Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

[ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ]

   
   Η οικογένεια της Ελίζας Σόμερς και του Τάο Τσι΄έν έμενε σ' ένα ευρύχωρο και άνετο σπίτι, πιο στέρεο και καλύτερης κατασκευής από τα υπόλοιπα στην Τσάιναταουν. Τριγύρω όλοι μιλούσαν κυρίως καντονέζικα και όλα, από το φαγητό μέχρι τις εφημερίδες, ήταν κενέζικα. Σε αρκετά τετράγωνα απόσταση βρισκόταν η ισπανική συνοικία, όπου η Ελίζα Σόμερς συνήθιζε να τριγυρίζει για την ευχαρίστηση να μιλάει ισπανικά, αλλά η μέρα της περνούσε ανάμεσα σε Αμερικανούς γύρω από την Πλατεία της Ένωσης, όπου βρισκόταν το κομψό τεϊοποτείο της. Με τα γλυκά της είχε από την αρχή βοηθήσει στη συντήρηση της οικογένειας, γιατί μεγάλο μέρος από το εισόδημα του Τάο Τσι΄έν κατέληγε σε ξένα χέρια· τα χρήματα που δεν πήγαιναν στη βοήθεια των φτωχών Κινέζων εργατών όταν αρρώσταιναν ή δυστυχούσαν, μπορούσαν να καταλήξουν στους παράνομους πλειστηριασμούς των σκλαβωμένων κοριτσιών. Η διάσωση αυτών των κοριτσιών από μια ζωή ατίμωσης είχε γίνει ιερή αποστολή του Τάο Τσι΄έν -έτσι το έβλεπε η Ελίζα Σόμερς από την αρχή και το δέχτηκε σαν άλλο ένα χαρακτηριστικό του άντρα της, άλλο ένα λόγο από τους πολλούς που την έκαναν να τον αγαπάει. Έφτιαξε την επιχείρηση του ζαχαροπλαστείου για να μην τον βασανίζει με απαιτήσεις για χρήματα· χρειαζόταν ανεξαρτησία για να δώσει στα παιδιά της την καλύτερη αμερικάνικη μόρφωση, αφού ήθελε ν' αφομοιωθούν εντελώς στις Ηνωμένες Πολιτείες και να ζήσουν χωρίς τους περιορισμούς που υπήρχαν για τους Κινέζους και τους Ισπανόφωνους. Με τη Λυν τα είχε καταφέρει, αλλά με τον Λάκυ τα σχέδιά της απέτυχαν, γιατί ο νεαρός ήταν περήφανος για την καταγωγή του και δεν ήθελε να φύγει από την Τσάιναταουν.
   Η Λυν λάτρευε τον πατέρα της - ήταν αδύνατο να μην αγαπάει κανείς αυτόν τον γλυκό και γεναιόδωρο άνθρωπο- αλλά ντρεπόταν για τη ράτσα της. Συνειδητοποίησε πολύ γρήγορα πως ο μόνος τόπος για τους Κινέζους ήταν η συνοικία τους, γιατί στην υπόλοιπη πόλη τούς σιχαίνονταν. Το αγαπημένο άθλημα των λευκών νεαρών ήταν να πετροβολούν τους Ουράνιους ή να τους κόβουν την κοτσίδα, αφού τους έσπαζαν στο ξύλο. Η Λυν, όπως και η μητέρα της, ζούσε με το ένα πόδι στην Κίνα και με το άλλο στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι δυο τους μιλούσαν μόνο αγγλικά και χτενίζονταν και ντύνονταν με την αμερικάνικη μόδα, αν και μέσα στο σπίτι συνήθιζαν να φοράνε πουκαμίσα και μεταξωτό παντελόνι. Η Λυν, εκτός από τα μακριά κόκαλα και τα σχιστά μάτια, είχε πάρει πολύ λίγα από τον πατέρα της, κι ακόμα πιο λίγα από τη μητέρα της· κανείς δεν ήξερε από πού προερχόταν η σπάνια ομορφιά της. Ποτέ δεν της είχαν επιτρέψει να παίξει στο δρόμο, όπως έκανε ο αδελφός της Λάκυ, γιατί στην Τσάιναταουν οι ενάρετες γυναίκες και οι κοπέλες από καλές οικογένειες ζούσαν εντελώς απομονωμένες. Στις λίγες περιστάσεις που έβγαινε στη συνοικία, κρατούσε το χέρι του πατέρα της και είχε το βλέμμα καρφωμένο καταγής, για να μην προκαλεί το σχεδόν ολοκληρωτικά αρσενικό πλήθος. Και οι δυο τραβούσαν την προσοχή, εκείνη με την ομορφιά της κι εκείνος επειδή ντυνόταν όπως οι Γιάνκηδες. Ο Τάο Τσι΄έν είχε εγκαταλείψει πριν από πολλά χρόνια την παραδοσιακή κοτσίδα των δικών του και είχε κοντά μαλλιά χτενισμένα με μπριγιαντίνη προς τα πίσω, φορούσε άψογο μαύρο κοστούμι, πουκάμισο με κολλαρισμένο γιακά και ψηλό καπέλο. Έξω από την Τσάιναταουν, ωστόσο, η Λυν κυκλοφορούσε εντελώς ελεύθερα, σαν οποιαδήποτε λευκή κοπέλα. Είχε μορφωθεί σ' ένα σχολείο πρεσβυτεριανών, όπου είχε μάθει τα βασικά στοιχεία του χριστιανισμού, που μαζί με την άσκηση του βουδισμού από τον πατέρα της κατέληξαν να την πείσουν πως ο Χριστός είναι μετενσάρκωση του Βούδα. Πήγαινε μόνη για ψώνια, για τα μαθήματα του πιάνου και στα σπίτια των συμμαθητριών της. Τα απογεύματα καθόταν στο τεϊοποτείο της μητέρας της, όπου μελετούσε τα μαθήματά της και διασκέδαζε ξαναδιαβάζοντας τα ρομαντικά μυθιστορήματα που αγόραζε για μερικά σεντς ή που της έστελνε η μεγάλη θεία της Ρόουζ από το Λονδίνο. Άδικα πήγαν οι προσπάθειες της Ελίζας Σόμερς να την κάνει να ενδιαφερθεί για την κουζίνα ή για κάποια άλλη οικιακή δραστηριότητα· η κόρη της δεν έμοιαζε να είναι φτιαγμένη για τις καθημερινές δουλειές.

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

ΣΤΟΝ ΑΦΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ


   Αμίλητη και λευκή σα φάντασμα, με το κεφάλι σκυμμένο, τον συντρόφεψε η Ουρανίτσα ως την αυλόπορτα, φέγγοντάς του με το λυχνάρι, ανάμεσα στ' ανθισμένα δένδρα. Βαστούσε το λυχνάρι ψηλά, σαν να ήθελε να κρύψει το πρόσωπό της μες στο σκοτάδι.
   "Αφήνομε υγεία!" είπε ο Γιαννιός. "Να μη στενοχωριέσαι. Απ' το πρώτο λιμάνι θα σας κάνω γράμμα. Και πάλε εδώ είμαστε..."
   Έσκυψε και τη φίλησε κρυφά στο σκοτάδι, ντροπαλός σαν κορίτσι.
   "Καληνύχτα!" είπε η Ουρανίτσα ξερά-ξερά.
   Ήθελε να του πει κατευόδιο, καλή αντάμωση, χίλια λόγια ήθελε να του πει.
   "Καληνύχτα!" ξαναείπε.
   Στάθηκε και τον κοίταξε ως που έστριψε το σοκάκι. Τα βαριά του υποδήματα κτυπούσαν απάνω στα καλντερίμια. Σε λίγο δεν άκουγε τίποτε, μα στεκότανε ακόμα φέγγοντας με το λυχνάρι στον έρημο δρόμο. Έπειτα σήκωσε την ποδιά της στα μάτια, πέρασε στην αυλή ανάμεσ' από τα δένδρα και γύρισε στο σπίτι.
   Δεν είχε περάσει μια βδομάδα που άλλαξαν δαχτυλίδια. Ακόμα δεν τον είχε καλογνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, μα της φαινότανε πως τον γνώριζε χρόνια, τώρα που τον έχανε. 
   "Αυτά έχουνε οι γυναίκες των θαλασσινών" της το είχε ειπεί η μάνα της. Και με όλα αυτά θαλασσινόν ήθελε η Ουρανίτσα. Ήταν παιδί της θάλασσας. Το σόι της ένα σόι μαρινάρων. Πες πως είχε αναστηθεί μες στη θάλασσα. Το σπίτι τους μύριζε κατράμι. Δεν ήταν σπίτι, ήταν καράβι· μόνο τ' άρμενα που του 'λειπαν. Καθώς ήταν απάνω στο γιαλό, όταν έπαιρνε η σοροκάδα, σάλευε αλάκερο σαν να ταξίδευε καταμεσής του πελάγου. Τα κύματα που έσπαζαν στο μώλο, ξέπλεναν τα τζάμια του και θαλάσσωναν το πάτωμα, σαν κουβέρτα καραβιού. Μόνο τ' άρμενα που του 'λειπαν.
   Η νύχτα δεν περνούσε από την ώρα που άφησε υγεία ο Γιαννιός. Τα μεσάνυχτα η σοροκάδα είχε δυναμώσει, χαλούσε κόσμο. Η Ουρανίτσα συντρόφευε τον πατέρα της στο νυχτέρι.
   "Δεν πας να γύρεις, βρε κορίτσι; Για μένα κάθεσαι;"
   "Σ' αφήνει να κοιμηθείς κι αυτή η τρελονοτιά; Λες και θα γκρεμιστεί το σπίτι!" είπε η Ουρανίτσα.
   Ο καπετάν Λαλεχός, ο πατέρας της, δεν καταλάβαινε από γυναίκειους καημούς. 

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

[ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΝΑΣ ]

   "Τα μάτια της Γοργόνας! Τα μάτια της Γοργόνας, Παναγιά μου!" έβαλα φωνή γεμάτη έξαψη και ταραχή μόλις πρωταντίκρισα το νεογέννητο ανιψάκι μου. Κορίτσι.
   Αυτό με κοίταζε ήρεμο και σκεπτικό, σαν σοφός ενήλικας, με μάτια ομιλητικά μα και βουβά. Δεν ξέρω πώς, αλλά μου φάνηκε πως εκείνα τα μάτια φύλαγαν κάποια μυστικά. Επτασφράγιστα. Άλλωστε και της άλλης τα μάτια πέρα στην παραλία γεμάτα κρυφές εικόνες και ανάκουστες φωνές έδειχναν. Το νεογνό χορτάτο, φρεσκοπλυμένο, φρεσκοαλλαγμένο, μοσχοβόλαγε. Βύζαγμα και ταλκ, καινούργιας προφανώς κι άγνωστής μου οσμής, κι εκείνη τη μυρωδιά που αναδίνουν όλα τα μωρά και που όταν την οσφραίνεσαι μισονυστάζεις από τη γλύκα και την πραότητα. Η λεχώνα και αδελφή μου είχε ήδη αποκοιμηθεί, με απλωμένα τα ξέπλεκα μαλλιά στα μαξιλάρια και μόλις ακουμπισμένο το δεξιό της χέρι επάνω στο κουβερτάκι του.
   "Τα μάτια της Γοργόνας!" μίλησα χαμηλόφωνα τώρα, απευθυνόμενη στη μητέρα μου που καταγινόταν με κάτι ασπρόρουχα στην άλλη άκρη της κρεβατοκάμαρας.
   Εκείνη με κοίταξε με όψη εμφανώς πιο νεανική και πιο χαρμόσυνη. Μύριζε γλυκό του κουταλιού και σαπούνι "Μασσαλία",  μα μετά τους πρώτους ενθουσιασμούς και τα συχαρίκια άρχισε να με παρατηρεί που δεν ήμουν παρούσα, ως ώφειλα, στον τοκετό της αδελφής μου και πως προς το παρόν παράβλεπε το ατόπημά μου για χάρη του ευτυχούς γεγονότος. Έπειτα με έστειλε στην τραπεζαρία να κεραστώ για τα καλορίζικα. Έτσι καταντροπιασμένη, σαν βρεγμένη γάτα, εγκατέλειψα λεχώνα και νεογέννητο.
   Η αλήθεια είναι ότι είχα όλη την καλή διάθεση να παρασταθώ, κάπως να φανώ χρήσιμη στα γεννητούρια, που τα περίμενα αδημονώντας μέρες. Για το φύλο του μωρού ήμασταν σίγουροι, η κοιλιά της αδελφής μου κοίταζε χαμηλά, προς τα κάτω, χώρια που ξάφνου της είχαν φυτρώσει μια δυο πανάδες στο μέχρι τότε ολοκάθαρο πρόσωπο, και επιπλέον η γιαγιά είχε δοκιμάσει το κόλπο με τα σπόρια από πορτοκάλι: είχε ανάψει φωτιά, την είχε αφήσει να κάψει καλά, να χωνέψει, κι εκεί μέσα έριξε τα κουκούτσια μήπως σκάσουν, οπότε θα είχαμε τον γιο, αλλά αυτά παρέμειναν κλειστά, και τα έξι, και τότε γύρισε κοίταξε την αδελφή μου: 
   "Της καλομάνας το παιδί το πρώτο είναι κορίτσι", της θύμισε τη γνωστή παροιμία, μα είχε μια χροιά στωικότητας η πάντοτε ήσυχη φωνή.