκοτάδι! Οι νοικοκυραίοι ανάβουν τα λυχνάρια τους κι ο αγαθός Θεούλης τ' αστεράκια του!"
   Κι έπειτα, πλησίασε και πάλι εκείνη την πόρνη, πήρε ένα μπουκάλι που ήταν αφημένο πάνω στο τραπέζι και το έσπασε φωνάζοντας με όλη του τη δύναμη:
   "Πρόλαβε και το άδειασε, το παλιοθήλυκο! Κι εγώ δεν έχω καθόλου λεφτά πια! Ιζαμπό, καλή μου, ο Δίας δεν θα μου προσφέρει πια καμία άλλη ικανοποίηση, παρά μόνο αν κάνει τα δυο κάτασπρα βυζάκια σου μαύρα μπουκάλια με κρασί! Κι εγώ από κείνα θα κάθομαι και θα πίνω το σκούρο κρασί της Μπον όλη μέρα κι όλη νύχτα!"
   Αυτό το τόσο εμπνευσμένο αστείο έκανε το κορίτσι να ξεσπάσει σε ξέφρενα γέλια και τότε ο Ζαν βγήκε απ' την κάμαρα.
   Ο Κλοντ Φρόλο μόλις που πρόφτασε να πέσει στη γη ώστε ν' αποφύγει να τον δει και να τον αναγνωρίσει ο μικρός του αδερφός. Για καλή του τύχη, σε όλο το σοκάκι δεν υπήρχε ούτε ένα φως και ο νεαρός σπουδαστής ήταν τελείως μεθυσμένος. Ωστόσο, είδε τον αρχιδιάκονο που ήταν πεσμένος πάνω στον πλακόστρωτο δρόμο, μέσα στα λασπόνερα.
   "Αααα!" είπε. "Κι αυτός εδώ μάλλον πέρασε πολύ καλά σήμερα!"
   Κι έσπρωξε με το πόδι του τον Κλοντ Φρόλο που προσπαθούσε να μην ανασαίνει καν.
   "Είναι τελείως τύφλα", εξακολούθησε να λέει ο Ζαν. "Τα έχει πιει για τα καλά. Σαν μια βδέλλα μοιάζει, που ξεκόλλησε πάνω απ' το βαρέλι. Α, και δεν έχει και καθόλου μαλλιά", είπε έπειτα σκύβοντας προς το μέρος του. "Γέρος είναι! Fortunate senex!- Τυχερέ, γέρο!"
   Ύστερα, ο Κλοντ Φρόλο κατάλαβε ότι είχε πια απομακρυνθεί λέγοντας:
   "Αλλά ας είναι, δεν πειράζει να έχεις και λίγο μυαλό. Κι ο αδερφός μου ο αρχιδιάκονος έχει μεγάλη τύχη που και σοφός είναι και πολλά χρήματα έχει".
   Και τότε, ο αρχιδιάκονος σηκώθηκε απ' το δρόμο και έφυγε τρέχοντας, με την ανάσα του κομμένη μέχρι και την εκκλησία της Παναγίας των Παρισίων, που διέκρινε τους πελώριους πύργους της να προεξέχουν μέσα στο σκοτάδι πάνω απ' όλες τις στέγες των σπιτιών.
   Καθώς έφτανε ασθμαίνοντας στην πλατεία, όταν βρέθηκε μπροστά απ' το ναό, δεν βρήκε το θάρρος να σηκώσει το βλέμμα του προς το τρομερό κτίριο.
   "Αχ!" είπε ψιθυριστά. "Πράγματι, συνέβησαν όλα αυτά εδώ, σήμερα το πρωί!"
   Ωστόσο, κοίταξε για λίγο την εκκλησία. Η μπροστινή της όψη ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Ο ουρανός πίσω της έλαμπε, διάσπαρτος με αναρίθμητα αστέρια. Το μισοφέγγαρο που ήταν ψηλά στον ορίζοντα πια είχε σταματήσει εκείνη τη στιγμή στην κορυφή του πύργου που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του ναού κι ήταν σαν να είχε φωλιάσει εκεί σαν ένα πουλί με αστραφτερό φτέρωμα, στην άκρη απ' το μικρό τοίχο, που τα μαύρα σκαλισμένα τριφύλλια του διακρίνονταν ανάγλυφα.
   Η πόρτα απ' το μοναστήρι ήταν σφραγισμένη. Αλλά ο αρχιδιάκονος κρατούσε πάντα πάνω του το κλειδί απ' τον πύργο που είχε το εργαστήριό του. Με το κλειδί εκείνο άνοιξε και μπήκε μέσα στην εκκλησία.
   Μέσα στο ναό επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι και μια βαριά σιωπή, σαν να βρισκόταν μέσα σε μια σπηλιά. Από τους τεράστιους ίσκιους που έπεφταν από παντού, σχηματίζοντας πελώριες μορφές, μπόρεσε να καταλάβει ότι ακόμα δεν είχαν σηκωθεί οι κουρτίνες της πρωινής λειτουργίας. Ο μεγαλόσταυρος από ασήμι άστραφτε στο βάθος απ' το απόλυτο σκοτάδι και ήταν γεμάτος από λαμπερά σημεία, σαν ένας γαλαξίας μέσα σε κείνο το βράδυ του επιταφίου. Τα μακριά και στενά παράθυρα του τμήματος που στεκόταν η χορωδία, πάνω απ' τις κατάμαυρες κουρτίνες, την πάνω πλευρά των αψίδων τους και τα τζάμια τους, όπως τα περνούσε μια αχτίδα του φεγγαριού, δεν έδειχναν πια τίποτε άλλο απ' τα μακρινά νυχτερινά χρώματα. Ο αρχιδιάκονος, καθώς έβλεπε γύρω απ' το χώρο των ψαλτών εκείνες τις δυσδιάκριτες άκρες των αψίδων, είχε την εντύπωση ότι έβλεπε μίτρες από κολασμένους επισκόπους.
   Έκλεισε δυνατά τα μάτια του και όταν τα άνοιξε και πάλι, είχε την εντύπωση ότι τριγύρω του βρίσκονταν πολλά πρόσωπα παραταγμένα σε κύκλο, που τον κοιτούσαν διερευνητικά.
   Τραντάχτηκε και πήγε να φύγει από κει, περνώντας μέσα απ' όλη την εκκλησία. Και τότε, είχε την εντύπωση ότι ολόκληρος ο ναός δονούταν, ότι κινείτο, ότι είχε αποκτήσει ζωή, ότι κάθε τεράστια κολόνα του γινόταν ένα γιγαντιαίο πόδι που χτυπούσε το έδαφος με την πελώρια, πέτρινη πατούσα του και ότι ο τεράστιος καθεδρικός ναός δεν ήταν πια παρά κάτι που έμοιαζε με υπερφυσικό ελέφαντα που ξεφυσούσε και βάδιζε, με πόδια τους κίονές του, για προβοσκίδα του τους δύο πύργους του και σαν σκέπασμα στη ράχη του τις απέραντες μαύρες κουρτίνες.
   Έτσι, ο πυρετός του ή το παραλήρημά του βρισκόταν πια σε τέτοια κατάσταση έντασης, ώστε ο εξωτερικός κόσμος για εκείνον το δύστυχο δεν ήταν πια παρά μια μορφή ορατής, πραγματικής και τρομερής αποκάλυψης. 
   Για λίγο ένιωσε κάποια παρηγοριά. Καθώς έμπαινε κάτω απ' το πλάγιο κλίτος, πίσω από έναν όγκο, μπόρεσε να διακρίνει μια κόκκινη λάμψη, έφυγε τρέχοντας προς τα κει σαν να κυνηγούσε ένα άστρο. Αλλά δεν ήταν παρά μόνο το καντήλι που έκαιγε αδιάκοπα μπροστά απ' το προσευχητάρι της Παναγίας για το κοινό, πίσω απ' το μεταλλικό του πλέγμα. Χίμηξε με μανία προς το ιερό βιβλίο, προσμένοντας ότι θα μπορούσε να βρει εκεί κάτι που θα έκανε την ψυχή του να ξαλαφρώσει και να ενθαρρυνθεί. Το βιβλίο ήταν ανοιχτό σε μια σελίδα απ' την περικοπή του Ιώβ, όπου έριξε το αγωνιώδες βλέμμα του διαβάζοντας: "Κι ένα πνεύμα πέρασε μπροστά απ' το πρόσωπό μου, και άκουσα ένα απαλό φύσημα, που οι τρίχες απ' το σώμα μου φρίκιασαν".
   Καθώς διάβασε αυτό το πένθιμο κομμάτι, ένιωσε όπως ο τυφλός που αισθάνεται να τον πληγώνει το μπαστούνι, που πήρε για να τον βοηθήσει. Τα γόνατά του κόπηκαν και έπεσε στο δάπεδο, σκεφτόμενος εκείνο το κορίτσι που είχε φύγει απ' τη ζωή εκείνη την ημέρα. Αισθανόταν να περνάνε και να γεμίζουν το μυαλό του τόσο τρομακτικοί καπνοί, που νόμιζε ότι το κεφάλι του ήταν μια καμινάδα του κάτω κόσμου.
   Θα έμεινε, μάλλον, για πολλή ώρα πεσμένος εκεί, δίχως να κάνει πια καμία σκέψη, εξαντλημένος και αφημένος στη μοίρα, που την κινούσε το χέρι του διαβόλου. Τελικά, μπόρεσε να ανακτήσει κάπως τις δυνάμεις του και σκέφτηκε να πάει και να βρει παρηγοριά στον πύργο, εκεί που βρισκόταν ο πάντα πιστός σ' εκείνον Κουασιμόδος. Σηκώθηκε απ' το έδαφος και καθώς ένιωθε πολύ φόβο, πήρε μαζί του και το καντήλι που έκαιγε πάνω απ' το προσευχητάρι. Σίγουρα, αυτό που έκανε ήταν ένα είδος ιεροσυλίας, αλλά πια δεν μπορούσε να σκέφτεται τέτοιου είδους ασήμαντα πράγματα.
   Ανέβηκε με αργά βήματα τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στους πύργους, καθώς είχε μέσα του ένα κρυφό φόβο, που το γεμάτο μυστήριο φως απ' το καντήλι τον μετέφερε στους λιγοστούς διαβάτες της πλατείας, καθώς εκείνη την ώρα αυτή η αναλαμπή ανέβαινε από τη μία πολεμίστρα στην άλλη, για να καταλήξει στην κορυφή του καμπαναριού. 
   Ξάφνου, αισθάνθηκε μια νότα δροσιάς να τον χτυπάει στο πρόσωπο και είδε ότι είχε φτάσει κάτω απ' την πόρτα της πιο ψηλής στοάς. Ο αέρας εκεί ήταν πάρα πολύ κρύος. Ο ουρανός έπαιρνε τα σύννεφα που οι τεράστιοι και κάτασπροι όγκοι τους μπλέκονταν ο ένας με τον άλλον, χάνοντας τις γωνίες τους και δίνοντας την εικόνα ενός ποταμού που λιώνουν οι πάγοι του μέσα στο χειμώνα. Το μισό φεγγάρι, έτσι όπως βρισκόταν ανάμεσα απ' τα σύννεφα, έμοιαζε με ένα πλοίο που το είχαν παγιδεύσει εκείνοι οι αέρινοι πάγοι.
