Ένας χρόνος είχε περάσει από το γάμο του Θωμά με την Κατερίνα. Οι Παλαιολόγοι είχαν σκορπίσει, καθένας στη θέση του. Ο Ιωάννης στη Βασιλεύουσα μελετούσε και ετοίμαζε τη σύνοδο που θα έδινε σάρκα και οστά στα σχέδιά του για την ένωση των Εκκλησιών. Ο Θωμάς στα Καλάβρυτα με τη νέα σύζυγό του. Ο Κωνσταντίνος στην Γλαρέντζα. Επιτέλους, η πόλη, το κάστρο και το περιπόθητο λιμάνι ήταν δικά του. Δεν τα απέκτησε με το δόρυ, αλλά με το χρήμα. Χρειάστηκε να τα αγοράσει από τους Καταλανούς, πληρώνοντας ένα σεβαστό ποσό. Πρώτη του μέριμνα, να ξεθεμελιώσει τα πάντα. Δεν ήθελε να πέσει η πόλη και το κάστρο ξανά σε χέρια ξένα. Γκρεμίζοντας, όμως, τα πάντα, ήταν ανάγκη να βρει καινούργιο τόπο να αναπαύσει τα οστά της μακαρίτισσας της γυναίκας του και ως πιο κατάλληλος κρίθηκε ο Μυστράς. Με σεβασμό οργανώθηκε η ανακομιδή των οστών της άτυχης Μαγδαληνής - Θεοδώρας, προκειμένου να ταφούν στο Μυστρά.
Ήταν αρχές άνοιξης όταν οι βιγλάτορες πάνω στα τείχη του Μυστρά είδαν ν' ανηφορίζει προς την καστροπολιτεία ένα μοναδικό θέαμα που όσοι το έζησαν είχαν να το διηγούνται χρόνια μετά. Μια μυρμηγκιά, μια θάλασσα ανθρώπων ξεδιπλωνόταν ως πέρα στον κάμπο ακολουθώντας τις στροφές του δρόμου. Όσο πλησίαζε, άρχιζαν να ξεχωρίζουν ο στρατός με τα φλάμπουρα του Κωνσταντίνου, οι δεσποτάδες, οι παπάδες, οι διάκοι και τα παπαδοπαίδια κρατώντας ιερά σκεύη, εξαπτέρυγα, σταυρούς και εικόνες από τις γκρεμισμένες εκκλησίες και τα μοναστήρια της Γλαρέντζας. Άρχοντες και λαός από τα γύρω χωριά. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος πάνω στο περήφανο άτι του, δίπλα στο πένθιμο φορείο που μετέφερε τη σαρκοφάγο της νεκρής στην οριστική, τελευταία κατοικία της. Το θυμίαμα από τα πολυάριθμα λιβανιστήρια ανέβαινε σαν προσευχή στον ουρανό και οι ύμνοι, τα εγκώμια και οι νεκρώσιμες ψαλμωδίες έφταναν σαν ψίθυρος αγγέλων ως πάνω στις επάλξεις για να ενωθούν με τις πένθιμες κωδωνοκρουσίες όλων των εκκλησιών της καστροπολιτείας. Στην πύλη ο δεσπότης Θεόδωρος, η δέσποινα Κλεόπα και όλο το αρχοντολόι, όλοι στα πένθιμα ντυμένοι, περίμεναν μαζί με το λαό, που είχε σπεύσει να δει το θέαμα, να υποδεχθούν τη νεκρή και να της αποδώσουν για τελευταία φορά τις τιμές που υπέβαλλε η θέση της. Εκεί, κοντά στην πύλη, στεκόταν και η Ανέζα, στριμωγμένη ανάμεσα σε δύο σωματώδεις γυναίκες, με την ελπίδα να δει για άλλη μια φορά τον αδελφό της να περνάει.
Δεν τον είδε...