Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 3 Μαΐου 2017

[ ΈΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ] - Α' ΜΕΡΟΣ

   
   Ο Λιουκ χάρισε στη Μέγκι ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι αρραβώνα, όχι ιδιαίτερα ακριβό μα πολύ νόστιμο, με τις δύο όμοιες πέτρες του, ένα τέταρτο του καρατιού η καθεμιά, να στολίζουν ένα ζευγάρι πλατινένιες καρδούλες. Η αναγγελία ειδοποιούσε τον κόσμο πως ο γάμος θα γινόταν το Σάββατο, 25 Αυγούστου, στην εκκλησία του Αγίου Σταυρού. Την τελετή θ' ακολουθούσε οικογενειακό δείπνο στο ξενοδοχείο Ιμπέριαλ, όπου θα πήγαιναν φυσικά κι η κυρία Σμιθ, η Μίνι κι η Κατ. Ο Τζιμς κι ο Πάτσι όμως είχαν παραμείνει στο Σίδνεϊ, αφού η Μέγκι είχε δηλώσει με ύφος που δε σήκωνε κουβέντα πως δεν είχε νόημα να κουβαλήσουν τα παιδιά χίλια διακόσια χιλιόμετρα δρόμο για μια τελετή που στην πραγματικότητα δε θα καταλάβαιναν. Πάντως της είχαν στείλει τα συγχαρητήρια γράμματά τους· του Πάτσι δύο λεξούλες όλο κι όλο: "Καλή τύχη". Τον ήξεραν βέβαια τον Λιουκ, είχαν βγει πολλές φορές μαζί του στα βοσκοτόπια όταν περνούσαν τις διακοπές τους στην Ντρογκίντα.
   Η κυρία Σμιθ, που ονειρευόταν να δει το μοναδικό τους κορίτσι να παντρεύεται στην Ντρογκίντα με πολυήμερα γλέντια, χαρές κι επισημότητες, στενοχωρήθηκε πολύ από την επιμονή της Μέγκι να κάνει το γάμο της όσο πιο απλά γινόταν. Όμως η Μέγκι ήταν τόσο ενάντια στη σκέψη μιας φανταχτερής τελετής· θα παντρευόταν μ' ένα φουστανάκι απογευματινό κι ένα συνηθισμένο καπέλο και θα ταξίδευε μετά μ' αυτά τα ίδια ρούχα.
   "Αγάπη μου, βρήκα πού θα σε πάω για το γαμήλιο ταξίδι μας", είπε ο Λιουκ την Κυριακή που κανόνιζαν τις λεπτομέρειες του γάμου τους.
   "Πού;"
   "Στο Βόρειο Κουήνσλαντ. Όσο ήσουν εσύ στη μοδίστρα, έπιασα κουβέντα με κάτι φιλαράκια στο μπαρ του Ιμπέριαλ και μου 'λεγαν πως ένας άντρας δυνατός και δουλευταράς μπορεί να βγάλει καλά λεφτά στις φυτείες με τα ζαχαροκάλαμα".
   "Μα, Λιουκ, αφού έχεις κι εδώ πολύ καλή δουλειά!"
   "Δεν μπορώ να μείνω εδώ και να ζω σε βάρος της οικογένειας της γυναίκας μου, δε θα 'νιωθα καθόλου όμορφα. Θέλω να μαζέψω λεφτά ν' αγοράσουμε γη στο Δυτικό Κουήνσλαντ και θέλω να το κάνω τώρα, όσο είμαι νέος ακόμα και μπορώ. Έτσι και δεν είσαι μορφωμένος βρίσκεις δύσκολα δουλειά με την οικονομική κρίση που περνάμε, αλλά στο Βόρειο Κουήνσλαντ υπάρχει έλλειψη από εργάτες και πληρώνουν τουλάχιστον δέκα φορές περισσότερα απ' όσα παίρνω εδώ στην Ντρογκίντα σαν βοσκός".
   "Και τι θα κάνεις;"
   "Θα κόβω ζαχαροκάλαμα".
   "Θα κόβεις ζαχαροκάλαμα; Αλλά αυτό είναι δουλειά για τους κούληδες".
   "Όχι, κάνεις λάθος. Οι κούληδες είναι πολύ κοντοί και δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά σαν τους λευκούς. Άλλωστε, το ξέρεις, όπως το ξέρω κι εγώ, ο αυστραλέζικος νόμος απαγορεύει να έρχονται μαύροι ή κίτρινοι και να δουλεύουν σαν σκλάβοι με μισθούς μικρότερους από τους κανονικούς, για να μην παίρνουν τη δουλειά από τους ντόπιους. Υπάρχει έλλειψη στις φυτείες, χρειάζονται κόσμο για τα ζαχαροκάλαμα και δίνουν καλά λεφτά. Μη φανταστείς πως υπάρχουν πολλοί κατάλληλοι γι' αυτή τη δουλειά, πρέπει να 'σαι δυνατός και γερός. Όμως εγώ είμαι! Να 'σαι σίγουρη πως μπορώ να τα καταφέρω".
   "Δηλαδή, αυτό σημαίνει πως σκέφτεσαι ν' ανοίξουμε στο Βόρειο Κουήνσλαντ το σπίτι μας, Λιουκ;"
   "Ναι".
   Η Μέγκι κάρφωσε τα μάτια της πέρα από τον ώμο του, κοίταξε μέσα από τις τεράστιες τζαμαρίες τα μαστιχόδεντρα, το Χόουμ Πάντοκ, τα δέντρα που υψώνονταν πιο πίσω. Να φύγει από την Ντρογκίντα! Να πάει να ζήσει κάπου όπου δεν θα την έβρισκε ποτέ ο πατήρ Ραλφ, να δεθεί τόσο αμετάκλητα μ' αυτόν τον καθισμένο αντίκρυ της άγνωστο άνθρωπο, που να μην υπάρχει γυρισμός... Τα γκρίζα μάτια στάθηκαν στο ξαναμμένο, ανυπόμονο πρόσωπο του Λιουκ και γίνηκαν πιο όμορφα, μα και πιο λυπημένα. Εκείνος το ένιωσε μονάχα· δε φάνηκαν δάκρυα στα μάτια της, δε χαμήλωσαν τα βλέφαρά της, ούτε έπεσαν οι άκρες των χειλιών της. Όμως δεν τον αφορούσαν οι όποιες θλίψεις της Μέγκι, γιατί δε σκόπευε να την αφήσει να του γίνει τόσο σημαντική που να στενοχωριέται εξαιτίας της. Η ομορφιά της κι η γλυκιά φύση του χαρακτήρα της τον έκαναν να φυλάει ακόμα πιο προσεκτικά την καρδιά του. Καμιά γυναίκα, μήτε και μια τόσο γλυκιά κι όμορφη σαν τη Μέγκι Κλήαρι, δε θα του καθόταν ποτέ καβάλα κι ούτε θ' άφηνε καμιά να τον κάνει ό,τι ήθελε.
   Έτσι, πιστός στον εαυτό του, μπήκε κατευθείαν στο θέμα που τον ενδιέφερε. Έρχονταν στιγμές που ήταν απαραίτητες οι πονηριές και τα πλάγια μέσα, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση τον βόλευε καλύτερα μια στα ίσια εξήγηση.
   "Μέγκαν, είμαι άντρας παλιών αρχών", είπε.
   Τον κοίταξε σαστισμένη. "Ναι;" έκανε κι ο τόνος της έλεγε: Έχει καμιά σημασία;
   "Ναι", της αποκρίθηκε. "Πιστεύω πως, όταν παντρεύονται ένας άντρας και μια γυναίκα, όλη η περιουσία της γυναίκας πρέπει να περνάει στα χέρια του άντρα. Όπως έκαναν άλλοτε με την προίκα. Το ξέρω πως έχεις κάτι λεφτουδάκια και σου το λέω από τώρα πως θα πρέπει να μου τα δώσεις εμένα, όταν θα παντρευτούμε. Το σωστό είναι να σου πω τι έχω στο μυαλό μου όσο είσαι ακόμα ελεύθερη, ν' αποφασίσεις από μόνη σου αν θες να το κάνεις ή όχι".
   Ποτέ δεν της είχε περάσει της Μέγκι από το μυαλό πως θα μπορούσε να κρατήσει τα λεφτά της η ίδια· απλά, υπέθετε μέχρι τη στιγμή εκείνη πως όταν θα παντρεύονταν θ' ανήκαν στον Λιουκ. Εκτός από τις πιο μορφωμένες και τις πιο μοντέρνες γυναίκες της Αυστραλίας, όλες οι άλλες μάθαιναν από μικρές να θεωρούν τους εαυτούς τους λίγο πολύ κτήματα των αντρών τους, πράγμα που ίσχυε απόλυτα κι ιδιαίτερα έντονα στην περίπτωση της Μέγκι. Ο μπαμπάς εξουσίαζε πάντα τη Φη και τα παιδιά του και, μετά το θάνατό του, η Φη έδινε λογαριασμό για όλα στον Μπομπ, το διάδοχό του. Στον άντρα ανήκαν τα λεφτά, το σπίτι, η γυναίκα του και τα παιδιά του. Ποτέ δεν είχε αμφισβητήσει η Μέγκι αυτή την κατάσταση.
   "Μα", έκανε σαστισμένη, "δεν το 'ξερα πως χρειάζεται να υπογράψουμε χαρτιά για να πάρεις στα χέρια σου ό,τι έχω, Λιουκ. Φανταζόμουν πως θα γίνονταν δικά σου τα λεφτά μου έτσι κι αλλιώς, με το που θα παντρευόμασταν. 
   "Έτσι ήταν παλιότερα, όμως από τότε που έδωσαν δικαίωμα ψήφου στη γυναίκα άλλαξαν τα πράγματα. Εγώ θέλω να είμ' εντάξει και καθαρός μαζί σου, Μέγκαν. Κι έτσι σου τα λέω από τώρα να μην έχουμε παρεξηγήσεις".
   Την έπιασαν τα γέλια. "Δε με πειράζει διόλου. Λιουκ, μην το σκέφτεσαι".
   Το πήρε σαν μια σωστή, καλή σύζυγος παλιών αρχών· η Ντοτ δε θα είχε υποχωρήσει έτσι εύκολα. "Πόσα λεφτά έχεις;" τη ρώτησε. 
   "Αυτή τη στιγμή δεκατέσσερις χιλιάδες λίρες και κάθε χρόνο παίρνω άλλες δυο χιλιάδες".
   Ο Λιουκ σφύριξε. "Δεκατέσσερις χιλιάδες λίρες! Σοβαρά το λες; Είναι πολλά λεφτά αυτά, Μέγκαν. Καλά θα κάνεις να μ' αφήσεις εμένα να σου τα προσέχω. Την επόμενη βδομάδα θα πάμε στο διευθυντή της τράπεζας και θύμισέ μου να του πούμε να βάζει στο λογαριασμό το δικό μου όλα τα λεφτά που θα παίρνεις από δω και πέρα. Δεν πρόκειται να ξοδέψω ούτε μια πεντάρα, το ξέρεις αυτό, θα τα κρατήσουμε για ν' αγοράσουμε αργότερα το υποστατικό μας. Τα πρώτα λίγα χρόνια θα δουλεύουμε κι οι δυο μας πολύ σκληρά και θα βάζουμε στην άκρη όλα όσα θα βγάζουμε. Εντάξει;"
   Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. "Ναι, Λιουκ".        

   Μια απλή παράβλεψη του Λιουκ παρά τρίχα θα γινόταν αφορμή ν' αναβληθεί ο γάμος τους. Δεν ήταν καθολικός. Όταν το ανακάλυψε αυτό ο πατήρ Γουότυ, τον έπιασε φρίκη και σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό. 
   "Για τ' όνομα του Θεού, Λιουκ, γιατί δε μου το είπες νωρίτερα; Πότε θα προλάβουμε τώρα να σε προσηλυτίσουμε και να σε βαφτίσουμε πριν από το γάμο;" 
   Ο Λιουκ έμεινε να κοιτάει σαστισμένος τον πατέρα Γουότυ. "Ποιος είπε πως θα προσηλυτιστώ, πάτερ; Μια χαρά είμαι όπως είμαι και σε πληροφορώ πως δεν πρόκειται να σ' αφήσω να με γράψεις για καθολικό στα κατάστιχά σου".
   Μάταια τον παρακαλούσαν· ο Λιουκ αρνιόταν και να το σκεφτεί ακόμα. "Δεν έχω τίποτε με την Καθολική Εκκλησία και πιστεύω πως έχουν περάσει πολλά οι καθολικοί του Ώλστερ, όμως εγώ είμαι Οραγγιστής και δεν πρόκειται ν' αλλαξοπιστήσω. Αν ήμουν καθολικός και θέλατε να με κάνετε μεθοδιστή, με τον ίδιο τρόπο θ' αντιδρούσα. Δεν με πειράζει να γίνω καθολικός, προδότης δε θέλω να γίνω. Γι' αυτό σας λέω, πάτερ, εμένα δεν πρόκειται να με πάρετε στο ποίμνιό σας, τελεία και παύλα". 
   "Τότε δε γίνεται να παντρευτείς!"
   "Και γιατί, παρακαλώ; Αν δε θέλετε εσείς να μας παντρέψετε, δε βλέπω για ποιο λόγο θ' αρνιόταν ο εφημέριος στην αγγλικανική εκκλησία ή ο Χάρυ Γκαφ στο δημαρχείο".
   Η Φη χαμογέλασε στυφά· θυμόταν τη δική της σύγκρουση με τον Πάντυ και τον παπά που τους είχε παντρέψει. Τελικά είχε περάσει το δικό της τότε.
   "Μα, Λιουκ, εγώ πρέπει να παντρευτώ σ' εκκλησία!" διαμαρτυρήθηκε η Μέγκι, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. "Αλλιώς θα ζω μέσα στην αμαρτία". 
   "Ε, προσωπικά πιστεύω πως είναι προτιμότερο να ζεις μέσα στην αμαρτία παρά να γίνεσαι αποστάτης της πίστης σου", δήλωσε ο Λιουκ που μερικές φορές ήταν παράξενα αντιφατικός άνθρωπος. Όσο και να ήθελε τα λεφτά της Μέγκι, είχε ένα τυφλό πείσμα που δεν τον άφηνε να κάνει πίσω.
   "Ουφ, παρατήστε όλες τούτες τις ανοησίες!" είπε η Φη, όχι στον Λιουκ παρά στον παπά. "Κάντε αυτό που είχαμε κάνει εγώ κι ο Πάντυ, να τελειώνουμε! Ο πατήρ Τόμας μπορεί να σας παντρέψει στο πρεσβυτέριο, αν δε θέλει να μολύνει την εκκλησία του!"
   Γύρισαν όλοι και την κοίταξαν κατάπληκτοι, αλλά το κόλπο έπιασε· ο πατήρ Γουότυ υποχώρησε και δέχτηκε να τους παντρέψει στο πρεσβυτέριο, μολονότι αρνήθηκε να ευλογήσει τις βέρες τους.
   Το ότι ο γάμος της δεν καθαγιάστηκε ολοκληρωτικά κι όπως έπρεπε από την Εκκλησία άφησε στη Μέγκι την αίσθηση πως αμάρταινε, όμως όχι τόσο σοβαρά που να πάει στην Κόλαση, γι' αυτό κι η γριά Άννυ, η παλιά οικονόμος του πρεσβυτερίου, έβαλε τα δυνατά της να κάνει το γραφείο του πατέρα Γουότυ να θυμίζει όσο γινόταν περισσότερο εκκλησία, στολίζοντάς το με τεράστια μπουκέτα λουλούδια και πολλά μπρούτζινα καντηλέρια. Αλλά ήταν μια τελετή αμήχανη, όπου ο πολύ δυσαρεστημένος παπάς τούς έκανε όλους να νιώθουν πως δεν τα παρατούσε στη μέση μονάχα για να μην έχει τύψεις, όταν μετά το ζευγάρι θα ζούσε στην παρανομία. Μήτε τους ευλόγησε μήτε είπε τις καθιερωμένες ευχές.   
   Ωστόσο έγινε ο γάμος. Η Μέγκι ήταν η κυρία Λιουκ Ο' Νηλ στο δρόμο της για το Βόρειο Κουήνσλαντ και με την προοπτική ενός μήνα του μέλιτος μπροστά της, που θα καθυστερούσε λιγάκι ν' αρχίσει, όσο να φτάσουν στο τέρμα του ταξιδιού τους. Ο Λιουκ αρνήθηκε να περάσει τη νύχτα του Σαββάτου στο Ιμπέριαλ, γιατί υπήρχε μονάχα μια φορά τη βδομάδα τρένο για το Γκουντιγουίντι, το σαββατόβραδο, που είχε ανταπόκριση με το ταχυδρομικό τρένο από το Γκουντιγουίντι για το Μπρισμπέην την Κυριακή. Αυτό θα τους πήγαινε στο Μπρις στην ώρα τους τη Δευτέρα, για να πάρουν το εξπρές του Καιρνς.
   Το τρένο για το Γκουντιγουίντι ήταν φίσκα στον κόσμο. Αναγκάστηκαν να περάσουν στο πόδι όλη τη νύχτα, στριμωγμένοι μ' ένα σωρό άλλους επιβάτες, γιατί δεν υπήρχαν βαγόνια με κουκέτες. Τη μια ώρα μετά την άλλη συνέχιζαν την αλλοπρόσαλλη, σκυθρωπή πορεία τους κατά τα βορειοανατολικά, σταματώντας ένας Θεός ήξερε πόσες φορές, κάθε που ερχόταν στον οδηγό να πιει ένα φλιτζάνι τσάι ή να στήσει κουβεντούλα με κάποιο βοσκό που περνούσε το κοπάδι του από τη μια πλευρά των σιδηροδρομικών γραμμών στην απέναντι.
   "Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί προφέρουν το Γκουντιγουίντι Γκαντιγουίντι, αφού δεν εννοούν και να το γράφουν έτσι;" ρώτησε η Μέγκι, καθώς περίμεναν στο μοναδικό μέρος που ήταν ανοιχτό τις Κυριακές στο Γκουντιγουίντι, στη φρικτή πρασινωπή αίθουσα αναμονής του σταθμού με τους σκληρούς μαύρους ξύλινους πάγκους. Η καημενούλα η Μέγκι ήταν φοβισμένη και δεν ένιωθε διόλου άνετα.
   "Κι εγώ πού θες να ξέρω;" στέναξε ο Λιουκ, που δεν είχε καμιά διάθεση για κουβέντες και πέθαινε της πείνας κι από πάνω. Αφού ήταν Κυριακή δεν μπορούσαν μήτε ένα φλιτζάνι τσάι να βρουν· έμειναν έτσι ξενηστικωμένοι και διψασμένοι ίσαμε τη Δευτέρα το πρωί, που έκανε στάση το τρένο του Μπρισμπέην για να πάρουν πρόγευμα οι επιβάτες του. Μετά έφτασαν στο Μπρισμπέην, στο σταθμό Σάουθ Μπρις, και διέσχισαν την πόλη ολόκληρη για να πάνε στο σταθμό της οδού Ρόμα απ' όπου θα έπαιρναν το τρένο για το Καιρνς. Εδώ η Μέγκι ανακάλυψε πως ο Λιουκ είχε κλείσει δύο εισιτήρια δεύτερης θέσης, για κάτι καθίσματα άβολα όπου θα 'ταν αδύνατον να ξεκουραστείς τη νύχτα.
   "Λιουκ, δε μας λείπουν τα χρήματα!" φώναξε, κουρασμένη κι αγανακτισμένη. "Κι αν ξέχασες να πας στην τράπεζα, εγώ έχω στο πορτοφόλι μου εκατό λίρες που μου 'δωσε ο Μπομπ. Γιατί δεν πήρες μια κουκέτα πρώτης θέσης;"
   Την κοίταξε άφωνος σαν να μην πίστευε στ' αυτιά του. Κι ύστερα είπε: "Μα είναι μονάχα τρία μερόνυχτα ίσαμε το Ντάνγκλο! Γιατί να δώσουμε λεφτά για κουκέτα τη στιγμή που είμαστε κι οι δυο μας νέοι, γεροί και δυνατοί; Δεν θα πάθεις τίποτε, Μέγκαν, να περάσεις τρία βράδια καθιστή στο βαγόνι! Κι είναι καιρός να το πάρεις απόφαση πως παντρεύτηκες έναν απλό εργάτη κι όχι κανέναν πλούσιο παλιό κτηματία!"