   Έσκυψε το βλέμμα του και κοίταξε για λίγο ανάμεσα απ' τη σειρά με τις κολόνες που συνδέει τους δύο πύργους της Παναγίας, μακριά, μέσα από ένα αχνό πέπλο από ομίχλη και καταχνιά, το βουβό πλήθος απ' τις στέγες του Παρισιού, που ξεπρόβαλλαν μυτερές, αμέτρητες, στριμωγμένες και μικρές, θυμίζοντας τα κύματα της θάλασσας που κινούνται απαλά μέσα στη νύχτα του καλοκαιριού.
   Το φεγγάρι σκόρπιζε ένα αδύναμο φως, που έδινε στον ουρανό και στη γη μια απόχρωση σαν εκείνη της στάχτης.
   Εκείνη την ώρα, το ρολόι ήχησε με τη λεπτή και σπασμένη του φωνή σημαίνοντας μεσάνυχτα. Ο κληρικός έφερε στο νου το περασμένο μεσημέρι. Είχε επιστρέψει όταν η ώρα ήταν και πάλι δώδεκα.
   "Αχ!" είπε αδύναμα. "Τώρα πια θα έχει κρυώσει τελείως το κορμί της!"
   Ξαφνικά, ένα φύσημα του αέρα έκανε τη φλόγα απ' το καντήλι του να σβήσει και την ίδια σχεδόν στιγμή είδε να προβάλει στην απέναντι γωνία του πύργου ένας ίσκιος, μια ολόλευκη οπτασία, μια φιγούρα, μια γυναίκα. Το σώμα του ανατρίχιασε ολόκληρο. Δίπλα σ' εκείνη τη γυναικεία μορφή προχωρούσε μια μικρή  κατσίκα, που το βέλασμά της μπερδευόταν με τον απόηχο απ' το τελευταίο χτύπημα του ρολογιού.
   Μπόρεσε να μαζέψει το θάρρος του και να την κοιτάξει. Ναι, ήταν εκείνη.
   Ήταν πάρα πολύ χλομή, λυπημένη. Τα μαλλιά της έπεφταν αχτένιστα πάνω στους ώμους της, ακριβώς έτσι όπως ήταν και το ίδιο πρωί. Αλλά τώρα πια δεν είχε κανένα σκοινί δεμένο γύρω απ' το λαιμό της και τα χέρια της δεν είχαν αλυσίδες. Ήταν ελεύθερη, ήταν νεκρή.
   Φορούσε κάτασπρα ρούχα και είχε το κεφάλι της σκεπασμένο με ένα λευκό πέπλο.
   Κινούνταν προς τα κει που βρισκόταν ο αρχιδιάκονος με αργά βήματα, με το βλέμμα της να κοιτάζει προς τον ουρανό. Η μικρή κατσίκα, σαν ένα πλάσμα τελείως απόκοσμο, ερχόταν ξοπίσω της. Ο αρχιδιάκονος ένιωθε σαν να είχε μαρμαρώσει και αισθανόταν ότι το κορμί του είχε γίνει τόσο βαρύ, που δεν μπορούσε καθόλου να κινηθεί. Όσο εκείνη περπατούσε προς τα μπροστά, εκείνος οπισθοχωρούσε κι αυτό είχε μια διάρκεια που του φάνηκε αιώνια. Κι έτσι, κάποια στιγμή βρέθηκε να στέκεται και πάλι κάτω απ' το σκοτεινό θόλο της σκάλας. Έτρεμε σκεφτόμενος ότι η γυναικεία μορφή θα μπορούσε να φτάσει ως εκεί. Αν αυτό γινόταν, σίγουρα θα πέθαινε απ' το φόβο του.
   Και πράγματι, εκείνη η μορφή έφτασε ως και την πόρτα της σκάλας, έμεινε εκεί για μερικές στιγμές, με το βλέμμα της επίμονα κολλημένο στο σκοτάδι, αλλά χωρίς να φαίνεται ότι είχε αντιληφθεί την παρουσία του κληρικού κι έπειτα τον προσπέρασε. Είχε την αίσθηση ότι ήταν ψηλότερη απ' όσο ήταν όταν βρισκόταν ακόμα στη ζωή. Είδε το φεγγάρι μέσα απ' το κάτασπρο ρούχο της κι έπειτα ανέπνευσε την ανάσα της.
   Όταν η μορφή πέρασε από μπροστά του, ο αρχιδιάκονος πήρε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια, με το ίδιο αργό βήμα που είχε δει να κινείται κι εκείνο το ξωτικό, σαν να νόμιζε ότι κι ο ίδιος είχε μεταβληθεί σε ξωτικό, έτσι όπως ήταν αγριεμένος, με σηκωμένες τις τρίχες στο κεφάλι του και συνεχίζοντας να κρατάει το σβηστό καντήλι στο χέρι του. Κι όπως κατέβαινε τα φιδωτά σκαλοπάτια, άκουγε ολοκάθαρα μια φωνή που έλεγε, με ολοφάνερη ειρωνεία στον τόνο της και δίχως να σιωπά ποτέ:
   "...Και ένα πνεύμα πέρασε μπροστά από το πρόσωπό μου και άκουσα ένα απαλό φύσημα, που οι τρίχες απ' το σώμα μου φρίκιασαν".


.................

   Κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα έως και την περίοδο της βασιλείας του Λουδοβίκου του 2ου, σε κάθε πόλη της Γαλλίας υπήρχε κι ένας χώρος που λειτουργούσε ως άσυλο. Αυτοί οι χώροι ασύλου, μέσα σ' εκείνον τον καταιγισμό από ποινικούς νόμους και σκληρές δικαστικές κρίσεις που γέμιζαν την πόλη, ήταν σαν νησιά που ανέβαιναν ψηλότερα απ' το επίπεδο της δικαιοσύνης των ανθρώπων. Ο οποιοσδήποτε εγκληματίας έφτανε σ' αυτά τα άσυλα, μπορούσε να κερδίσει τη σωτηρία του. Σε κάθε τόπο, οι χώροι όπου μπορούσε να βρει κανείς άσυλο ήταν σχεδόν ισάριθμοι με τα σημεία εκείνα της πόλης όπου γίνονταν απαγχονισμοί. Ήταν μια έξαρση έλλειψης τιμωρίας, σαν απάντηση στην υπερβολή των σημείων του μαρτυρίου. Ήταν δυο συμφορές που η μία προσπαθούσε να φτιάξει την άλλη. Τα βασιλικά ανάκτορα, οι επαύλεις των πριγκίπων, αλλά κυρίως οι εκκλησίες είχαν το δικαίωμα να προσφέρουν άσυλο σε κάποιον. Ο Λουδοβίκος ο 2ος είχε κάνει άσυλο ολόκληρο το Παρίσι το 1467.
   Κι από όταν περνούσε το κατώφλι του χώρου ασύλου, ο εγκληματίας γινόταν μεμιάς ένα πρόσωπο ιερό. Έπρεπε, όμως, η προσοχή του να είναι αδιάκοπα σε εγρήγορση, ώστε να μη φύγει ποτέ από κει. Αν βρισκόταν ακόμα και ένα βήμα εκτός του ασύλου, θα έπεφτε και πάλι στην ανταριασμένη θάλασσα. Ο τροχός, το ικρίωμα, ο διασχοινισμός, βρίσκονταν πάντα γύρω απ' το καταφύγιό του και περίμεναν άγρυπνα το θήραμά τους, σαν τους καρχαρίες που τριγυρνούν γύρω από ένα πλοίο. Κι έτσι, μπορούσε να δει κανείς τους εγκληματίες να αποκτούν ολόλευκα μαλλιά μέσα σε κάποιο μοναστήρι, στις σκάλες ενός ανακτόρου, στην αυλή κάποιου αβαείου, κάτω απ' τις πύλες ενός ναού. Κι έτσι, το άσυλο δεν γινόταν γι' αυτούς παρά μια ακόμα φυλακή, όμοια με όλες τις υπόλοιπες. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, με ένα ένταλμα του ανώτατου δικαστηρίου το άσυλο ήταν δυνατό να παραβιαστεί, ο εγκληματίας να παρθεί από κει και να οδηγηθεί κατευθείαν στο δήμιο. Αλλά αυτό ήταν κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Τα δικαστήρια αντιμετώπιζαν με τρόμο και με δέος τους επισκόπους κι όταν αυτά τα μακριά φουστάνια βρίσκονταν μεταξύ τους, η τήβεννος δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει εύκολα το ράσο. Παρ' όλα αυτά, κάποιες φορές, όπως είχε συμβεί με την περίπτωση των φονιάδων του Πτι Ζαν, του δημίου του Παρισιού, αλλά και σ' εκείνη την περίπτωση του Εμερί Ρουσό, του δολοφόνου του Ζαν Βαλερέ, η δικαιοσύνη περνούσε πάνω απ' τον κλήρο και εκτελούσε τις αποφάσεις που είχε πάρει. Αλλά πέρα από μία επίσημη δικαστική απόφαση, αν κάποιος αποφάσιζε να παραβιάσει ένα άσυλο, πολύ περισσότερο αν βρισκόταν και να φέρει κάποιο όπλο, ήταν τελείως χαμένος! Γνωρίζουμε καλά πώς τελείωσε η ζωή του Ρομπέρ ντε Κλερμόν, του αρχιστράτηγου της Γαλλίας, και του Ζαν ντε Σαλόν, του στρατάρχη της Καμπανίας. Ωστόσο, η παράβαση που είχαν κάνει δεν είχε παρά μόνο ένα υποκείμενο, κάποιον Περέν Μαρκ, σωματοφύλακα ενός σαράφη και απεχθή δολοφόνο. Ωστόσο, οι δύο αρχιστράτηγοι είχαν παραβιάσει τις πύλες του Σεν Μερί κι αυτό ήταν ίδιο με μια βεβήλωση.
   Και γύρω απ' αυτά τα άσυλα υπήρχε ένα τέτοιο πνεύμα σεβασμού, που, κατά την παράδοση, μπορούσε να φτάνει ακόμα και απέναντι στα ζώα. Ο Εμουέν μάς λέει πως ένα ελάφι, που το κυνηγούσε ο Νταγκομπέρ, βρήκε καταφύγιο κοντά στο μνήμα του Σεν Ντενί και τότε το κοπάδι απ' τα κυνηγόσκυλα στάθηκε αμέσως κι έμεινε σε μεγάλη απόσταση γαβγίζοντας.
   Για τις εκκλησίες αποτελούσε μια παράδοση να έχουν πάντα έτοιμο ένα κελί που ήταν προορισμένο για να δέχεται όσους έρχονταν να ζητήσουν άσυλο. Το 1404 ο Νικολά Φλαμέλ έχτισε πάνω στους θόλους του Σεν Ζακ ντε λα Μπουσερί, ένα δωμάτιο, για το οποίο πλήρωσε τέσσερις παρισινές λίβρες, έξι σόλδια και δεκάξι δηνάρια.
   Στο ναό της Παναγίας των Παρισίων βρισκόταν χτισμένο ένα κελί πάνω απ' τη στέγη του πλάγιου κλίτους, κάτω απ' τα υποστηρίγματα, απέναντι απ' το μοναστήρι, στο σημείο εκείνο όπου η γυναίκα του σημερινού θυρωρού των πύργων έχει φτιάξει ένα περιβόλι, απέναντι απ' τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, κι εκείνο μοιάζει σαν ένα μαρούλι απέναντι από ένα φοίνικα ή με μια θυρωρό απέναντι στη Σεμίραμις.
   Εκεί είχε τοποθετήσει ο Κουασιμόδος την Εσμεράλδα έπειτα από το εντυπωσιακό του πέρασμα πάνω απ' τους πύργους και τα υπερώα. Όσο κρατούσε εκείνη η ξέφρενη διαδρομή, η νεαρή κοπέλα δεν είχε μπορέσει να ανακτήσει τις αισθήσεις της, ήταν σχεδόν λιπόθυμη, σχεδόν κοιμισμένη και δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε άλλο, παρά μόνο ότι κάποιος την κρατούσε ψηλά στον αέρα, ότι πετούσε, ότι περιπλανιόταν στους αιθέρες, ότι κάποιος ή κάτι τη σήκωνε πολύ πάνω απ' την επιφάνεια της γης. Πού και πού μπορούσε να ακούσει ένα ηχηρό γέλιο, την άγρια φωνή του Κουασιμόδου που περνούσε βίαια μέσα από τ' αυτιά της. Τότε, άνοιγε τα μάτια της και έβλεπε τελείως μπερδεμένα το Παρίσι από κάτω της, με τις άπειρες σκεπές του από σχιστόλιθο και κεραμίδια, σαν ένα κόκκινο και γαλαζωπό μωσαϊκό κι από πάνω της το κακάσχημο, αλλά γεμάτο χαρά πρόσωπο του Κουασιμόδου. Και τότε, σφάλιζε και πάλι από φόβο τα βλέφαρά της. Ήταν απόλυτα βέβαιη ότι όλα πια είχαν φτάσει στο τέλος τους, ότι την είχαν κρεμάσει καθώς εκείνη έπεφτε λιπόθυμη και ότι την είχε πάρει και πάλι εκείνο το πνεύμα που έμοιαζε με τέρας, που είχε στα χέρια του τη μοίρα της και που την οδηγούσε σε κάποιο άγνωστο μέρος. Δεν μπορούσε να το κοιτάζει κι είχε παραδοθεί να την οδηγεί όπου εκείνο ήθελε.
   Αλλά όταν ο καμπανοκρούστης, αναμαλλιασμένος και με κομμένη την ανάσα, την άφησε στο κελί του καταφυγίου, όταν ένιωσε τα τεράστια χέρια του να λύνουν με προσοχή το σκοινί που της έσφιγγε τα χέρια τόσο ώστε να στάζουν αίμα, αισθάνθηκε κάτι που έμοιαζε μ' εκείνο το ξαφνικό τράνταγμα που βγάζει απ' το λήθαργό τους τους επιβάτες του πλοίου, καθώς πιάνει λιμάνι μέσα σε μια τελείως σκοτεινή βραδιά. Οι σκέψεις της βγήκαν κι εκείνες απ' το λήθαργό τους και επανήλθαν σταδιακά στο μυαλό της.
   Κατάλαβε ότι ήταν μέσα στο ναό της Παναγίας των Παρισίων, μπόρεσε να θυμηθεί ότι κάποιος την είχε πάρει με βίαιο τρόπο απ' τα χέρια του δημίου της κι ακόμα μπόρεσε να θυμηθεί ότι ο Φοίβος βρισκόταν ακόμα στη ζωή, ο Φοίβος που πια δεν είχε κανένα αίσθημα αγάπης για κείνη. Κι οι δύο αυτές αναμνήσεις, που η μία ήταν πιο μαρτυρική από την άλλη, εμφανίστηκαν ταυτόχρονα στο μυαλό της κακόμοιρης αιχμάλωτης, που γύρισε προς τον Κουσιμόδο, που στεκόταν μπροστά της φοβίζοντάς την πάρα πολύ.
   "Γιατί με έσωσες;" τον ρώτησε.
   Εκείνος την κοίταξε με ένα βλέμμα όλο αγωνία, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τι τον είχε ρωτήσει.
   Το κορίτσι τού έκανε και πάλι την ίδια ερώτηση κι εκείνος, αφού την κοίταξε με μια έκφραση που φανέρωνε έντονη θλίψη, έφυγε από κοντά της.
   Η μικρή τσιγγάνα απέμεινε εκεί σαν χαμένη.
   Έπειτα από λίγο, ο Κουασιμόδος γύρισε και πάλι πίσω φέρνοντας ένα πακέτο, που άφησε μπροστά στα πόδια της. Εκεί μέσα υπήρχαν κάποια ρούχα που είχαν αφήσει για κείνη μερικές σπλαχνικές γυναίκες στα σκαλιά της εκκλησίας. Τότε, εκείνη έσκυψε το βλέμμα της προς το σώμα της, είδε ότι ήταν ημίγυμνη και το πρόσωπό της βάφτηκε κόκκινο από ντροπή. Η ζωή επέστρεφε και πάλι.
   Ο Κουασιμόδος έμοιαζε να κατάλαβε ότι η κοπέλα ντρεπόταν. Σκέπασε με το χέρι του το ένα και μοναδικό του μάτι και έφυγε και πάλι μακριά της, περπατώντας αργά τώρα.
   Η Εσμεράλδα φόρεσε κάποια ρούχα όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Αυτά που βρήκε ήταν ένα κάτασπρο φουστάνι κι ένα λευκό πέπλο. Ήταν η στολή δόκιμης μοναχής του νοσοκομείου. 
   Μόλις που είχε προφτάσει να φορέσει αυτά τα ρούχα και ο Κουασιμόδος επέστρεψε. Τώρα, κάτω απ' το ένα του μπράτσο είχε ένα καλάθι και με το άλλο κρατούσε ένα στρώμα. Στο καλάθι βρισκόταν ένα μπουκάλι, ψωμί και κάποια φαγώσιμα.
   Τα άφησε όλα κάτω και είπε:
   "Φάε".
   Έπειτα, έστρωσε το στρώμα πάνω στις πλάκες της κάμαρας και είπε:
   "Κοιμήσου".
   Ήταν το δικό του φαγητό και το δικό του στρώμα αυτά που της είχε πάει.
   Η μικρή τσιγγάνα σήκωσε τα μάτια της πάνω του, θέλοντας να του δείξει πόσο πολύ τον ευχαριστούσε, αλλά δεν τα κατάφερε να πει ούτε μια λέξη. Αυτό το δύστυχο πλάσμα ήταν στ' αλήθεια πάρα πολύ άσχημο. Έσκυψε το κεφάλι της, καθώς το κορμί της αναριγούσε απ' τον τρόμο.
   Τότε, ο Κουασιμόδος της είπε:
   "Σε κάνω και φοβάσαι, το ξέρω. Είμαι πάρα πολύ άσχημος, δεν είμαι; Γι' αυτό, μπορείς να μη με κοιτάζεις καθόλου. Αλλά άκουσε αυτά που θα σου πω: την ημέρα θα πρέπει να μένεις κλεισμένη εδώ. Το βράδυ θα μπορείς να τριγυρνάς σε όλη την εκκλησία. Αλλά μη σου περάσει απ' το μυαλό να φύγεις απ' την εκκλησία, τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και της νύχτας, ειδάλλως, πας, χάθηκες. Θα σε κρεμάσουν αμέσως και θα σκοτώσουν και μένα".
   Το κορίτσι σήκωσε όλο συγκίνηση το κεφάλι του για να του απαντήσει, αλλά ο Κουασιμόδος είχε προλάβει και είχε εξαφανιστεί. Όταν έμεινε και πάλι μόνη της, άρχισε να σκέφτεται αυτά τα παράξενα λόγια που της είχε πει εκείνο το τερατώδες πλάσμα, αλλά που την είχε αφήσει έκπληκτη ο τόσος σκληρός και την ίδια στιγμή ο τόσο γλυκός τόνος που είχε η φωνή του.
   Έπειτα πήρε να παρατηρεί το κελί της. Ήταν ένα δωμάτιο μικρό, γύρω στα έξι τετραγωνικά μέτρα, με ένα μικρό φεγγίτη και μια μικρή πόρτα προς τη μεριά που έγερνε κάπως κάτω απ' τη σκεπή του που ήταν φτιαγμένη από πλάκες. Πάρα πολλές βρύσες, σκαλισμένες με μορφές από ζώα, έμοιαζαν να σκύβουν γύρω της και να τεντώνουν τους λαιμούς τους σαν να ήθελαν να τη δουν μέσα απ' το μικρό φεγγίτη. Στην άκρη της σκεπής, έβλεπε τις μύτες απ' τις άπειρες καμινάδες απ' όπου άφηναν κάτω απ' τα μάτια της τους καπνούς τους όλα τα τζάκια του Παρισιού.
   Ήταν μια πολύ άσχημη εικόνα για κείνη τη μικρή τσιγγάνα, γι' αυτό το παρατημένο παιδί, γι' αυτή τη μελλοθάνατη, το κακόμοιρο πλάσμα που δεν είχε γνωρίσει ποτέ της ούτε πατρίδα, ούτε οικογένεια, ούτε και σπίτι.
   Καθώς μέσα στο νου της μεγάλωνε αυτή η σκέψη της ερημιάς της, που τώρα φάνταζε πιο έντονη παρά ποτέ, ένιωσε ένα μαλλιαρό μικρό κεφάλι με γένια να μπαίνει ανάμεσα απ' τα χέρια της, ανάμεσα απ' τα γόνατά της. Αναρίγησε και τρόμαξε πάρα πολύ -καθώς τώρα πια όλα την τρόμαζαν- και κοίταξε προς τα κάτω. Αλλά δεν ήταν τίποτε άλλο από το κακόμοιρο κατσικάκι της, τη λυγερή και γρήγορη Τζαλί, που είχε καταφέρει να ξεφύγει καθώς ο Κουασιμόδος είχε διαλύσει την πομπή του Σαρμολί και που εδώ και μία ώρα χαϊδευόταν στα πόδια της δίχως να μπορέσει να την κάνει να την κοιτάξει έστω και λίγο.
   Η μικρή τσιγγάνα άρχισε να τη φιλάει αδιάκοπα.
   "Αχ, Τζαλί μου, Τζαλί μου, πώς μπόρεσα να σε λησμονήσω. Εσύ με σκέφτεσαι πάντα! Αχ, εσύ δεν ήσουν ποτέ σου αχάριστη!"
   Και καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, σαν να είχε εμφανιστεί ένα αόρατο χέρι και να είχε πάρει από πάνω της εκείνο το βάρος που ένιωθε να πλακώνει την ψυχή της και δεν την άφηνε να κλάψει και η μικρή κοπέλα ξέσπασε σε γοερά αναφιλητά. Και όσο έτρεχαν τα δάκρυά της, τόσο πιο έντονα ένιωθε να φεύγει μαζί τους κάθε τι βίαιο και θλιβερό που είχε μέσα της η οδύνη της ψυχής της.
   Όταν έπεσε η νύχτα, της φάνηκε ότι εκείνο το βράδυ ήταν τόσο γλυκό, ότι το φεγγάρι ήταν τόσο όμορφο, ώστε βγήκε από το κελί της και περπάτησε σε όλη την ψηλή γαλαρία που βρίσκεται τριγύρω απ' το ναό. Κι απ' το μεγάλο εκείνο ύψος, η γη τής έδωσε την εντύπωση ότι ήταν τόσο ήρεμη, ώστε ένιωσε ότι μέσα της γεννιόταν κάποια παρηγοριά.


....................

   Το άλλο πρωί, όταν ξύπνησε, κατάλαβε ότι είχε καταφέρει να κοιμηθεί. Κι αυτό ήταν κάτι τόσο παράξενο, που της προκάλεσε μεγάλη έκπληξη. Εδώ και πολύ καιρό ο ύπνος για κείνη ήταν κάτι υπερβολικά άπιαστο, που το είχε πια λησμονήσει. Μια χαρούμενη αχτίδα του ήλιου που εκείνη τη στιγμή ανέτειλε, μπήκε μέσα απ' το φεγγίτη του κελιού της και την ακούμπησε ελαφρά στο πρόσωπο. Μαζί με το φως του ήλιου, όμως, μέσα απ' το φεγγίτη της είδε και κάτι άλλο, που την τρόμαξε πολύ: ήταν η κακάσχημη μορφή του Κουασιμόδου. Χωρίς να το θέλει, έκλεισε και πάλι τα μάτια της. Αλλά ήταν τελείως ανώφελο. Ακόμα και με τα πανέμορφα βλέφαρά της κλειστά, είχε την αίσθηση ότι αντίκριζε συνεχώς αυτό το προσωπείο του σκιάχτρου, εκείνον τον ξεδοντιάρη μονόφθαλμο. Και καθώς κρατούσε ακόμα τα βλέφαρά της κλειστά, άκουσε εκείνη τη δυνατή φωνή να της λέει με μεγάλη γλυκύτητα:
   "Μην τρομάζεις. Είμαι φίλος σου. Ήρθα για να δω αν κοιμάσαι ακόμα. Δεν σ' ενοχλεί που ήρθα να δω αν κοιμάσαι, έτσι δεν είναι; Αλλά γιατί να σε ενοχλεί που κάθομαι και σε βλέπω, αφού κρατάς κλειστά τα μάτια σου; Όταν τ' ανοίξεις και πάλι, τότε, λοιπόν, θα φύγω. Κοίταξε, κρύφτηκα πίσω απ' τον τοίχο. Αν θέλεις τώρα, άνοιξε ξανά τα μάτια σου".
   Ο τόνος της φωνής του είχε κάτι πολύ πιο μελαγχολικό ακόμα και απ' τα λόγια που έλεγε· ήταν ο τρόπος που της μιλούσε. Και τότε, η μικρή τσιγγάνα δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί περισσότερο απ' την πολλή συγκίνηση που ένιωθε και άνοιξε πάλι τα μάτια της. Στ' αλήθεια, ο Κουασιμόδος δεν φαινόταν πια στο φεγγίτη. Το κορίτσι σηκώθηκε και πλησίασε στο φεγγίτη και είδε τον Κουασιμόδο κουλουριασμένο σε μια γωνιά του τοίχου, σε μια πολύ στενόχωρη και πολύ ταπεινωτική στάση. Έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να ξεπεράσει την αηδία που της προκαλούσε η μορφή του.
   "Πλησίασε", του είπε, με τη γλυκιά της φωνή.
   Ο Κουασιμόδος, βλέποντας τα χείλη της να σχηματίζουν κάποια φράση, θεώρησε ότι του έλεγε να φύγει ακόμα πιο μακριά κι έτσι σηκώθηκε και έφυγε με αργά βήματα, κουτσαίνοντας, με το κεφάλι του χαμηλωμένο, δίχως να παίρνει το θάρρος να στρέψει για λίγο το βλέμμα του προς το κορίτσι που βρισκόταν σε απόγνωση. 
   "Πλησίασε, λοιπόν. Μη φεύγεις", του φώναξε.
   Αλλά εκείνος απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Και τότε, η μικρή τσιγγάνα βγήκε γρήγορα απ' το κελί της, έτρεξε κοντά του και τον κράτησε απ' το χέρι. Όταν τον ακούμπησε, ο Κουασιμόδος αναρίγησε σύγκορμος. Σήκωσε το ικετευτικό του βλέμμα πάνω της και όταν κατάλαβε ότι το κορίτσι ήθελε να τον κρατήσει κοντά του, όλο του το πρόσωπο έλαμψε από ευτυχία και τρυφερότητα.
   Το κορίτσι προσπαθούσε να τον οδηγήσει μέσα στο κελί της, αλλά εκείνος στεκόταν σταθερά στο κατώφλι της.
   "Όχι, όχι", έλεγε συνέχεια. "Δεν γίνεται η κουκουβάγια να καθίσει στη φωλιά του κορυδαλλού!"
   Και τότε, εκείνη κάθισε με μια όμορφη κίνηση στο στρώμα της, έχοντας το κατσικάκι της να κουρνιάζει στα πόδια της. Για λίγο έμειναν και οι δύο χωρίς να κινούνται, χωρίς να μιλούν, παρατηρώντας εκείνος την υπέροχη ομορφιά της κι εκείνη την τέλεια παραμόρφωσή του. Σε κάθε στιγμή που περνούσε, η μικρή τσιγγάνα παρατηρούσε πάνω στον Κουασιμόδο ακόμα μια ασχήμια. Το βλέμμα της περνούσε απ' τα δύσμορφα γόνατά του μέχρι την καμπουριασμένη πλάτη του κι απ' την καμπούρα του στο ένα και μοναδικό του μάτι. Δεν μπορούσε καθόλου να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν η φύση να έχει δημιουργήσει ένα τόσο άσχημο και παραμορφωμένο πλάσμα. Ωστόσο, η μορφή του απέπνεε ένα τέτοιο αίσθημα μελαγχολίας, ώστε είχε αρχίσει κιόλας να συνηθίζει την εικόνα του.
   Εκείνος ήταν ο πρώτος που έκοψε εκείνη την απόλυτη σιωπή:
   "Λοιπόν", της είπε, "μου φώναζες να γυρίσω πίσω;"
   Το κορίτσι έκανε ένα καταφατικό νεύμα με το κεφάλι του και του είπε:
   "Ναι!"
   Εκείνος ο δύστυχος μπόρεσε να καταλάβει μόνο το νεύμα της και απάντησε:
   "Αλίμονο!"
   Κι έπειτα, σαν να μην μπορούσε να πάρει το θάρρος και να συνεχίσει εκείνο που ξεκίνησε να λέει, τραύλισε:
   "...Είμαι κουφός!"
   "Αχ, δύστυχε!" φώναξε η μικρή τσιγγάνα και το πρόσωπό της απέκτησε μια έκφραση ειλικρινούς συμπόνιας.
   Ο καμπανοκρούστης γέλασε με πικρία.
   "Τώρα θα σκέφτεσαι ότι μόνο αυτό μου έλειπε, ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα που έχω, ε; Πράγματι, δεν ακούω τίποτα. Γεννήθηκα κουφός. Είναι φοβερό, δεν είναι; Κι εσύ, εσύ είσαι τόσο όμορφη!"
   Η φωνή του είχε μια αίσθηση τέτοιας μεγάλης συνείδησης της δυστυχίας του, ώστε η κοπέλα δεν μπόρεσε να του απαντήσει απολύτως τίποτα. Κι αν ακόμα έλεγε κάτι, όμως, εκείνος δεν θα γινόταν να την ακούσει. Ο καμπούρης εξακολούθησε να μιλάει:
   "Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα καταλάβει πόσο πολύ άσχημος είμαι στ' αλήθεια. Όταν μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου με σένα, νιώθω μια τεράστια λύπη για μένα, έτσι όπως είμαι φτιαγμένος, ένα κακόμοιρο, δυστυχισμένο κτήνος! Κι εσύ, εσύ είσαι σαν μια αχτίδα του ήλιου, μια σταγόνα δροσιάς, η φωνή του αηδονιού! Κι εγώ είμαι κάτι φρικιαστικό, δεν είμαι ούτε άνθρωπος αλλά ούτε και ζώο. Θα έλεγα ότι είμαι κάτι πιο παραμορφωμένο, πιο δύσμορφο, πιο ταλαιπωρημένο ακόμα κι από μια πέτρα!"
   Κι άρχισε να γελάει, με ένα γέλιο που θα μπορούσε να ξεσκίσει την καρδιά όποιου το άκουγε, περισσότερο κι από το πιο γοερό κλάμα του κόσμου.
   "Πράγματι, είμαι κουφός", συνέχισε να της λέει. "Αλλά μπορείς να μιλάς μαζί μου κάνοντας κινήσεις και νεύματα. Έχω έναν κύριο και άρχοντά μου, που μιλάμε μ' αυτόν τον τρόπο. Κι έπειτα, πολύ γρήγορα μπορώ να καταλάβω τι θέλεις, με το να διαβάζω και τα χείλη σου, την έκφραση που θα έχουν τα μάτια σου!"
   "Πολύ ωραία!" είπε η Εσμεράλδα. "Πες μου, γιατί με γλίτωσες απ' το θάνατο, λοιπόν".
   Καθώς εκείνη μιλούσε, ο Κουασιμόδος την κοιτούσε πάρα πολύ προσεκτικά.
   "Κατάλαβα τι μου λες", της αποκρίθηκε. "Με ρώτησες για ποιο λόγο σε έσωσα. Λησμόνησες ότι ένα βράδυ κάποιος κακομοίρης, κάποιος άθλιος προσπάθησε να σε αρπάξει και ότι το επόμενο κιόλας πρωί εσύ του έδωσες τη βοήθειά σου, σ' αυτόν τον αισχρό άνθρωπο, όταν τον είχαν πάνω σ' εκείνον τον καταραμένο στύλο. Ήταν μια σταγόνα νερό και λίγος οίκτος... Και όλη τη ζωή μου να έδινα, ποτέ δεν θα μπορούσα να σου το ξεπληρώσω αυτό. Εσύ μπορεί να τον λησμόνησες αυτόν τον αχρείο, αλλά εκείνος μπόρεσε να σε θυμηθεί μόλις σε είδε".
   Το κορίτσι τον άκουγε να της μιλάει με πολλή συγκίνηση. Ένα δάκρυ κυλούσε αργά από το μοναδικό μάτι του καμπούρη χωρίς να πέφτει. Έμοιαζε ότι για κείνον ήταν πολύ σημαντικό να προσπαθεί να κρατήσει τα δάκρυά του. Κι όταν πια ήταν σίγουρος ότι εκείνο το δάκρυ δεν θα ξέφευγε από το μάτι του, εξακολούθησε:
   "Άκουσέ με. Οι πύργοι της εκκλησίας είναι πάρα πολύ ψηλοί. Αν κάποιος πέσει από κει πάνω, θα έχει πεθάνει προτού ακόμα φτάσει να ακουμπήσει στο πλακόστρωτο. Αν, λοιπόν, θέλεις να πέσω από κει, αρκεί να μου πεις μόνο μια λέξη και από τα μάτια σου και μόνο εγώ θα μπορέσω να το καταλάβω".
   Έπειτα σηκώθηκε. Παρά την τόση της δυστυχία, η μικρή τσιγγάνα αισθανόταν να γεννιέται μια τρυφερότητα μέσα στην ψυχή της απέναντι σε κείνη την τόσο παράξενη ύπαρξη. Του έκανε ένα νόημα να μείνει κι άλλο κοντά της.
   "Όχι, όχι", της απάντησε εκείνος. "Δεν πρέπει να μείνω περισσότερο εδώ. Δεν μου αρέσει καθόλου όταν με κοιτάς. Θα με λυπάσαι και θα αποστρέφεις το βλέμμα σου από μένα. Θα πάω κάπου απ' όπου εγώ θα μπορώ να σε κοιτάζω, αλλά όχι εσύ. Θα είναι καλύτερα έτσι".
   Έβαλε το χέρι του μέσα στην τσέπη του και τράβηξε μια μεταλλική σφυρίχτρα.
   "Να, πάρε αυτή τη σφυρίχτρα", της είπε. "Όταν θα με έχεις ανάγκη για κάτι, όταν θα θέλεις να έρχομαι κοντά σου, όταν θα αισθάνεσαι λιγότερη αποστροφή που θα με δεις, θα σφυρίζεις μ' αυτή τη σφυρίχτρα. Είναι απ' τα ελάχιστα πράγματα που μπορώ ακόμα ν' ακούσω".
   Κι έπειτα, αφήνοντας στο δάπεδο τη σφυρίχτρα, εξαφανίστηκε.

.................

   Οι μέρες διαδέχονταν η μία την άλλη.
   Η ηρεμία επανερχόταν σταδιακά μέσα στην ψυχή της Εσμεράλδας. Ο μεγαλύτερος πόνος, όπως και η μεγαλύτερη χαρά, είναι καταστάσεις πολύ έντονες, που δεν μπορούν να έχουν μεγάλη διάρκεια. Η ανθρώπινη καρδιά δεν γίνεται να βιώνει για πολύ καιρό τέτοια ακραία συναισθήματα. Κι η νεαρή τσιγγάνα είχε περάσει τόσα πολλά βάσανα, ώστε πια δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο απ' το να αισθάνεται έκπληξη για όλα αυτά.
   Μαζί με την ασφάλεια στην οποία ζούσε, είχε γυρίσει στην ψυχή της και η ελπίδα. Βρισκόταν έξω απ' την κοινωνία, δεν συμμετείχε στη ζωή, αλλά είχε μια γενική αίσθηση ότι ίσως να μην ήταν ολότελα απίθανο να επιστρέψει σε όλα αυτά. Ήταν σαν μια νεκρή που κρατούσε με προσοχή το κλειδί που άνοιγε το μνήμα της.
   Αισθανόταν ότι σταδιακά την εγκατέλειπαν όλες εκείνες οι φρικιαστικές εικόνες που στοίχειωναν το νου της για πάρα πολύ καιρό. Όλα εκείνα τα τρομαχτικά πράγματα, ο Πιερά Τορτερί, ο Ζακ Σαρμολί, ακόμα και η εικόνα του αρχιδιακόνου έφευγαν σταδιακά απ' τη μνήμη της.
   Εξάλλου, ο Φοίβος βρισκόταν ακόμα στη ζωή, αυτό ήταν κάτι αναμφίβολο, αφού είχε μπορέσει να τον δει με τα ίδια της τα μάτια. Και η ζωή του Φοίβου ήταν το πιο σημαντικό απ' όλα τα υπόλοιπα. Ύστερα από διαδοχικές αναταραχές της μοίρας που είχαν συνθλίψει τα πάντα μέσα στην ψυχή της, το μόνο που είχε μπορέσει να βρει και πάλι ολοζώντανο μέσα της ήταν αυτό το συναίσθημα, αυτός ο έρωτας που είχε για το λοχαγό. Γιατί, ο έρωτας μοιάζει με δέντρο: φυτρώνει από μόνος του, απλώνει σε όλο το βάθος της ύπαρξής μας τις ρίζες του και πολλές φορές εξακολουθεί να ανθίζει ακόμα και μέσα σε μια κατεστραμμένη καρδιά.
   Και το πιο παράδοξο είναι ότι όσο πιο τυφλό είναι αυτό το συναίσθημα, τόσο πιο ακατανίκητο γίνεται. Ποτέ άλλοτε ο έρωτας δεν είναι πιο ανυπότακτος από όσο όταν δεν έχει καμία απολύτως λογική.
   Αναμφίβολα, η Εσμεράλδα αισθανόταν κάποια πικρία στις σκέψεις που έκανε για τον αξιωματικό. Σίγουρα ήταν τρομερό το ότι ακόμα κι εκείνος είχε εξαπατηθεί, ότι είχε πιστέψει αυτό το τόσο παράξενο πράγμα, ότι είχε σκεφτεί ότι εκείνη η γυναίκα που θα μπορούσε να δώσει και χίλιες φορές ακόμα τη ζωή της για κείνον, τελικά, του είχε δώσει ένα θανατηφόρο χτύπημα με μαχαίρι. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν έπρεπε να κακιώνει με κείνον. Δεν ήταν, άραγε, εκείνη η ίδια που είχε "παραδεχτεί το έγκλημα που είχε διαπράξει"; Δεν είχε, αλήθεια, υποχωρήσει αμέσως, σαν να ήταν κάποια πολύ δειλή γυναίκα, μπροστά στο φόβο των βασανιστηρίων; Μόνο εκείνη ήταν που είχε κάνει σφάλματα. Θα ήταν καλύτερο να είχε αφεθεί να της βγάλουν ακόμα και τα νύχια, παρά να έχει πει αυτά τα λόγια. Ας μπορούσε να συναντήσει, τελικά, τον Φοίβο ακόμα μια φορά στη ζωή της, έστω και για ένα λεπτό, και θα της έφτανε να τον κοιτάξει στιγμιαία, να του πει μια μόνο λέξη για να διαλύσει εκείνη την εξαπάτησή του, να τον κάνει να έρθει και πάλι κοντά της. Ήταν απόλυτα σίγουρη γι' αυτό. Κι άλλα αλλόκοτα πράγματα τριβέλιζαν επίσης το νου της, για εκείνη την τόσο συμπτωματική εμφάνιση του Φοίβου την ημέρα της δημόσιας μεταμέλειάς της,  για την κοπέλα που ήταν δίπλα του πάνω στη βεράντα και που σίγουρα θα πρέπει να ήταν η αδερφή του. Αυτή η περίεργη εξήγηση τής έδινε ικανοποίηση, γιατί χρειαζόταν οπωσδήποτε να κρατά ακλόνητη την πίστη ότι ο Φοίβος την αγαπούσε ακόμα, αυτή μόνο και ποτέ κάποια άλλη. Δεν της είχε δώσει όρκο πάνω σ' αυτό, εξάλλου; Τι άλλο έπρεπε να γίνει για να τον πιστέψει, μέσα στην τόση της αφέλεια και την τάση της να πιστεύει αμέσως ό,τι κι αν της έλεγαν; Άλλωστε, σε όλη αυτή την ιστορία, όλα τα γεγονότα έκλιναν προς το δικό της φταίξιμο και όχι το δικό του, δεν ήταν αλήθεια αυτό; Κι έτσι, περίμενε και συνέχιζε να κρατά ζωντανές τις ελπίδες της.
   Πρέπει ακόμα να πούμε ότι η εκκλησία, αυτός ο πελώριος ναός που την κύκλωνε απ' όλες τις πλευρές, που την προστάτευε, που τη φρόντιζε και της παρείχε σωτηρία, αυτός ο ναός και μόνο λειτουργούσε σαν ένα τέλειο ηρεμιστικό. Οι μεγαλόπρεπες αρχιτεκτονικές γραμμές, η ευλαβική θέση όλων εκείνων των αντικειμένων που βρίσκονταν γύρω της, οι σεβάσμιες και ήρεμες σκέψεις που διαχέονταν, θα μπορούσαμε να πούμε, από κάθε πόρο αυτής της πέτρινης κατασκευής, ασκούσαν μια επιρροή μέσα της δίχως εκείνη να το επιδιώκει. Ακόμα, εκείνο το κτίριο διακατεχόταν από ήχους τόσο ευλαβικούς και επιβλητικούς, που έκαναν εκείνη την άρρωστη ψυχή να βρίσκει γαλήνη. Οι μονότονοι ύμνοι που τραγουδούσαν οι ψάλτες, οι απαντήσεις του κόσμου στους κληρικούς, άλλοτε ασυνάρτητες και άλλοτε πολύ δυνατές, το γαλήνιο τρέμουλο απ' τα τζάμια, το εκκλησιαστικό όργανο που έπαιζε με τέτοια ορμή σαν να ακούγονταν ταυτόχρονα εκατό σάλπιγγες, τα τρία καμπαναριά που η βουή τους έμοιαζε με κυψέλες γεμάτες από τεράστιες μέλισσες, όλη εκείνη η ορχήστρα που πάνω της ορμούσε μια γιγαντιαία κλίμακα, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας συνεχώς σαν ένα λαό πάνω σε ένα καμπαναριό, όλα αυτά έκαναν να πέφτουν σε λήθαργο οι μνήμες της, η φαντασία της, ο τεράστιος πόνος της. Και περισσότερο απ' όλα τη νανούριζαν οι καμπάνες. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκείνα τα τεράστια όργανα την παρέσερναν μέσα στα μεγάλα τους κύματα με έναν ανυποχώρητο μαγνητισμό.
   Έτσι, κάθε φορά που έβγαινε ο ήλιος, την έβλεπε πιο γαλήνια, να αναπνέει με περισσότερη ελευθερία, να ξαναβρίσκει σταδιακά το χρώμα της. Όσο τα τραύματα της ψυχής της επουλώνονταν, τόσο περισσότερη γινόταν η χάρη της και η ομορφιά του προσώπου της, αλλά όλα ήταν περισσότερο συγκρατημένα και πιο ήρεμα. Ο χαρακτήρας που είχε παλιότερα ξαναζωντάνευε κι εκείνος, γυρνούσε ακόμα και ένα μέρος από την παλιά της χαρά, εκείνος ο τόσο γοητευτικός μορφασμός που συνήθιζε να κάνει πάντα, η αγάπη της για τη μικρή της κατσίκα, η διάθεσή της να τραγουδήσει, η γεμάτη χάρη συστολή της. Κάθε πρωί, προσπαθούσε να ντύνεται κρυμμένη στη γωνιά του κελιού της, ώστε να μην μπορούν να τη βλέπουν απ' το φεγγίτη της εκείνοι που κατοικούσαν στις διπλανές σοφίτες.
   Όταν ο νους της δεν απασχολούνταν με τις σκέψεις που έκανε για τον Φοίβο, σκεφτόταν καμιά φορά τον Κουασιμόδο. Αυτός ήταν ο μοναδικός κρίκος, η μόνη επαφή, η μόνη επικοινωνία που είχε με τους ανθρώπους, με τους ζωντανούς ανθρώπους. Η δύστυχη! Αυτή ήταν περισσότερο απομακρυσμένη απ' τον κόσμο ακόμα κι απ' τον Κουασιμόδο! Δεν μπορούσε να καταλάβει καθόλου εκείνον τον παράξενο φίλο που της είχε δώσει η μοίρα της. Πολλές φορές θύμωνε με τον εαυτό της, που δεν ήταν περισσότερο ευγνώμων απέναντί του και έκλεινε τα μάτια της όταν τον αντίκριζε, αλλά σίγουρα δεν μπορούσε να συνηθίσει εύκολα στην εικόνα του κακόμοιρου κωδωνοκρούστη. Ήταν πάρα πολύ άσχημος.
   Είχε παρατήσει στο δάπεδο τη σφυρίχτρα που της είχε φέρει. Αυτό όμως δεν ήταν και τόσο ανασταλτικό για τον Κουασιμόδο που την επισκεπτόταν πολύ συχνά τις πρώτες ημέρες. Το κορίτσι έκανε σθεναρές προσπάθειες ώστε να μη στρέφει αλλού το πρόσωπό της με αηδία, όποτε εκείνος ερχόταν στο κελί της για να της φέρει το καλάθι με τα φαγώσιμα ή το κανάτι με το νερό. Αλλά ο δύστυχος νέος πάντα μπορούσε να αντιλαμβάνεται έστω και την παραμικρή της δυσαρέσκεια και τότε έφευγε ακόμα πιο στενοχωρημένος.
   Μια φορά, ήρθε τη στιγμή που εκείνη χάιδευε όλο τρυφερότητα την Τζαλί. Για λίγο έμεινε συλλογισμένος μπροστά από εκείνη την τόσο όμορφη εικόνα της τσιγγάνας με τη μικρή κατσίκα. Και τελικά, κουνώντας το βαρύ, χοντροφτιαγμένο κεφάλι του, είπε:
   "Το πιο άσχημο είναι ότι ακόμα έχω πολλές ομοιότητες με άνθρωπο. Θα ήταν καλύτερα να είμαι τελείως ζώο, όπως αυτό το μικρό κατσικάκι".
   Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε κατάπληκτη.
   Κι εκείνος αποκρίθηκε σ' αυτό της το βλέμμα:
   "Α, ναι! Εγώ ξέρω πολύ καλά τι είναι αυτά που λέω!"
   Κι εξαφανίστηκε.
   Κάποια άλλη φορά, εμφανίστηκε μπροστά στην πόρτα του κελιού της -μέσα στο οποίο δεν έμπαινε ποτέ του- καθώς η Εσμεράλδα τραγουδούσε ένα παλιό ισπανικό τραγούδι, που δεν μπορούσε να καταλάβει απόλυτα τους στίχους του, αλλά το είχε κρατήσει καλά στη μνήμη της, γιατί μ' αυτό την αποκοίμιζαν οι τσιγγάνες όταν ήταν ακόμα πολύ μικρή. Και όταν είδε εκείνο το τρομακτικό πρόσωπο να εμφανίζεται, ενώ έλεγε το τραγούδι της, το διέκοψε με μιας, σε μια ασυνείδητη αντίδραση φόβου. Ο κακόμοιρος καμπανοκρούστης γονάτισε στο κατώφλι του κελιού της και έπλεξε τα κακοφτιαγμένα του χέρια, ικετεύοντάς της με μια έντονη οδύνη:
   "Αχ! Σε παρακαλώ, μη σταματάς! Συνέχισε και μη μου λες να φύγω!"
   Το κορίτσι, που δεν ήθελε να τον στενοχωρήσει, συνέχισε το τραγούδι του, με όλο το σώμα του να τρέμει. Και σταδιακά, ο φόβος έφυγε και άφησε όλη την ύπαρξη της κοπέλας να παραδοθεί στην επιρροή που της ασκούσε η θλιμμένη και μακρόσυρτη μελωδία που έλεγε. Κι εκείνος συνέχιζε να κάθεται εκεί, πεσμένος στα γόνατα και με τα χέρια του πλεγμένα μεταξύ τους, σαν να προσευχόταν, με την προσοχή του σε εγρήγορση, κρατώντας ακόμα και την αναπνοή του και με το βλέμμα του να κοιτάζει σταθερά τα αστραφτερά μάτια της μικρής τσιγγάνας. Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι εκείνος άκουγε το τραγούδι της μέσα απ' την έκφραση που είχε το βλέμμα της.
   Μια άλλη φορά, μπήκε στο δωμάτιό της με μια αμήχανη, δειλή έκφραση.
   "Άκουσέ με", της είπε. "Είναι κάτι που θέλω να σου πω".
   Το κορίτσι του ένευσε ότι τον άκουγε.
   Κι εκείνος τότε άφησε έναν αναστεναγμό, τα χείλη του σάλεψαν σαν να ήταν έτοιμος να πει κάτι, έπειτα την κοίταξε, έκανε μια κίνηση άρνησης με το κεφάλι του, κι έπειτα έφυγε με αργά βήματα, φέρνοντας τα χέρια του στο μέτωπό του και αφήνοντας τη μικρή τσιγγάνα τελείως σαστισμένη.
   Μέσα στις πολλές τερατώδεις φιγούρες των γλυπτών του τοίχου, υπήρχε μία που ο Κουασιμόδος έμοιαζε να τη συμπαθεί περισσότερο απ' τις άλλες και που πολλές φορές την κοιτούσε με τρυφερό βλέμμα. Κάποια φορά η τσιγγάνα τον άκουσε να μιλάει σ' εκείνο το άγαλμα και να του λέει:
   "Αχ! Γιατί να μην είμαι κι εγώ από πέτρα όπως εσύ!"
   Ένα πρωινό, τελικά, η Εσμεράλδα είχε πάει μέχρι την άκρη της σκεπής και κοίταξε προς την πλατεία, πάνω απ' την αιχμηρή σκεπή του Σεν Ζαν λε Ρον. Ο Κουασιμόδος βρισκόταν εκεί, από πίσω της. Από μόνος του είχε πάει και είχε σταθεί εκεί, ώστε να την κάνει όσο μπορούσε να αποφεύγει τη δυσάρεστη εμπειρία του να τον βλέπει. Ξάφνου, η μικρή τσιγγάνα κλονίστηκε σύγκορμη, ένα δάκρυ και μια λάμψη χαράς διαγράφηκαν στο βλέμμα της κι έπειτα γονάτισε στην άκρη της στέγης, απλώνοντας τα χέρια της προς την πλευρά της πλατείας και φωνάζοντας:
   "Φοίβε! Αχ, αχ, έλα! Πες μου μόνο μια λέξη! Μια λέξη, για το Θεό! Φοίβε! Φοίβε!"
   Η φωνή που έβγαλε, το πρόσωπό της, η κίνησή της, ολόκληρη η ύπαρξη της είχαν την τραγική έκφραση ενός ναυαγού που εκπέμπει σήμα κινδύνου στο πλοίο που περνάει ολόχαρο από μακριά, μέσα σε μια αχτίδα του ήλιου στον ορίζοντα.
   Ο Κουασιμόδος έσκυψε προς την πλατεία και είδε ότι εκείνο το γεμάτο αγάπη και παράκληση παραλήρημα είχε σαν αποδέκτη ένα νέο άντρα, έναν αξιωματικό, έναν όμορφο ιππέα που άστραφτε ολόκληρος με τα όπλα του και τη λαμπερή του στολή, έτσι όπως περνούσε περήφανος πάνω στο άλογό του, στην άλλη άκρη της πλατείας και με το λοφίο του χαιρετούσε μια όμορφη νέα που του χαμογελούσε πάνω στη βεράντα του σπιτιού της. Ο νέος λοχαγός, όμως, δεν μπορούσε να ακούσει τη φωνή της δύστυχης κοπέλας που του φώναζε, καθώς τους χώριζε μεγάλη απόσταση.
   Αλλά εκείνος ο κακόμοιρος κουφός μπορούσε να ακούσει. Το στήθος του τραντάχτηκε από ένα βαθύ αναστεναγμό. Έστρεψε το κεφάλι του. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει από τα δάκρυα που προσπαθούσε να συγκρατήσει. Με τις δύο δυνατά σφιγμένες γροθιές του άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του κι όταν κατέβασε τα χέρια του είδε ότι είχε κολλήσει πάνω τους μια τούφα από κατακόκκινες τρίχες.
   Η μικρή τσιγγάνα δεν τον είχε αντιληφθεί καν. Εκείνος έσφιγγε τα δόντια του και ψιθύριζε:
   "Κατάρα! Έτσι, λοιπόν, πρέπει να είναι κάποιος άνθρωπος!Το μόνο που αρκεί είναι να είσαι όμορφος εξωτερικά!"
   Αλλά η μικρή τσιγγάνα είχε παραμείνει γονατιστή στη θέση της και φώναζε με μια πρωτόγνωρη αναστάτωση:
   "Αχ, να τος! Κατεβαίνει απ' τ' άλογό του τώρα! Θα πάει μέσα σ' εκείνο το σπίτι! Φοίβε μου! Αχ, δεν μπορεί να μ' ακούσει! Τι τρομερή που είναι αυτή η κοπέλα, που του μιλάει την ώρα που εγώ του φωνάζω! Φοίβε! Φοίβε!"
   Ο κουφός είχε μείνει να την κοιτάζει. Μπορούσε να καταλάβει πολύ καλά εκείνες τις κινήσεις. Το μοναδικό μάτι του δύστυχου καμπανοκρούστη είχε γεμίσει δάκρυα,  αλλά πεισματικά δεν τα άφηνε να κυλήσουν πάνω στο πρόσωπό του. Ξάφνου, πήγε διστακτικά και την τράβηξε απ' το μανίκι της. Το κορίτσι γύρισε προς το μέρος του και είδε ότι το πρόσωπό του είχε ένα πολύ γαλήνιο ύφος. Έπειτα της είπε:
   "Θέλεις να πάω και να τον φέρω σε σένα;"
   Η κοπέλα άφησε μια κραυγή όλο χαρά.
   "Ναι, ναι! Πήγαινε! Τρέξε! Κάνε γρήγορα! Τον λοχαγό μου! Τον λοχαγό! Φερ' τον σε μένα κι εγώ θα σου χαρίσω όλη μου την αγάπη!"
   Πήρε στην αγκαλιά της τα γόνατά του. Εκείνος έκανε μια θλιμμένη κίνηση με το κεφάλι του.
   "Πάω να τον φέρω", είπε δειλά.
   Έπειτα γύρισε αλλού το κεφάλι του και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια με μεγάλα βήματα, καταπνίγοντας τους λυγμούς του.
   Όταν ήταν πια κάτω στην πλατεία, δεν έβλεπε πια τίποτε άλλο απ' το όμορφο άλογο του λοχαγού, που το είχε δέσει μπροστά απ' την πόρτα του σπιτιού των Γκοντελοριέ. Ο λοχαγός βρισκόταν πια μέσα στο σπίτι.
   Σήκωσε το βλέμμα του προς τη σκεπή της εκκλησίας. Η Εσμεράλδα συνέχιζε να στέκεται στη θέση που την είχε αφήσει. Της ένευσε με το κεφάλι του με μια πολύ μελαγχολική έκφραση κι έπειτα στηρίχτηκε με την πλάτη του σε μια κολόνα που βρισκόταν στην πύλη του σπιτιού των Γκοντελοριέ.
   Αποφάσισε να μείνει εκεί και να περιμένει μέχρι τη στιγμή που ο λοχαγός θα έβγαινε και πάλι έξω. Εκείνη την ημέρα, οι Γκοντελοριέ οργάνωναν στο σπίτι τους μία από εκείνες τις γιορτές που συνηθίζονται πριν από κάποιο γάμο. Ο Κουασιμόδος έβλεπε πολύ κόσμο να ανεβαίνει στο σπίτι αλλά κανείς απ' όλους αυτούς δεν έβγαινε. Ανά διαστήματα, γυρνούσε και κοιτούσε πάνω στη στέγη του ναού. Η μικρή τσιγγάνα βρισκόταν εκεί πάνω, εξίσου ακίνητη μ' εκείνον. Ένας ιπποκόμος πήγε και πήρε από κει το άλογο κι έπειτα το οδήγησε μέσα στο στάβλο.
   Όλη η μέρα πέρασε με τον Κουασιμόδο να κάθεται στηριγμένος πάνω στην κολόνα και την Εσμεράλδα στη στέγη της εκκλησίας. Κι ο Φοίβος, αυτός αναμφίβολα θα βρισκόταν τριγύρω απ' τα πόδια της Φλερ ντε Λις.
   Τελικά, ήρθε το βράδυ. Ήταν μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, με το σκοτάδι να πέφτει πολύ βαθύ. Ο Κουασιμόδος γυρνούσε πού και πού και κοιτούσε προς τα κει που στεκόταν η Εσμεράλδα, αλλά έπειτα από λίγο ήταν τελείως ανώφελο, καθώς δεν μπορούσε να δει τίποτα περισσότερο από μια κάτασπρη κουκίδα μέσα στο σκοτάδι. Τα πάντα είχαν χαθεί μέσα σε ένα κατάμαυρο άπειρο.
   Ο Κουασιμόδος παρατηρούσε τα παράθυρα της πρόσοψης του σπιτιού των Γκοντελοριέ που σταδιακά φωτίζονταν όλα το ένα μετά το άλλο. Έπειτα, είδε να ανάβουν διαδοχικά και τα φώτα πίσω απ' τα παράθυρα των σπιτιών της πλατείας. Τα παρακολούθησε ακόμα και να σβήνουν όλα, μέχρι και το τελευταίο, καθώς έμεινε να στέκεται στη θέση του όλο το βράδυ. Αλλά ο λοχαγός δεν έβγαινε απ' το σπίτι. Όταν και οι τελευταίοι περαστικοί γύρισαν στα σπίτια τους, όταν όλα τα παράθυρα στα άλλα σπίτια σκοτείνιασαν, ο Κουασιμόδος έμεινε τελείως μόνος του μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Στο προαύλιο της Παναγίας των Παρισίων δεν έφεγγε πια κανένα φως.
   Τα παράθυρα απ' το μέγαρο των Γκοντελοριέ, ωστόσο, παρέμεναν φωτισμένα κι ας είχαν περάσει κιόλας τα μεσάνυχτα. Ο Κουασιμόδος, με όλη του την προσοχή σε εγρήγορση, δίχως να κινείται, παρακολουθούσε πάνω στις υαλογραφίες με τα άπειρα χρώματα να περνούν και να χορεύουν πολλές σκιές. Αν δεν ήταν κουφός, όσο καταλάγιαζαν οι υπόλοιποι ήχοι της πόλης, θα μπορούσε να ακούσει όλο και πιο καθαρά μέσα από το σπίτι των Γκοντελοριέ μια βουή από γιορτή, πολλά γέλια και δυνατές μουσικές.
   Όταν η ώρα είχε πάει περίπου μία το πρωί, οι προσκεκλημένοι άρχισαν να φεύγουν. Ο Κουασιμόδος, βυθισμένος μέσα στο σκοτάδι, τους παρατηρούσε έναν έναν να περνούν από την πύλη του μεγάρου που ήταν φωτισμένη από δάδες. Αλλά κανείς απ' όλους αυτούς δεν ήταν ο λοχαγός που περίμενε.
   Σκέψεις όλο πικρία γέμιζαν το μυαλό του. Καμιά φορά σήκωνε προς τα πάνω το κεφάλι του, σαν να υπήρχε ένα βάρος που να τον βασάνιζε. Τεράστια, μαύρα σύννεφα, βαριά και ξεφτισμένα ήταν κρεμασμένα απ' τον έναστρο ουρανό σαν σχισμένα υφάσματα. Έδιναν την εντύπωση ότι ήταν δίχτυα από αράχνες που τα ύφαιναν πάνω στον ουρανό.
   Κάποια απ' όλες αυτές τις φορές, είδε να ανοίγει σιγανά η πόρτα της βεράντας που το πέτρινο περβάζι της ήταν πάνω απ' το κεφάλι του. Δύο άνθρωποι βγήκαν έξω και η πόρτα έκλεισε και πάλι, το ίδιο αθόρυβα όπως είχε ανοίξει. Ήταν ένα ζευγάρι. Ο Κουασιμόδος, κάνοντας μια πολύ μεγάλη προσπάθεια, μπόρεσε να αναγνωρίσει στο πρόσωπο του άντρα τον όμορφο λοχαγό και στο πρόσωπο της γυναίκας εκείνη την αριστοκρατική δεσποινίδα που είχε δει το ίδιο πρωί να τον χαιρετά από εκείνο το μπαλκόνι. Η πλατεία ήταν τελείως βυθισμένη στο σκοτάδι και μια βαριά κόκκινη κουρτίνα που είχε πέσει πίσω απ' την πόρτα όταν έκλεισε και πάλι δεν επέτρεπε στο φως απ' την αίθουσα να φτάσει μέχρι το μπαλκόνι. 
   Ο νεαρός άντρας και το κορίτσι, απ' τα λίγα που γινόταν να αντιληφθεί ο δύστυχος κουφός, αφού δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα απ' όσα έλεγαν, έμοιαζαν να επιδίδονται σε εκδηλώσεις ιδιαίτερης τρυφερότητας. Η κοπέλα μάλλον είχε αφήσει τον αξιωματικό να τυλίξει το χέρι του γύρω απ' τη μέση της και αντιστεκόταν ελαφρά στα φιλιά που εκείνος προσπαθούσε να της δώσει.
   Ο Κουασιμόδος έβλεπε από κάτω όλη αυτή τη σκηνή, που γινόταν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα να την παρακολουθεί κανείς, καθώς δεν απευθυνόταν στα μάτια κάποιου τρίτου. Έβλεπε όλη αυτή την ομορφιά, όλη αυτή τη χαρά με ένα τεράστιο αίσθημα θλίψης μέσα στην ψυχή του. Γιατί, η αλήθεια είναι ότι η φύση δεν είχε προβλέψει λιγότερα αισθήματα για κείνον τον κακόμοιρο και η ράχη του μπορεί να ήταν τόσο εξωφρενικά άσχημα φτιαγμένη, αλλά παρ' όλα αυτά δεν αναριγούσε λιγότερο απ' ό,τι των υπολοίπων ανθρώπων. Σκεφτόταν εκείνη τη θλιβερή μοίρα που είχε καθορίσει γι' αυτόν η θεία πρόνοια, να περνούν για πάντα μπροστά απ' τα μάτια του οι γυναίκες, ο έρωτας, η απόλαυση κι εκείνος να μην μπορεί να κάνει τίποτε περισσότερο απ' το να μένει θεατής στη χαρά των άλλων. Αλλά εκείνο που έκανε την καρδιά του να ραγίζει περισσότερο από κάθε τι άλλο σε όλα εκείνα που έβλεπε, αυτό που τον έκανε και να θυμώνει, πέρα από το να απελπίζεται, ήταν ότι σκεφτόταν πόσο πολύ θα πληγωνόταν η μικρή τσιγγάνα αν μπορούσε να δει αυτή τη σκηνή. Για καλή της τύχη, όμως, ήταν βράδυ και η Εσμεράλδα, ακόμα κι αν παρέμενε στην ίδια θέση πάνω στη σκεπή της εκκλησίας -κάτι που ήταν σχεδόν βέβαιο- βρισκόταν πάρα πολύ μακριά. Ακόμα κι αυτός με πολλή δυσκολία μπορούσε να διακρίνει τις φιγούρες των δύο ερωτευμένων που στέκονταν στη βεράντα. Κι αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να τον παρηγορεί κάπως.
   Σε όλο αυτό το διάστημα, η κουβέντα των δύο νεαρών αποκτούσε όλο και περισσότερη ζωντάνια. Μάλλον η αριστοκρατική κόρη παρακαλούσε τον αξιωματικό να μην έχει περισσότερες απαιτήσεις από εκείνη. Ο Κουασιμόδος δεν μπορούσε να δει απ' όλα όσα συνέβαιναν παρά μόνο τα όμορφα μπλεγμένα χέρια, τα χαμόγελα που διαδέχονταν τα δάκρυα, τα βλέμματα της κοπέλας που σηκώνονταν παρακλητικά προς τ' αστέρια και τα φλογισμένα μάτια του λοχαγού που την κοιτούσαν έντονα.
   Όταν η αντίσταση της κοπέλας ήταν πια πολύ ελαφριά, ευτυχώς άνοιξε και πάλι η πόρτα και βγήκε έξω μια κυρία μεγάλης ηλικίας. Η όμορφη νεαρή έμοιαζε να εκπλήσσεται, ο λοχαγός φάνηκε να θυμώνει κι έπειτα και οι τρεις επέστρεψαν στη μεγάλη αίθουσα. 
   Έπειτα από λίγο, ακούστηκαν τα γρήγορα βήματα ενός αλόγου κάτω απ' την πύλη του σπιτιού και ο αξιωματικός, λαμπερός και σκεπασμένος με τον επίσημο μανδύα του πέρασε σαν αστραπή μπροστά απ' τον Κουασιμόδο. Εκείνος τον άφησε να στρίψει στη γωνία που έκανε ο δρόμος κι έπειτα βάλθηκε να τον ακολουθεί τρέχοντας, με την ταχύτητα εκείνη που έφερνε στο μυαλό μια μαϊμού, φωνάζοντας προς το μέρος του:
   "Ε! Λοχαγέ!"
   Ο λοχαγός στάθηκε και σκέφτηκε: "Μα τι μπορεί να θέλει από μένα αυτό το τέρας;" όταν είδε μέσα στο σκοτάδι αυτή την παραμορφωμένη φιγούρα που τον πλησίαζε κουτσαίνοντας. 
   Ο Κουασιμόδος πια είχε φτάσει πολύ κοντά του και είχε τολμήσει να πιάσει τα χαλινάρια απ' το άλογό του.
   "Λοχαγέ, ελάτε μαζί μου. Υπάρχει κάποιος που θέλει να σας μιλήσει".
   "Κέρατα κι αστραπές!" μούγκρισε μέσα απ' τα δόντια του ο αξιωματικός. "Για κοίτα. Εδώ έχω μια καταβρώμικη, μαδημένη καρακάξα που νομίζω ότι κάπου την έχω συναντήσει ξανά. Ε, εσύ, μήπως θα μπορούσες να αφήσεις απ' τα χέρια σου τα χαλινάρια του αλόγου μου;"
   "Λοχαγέ", του είπε ο κουφός, "μήπως με ρώτησες ποιος είναι εκείνος που θέλει να σε δει;"
   "Σου είπα να αφήσεις κάτω τα χαλινάρια απ' το άλογό μου", είπε πάλι ο Φοίβος ενώ από τη φωνή του γινόταν φανερό ότι είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. "Μα τι έπαθε τούτο 'δω το σκιάχτρο και κρεμάστηκε απ' τ' άλογό μου; Να σου πω, μήπως το πέρασες για κρεμάλα το άλογό μου;"
   Ο Κουασιμόδος, όχι μόνο δεν έλεγε να παρατήσει τα χαλινάρια του αλόγου, αλλά εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε να το γυρίσει προς την άλλη πλευρά. Δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο ο λοχαγός συνέχιζε να αντιστέκεται κι έτσι του είπε αμέσως:
   "Ακολουθήστε με, λοχαγέ, είναι μια γυναίκα που θέλει να σας δει".
   Και κάνοντας μια φανερή προσπάθεια, συνέχισε τη φράση του:
   "Μια γυναίκα που σας αγαπάει!"
   "Φύγε από 'δω πέρα, άθλιε!" φώναξε ο αξιωματικός. "Νομίζεις ότι δεν έχω να κάνω τίποτε άλλο από το να πηγαίνω και να βλέπω όλες τις γυναίκες που με αγαπάνε; Ή αυτές που λένε, τέλος πάντων, ότι με αγαπάνε! Κι αν είναι κι εκείνη καμιά καρακάξα που σου μοιάζει; Πες σ' εκείνη που σε έστειλε ότι εγώ θα παντρευτώ τώρα κι ας πάει εκείνη στο διάβολο!"
   "Άκουσε τι σου λέω!" φώναξε ο Κουασιμόδος, νομίζοντας ότι θα μπορούσε με μια του μόνο λέξη να νικήσει εκείνο που πίστευε για αντίσταση του λοχαγού. "Αφέντη, ακολούθησέ με! Εκείνη η μικρή τσιγγάνα που γνωρίζεις είναι που σε περιμένει!"
   Στο άκουσμα αυτής της λέξης ο Φοίβος έμεινε στ' αλήθεια σαστισμένος, αλλά όχι με τον τρόπο που είχε σκεφτεί ο Κουασιμόδος. Ο αναγνώστης μας θα θυμάται ότι ο λοχαγός είχε φύγει απ' τη βεράντα μαζί με τη Φλερ ντε Λις λίγο πριν ο Κουασιμόδος σώσει την Εσμεράλδα από τα χέρια του Σαρμολί. Από την ημέρα εκείνη, όποτε πήγαινε στο σπίτι των Γκοντελοριέ, πρόσεχε ώστε η κουβέντα να μην πηγαίνει ποτέ σ' αυτή τη γυναίκα, που η ανάμνησή της, άλλωστε, ήταν για εκείνον πάρα πολύ άσχημη. Αλλά κι η Φλερ ντε Λις, με τη σειρά της, είχε θεωρήσει ότι δεν ήταν καθόλου απαραίτητο να του αναφέρει ότι η νεαρή τσιγγάνα βρισκόταν ακόμα στη ζωή.
   Κι έτσι, ο Φοίβος ήταν απόλυτα σίγουρος ότι η κακότυχη "Σιμιλάρ" είχε οδηγηθεί στην κρεμάλα. Εξάλλου, είχαν περάσει κιόλας δύο μήνες από εκείνη την ημέρα. Πρέπει να πούμε ακόμα ότι ήδη για μερικά λεπτά, ο αξιωματικός σκεφτόταν το βαθύ σκοτάδι, την υπέρμετρη ασχήμια και την απόκοσμη φωνή εκείνου του αλλόκοτου απεσταλμένου, το ότι η ώρα ήταν κιόλας πολύ περασμένη, την ερημιά που του θύμισε εκείνο το βράδυ που τον είχε πλησιάσει ο φθονερός κληρικός και τελικά το άλογό του που ξεφυσούσε κοιτάζοντας τον Κουασιμόδο. 
   "Η τσιγγάνα!" φώναξε με τρόμο. "Ώστε, λοιπόν, ήρθες να με βρεις από τον κάτω κόσμο;"
   Και έφερε το χέρι του στη λαβή από το σπαθί του.
   "Βιαστείτε, βιαστείτε!" είπε ο κουφός, προσπαθώντας να τραβήξει το άλογο. "Ακολουθήστε με!"
   Ο Φοίβος, σε έξαλλη κατάσταση, του έριξε μια κλοτσιά πάνω στο στήθος.
   Μια λάμψη φάνηκε στο μοναδικό μάτι του Κουασιμόδου κι αυθόρμητα πήγε να ορμήξει στο λοχαγό. Αλλά έπειτα το ξανασκέφτηκε, έκανε πίσω και του είπε:
   "Αχ, πόσο τυχερός πρέπει να είσαι που έχεις κάποιον να σε αγαπάει!"
   Τόνισε ιδιαίτερα τη λέξη "κάποιος" κι έπειτα άφησε τα χαλινάρια του αλόγου φωνάζοντας στο λοχαγό.
   "Φύγε!"
   Ο Φοίβος σπιρούνισε δυνατά το άλογό του κι απομακρύνθηκε βρίζοντας. Ο Κουασιμόδος τον έβλεπε να χάνεται μέσα στο βαθύ σκοτάδι του δρόμου.
   "Αχ!" μονολογούσε ο κακόμοιρος κουφός. "Να μη δεχτεί μια τέτοια πρόταση!"
   Γύρισε και πάλι πίσω στην εκκλησία της Παναγίας, άναψε το φανάρι του και ανέβηκε πάνω στον πύργο. Όπως σωστά είχε σκεφτεί, η μικρή τσιγγάνα δεν είχε κουνηθεί καθόλου απ' το σημείο που την είχε αφήσει. Όταν τον είδε, πήγε αμέσως κοντά του.
   "Είσαι μόνος σου;" φώναξε και σταύρωσε τα πανέμορφα χέρια της όλο απελπισία.
   "Δεν κατάφερα να τον βρω", της είπε ψυχρά ο Κουασιμόδος.
   "Έπρεπε να μείνεις και να τον περιμένεις όλο το βράδυ!" του είπε εκείνη έντονα.
   Ο κουφός είδε την κίνηση που έκανε και κατάλαβε ότι τον επέπληττε.
   "Την άλλη φορά θα είμαι πιο προσεκτικός", είπε και έσκυψε το κεφάλι του.
   "Φύγε!" του είπε εκείνη αυστηρά.
   Ο Κουασιμόδος έφυγε. Ήταν βέβαιος ότι εκείνη δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη μαζί του. Αλλά εκείνος θα προτιμούσε να του μιλούσε άσχημα παρά να στενοχωρηθεί εκείνη. Είχε κρατήσει όλη του τη θλίψη για τον εαυτό του και μόνο. 
   Από την ημέρα εκείνη, η μικρή τσιγγάνα δεν τον είδε ξανά. Δεν πήγαινε πια στο κελί της. Ίσως μόνο να διέκρινε καμιά φορά πάνω στην κορυφή κάποιου πύργου το πρόσωπο του καμπανοκρούστη να την κοιτάζει θλιμμένος. Αλλά όταν έβλεπε ότι εκείνη αντιλαμβανόταν την παρουσία του, χανόταν με μιας.
   Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν την ενοχλούσε τόσο πολύ η εκούσια απουσία του κακόμοιρου κουφού. Η αλήθεια ήταν ότι του ήταν ευγνώμων που είχε φερθεί έτσι. Ο Κουασιμόδος, άλλωστε, δεν έτρεφε την παραμικρή ψευδαίσθηση.
   Ίσως να μην τον συναντούσε πια, αλλά πάντα αισθανόταν την προστατευτική παρουσία ενός πνεύματος παντού τριγύρω της. Το φαγητό και το νερό της έφταναν πάντα από ένα αόρατο χέρι καθώς εκείνη κοιμόταν. Ένα πρωινό, είδε πάνω στο παράθυρό της ένα κλουβί με πουλιά. Στο κελί της υπήρχε ένα γλυπτό που την έκανε να φοβάται. Είχε μιλήσει για το φόβο της εκείνο στον Κουασιμόδο. Κάποιο πρωί -γιατί όλα γίνονταν κατά τη διάρκεια της νύχτας- δεν είδε εκείνο το γλυπτό. Είχε σπάσει. Κι εκείνος που είχε σκαρφαλώσει σε κείνο το ύψος, πρέπει να είχε βάλει σε μεγάλο κίνδυνο τη ζωή του.
   Κάποιες φορές, τις νύχτες, άκουγε μια φωνή που κρυβόταν κάτω από τη σκεπή του καμπαναριού να λέει ένα θλιμμένο και παράξενο τραγούδι, σαν να προσπαθούσε να τη νανουρίσει. Ήταν μερικοί στίχοι που δεν έκαναν ρίμα, σαν αυτούς που μόνο ένας κουφός θα μπορούσε να συνθέσει:
Μη δίνεις σημασία στο πρόσωπο, 
αλλά δώσε στην καρδιά, κόρη.
Η καρδιά του όμορφου αγοριού
πολλές φορές ασχήμια κρύβει
κι είναι πολλές οι καρδιές
που την αγάπη δεν κρατάνε.
Μπορεί να μην είναι όμορφο το έλατο, κόρη,
μπορεί να μην είναι όμορφο όσο η λεύκα, 
αλλά τα φύλλα του κρατάει
και το χειμώνα ακόμα.
Αλίμονο! Ποιο κέρδος έχω με το να λέω όλα αυτά;
Ό,τι όμορφο δεν είναι,
ανώφελη η ύπαρξή του στον κόσμο τούτο.
Η ομορφιά μόνο για την ομορφιά έχει αγάπη
κι ο Απρίλης την πλάτη του γυρνάει στο Γενάρη.
Η ομορφιά πάντα τέλεια είναι.
Η ομορφιά για όλα είναι άξια.
Η ομορφιά είναι το μοναδικό
που ποτέ δεν μπορεί να είναι μισό.
Το κοράκι μόνο μέσα στη μέρα απλώνει τα φτερά του
κι η κουκουβάγια μόνο μέσα στη νύχτα.
Αλλά ο κύκνος και τη μέρα πετάει, όπως και τη νύχτα.
   Κάποιο άλλο πρωινό, όταν ξύπνησε, είδε πάνω στο παράθυρό της δυο βάζα γεμάτα με λουλούδια. Το ένα από τα δύο ήταν κρυστάλλινο, πολύ όμορφο και λαμπερό, αλλά γεμάτο ρωγμές. Το νερό είχε φύγει μέσα απ' τα ραγίσματά του και τα λουλούδια μέσα του είχαν μαραθεί τελείως. Το άλλο ήταν ένα βάζο από πηλό, χοντροφτιαγμένο και πολύ κοινό στη μορφή, αλλά δεν ήταν ραγισμένο, το νερό ήταν όλο μέσα στο βάζο και τα λουλούδια του ήταν πάντα ολόφρεσκα και γεμάτα δροσιά.
   Δεν μπορώ να ξέρω αν το έκανε επίτηδες, αλλά η Εσμεράλδα πήρε με μιας στα χέρια της εκείνο το κρυστάλλινο ραγισμένο βάζο και το κρατούσε ολόκληρη την ημέρα στην αγκαλιά της.
   Την ημέρα εκείνη δεν άκουσε το τραγούδι απ' την κρυμμένη φωνή του πύργου.
   Αυτό δεν την απασχόλησε και πολύ. Περνούσε τις ώρες της κάνοντας παιχνίδια με τη μικρή Τζαλί, κοιτάζοντας κλεφτά προς την πύλη του μεγάρου των Γκοντελοριέ, κάνοντας χαμηλόφωνους φανταστικούς διαλόγους με τον Φοίβο και ταΐζοντας με ψίχουλα από το ψωμί της τα χελιδόνια.
   Γενικά, είχε σταματήσει να βλέπει και να ακούει τον Κουασιμόδο. Ο κακόμοιρος καμπανοκρούστης έμοιαζε να έχει χαθεί τελείως μέσα απ' τον καθεδρικό ναό. Παρ' όλα αυτά, κάποια νύχτα που είχε μείνει ξάγρυπνη και η σκέψη της έτρεχε στον όμορφο λοχαγό της, άκουσε ένα βογκητό κάπου πολύ κοντά στο μικρό της κελί. Τρομαγμένη, σηκώθηκε και μέσα απ' το φως που έριχνε το φεγγάρι, μπόρεσε να διακρίνει έναν αλλόκοτο όγκο ξαπλωμένο μπροστά απ' την πόρτα της. Ήταν ο Κουασιμόδος που είχε κοιμηθεί εκεί πέρα, ξαπλωμένος πάνω στις πλάκες.


Ουγκώ Βίκτωρ, Η Παναγία των Παρισίων, τομ. Β', (μετφ. Ιωάννα Καλογεροπούλου), εκδ. De Agostini Hellas, 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: