Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

[ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΠΑΘΟΣ]

  
    Ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα υπέμενε τις μαχαιριές του υγρού αέρα, που κάλπαζε αφηνιασμένος πάνω από το Ζβανενμπουρχβάλ, αναζητώντας τη Βόρεια Θάλασσα, και του χάραζε το δέρμα στα μάγουλα και τα χείλη, τα μοναδικά σημεία του σώματός του που ήταν εκτεθειμένα στα επιθετικά στοιχεία της φύσης που σάρωναν την πόλη. Με το χιόνι να του φτάνει στους αστραγάλους, υποφέροντας από την κράμπα που του κοκάλωνε τα δάχτυλα, ο νέος συνέχιζε για πέμπτο διαδοχικό πρωινό την πεισματική του επαγρύπνηση, ενώ ταυτόχρονα αναζητούσε κάποια ανακούφιση, πασχίζοντας να ξαναφέρει στη μνήμη του τη δραματική ιστορία και τα διδάγματα που είχε πάρει από τον παππού του Μπενγιαμίν, αλλά και τα μαθήματα που είχε μάθει από τον ανυπότακτο καθηγητή του, τον χαχάμ Μπεν Ισραέλ. Γιατί ο Ελίας Αμπρόσιους χρειαζόταν εκείνα τα στηρίγματα όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του, για να αποτολμήσει το άλμα, που του είχε γίνει έμμονη ιδέα και, μαζί μ' αυτό, να ξεκινήσει τον αγώνα για τη ζωή που λαχταρούσε να ζήσει, διατεθειμένος να αναλάβει τις συνέπειες μιας επιτακτικής ανάγκης να εφαρμόσει την ελεύθερη βούλησή του. Μια εφαρμογή που, αν γινόταν πραγματικότητα, ήταν απολύτως σίγουρο πως θα του άλλαζε τη ζωή αλλά και, ίσως, ακόμα και τον ίδιο του τον θάνατο.
   Τόσες φορές που είχε ακούσει την ιστορία της φυγής του παππού Μπενγιαμίν και της χαράς για την άφιξή του στο Άμστερνταμ, το αγόρι πίστευε πως ήταν σε θέση να αναπλάσει στη φαντασία του κάθε λεπτομέρεια της περιπέτειας, που είχε ζήσει ο παππούς μαζί με τη γιαγιά Σάρα (την οποία είχαν μεταμφιέσει σε άνδρα, παρότι ήταν έγκυος έξι μηνών στη θεία Άννα) και τον πατέρα του, Αμπραάμ, επτά χρόνων τότε (σε αυτόν είχε λάχει να τον κλείσουν σε έναν μπόγο, σαν να ήταν εμπόρευμα). Η διαφυγή είχε γίνει πραγματικότητα, πριν από σαράντα χρόνια, στο βρομερό αμπάρι ενός εγγλέζικου πλοίου ("Έζεχνε πίσσα και παστό ψάρι, ιδρώτα, σκατά και πόνο Αφρικανών που είχαν μετατραπεί σε σκλάβους"), που είχε δέσει στον κόλπο της Λισαβόνας, κατά τη μετάβαση προς κάποια Νέα Ιερουσαλήμ, όπου οι αποστάτες είχαν σκοπό να επιστρέψουν στην προγονική πίστη των πρεσβυτέρων τους. Εκείνο το επεισόδιο, που συνέβη σε μια εποχή  που ο ηλικιωμένος τώρα Μπενγιαμίν Μοντάλμπο ούτε καν ονειρευόταν ακόμα πως θα γινόταν παππούς, αποτελούσε το σημείο αναφοράς στη μοίρα μιας οικογένειας που, στον εδώ κόσμο, ήξερε να αποκτά αυτό που ήθελε, υπερνικώντας τις αντιξοότητες και καταλαβαίνοντας ότι ο Θεός βοηθάει με μεγαλύτερη ευχαρίστηση τον αγωνιστή από τον αδρανή.