   Η Μέγκι βούλιαξε στη θέση που της βρήκε ο Λιουκ, πλάι στο παράθυρο, και κοίταξε έξω με το πιγούνι ακουμπισμένο στη γροθιά της, για να μην πάρει είδηση ο Λιουκ τα δάκρυά της. Έτσι που της είχε μιλήσει την είχε κάνει ν' αναρωτιέται μη τυχόν και την έβλεπε σαν ανεύθυνο παιδί ο άντρας της. Ένιωθε να επαναστατεί μέσα της, όμως ήταν πολύ αδύναμη η επαναστατική της διάθεση κι είχε και κείνη την άγρια περηφάνια που της απαγόρευε να παρασυρθεί σε απρέπειες και τσακωμούς. Προτίμησε να πει στον εαυτό της πως ήταν γυναίκα αυτού του άντρα, μα πως ήταν τόσο καινούρια η σχέση τους, που ο Λιουκ δεν είχε προφτάσει να συνηθίσει ακόμα. Δώσε του χρόνο. Θα ζούσαν μαζί, θα του μαγείρευε, θα φρόντιζε τα ρούχα του, θα τον πρόσεχε, θα του έκανε τα μωρά του, θα του στεκόταν σαν μια καλή σύζυγος. Κοίτα πόσο είχε εκτιμήσει ο μπαμπάς την προσφορά της μαμάς, πώς την είχε λατρέψει. Δώσε του χρόνο.
   Πήγαιναν σε μια πόλη που την έλεγαν Ντάνγκλο, εκατό χιλιόμετρα πριν από το Καιρνς, το πιο βόρειο σημείο της γραμμής που διέσχιζε την ακτή του Κουήνσλαντ. Περισσότερα από δυο χιλιάδες χιλιόμετρα διαδρομή, το τρένο να ταρακουνιέται και να τραντάζεται πάνω στις στενές ράγες, η κάθε θέση στο βαγόνι γεμάτη, να μην μπορείς να πλαγιάσεις ή να τεντώσεις το κορμί σου μήτε για μια στιγμή. Μολονότι ήταν μια περιοχή με πολύ περισσότερο χρώμα από το Τζίλυ, της ήταν αδύνατο να ενδιαφερθεί για το τοπίο που προσπερνούσαν.
   Πονούσε το κεφάλι της, μόλις έτρωγε κάτι το έβγαζε ξανά, κι έκανε πολλή ζέστη, πολλή περισσότερη απ' ό,τι στο Τζίλυ. Το όμορφο ροζ μεταξένιο φουστάνι του γάμου της είχε βρομίσει από την καπνιά που έμπαινε από τα παράθυρα, το δέρμα της κολλούσε από τον ιδρώτα, αλλά χειρότερο απ' όλα τα σωματικά της βάσανα ήταν που ένιωθε ότι κόντευε να μισήσει τον Λιουκ. Καθόταν όμορφα όμορφα και κουβέντιαζε με δύο άντρες που πήγαιναν στο Κάρντγουελ δίχως να δείχνει στο παραμικρό ξεβολεμένος ή κουρασμένος από το ταξίδι. Κι έμοιαζε να το 'χει σίγουρο πως θα ήταν κι εκείνη το ίδιο καλά κι άνετα, πως τη μάγευε πέρα από κάθε αμφιβολία η θέα της ακτής, ενώ η Μέγκι κοίταζε έξω δίχως να βλέπει τίποτε μπροστά της, νιώθοντας να μισεί τούτο τον τόπο μ' όλη της την καρδιά προτού ακόμα πατήσει πάδι πάνω του.
   Στο Κάρντγουελ οι δυο άντρες κατέβηκαν κι ο Λιουκ πήγε στο μαγαζάκι, που πουλούσε ψάρι τηγανητό και τηγανητές πατάτες, απέναντι από το σταθμό, για να γυρίσει πίσω μ' ένα πακετάκι τυλιγμένο σ' εφημερίδα.
   "Λένε πως πρέπει να δοκιμάσεις το ψάρι του Κάρντγουελ για να δεις τι θα πει νοστιμιά, Μέγκαν, αγάπη μου. Το καλύτερο ψάρι στον κόσμο είναι. Να, πάρε να φας λιγάκι. Θα 'ναι η πρώτη σου μπουκιά από αληθινό φα της Γης της Μπανάνας. Σου το λέω, δεν υπάρχει άλλο μέρος σαν το Κουήνσλαντ".
   Η Μέγκι έριξε μια ματιά στα γεμάτα λίπος κομμάτια του τηγανητού ψαριού, έβαλε μπρος στο στόμα της το μαντήλι της κι όρμησε για την τουαλέτα. Όταν βγήκε μετά από κάμποση ώρα, κάτασπρη και τρέμοντας ολόκληρη, βρήκε τον Λιουκ να την περιμένει στο διάδρομο.
   "Μα τι συμβαίνει; Δε νιώθεις καλά;"
   "Από τότε που φύγαμε από το Γκουντιγουίντι δε νιώθω καλά".
   "Χριστέ και Κύριε! Γιατί δε μου το 'πες;"
   "Γιατί δεν το πρόσεξες από μόνος σου;"
   "Εμένα μου φαινόσουν μια χαρά!"
   "Πόσο μας μένει ακόμα;" τον ρώτησε, καταθέτοντας τα όπλα.   
   "Τρεις με έξι ώρες πάνω κάτω. Δεν το τηρούν και πολύ αυστηρά το δρομολόγιο εδώ πέρα τα τρένα. Κοίτα, τώρα που έφυγαν εκείνοι οι μάγκες μπορείς να πλαγιάσεις στο κάθισμα και ν' ακουμπήσεις το κεφαλάκι σου στα πόδια μου".
   "Ω, μην αρχίζεις τώρα τις γαλιφιές!" ξέσπασε η Μέγκι κοφτά. "Θα με βόλευε πολύ περισσότερο, αν είχαν κατέβει στο Μπούνταμπεργκ, δυο μέρες πριν, τα φιλαράκια σου!"
   "Έλα τώρα, Μέγκαν, κάνε λιγάκι υπομονή! Αφού φτάσαμε σχεδόν. Μονάχα το Τούλυ και το Ινισφάιλ μένει να περάσουμε και μετά είναι το Ντάγκλο".
   Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν κατέβηκαν από το τρένο. Ο Λιουκ ρώτησε το σταθμάρχη πού θα έβρισκαν κανένα φτηνό πανδοχείο και μετά βγήκε από το σταθμό, με τη Μέγκι να σέρνεται πίσω του, τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένη, δίχως να του λέει όμως, από εγωισμό, πως δεν ήταν σε θέση να περπατήσει κανονικά μονάχη της.
   "Να, κοίτα, στην άλλη γωνία πάμε", την παρηγόρησε. "Σε κείνο το δίπατο άσπρο κτίριο".
   Το μικρό και παραγεμισμένο με χοντροκομμένα έπιπλα σε βικτωριανό στυλ δωμάτιο φάνηκε παράδεισος στη Μέγκι, που σωριάστηκε στην άκρη του διπλού κρεβατιού.
   "Ξάπλωσε λιγάκι πριν πάμε για φαγητό, αγαπούλα, κι εγώ θα κατέβω να μάθω τι γίνεται από δουλειά στην περιοχή", της είπε και βγήκε από το δωμάτιο, μοιάζοντας τόσο φρέσκος και ξεκούραστος όσο ήταν και το πρωί του γάμου τους. Του γάμου τους, που είχε γίνει Σάββατο, ενώ τώρα ήταν Πέμπτη απόγευμα· πέντε μέρες καθισμένοι σε τρένα φίσκα στον κόσμο, μέσα σε μια ατμόσφαιρα πνιγηρή από τους καπνούς των τσιγάρων και την καρβουνίλα των μηχανών.
   Το κρεβάτι κουνιόταν μονότονα, καθώς στον πλαϊνό σταθμό οι σιδερένιες ρόδες των τρένων περνούσαν από διασταυρώσεις αλλάζοντας ράγες για την καινούρια τους πορεία, μα η Μέγκι έγειρε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και κοιμήθηκε, κοιμήθηκε, κοιμήθηκε. 

   Κάποιος της είχε βγάλει τις κάλτσες και τα παπούτσια κι είχε ρίξει μια κουβέρτα πάνω της· η Μέγκι άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε ολόγυρα. Ο Λιουκ καθόταν στο παράθυρο, μ' ένα τσιγάρο στο χέρι, και σαν την άκουσε να στριφογυρνάει στο κρεβάτι στράφηκε στη μεριά της χαμογελαστός. 
   "Ωραία νιόπαντρη είσαι! Εγώ ο κακομοίρης περίμενα πώς και πώς την πρώτη νύχτα του γάμου μας κι η γυναίκα μου ξεραίνεται στον ύπνο κοντά δύο μερόνυχτα. Στην αρχή ανησύχησα λιγάκι που δεν μπορούσα να σε ξυπνήσω, αλλά μου είπε ο πανδοχέας πως έτσι τις χτυπάει τις γυναίκες το ταξίδι με το τρένο κι η υγρασία. Είπε πως έπρεπε να σ' αφήσω να κοιμηθείς όσο ήθελες. Πώς είσαι τώρα;"
   Ανακάθισε, τέντωσε τα χέρια της και χασμουρήθηκε. "Πολύ καλύτερα, σ' ευχαριστώ. Αχ, Λιουκ! Το ξέρω πως είμαι νέα και γερή, όμως είμαι γυναίκα! Δεν είναι δυνατό ν' αντέχω σε τόσες σωματικές ταλαιπωρίες όπως εσύ!"     
   Ήρθε να κάτσει στην άκρη του κρεβατιού κι έπιασε να της τρίβει το χέρι· ήταν μάλλον συγκινητικό να τον βλέπεις να δείχνει τη μεταμέλειά του με τούτη την αδέξια χειρονομία. "Λυπάμαι, Μέγκαν, λυπάμαι πραγματικά. Διόλου δεν το σκέφτηκα πως ήσουν γυναίκα, αλλά, βλέπεις, δεν είμαι συνηθισμένος να 'χω μια γυναίκα στο πλευρό μου. Δεν πεινάς, αγάπη μου;"
   "Πεθαίνω της πείνας. Το καταλαβαίνεις πως έχω να φάω κοντά μια βδομάδα;"
   "Τότε δεν πας να κάνεις ένα μπάνιο, να βάλεις ένα καθαρό φουστάνι και να βγούμε να ρίξεις μια ματιά στο Ντάνγκλο;"
   Ακριβώς πλάι στο ξενοδοχείο υπήρχε ένα κινέζικο καφενείο, όπου την πήγε ο Λιουκ να δοκιμάσει την ανατολίτικη κουζίνα για πρώτη φορά στη ζωή της. Έτσι πεινασμένη που ήταν θα της άρεσε ό,τι και να 'τρωγε, όμως αυτά εδώ ήταν στ' αλήθεια υπέροχα. Μήτε την ένοιαζε αν τα είχαν φτιάξει από ουρές ποντικιών, πτερύγια καρχαρία και εντόσθια κουκουβάγιας, όπως έλεγαν οι φήμες στο Τζίλανμποουν, όπου υπήρχε ένα μονάχα καφενείο που το 'χαν κάτι Έλληνες και σερβίριζε μονάχα φιλέτα και πατάτες τηγανητές. Ο Λιουκ είχε πάρει από το πανδοχείο δύο μπουκάλια μπίρα κι επέμεινε να της βάλει ένα ποτήρι, μόλο που δεν της άρεσε καθόλου η γεύση του ποτού.
   "Καλύτερα να μην πιεις πολύ νερό απότομα", τη συμβούλεψε. "Η μπίρα θα σε ξεδιψάσει, δίχως να δημιουργήσει προβλήματα στο στομάχι σου".
   Μετά την πήρε να την τριγυρίσει στο Ντάνγκλο, κρατώντας την από το χέρι και φαινόταν τόσο περήφανος λες κι ήταν δικιά του η πόλη. Όμως, στο κάτω κάτω, ο Λιουκ καταγόταν από το Κουήνσλαντ! Και τι πόλη ήταν το Ντάνγκλο! Διόλου δεν έμοιαζε με τις δυτικές πόλεις, είχε ένα χαρακτήρα αλλιώτικο. Στο μέγεθος θα 'ταν πάνω κάτω ίσο με το Τζίλυ, αλλά, αντί να εκτείνεται αριστερά και δεξιά στο μήκος ενός κεντρικού δρόμου, ήταν χτισμένο σε συμμετρικά τετράγωνα, και όλα τα μαγαζιά και τα σπίτια του ήταν μπογιατισμένα άσπρα αντί για καθετιά. Τα παράθυρα ήταν μακρόστενα κι είχαν ένα ξύλινο διαχωριστικό στη μέση, για να πιάνουν το παραμικρό αεράκι, κι υπήρχαν και κάτι χώροι δίχως καθόλου στέγη, όπως ήταν το κινηματοθέατρο, που είχε μια οθόνη, ξύλινους τοίχους και πάνινες καρέκλες στη σειρά, μα όχι σκεπή. 
   Ολόγυρα απ' την πόλη απλωνόταν μια σωστή ζούγκλα. Τ' αναρριχητικά σκαρφάλωναν παντού -πάνω σε στύλους, σε στέγες, σε τοίχους. Κι έβλεπες δέντρα σε κάθε γωνιά, ακόμα κι ανάμεσα στα σπίτια και καταμεσής στο δρόμο. Ήταν αδύνατο να μαντέψεις ποιο εμφανίστηκε πρώτα, τα δέντρα ή οι ανθρώπινες κατοικίες, γιατί η κυρίαρχη εντύπωση ήταν η εικόνα μιας ανεξέλεγκτης, οργιαστικής βλάστησης. Φοίνικες πιο ψηλοί και ίσιοι από τα μαστιχόδεντρα της Ντρογκίντα αργοκουνούσαν τα φύλλα τους με φόντο ένα σκουρογάλαζο ουρανό· όπου και να κοίταζε η Μέγκι γύρω της, έβλεπε χρώμα σ' όλη του τη λαμπρότητα. Τούτος ο τόπος δεν ήταν καφετής και γκρίζος. Το κάθε δέντρο έμοιαζε να 'ναι ανθισμένο σ' αποχρώσεις μαβιές, πορτοκαλιές, κόκκινες, ροζ, μπλε, άσπρες.
   Υπήρχαν πολλοί Κινέζοι με μαύρα μεταξωτά παντελόνια, μικρά μαυρόασπρα παπούτσια και άσπρες κάλτσες, άσπρα πουκάμισα με γιακαδάκια μανδαρίνου, κοτσίδες που κρέμονταν πίσω στην πλάτη τους. Έμοιαζαν τόσο αναμεταξύ τους οι άντρες κι οι γυναίκες που της Μέγκι της φαινόταν αδύνατο να τους ξεχωρίσει. Όλο σχεδόν το εμπόριο της πόλης έμοιαζε να βρίσκεται στα χέρια των Κινέζων· ένα μεγάλο κατάστημα, πολύ πιο πλούσιο απ' οποιοδήποτε διέθετε το Τζίλυ, είχε στην ταμπέλα του ένα κινέζικο όνομα· Α ΓΟΥΟΝΓΚ έγραφε.
   Όλα τα σπίτια ήταν χτισμένα πάνω σε πολύ ψηλούς πασσάλους, σαν το παλιό σπίτι του αρχιβοσκού στην Ντρογκίντα. Αυτό το έκαναν για να κυκλοφορεί καλύτερα ο αέρας, της εξήγησε ο Λιουκ, και για να μην τους τα ρίχνουν οι τερμίτες ένα χρόνο μετά το χτίσιμο. Στην κορφή του κάθε πασσάλου υπήρχε ένα τσίγκινο πιάτο με τις άκρες γυριστές προς τα κάτω· οι τερμίτες δεν μπορούσαν να λυγίσουν στα δύο τα κορμιά τους για να περάσουν από το τενεκεδένιο παραπέτο στο ξύλο του σπιτιού. Βέβαια κατέτρωγαν τους πασσάλους, μα, όταν σάπιζε και σκουλήκιαζε ένας πάσσαλος, τον έβγαζαν και τον αντικαθιστούσαν με καινούριο. Πράγμα πολύ πιο απλό και ανέξοδο από το να έχτιζαν καινούριο σπίτι. Οι πιο πολλοί από τους κήπους θύμιζαν ζούγκλα με τα καλάμια και τους φοίνικές τους, λες κι οι κάτοικοι είχαν παραιτηθεί από την προσπάθεια να τους βάλουν σε μια τάξη.
   Οι άντρες κι οι γυναίκες τη σοκάρισαν. Για την έξοδό της με τον Λιουκ είχε ντυθεί όπως το απαιτούσε το έθιμο -μεταξωτές κάλτσες, ψηλοτάκουνα παπούτσια, φαρδύ μεταξωτό φουστάνι με βολάν, ζώνη στη μέση και μανίκια μέχρι τους αγκώνες. Στο κεφάλι της είχε ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο, στα χέρια της γάντια. Κι αυτό που τη νεύριαζε περισσότερο ήταν πως, έτσι που την κοίταζε ο κόσμος, της δημιουργιόταν η δυσάρεστη αίσθηση ότι εκείνη ήταν η παράταιρα ντυμένη!
   Οι άντρες κυκλοφορούσαν ξυπόλυτοι, με κοντά χακί σορτσάκια και δίχως πουκάμισα οι περισσότεροι. Ακόμα κι όσοι είχαν καλυμμένο το στέρνο τους δε φόραγαν πουκάμισο παρά κάτι αθλητικά φανελάκια. Οι γυναίκες ήταν ακόμα χειρότερες. Πολλές φορούσαν κάτι μίζερα μπαμπακερά φουστανάκια, απολύτως τίποτε από κάτω, ούτε κομπινεζόν ούτε κάλτσες, και κακοφτιαγμένα σαντάλια. Οι περισσότερες όμως τριγυρνούσαν με κοντά σορτσάκια, δίχως παπούτσια, και άσεμνα ξεμανίκωτα μπλουζιά. Το Ντάνγκλο δεν ήταν καμιά πλαζ, ήταν μια πόλη πολιτισμένη. Και να που οι λευκοί της κάτοικοι κυκλοφορούσαν χυδαία μισόγυμνοι· οι Κινέζοι ήταν πολύ καλύτερα ντυμένοι.  
   Υπήρχαν παντού ποδήλατα, εκατοντάδες από δαύτα, λίγα αυτοκίνητα και καθόλου άλογα. Ναι, ήταν πολύ διαφορετικά από το Τζίλυ. Κι έκανε ζέστη, ζέστη. Πέρασαν μπροστά από ένα θερμόμετρο και δεν πίστευε στα μάτια της, όταν είδε να δείχνει τριάντα βαθμούς μονάχα· στο Τζίλυ με σαράντα βαθμούς είχαν πιο πολλή δροσιά. Η Μέγκι ένιωθε πως προχωρούσε σκίζοντας με το κορμί της έναν αέρα πηχτό, σαν αχνιστό λιωμένο βούτυρο, πως γέμιζαν νερό τα πνευμόνια της κάθε που ανάσαινε. 
   "Λιουκ, δεν αντέχω άλλο! Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, σε παρακαλώ;" έκανε αδύναμα μετά από ούτε ένα χιλιόμετρο δρόμο.
   "Αν θέλεις γυρνάμε. Η υγρασία είναι που σε πειράζει. Σπάνια πέφτει κάτω από ενενήντα τα εκατό, χειμώνα καλοκαίρι, κι η θερμοκρασία πηγαίνει σπάνια κάτω από τους είκοσι πέντε ή πάνω από τους τριάντα πέντε βαθμούς. Δεν υπάρχουν σπουδαίες διαφορές από τη μια εποχή του χρόνου στην άλλη, μόνο που έχουμε τους μουσώνες το καλοκαίρι κι, όσο κρατάνε οι μουσώνες, η υγρασία φτάνει ακόμα και το εκατό τα εκατό".
   "Δηλαδή, εδώ πέφτουν το καλοκαίρι οι βροχές κι όχι το χειμώνα;"
   "Όλο το χρόνο πέφτουν βροχές. Κι όταν δεν έχουμε μουσώνες φυσάνε οι νοτιοανατολικοί αληγείς άνεμοι, που φέρνουν κι αυτοί πολλές μπόρες. Στο Ντάνγκλο η βροχόπτωση φτάνει κάθε χρόνο από δυόμισι μέχρι εφτάμισι μέτρα".
   Εφτάμιση μέτρα βροχομετρικό ύψος το χρόνο! Το κακόμοιρο το Τζίλυ πανηγύριζε έτσι κι είχε καμιά χρονιά σαράντα εκατοστά κι εδώ, τέσσερις χιλιάδες χιλιόμετρα από το Τζίλανμποουν, έπεφταν εφτάμιση ολόκληρα μέτρα!
   "Τα βράδια δε δροσίζει καθόλου;" ρώτησε η Μέγκι καθώς πλησίαζαν στο ξενοδοχείο. Οι καυτές νύχτες στο Τζίλυ ήταν υποφερτές σε σύγκριση μ' αυτό το ατμόλουτρο.  
   "Όχι πολύ. Θα το συνηθίσεις". Άνοιξε την πόρτα του δωματίου τους και στάθηκε στο πλάι να την αφήσει να περάσει. "Θα κατέβω στο μπαρ για καμιά μπίρα και θα γυρίσω πίσω σε μισή ώρα. Έτσι θα ετοιμαστείς με την άνεσή σου".
   Τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του, σαστισμένα και φοβισμένα. "Ναι, Λιουκ".
   Το Ντάνγκλο βρισκόταν δεκαεφτά μοίρες νότια του Ισημερινού κι έτσι η νύχτα ερχόταν εντελώς απροειδοποίητα· τη μια στιγμή σού φαινόταν πως ίσα που κόντευε να δύσει ο ήλιος και την άλλη απλωνόταν ένα κατάμαυρο σκοτάδι, πυκνό και ζεστό σαν μελάσα. Όταν γύρισε πίσω ο Λιουκ, η Μέγκι είχε σβήσει το φως και ήταν πλαγιασμένη στο κρεβάτι, με το σεντόνι τραβηγμένο μέχρι το πιγούνι της. Γέλασε, άπλωσε το χέρι του και παίρνοντας το σκέπασμα το πέταξε στο πάτωμα.
   "Κάνει αρκετή ζέστη, αγάπη μου! Δεν το χρειαζόμαστε το σεντόνι".
   Τον άκουγε να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο, έβλεπε τη σκιά του να κουνιέται όσο γδυνόταν. "Έχω αφήσει τις πιτζάμες σου πάνω στο κομοδίνο", του ψιθύρισε.
   "Πιτζάμες; Με τέτοια ζέστη; Το ξέρω πως στο Τζίλυ ο κόσμος παθαίνει καρδιακή προσβολή στη σκέψη ότι μπορεί να κοιμηθεί ένας άντρας δίχως την πιτζάμα του, μα εδώ στο Ντάνγκλο είναι διαφορετικά τα πράγματα! Εσύ, δηλαδή, φοράς στ' αλήθεια νυχτικό;"
   "Ναι".
   "Βγάλ' το. Έτσι κι αλλιώς μόνο ενόχληση θα μας είναι το παλιόπραμα".
   Με κινήσεις ντροπαλές κι αδέξιες έβγαλε το μακρύ νυχτικό που με τόση αγάπη τής είχε κεντήσει η κυρία Σμιθ για την πρώτη νύχτα του γάμου της. Είχε δίκιο ο Λιουκ· ήταν πολύ πιο όμορφα να κάθεται γυμνή στο κρεβάτι, ν' αφήνει το αδύναμο αεράκι που έμπαινε από τα ορθάνοιχτα παράθυρα να παίζει χαδιάρικα με το κορμί της, κι έτσι σκοτεινά που ήταν στην κάμαρα δεν υπήρχε λόγος να ντρέπεται γιατί δε φαινόταν καθόλου η γύμνια της. Μόνο που της πλάκωνε την καρδιά η σκέψη ενός άλλου ζεστού κορμιού πλάι της στο κρεβάτι.
   Άκουσε το σομιέ να τρίζει· ένα υγρό χέρι ακούμπησε το μπράτσο της, κάνοντάς τη να τιναχτεί αλαφιασμένη. Ο Λιουκ γύρισε στο πλάι, την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Στην αρχή έμεινε παθητικά ακίνητη, προσπαθώντας να μη σκέφτεται αυτό το διάπλατο στόμα και την ερευνητική, την ξεδιάντροπη γλώσσα, μα ύστερα άρχισε να παλεύει να ελευθερωθεί, νιώθοντας πως δεν ήθελε να την κρατάνε αγκαλιά με τέτοια ζέστη, πως δεν ήθελε να τη φιλάνε, δεν ήθελε τον Λιουκ. Δεν έμοιαζε καθόλου σαν εκείνο το βράδυ που γύριζαν από το Ρούντνα Χάνις με τη Ρολς Ρόις. Απόψε διαισθανόταν πως δεν την υπολόγιζε καθόλου σαν άνθρωπο, πως δεν νοιαζόταν γι' αυτήν στο ελάχιστο. Και κάποιο του κομμάτι πίεζε μ' επιμονή τους μηρούς της, ενώ ένα χέρι, με νύχια τετράγωνα και κοφτερά, χωνόταν στα μεριά της. Ο φόβος της εξελίχτηκε σε τρόμο, την κυρίευαν και την έπνιγαν η δύναμη κι η αποφασιστικότητά του, το γεγονός πως έδειχνε να μην την παίρνει διόλου υπόψη του. Ξάφνου την άφησε, ανακάθισε κι άρχισε να πασπατεύεται μονάχος, τραβολογώντας κάτι.
   "Για να 'μαστε σίγουροι καλύτερα", είπε πνιχτά. "Ξάπλωσε ανάσκελα, έλα, είναι ώρα. Όχι, όχι έτσι! Άνοιξε τα πόδια σου, για τ' όνομα του Θεού! Μα τίποτε δεν ξέρεις επιτέλους;"
   Όχι, όχι, Λιουκ, δεν ξέρω, ήθελε να του φωνάξει. Είναι φρικτό τούτο το πράγμα, χυδαίο, ό,τι και να 'ναι αυτό που μου κάνεις δεν μπορεί να το επιτρέπουν οι νόμοι του Θεού ή των ανθρώπων! Είχε ανέβει πάνω της με τους γοφούς του ανασηκωμένους και την ψαχούλευε με το ένα του χέρι, ενώ το άλλο την κρατούσε απ' τα μαλλιά με τόση δύναμη, που δεν τολμούσε μήτε να γυρίσει το κεφάλι της από την άλλη μεριά. Προσπάθησε να κάνει αυτό που της ζητούσε, άνοιξε τα πόδια της ακόμα περισσότερο, όμως ήταν πολύ πιο φαρδύς από την ίδια στο κορμί κι οι βουβωνικοί της μύες πιάστηκαν κι άρχισαν να τρέμουν από το βάρος του και την ασυνήθιστη στάση. Μολονότι την τύλιγαν σαν σκοτεινή ομίχλη ο τρόμος και η εξάντληση, ένιωθε πως κάτι θα γινόταν από στιγμή σε στιγμή, λες κι υπήρχε κάποια δύναμη τρομερή που ετοιμαζόταν να της επιτεθεί· όταν ο Λιουκ μπήκε μέσα της, της ξέφυγε ένα ουρλιαχτό.
   "Σκάσε!" μούγκρισε εκείνος, κλείνοντάς της με το χέρι του το στόμα. "Τι θες, δηλαδή, να νομίσει όλο το ξενοδοχείο πως σε σκοτώνω; Κάτσε ήσυχη, κάτσε ήσυχη!"
   Πάλευε σαν μανιακή να ξεφορτωθεί αυτό το απαίσιο οδυνηρό πράγμα, αλλά το βάρος του την ακινητοποιούσε, το χέρι του έπνιγε τις φωνές της κι ο πόνος συνεχιζόταν και συνεχιζόταν. Απόλυτα στεγνή, γιατί δεν την είχε ερεθίσει, με το ακόμα πιο στεγνό προφυλακτικό να ξύνει και να τρίβει τα τοιχώματά της όπως μπαινόβγαινε, όλο και πιο γρήγορα, ώσπου ακούστηκε να γίνεται λαχανιασμένη, κοφτή η ανάσα του Λιουκ· μετά του συνέβη κάτι που τον έκανε να ησυχάσει, ένας σπασμός διαπέρασε το κορμί του και ξεροκατάπιε δίχως να βγάλει μιλιά. Ο πόνος καταλάγιασε κι έμεινε η βασανιστική ενόχληση κάποιας ερεθισμένης πληγής μέσα της κι ο Λιουκ έφυγε επιτέλους από πάνω της και πλάγιασε ανάσκελα, κοντανασαίνοντας ακόμα.
   "Θα 'ναι καλύτερα για σένα από δω και πέρα", κατάφερε να της πει. "Πάντα πονάει η γυναίκα την πρώτη φορά".
   Και τότε γιατί δε μου το είπες αυτό από πριν; ήθελε να του φωνάξει, μα δεν της είχε απομείνει δύναμη μήτε ν' αρθρώσει τούτες τις λίγες λέξεις, το μόνο που την απασχολούσε εκείνη τη στιγμή ήταν που ήθελε να πεθάνει. Όχι μονάχα εξαιτίας του πόνου, αλλά κι από την ανακάλυψη πως δε διέθετε καμιά ταυτότητα σαν άτομο για τον άντρα της, πως δεν ήταν παρά ένα μέσο στα μάτια του.
   Η δεύτερη φορά πόνεσε το ίδιο πολύ, όπως κι η τρίτη. Απαυδισμένος, γιατί περίμενε πως θα εξαφανιζόταν ως δια μαγείας το προβληματάκι της (αυτή τη διάσταση του έδινε), κι έτσι δεν την καταλάβαινε που συνέχιζε να χτυπιέται και να φωνάζει, ο Λιουκ θύμωσε, της γύρισε την πλάτη κι αποκοιμήθηκε. Τα δάκρυα κυλούσαν ακολουθώντας μια λοξή διαδρομή πάνω στα μάγουλά της και στάλλαζαν στα μαλλιά της. Έμεινε ακίνητη, πλαγιασμένη ανάσκελα, λαχταρώντας μ' όλη της την καρδιά να πέθαινε ή, αλλιώς, να γινόταν να γυρίσει στην παλιά της ζωή στην Ντρογκίντα.
   Αυτό ήταν που εννοούσε ο πατήρ Ραλφ χρόνια πριν, όταν της είχε μιλήσει για κάποια κρυφή δίοδο που είχε να κάνει με τα παιδιά; Με ωραίο τρόπο είχε ανακαλύψει τι σήμαιναν τα λόγια του. Δεν ήταν ν' απορείς που είχε προτιμήσει να μην της το εξηγήσει ο ίδιος πιο καθαρά. Κι ωστόσο του Λιουκ του είχε αρέσει τόσο η πράξη, που την είχε επαναλάβει τρεις φορές, τη μία πίσω από την άλλη. Ήταν φανερό πως εκείνον δεν τον πονούσε. Κι έπιασε τον εαυτό της να μισεί γι' αυτό τον άντρα της, να μισεί και την πράξη.
   Εξαντλημένη, πονώντας τόσο που της φαινόταν μαρτύριο ακόμα κι η παραμικρή κίνηση, η Μέγκι γύρισε από την άλλη μεριά, με την πλάτη της στον Λιουκ, κι άρχισε να κλαίει μ' αναφιλητά μουσκεύοντας το μαξιλάρι της. Της ήταν αδύνατο να κοιμηθεί, αν κι ο Λιουκ κοιμόταν πλάι της τόσο βαθιά που ούτε που πήρε είδηση τους λυγμούς της. Ήταν ήσυχος στον ύπνο του, δεν κουνιόταν κι ούτε ροχάλιζε, κι έτσι που περίμενε εκείνη να χαράξει η καινούρια μέρα συλλογίστηκε κάποια στιγμή πως μπορεί και να της άρεσε να είναι μαζί του, αν ήταν να πλαγιάζουν μαζί μονάχα και τίποτε παραπάνω. Το χάραμα ήρθε τόσο απότομα κι άχαρα όπως είχε έρθει κι η νύχτα. Της φαινόταν περίεργο που δεν άκουγε κοκόρια να λαλάνε κι όλους τους άλλους ήχους που χαρακτήριζαν το ξύπνημα της Ντρογκίντα με τα πρόβατά της και τα άλογα, τα γουρούνια και τα σκυλιά.
   Ο Λιουκ ξύπνησε και γύρισε προς το μέρος της. Τον ένιωσε να τη φιλάει στον ώμο κι ήταν τόσο κουρασμένη, την είχε πιάσει μια τέτοια νοσταλγία για το σπίτι της, που δε νοιάστηκε να σκεπαστεί.
   "Έλα, Μέγκαν, γύρνα λιγάκι να σε δω", την πρόσταξε με το χέρι του στο γοφό της. "Γύρνα από δω σαν καλό κορίτσι". 
   Τίποτε δεν την ένοιαζε τούτο το πρωινό, τίποτε δε μετρούσε. Γύρισε και τον κοίταξε με βλέμμα σβησμένο. "Δε μ' αρέσει το Μέγκαν", είπε κι αυτή ήταν η μόνη μορφή διαμαρτυρίας που της ήταν μπορετή. "Θα προτιμούσα χίλιες φορές να με φώναζες Μέγκι".
   "Και μένα δε μ' αρέσει το Μέγκι. Αλλά αν το αντιπαθείς το Μέγκαν τόσο πολύ, θα σε φωνάζω Μεγκ". Η ματιά του κύλησε νυσταγμένα στο κορμί της. "Τι όμορφη που 'σαι". Άγγιξε το ένα στήθος της, την επίπεδη, μη ερεθισμένη ροζ ρόγα. "Ιδιαίτερα αυτά εδώ". Στοίβαξε τα μαξιλάρια σ' ένα σωρό, έγειρε πάνω τους και χαμογέλασε. "Έλα, Μεγκ, φίλα με. Είναι η σειρά σου να μου κάνεις έρωτα και μπορεί να σ' αρέσει καλύτερα έτσι, ε;"
   Δε θέλω να σε φιλήσω ποτέ ξανά όσο ζω, συλλογίστηκε, κοιτώντας το μακρύ γεροδεμένο του κορμί, τις σκούρες τρίχες στο στήθος του να κατηφορίζουν στην κοιλιά σε μια λεπτή γραμμή και μετά να πληθαίνουν για να φτιάξουν ένα θάμνο, απ' όπου έβγαινε το απατηλά μικρό κι αθώο βλαστάρι που μπορούσε να προκαλέσει τόσο πόνο. Πόσο τριχωτά ήταν τα πόδια του! Η Μέγκι είχε μεγαλώσει με άντρες που δεν έβγαζαν ποτέ τα ρούχα τους μπροστά σε μια γυναίκα, αλλά από τ' ανοιχτά στο στήθος πουκάμισα, τις ζεστές μέρες, έβλεπες στήθη μαλλιαρά. Όμως ήταν όλοι άντρες ανοιχτοί στα χρώματα, που δεν της φαίνονταν αποκρουστικοί, ενώ αυτός ο μελαχρινός άντρας ήταν παράταιρος, ξένος, απωθητικός. Είχε κι ο Ραλφ το ίδιο σκούρα μαλλιά, μα θυμόταν καλά το απαλό, άτριχο, ηλιοψημένο στήθος του.
   "Εμπρός, Μεγκ! Σου είπα να με φιλήσεις".
   Έγειρε πάνω του και τον φίλησε. Ο Λιουκ χούφτωσε τα στήθια της και την ανάγκασε να συνεχίσει να τον φιλάει, πήρε το ένα από τα χέρια της και το 'σπρωξε χαμηλά, στα γεννητικά του όργανα. Διέκοψε φοβισμένη το φιλί για να σηκώσει το κεφάλι της και να κοιτάξει αυτό που υπήρχε μέσα στο χέρι της, το είδε ν' αλλάζει και να μεγαλώνει.  
   "Όχι, Λιουκ, σε παρακαλώ, όχι πάλι!" φώναξε. "Σε παρακαλώ, όχι πάλι! Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ!"
   Τα γαλάζια μάτια την έψαχναν σκεφτικά. "Τόσο πολύ πονάει; Εντάξει, θα κάνουμε κάτι διαφορετικό, όμως δείξε λιγάκι ενθουσιασμό, για τ' όνομα του Θεού".
   Την πήρε και την έβαλε να καθίσει πάνω του, με τα πόδια της ανοιχτά, την τράβηξε από τους ώμους μέχρι που το στήθος της έφτασε στο ύψος του προσώπου του κι άρχισε να το γλείφει και να το φιλάει, όπως είχε κάνει εκείνο το βράδυ μέσα στ' αυτοκίνητο. Συμμετέχοντας με το κορμί της μονάχα, η Μέγκι το υπέμεινε. Τουλάχιστον δεν έμπαινε μέσα της κι έτσι δεν την πόναγε καθόλου. Τι παράξενα πλάσματα που ήταν οι άντρες, να κάνουν λες και δεν υπήρχε άλλο πράγμα στον κόσμο που να τους δίνει τόση ευχαρίστηση. Τη στιγμή που ήταν κάτι το αηδιαστικό, μια διακωμώδηση κι ένας εμπαιγμός του έρωτα. Αν δεν ήλπιζε πως μέσα από αυτή την πράξη θα κατάφερνε ν' αποκτήσει ένα παιδί, η Μέγκι θα 'χε αρνηθεί δίχως περιστροφές οποιαδήποτε σχέση μαζί της από κει και πέρα.  

   "Σου βρήκα δουλειά", είπε ο Λιουκ την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου.
   "Τι; Πριν ακόμα μου δοθεί η ευκαιρία να φτιάξω όμορφο το σπίτι μας, Λιουκ; Πριν ακόμα αποκτήσουμε ένα σπίτι;"
   "Δεν έχει νόημα να νοικιάσουμε σπίτι, Μεγκ. Εγώ φεύγω για τις φυτείες, είναι όλα κανονισμένα. Υπάρχει κάποιος τύπος, Αρν Σβένσον τον λένε, που έχει μια ομάδα Σουηδών, Πολωνών κι Ιρλανδών εργατών για το κόψιμο των ζαχαροκάλαμων και το συνεργείο του θεωρείται το καλύτερο στην περιοχή. Πήγα και τον βρήκα όσο εσύ κοιμόσουν να ξεκουραστείς από το ταξίδι. Του λείπει ένας άντρας τούτη την εποχή και δέχτηκε να με δοκιμάσει. Αυτό σημαίνει πως θα μένω στα παραπήγματα μαζί τους. Έξι μέρες τη βδομάδα θα δουλεύουμε, από το χάραμα μέχρι να δύσει ο ήλιος. Και δεν είναι μονάχα αυτό, αλλά θα τριγυρνάμε πάνω κάτω στην ακτή, εκεί που θα μας πηγαίνει η επόμενη δουλειά που θα παίρνουμε. Το πόσα θα βγάλω εξαρτάται από το πόσα ζαχαροκάλαμα θα κόβω. Αν τα καταφέρω να είμαι τόσο καλός που να με κρατήσει ο Αρν στο συνεργείο του, θα παίρνω γύρω στις είκοσι λίρες τη βδομάδα. Είκοσι λίρες τη βδομάδα! Το σκέφτεσαι;"
   "Τι προσπαθείς να μου πεις, Λιουκ; Πως δε θα ζούμε μαζί;"
   "Δεν μπορούμε, Μέγκ! Τα παιδιά δε θα δεχτούν γυναίκα στα παραπήγματα και τι νόημα θα 'χε να μένεις μονάχη σου σ' ένα σπίτι; Άσε που θα μαζέψουμε πιο γρήγορα τα λεφτά που χρειαζόμαστε για το υποστατικό μας έτσι και δουλέψεις και συ".
   "Μα πού θα ζω; Τι σόι δουλειά μπορώ να κάνω; Εδώ δεν έχουν κοπάδια να πάω να γίνω βοσκός".
   "Δεν έχουν, δυστυχώς. Γι' αυτό κι εγώ σου βρήκα μια δουλειά όπου θα 'σαι εσωτερική, Μεγκ. Θα σε ταΐζουν και θα σε κοιμίζουν τζάμπα κι έτσι γλιτώνουμε τα προσωπικά σου έξοδα. Θα πας σαν υπηρέτρια στο Χίμελχοχ, στο σπίτι του Λούντβιχ Μίλερ. Έχει τη μεγαλύτερη φυτεία στην περιοχή κι η γυναίκα του είναι ανάπηρη και δεν τα βγάζει πέρα μονάχη της με το νοικοκυριό. Θα σε πάω εκεί αύριο το πρωί κιόλας".
   "Όμως εσένα πότε θα σε βλέπω, Λιουκ;"
   "Τις Κυριακές. Ο Λούντυ ξέρει πως είσαι παντρεμένη και δεν τον πειράζει να εξαφανίζεσαι τις Κυριακές".
   "Τι να σου πω τώρα! Τα κανόνισες όλα όπως σε βόλευαν, βλέπω!"
   "Ναι, μάλλον. Αχ, Μεγκ, θα γίνουμε πλούσιοι! Θα δουλεύουμε σκληρά και δε θα ξοδεύουμε πεντάρα και σε λίγο καιρό θα μπορούμε ν' αγοράσουμε το καλύτερο υποστατικό στο Δυτικό Κουήνσλαντ. Έχουμε τις δεκατέσσερις χιλιάδες λίρες στην τράπεζα, τις δύο χιλιάδες λίρες που θα μας έρχονται κάθε χρόνο και θα βγάζουμε κι άλλες χίλιες τριακόσιες ή και παραπάνω το χρόνο έτσι και δουλεύουμε κι οι δυο μας. Δε θα κρατήσει πολύ καιρό η ταλαιπωρία μας, αγάπη μου, σου το υπόσχομαι. Χαμογέλα λιγάκι και πες μου πως θα το κάνεις για το χατήρι μου, έτσι; Γιατί ν' αρκεστούμε σ' ένα σπίτι νοικιασμένο, τη στιγμή που ξέρουμε πως όσο πιο σκληρά δουλέψουμε τώρα τόσο πιο γρήγορα θα τριγυρνάς μέσα στην καταδικιά σου κουζίνα;"
   "Αφού το θες έτσι". Έριξε μια ματιά στο πορτοφόλι της. "Λιουκ, μήπως μου πήρες τις εκατό λίρες μου;"
   "Τις έβαλα στην τράπεζα. Δεν μπορείς να κουβαλάς μαζί σου τόσα λεφτά, Μεγκ". 
   "Ναι, αλλά μου τα πήρες όλα και δε μου 'μεινε δεκάρα εμένα! Δε θα 'χω δηλαδή λίγα λεφτά για τα μικροέξοδά μου;"
   "Τι στο καλό τα θες τα λεφτά και ποια θαρρείς πως θα 'ναι τα μικροέξοδά σου; Αύριο το πρωί θα 'σαι στο Χίμελχοχ και κει δε θα μπορείς να ξοδέψεις τίποτε και πουθενά. Το λογαριασμό του ξενοδοχείου θα τον κανονίσω εγώ. Είναι καιρός να καταλάβεις πως έχεις παντρευτεί έναν εργάτη, Μεγκ, πως δεν είσαι κανένα παραχαϊδεμένο, πλούσιο κοριτσόπουλο, που δεν έχει ανάγκη και μπορεί να σκορπάει τα λεφτά του αριστερά και δεξιά. Ο Μίλερ θα καταθέτει τους μισθούς σου κατευθείαν στην τράπεζα, στο λογαριασμό μου, όπου θα πηγαίνουν κι οι δικοί μου. Δεν είναι πως κοιτάω να φάω τα λεφτά, Μέγκ, ή να τα ξοδέψω για πάρτη μου, το ξέρεις αυτό. Δε θα τ'ακουμπήσει κανένας από τους δυο μας, θα τα μαζεύουμε να εξασφαλίσουμε το μέλλον μας και το υποστατικό μας".
   "Ναι, καταλαβαίνω. Είναι πολύ λογικός ο τρόπος που σκέφτεσαι, Λιουκ. Όμως τι θα γίνει αν τύχει να κάνω μωρό;"
   Μπήκε για μια στιγμή στον πειρασμό να της πει την αλήθεια, πως δεν επρόκειτο να 'ρθουν μωρά μέχρι να γίνει το υποστατικό πραγματικότητα, αλλά κάτι στην έκφρασή της τον έκανε ν' αποφασίσει να μην της μιλήσει.
   "Κοίτα, αυτό ας τ' αφήσουμε να το κουβεντιάσουμε σαν έρθει εκείνη η στιγμή, εντάξει; Εγώ θα προτιμούσα να μην κάνουμε παιδιά προτού αγοράσουμε το υποστατικό μας κι έτσι ας ελπίσουμε πως δε θα γίνει τίποτα τέτοιο".
   Ούτε σπίτι ούτε λεφτά ούτε μωρά. Ούτε καν άντρας, στο τέλος τέλος. Η Μέγκι άρχισε να γελάει. Έβαλε κι ο Λιουκ τα γέλια και σήκωσε το φλιτζάνι του με το τσάι να κάνει μια πρόποση.
   "Πίνω στις προφυλάξεις και στα μέτρα ασφαλείας όλου του κόσμου", είπε.
   Το πρωί έφυγαν για το Χίμελχοχ με το τοπικό λεωφορείο, ένα παλιό Φορντ δίχως τζάμια στα παράθυρά του που χωρούσε δώδεκα επιβάτες. Η Μέγκι αισθανόταν κάπως καλύτερα, γιατί ο Λιουκ δεν είχε επιμείνει όταν του ζήτησε ν' ασχοληθεί με το στήθος της καλύτερα κι έδειχνε πως του άρεσε κι αυτό όσο και το άλλο, το απαίσιο εκείνο πράγμα. Όσο και να τα 'θελε τα μωρά, δεν είχε μπορέσει να βρει το κουράγιο να το αντέξει ξανά. Την πρώτη Κυριακή που δε θα πονούσε καθόλου, είπε στον εαυτό της, θα προσπαθούσε να δοκιμάσει ξανά. Μπορεί και να υπήρχε κιόλας ένα μωρό μέσα της, οπότε δε θα χρειαζόταν να τον υπομείνει άλλη φορά, εκτός κι αν ήθελε μετά να κάνει κι άλλα παιδιά. Με μάτια πιο φωτεινά, κοίταζε γύρω της να τα δει όλα, όσο το λεωφορείο αγκομαχούσε στο δρόμο με το κόκκινο χώμα.
   Ήταν ένας τόπος που σου 'κοβε την ανάσα, τόσο διαφορετικός από το Τζίλυ. Έπρεπε να το παραδεχτεί πως εδώ υπήρχε μια μεγαλοσύνη και μια ομορφιά που έλειπαν από το Τζίλανμποουν. Φαινόταν με την πρώτη ματιά πως οι άνθρωποι σε τούτο το μέρος δεν ξέμεναν ποτέ από νερό. Η γη είχε το χρώμα του φρεσκοχυμένου αίματος, ένα δυνατό κόκκινο, και τα ζαχαροκάλαμα έρχονταν σε τέλεια αντίθεση μαζί της: έβλεπες μακρουλά φύλλα, σε ζωηρό πράσινο χρώμα, να κυματίζουν πέντε ή εφτά μέτρα πιο ψηλά από κορμούς σκουροκόκκινους, χοντρούς σαν το μπράτσο του Λιουκ. Πουθενά αλλού στον κόσμο, κορδώθηκε ο Λιουκ, δεν ψήλωνε τόσο το ζαχαροκάλαμο, δε γινόταν τόσο πλούσιο σε ζάχαρη. Το ζεστό κόκκινο χώμα είχε πάνω από τριάντα μέτρα βάθος κι έτσι όπως ήταν παραγεμισμένο μ' όλα τα απαραίτητα συστατικά, τα ζαχαροκάλαμα δε μπορούσαν παρά να είναι τέλεια, ιδιαίτερα αν έπαιρνες υπόψη σου την πολλή βροχή. Και πουθενά αλλού στον κόσμο δεν το έκοβαν λευκοί, με τον ασταμάτητο, άπληστο για λεφτά, ρυθμό των λευκών.      
   Το Χίμελχοχ ήταν ένα μεγάλο άσπρο σπίτι στην κορφή ενός λόφου, τριγυρισμένο από φοίνικες, μπανανιές και κάτι όμορφα, μικρότερα τροπικά δέντρα, που τα φύλλα τους θύμιζαν ουρές παγονιών έτσι όπως υψώνονταν κι ανοίγονταν σαν τεράστιες βεντάλιες. Κάτι καλαμιές, που έφταναν τα δώδεκα μέτρα ύψος, προστάτευαν το σπίτι από τους νοτιοδυτικούς μουσώνες. Μολονότι ήταν χτισμένο πάνω στο λόφο, είχε κι αυτό πασσάλους πέντε μέτρα ψηλούς να το στηρίζουν. 
   Ο Λιουκ πήρε τη βαλίτσα της στα χέρια κι η Μέγκι άρχισε να περπατάει κοντανασαίνοντας πλάι του στον κόκκινο χωματόδρομο, με τα καθώς πρέπει παπούτσια και τις κάλτσες της πάντα, το καπέλο να πλαισιώνει το πρόσωπό της. Δεν βρήκαν στο σπίτι τον ίδιο τον ιδιοκτήτη της φυτείας, μα, όπως ανέβαιναν τα σκαλιά, βγήκε η γυναίκα του στη βεράντα, στηριγμένη σε δυο μπαστούνια. Χαμογελούσε. Κοιτώντας το γλυκό, καλοσυνάτο της πρόσωπο, η Μέγκι ένιωσε στη στιγμή καλύτερα.
   "Περάστε, περάστε!" τους είπε με μια βαριά αυστραλέζικη προφορά.
   Ανέβηκαν κι ο Λιουκ άφησε αμέσως χάμω τη βαλίτσα της, έσφιξε το χέρι της κυράς, που στερέωσε το μπαστούνι κάτω από τη μασχάλη της για να τον χαιρετήσει, και βιάστηκε να κατέβει δυο δυο τα σκαλιά για να προφτάσει το λεωφορείο στο δρομολόγιο της επιστροφής. Ο Αρν Σβένσον θα τον περίμενε στις δέκα το βράδυ έξω από την μπιραρία να τον πάρει να φύγουν.
   "Πώς είναι το μικρό σας όνομα, κυρία Ο' Νηλ;"
   "Μέγκι".
   "Α, είναι πολύ όμορφο. Εμένα με λένε Ανν και θα το προτιμούσα να με φώναζες έτσι και ν' αφήσουμε τις τυπικότητες κατά μέρος. Η τελευταία μου κοπέλα έχει ένα μήνα που μ' άφησε κι ένιωθα πολύ μόνη μου τόσο καιρό, μόλο που προτίμησα να βολευτώ όπως όπως παρά να πάρω την πρώτη που θα μου τύχαινε. Είναι δύσκολο πράγμα να βρεις καλή κοπέλα για το σπίτι. Θα 'χεις να φροντίζεις εμένα και τον Λούντυ μονάχα, δεν υπάρχουν παιδιά. Ελπίζω να περάσεις καλά κοντά μας, Μέγκι".
   "Είμαι σίγουρη γι' αυτό, κυρία Μίλερ... Ανν".
   "Έλα να σου δείξω το δωμάτιό σου. Μπορείς να πάρεις μόνη σου τη βαλίτσα σου; Δυστυχώς εγώ δεν μπορώ να κουβαλήσω τίποτε".
   Η κάμαρά της ήταν λιτά επιπλωμένη, όπως και το υπόλοιπο σπίτι, μα έβλεπε στη μοναδική μεριά του σπιτιού που δεν είχε μπροστά της καλαμιές να κόβουν τη θέα και μοιραζόταν την ίδια βεράντα με το σαλόνι, που στη Μέγκι φάνηκε πολύ φτωχό έτσι όπως τα απλά του έπιπλα από μπαμπού ήταν γυμνά, χωρίς καλύμματα.
   "Με τη ζέστη που κάνει εδώ δεν μπορούμε να ντύνουμε με βελούδα και κρετόν τα σαλόνια μας", εξήγησε η Ανν. "Τα έπιπλά μας είναι όλα ψάθινα και φοράμε όσο το δυνατόν λιγότερα ρούχα. Θα πρέπει να σου μάθω πώς να ντύνεσαι, γιατί αλλιώς θα πεθάνεις, αν συνεχίσεις να φοράς τόσα πράγματα".
   Η ίδια φορούσε ένα ξεμανίκωτο μπλουζάκι με χαμηλό ντεκολτέ κι ένα κοντό σορτσάκι απ' όπου πρόβαλλαν τα αδύναμα, παραμορφωμένα της πόδια. Μέσα σε χρόνο μηδέν βρέθηκε κι η Μέγκι με παρόμοια περιβολή, που της τη δάνεισε η Ανν ώσπου να πείσουν τον Λιουκ να της αγοράσει καινούρια ρούχα. Ήταν ταπεινωτικό που έπρεπε να εξηγήσει πως ο άντρας της δεν της είχε αφήσει πεντάρα για τα έξοδά της, αλλά τουλάχιστον μ' αυτό ξεχάστηκε κάπως και μετριάστηκε η αμηχανία της που ήταν τόσο ελαφρά ντυμένη.
   "Σίγουρα δείχνουν πολύ καλύτερα πάνω σου τα σορτς απ' ό,τι σε μένα", της είπε η Ανν κι ύστερα άρχισε να της μιλάει για τις διάφορες δουλειές που είχε το σπίτι. "Τα ξύλα θα σου τα φέρνει ο Λούντυ, εσύ δε χρειάζεται ούτε να τα κόβεις ούτε να τ' ανεβάζεις από τη σκάλα. Μακάρι να 'χαμε ηλεκτρικό, όπως έχουν στο Ντάνυ, για να μην ταλαιπωρείσαι με το φοβερό φούρνο της κουζίνας μας, όμως η κυβέρνηση δε λέει να κάνει και τίποτε σ' αυτό τον τόπο -γίνονται όλα με βήμα σημειωτόν. Πάντως έτσι και μας φέρουν ρεύμα, θα αποκτήσουμε στη στιγμή ηλεκτρική κουζίνα και ψυγείο".
   "Δε με πειράζει εμένα, είμαι συνηθισμένη να κάνω και δίχως ηλεκτρικό".
   "Ναι, όμως στα μέρη που ζούσες μπορεί να είχατε ζέστη, μα ήταν πολύ λιγότερη η υγρασία. Εδώ δεν μπορείς να φανταστείς πόσο άσχημα είναι τα πράγματα. Και, για να πω την αλήθεια, φοβάμαι μη τυχόν και δεν αντέξει ο οργανισμός σου, μήπως μας αρρωστήσεις. Συμβαίνει συχνά στις γυναίκες που είναι γεννημένες αλλού κι έρχονται μετά να ζήσουν στον τόπο μας. Κάτι παθαίνει το αίμα τους. Βλέπεις, βρισκόμαστε στο νότιο ημισφαίριο κι απέχουμε από τον Ισημερινό ακριβώς όσο κι η Βομβάη και η Ρανγκούν, που βρίσκονται στο βόρειο ημισφαίριο. Είναι περιοχές που δεν κάνουν γι' άνθρωπο ή ζωντανό, εκτός κι αν έχει γεννηθεί σ' αυτές". Χαμογέλασε. "Στ' αλήθεια πολύ χαίρομαι που σ' έχουμε κοντά μας! Θα κάνουμε καλή συντροφιά οι δυο μας, θα δεις. Σ' αρέσει το διάβασμα; Ο Λούντυ κι εγώ το λατρεύουμε".
   Το προσωπάκι της Μέγκι φωτίστηκε. "Αχ, ναι, πολύ!"
   "Χάρμα! Να δεις που θα 'σαι τόσο ευχαριστημένη μαζί μας που δε θα σου λείψει και πολύ ο μορφονιός ο άντρας σου".
   Η Μέγκι δεν αποκρίθηκε. Αν θα της έλειπε ο Λιουκ; Ένιωθε πως θα προτιμούσε να μην τον έβλεπε ποτέ ξανά στη ζωή της. Μόνο που ήταν άντρας της κι ο νόμος έλεγε πως έπρεπε να μοιραστεί τη ζωή της μαζί του. Είχε μπλεχτεί από μόνη της σε τούτη την περιπέτεια, δεν μπορούσε να ρίξει το φταίξιμο σε κανέναν έξω από τον εαυτό της. Κι ίσως, όταν θα μαζεύονταν τα λεφτά και θα έπαιρναν το υποστατικό στο Δυτικό Κουήνσλαντ, ίσως θα έβρισκαν με τον Λιουκ την ευκαιρία να ζήσουν μαζί, να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον, ν' αναπτύξουν τη σχέση τους.
   Δεν ήταν κακός άνθρωπος, ούτε αντιπαθητικός· μόνο που είχε ζήσει μονάχος πολλά χρόνια και δεν ήξερε να μοιράζεται τον εαυτό του με κάποιον άλλο. Ήταν ένας άντρας απλός, ξεκάθαρος στους στόχους του, απροβλημάτιστος. Αυτό που ήθελε ήταν ένα πράγμα συγκεκριμένο, ακόμα και σαν όνειρο· ήταν μια ανταμοιβή που θα του δινόταν στα σίγουρα σαν αποτέλεσμα της σκληρής δουλειάς του, της θυσίας που έκανε σήμερα. Για τούτο και μόνο θα 'πρεπε να τον σέβεται κανείς. Ούτε για μια στιγμή δεν της πέρασε απ' το μυαλό πως θα μπορούσε ο Λιουκ να χρησιμοποιήσει τα λεφτά για να προσφέρει πολυτέλειες στον εαυτό του. Ήταν σίγουρη πως εννοούσε τα όσα της είχε πει. Τα χρήματα θα έμεναν στην τράπεζα.
   Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχε το χρόνο ή τη διάθεση να προσπαθήσει να καταλάβει μια γυναίκα. Φαινόταν να μην παίρνει υπόψη του πως οι γυναίκες ήταν πλάσματα διαφορετικά, με ανάγκες αλλιώτικες από τις δικές του. Τέλος πάντων, πάλι καλά, θα μπορούσαν να ήταν και χειρότερα τα πράγματα. Τι θα γινόταν αν την είχε βάλει να δουλέψει για ανθρώπους πολύ πιο ψυχρούς και λιγότερο καλοσυνάτους από την Ανν Μίλερ; Τίποτε κακό δε θα ήταν δυνατό να της συμβεί στην κορφή αυτού του λόφου. Μόνο που... αχ, ήταν τόσο μακριά από την Ντρογκίντα!
   Τούτη η τελευταία σκέψη τής πέρασε ξανά από το μυαλό, όταν τελείωσαν την περιήγηση στο σπίτι και βγήκαν με την Ανν στη βεράντα του σαλονιού. Οι μεγάλες εκτάσεις με τα ζαχαροκάλαμα απλώνονταν μπροστά τους πλούσιες, καταπράσινες και καθάριες από τη βροχή που τις ξέπλενε ολοένα, κατηφόριζαν σε μια απότομη πλαγιά μέχρι που έφταναν σ' ένα ποτάμι πολύ πιο πλατύ από τον Μπάργουον, με βλάστηση ζούγκλας στις όχθες του. Πέρα από το ποτάμι συνεχίζονταν ξανά οι φυτείες των ζαχαροκάλαμων, ώσπου σταματούσε πια η καλλιέργεια στα ριζά ενός βουνού κι άρχιζε η αληθινή ζούγκλα από κει και πέρα. Πίσω από την κορφή του βουνού ξεχώριζαν κι άλλες βουνοκορφές, που φάνταζαν μαβιές από τόσο μακριά. Ο ουρανός ήταν πιο έντονα, πιο βαθιά γαλάζιος απ' ό,τι στο Τζίλυ, στολισμένος με αφράτα, χοντρά άσπρα σύννεφα κι όλα τα χρώματα ήταν ζωηρά, πλούσια.
   "Το βουνό εκείνο είναι το Μπαρτλ Φρερ", είπε η Ανν δείχνοντας τη μοναχική κορφή. "Ύψος δύο χιλιάδες μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Λένε πως είναι γεμάτο κασσίτερο, όμως δεν υπάρχει ελπίδα ν' ανοίξουν ορυχεία για να βγάλουν το μέταλλο μέσα σ' αυτή τη ζούγκλα".
   Ο βαρύς ράθυμος άνεμος έφερνε μαζί του μια μπόχα δυνατή, αηδιαστική, που η Μέγκι δεν είχε πάψει να προσπαθεί να διώξει από τα ρουθούνια της από τη στιγμή που πρωτοκατέβηκε από το τρένο. Κάτι σαν σαπίλα, κι όμως, όχι ακριβώς αυτό· αβάσταχτα γλυκερή, να γλιστράει παντού, μια παρουσία απτή που έλεγες ότι ποτέ δε διαλυόταν, όσο και να φυσούσε ο αέρας.
   "Μελάσα είν' αυτό που μυρίζεις", είπε η Ανν βλέποντας τη Μέγκι να ρουθουνίζει. Άναψε ένα έτοιμο τσιγάρο, μάρκας Άρνταθ.
   "Είναι φρικτό".
   "Το ξέρω. Γι' αυτό καπνίζω εγώ. Όμως το συνηθίζει κανείς ως ένα βαθμό, μολονότι δε διαλύεται ποτέ, εντελώς αντίθετα από τις άλλες μυρουδιές. Οι μέρες έρχονται και φεύγουν, η μελάσα είναι πάντα εδώ".
   "Εκείνα τα κτίρια πλάι στο ποτάμι, με τις μαύρες καπνοδόχους, τι είναι;"
   "Είναι φάμπρικες. Παίρνουν το ζαχαροκάλαμο και φτιάχνουν ακατέργαστη ζάχαρη. Αυτό που απομένει, τα ξερά υπολείμματα του ζαχαροκάλαμου δίχως τη ζάχαρη πια, λέγεται βαγάση. Η ακατέργαστη ζάχαρη κι η βαγάση στέλνονται μετά στο Σίδνεϊ για να τις επεξεργαστούν και να βγάλουν από τη ζάχαρη μελάσα, χρυσό σιρόπι, ζάχαρη καφετιά κι άσπρη και υγρή γλυκόζη. Με τη βαγάση φτιάχνουν ένα υλικό για οικοδομές. Τίποτε δεν πάει χαμένο, απολύτως τίποτε. Γι' αυτό κι είναι τόσο προσοδοφόρα δουλειά η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου, ακόμα και με την οικονομική κρίση που περνάμε". 
                                

ΜcCullough Colleen, Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας, (Μετφ. Βικτώρια Τράπαλη), εκδ. ΒELL, ειδική έκδοση για το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, Αθήνα 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια: