Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

[ ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ ]

   Πελοπόννησος, 
στη νοτιοδυτική πλευρά της,
Μάραθος, 1951
   Το πανηγύρι δε θα τελείωνε προτού η αγάπη, που γεννήθηκε με το ζέσταμα του κλαρίνου και με την πρώτη σπρωξιά που έδωσε το δοξάρι στο παραδοσιακό βιολί, δώσει τις υποσχέσεις της.
   Ο Γιάννος ερωτεύτηκε τη Βενέτα με το που ακούμπησε το βλέμμα του πάνω της. Η ιστορία της οικογένειάς της κληροδοτούσε από τη μια γυναίκα στη μεθεπόμενη, γενιά παρά γενιά όπως λεγόταν, έναν μεγάλο, καταδικασμένο έρωτα. Εκείνη την ώρα, που ο Γιάννος την πρωτοκοίταξε, βρήκε ο ήλιος να χαμηλώσει τα φώτα του και να αρχίσει να δύει. Κοκκίνησαν από ερωτική συστολή. Και ο ήλιος και ο νέος. Έντρομος ο Γιάννος είδε, ή του φάνηκε, ένα κύμα κόκκινης φωτιάς να φεύγει από τον ήλιο και να χύνεται στα μαλλιά του όμορφου κοριτσιού. Έπεφτε πάνω της με ορμή το κύμα, ερχόμενο από πίσω, κι αυτό το έκανε διπλά τρομακτικό, γιατί το κορίτσι ήταν απροστάτευτο. Έτρεξε προς το μέρος της κι έβαλε το σώμα του ανάμεσα σ' αυτήν και στον ήλιο. Τα κόκκινα μαλλιά της ξανάδειξαν καστανά, το βαθύ χρώμα του γινομένου κάστανου. Το κορίτσι σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε με λατρεία.
   Ερωτεύτηκε ο ένας τον άλλο με την πρώτη ματιά. Όταν με το τέλος της γιορτής ο καθένας τους πήρε το δρόμο για το σπίτι, γνώριζε πως δεν επέστρεφε μόνος του. Πως δε θα ήταν ποτέ ξανά στη ζωή μοναχός του.
   Η Βενέτα τις επόμενες μέρες δεν έβγαλε τον νέο από το μυαλό της. Συνεχώς μιλούσε γι' αυτόν στη μεγαλύτερη ξαδέρφη της, τη Ζαμπία, όσο μοιράζονταν τα δειλινά κεντώντας.
   Εκείνη δε χόρταινε να την ακούει. Κανένας νέος δεν είχε βρεθεί να την αγαπήσει και δίψαγε για έρωτα. Ο καιρός περνούσε και μεγάλωνε. Και ο χρόνος και αυτή. Ήταν φοβισμένη. Πολύ πιο γρήγορα απ' όσο ήθελε άλλαζε, και όσο μεγάλωνε τόσο πιο γρήγορα έβρισκε ότι έρχονταν οι αλλαγές. Κοπέλα στην ηλικία της Βενέτας ήταν μόλις χθες. Σαν να ήταν χθες. Άμα έκανε το λάθος η Ζαμπία και τα μέτραγε σωστά, έβλεπε ότι είχαν κυλήσει έκτοτε χρόνια και ζαμάνια, από κοπελίτσα είχε γίνει κοπέλα της παντρειάς, ύστερα γυναίκα της παντρειάς και κόντευε να περάσει κι αυτό και να έρθει το επόμενο που ούτε ήθελε να το σκέφτεται! Ανησυχούσε πόσο σύντομα θα τελείωνε αυτό, η ηλικία η κατάλληλη να παντρευτεί. Την είχε πιάσει ανυπομονησία και κρυφή, ανομολόγητη, αγωνία ότι δε θα βρισκόταν ποτέ σύζυγος γι' αυτήν. Είχε αρχίσει να πείθεται πως δεν έχει ταίρι εκείνη και μ' αυτόν τον φόβο στην καρδιά άκουγε τη διήγηση μιας αγάπης και κατάπινε τις πληροφορίες με βουλιμία.
   "Πες μου ποιος είναι! Δείξ' το μου!" της ζητούσε επιτακτικά η Ζαμπία.
   Η Βενέτα επέμενε να κρατάει κρυφή την ταυτότητά του. Ήθελε αυτός να το φανερώσει. Είχε την τρελή παρόρμηση να ανοίξει το παράθυρο και να φωνάξει σε όλο τον κόσμο το όνομα αυτού που αγαπάει, μα συγκρατιόταν και δεν το έκανε. Αν πράγματι, σκεφτόταν, επισκέφτηκε κι αυτόν στο πανηγύρι ο ίδιος μεγάλος έρωτας, και δεν ήταν όνειρο, υπολόγιζε ότι ούτε σ' αυτόν θα χωρούσε, παραήταν μεγάλος ο έρωτάς τους, και θα του ξέφευγε. Ούτε αυτός θα μπορούσε να το κρατήσει κρυφό. Κι αν τούτο δε συνέβαινε σήμερα-αύριο, η Βενέτα περίμενε, το δίχως άλλο, να γίνει τις επόμενες μέρες.
   "Από κείνον θέλω να μαθευτεί, Ζαμπία! Αυτός ας το φανερώσει! Θέλω να έρθει να με ζητήσει για γυναίκα του μόνο επειδή το θέλει κι όχι επειδή μαθεύτηκε στο χωριό και πρέπει".
   Η ερωτευμένη κοπέλα είχε ανάγκη να τον ακούσει να ομολογεί πως την αγαπάει και τη διάλεξε απ' όλα τα κορίτσια. Ήθελε να το ακούσει με τα αυτιά της η ίδια, η ξαδέρφη της που έλεγε πως δεν την πιστεύει κι ο κόσμος όλος.
   Σαν νύχτωνε, όταν δεν μπορούσαν να κεντήσουν άλλο κι έφευγε η Βενέτα για το δικό της σπίτι, έμενε η Ζαμπία μόνη. Άφηνε το κέντημα στην άκρη και καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο τραπέζι, σαν καλή μαθήτρια, και το κεφάλι σκυφτό, βαρύ από σκέψεις. Κάθε βράδυ και πιο φοβισμένη. Κάθε φορά περισσότερο απελπισμένη για την ίδια.

   Ο Γιάννος, σωστά είχε υπολογίσει το μέγεθος του έρωτα η Βενέτα, πράγματι ήταν κι αυτός βιαστικός, τον πίεζε η αγάπη που ένιωσε για την κοπέλα. Φεύγοντας από το πανηγύρι εκείνο το βράδυ, στο δρόμο προς το σπίτι κουβέντιασε με τον εαυτό του και, μέχρι να φτάσει, είχε πάρει την απόφαση ότι αυτή θα έπαιρνε για γυναίκα. Ήταν το πρώτο πανηγύρι της όπου εμφανίστηκε ως κορίτσι της παντρειάς, και ο Γιάννος ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει να υπάρξει άλλο.
   "Πολύ μικρή", σχολίασε ο ένας αδελφός του όταν τους μάζεψε και ανακοίνωσε την απόφασή του.
   "Πολύ φτωχή", είπε ο άλλος.
   "Πολύ όμορφη", είπε η μάνα του που δεν εμπιστευόταν τις όμορφες νύφες.
   Ο Γιάννος έδωσε τη μάχη του.
   "Αυτήν θέλω κι αυτήν θα πάρω", επέμεινε.
   "Στο σόι μας δε γίνονται αυτά", του το ξέκοψε ο μεγάλος αδελφός. Ο Πότης. Αυτός κρατούσε τα ινία, τα κλειδιά και την περιουσία της οικογένειας από τότε που πέθανε ο πατέρας τους.
   Το ήξερε ο Γιάννος ότι είχε μπροστά του μια μάχη χαμένη. Ήταν ανέφικτο να πολεμήσει την οικογένειά του προβάλλοντας ως μόνο όπλο το πύρινο κύμα του ήλιου στα μαλλιά ενός κοριτσιού αθώου. Βέβαιος για την ήττα του, ανοχύρωτος όπως όλοι οι ερωτευμένοι, ήταν αποφασισμένος να χαθεί κι αυτός μαζί με τη χαμένη αγάπη του. Αμετακίνητος, ανέμενε στωικά τη σύνθλιψη. 
   Ο μεγάλος αδελφός του ήταν που του είπε να πάρει τη Ζαμπία για γυναίκα του. Προσωρινά, έτσι του τέθηκε.
   "Πώς προσωρινά;" δεν κρατήθηκε και γέλασε ο Γιάννος στα μούτρα του αδελφού του.
   "Κοίτα την! Χλεμπονιάρα είναι, πόσο θα ζήσει νομίζεις;"
   Όμως αυτή η χλεμπονιάρα είχε προίκα σημαντική και σίγουρα θα της έδιναν και άλλη προκειμένου να την παντρέψουν. Μ' αυτόν το γάμο θα πρόσθεταν στα κτήματά τους τα γειτονικά που ανήκαν στον πατέρα της, θα έπαιρναν και ρευστό με το τσουβάλι. 
   "Κι όταν με το καλό πεθάνει, τότε παίρνεις την ξαδέρφη της την άπροικη που σου αρέσει. Μη φοβάσαι, δε θα την πάρουνε τα χρόνια, μικρή είναι".
   "Θα ζήσετε βασιλικά, γιε μου, με τα λεφτά της άλλης".
   "Ίσα ίσα που προλαβαίνεις. Η γεροντοκόρη όπου να 'ναι θα ψοφήσει!" τον παρότρυνε ο μεσαίος αδελφός να μην χάνει καιρό. "Η αρρώστια φαίνεται στα μούτρα της".
   Η φυματίωση δε θέριζε πια όπως τα λίγο πιο παλιά χρόνια, όμως η ανάμνηση της ασθένειας είχε ακόμη ισχύ. Όποιον έβλεπαν στο χωριό να αδυνατίζει και να παίρνει να χλωμιάζει, εύκολα τον έβγαζαν φυματικό κι έκαναν ό,τι και τότε, συνήθως τον απομόνωναν σε παράγκες σε κτήματα ή τον έστελναν σε ορεινά χωριά, στον πλουσιότερο αέρα. Πολλές οικογένειες στον Μάραθο, στους Γαργαλιάνους και στα γύρω χωριά είχαν πιο παλιά τους φυματικούς τους, έτσι ο τόπος ήταν γεμάτος πρακτικούς γιατρούς.
   Σαν τέτοιοι και με την ευκολία του έμπειρου και του γνώστη, οι αδελφοί του Γιάννου είδαν την αρρώστια της εποχής τους στη Ζαμπία που μαραινόταν. Παρεξήγησαν το σαράκι του γεροντοκορισμού μ' εκείνο της φυματίωσης. Ήταν βέβαιοι πως τα πνευμόνια της κοπέλας ήταν χαλασμένα και οι μέρες της μετρημένες.
   Ο Γιάννος δεν έσκυψε το κεφάλι πριν ηττηθεί.
   Σαν έφτασε στο οριακό σημείο που η οικογένειά του θα τον συνέθλιβε, αισθάνθηκε τρόμο. Τρόμαξε με την επερχόμενη συντριβή του. Απόλυτα ηττημένος, σχεδόν γονυπετής, αποδέχτηκε τη μοίρα του με το πρόσχημα του οικογενειακού συμφέροντος. Για το καλό της οικογένειας.

   Η Βενέτα πληροφορήθηκε την είδηση από τη Ζαμπία. Έπεσε πάνω της σαν κεραυνός και ανεμοστρόβιλος μαζί κι όλα τα κακά της φύσης. Εκείνη την ώρα κένταγε κι από την ταραχή της τής ξέφυγε η βελόνα και τρυπήθηκε. Τρύπησε βαθιά το δάχτυλό της. Το έκανε ξανά, τούτη τη φορά σκόπιμα. Άρχισε να τρυπάει με τη βελόνα τα δάχτυλά της επειδή ο οξύς πόνος στα άκρα τής έπαιρνε λίγο τον άλλο, τον βαθύτερο και εντονότερο στην καρδιά της.
   Η Ζαμπία κοίταζε την ξαδέρφη της να τρυπάει τα χέρια της και τις στάλες αίμα να βάφουν το κέντημά της. Το ερμήνευσε πως ήταν από ζήλια που πρόλαβε και παντρευόταν αυτή πρώτη και καταχάρηκε, με τη δηλητηριασμένη χαρά του στερημένου.
   "Ο αγαπημένος σου δεν ήρθε ακόμη να σε ζητήσει κι έχουν περάσει τόσες μέρες απ' το πανηγύρι", σχολίασε ξινά.
   Αυτό είπε και είδε στο πρόσωπο της Βενέτας απέραντο πόνο. Έτσι, συνέχισε:
   "Δε μου φαίνεται ότι τα πράγματα συνέβησαν στο πανηγύρι έτσι όπως μας τα λες".
   Το αίσθημα της νίκης της κορυφώθηκε. Η χαρά της μεγάλωσε κι άλλο βλέποντας την αντίδραση της Βενέτας. Τελικά παντρευόταν αυτή, η άσχημη και πιο μεγάλη στα χρόνια, και η όμορφη ξαδέρφη της, το δροσερό μπουμπούκι, θα ξεραινόταν.
   Όπως τα έφερε η ζωή, η μια ξαδέρφη βρέθηκε στο ζενίθ της χαράς και η άλλη στο ναδίρ της λύπης. Για τη μια δικαίωση, για την άλλη καταδίκη. Για τη μια, πάλι, επίτευξη ονείρου, ενώ για την άλλη η ολέθρια καταστροφή του.
   Η Βενέτα δεν αντέδρασε σε τίποτα τις επόμενες μέρες. Είχε την εγκατάλειψη του απελπισμένου, το άφημα του πολύ, του βαθιά στενοχωρημένου ανθρώπου. Σερνόταν. Υπέμεινε στωικά το άπλωμα της προίκας, το γυάλισμα των μπακιριών, το ξαράχνιασμα του σπιτιού, την ετοιμασία των νυφιάτικων γλυκών, τα συγγενικά συχαρίκια. Όπως οι άλλες κοπέλες της οικογένειας, φαινομενικά έτσι κι αυτή συμμετείχε στις ετοιμασίες του γάμου. Με νεκρή ψυχή, έπλυνε και ξανακρέμασε καθαρές και καλοσιδερωμένες τις κουρτίνες, βοήθησε να ασβεστώσουν τα πεζούλια, άλλαξε τα λουλούδια στις γλάστρες.
   Το ίδιο στωικά, σχεδόν ψόφια, έλαβε μέρος στο στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού την παραμονή του γάμου. Με τα ίδια της τα χέρια, τα κακοποιημένα απ' τα βελονιάσματα, με τα σημάδια στα δάχτυλα ακόμη ανοιχτές πληγές, μια που με τη λάτρα του γάμου πώς να κλείσουν, έστρωσε στο κρεβάτι το κεντημένο κατωσέντονο.
   Ήταν ένα σεντόνι που είχε κεντήσει η ίδια. Αυτό είχε διαλέξει η νύφη, η Ζαμπία, για τη μεγάλη μέρα. Απ' όλα, από δυο ντουζίνες σεντόνια, είχε θελήσει αυτό. Αναγνώρισε η Βενέτα τα δυο παγόνια, το ένα θηλυκό και το άλλο αρσενικό. Τα ήθελε ζευγάρι και τα είχε κάνει αγκαλιαστά και αγαπημένα να κοιτάζουν με θαυμασμό το ένα το περήφανο λοφίο του άλλου. Βελονιά βελονιά τα είχε κεντήσει να κοιτιούνται ερωτοχτυπημένα στα μάτια.
   Καλοστρώνοντας το σεντόνι, η Βενέτα χάιδευε τελευταία φορά τις μεγάλες ουρές των παγονιών που πολλά δειλινά είχε στολίσει με μεγάλη φροντίδα με κοφτό κέντημα και στριφτές κλωστίτσες. Σαν ανοιχτή βεντάλια είχε κάνει το αρσενικό παγόνι να έχει απλώσει τη δική του στο σεντόνι. Μετάνιωνε πικρά τώρα γι' αυτό. Το βράδυ το κορμί του Γιάννου, γυμνό κι ερωτικό, πάνω στην ουρά του παγονιού της θα ξάπλωνε και πάνω εκεί θα έκανε γυναίκα του μιαν άλλη.
   Το θηλυκό παγόνι της, ταπεινωμένο, θα υπέμενε το μαρτύριο μαζί με τη Βενέτα. Αν το ήξερε, θα το είχε κεντήσει μελαγχολικό, να κοιτάζει θλιμμένα τον εραστή που την πρόδιδε.
   Μ' αυτές τις σκέψεις και τα νυφικά τραγούδια των γυναικών να τρυπάνε τα αυτιά της, η Βενέτα τέντωσε πολύ καλά το σεντόνι. Να μην έχει ζάρες και ενοχλήσει την πρώτη συνεύρεση του ζευγαριού. Έτσι έλεγαν οι γυναίκες και την παρότρυναν με γέλια να το τεντώσει κι άλλο, δήθεν διέκριναν μια ανεπαίσθητη ζάρα και την καλούσαν να περάσει ακόμα μια φορά το χέρι της πέρα για πέρα στο κρεβάτι του Γιάννου και της Ζαμπίας. Γελούσαν και σκουντιόντουσαν μεταξύ τους και σκουντούσαν κι αυτήν. Που κάποτε θα μάθαινε γιατί κάνουν έτσι και γελάνε. Σαν ήταν η ώρα της. Δεν ήταν ακόμη η ώρα της.
   Είχε έρθει κι έφυγε, ήθελε να τους πει.
   "Είσαι μικρή ακόμη. Θα έρθουν και οι δικές σου χαρές", της είπε συμπονετικά μια γυναίκα που έπιασε τη στενοχώρια της.
   Τις λίγες ώρες της ανάπαυλας από τις προετοιμασίες του γάμου, η Βενέτα κατέφευγε στο κατώι, στην αποθήκη με τα βαρέλια και τα σακιά. Κρυβόταν πίσω από ένα σακί αλεύρι, διπλωνόταν σαν κάμπια που απειλείται, κι άλλοτε έπαιρνε τη στάση του εμβρύου και δάγκωνε το μπράτσο της για να μην τσιρίξει. Πάσχιζε να μη φωνάξει την προδοσία. Και την ίδια στιγμή ήθελε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο να εμφανίσει το κεφάλι της πίσω απ' το σακί, αναμαλλιασμένο σαν της μάγισσας και λευκό απ' τα άλευρα σαν της γριάς, και να φωνάξει προς κάθε κατεύθυνση του ανέμου ότι μια ερωτευμένη κοπέλα προδόθηκε.
   Κατάχαμα σαν άδειο σακί, ένα άχρηστο σακί, αφημένη, ονειρευόταν με ανοιχτά τα μάτια την ίδια σκηνή: να τείνει το τρύπιο δάχτυλό της προς τον Γιάννο, που τάχα θα κατέβαινε να τη γυρέψει, να δει τι κάνει μόνη της στα ανήλια υπόγεια, και να τη ρωτήσει γιατί δεν έρχεται πάνω στο φως. Θα τείνει το δάχτυλό της και θα τον δείξει. Εκείνος, στο όνειρο αυτό, θα μείνει ακίνητος, σταματημένος επιτόπου από το λεπτεπίλεπτο διάφανο δάχτυλο, και έντρομος θα της ζητήσει συγχώρεση. Δε θα τον συγχωρούσε. Θα έκανε πίσω το κεφάλι της για να πάρει φόρα και θα τον έφτυνε στο πρόσωπο.
   Αλλά ο Γιάννος δεν κατέβαινε στα υπόγεια να τον φτύσει. Μέρα με τη μέρα ακόμα πιο ελλιπής, και σε βάρος και σε υγεία, αδυνατισμένος και χλωμός όπως η Βενέτα, δεχόταν να τον πηγαίνουν και να τον φέρνουν οι δικοί του στο σπίτι της νύφης σχεδόν στα χέρια, τόσο ελάχιστα υπερήφανος που ήταν κακομοίρης.
   Ήταν καταδικασμένος εξίσου αυτός όσο κι εκείνη.

   Πριν ακόμη τη μοιραία τελετή του γάμου, ο Γιάννος είχε επίγνωση ότι η συντριβή που φοβόταν ήταν αυτή που ζούσε τώρα. Είχε κάνει λάθος και ήταν πολύ αδυνατισμένος για να έχει την παραμικρή ισχύ. Δεν είχε καμιά ελπίδα. Ανέλπιδος έφτασε στο γάμο του. Ένιωσε τα στέφανα βαριά. Ακάνθινα. Απελπισμένος έστρεψε τα μάτια προς τη Βενέτα, για μια τελευταία ματιά πριν παραδοθεί. Την είδε που κοιτούσε ψηλά, το θόλο της εκκλησίας και ακόμα πιο πέρα. Έδειχνε πανίσχυρη. Οπωσδήποτε, απ' αυτόν με τη μηδενική ισχύ, πιο ισχυρή. Δεν του πήρε παραπάνω από μια στιγμή για να διαπιστώσει βλέποντάς την ότι κι αν ακόμα ο γάμος με τη Ζαμπία ήταν προσωρινός, την αγαπημένη του στο πανηγύρι την είχε χάσει τελεσίδικα.
   Στη μέση του γάμου του τού ήρθε να κλάψει.

   Από όλα όσα της συνέβαιναν, χειρότερη έβρισκε η Βενέτα την προδοσία. Ήταν πολύπτυχο συναίσθημα αυτό, ανακάλυψε. Εκεί που δεν το περίμενε, κουλουριαζόταν και εκτινασσόταν καταπάνω της σαν φίδι.
   Ήθελε να τον μισήσει. Το προσπάθησε πολύ. Όμως τις στιγμές που τον μισούσε ήταν τότε που πιο πολύ ένιωθε ότι τον αγαπούσε. Ακόμη κι ο ίδιος της ο εαυτός την πρόδιδε μ' αυτό το άτιμο συναίσθημα της προδοσίας που αναδιπλωνόταν και μεταλλασσόταν κάθε στιγμή και ώρα. Ήταν αβάσταχτο. Καθημερινά έδινε τη μάχη της και με θαυμασμό απορούσε κάθε νύχτα πώς πέρασε κι άλλη μία ημέρα. 
   Παθητικά, χωρίς το παραμικρό πάθος για οτιδήποτε, πέρασαν έτσι τρεις μήνες. Κατάλαβε ότι ο χρόνος μετακινήθηκε από τις μέρες που δυστυχώς μεγάλωναν, κάνοντας έτσι τη συναναστροφή με τη Ζαμπία και τον Γιάννο μακρύτερη. Και τις ευκαιρίες να πέσει πάνω του περισσότερες. 
   Η Ζαμπία το διάστημα αυτό δεν έπαψε να ρωτάει τη Βενέτα για τον νέο που τάχα την είχε αγαπήσει. Τι άραγε να απέγινε, αναρωτιόταν. Το καταλάβαινε η Βενέτα πως δεν το ρωτούσε επειδή ήθελε να μάθει, αλλά για να της θυμίζει καθημερινά την εγκατάλειψή της.
   "Δεν ήρθε. Γιατί;" έλεγε συνέχεια η Ζαμπία προσποιούμενη ενδιαφέρον.
   Η Βενέτα άλλο ερώτημα απηύθυνε στον εαυτό της:
   "Γιατί δεν είπα τότε το όνομα του νέου που είχα γνωρίσει στο πανηγύρι; Αν το είχα πει στη Ζαμπία πως ήταν ο Γιάννος;"
   Η ξαδέρφη της έπαψε να τη βασανίζει και να ρωτάει όταν της ήρθαν οι μεγάλες κακοκεφιές. Διακόπηκαν ξαφνικά οι ερωτήσεις. Μαχαίρι! Τη θέση τους πήραν πικρόχολα σχόλια, κακίες και ένας μόνιμος θυμός που δεν χρειαζόταν αιτίες. Η γυναίκα του Γιάννου έγινε πολύ κακοδιάθετη. Μια έπεφτε στην οργή και μια στη θλίψη.
   "Έχω νεύρα!" δήλωνε στη Βενέτα όποτε τη ρωτούσε τι έχει. 
   Φαινόταν να αντιμετωπίζει μεγαλύτερες έγνοιες από το τι να έγινε ο γαμπρός της μικρής ξαδέρφης της. Έπαψαν από τη μεριά της οι ερωτήσεις κι έτσι η Βενέτα έμεινε πλέον αντιμέτωπη μόνο με τις δικές της. Αλλά τούτες, οι δικές της, ήταν οι πιο φαρμακερές. Στο γιατί δεν είχε αποκαλύψει τότε την ταυτότητά του είχαν προστεθεί με τον καιρό το γιατί δεν τον μισεί και το πόσο θα τον αγαπάει ακόμη.
   Υπήρχε κι ένα τελευταίο ερώτημα που δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται η Βενέτα. Ήταν αυτό ο μεγαλύτερος φόβος της. Το αν θα τον αγαπάει πάντα. Στην προοπτική αυτή την έπιανε πανικός. Όταν την έπιανε, τις πικρές φορές του τρόμου, εγκαθίστατο κάτω από τις ρίζες των μαλλιών της και δεν έφευγε για ώρες.

   Ενάμισης μήνας ζήτημα αν πέρασε με τα νεύρα της Ζαμπίας, όταν έφεραν τον Γιάννο σπίτι απ' τα αγροκτήματα σε άθλια κατάσταση, με έντονους πόνους στην κοιλιά που στη συνέχεια έγιναν σπασμοί. Σφάδαζε ο καλός της ξαπλωμένος στο νυφικό κρεβάτι. Στριφογυρνούσε δαγκώνοντας το μαξιλάρι και την ουρά του κεντημένου παγονιού. Πέθανε λίγες ώρες μετά μέσα σε πράσινους εμετούς και αφρούς που έβγαιναν από το στόμα του με κάθε εκπνοή. 
   Η Ζαμπία όλη αυτή την ώρα στεκόταν όρθια δίπλα στην πόρτα και παρακολουθούσε τη σκηνή ανέκφραστη. Παγερά ψύχραιμη, έδειχνε στο θάνατο, που επισκέφτηκε το φρέσκο συζυγικό της κρεβάτι, μίσος μα όχι οργή. Στεκόταν στωική στο κατώφλι της χηρείας της που θα ξεκινούσε πριν απ' την αυγή, χωρίς να δείχνει το παραμικρό σημάδι μαύρης απελπισίας.
   Η Βενέτα, αν της επιτρεπόταν να εκδηλωθεί, θα ήταν στην ακριβώς απέναντι θέση. Την έπιασε τρέλα. Παραπατώντας και λαχανιασμένη, σκουντουφλώντας στα σκαλιά και βαστώντας τον τοίχο για να μην πέσει, γδέρνοντας τα χέρια της στις αδρά πελεκημένες πέτρες, κατέβηκε στο κατώι με τα βαρέλια και τα σακιά και, όπως προηγούμενα στο γάμο του Γιάννου, ξανατυλίχτηκε στον μεγάλο της πόνο. Έκρυψε το κεφάλι της στα γόνατά της και πήγαινε πέρα-δώθε στο σχήμα του σταυρού. Σε καμιά κίνηση δεν έβρισκε ανακούφιση, ούτε μπρος-πίσω ούτε δεξιά-αριστερά. Κροτάλιζαν τα δόντια της. Στην ησυχία στο κατώι το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ρυθμικός ανατριχιαστικός ήχος που αυτή έβγαζε, ένα άκαιρο χειροκρότημα, σχεδόν δαιμόνιο. Κλαίγοντας και τρέμοντας ως τις ρίζες των μαλλιών της, την οικεία έδρα του πανικού, ξανά και ξανά, πάλι και πάλι, ζητούσε αυτή συγγνώμη που τον μίσησε, που κόπιασε αν μη τι άλλο να τον ξεαγαπήσει, που τον κατηγόρησε στους τέσσερις ανέμους ότι την πρόδωσε, που ήθελε να τον φτύσει.
   Αποκαμωμένη απ' το ξέσπασμα, μια ξεφούσκωτη κούκλα παρά άνθρωπος, μέχρι να συγκεντρωθεί μέσα της νέο πάθος, κάθισε κατάχαμα στις σκόνες και περίμενε το τέλος. Ακόμα και τότε διατηρούσε την ελπίδα ότι πριν απ' αυτό θα κατέβαινε ο Γιάννος υγιής, σκάζοντας από υγεία, να την ψάξει στα ανήλια υπόγεια, και θα την ανέβαζε μαζί του πάνω στο φως.
   Περνούσαν οι ώρες και ο Γιάννος της δε φαινόταν.
   Η Βενέτα ήξερε πως άδικα τον περίμενε. Δε θα ερχόταν. Όλα τα ποτέ και τα μάταια, τα ανεκπλήρωτα και τα γιατί έρχονταν, τη γλείφανε με την καυτή γλώσσα τους και απομακρύνονταν κάνοντας πως φεύγουν, έκαναν στροφή και ξανάπεφταν πάνω στην κοπέλα με περισσότερη κακία. Μια χαλασμένη μαριονέτα έβρισκαν στη θέση της, με κατεβασμένο κεφάλι, γδαρμένα χέρια, άτσαλα ανοιχτά πόδια και παρατημένα, αφημένα στην τύχη τους σκοινιά.
   Σε ένα διάλειμμα στο ξέσπασμά της, μέχρι να συγκεντρώσει την ενέργεια για νέο οδυρμό, βρήκε το θάρρος να πάει να βρει αυτή τον Γιάννο. Ήθελε να τον ξαναδεί εν ζωή, ήταν αποφασισμένη να αντέξει καλύτερα αυτή τη φορά το απαίσιο θέαμα με τους εμετούς και τους αηδιαστικούς αφρούς που ξεχείλιζαν από το στόμα του με κάθε βήξιμο σαν λερωμένη σαπουνάδα.
   Προσεκτικά πλησίασε στο δωμάτιο του Γιάννου. Είδε τη Ζαμπία που ακόμη στεκόταν στην πόρτα, ακίνητη σαν ξύλινη. Έβλεπε την πλάτη της και τούτη η σκληρή, λιπόσαρκη φιγούρα έμοιαζε σαν άγαλμα γυναίκας, άψυχη όσο μια πέτρα. Αναγκαστικά έπρεπε να περάσει από δίπλα της η Βενέτα. Απότομα, η Ζαμπία τη γράπωσε από τον καρπό. Την έσφιξε τόσο δυνατά, που λίγο ακόμα και θα της έσπαγε το χέρι. Την έσπρωξε πίσω. 
   "Όχι, δε θα μπεις εσύ μέσα", της είπε τραχιά.
   Η Βενέτα κοίταξε την ξαδέρφη της με απορία, τρίβοντας το χέρι της που πονούσε.
   "Μην κολλήσεις", πρόσθεσε πιο σιγανά η Ζαμπία. Η φωνή της ήταν όμοια με σφύριγμα φιδιού. "Μην κολλήσσσσσεις", ακούστηκε, και η Βενέτα ανατρίχιασε σύγκορμη και το έβαλε στα πόδια.
   Όσο έτρεχε στην κρυψώνα της στο κατώι για να προφυλαχτεί, άκουσε κάπου επάνω στο σπίτι ένα τζάμι να σπάει. Ήταν βέβαιη η Βενέτα πως θρυμματίστηκε από κείνη τη μεταλλική φωνή που είχε στόχο αυτήν. Φοβισμένη έκατσε σε μια γωνία βαριανασαίνοντας. Κοιτούσε με αγωνία προς τα πάνω. Η δική της οροφή ήταν το πάτωμα στο δωμάτιο του Γιάννου. Περίμενε από στιγμή σε στιγμή, τώρα, νέο τώρα, πολλά τώρα στη σειρά, να ακούσει μια κραυγή που θα της έλεγε πως έφυγε ο νέος που αγάπησε στο πανηγύρι. Ανεξήγητα, πιο πολύ από ανθρώπινη φωνή περίμενε τον ήχο μιας καμπάνας, μάλιστα μια μακρινή καμπάνα που θα τη χτυπούσε ο αγέρας για να δώσει σήμα ότι ένας πολυαγαπημένος έφυγε.
   Περίμενε έτσι για ώρα. Πολλά "τώρα" είπε στη σειρά. Ξαφνικά άκουσε ποδοβολητά, σαν να καλπάζουν άλογα στο σανιδένιο πάτωμα πάνω απ' το κεφάλι της. Η Βενέτα σήκωσε τα μάτια και κοίταξε πάνω. Στο ημίφως του υπογείου έμοιαζε να έχει βγει από μεσαιωνικό πίνακα ζωγραφικής, ένας ακόμα θνητός ανάμεσα στις άλλες απόκοσμες μορφές του πίνακα που κοιτάζει τρομαγμένος τον ουρανό της Δευτέρας Παρουσίας καθώς σκίζεται στα δυο. Ο τρόμος καταλάγιασε και στο πρόσωπό της απλώθηκε η στωική λύπη της συντρόφου ενός θεού που μόλις σταυρώθηκε. Η Βενέτα αργά σήκωσε τα μάτια προς τον δικό της σταυρό. Τα ποδοβολητά συνεχίζονταν αμείωτα. Πάνω στο δωμάτιο του Γιάννου τα άλογα, αν αυτά προκαλούσαν τούτον τον μεγάλο θόρυβο, ακούγονταν να τρέχουν γύρω γύρω αλαφιασμένα. Η κοπέλα αφουγκράστηκε αυτόν τον ήχο της αναχώρησης που ερχόταν κάτω σ' αυτήν από τον επάνω κόσμο.

   Εμφανίστηκε στο σπίτι όταν έφυγαν τα άλογα.
   Βαδίζοντας σαν κουρδισμένη μηχανή, ξεχαρβαλωμένη όμως αφού έπρεπε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να ελέγξει, να κινήσει και να συγχρονίσει τα μέλη της, κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του ζεύγους. Μπήκε δειλά, σέρνοντας τα τελευταία της βήματα με δισταγμό. Η ησυχία την προϋπάντησε με το νέο του θανάτου. Η Βενέτα βρήκε το κουράγιο και σήκωσε τα μάτια της από το πάτωμα. Πάνω στο κρεβάτι είδε τον Γιάννο της νεκρό.
   Πλησίασε στο προσκέφαλό του και στάθηκε. Κοίταζε το ανάγλυφο περίγραμμα της μύτης του, το πιγούνι του, τα κλειστά του βλέφαρα, το πρόσωπο που είχε λαχταρήσει να είχε στα χέρια της και να το φιλάει. Παρατηρούσε τον αγαπημένο της νεκρό αδάκρυτη, ξύλινη όσο η Ζαμπία, λίθινη όπως μια ξερή, άνυδρη πέτρα.
   Ένιωσε ξαφνικά τη Ζαμπία πλάι της και γύρισε φοβισμένη προς αυτήν. Η ξαδέρφη της κρατούσε ένα διπλωμένο λευκό σεντόνι. 
   "Έφερα το σάβανο να τον τυλίξουμε", της είπε σφυριχτά.
   Η φωνή της σιγανή και αργή έφτασε στα αυτιά της εχθρική, να σέρνεται στον αέρα του δωματίου σαν φίδι. Σσσσάβανο. Τυλίξξξξξουμε. Η Βενέτα κοκάλωσε και τρομαγμένη απέφυγε να κοιτάξει το πρόσωπο της γυναίκας μην και δει αντί γι' αυτήν ένα φίδι. Άμα γύριζε το κεφάλι της, περίμενε ότι θα αντίκριζε κάτι απαίσιο και εχθρικό όπως μια οργισμένη υποχθόνια θεότητα τυλιγμένη πατόκορφα με φίδια.
   Με μιαν απότομη κίνηση η Ζαμπία τίναξε το σεντόνι και το ξεδίπλωσε. Η Βενέτα, που νόμιζε πως δεν είχε μέσα της περιθώριο για άλλον τρόμο, μ' έναν κατακλυσμό τρομάρας ραγδαίο όπως μια βροχόπτωση, είδε πως ήταν το νυφικό σεντόνι με τα αγκαλιαστά παγόνια που είχε κεντήσει. Εκείνο το μοιραίο, το λατρεμένο και μισητό που είχε στρώσει η ίδια στο κρεβάτι αυτό για την πρώτη νύχτα του νέου αντρόγυνου.
   Πέτρωσε.
   Η Ζαμπία το ξανατίναξε στον αέρα, τούτη τη φορά προς τη μεριά της κοπέλας. Το σεντόνι πέρασε πάνω από το σώμα της πέτρινης Βενέτας και το σάρωσε. Φεύγοντας, πήρε μαζί του τον τρόμο απ' τα μαλλιά της, σκόνη του υπογείου και στάλες ιδρώτα από το πρόσωπό της. Δυστυχώς γι' αυτήν, τα παγόνια δεν πήραν από πάνω της έστω έναν κόκκο από τον έρωτά της για τον Γιάννο.
   Πετρωμένη η Βενέτα, παγωμένη, παρακολούθησε τη Ζαμπία, σε νεκρική ησυχία, να σαβανώνει τον πεθαμένο της άντρα με το σεντόνι του γάμου τους. Ύστερα η χήρα έκανε μεταβολή και βγήκε αγέρωχη από το δωμάτιο. Δεν ξαναεμφανίστηκε όλες τις επόμενες ώρες που πήρε στη Βενέτα να ξεπαγώσει.
   Με τον τρόπο που τον είχε σαβανώσει, το θηλυκό παγόνι ήταν ξαπλωμένο στο πρόσωπο του Γιάννου, στραμμένο έτσι που να τον κοιτάει. Τον κοιτούσε με λατρεία.

   Ο πρωτότοκος αδελφός του Γιάννου επισκέφτηκε τη χήρα ένα απομεσήμερο. Η Ζαμπία ώρες πριν καθόταν στην ίδια στάση, στητή σε μια καρέκλα στη σάλα, και περίμενε τη δυσάρεστη επίσκεψη. Ο Πότης, μπαίνοντας στο δωμάτιο, αντίκρισε τη σκοτεινή φιγούρα της μες στα μαύρα. Αναθεμάτισε θεούς και δαίμονες και δεν έκανε τον κόπο καν να ευχηθεί καλήν εσπέρα.
   Σήκωσε η χήρα το κεφάλι της και τον κοίταξε με περιφρόνηση. Είχε τέτοια ένταση το βλέμμα της, τόση ασχήμια, που στη στιγμή χάθηκε ο θυμός του Πότη. Πιο πολύ από λύπη, ένιωθε οργή για τον νεκρό αδελφό του, επειδή πέθανε εκείνος αντί για αυτήν, τη χλεμπονιάρα, και τους άφησε πεσκέσι μια κακάσχημη και φημισμένη για την κακία της νύφη. Βλέποντάς την τώρα ακόμα πιο χλωμή, σαν να μην κυκλοφορούσε αίμα μέσα της, απόρησε που ζούσε αυτή και πέθανε ο αδελφός του.
   Κάθισε βαρύς απέναντί της και αντιμετώπισε το βλέμμα της στα ίσα, όπως όταν ερχόταν αντιμέτωπος με άντρες και πήγαινε να τους φοβερίσει με τη μελαχρινάδα του και την αγριότητα στα μάτια του. Μπήκε κατευθείαν στο θέμα, χωρίς συγγενικές ευγένειες και αδελφικές αγάπες. Απαίτησε να τους επιστραφούν τα κτήματα του πεθαμένου, να τους έρθουν πίσω, στην κατοχή τους. Να έχουν τα αδέλφια του, από αύριο, τη νομή τους.
   Η Ζαμπία τον κοίταζε σιωπηλή. Δε μιλούσε, κι αυτός περίμενε μιαν απάντηση.
   "Τα συμφωνήσαμε;" είπε στο τέλος εκείνος και σηκώθηκε.
   "Κάτσε κάτω", τον διέταξε η νύφη του.
   Η Βενέτα πίσω απ' την κλειστή πόρτα, στο διπλανό δωμάτιο, δεν μπόρεσε να ακούσει τι του έλεγε η Ζαμπία, αν και τέντωσε τα αυτιά της και το προσπάθησε όσο μπορούσε. Κατάλαβε όμως πως μετά ξανάπεσε σιωπή κι ότι η σιγή ετούτη ήταν εχθρική. Τέτοια ήταν η ησυχία, που η κοπέλα αναγκάστηκε να κρατήσει την ανάσα της για να μην ακουστεί. Πολύ σιγανά, άνοιξε την πόρτα, μόλις μια χαραμάδα, ίσα ίσα για να δει, και κρυφοκοίταξε μέσα στο δωμάτιο. Τους είδε να κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλον, στητοί, βλοσυροί και αμίλητοι.
    Ύστερα ο αδελφός έδωσε μία και πέταξε την καρέκλα κάτω και στη συνέχεια άρχισε να σπάει ένα ένα ό,τι έβρισκε μπροστά του. Άρπαξε από κάτω απ' το πάτωμα την καρέκλα που είχε πετάξει και την εκσφενδόνισε έξω από το παράθυρο σπάζοντας το τζάμι και τη γλάστρα στο περβάζι.
   Όλη αυτή την ώρα που ξεσπούσε ο κουνιάδος της την οργή του, η Ζαμπία παρέμενε ατάραχη. Ούτε όταν έσπασε το παράθυρο και θρυψαλιάστηκε το τζάμι τρόμαξε, ούτε όταν ο αδελφός του Γιάννου τράβηξε με δύναμη και ξερίζωσε τη δαντελωτή κουρτίνα.
   "Τα συμφωνήσαμε;" είπε η Ζαμπία όταν δεν είχε τίποτε άλλο αυτός να σπάσει για να εκτονώσει την οργή του και στεκόταν μπροστά της λαχανιασμένος, κατακόκκινος και μουσκεμένος με τον ιδρώτα και τα σάλια του.
   Η Βενέτα άνοιξε ακόμα μια χαραμάδα την πόρτα και κρύφτηκε στη σκιά. Από κει άκουγε τον αδελφό του Γιάννου να ανασαίνει βαριά, άρρωστα βαριά, σαν κάθιδρο εξαντλημένο άλογο που το είχε αναγκάσει ο αναβάτης του, κεντώντας τα πλευρά του, να τρέξει περισσότερο απ' την αντοχή του. Έσκυψε να κοιτάξει και τον είδε, υποταγμένο, που έκατσε όπου βρήκε, στα χαλασμένα, και με το χέρι του σκούπισε το μέτωπό του.
   "Αντίθετα θα γίνει", άκουσε να του λέει η νύφη του.
   Και τότε του ανακοίνωσε ότι περίμενε το παιδί του Γιάννου.    "Θα είναι γιος, θα πάρει το όνομά του και τα κτήματά του. Θα μου δώσετε τα κτήματά σας που γειτνιάζουν με τα δικά μου. Όλα! Πες στη μάνα σου ότι εγώ θα κρατήσω το εγγόνι της, το αίμα από το αίμα της, κι αυτή θα πάει στο διάολο".
   Η Βενέτα έβαλε το χέρι της στο στόμα για να μη φανερωθεί ότι κρυφάκουγε και προσπάθησε να κρύψει το επιφώνημα της έκπληξης, την αυθόρμητη κραυγή του παράπονου, την ψυχή της που ανέβηκε στο στόμα, μαζί και τη διάθεση που της ήρθε να κάνει εμετό.
   Το κεφάλι της γύριζε.
   Ώστε ο Γιάννος άφησε πίσω του ένα παιδί; Μπόρεσε κι έκανε παιδί με την ξαδέρφη της;
   Με μιαν άλλη;
   Αυτό του είπε η καρδιά του;
   Το αίσθημα της προδοσίας, που με το θάνατό του είχε έρθει σε δεύτερη μοίρα -τώρα προηγούνταν ο καημός- επέστρεψε ισχυρό, το ίδιο ισχυρό με την πρώτη νύχτα του γάμου του, και της έδωσε μια γερή δαγκωματιά. Της έκοψε κομμάτι από τον εαυτό της. Η Βενέτα αστραπιαία κατακλύστηκε από πόνο, οργή, παράπονο, απελπισία, ζήλια και ατελέσφορο έρωτα. Είχε την ίδια παρόρμηση με τον αδελφό του και μετά χαράς θα έσπαγε κι αυτή ό,τι βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο αν δε φοβόταν να μη γίνει αντιληπτή η παρουσία της. Και, φυσικά, αν δε φοβόταν τη Ζαμπία.
   "Μέγαιρα!"
   Η Βενέτα άκουσε τον αδελφό του Γιάννου που το φώναξε κι έσκυψε πάλι να δει από τη χαραμάδα που άφηνε η μισόκλειστη πόρτα. Τον είδε να σκύβει απειλητικά πάνω από τη Ζαμπία. 
   "Χλεμπονιάρα μέγαιρα!" την αποκάλεσε δυνατά εκείνος.
   Ύστερα έφερε το πρόσωπό του κοντά στο πρόσωπό της και της είπε κατάμουτρα:
   "Εσύ ήταν να πεθάνεις!"
   Ατάραχη η Ζαμπία περίμενε να ξεσπάσει ο κουνιάδος της και την τελευταία του στάλα οργής. Με το που τον είδε που ξανάκατσε και σκούπισε το μέτωπό του και βεβαιώθηκε ότι πάει κι αυτή του η έκρηξη θυμού, του είπε αυτό που του φύλαγε για το τέλος:
   "Θα σου δώσω πίσω τα μισά σου κτήματα", του είπε, κι αυτός σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε με ελπίδα και ευγνωμοσύνη, "άμα εσύ πάρεις για γυναίκα την ξαδέρφη μου. Τη Βενέτα", συμπλήρωσε η Ζαμπία.
   Με το που το ξεστόμισε αυτό, η Βενέτα την είδε από τη χαραμάδα να σηκώνεται από την καρέκλα που καθόταν και να εγκαταλείπει το δωμάτιο. Έμειναν πίσω, σε απόλυτη σιωπή, με την ησυχία των νεκρών, ο αδελφός του Γιάννου στο κατεστραμμένο δωμάτιο και το νεαρό κορίτσι θαμμένο πίσω από μια πόρτα. [...]

   "Στα δύσκολα ακολουθούμε τη θάλασσα".
   Η Βενέτα πιάστηκε από το μόνο που είχε, μια παλιά κουβέντα αποδοσμένη σ' έναν πρόγονό της. Σαν βρέθηκε άοπλη μπροστά στην απειλή, δε βρήκε διαθέσιμο κανένα άλλο όπλο παρά μια κουβέντα. Τόσο ανυπεράσπιστη ήταν. Κρατήθηκε λοιπόν απ' αυτήν και την επαναλάμβανε σαν πολυβόλο. Τρέμοντας ακόμη πίσω από την πόρτα της σάλας, την έλεγε πάλι και πάλι στον εαυτό της για να τη μάθει απ' έξω και ανακατωτά.
   Όταν αποχώρησε από τη σάλα και ο αδελφός του Γιάννου, η Βενέτα μπήκε στο άδειο δωμάτιο και πατώντας πάνω σε σπασμένες καρέκλες και σκορπισμένους σομιέδες, σε τζάμια και πορσελάνες από καλά σερβίτσια, έφτασε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Πρόλαβε τον Πότη να σκουπίζει την μπότα του στο λευκό ασβεστωμένο πεζούλι της πόρτας αφήνοντας μαύρες χαρακιές, όπως με το σουγιά χαράσσουμε το δέρμα.
   Ένιωσε αυτός πως κάποιος τον παρακολουθεί, σήκωσε το βλέμμα του και κοιτάχτηκαν. Έμειναν και οι δυο ακίνητοι να κοιτάζονται. Δε σάλεψε κανείς τους. Το σπασμένο τζάμι στο παράθυρο ελάχιστη προστασία εξασφάλιζε στην κοπέλα, όμως η απόσταση που τους χώριζε ήταν καλή.
   Ο αδελφός του Γιάννου πρώτος τράβηξε το βλέμμα και, ταυτόχρονα, την μπότα του από το πεζούλι. Απομακρύνθηκε βιαστικός, αλλά, πριν χαθεί, η Βενέτα τον είδε που έστειλε μια φτυσιά στη γλάστρα με το γεράνι.
   Εκεί, στο παράθυρο, όσο τον παρακολουθούσε καθώς απομακρυνόταν, η κοπέλα ευχήθηκε με όλη της την καρδιά τίποτε απ' όλα αυτά να μην ήταν αλήθεια. Να μπορούσε να πήγαινε πίσω το χρόνο και να έσβηνε τη συνομιλία στη σάλα, την εγκυμοσύνη, την ανταλλαγή των κτημάτων του Γιάννου με αυτήν. Ακόμα, ζήτησε από το χρόνο να σβηστούν ο θάνατος του αγαπημένου της, ο γάμος του με την ξαδέρφη της και, τέλος, που ήταν η αρχή της συμφοράς της, το λάθος της που δε φανέρωσε το όνομα του νέου που αγαπήθηκαν στο πανηγύρι. Σταματούσε εκεί. Το πανηγύρι δεν ήθελε να το σβήσει, εκείνο ήθελε να το κρατήσει. Δεν είχε και τίποτε άλλο να κρατήσει από τον Γιάννο... Είχε φτιάξει έναν μόνιμο και ασφαλή χώρο στην καρδιά της γι' αυτό, μια μυστική κρυψώνα, και το είχε ήδη καλά φυλαγμένο. Προφυλαγμένο. Αν έπρεπε κάτι ακόμα να σβηστεί, ας ήταν τα ερωτευμένα παγόνια που κέντησε στο σεντόνι του γάμου. Ας έμενε μόνο του το ωραίο αρσενικό. Κι ας χανόταν το θηλυκό, αυτή.
   Από την περίοδο κιόλας των ετοιμασιών για το γάμο του αγαπημένου της με τη Ζαμπία, η Βενέτα είχε αποφασίσει, πάντως γνώριζε, ότι θα εξακολουθεί να αγαπάει τον Γιάννο από μακριά. Εσαεί. Ήταν ένα προσωπικό συναίσθημα όλο δικό της και μόνο δικό της, αφού αυτός την είχε απαρνηθεί. Ο θάνατός του της στέρησε τον άντρα που έτσι κι αλλιώς δεν είχε. Η νεαρή ερωτευμένη, και πριν απ' αυτό, είχε αποδεχτεί να ζήσει με την απώλειά του. Ο θάνατός του δεν άλλαξε κάτι, απλώς πρόσθεσε απώλεια κάνοντάς την παντοτινή.
   Τις μέρες που πέρασαν με την απουσία του είχε αρχίσει να αποδέχεται σιγά σιγά ότι θα ζήσει στο εξής, για πάντα, με αυτή της τη μέγιστη απώλεια. Η είδηση της εγκυμοσύνης της Ζαμπίας όμως ανέτρεψε την κατάσταση και ανακάτεψε τα τακτοποιημένα συναισθήματα. Το νέο θεωρήθηκε από τη Βενέτα εξωφρενικά δυσμενές. Σκέτη απογοήτευση και κατάφωρη προδοσία. Ο γιος του Γιάννου θα ήταν καθημερινή επισήμανση στο μέλλον πως η μητέρα του θα έπρεπε να είναι εκείνη, αλλά δεν ήταν. Ότι θα μπορούσε να είναι. Αλλά δεν είναι αυτή. Φοβόταν, και ξέροντας τον εαυτό της ήταν βέβαιη η Βενέτα, πως θα το σκεφτόταν αυτό καθημερινά σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Αν με την απώλεια του Γιάννου είχε βρει τρόπο κουτσά-στραβά να ζήσει, με τούτο τής ήταν αδύνατον!
   Απέφευγε τη Ζαμπία. Δεν ήθελε να βλέπει ότι η ξαδέρφη της κυοφορούσε. Έκανε ό,τι μπορούσε να ξεχάσει την πρόβλεψή της πως θα είναι γιος. Την έπιανε τρέλα, ούτε ήθελε να το σκέφτεται πως το παιδί που θα έβγαινε απ' αυτή τη φουσκωμένη κοιλιά θα πάρει το όνομα του αγαπημένου της και τη γη του και θα αποτελέσει τη συνέχειά του. Κι όμως, κάθε μέρα στο εσαεί της που είχε διαλέξει θα έπρεπε να ζήσει μ' αυτό. Μία προς μία προς μία όλες τις μέρες της.
   Απ' το φόβο της μήπως συναντηθούν, για να μην τη δει η Ζαμπία έξω απ' το σπίτι κι έρθει να την τσιγκλήσει, εσκεμμένα προσπαθούσε να βγαίνει έξω αφού σουρούπωνε, για να κρύβεται στο σκοτάδι, και προχωρούσε ξυστά στους τοίχους γδέρνοντας τους ώμους και χαλώντας το ρούχο της. Πλέον, στη διάρκεια της ημέρας προτιμούσε να μένει κλεισμένη μέσα στο σπίτι της σαν αιχμάλωτη και μάλιστα με τραβηγμένες κλειστές τις κουρτίνες, μην και βρει πάλι την ξαδέρφη της να την παρακολουθεί από το απέναντι παράθυρο.
   Ξαπλωμένη στο ντιβάνι, σαν να είναι αυτή η έγκυος, άφηνε να περνούν οι ώρες. Φαινόταν να κυλάει ο χρόνος άχρηστος για τη Βενέτα, αδούλευτος, μα δεν ήταν έτσι γιατί όλο σκεφτόταν αυτό, ότι για να σωθεί θα έπρεπε να ακολουθήσει τη θάλασσα. Σαν ωρίμασε η ιδέα ότι ήταν το καλύτερο που είχε να κάνει, σηκώθηκε από το ντιβάνι. 
   Είχε αποφασίσει να φύγει και να ακολουθήσει τη γραμμή της θάλασσας κι όπου τη βγάλει. Μα ενώ αυτό το σχέδιο έδειχνε εύκολο όταν ήταν ξαπλωμένη στο ντιβάνι, τώρα που ήταν όρθια στα πόδια της το έβρισκε πρακτικά αδύνατο. Ανέφικτο. Πώς θα το έσκαγε πιο γρήγορα και πιο μακριά από άντρες με μεγάλες δρασκελιές και γρήγορα άλογα; Ο αδελφός του Γιάννου, προκειμένου να μη χάσει τα κτήματα, θα ξεσήκωνε όλο το χωριό. Θα είχε όλους τους άντρες στο κατόπι της και μάλιστα καλούς κυνηγούς, μαθημένους να κυνηγάνε.
   Πιο πολύ απ' αυτόν φοβόταν τη Ζαμπία που γνώριζε τη γλώσσα των φιδιών. Της είχε δείξει ότι μπορούσε, όταν ήθελε, να μιλάει με σφυρίγματα φιδιού. Έτρεμε η Βενέτα το σαρδόνιο, δαιμονικό γέλιο της ξαδέρφης της. Άμα ανακάλυπτε ότι το έσκασε, θα έβγαινε στον εξώστη της και στραμμένη προς το βορρά θα εκσφενδόνιζε ένα σαρδόνιο γέλιο που σαν λάσο θα την πετύχαινε στον κάμπο καθώς έτρεχε, θα την έσφιγγε και θα την ακινητοποιούσε, ή θα έπεφτε με ορμή πάνω της και θα την έριχνε βίαια στο έδαφος. Θα την κράταγε εκεί με το γέλιο της η μέγαιρα μέχρι να έρθουν να την πιάσουν οι δαίμονες που θα της έστελνε, όλοι τους με την όψη του κουνιάδου της, του απαίσιου αδελφού του Γιάννου. Θα την έσερναν δεμένη πίσω από ένα άλογο ως τον Μάραθο. Πίσω στη Ζαμπία.

   Αντί για τους δαίμονες και τα λοιπά, η Ζαμπία έστειλε στη Βενέτα ένα μακρύ φίδι.
   Ξεπρόβαλλε σιγά σιγά πίσω απ' το κιούπι με το λάδι, στην ημιυπόγεια κουζίνα του σπιτιού της όπου βρισκόταν η κοπέλα και ζύμωνε γλυκά. Με την άκρη του ματιού της έπιασε μια κίνηση στο χώρο, κάτι να κινείται αργά στο χωμάτινο πάτωμα, και γύρισε να δει. Ξεμύτιζε αργά το φίδι πίσω από το κιούπι, λίγο λίγο, και, όπως ερχόταν προς το μέρος της, άφηνε στο διάβα του πάνω στο χωμάτινο πάτωμα μια γραμμή σαν τα σάλια που αφήνει πίσω του το σαλιγκάρι.
   Η Βενέτα είδε το φίδι που την πλησίαζε, που ερχόταν κατευθείαν κατά 'κει που στεκόταν, και πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε την ψυχή της να ανεβαίνει στο στόμα της. Την αισθάνθηκε ως κραυγή, λες και της ήρθε στο στόμα μια γουλιά εμετού. Τσίριξε. Μόνο που δε βγήκε κανένας ήχος. Κραύγαζε άηχα για βοήθεια. Αθόρυβα φώναζε. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να γδέρνει το λαιμό της. Μπορεί, έκανε αμέσως τη σκέψη, να τσιρίζει πράγματι, να βγαίνει ο ήχος, αλλά να κουφάθηκε από την τρομάρα της και γι' αυτό δεν έπιανε το αυτί της κανένα θόρυβο.
   Το φίδι εν τω μεταξύ πλησίαζε στην καρέκλα όπου η κοπέλα καθόταν μαρμαρωμένη. Τα χωμάτινα σάλια του είχαν σχηματίσει μια μακριά κυματοειδή γραμμή στο πάτωμα, όπως η παράκτια γραμμή της γης. Η Βενέτα συνήλθε από το φόβο της όταν η απειλή βρισκόταν πια πολύ κοντά, πάτησε πάνω στην καρέκλα, πήρε πάνω από το τραπέζι τη βαριά πήλινη λεκάνη με το ζυμάρι που μόλις είχε ζυμώσει και την κράτησε στα χέρια της. Χάρη στο βάρος της λεκάνης, τα χέρια της σταμάτησαν να τρέμουν. Περίμενε να έρθει το φίδι κι άλλο πιο κοντά και με δύναμη έστειλε τη λεκάνη να προσγειωθεί στο πάτωμα, πάνω στο κεφάλι του.
   Όρθια ακόμη στην καρέκλα, αυτή τη φορά χωρίς να κραυγάζει άηχες βοήθειες και προσευχές, παρακολουθούσε το φίδι που κουλουριαζόταν και τιναζόταν προσπαθώντας να ελευθερωθεί, έστω να αποκοπεί και να ελευθερώσει την ουρά του. Με τα τινάγματα του φιδιού, η έως εκεί ευθεία γραμμή στο πάτωμα κατέληξε σε άτσαλο και περίπλοκο κουβάρι, κι αυτό που έμοιαζε πριν να μιμείται μιαν ακτογραμμή, πλέον έμοιαζε με μπερδεμένο κόμπο. Την προσοχή της Βενέτας τράβηξε ο κόμπος που μεγάλωνε και ασχήμαινε παρά η αγωνία του φιδιού.
   Όταν βεβαιώθηκε ότι το φίδι ήταν νεκρό, κατέβηκε και αμίλητη μάζεψε με το φαράσι φίδι, ζυμάρι και τα πήλινα κομμάτια της σπασμένης λεκάνης και τα πέταξε. Σκούπισε καλά το πάτωμα της κουζίνας για να φύγει ο δρόμος του φιδιού, το κατάβρεξε κιόλας, κι ύστερα άρχισε να το πατάει με δύναμη. Τέτοια ήταν η μανία της που κατέληξε να χοροπηδάει, να πηγαίνει πάνω-κάτω στην κουζίνα με άτακτους πήδους, έτσι που αν κάποιος πέρναγε απ' έξω και την έβλεπε, θα του φαινόταν πολύ χαρούμενη. Τέλος, για να μη μείνει ούτε ίχνος ούτε ανάμνηση, σκόρπισε αλεύρι πάνω στον παλιό δρόμο του φιδιού. Σαν να έσπερνε σπόρους σε φρεσκοσκαμμένο αυλάκι στο χώμα. 
   Λαχανιασμένη και ιδρωμένη, με κομμένη ακόμη την ανάσα, κουβάλησε με δυσκολία το κιούπι έξω στην αυλή. Μετά, κάθισε στο κατώφλι της κουζίνας κι άρχισε να κλαίει.

   Όσο κι αν φαινόταν παράξενο, το φίδι τής άνοιξε το δρόμο. Η Βενέτα, αφού χόρτασε κλάμα, καταπιάστηκε να κλείσει στην κουζίνα τις οπές και τις χαραμάδες, κάθε πιθανή μελλοντική είσοδο ερπετού, φοβούμενη ότι θα της σταλεί και άλλο. Έκλεινε ανοίγματα, ενώ την ίδια ώρα σκεφτόταν τη διαφυγή της. Τότε πρόσεξε τη σκισμένη και πρόχειρα επιδιορθωμένη σήτα στο παραθυράκι. Υπολόγισε με το μάτι κι ύστερα μέτρησε με την παλάμη της το μέγεθος του ανοίγματος και του κεφαλιού της και εκτίμησε πως, τσίμα τσίμα, αν περιέστρεφε το σώμα της σαν μωρό τη στιγμή που γεννιέται, θα χωρούσε να περάσει από το παράθυρο της κουζίνας.
   Η χαρά της ανακάλυψης αυτής εξισορρόπησε την προηγούμενη στενοχώρια με το φίδι. Όταν θα έφευγε για να ακολουθήσει τη θάλασσα, αν ήταν νύχτα, δε θα χρειαζόταν τώρα πια να ξεαμπαρώσει και να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού που σε κάθε άνοιγμα έτριζε σαν να σήμανε συναγερμός. Από το παραθυράκι αυτό θα μπορούσε να το σκάσει κρυφά και να χωθεί στη βαθιά νύχτα χωρίς να την πάρουν είδηση. Χάρη στο φίδι, είχε μόλις ανακαλύψει την έξοδο κινδύνου. 
   Το ίδιο βράδυ, όταν όλοι κοιμούνταν και βεβαιώθηκε από τη θέση της σελήνης ότι η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ και θα είχε σκεπάσει με το σκοτάδι της κάθε άκρη και γωνίτσα του τόπου της, σηκώθηκε από το κρεβάτι της και, στις μύτες, τράβηξε για την κουζίνα. Στο ασημένιο φως του φεγγαριού η Βενέτα στάθηκε αναποφάσιστη μοναχά μια στιγμή. Έκανε στην άκρη τη σήτα και πράγματι, στρέφοντας το σώμα της σαν μωρό που γεννιέται, κατάφερε και ελευθερώθηκε από το κλειδωμένο σπίτι.
   Σαν βγήκε έξω, πήρε βαθιά ανάσα. Ήταν η πρώτη της ανάσα ελεύθερη. Τη στιγμή που το έκανε, συνειδητοποίησε πόσο καιρό είχε να αναπνεύσει βαθιά και ανεμπόδιστα. Από το γάμο του Γιάννου με την ξαδέρφη της κι ίσως και πιο πριν, στις ετοιμασίες. Όταν έστρωνε στο νυφικό κρεβάτι το σεντόνι με τα παγόνια της, αν θυμάται καλά, τότε δεν ανέπνεε.
   "Πάνε και τα παγόνια". Τα αναπόλησε.
   Πλέον ήταν κατάμονη στον κόσμο. Από ανθρώπους, παγόνια και, ήλπιζε, από φίδια. Είχε μιαν άγνωστη ζωή μπροστά της, όπως ένα νεογέννητο βρέφος. Η Βενέτα τράβηξε προς τα κει, προς την άγνωστη ζωή. Χώθηκε στο σκοτάδι και χάθηκε. Την κατάπιε η νύχτα, που αμέσως έκλεισε πίσω της το κενό, κρύβοντας την παρουσία της και σκεπάζοντας το ίχνος της.

Μπάξερ Νοέλ, Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας, Εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: