Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

[ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΑΓΙΚΗ]

 

  Στο μάρμαρο του ημιτραπεζίου, ανάμεσα σε διάφορα διακοσμητικά αντικείμενα, μικροσκοπικά το πλείστον, όπως ένας γυάλινος σαλίγκαρος, μια ασημένια ταμπακιέρα, μια φοντανιέρα, κρυστάλλινη αυτή, ένα λιλιπούτιο βάζο οπάλινο, βρισκόταν τότε και μια φωτογραφία του Πάνου, του γαμπρού μου, της Αριστέας μας τον σύζυγο εννοώ και πατέρα έξι θυγατέρων με πρωτότοκη τη Βενετία και υστερότοκη την Πολυτίμη. Οι άλλες ήσαν κατά σειράν η Φρόσω, η Ελπίδα, η Μαργαρίτα και η Κυριακή. Όλες, πλην της Βενετίας, εν ζωή και με οικογένειες πολυμελείς. Καλοπαντρεμένες μάλιστα και με μοσχαναθρεμμένα παιδιά. Δυστυχώς η ανιψιά μου βιάστηκε πολύ να κλείσει τα υπέροχα μάτια της Γοργόνας, γεγονός με το οποίο ακόμη και σήμερα δεν έχω ακόμη συμβιβασθεί. Της είχα αδυναμία. Τι λέω! Θρυμματιζόταν η ψυχή μου γι' αυτήν. Η Βενετία αντιπροσώπευε για μένα το παιδί που δεν απέκτησα, τα όνειρα που δεν μου ευοδώθηκαν, τα κουράγια που δεν μου δόθηκαν, την ομορφιά που με είχε προσπεράσει. Αλίμονο χαμένα εδώ και καιρό αυτά, αρπαγμένα για άλλες, άγνωστες τοποθεσίες.
   Ο Πάνος στη φωτογραφία δεν γελά. Δεν χαμογελά καν ως είθισται σε ανθρώπους ταξιδιάρηδες που ποζάρουν με σκοπό την αποστολή της φωτογραφίας στην οικογένεια που ζει με το όνομα του ξενιτεμένου στα χείλη της. Εικάζω ότι ζορίστηκε έτσι όπως τον στρίμωξαν τα περιστέρια που σκαρφαλώνουν στους ώμους, στα μπράτσα, ακόμη και στα ποδήματά του, και δείχνουν να φτεροκοπούν αδιάκοπα τριγύρω του. Ο Πάνος δεν χαμογελά με όλα τούτα τα ενοχλητικά πουλιά που τον κυκλώνουν, αλλά τα μάτια του είναι κι εδώ, όπως πάντα, πολύ ικανά στο διάλογο. Μάτια χειμαρρώδη θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κάποιος εάν ο χείμαρρος κατρακυλούσε σκορπώντας και ανασαιμιές αισθημάτων. Α, ναι, αισθηματίας ο γαμπρός μου, άνθρωπος με ευαισθησίες, ευσυγκίνητος. Είναι δε απορίας άξιον πώς τόσα χρόνια η σκληρή, όπως και να το κάνεις, και στερημένη ζωή του θαλασσινού δεν κατάφερε να τον τραχύνει. Αντιθέτως, όλο και πιο ήπιος και αγαπητερός γινόταν, να 'ναι καλά, Παναγιά μου, εκεί στην Κρεμαστή όπου κατοικεί τώρα με την Αριστέα μας, στο πέτρινο σπίτι που κατέχει η οικογένειά του πάππου προς πάππου. Και, α, ναι, μπορεί να είναι ευφραδή τα μάτια του, αλλά ετούτη η ευφράδεια μολογεί μόνο την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, μα συνήθως είναι αλήθεια για καλοκάρδισμα. Πώς αλλιώς; Περιβόλι θαλερό το μέσα του όλο του Πάνου, ασχέτως ότι κάποτε κάποτε το μαραγκιάζει μια ξεραΐλα έκτοτε. Μετά το συμβάν της Βενετίας μας εννοώ.
   Μ' ετούτα τα μεγάλα και καθαρά μάτια μάς κοιτά από τη φωτογραφία και οπωσδήποτε μας μιλά και μας λέει με τον ήσυχο, μειλίχιο τρόπο του για πεθυμιές και αναμονές, για ανταμώματα και αγάπες και για τη μοναξιά και το παράπονο του ναυτικού. Φορεί κοστούμι με σακάκι σταυρωτό και παπούτσια τόσο προσεκτικά στιλβωμένα ώστε θαρρείς και είναι λουστρίνια. Αν είναι δυνατόν. Φρεσκοκουρεμένος, γι' αυτό και ολίγο πιο παχουλό το πρόσωπό του. Στο δεξιό του χέρι βαστά μια τσάντα μεγάλη, χάρτινη, «Donatella di Rialto», γράφει επάνω, προφανώς η φίρμα του καταστήματος από όπου προμηθεύτηκε το πανωφόρι της Αριστέας μας. Μα και η φωτογραφία φέρει επιγραφή, «Venezia» είναι τυπωμένο κάτω δεξιά με ωραίους λεπτούς χαρακτήρες, και κοίτα, εκείνη την ημέρα ο Πάνος είχε να κάνει με τρεις Βενετίες, η μία ήταν η πόλη όπου περπατούσε και που στη μεγάλη πλατεία της εστάθμευσε να φωτογραφηθεί, μιλώ για την περίφημη πλατεία του Αγίου Μάρκου, εξ ου και τα αναρίθμητα περιστέρια. Τις άλλες δυο τις είχε κατά νου, τη μάνα του, τη συμπεθέρα Βενετία, συχωρεμένη εδώ και μια δεκαετία, και την κορούλα του, τη Βενετία μου, τότε τετράχρονη, ρόδινη και ζαχαρένια, ένα κοριτσάκι ευτυχισμένο και καλότροπο και με τα μάτια του της Γοργόνας ακύμαντα ακόμη.