Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

[ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΝΑΣ ]

   "Τα μάτια της Γοργόνας! Τα μάτια της Γοργόνας, Παναγιά μου!" έβαλα φωνή γεμάτη έξαψη και ταραχή μόλις πρωταντίκρισα το νεογέννητο ανιψάκι μου. Κορίτσι.
   Αυτό με κοίταζε ήρεμο και σκεπτικό, σαν σοφός ενήλικας, με μάτια ομιλητικά μα και βουβά. Δεν ξέρω πώς, αλλά μου φάνηκε πως εκείνα τα μάτια φύλαγαν κάποια μυστικά. Επτασφράγιστα. Άλλωστε και της άλλης τα μάτια πέρα στην παραλία γεμάτα κρυφές εικόνες και ανάκουστες φωνές έδειχναν. Το νεογνό χορτάτο, φρεσκοπλυμένο, φρεσκοαλλαγμένο, μοσχοβόλαγε. Βύζαγμα και ταλκ, καινούργιας προφανώς κι άγνωστής μου οσμής, κι εκείνη τη μυρωδιά που αναδίνουν όλα τα μωρά και που όταν την οσφραίνεσαι μισονυστάζεις από τη γλύκα και την πραότητα. Η λεχώνα και αδελφή μου είχε ήδη αποκοιμηθεί, με απλωμένα τα ξέπλεκα μαλλιά στα μαξιλάρια και μόλις ακουμπισμένο το δεξιό της χέρι επάνω στο κουβερτάκι του.
   "Τα μάτια της Γοργόνας!" μίλησα χαμηλόφωνα τώρα, απευθυνόμενη στη μητέρα μου που καταγινόταν με κάτι ασπρόρουχα στην άλλη άκρη της κρεβατοκάμαρας.
   Εκείνη με κοίταξε με όψη εμφανώς πιο νεανική και πιο χαρμόσυνη. Μύριζε γλυκό του κουταλιού και σαπούνι "Μασσαλία",  μα μετά τους πρώτους ενθουσιασμούς και τα συχαρίκια άρχισε να με παρατηρεί που δεν ήμουν παρούσα, ως ώφειλα, στον τοκετό της αδελφής μου και πως προς το παρόν παράβλεπε το ατόπημά μου για χάρη του ευτυχούς γεγονότος. Έπειτα με έστειλε στην τραπεζαρία να κεραστώ για τα καλορίζικα. Έτσι καταντροπιασμένη, σαν βρεγμένη γάτα, εγκατέλειψα λεχώνα και νεογέννητο.
   Η αλήθεια είναι ότι είχα όλη την καλή διάθεση να παρασταθώ, κάπως να φανώ χρήσιμη στα γεννητούρια, που τα περίμενα αδημονώντας μέρες. Για το φύλο του μωρού ήμασταν σίγουροι, η κοιλιά της αδελφής μου κοίταζε χαμηλά, προς τα κάτω, χώρια που ξάφνου της είχαν φυτρώσει μια δυο πανάδες στο μέχρι τότε ολοκάθαρο πρόσωπο, και επιπλέον η γιαγιά είχε δοκιμάσει το κόλπο με τα σπόρια από πορτοκάλι: είχε ανάψει φωτιά, την είχε αφήσει να κάψει καλά, να χωνέψει, κι εκεί μέσα έριξε τα κουκούτσια μήπως σκάσουν, οπότε θα είχαμε τον γιο, αλλά αυτά παρέμειναν κλειστά, και τα έξι, και τότε γύρισε κοίταξε την αδελφή μου: 
   "Της καλομάνας το παιδί το πρώτο είναι κορίτσι", της θύμισε τη γνωστή παροιμία, μα είχε μια χροιά στωικότητας η πάντοτε ήσυχη φωνή.

   Ωστόσο η μητέρα είχε, όπως πάντα, τις αντιρρήσεις της:
   "Η γέννα ήταν ευθύς εξαρχής ένα μυστήριο και γιατί επιχειρούμε εμείς σήμερα να το καταργήσουμε αυτό όπως και πολλά άλλα..." αντέτεινε με το πρόσωπο να κοιτά έξω, προς την ακμαιότατη ακακία με τα τόσο ντούρα κλαδιά και άνθη ώστε σου ερχόταν να πεις, τα πρωινά ιδίως που σήκωνε αεράκι, να, τώρα θα ορμήσει στο δωμάτιο, φυλαχτείτε από τα θρασύτατα χέρια της, συγγνώμη, τα κλαδιά της.
   Αυτή την ολοπλούμιστη λόγω εποχής ακακία την κυανόφυλλη, ευρέως γνωστή στις περιοχές της νότιας Ελλάδας, τάχα παρατηρούσε η μάνα μου, μέσα της όμως, είμαι σίγουρη, είχε πεισθεί πως το κυοφορούμενο ήταν γένους θηλυκού, διότι εκτός από τις εμφανείς και χαρακτηριστικές αλλαγές στο εξωτερικό της αδελφής μου, την είχα τσακώσει τη Μεγαλοβδομάδα να τοποθετεί κρυφά στα κάρβουνα ένα χαραγμένο νεφρό γίδας κι εκείνο να ψήνεται, να ψήνεται, να τσικνίζει ο χώρος γύρω από το τζάκι, μα αυτό να μη λέει να κλείσει, να συρρικνωθεί μια σταλιά, γεγονός που μιλούσε με βεβαιότητα για κόρη. Αυτά, καταπώς τα κληρονομήσαμε βέβαια. Πάντως όταν η μητέρα μου σηκώθηκε από το τζάκι, ανύποπτη ακόμη από την παρουσία μου, είδα στο πρόσωπό της ένα γέλιο τρισευτυχισμένο και σ' εκείνα τα συνήθως αυστηρά μάτια αντίκρισα πεταρίσματα και φλογίτσες. Το ήθελε κοριτσάκι το πρώτο της εγγόνι! 
   Έτσι λοιπόν δεν αγωνιούσαμε για το φύλο του. Ό,τι μας τάραζε κι ώρες ώρες μας αλάλιαζε ήταν ο φόβος της γέννας. Οι ωδίνες, οι τυχόν επιπλοκές και προπαντός η αρτιμέλεια του νεογνού. Αν και τόσο η ομαλή πορεία της εγκυμοσύνης της Αριστέας μας όσο και οι διαβεβαιώσεις γιατρού και μαίας έπρεπε να μας είχαν καθησυχάσει. Δε βαριέσαι. Ετούτες είναι αγωνίες προαιώνιες. Άλλωστε η προμάμμη μας έλεγε, σε χρόνο άσχετο βέβαια:
   "Η λεχώνα το ένα της πόδι το ακουμπά στον τάφο".
   Ωχ! Πρώτα πέτρωνα και στη συνέχεια ριγούσα ολόκληρη σαν το θυμόμουν αυτό. Και το θυμόμουν συχνά. Έτυχε κι εκείνο τον καιρό να απουσιάζουν σ' αυτά τα ανυπόφορα και μακρινά ταξίδια τους οι άνδρες της οικογένειας, ο πατέρας κι ο αδελφός μου δηλαδή, που ο ίσκιος τους τελοσπάντων κάπως θα μας ανακούφιζε. Μπορεί και να μας καλμάριζε. Εμπορεύονταν εδώδιμα-αποικιακά, συχνά και φιστίκι αραχίδος, το γνωστότερο ως αράπικο, αμύγδαλα αναποφλοίωτα και σύκα αποξηραμένα, χύμα ή σε αρμαθιές, τις λεγόμενες τσαπέλες.

   Η είδηση κυκλοφόρησε, με μεγάλη καθυστέρηση βέβαια, το ίδιο ακριβώς πρωινό που έπιασαν οι πόνοι την Αριστέα μας. Θα τα εξιστορήσω καταλεπτώς, σαν να έγιναν όλα καληώρα μόλις τώρα. Και για τα κοιλοπονέματα θα πω, ε, αυτά δεν τα παρακολούθησα μέχρι τέλους, γιατί όταν μαθεύτηκε το συμβάν δεν με κρατούσες στο σπίτι με την ετοιμόγεννη αδελφή μου, μα και με αλυσίδες να με έδενες. Και στη μαμμή τη Μαρούλη θα αναφερθώ, που κατέφθασε ξεφυσώντας, κάθιδρη, με ένα πανέρι γεμάτο ματζούνια για την πρωτόγεννη και το νεογνό, και όλο σφουγγιζότανε με το άσπρο βατιστένιο μαντιλάκι της, και για τη μάνα μου που ήρθε τρέχοντας από το περιβόλι, με τα χέρια μες στο κοκκινόχωμα, μυρίζοντας βασιλικό πλατύφυλλο, από αυτόν που φύτευε αραιόν ανάμεσα σε μελιτζάνες, μπάμιες και ντοματιές. Και για την ίδια την Αριστέα μας θα κάνω λόγο, όμορφη και με ροδαλό δέρμα παρά τους πόνους και με την κοιλιά μέχρις εκεί, και με τη ζέστη που ήταν πνιγηρή, υπέφερε, το 'βλεπες, μα ήταν γλυκιά σαν μπομπόνι παρά τα γογγύσματα και τους σιγανούς στεναγμούς, και "Αχ, Πάνο, αχ, Πάνο μου..." ξεχώριζες κάπου κάπου, ο Πάνος, Πάνος Λιβερίου του Κυριάκου και της Βενετίας, ήταν ο άνδρας της μα δυστυχώς δεν γινόταν να την ακούσει. Ναυτικός, έλειπε ήδη παντάμηνο και βάλε, μαγεροκαμαρότος στο "Ελπίς" και θα καθυστερούσε η επιστροφή του τρεις μήνες ακόμη και η αδελφή μου παραπονιόταν, την αισθανόταν διπλή την απουσία του εκείνες τις ώρες. Απουσία αταίριαστη και τραχιά. Πρωτάρα δα, και μάλιστα έπειτα από τέσσερα χρόνια θερμής συζυγικής σχέσης. Αγαπιόντουσαν.  Όχι, όχι, στον γάμο της αδελφής μου δεν ίσχυε το γνωστό "μάτια που δεν βλέπονται..." αλλά το άλλο, σοφότερο πιστεύω αυτό, "ανάρια ανάρια το φιλί για να 'χει νοστιμάδα". Εικάζω ότι λόγω των αποστάσεων το ζεύγος γλυτώνει την καθημερινή τριβή και φθορά. Το έχω παρατηρήσει και σε άλλα ζευγάρια ναυτικών, "μάτια μου" και "φως μου" απ' το ξημέρωμα ίσαμε το βράδυ. Ε, απ' όταν εκείνοι μπαρκάρουν, μην το ψάχνεις. Τι να σου κάνουν κι αυτοί, θα μου πεις, η φύσις. Αδύναμος ο άνδρας να της αντισταθεί, γνωστό.
   Πάντως εκείνο το πρωί η πάντοτε περιποιημένη Αριστέα μας φορούσε, θυμάμαι, ένα ελαφρό νυχτικούλι, μπαμπακερό, με ψιλά θαλασσιά ανθάκια στον ποδόγυρο, στα κοντά μανίκια και στο ντεκολτέ, όλο το υπόλοιπο άσπρο του χιονιού. Μάλιστα ένα λευκό που λαμπύριζε.
   Μην παραλείψω βέβαια να αναφερθώ και στη μυρωδιά του σπιτιού, που την κουβαλώ ακόμη, τόσο αδρή και μαυλιστική ήταν, εφόσον την προηγούμενη είχαμε δέσει σταφύλι φράουλα και την παραπάνω εβδομάδα είχαμε καταπιαστεί με τις χυλοπίτες, σε μεγάλες ποσότητες αυτές, δίναμε κιόλας. Και δωρεάν και επ' αμοιβή. Να σημειώσω επίσης και την απουσία της γιαγιάς μου. Η συχωρεμένη είχε νυχτωθεί στο αμπέλι και όπως, λόγω μειωμένης όρασης, απέφευγε να κυκλοφορεί στο σκοτάδι, προτίμησε να μείνει στο σπιτόπουλο παρέα με τον σκύλο τον Ντάκο και με τις φωνές των βατραχιών και με τα φτερουγίσματα των νυχτοπουλιών που μερικά από αυτά πετούσαν και μες στην κάμαρη. Ή στην κουζίνα. Ή στο μέρος. Αδιάφορα στις ανθρώπινες παρουσίες.  Άλλωστε τα παράθυρα του εξοχικού μας παρέμεναν ανοιχτά όλο το καλοκαίρι και οι σίτες, με τα χρόνια, είχαν φθαρεί αρκετά. Όσο για τους αρουραίους, η γιαγιά άνοιγε διάλογο μαζί τους, τους περιποιόταν, κάποτε και τους κανάκευε, κι αυτοί στέκονταν και την κοίταζαν με τα λαμπυριστά ματάκια τους στυλωμένα πάνω της, όπως και οι ξεσκολισμένες γάτες ή κάτι μεγαλόσωμα κοπριτάκια που τη λάτρευαν, αγγέλιζαν τα μούτρα τους όταν την έβλεπαν, τι να τα λέω τώρα, ετούτα είναι άρρητα πράγματα, δωρήματα εκ γενετής και μάλλον τούς πρέπει να παραμένουν εν κρυπτώ...

   Η αδελφή μου θα ξεγεννούσε στο σπίτι μας, επιθυμία του ανδρόγυνου ήταν, για την ασφάλεια και την πρόσθετη και αναγκαία συντροφιά και περιποίηση, όπως μας άφησαν να εννοήσουμε κάπως παρακαλεστικά, είν' η αλήθεια, όχι δηλαδή που θα την αφήναμε μόνη της, μα και στην άκρη του κόσμου να κοιλοπόναγε. Ε, λοιπόν, εδώ που τα λέμε, εγώ την άφησα. Βεβαίως όχι ασυντρόφευτη κι όχι αφύλαχτη και απροστάτευτη, με τη μαία τη Μαρούλη, τη μάνα μου και τη γειτόνισσα την Ευαγγελία πάνω καταπάνω, πάντως την άφησα. Πώς και το 'σκασα; Να, ξάφνου στράφηκα σιγοτραγουδώντας μέχρι τα σκαλοπάτια της εισόδου, δένοντας τάχατες με προσοχή την αιωνίως λυτή κορδέλα της πλεξίδας μου, έπειτα άρχισα να κατεβαίνω ατάραχη, σαν να μην είχα να πάω πουθενά, δήθεν βαριεστημένη, κι έπειτα απλώς ξεπόρτισα. Και μετά έβαλα τα πόδια μου στους ώμους. Τέτοιο τρέξιμο. 
   Λαχάνιαζα και χοροπηδούσε η καρδιά μου άτακτα, σαν να ποθούσε να δώσει σάλτο και να φτερουγίσει από τη φυλακή της, ίδρωνα και ο ιδρώτας μού έτσουζε τα μάτια τόσο που τα έκλεινα, μου ξελύθηκαν τα μαλλιά, μακρύς ο δρόμος, κοντά στα τέσσερα χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης απέχει το σημείο όπου την είχαν τελικώς αποθέσει. Όχι, δεν υπήρχε πολύς κόσμος στα μαγαζιά, μήτε στην αγορά, σκέφτηκα πως οι περισσότεροι ή στα αμπέλια θα βρίσκονταν για τον τρύγο ή εκεί. Στην Πλάκα της Μυριάνθης. Περί της οποίας θεωρώ αναγκαίο να κάνω μνεία παρευθύς. Και διότι επιβάλλεται να την ενθυμούνται αραιά και πού οι χριστιανοί την κατασπαραγμένη νέα που έδωσε στη θαλασσινή πλάκα το ονοματάκι της, να την μελετούν εν είδει μνημοσύνου όσοι την γνώρισαν και την συμπόνεσαν, μήπως έβρει γαλήνη και ανάπαυση η ψυχούλα της όπου και αν έχει μετοικήσει, και διότι εκεί, στην πλάκα αυτή έζησε, όπως τελοσπάντων έζησε, εκείνη η άλλη, η θαλασσινή κόρη, το διήμερο που της δόθηκε επί της γης της πατρικής μας. Εκεί δάκρυσαν αφρό κυμάτου τα πελαγίσια μάτια της τα πριγκιπικά κι εκεί βασίλεψαν εις τους αιώνας.
   Το λοιπόν η Πλάκα της Μυριάνθης βρίσκεται στην περιοχή Ροδονέρι. Η περιφέρεια ονομάστηκε έτσι διότι εκεί, ως γνωστόν, κάποτε ρόδιζε το νερό της θάλασσας, ιδίως τα πρωινά της άνοιξης, συχνά και τα απογεύματα του καλοκαιριού. Οφθαλμαπάτη, το φως εξ ουρανού, άλλη δραστηριότητα υποθαλασσίως, δεν γνωρίζω, πάντως το κύμα ρόδιζε ωσάν να το είχες σκεπασμένο με τόπια και τόπια τον τριανταφυλλή ταφτά. Έλεγαν δε πως εκείνες τις ώρες η θάλασσα μοσχοβολούσε ροδόνερο και ότι ο αφρός που παρέμενε πριν διαλυθεί τελείως επάνω στα βότσαλα ήταν καμωμένος από ροδοζάχαρη. Όχι, ετούτο το τελευταίο δεν μπορώ να το βεβαιώσω, κοριτσάκι ήμουν, επηρεαζόμουν από τους πάντες και τα πάντα, άλλωστε εντελώς ανεξήγητα μετά το τέλος του διχασμού τα κύματα στο Ροδονέρι ανέκτησαν το κανονικό τους χρώμα με τις γνωστές αλλαγές και μεταβολές αναλόγως φωτός ή καιρού. Εκεί λοιπόν, ανάμεσα σε κροκάλες, βράχους και σπήλαια και άλλες μικρές ή μεγάλες πλάκες διαφόρων σχημάτων, ακόμη και χρωμάτων, υπάρχει από αιώνων μια πλάκα πλατιά, αρκετά εκτεταμένη. Αν τυχόν κάποιος περπάτησε μέχρις εκεί, θα ξέρει για ποια πλάκα ομιλώ, παρόλο που τελευταίως, με ορισμένα βάρβαρα οικοδομήματα που υψώθηκαν πλησίον, εν μια νυκτί, Θεέ μου, ή με τους δρόμους που διανοίχθηκαν, άλλαξε αρκετά το τοπίο, παραμερίστηκαν ή αποξεχάστηκαν και τα τοπωνύμια, δυστυχώς, πάντως πρόκειται για πλάκα λεία από το ασταμάτητο προσκύνημα των κυμάτων, μαυριδερή και γυαλιστερή, που στις ρηχές ραγάδες της από τον Μάιο και μετά φυτρώνουν γιαλολάχανα. Τότε εκείνο το σκούρο, μολυβί χρώμα της μεταμορφώνεται σε γαλάζιο. Από τα χιλιάδες μικροσκοπικά ανθάκια που θάλλουν στα θαμνοειδή. Δεν βαστούν πολύ όμως, μαραίνονται, ξεθωριάζουν, εξαερώνονται. Τι να σου κάνουν κι αυτά, αμείλικτος ο ήλιος εδώ κάτω. Αν και το άρωμά τους πάλλεται καιρό μετά το μάραμά τους. Πάντως εκείνη την ημέρα βαστούσαν ακόμη. Κάτι λίγα. Έστω. Για να της παραστέκονται της αρχοντοπούλας με την αναπνοή τους.
   Αυτή λοιπόν η μεγάλη και απαγγερή πλάκα στο Ροδονέρι, δυο απλωτές απόσταση από τον κάβο, Πλάκα της Μυριάνθης καλούμενη, χρωστά το όνομά της στην κόρη ενός μικροκτηματία από την περιοχή της Άνω Πετρίτσας, Μυριάνθη βέβαια κι αυτή, κοπέλα καλόγνωμη και καλομεγαλωμένη, που η φήμη της ομορφιάς και της αξιοσύνης της είχε εξαπλωθεί μέχρι τον Πειραιά από όπου έφταναν συνέχεια προξενιά, για να μην αναφερθώ στους υποψήφιους από την Αυστραλία ή και τις προτάσεις από τους γιους των μιναδόρων της Αφρικής, από την Πλατάνα αυτών η καταγωγή. Αλλά η περιζήτητη Μυριάνθη έδειξε την προτίμησή της σε ντόπιο νέο. Ονόματι Τριαντάφυλλος. "Παπούτσι από τον τόπο σου..." που λένε. Ποιον τόπο της οπού τον εκλεκτό της τής τον ρούφηξαν τα ξένα.
   Ταξιδιάρης κι αυτός, όπως οι περισσότεροι από τους άνδρες μας, εξαφανίστηκε σαν να τον κατάπιε το σύμπαν, παραλόγιασε, έπεσε του θανατά για τα μάτια μιας ομορφούλας μουλάτας, μιγάδος να πούμε, κι έτρεχε ξοπίσω της σαν ζητιάνος, εκλιπαρούσε, έπεσε να πεθάνει όσο φόρτωνε το καράβι, και με τον απόπλου εκείνος εγκατέλειψε, παρέμεινε στον λιμένα Πόρτο Αλέγκρε με τ' όνομα, που θα πει Λιμάνι Χαρωπό, νοτίως της Βραζιλίας, από Ατλαντικό ωκεανό μεριά. Αδέσμευτος τώρα, χώθηκε στο μπαρ όπου είχε το στέκι της η μικρή καλλονή, Τριστέζα το όνομά της, που ερμηνεύεται Θλίψη, και οι πληροφορίες μιλούν πως έπινε τρία μερόνυχτα, μόνο και μόνο για να την βλέπει να μπαινοβγαίνει με τους διάφορους τύπους του λιμανιού, με τους ξέμπαρκους ναυτικούς, τους αδειούχους ή τους καινουργιοφερμένους, αλλά και με ρεμάλια και τυχοδιώκτες, και με επαρχιώτες νοικοκυραίους ακόμη, δεν επρόκειτο περί μυστικού, τους διασκέδαζε η νέα, ασφαλώς όχι με χορούς και τραγούδια, πουλιόταν για να το πω στα ίσια, κι εκείνος εκεί, στο σκαμπό, να ματώνει, να γίνεται σούρα, λειώμα να γίνεται.    
   "Τριστέζα, καίγονται τα σπλάχνα μου, φλέγομαι ολόκληρος για σένα, όμορφη Τριστέζα μου, χίλιοι άγγελοι μαζί δε σου φτάνουν στην καλλονή, κοίτα, κοίτα με, Τριστέζα, να, ιδές πώς σ' αγαπάω, πώς σε θέλω..." 
   Έτσι λοιπόν, "Τριστέζα" και "Τριστέζα" παραληρούσε.
   "Θα σε πάρω από δω, Τριστέζα, όπου θέλεις θα σε ταξιδέψω, μόνο ρίξε μου μια ματιά, ένα σου βλέμμα, να, την καρδιά μου να ξεριζώσω να σου τη χαρίσω, γιορντάνι να την κάνεις, ή μήπως να τη βάλεις στην άδεια θέση της δικιάς σου καρδιάς οπού απουσιάζει, την έχασες ή ποτέ σου δεν είχες; Τάχα γεννήθηκες άκαρδη, Τριστέζα; Μα τι λέω τώρα ο ηλίθιος, τι σου λέω ο παράφρων εγώ... Αφού εσύ, εσύ είσαι η βασίλισσα επί της γης, ίσως άρχεις και επί των ουρανών. Παναγιά μου Γιάτρισσα, δε μ' ακούει. Να την που πάλι φεύγει. Κάτσε, κάτσε κοντά μου, Τριστέζα μου..."
   Τέτοια λόγια φλογισμένα και παράταιρα. Ή πάλι μπορεί και όχι παράταιρα. Δυνατόν ετούτα να του ταίριαζαν, καθότι άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου κι από τέτοιαν άβυσσο κάποτε εκπηγάζουν πάθη σκοτεινά και λυσσαλέα. Αδιανόητα μέχρι τη φοβερή στιγμή της έκρηξης.
   "Τριστέζα μέου αμόρ", αγάπη μου, και "Τριστέζα μέου κουρασάου", που θα πει καρδιά μου, να την καλεί με τις ώρες. Και με τις ώρες να χώνεται στα ρυπαρά ιδιαίτερα εκείνη. Αδιάφορη στον έρωτα που σπαρταρούσε στα πόδια της. Βέβαια, με τη σοφία της των δρόμων και την επιφυλακτικότητά της λόγω των αναπόφευκτων κακουχιών εξαιτίας του επαγγέλματος, ίσως καταλάβαινε ότι όλη εκείνη η κατασπάραξη δεν ήταν έρωτας να τον χαρείς. Ή να του δοθείς για πέντε δέκα λεπτά επί χρήμασι. Ετούτος ήταν έρωτας να τον πενθήσεις. Κι έτσι τον απέφευγε, για να μην πω ότι οι επαγγελματίες του είδους, οι προστάτες δηλαδή, οι γνωστοί νταβατζήδες και οι πορτιέρηδες, είχαν αρχίσει πλέον να τον στραβοκοιτούν και δεν έκρυβαν τις διαθέσεις τους. Αλλά ο Τριαντάφυλλος είχε κατακαεί όλόκληρος από τον καημό της Τριστέζας. Ανέπνεε βαριά και δύστοκα, σαν μαγεμένο φαινόταν το παλληκάρι. Και τρέμιζε σαν να είχε ανεβάσει σαράντα πυρετό. Ήταν και το μεθύσι...
   Κατείχε κάπως την πορτογαλική γλώσσα που ομιλείται εκεί, ήταν όμως και ισπανομαθής λόγω των συχνών προσεγγίσεων των πλοίων της εταιρείας στους λιμένες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, αλλά και χάρη στο τετράμηνο που είχε ζήσει στο λιμάνι των Βάσκων Μπιλμπάο πλησίον του Βισκαϊκού κόλπου. Τότε ο Τριαντάφυλλος υπηρετούσε ως ανθυποπλοίαρχος επί του "Σαλαμίς", της αυτής με το "Νήσος Κάσος" πλοιοκτησίας, αλλά εκείνη τη χρονιά, εξαιτίας απρόσμενων καιρικών συνθηκών, το καράβι έπαθε μεγάλες αβαρίες και παρέμεινε μακρότερον του κανονικού στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη της ισπανικής πόλης.
   Η γνώση του των γλωσσών αυτών, που άλλωστε ελάχιστα διαφέρουν μεταξύ τους, στην περίπτωση του τρικυμισμένου και αλλόφρονος έρωτά του για τη νεαρή μουλάτα πόρνη τού χρησίμευσε ίσα για να κάνει σπαρακτικότερο το πάθος του, που φυσικά τον έφερε ταχύτερα και πλησιέστερα στην εξαθλίωση. Δυστυχώς. Γιατί στο τέλος οι επιτήδειοι τον έβγαλαν δαρμένο και σηκωτό. Και φυσικά ληστευμένο. Τον πέταξαν. Σαν σακούλα σκουπιδιών στην καρότσα του απορριματοφόρου. Μοναδικό του βιος πλέον μόνο τα ρούχα που φορούσε, βρόμικα και στραπατσαρισμένα. Βέβαια αργότερα κάποιοι από το πλήρωμα, που τις πρώτες μέρες και προ του απόπλου τού παραστάθηκαν, δε λέω, μίλησαν για μαύρη μαγεία και τα σχετικά, ότι δηλαδή ο άνθρωπος είχε πέσει θύμα της, ανθεί πολύ σ' εκείνα τα μέρη η μαγεία, είπαν. Δεν γνωρίζω, ποιος μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα γι' αυτά, θαρρώ ουδείς, η αλήθεια όμως είναι ότι θλίβομαι και αγανακτώ, κάθε που σκέπτομαι τι της έμελλε της Μυριάνθης και τι του ήταν γραμμένο κι αυτουνού, νέος ήταν, επάνω στην ακμή του, ωραίος και συσταζούμενος σαν τους αγίους, όχι, όχι σαν τους αγγέλους, αυτοί έχουν μια περηφάνια, έναν θρίαμβο στις κινήσεις, στα χαρακτηριστικά, σεμνός και ντροπαλός σαν άγιος επιμένω, αν όχι και με τη δικιά τους θλίψη, ο Τριαντάφυλλος ο κακότυχος, μικρότερος γιος του διευθυντή του ταχυδρομικού γραφείου και γραμματικός, υποπλοίαρχος να πούμε. Τότε στο "Νήσος Κάσος". Φορτηγό. Σαράντα χιλιάδων τόνων. Κάσιοι θαρρώ την καταγωγή οι πλοιοκτήτες, εξ Αιγύπτου ορμώμενοι, όπου είχαν αναζητήσει την τύχη τους και την είχαν έβρει. Καλοτάξιδο το βαπόρι, έφτανε μέχρι Βόλο όπου εφόρτωνε σίδερα κι ακόμη μακρύτερα. Ίσως μέχρι την Πόλη, μπορεί και ψηλότερα, άκουσα και έως Οδησσό. Απαραιτήτως και μέχρι Νότιο Αμερική. Πέρα εκεί το φορτίο που παρελάμβαναν συνήθως ήταν σπέρματα σόγιας, από τις κυριότερες παραγωγούς χώρες του κόσμου, πληροφορήθηκα, η Βραζιλία.  

   Με το "Νήσος Κάσος ταξίδευε λοιπόν ο Τριαντάφυλλος, ξαναμμένος έδειχνε με τη δουλειά, ενθουσιασμένος με τις θάλασσες και τα λιμάνια και τα καλά λεφτά και με τον πρώτο καπετάνιο, Συριανός αυτός, που είχε καρδιά μάλαμα και του είχε και αδυναμία, αφού, καθώς είχε διαρρεύσει, τον προόριζε για την κόρη του την Ιουλία, εν αγνοία του Τριαντάφυλλου βέβαια. Μα και να του είχε γνωστοποιηθεί, πάλι δεν θα ευοδωνόταν το συνοικέσιο, διότι στο μεταξύ το παλληκάρι, ευρισκόμενο πίσω στην πατρίδα σε βακέισον, σε άδεια να πούμε, μεγαλοβδομαδιάτικα, πάνω στη δόξα της άνοιξης, πέρα στο ξωκκλήσι του Σταυρού όπου εσύχναζαν οι νέες και θυμιάτιζαν, άναβαν τα καντήλια, πάστρευαν, τα καθιερωμένα, τα σχετικά, έτυχε, συνοδεύοντας την εξαδέλφη του Μαριγίτσα, να απαντηθεί με τη Μυριάνθη. Με την οποία ξετρελάθηκε, γεγονός που δεν άφησε ασυγκίνητη την κοπέλα, παρότι δεν ήταν και η πρώτη της κατάκτηση. Η μοίρα δα... Και οι φοβερές συνωμοσίες της.
   Αργότερα είχαν να λένε για τον σφοδρό πόλεμο των ματιών τους. Για τη γλύκα που ξεχυνόταν μετά από εκείνες τις μάχες. Για τα επίμονα πλευροκοπήματά τους. Για το τρέμουλο των χεριών τους όταν, τυχαίως, κάποτε έσμιγαν. Έρωτας. Και μάλιστα πλησίστιος. Αχ, μάνα! Και λοιπόν, τελειώνοντας η άδειά του, "Περίμενέ με... Δυο ταξίδια ακόμα κι έπειτα αλλάζουμε δαχτυλίδια. Αλλά κι έτσι, πες ότι σου τον έχω περασμένο τον αρραβώνα..." της ψιθύρισε μια νύχτα σιμά στο πλατύσκαλο της Κοιμήσεως, όπου είχαν πάει προηγουμένως να ασπασθούν την εικόνα Της για την εδραίωση του δεσμού τους και τα καλά ταξίδια του Τριαντάφυλλου. "Περίμενέ με κι αγάπα με!"
   Η Μυριάνθη δεν του αποκρίθηκε, μονάχα κούνησε καταφατικά το κεφάλι, δεν της έβγαινε η φωνή από τα δάκρυα, ούτε να ανοίξει τα μάτια της μπορούσε για να τον κοιτάξει με τη γνωστή λατρεία, κόντευε να τυφλωθεί από το σιωπηλό κλάμα. Μόνον οι ώμοι της. Μόνον οι ώμοι της σπάραζαν κι εκείνος τους χάιδευε να την καλμάρει. Και να την αισθανθεί. Αν κι αυτουνού η φωνή ίσα που ακουγόταν και τα χέρια του εθώπευαν ασταθή. Και λυγούσαν τα γόνατά του. Και ιδού!
   Έκτοτε κανείς δεν τον αντάμωσε, κανείς δικός μας δεν άκουσε νεότερα γι' αυτόν, ούτε οι προσπάθειες του πατέρα του, εταιρεία, υπουργείο, προξενείο, και ούτω καθεξής, έφεραν αποτέλεσμα. Σύννεφο που το παρέσυραν οι αγέρηδες, κουρνιαχτός του απομεσήμερου, το πέρασμα του Τριαντάφυλλου από τον λιμένα του Πόρτο Αλέγκρε, ο οποίος, να σημειωθεί, απέχει από την ομώνυμη πόλη κοντά μιαν ώρα. Συμβαίνουν, θα πει κανείς. Μπορεί και ανά τρίλεπτο έξω, στον μεγάλο, συχνά αγνωστοποίητο κόσμο. Και θα απαντήσω ναι, δεν αντιλέγω, μα κάθε φορά που θα συμβεί αυτό δεν παύει να 'ναι αφύσικο και άγριο. Και βουνοκορφή δυσανάβατη για τα κουράγια ορισμένων. Και η Μυριάνθη, εδώ που τα λέμε, δεν έδειξε αντοχή και υπομονή, δεν αντιστάθηκε στη θλίψη, κατέπεσε η κυρά μου, και δεν την αδικώ. Μπορεί και να μην ήταν προικισμένη η ψυχούλα της για την υποδοχή του πόνου, μερίδιο του κάθε ζωντανού. Έτσι, μετά την αναχώρηση του πράκτορα, που ήρθε από τον Πειραιά αυτοπροσώπως, γνωστοποιώντας ο ίδιος τα χαμπέρια του Τριαντάφυλλου στους κατατρομαγμένους και αίφνης καταρρακωμένους συγγενείς, στην προσπάθειά του ο άνθρωπος να τους συμπαρασταθεί, προσπάθεια που δεν έφερε αποτέλεσμα, ούτε και οι υποσχέσεις του για περαιτέρω έρευνες παρηγόρησαν κανέναν, παρόλο που δεν έπαψαν να τον αναζητούν, εκεί μακριά στους άλλους ουρανούς, στα άλλα χώματα, στις άλλες φωνές και σκέψεις, μετά λοιπόν που αναχώρησε ο ατζέντης, η Μυριάνθη, για έξι μήνες και βάλε, λησμόνησε τον έξω κόσμο. Κλείστηκε στο κατώγι του σπιτιού τους και ζούσε συντροφιά με τα ζώα.
   Δεν πλενόταν, δεν άλλαζε φορεσιά, διαρκώς πλαγιασμένη στο ξυλοκρέβατο όπου κοιμούνταν παλαιότερα ένας άστεγος περαστικός που δούλεψε για ένα φεγγάρι στα κτήματά τους, ομορφάντρας και δουλευτής μα ολίγο χλομός και ονειροπόλος, αλλά ούτως ή άλλως δεν καλοκάθισε, ότι τον ήθελαν και τον καλούσαν οι δρόμοι είχε εξηγήσει, πλάνητας δια βίου, δεν καταλάγιαζε, τραγουδούσε ωραία κιόλας, τον είχα ακούσει σε ένα πανηγύρι και είχα τρομάξει από το εύρος και το πάθος της φωνής του, το τραγούδι ήταν άγνωστο, ισπανικό, πληροφορήθηκα επαναστατικό, από τα λεγόμενα "της εργατιάς" που άδονταν κάποτε σε όλη την Ευρώπη λόγω των ευλογημένων κινημάτων που λίγο έλειψε να εξαπλωθούν παντού, να αλλάξουν κομματάκι τον κόσμο, αλλά δυστυχώς εφουντάρισαν. Η διχόνοια. Ή το μάτι και το αυτί του σκότους. Ας είναι. Σ' αυτουνού τις προχειροφτειαγμένες τάβλες πλάγιαζε τώρα η μοσχαναθρεμμένη και πολυχαϊδεμένη Μυριάνθη, πώς τρεφόταν, πώς ξεδιψούσε άγνωστον, μιας και απαγόρευε στα αδέλφια και στους γονιούς της να μπαίνουν ελεύθερα στη φυλακή οπού είχε μεταβάλει το ευρύχωρο κατώγι, από όπου σε λίγο εκδίωξε τα ζώα, και μόνο τη γάτα την Κανέλλη είχε κρατήσει, ένα τετράπαχο και πανέξυπνο ζωντανό που το βαστούσε διαρκώς αγκαλιά σφίγγοντάς το, αλλά εκείνο δυσφορούσε κάπου κάπου με την παραφορά της. Βεβαίως σύκα, αμύγδαλα, καρύδια, ελιές, κρεμμύδια ήταν γεμάτη η διπλανή αποθηκούλα, προμήθειες του σπιτιού, προϊόντα της γης τους, ίσως από αυτά έτρωγε, μα σε μικρές ποσότητες, γιατί οι σάκοι και οι καλαθούνες παρέμεναν ως είχαν. Με όλο τους σχεδόν το περιεχόμενο. Άπλυτη, ρυπαρή, δύσθυμη και αχτένιστη, δύσοσμη.
   Είκοσι τριών απάτητα, προ του συμβάντος μια κούκλα μοναχή η κοπέλα, με κορμάκι μεταξωτό, δέρμα μελί, μαλλιά κυματιστά και μυρωδάτα, σκούρα, κατασκότεινα, κι εκείνα τα ψιμυθευτά χαρακτηριστικά της, α, την κυρούλα μου, τώρα είχε αρχίσει να γίνεται αποκρουστική. Και μόνο τα μάτια της είχαν ομορφύνει κι άλλο. Είχαν μεγεθυνθεί. Λαμπρύνθηκαν. Στο σκοτάδι φωσφόριζαν. Ο πυρετός της καρδιάς, λέω, τα καταύγαζε. Ήταν κι αυτή χειροπόδαρα δεμένη από εκείνον, τον φοβερότερο ίσως από τους θεούς, τον Έρωτα. Σκοτεινός, Παρθένα μου, δόλιος, με ψυχή καταχθόνια αν το θελήσει, και μην τον θωρούμε στους πίνακες και στα γλυπτά, στα ποιήματα ακόμη ακόμη και στις ζωγραφιές που ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα παιδιά, σαν βρέφος ροδαλό και γεματούτσικο, γελαστό και παιχνιδιάρικο. Ετούτος ο χαριτωμένος κι εύθυμος έρωτας πόρρω απέχει από τον σκοταδερό αφέντη. Τον μόνο αληθινόν, παλαιόθεν.

   Τώρα, θα ρωτήσει κανείς, και με το δίκιο του, ποια η σχέση ανάμεσα σε μιαν αυτοέγκλειστη στο θεοσκότεινο κατώγι νέα γυναίκα, έστω μισοσαλεμένη, και στην πλάκα την εκλεκτή των γλάρων, την ποτισμένη εκ γενέσεως από σιρόκο και πουνέντε, την αρωματισμένη από λούλουδα και λαχταριστό πέλαγο... Πώς έγινε και της δόθηκε το όνομα της Μυριάνθης; Έγινε διότι στην πλάκα αυτήν έζησε τις τελευταίες ώρες της σύντομης ζωής της η κοπέλα, έγινε και γιατί από την πλάκα αυτήν, με μόνη σκευή τη θλίψη της αγάπης, ανεχώρησε, σχεδόν πετώντας πάνω από τα κύματα, για το ταξίδι που δεν έχει παραπέρα.
   Ήταν ντάλα μεσημέρι, κατακαλόκαιρο, ο ήλιος έσκαγε και πέτρα κι όλα τα σερπετά λούφαζαν κι οι άνθρωποι παρατούσαν αποκαμωμένοι τις δουλειές, φρυγόταν η γης, μα στην πλάκα και γύρω της φυσούσε ελαφρώς, ένα ελάχιστο δειλό αεράκι, και κάπως δροσιζόταν η Μυριάνθη, οπού είχε βρει καταφυγή και παρηγοριά στην ησυχία και στο αγνάντιο της. Στις έξι μέρες αφότου την τράβηξαν με τα χίλια ζόρια οι δικοί της από το κατώγι έξω στο φως, λιγάκι την ανθρώπεψαν που είχε μεταβληθεί σε σκιάχτρο, μια με τα κανακέματά τους, μια με τα κλάματά τους, ακόμη και απειλές χρησιμοποίησαν, τέλος ετόλμησαν να της φυτέψουν μια μύτη ελπίδας στην καρδιά, μια χλομή, ανεπαίσθητη προσδοκία ότι ποιος ξέρει, μπορεί εκείνος, ο Τριαντάφυλλος, να βρει τον δρόμο του γυρισμού μια μέρα, βρίθουν παρόμοιων γεγονότων οι σελίδες των Γραφών, βοούν οι μύθοι και τα διάφορα αναγνώσματα για μετανιωμένους και επανακάμψαντες, ξανακερδισμένους δηλαδή, επιστρατεύθηκε και ο πατήρ Νεκτάριος, άνθρωπος μειλίχιος και σοβαρός. 
   "Ο χρόνος..." είπε. "Αφήστε τη θυγατέρα να γιατρευτεί με τον χρόνο... Ο χρόνος ξέρει και συντρέχει. Και ο Κύριος! Μη λοιπόν της δυσκολεύετε την πικρή ζωή! Και προπαντός μην της εμφυτεύετε ψευδείς ελπίδας. Θα τυραγνιστεί έτι περισσότερον!" κατέληξε, την διάβασε, την σταύρωσε και ανεχώρησε κατασκασμένος, διότι, με τη γνώση του του κόσμου, διέβλεπε τα χειρότερα. Που ήρθαν.

   "Τρεχάτε! Είναι πέρα στο Ροδονέρι. Απ' το ξημέρωμα. Έχει αράξει στην Πλάκα και δεν το κουνεί..." μαντάτεψε ένας γείτονας κάποιο πρωί, ώρα προχωρημένη, όταν είδε μικρούς και μεγάλους στη γειτονιά να ψάχνουν αλαφιασμένοι τη Μυριάνθη κι ενόσω η μάνα της έκλαιγε χτυπώντας με τα χέρια τους μηρούς της. Καθότι άφαντη η μικρή.
   "Θαρρώ την είδα κι εγώ. Με το μεσοφόρι και ανυπόδητη. Και με το μαλλί αφάνα..." πρόσθεσε κάποιος μαγαζάτορας που άκουσε τη φασαρία και πλησίασε. Άτομο ψυχρό και κρυψίβουλο αυτός.
   "Παραμιλούσε. Με ανοιχτά και τα δυο χέρια της κατά τα καράβια που ό,τι καβατζάρανε. Σ' αυτά, μου φαίνεται, φώναζε. Καλέ όχι φουρκισμένα. Τι είπε όμως δεν ξεχώρισα. Χτυπούσανε και τα κύματα στα βράχια, χαλασμός. Κι εγώ, "Μυριάνθη! Μυριάνθη!" έκανα δυνατά, και πήρα να τη ζυγώνω, με προσοχή και δισταγμό βέβαια, μα η Μυριάνθη γύρισε το κεφάλι, με κοίταξε αλλά τα μάτια της σαν να μη με αναγνώρισαν. Και στράφηκε αλλού. Σκέφτηκα να την πλησιάσω περισσότερο, δεν τόλμησα, είπα μη την τρομάξω. Μη την αγριέψω και... Γι' αυτό έτρεξα εδώ. Εσείς θα ξέρετε να την κουλαντρίσετε... Αλλά μη, καλέ θεια, προς Θεού, μη την τιμωρήσετε. Καλά έδειχνε. Φρόνιμη ήταν..." τους πληροφόρησε με μια χροιά ικεσίας στη φωνή ο Παυλάκης, γειτονόπουλο, μαθητής του Γυμνασίου και αγόρι καλοανατεθραμμένο, και τους ακολούθησε, όχι για να σταθεί μάρτυς στα γεγονότα όσο γιατί σπάραζε η τρυφερή καρδούλα του, συμμέτοχη στην κακοτυχία της Μυριάνθης.
   Ο Παυλάκης, με κλίση στον αθλητισμό, κάθε πρωί διήνυε αρκετά χιλιόμετρα μέχρι τον Κάβο, οπότε και κατά την επιστροφή τα βήματά του τον οδήγησαν σιμά στην πλάκα, όπου η Μυριάνθη είχε εγκατασταθεί προφανώς προτού ξημερώσει, δραπετεύοντας από τη στοργή και την ανησυχία της οικογένειάς της αλλά και από τα δικά της φαρμάκια.
   Δεν θα μακρύνω άλλο, τι να τα λέω όλα τώρα, πώς να επαναλάβω τα παρακαλετά, τις ικεσίες, τις φοβέρες, τα σχόλια ορισμένων που, στην απραξία τους, τους ήρθε δώρο ουρανόσταλτο η τραγωδία της μαρτυρικής κοπέλας, δεν θα επιμείνω στα ξενύχτια, όχι μόνο των δικών της ανθρώπων, γύρω από την πλάκα, από την οποία η Μυριάνθη δεν είχε μετακινηθεί ούτε για την ανάγκη της, τι να πω για τις προσπάθειες, τα λόγια, τις κραυγές, τη χωροφυλακή, τον γιατρό, τον παππά-Νεκτάριο, που, γνωρίζοντας κατά βάθος ότι η δύστυχη είχε ήδη αναχωρήσει, "Όχι βία, όχι βία", επανελάμβανε μονίμως, αλλά σε αυτό συναινούσε και ο γιατρός, Κυθήριος στην καταγωγή και φιλάνθρωπος. Και πώς να την περιγράψω εκείνην που ακουμπισμένη στον βράχο οπού σκίαζε την πλάκα έδειχνε βυθισμένη, ταξιδεμένη πλέον σε άλλους τόπους, με τα μαλλιά της στο έλεος του μελτεμιού και του αλατιού, με βαθουλωμένα τα ωραία μάτια, νηστική και με υγρό ρούχο, ένα άγαλμα μακρινής και άγνωστης δυστυχισμένης θεάς, ένα πεντάμορφο πλάσμα που δεν ανήκε πουθενά, ίσως ίσως στους γλάρους που ξεθαρρεμένοι από την ακινησία της την περιτριγύριζαν, φλύαροι και καλοθρεμμένοι, και ως συνήθως κακομαθημένοι.  
   Και πώς να παραστήσω τις θαλασσιές ρωγμές της πλάκας με τα γιαλολάχανα, ευωδιαστά ακόμη, και το κύμα που ρόδιζε εμπρός στα πόδια της Μυριάνθης απαραιτήτως κάθε απόγευμα και που δεν επρόκειτο ξανά να ροδοκοκκινίσει. Έτος 1949. Τα αδέλφια ξαιματώναμε από το '44. Κατακτημένοι από τα μάτια του Άδη. Τότε πάντως δυο δειλινά φλεγόταν η θάλασσα και η αμμουδιά στο Ροδονέρι κι εκείνη χαμπάρι, και όταν σηκωνόταν είχε νου μόνο για τα πλοία, αρόδο μερικά, ή και περαστικά, φορτηγά το πλείστον, που κατά διαστήματα σφύριζαν. Τώρα δεν χειρονομούσε, δεν μιλούσε, δεν παραληρούσε, εξόν από την προηγουμένη του αναπόφευκτου φευγιού της, όταν είχε ακουστεί από ένα παιδί να σιγοψιθυρίζει:
   "Να μου φύτρωναν λουλουδάκια στα χέρια μου... ή στην κοιλιά μου... να τα 'χω πάνω μου παντού και να μοσχομυρίζω..."
   Έπειτα είχε κοιτάξει με εμβρίθεια και τα δυο της χέρια, φέρνοντάς τα μάλιστα μέχρι τα μάτια. Τέλος είχε αρχίσει να κουνά τον κορμό της μπρος πίσω, πίσω μπρος, να λικνίζεται ασταμάτητα. Αλήθεια, ψέματα, ποιος το ξέρει, άλλος κανείς δεν άκουσε τα λόγια της τα στερνά. Πάντως το παιδί, Αργύρης το όνομά του, βεβαίωνε ότι καθώς ξεστόμιζε τούτες τις λέξεις χαμογελούσε. Συγκρατημένα και άτονα.
   "Γελούσε σα να ντρεπόταν. Και σα να φοβόταν..." είπε το αγόρι επί λέξει.
   Κι έτσι, πλησιάζοντας της Κοιμήσεως, με πλήθος γυναικόπαιδων να δεκαπεντίζουν (1) ψηλά στα εγκαταλελειμμένα και ασυντήρητα κελιά της μονής, συνέβη το παράδοξο και πρωτοφανές, μέρος του πληθυσμού της πόλης μας να τριγυρνά επί διήμερο γύρω από τη Μυριάνθη. Ανήσυχο, συντετριμμένο αλλά άβουλο. Σαν γητεμένο. Σαν να το κανοναρχούσαν αόρατες δυνάμεις. Κύριε Ιησού, απόκρυφες. Να σημειωθεί πως βλέποντάς την καλμαρισμένη μερικοί είχαν αρχίσει να αισιοδοξούν, αν και οι πιο κοντινοί της, μηδέ του γιατρού εξαιρουμένου, είχαν αρχίσει να αγωνιούν πως, και να γλύτωνε τον πνιγμό, η κοπέλα θα πήγαινε από ασιτία, γι' αυτό σκέπτονταν να αγνοήσουν πια τα περί "μη βίας" του παππά-Νεκτάριου και να τη σύρουν με το στανιό, να την οδηγήσουν στο σπίτι, να τη ζεστάνουν, να την ταγίσουν και, ει δυνατόν, να την θεραπεύσουν, τα νιάτα γιαίνουν ευκολότερα, γνωστό αυτό. Έτσι το δεύτερο βράδυ, που έμελλε να είναι και το τελευταίο για τη Μυριάνθη, ελήφθη η απόφαση. Απόφαση καθυστερημένη και αποξαρχής μάταιη.
   "Αύριο. Κατά το μεσημεράκι που θα έχει αραιώσει ο κόσμος..." είχε μιλήσει σιγανά αλλά αποφασιστικά ο πατέρας της στον πιο μεγάλο του γιο.  
   "Στην ανάγκη τούς διώχνουμε. Να σύρουν να μαζευτούν στα σπιτικά τους. Μέχρις εδώ. Δεν έχουν καμιά δουλειά από τώρα και στο εξής. Κακό τής κάνουν, δεν τη βοηθούν έτσι. 'Ωρα να τους το πούμε. Με το μαλακό βέβαια, μην ακούσει και τρομοκρατηθεί κιόλας και μας φτερακίσει στην μπουκαδούρα".
   Από παιδούλα δεν αγαπούσε τις δυνατές φωνές, τις διενέξεις, τα θορυβώδη γέλια, τις εκρήξεις λύπης ή χαράς, γενικώς τις υπερβολές, η άτυχη κοπέλα. Άλλωστε την έτρεμαν τη θάλασσα στην περίπτωσή της, γνωστό ότι δεν έμαθε ποτέ της κολύμπι. Μα και πρωταθλήτρια στην κολύμβηση να ήταν, δεν ξέρω σε τι θα την ωφελούσε... Διότι τελικώς "φτεράκισε" την άλλη μέρα η Μυριάνθη.
   Ό,τι είχε αρχίσει να απομακρύνεται ο κόσμος, που δεν ήταν και πολύς εξαιτίας της ζέστης, αφύσικης για Αύγουστο οπού πιάνουν τα μελτέμια. Πάνω που μεσουρανούσε ο πιο εκθαμβωτικός ήλιος της χρονιάς κι έκρωζαν οι γλάροι, χρώματος γαλανού εξ αντανακλάσεως, όλο γυρεύοντας, διαρκώς γυρεύοντας αυτοί, αυτές οι αλεπούδες με τα φτερά καταπώς τους αποκαλούν ναύτες Πορτογέζοι, πέρα στο στενό της Μεγάλης Παναγιάς διακρίνονταν σαν γιγάντιες μαύρες κηλίδες οι σιλουέτες δυο γκαζάδικων που έστριβαν κατά Αφρική μεριά και ευωδούσε το μαυλιστικό πέλαγο με τη φρεσκαδούρα και το κύμα είχε σηκώσει τη συνηθισμένη μεσημεριάτικη γκρίνια, ενώ στο ισχυρό και σαν κρησαρισμένο φως έβλεπες πουπουλάκια νεογέννητων γλάρων και χελιδονομάνες θορυβημένες.
   Σαν θορυβημένη χελιδονομάνα όρμησε και η Μυριάνθη στα κύματα. Ένα δυο δευτερόλεπτα που φάνηκε να βαδίζει επάνω τους, ο αέρας φούσκωσε το ταλαίπωρο μεσοφόρι της σαν πανί θαλασσοδαρμένου πλεούμενου. Είχε απλώσει τα λιανά πλέον μπρατσάκια σαν του Εσταυρωμένου, μα από μακριά έμοιασαν με κουπιά ταπεινής βαρκούλας. Φύσηξε στα ξέπλεκα αγγελικά μαλλιά, που άστραψαν χρυσοκόκκινα ενώ δεν ήταν. Σκούρα χρώματα είχε η κυρούλα μου. Και έτσι χάθηκε. Σε μια στιγμή. Μέσα στο δυνατό σπάταλο φως που επιχρύσωνε μέχρι και τη θάλασσα. Προηγουμένως, όταν είχε αντιληφθεί τους άνδρες να πλησιάζουν με κινήσεις νευρικές και πρόσωπα βουβά, είχε βάλει φωνούλα. Ψιλή φωνούλα που θύμιζε αμάθητο τιτίβισμα νεοσσού:
   "Αχ... Άχου..."
   Δεν άργησαν να τη φέρουν πίσω μπλαβιασμένη, και, από το νερό που ρούφηξε αχόρταγα μόλις βυθίστηκε, φουσκωμένη, αυτή το κλαράκι! Όπως δε τα αδελφικά χέρια την απίθωσαν και μερικοί άρχισαν τις μάταιες προσπάθειες, ολόκληρη ανάδινε δυνατή μυρωδιά θάλασσας. Όχι ευωδιά παρά μπόχα. Του σκοτεινού και κακόβουλου βυθού τα πλεμόνια. Έτσι έγινε. 

   Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς παρακολούθησα τα μαθήματα της πρώτης Δημοτικού. Ως ακροάτρια. Με δέχτηκαν κι ας μην είχα πατήσει καλά καλά τα πέντε. Έκριναν, φαίνεται, οι δάσκαλοι το ποιόν του παιδιού, συμμερίζονταν και τις ανάγκες και την απασχόληση των γονέων. Σχολεία πονετικά τότε. Α, δεν τ' αρνιέμαι, μια γειτονιά ήμαστε όλοι βέβαια. Πάντως, μιας και τα 'θελα τα γράμματα, με τραβούσαν που λένε, πέρασα καλά εκείνη τη χρονιά, χώρια που αισθανόμουν κολακευμένη, περήφανη μάλλον ότι μεγάλωνα. Εκεί, στην αίθουσα της πρώτης, αν ανέβαινα, κρυφά εννοείται, σε ώρα διαλείμματος στο θρανίο και ανασηκωνόμουν στις μύτες των ποδιών εμπρός στο παράθυρο, μπορούσα να διακρίνω την περιοχή Ροδονέρι. Το έκανα δυο, τρεις, τέσσερις φορές, ύστερα σταμάτησα. Ένας φόβος μου 'κοβε τα ήπατα. Τόσο δυνατός ώστε αρπαζόμουν από την κάσα. Αυτό το παράθυρο έπιανε τον μισό σχεδόν τοίχο. Είχε και κουρτίνες. Από κάμποτ. Πράσινο του κυπαρισσιού. Αλλά δεν το ξαναπλησίασα εκείνη τη χρονιά. Μήτε την επόμενη. Έπειτα έπαψα να φοβάμαι. Είχα διδαχθεί τη συμπόνια.

   "Τα μάτια της Γοργόνας! Τα μάτια της Γοργόνας, Παναγιά μου!" αναφώνησα λοιπόν γεμάτη έξαψη, τρέμουλο μα και αγαλλίαση αντικρίζοντας τη νεογέννητη ανιψούλα μου.
   Η αδελφή μου μιλιά. Είχε αποκοιμηθεί. Οι άλλοι είχαν φύγει και μόνον η μάνα μας κάτι σκάλιζε στο ντουλάπι με τα προσόψια. Κάθε λίγο και λιγάκι σταματούσε κι έριχνε κλεφτές, ευχαριστημένες και μιαν ιδέα ανήσυχες ματιές κατά τη μεριά της Αριστέας μας και του μωρού, που ήταν δα και το πρώτο της εγγόνι.  
   Το βρέφος είχε ακουμπισμένες τις μικροσκοπικές γροθιές πάνω στο στηθάκι του και με κοίταζε, μα και σαν να μη με κοίταζε, σαν να κοίταζε όλη την κτίση, και είχε μάτια ατάραχα, μα ελαφρώς στοχαστικά, μάτια καταγάλανα και ασυννέφιαστα και τόσο καθαρά και μεγάλα, ώστε μια στιγμή παραλόγιασα και θάρρεψα ότι έβλεπα κομμάτια από την καρδιά του ωκεανού. Ήμουν, βλέπεις, και επηρεασμένη. Όλο το πρωί κοντά στη θαλασσινή νέα, στο Ροδονέρι, γύρω από την Πλάκα της Μυριάνθης, δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος να πάθει, και μάλιστα μια κοπελίτσα που ό,τι μπαίνει στην εφηβεία, όπως εγώ τότε.
   Η αδελφή μου ονειρευόταν στο κρεβάτι των γονιών μας, αποκαμωμένη μεν αλλά με χαρακτηριστικά μαλακά και λεία και καλλοχτενισμένα τα μαλλιά της. Πλυμένη, αλλαγμένη, με μιαν ευωδιά λεμονιού, κολόνια "Μενούνος", αν θυμούμαι καλώς, με το τοσοδούλικο μωρό της δίπλα της καθαρό, αδύναμο σαν καμωμένο από μεταξοκλωστές και ήσυχο σαν τον νεογέννητο Χριστό. Και μ' εκείνα τα υπερμεγέθη και καλοσυνάτα μάτια του, τα μάτια της Γοργόνας.   
   "Άντε, δε θα τις ασπαστείς, δε θα πεις τα καλορίζικα;" πλησίασε η μητέρα μ' ένα χαμόγελο καινούργιο. Πλούσιο και πλατύ. Φωτοβολούσε δε ολόκληρη. Και εν συνεχεία, αγκαλιάζοντας τους ώμους μου, πρόσθεσε: "Παραβλέπω, Βιολέτα, ότι εξαφανίστηκες τέτοιες ώρες. Μα καλά, παιδί μου, δεν έχεις συναίσθηση; Τέλος πάντων, αυτά θα τα πούμε άλλοτε. Τώρα να σου ζήσει η ανιψιά, κυρά μου!" είπε και με φίλησε και στα δυο μάγουλα. 
   Μύριζε σαπούνι και γλυκό του κουταλιού. Φαίνεται προηγουμένως οι γυναίκες είχαν κεραστεί. Τώρα κρατούσε δυο προσόψια από εκείνα τα απαλότατα, αρίστης ποιότητος βαμβακερά που συνήθιζε να μας φέρνει ο άνδρας της Αριστέας όποτε το "Ελπίς" περνούσε από την Πόλη. Ή από την Αίγυπτο.
   Το νεογέννητο, κολλητό στην κοιμισμένη μάνα του, ασφαλισμένο και ατάραχο, εξακολουθούσε να κοιτά με τα ορθάνοιχτα μάτια του. Πού; Τότε δεν ήξερα. Ή σάμπως και τώρα ξέρω; Πού κοιτούν, πώς κοιτούν τα μωρά με μάτια σοβαρά και μιαν έγνοια στο μέτωπο και στα χειλάκια; Λέω μήπως τον απολεσθέντα κόσμο στον οποίο ζούσαν πριν, ή κάποιαν άλλη μυστική τοποθεσία απούσα τώρα, ή πασχίζουν να ξεχωρίσουν και να θωπεύσουν εκ του μακρόθεν χέρια, μαλλιά και μέτωπα που εμείς λησμονούμε μεγαλώνοντας. Ή μπορεί και να θυμούνται πράγματα και θαύματα από το διάστημα της διαμονής τους στον υδατώδη χιτώνα. Λέω τώρα... Έτσι σκεπτικό κοιτούσε το μωρό μας. Με στενοχώρησε δε γιατί μου φάνηκε πως σκιά θλίψης μια στιγμή νύχτωσε τα ολόλαμπρα μάτια του. Με στενοχώρησε ακόμη γιατί και το βλέμμα της Γοργόνας την είχε αυτή τη θλίψη. Ίδια, κατάιδια θλίψη σε μάτια απαράλλαχτα. 
   "Τα μάτια της Γοργόνας!" μίλησα αυτή τη φορά χαμηλόφωνα και κοίταξα με ένταση τη μητέρα μου σκύβοντας σεβαστικά σχεδόν πάνω από το μικράκι. Δεν μου πήγαινε να ξυπνήσω την Αριστέα.
   "Α, ώστε εκεί ήσουν, ε; Έπρεπε να το καταλάβω. Με την αψηφισιά που σε χαρακτηρίζει και τα φαντασιοκοπήματά σου... Και καλά, τι είπες τώρα για τα μάτια της Γοργόνας, εάν και εφόσον πρόκειται περί γοργόνας, που δεν το πιστεύω βέβαια, είπες πως του βρέφους μας τα μάτια φέρνουν προς τα μάτια της Γοργόνας;"
   "Ίδια, μαμά, ολόιδια! Στο σταυρό που σου κάνω. Ίδιο το χρώμα, ίδιο το σχήμα, κατάιδιο και το κοίταγμα. Μαμά, πίστεψέ με!" την κοίταξα ικετευτικά.
   "Παναγία Παρθένα! Τι άλλο θα ακούσω από σένα! Καλά, δεν το ξέρεις ότι τα μάτια του νεογέννητου με τη διακοπή της γαλουχίας και με τον καιρό αλλάζουν, σκουραίνουν; Εσύ είχες γεννηθεί με μάτια τσαγαλιά και ορίστε. Κατάμαυρα. Κορακάτα..."
   Μιλούσαμε ψιθυριστά τώρα. Άλλωστε και τα μάτια της ανιψούλας μου είχαν αρχίσει να βασιλεύουν και να γέρνουν τα μπλε ματόκλαδά τους. Και βεβαίως δεν γνωρίζω εάν ήταν ακριβώς τσαγαλιά ή έστω τσακίρικα τα δικά μου τα μάτια και πότε πήραν να αλλάζουν σε καταμέλανα, πάντως της ανιψούλας μου δεν άλλαξαν ποτέ. Παρέμειναν πάντα με εκείνο το χρώμα, το μέγεθος, το σχήμα και την έκφραση που τους χαρίστηκε εξαρχής. Ολόιδια με τα μάτια της Γοργόνας.  
   "Και δε μου λες... Λησμονείς πως ο μακαρίτης ο παππούς σου ο Θόδωρος είχε γαλανά μάτια;" με πήρε κατά μέρος η μητέρα μου. Κι εγώ:
   "Μαμά, για άλλα μάτια σού μιλάω. Άλλα μάτια!"
   "Γερό και καλοφωτισμένο να 'ναι κι ας είναι όπως θέλει τα μάτια του..." προσπάθησε να κλείσει τη συζήτηση εκείνη, μα δεν την άφησα:
   "Δε με πιστεύεις, μαμά, ποτέ δε με πίστεψες... Το 'χω παράπονο. Ξέρε το..."
   "Ναι, ναι. Αυτός, παιδί μου, ο καημός θα σε φάει! Μα πάλι εγώ φταίω αν κάθεσαι και ξεφουρνίζεις τα πιο απίθανα πράγματα;"
   "Μαμά, αχ, μαμά, δεν τα είδες, γι' αυτό μιλάς έτσι. Δεν είδες τα μάτια της Γοργόνας. Σου λέω φτυστά τα μάτια του μωρού μας. Ίδια κι απαράλλαχτα. Να. Μα τα Δώδεκα Ευαγγέλια".
   Η ανιψιά μου εβαπτίσθη Βενετία, της γιαγιάς της από την πλευρά του πατέρα της το όνομα, ευτυχώς εύηχο όνομα, με ταξίδια και ταξίμια μέσα του, και πολύ ταιριαστό στα θαλασσινά μάτια της, ίδια τα μάτια της κακόπαθης Γοργόνας με τα άφθονα ρούσα μαλλιά και την ολιγοστή ζωή. Σε όλη τη διάρκεια του μυστηρίου του βαπτίσματος το μωρό μας ήταν γελαστό, υπομονετικό και δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από το πρόσωπο του πατέρα της. Της ήταν άγνωστος αλλά όχι απωθητικός ο κύριος που την κοίταζε με συγκίνηση και λατρεία. Και ο ίδιος διακατείχετο από μια ντροπή, παρουσίαζε έναν δισταγμό στο πλησίασμά τους. Ή μάλλον αδεξιότητα. Οι συνέπειες του επαγγέλματος του ναυτικού...
   Αργότερα, πολύ αργότερα, κοντά είκοσι τρία χρόνια μετά, η Βενετία, παραμονές του Χριστού του 1979, ταξίδεψε μέχρι την Κρήτη. Στο Ηράκλειο. Είχε μεταβεί ελπίζοντας να πουλήσει στην ανθηρή αγορά της πόλης μέρος τουλάχιστον από εκείνα τα πορσελάνινα πιάτα που ζωγράφιζε, αριστουργήματα σωστά, πλην ταξίδι μάταιο και ατελέσφορο. Παρά ταύτα είπε να την περπατήσει λίγο την πόλη, που είχε πάρει τ' αψήλου με τον οικοδομικό οργασμό και άλλαζε, αγνώριστη γινόταν, μάλιστα της Βενετίας της φάνηκε πως τα κτήρια του Ηρακλείου είχαν γυρισμένα τα νώτα στο λιμάνι. Δεν γνωρίζω, δεν έτυχε να πάω ίσαμε εκεί μέχρι σήμερα, άσε δε την πολυκοσμία, σου λέει, την κίνηση λόγω των εορτών, το νταβατούρι, μα εκείνη ξέδινε κάπως εισπνέοντας με ευγνωμοσύνη τον φορτσάτο νοτιά που της θύμιζε τις μυρωδιές της πόλης μας, της αλμυρής παραλίας της και των νοτισμένων βουνών, νοσταλγούσε μα δεν το ομολογούσε ούτε στην ίδια την καρδιά της, γενικώς δεν εκφραζόταν η Βενετία μας, μονάχα με τα μάτια συνομιλούσε εις βάθος, αλλά αυτό σπανιότατα. Κατευθυνόμενη λοιπόν κατά μεϊντάνι μεριά, μόνη με τις σκέψεις της, που βέβαια ήταν πολλές και την ζόριζαν, άγνωστη ανδρική φωνή, με εύθυμη χροιά και έκφραση που θα μπορούσες και φιλική να την πεις, την κάλεσε ως εξής: "Ε, εσύ με τα μάτια της γοργόνας. Ποια θάλασσα σ' έβγαλε στην πόλη μας, κυρά μου;" Ήταν ο ωραίος ενωμοτάρχης Ευτύχιος Νοταράς. Αλλά περί αυτού αργότερα.
   Να επανέλθω τώρα στη συζήτηση που είχα με τη μητέρα μου και να πω πως με κοίταξε με ύφος αυστηρό όταν με άκουσε να ορκίζομαι.
   "Ου λήψη το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω", είπε. Και με εξαπέστειλε.
   Από το ντουλάπι με τα ασπρόρουχα ξεχυνόταν μυρωδιά λεβάντας, που εξασθενούσε όμως εμπρός στην κολόνια της Αριστέας, στο ταλκ και στη μωρουδίλα. Αλλά όχι, όχι μωρουδίλα. Ή τουλάχιστον όχι μόνο μωρουδίλα. Η νεογέννητη ανιψούλα μου ανέδιδε μιαν ανεπαίσθητη οσμή άγνωστου λουλουδιού.
   "Άντε τώρα να κεραστείς για τη γλύκα του βρέφους. Ε, θα 'σαι και ξενηστικωμένη".
   Ξενηστικωμένη! Μα εμένα ούτε μπουκιά δεν μου κατέβαινε. Κι ας είχε κουβαλήσει η συμπεθέρα Βενετία, η πεθερά της Αριστέας μας δηλαδή, και του πουλιού το γάλα το μεσημέρι από το χωριό της την Κρεμαστή, γνωστό για τα γαλακτοκομικά προϊόντα του, επομένως και για τις υπέροχες πίτες των γυναικών του. Έπαιζα με τα μαχαιροπίρουνα, προσπαθούσα να στήσω πυραμίδα με αυτά, μα αφού δεν έστεκαν βάλθηκα να φτιάχνω ένα ακαθόριστο ακόμη σχέδιο από ψίχα ψωμιού, ρωτώντας εν τω μεταξύ τη γιαγιά και τη συμπεθέρα λεπτομέρειες για το μωρό και αν στάλθηκε τηλεγράφημα στον Πάνο, τον γαμπρό μου, και πότε θα γυρνούσε από το Λεωνίδιο ο πατέρας μου, ή μην άκουσαν να έγινε τίποτε στο Ροδονέρι, αλλά όχι, δεν είχαν ακούσει οτιδήποτε, ιδέα δεν είχαν, είπαν, και όσον με αφορούσε δεν σκόπευα να τους πω. Αν και εκείνες ήταν τόσο επηρεασμένες από τα γεννητούρια ώστε δεν έδωσαν συνέχεια, μα εγώ ρωτούσα, όλο ρωτούσα, ένα σωρό απορίες ξάφνου μου ξεφύτρωσαν, φυσικά για να αποφύγω να αγγίξω το πιάτο μου, που στο τέλος το παραμέρισα βέβαια και σηκώθηκα από το τραπέζι. Ούτε που μου έδωσαν σημασία.
   Άνοιγαν συρτάρια, ντουλάπια, μπαούλα, μέχρι κι εκείνη την παμπάλαιη δερμάτινη βαλίτσα της άνοιξε η γιαγιά μου, εκείνη που είχε φέρει επιστρέφοντας από το Σαν Φρανσίσκο, τότε που, ανύπαντρη κοπέλα, είχε λάβει πρόσκληση από τους θείους της οι οποίοι διατηρούσαν φούρνους στις καλύτερες γειτονιές της μεγαλούπολης, όπου για όσο διάστημα έμεινε η γιαγιά μου δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει. Αλλά σχετικώς με όλα τούτα, που και πολλά είναι και ενδιαφέροντα, ίσως κάνω λόγο μιαν άλλη φορά. Επί του παρόντος ας αναφέρω ότι παρά τις περιποιήσεις και τα δώρα, τις εκδρομές και τα πάρτι, και έξι προτάσεις γάμου, αξιόλογες μάλλον, αυτή είχε μελαγχολήσει αφενός γιατί την αγρίεψε η πολυάνθρωπη πόλη, με την κίνηση και τις φωνές και τις βουερές αγορές, και ας μην παραλείψω να αναφέρω και τον φονικό σεισμό του 1906 και τις πυρκαγιές που επακολούθησαν, αφετέρου είχε τον νου της στον Θόδωρο, νέο και επιδέξιο χτίστη, συντοπίτη μας, ο οποίος αργότερα έγινε σύζυγός της και δια βίου λάτρης της. Βέβαια τώρα εκείνος ήταν μακαρίτης, είχε σβήσει ήρεμα προ τριών ετών, με τα καλοσυνάτα γαλάζια του μάτια καρφωμένα στα κατακόκκινα από το κλάμα μάτια της γιαγιάς και με τη δεξιά παλάμη του μιαν ιδέα ακουμπισμένη ακριβώς στο μέρος της καρδιάς σε χαιρετισμό, ταπεινό χαιρετισμό, σαν να απέδιδε τιμές στη βασίλισσά του.
   Δεκαετίες στο δωμάτιό της, απρόσιτη για την υπόλοιπη οικογένεια, εκείνη η βαλίτσα, το θησαυροφυλάκιό της, όπως το ονόμαζε η γιαγιά, άνοιγε σπανίως. Μια φορά που την άνοιξε έβγαλε το σμαράγδινο δαχτυλίδι, αποχαιρετιστήριο δώρο του θείου της Δημήτρη όταν εκείνη μες στην καλή χαρά αναχωρούσε από το φιλόξενο Σαν Φρανσίσκο, ένα ωραιότατο λεπτότεχνο κόσμημα το οποίο χάρισε στην Αριστέα μας στους γάμους της και το οποίο η αδελφή μου έκτοτε ποτέ δεν έβγαλε από τον αριστερό παράμεσο. Μιαν άλλη φορά, εξ όσων γνωρίζω, από διηγήσεις βέβαια, ήταν στην Κατοχή, όταν έδωσε στον πατέρα μου το βαρύτιμο χρυσό της βραχιόλι, οικογενειακό κειμήλιο αυτό, να το εκποιήσει για τους ανήμπορους και εκείνον τον καιρό αγρίως κυνηγημένους πατριώτες αγωνιστές της περιοχής. Η επόμενη φορά που άνοιξε τη βαλίτσα, ενώπιόν μου μάλιστα, ήταν όταν πέρασα στο Γυμνάσιο. Τότε έβγαλε εκείνο το μεταξωτό που μου δώρισε, αγορασμένο κατά το ιστορικό πλέον ταξίδι της, από την κινέζικη αγορά του Σαν Φρανσίσκο, ένα μετάξι που άστραφτε κι ενώ με μια πρώτη ματιά φαινόταν χρώματος μπλε, έτσι και το άγγιζες, το μετακινούσες, το ανασήκωνες, το φορούσες, το έβγαζες στο φως ή απλώς το ανάδευες, γινόταν κόκκινο ή πράσινο ή κίτρινο, γκρίζο ή πορτοκαλί ή ιώδες, μάλλον αναλόγως του φωτισμού και των αντικειμένων που το περιέβαλλαν. Τι ύφασμα κι αυτό, Ιησού Χριστέ, μου το έραψαν στη φημισμένη Ευαγγελία, φούστα με πιέτες και κρυφές τσέπες, μπούστο εφαρμοστό με χειροποίητα ψιλά τριανταφυλλάκια, πλατιές τιράντες στους ώμους, αφού όταν το έβαζα άστραφτα, κι όσο εγώ άστραφτα, άστραφτε κι εκείνο παραπάνω. Τι να σκεφτώ, ζωντανό πράγμα εκείνο το μεταξωτό, ποια χεράκια να το ύφαναν, ποια καρδούλα να το φινίρισε και το παρέδωσε με τέτοιο κάλλος, μυστήριο. Μυστήριο το τι μπορούν να φτιάξουν τα χέρια του ανθρώπου. Ας είναι ευλογημένα.
   Αιωνίως ακίνητη σαν πετρωμένη, ανέκαθεν τοποθετημένη στην οροφή της ντουλάπας, η αμερικανική βαλίτσα ήρθε και στραφτοκόπησε με τον καιρό, διατήρησε δε την μυρωδιά της, εκείνο το αμυδρότατο και σπάνιο άρωμα παλαιού ακριβού δέρματος. Τώρα η γιαγιά τεντωνόταν να την κατεβάσει, δεν έφτανε, προσφέρθηκα να βοηθήσω, με ευχαρίστησε αλλά δεν δέχτηκε, έφερε σκαμνάκι, την κατέβασε με κόπο, μα, πράγμα πρωτοφανές για τον παιδιόθεν φιλοπερίεργο χαρακτήρα μου, δεν στάθηκα να ιδώ ποιον θησαυρό θα βγάλει πάλι, βρισκόμουν σε έξαψη, σαν να μη με χωρούσε η κάμαρα. Σαν να μη με χωρούσε ο εαυτός μου. Εκ των υστέρων λέω μήπως γιατί ο νους μου, λόγω της άφιξης της ανιψούλας μου, ήταν υπερπλήρης. Τόσο γέμιζε ώστε τον αισθανόμουν έτοιμο να ξεχειλίσει. Και να απλωθεί. Στους τοίχους, στα έπιπλα, έξω στις λεμονοπορτοκαλιές και στην κρεβατίνα. Ονειροβατούσα. Ελάμβανα ήχους απόντες, ανύπαρκτους εκείνο το απομεσήμερο βέβαια, αντιβοές ασημένιων και κρυστάλλινων κουδουνιών, αντίλαλους λησμονημένων τραγουδιών. Εντελώς φυσικά συγχρωτιζόμουν με άγνωστα πρόσωπα, εντούτοις φερμένα όλα από τα κατά καιρούς αναγνώσματά μου, ωραία υπέρκομψα θηλυκά με ξενικές φωνές, με τρυφερές κινήσεις και λαμπερά χαμόγελα, με φαρφουρένια δαχτυλάκια απαλότατα σαν τα άνθη της γαζίας, με μάτια γεμάτα μυστικά, μάτια γεμάτα κύματα και γλαράκια, τα μάτια του μωρού μας πολλαπλασιασμένα, η ευγενική μυρωδιά του, οι άδηλες κουβέντες του. Όλο αυτό το θεϊκό γεγονός που είχε λάβει χώρα μες στο σπίτι μας με είχε εξάψει γλυκά, με κάτεχε μέχρι τα ακροδάχτυλα, με γέμιζε ευφορία, αλλά ευφορία ευφλόγιστη κι εκρηκτική. Αρμένιζα. 
   Άλλωστε η ψυχή μου ήταν σαν λιποθυμισμένη ήδη από το πρωί που την αντίκρισα, εκείνην, να κάθεται καρτερική ή μάλλον παραιτημένη στην Πλάκα της Μυριάνθης όπου την είχαν οδηγήσει οι αδελφοί Μανούση, τρατάρηδες, υποκύπτοντας στην επιθυμία της την οποία τους γνωστοποίησε με νοήματα και με άπειρες παρακαλεστικές ματιές. Όταν έπειτα από δισταγμούς και αιδημοσύνη ωρών, ίσως και ένα άδηλο τότε αίσθημα σεβασμού προς τη μισόγυμνη ξένη και αγγελόμορφη κόρη, έλαβα το θάρρος ίσα να την κοντοζυγώσω, είχα τα μάτια κατεβασμένα, λες και φοβούμενη μη την ταράξω απέφευγα να την ατενίσω. Απέφευγα και να την προσεγγίσω, να την αισθανθώ κοντύτερα, να σταθώ πλησιέστερα στην οσμή της, στην ανάσα της. Οι άλλοι, μικροί και μεγάλοι, όλοι τους, δεν έδειχναν να έχουν τις αναστολές μου, μολονότι αρκετά κόσμιοι. Πάντως μονάχα εγώ δεν σήκωσα το βλέμμα, δεν μετακινήθηκα άλλο, στεκόμουν, ακινητούσα και τα πόδια μου ήσαν μέχρι τους αστραγάλους στην υγραμένη άμμο, τα ποδήματά μου βυθίζονταν ευχάριστα σαν να γλιστρούσαν, παπούτσια κατακαίνουργα, πέδιλα, χρώματος εκρού, "ουδέτερο, να πηγαίνει με όλα", με είχε συμβουλέψει η γιαγιά που ήταν πάντα προσεκτική με την εμφάνισή της, το αντίθετό μου δηλαδή, μουσκεύονταν επικινδύνως, μα δεν σκέφτηκα καν να ανησυχήσω κι ας ήταν σχεδόν αφόρετα.
   Γύρω οι γλάροι στριφογυρνούσαν σαν παλαβοί, το κύμα δείλιαζε και η ζέστη όσο περνούσε η ώρα εδραιωνόταν με ανεπαίσθητα βογγητά, βάραινε η ματιά μου, μπούκωνε η θάλασσα και ανέπνεε κοπιάζοντας σαν να ροχάλιζε, αφαιραινόμουν, οι βράχοι, οι πέτρες φρύγονταν, παντού άρωμα γιαλολάχανου και βυθού, που όμως ενώνονταν με ένα άλλο άρωμα άγνωστο, μαυλιστικό, μια μυρωδιά μνήμης ευτυχισμένων ονείρων αλλά και θλίψης απραγματοποίητων ταξιδιών, ευωδιά ευθαλών πλην αιωνίως αθέατων δέντρων και ανθών πελώριων, εκτυφλωτικών, ευοσμία άγνωστη σ' εμέ τότε μα που την αισθανόμουν να εκβλύζει από τη λαβωμένη σάρκα της και αφηνόμουν, σαγηνευόμουν, κάτι ισχυρό μου έστελνε το ταλαιπωρημένο σώμα της μοναχιάς νέας, κάτι ένευαν τα κόκκινα του ρουμπινιού μαλλιά της, κατιτίς μου φώναζαν τα βουβά της μάτια, και, Παναγιά μου, όταν επιτέλους σήκωσα το κεφάλι και έλαβα το θάρρος να την αντικρίσω, το μέσα μου όλο σπάραξε.
   Διότι μου είχε αντιγυρίσει το βλέμμα και με είχε κοιτάξει, καρδιά μου, πώς με είχε κοιτάξει, μ' εκείνη την έκφρασή της της κατατρεγμένης και πικραμένης Γοργόνας, με είχε κοιτάξει όπως θα με κοίταζε ο Χριστός από τον Σταυρό. Με καλοσύνη και πραότητα, αλλά και με τη θλίψη αυτού του κόσμου που πλέον δεν τον χωρά. Ωκεάνιος καημός το βλέμμα της. Θάλασσα ξέχειλη από καταπιωμένα δάκρυα που όρμησαν κρουνηδόν στην έφηβη καρδιά μου. Είχα ριγήσει. Σύγκορμη.

   Σκουροκόκκινο, νωπό από αίμα και θαλασσινό νερό το ωραίο κεντητό φόρεμα. Στέγνωνε με τον ήλιο και άστραφταν οι πούλιες και τα μικροσκοπικά ρουμπίνια και μαργαριτάρια που στόλιζαν το ντεκολτέ, το μπούστο και τον ποδόγυρο. Καταπονημένο ρούχο μα μεγάλης ομορφιάς και λαμπρότητος. Δεν ήταν κραυγαλέο, ωστόσο την έδειχνε μια χαρά την αρχοντιά και την τέλεια κομψότητά του, όχι τόσο εξαιτίας των ποικιλμάτων και του μεταξωτού υφάσματος, που όντας βρεγμένο κολλούσε σαν δέρμα φιδιού στους μηρούς της, στην κοιλιά, στο στήθος, απαλά όμως, ως αγγίζει η χελιδόνα τα μικρά της, όσο χάρη στην κοψιά του, τη γραμμή του, για να γίνω σαφέστερη, ώστε προς στιγμήν αφέθηκα στην εξωφρενική σκέψη ότι τάχα το είχε σχεδιάσει και εκτελέσει ευνοούμενή της πρωινή αύρα. Σαν προσφορά στο κάλλος και στην ευγενική καταγωγή της. Ε, καλά, ο δικός μου ο νους, νους πλημμυρισμένος παραμύθια εξ υπαρχής... Επιπλέον παρουσίαζε ασταμάτητη κίνηση, αν και ακίνητη η κάτοχός του, κι ακόμη ήταν διακριτικό, σχεδόν αδιόρατο πάνω της, αν και αφ' εαυτού εντυπωσιακότατο. Ή πάλι έδειχνε, φαντασιοκοπούσα, και όχι μόνο, εκείνο το προχωρημένο πρωινό τ' Αυγούστου, σαν να της το είχε φορεμένο, με όλη της τη γνώση και τη στοργή, προστάτριά της μάγισσα θαλασσινή. Να την καλύπτει αλλά και να την αποκαλύπτει. Να το φορεί αλλά σαν να φορεί την αναπνοή ενός ρόδου. Φουστάνι άλλωστε μικροσκοπικό. Ο γύρος πάνω από το γόνυ.
   Φόρεμα αποκαλυπτικό, είν' η αλήθεια, αλλά εκείνη δεν έδειχνε να το αντιλαμβάνεται, ή κι αν το είχε αντιληφθεί δεν την έμελε καθόλου. Άλλωστε ήταν και δεν ήταν ανάμεσά μας. Και τα δυο εικοσιτετράωρα που έμεινε αξεκόλλητη στην Πλάκα της Μυριάνθης, αρνούμενη, με νοήματα ή με έντονες, όχι, όχι θυμωμένες παρά λυπημένες κινήσεις και ματιές, οποιαδήποτε μετακίνηση και τροφή, οιονδήποτε ρουχισμό, μας κοίταζε ή δεν μας κοίταζε, μας άκουγε ή όχι, ηλίου φαεινότερον πως ό,τι κρυβόταν μες στο σμιλευτό, ελαφρώς γερτό κεφάλι, τώρα σε άλλον κόσμο ήταν πηγαιμένο και το χυτό κορμί της σ' αλληνής χώρας τις πολιτείες κυκλοφορούσε. Πού; Τότε δεν ξέραμε. Αδυνατούσαμε και να φανταστούμε.
   Όταν χρόνια αργότερα πληροφορηθήκαμε τα καθέκαστα, όσοι θυμόμαστε, και θυμόμαστε ουκ ολίγοι, κλάψαμε. Και κλάψαμε ουκ ολίγο. Όσο την είχαμε κοντά μας απλώς την συμπονούσαμε. Μετά τη συμπλήρωση της δεύτερης μέρας, που ευτυχώς κατενόησε ο Επουράνιος και είπε και Του παραδόθηκε, μ' εκείνη τη σύντομη και δειλή ανάσα της του περαστικού πουλιού, την πενθήσαμε. Και στο γιατάκι της το προσωρινό, σύρριζα στον μαντρότοιχο του κοιμητηρίου της Αγια-Κυριακής, οπού την συνοδέψαμε αρκετοί από τους συμπολίτες με πλεονάζοντα τα παιδιά, ακουμπήσαμε τρεις γλάστρες με πλατύφυλλο βασιλικό. Ακμαιότατο και ευωδιαστόν. Η μυρωδιά του οποίου και η μυρωδιά της που ξεχυνόταν από τον τρυφερό κόρφο της γης, όπου κοιμόταν προστατευμένη πια η κυρούλα μου, έμπλεκαν σε ένα μείγμα αρωματικό τόσο δριμύ ώστε τις πρώτες μέρες σου 'φερνε ζάλη.
   Προσωπικώς έκανα μήνες να συνέλθω. Ήμουν απαρηγόρητη. Και αν δεν ήταν ο ευλογημένος ερχομός της ανιψούλας μου, που με κοιτούσε χαϊδευτικά μ' εκείνα τα μάτια της της Γοργόνας, που μου γελούσε κι έλαμπε σαν τον νεοσσό της αλκυόνας, που κακάριζε στον ύπνο της σαν της έγνεφε τάζοντας, όπως πιστεύεται, ο άγγελός της, αν δεν με μαύλιζαν οι αθώες μυρωδιές, η παρουσία αυτής της νέας ζωής, ομολογώ, θα κατέρρεα. Και μάλιστα στα βουβά. Πώς να εκφραζόμουν όμως; Βαστούσα μυστικό τον καημό μου μιας και κανείς δεν θα τον συμμεριζόταν. Δεν τους αδικώ. Καμιά φορά, ακόμη και οι στενότεροι συγγενείς μας, το αίμα μας, πορεύονται σαν όντα από άστρα μακρινά. Ή μήπως εγώ ήμουν τότε ο επισκέπτης της γης...                              

Σαραντίτη Ελένη, Ο δρόμος της Γοργόνας, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2005

Σημειώσεις:
1. Ορισμένοι πιστοί περνούν το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου με νηστεία και προσευχές, φιλοξενούμενοι στα κελιά των μονών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: