Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

[ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ] - Β' ΜΕΡΟΣ


  Ένας χρόνος είχε περάσει από το γάμο του Θωμά με την Κατερίνα. Οι Παλαιολόγοι είχαν σκορπίσει, καθένας στη θέση του. Ο Ιωάννης στη Βασιλεύουσα μελετούσε και ετοίμαζε τη σύνοδο που θα έδινε σάρκα και οστά στα σχέδιά του για την ένωση των Εκκλησιών. Ο Θωμάς στα Καλάβρυτα με τη νέα σύζυγό του. Ο Κωνσταντίνος στην Γλαρέντζα. Επιτέλους, η πόλη, το κάστρο και το περιπόθητο λιμάνι ήταν δικά του. Δεν τα απέκτησε με το δόρυ, αλλά με το χρήμα. Χρειάστηκε να τα αγοράσει από τους Καταλανούς, πληρώνοντας ένα σεβαστό ποσό. Πρώτη του μέριμνα, να ξεθεμελιώσει τα πάντα.  Δεν ήθελε να πέσει η πόλη και το κάστρο ξανά σε χέρια ξένα. Γκρεμίζοντας, όμως, τα πάντα, ήταν ανάγκη να βρει καινούργιο τόπο να αναπαύσει τα οστά της μακαρίτισσας της γυναίκας του και ως πιο κατάλληλος κρίθηκε ο Μυστράς. Με σεβασμό οργανώθηκε η ανακομιδή των οστών της άτυχης Μαγδαληνής - Θεοδώρας, προκειμένου να ταφούν στο Μυστρά.
  Ήταν αρχές άνοιξης όταν οι βιγλάτορες πάνω στα τείχη του Μυστρά είδαν ν' ανηφορίζει προς την καστροπολιτεία ένα μοναδικό θέαμα που όσοι το έζησαν είχαν να το διηγούνται χρόνια μετά. Μια μυρμηγκιά, μια θάλασσα ανθρώπων ξεδιπλωνόταν ως πέρα στον κάμπο ακολουθώντας τις στροφές του δρόμου. Όσο πλησίαζε, άρχιζαν να ξεχωρίζουν ο στρατός με τα φλάμπουρα του Κωνσταντίνου, οι δεσποτάδες, οι παπάδες, οι διάκοι και τα παπαδοπαίδια κρατώντας ιερά σκεύη, εξαπτέρυγα, σταυρούς και εικόνες από τις γκρεμισμένες εκκλησίες και τα μοναστήρια της Γλαρέντζας. Άρχοντες και λαός από τα γύρω χωριά. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος πάνω στο περήφανο άτι του, δίπλα στο πένθιμο φορείο που μετέφερε τη σαρκοφάγο της νεκρής στην οριστική, τελευταία κατοικία της. Το θυμίαμα από τα πολυάριθμα λιβανιστήρια ανέβαινε σαν προσευχή στον ουρανό και οι ύμνοι, τα εγκώμια και οι νεκρώσιμες ψαλμωδίες έφταναν σαν ψίθυρος αγγέλων ως πάνω στις επάλξεις για να ενωθούν με τις πένθιμες κωδωνοκρουσίες όλων των εκκλησιών της καστροπολιτείας. Στην πύλη ο δεσπότης Θεόδωρος, η δέσποινα Κλεόπα και όλο το αρχοντολόι, όλοι στα πένθιμα ντυμένοι, περίμεναν μαζί με το λαό, που είχε σπεύσει να δει το θέαμα, να υποδεχθούν τη νεκρή και να της αποδώσουν για τελευταία φορά τις τιμές που υπέβαλλε η θέση της. Εκεί, κοντά στην πύλη, στεκόταν και η Ανέζα, στριμωγμένη  ανάμεσα σε δύο σωματώδεις γυναίκες, με την ελπίδα να δει για άλλη μια φορά τον αδελφό της να περνάει.
    Δεν τον είδε... 

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

[ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

 Δεσποτάτο του Μυστρά
1427 - 1444
 Ηύρεν βουνί παράξενον, απόκομμα εις όρος,
απάνω της Λακοδαιμονίας κανένα μίλιν πλέον.
Διατί του άρεσεν πολλά να ποιήση δυναμάριν.
Ώρισε απέξω στο βουνί κ' εχτίσαν ένα κάστρον,
και Μυζηθράν τ' ωνόμασεν, διατί το εκράζαν ούτως·
λαμπρόν κάστρον το έποικεν και μέγα δυναμάριν (1).
   Λίγες μέρες αργότερα ο μεσίρ Μποχώρ και η συνοδεία του άφησαν τη Μονεμβασιά και ανηφόρισαν κατά τον Μυστρά. Το κάστρο πάνω στο βουνί που έχτισε και πολύ αγαπούσε ο μεσίρ Γουλιάμος ο Βιλλαρδουίνος (2), που όμως αναγκάστηκε να το ανταλλάξει με την ελευθερία του όταν νικήθηκε στην Πελαγονία, περίπου εβδομήντα χρόνια πριν. Από τότε ο Μυστράς είχε γίνει η έδρα των «Δεσποτών», των αρχόντων που κυβερνούσαν στο όνομα των αυτοκρατόρων της Βασιλεύουσας, που είχε στο μεταξύ ελευθερωθεί από τους Παλαιολόγους ύστερα από πενήντα χρόνια σκλαβιάς και ταπείνωσης στους άξεστους Φράγκους. Δεσπότης την εποχή που έφτασε η Ανέζα εκεί ήταν ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη και γιος του προηγούμενου αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου, που στο τέλος της ζωής του είχε γίνει μοναχός. Γυναίκα του Δεσπότη ήταν η Ιταλίδα Κλεόπα Μαλατέστα.
   Ο μεσίρ Μποχώρ και η συνοδεία του δε μπήκαν μέσα στο κάστρο -έτσι κι αλλιώς η ώρα ήταν περασμένη, σε λίγο θα έκλειναν οι πύλες. Ο έμπορος προτίμησε, όπως είχε κάνει και στη Μονεμβασιά, να μείνει στην Οβριακή, τον οικισμό στις παρυφές του κάστρου όπου κατοικούσαν οι ομόθρησκοί του. Εκεί ένιωθε ασφαλής και μπορούσε να είναι βέβαιος ότι δε θα αναγκαζόταν να κάνει κάτι ή να φάει κάτι που απαγόρευε η θρησκεία του.
   Η Ανέζα κατ' ανάγκην τον ακολούθησε. Δεν είχε πού αλλού να πάει -εξάλλου, από τότε που έφυγε από τη Μπαρμπαριά ντυνόταν και φερόταν σαν να ήταν και αυτή Εβραία· δεν ήθελε να φανερωθεί η πραγματική ταυτότητά της. Φοβόταν, κι ας είχαν περάσει χρόνια, μήπως ο Ολιβέριο μάθαινε πως η γυναίκα του είχε τελικά γλιτώσει από τους πειρατές. Τι θα γινόταν τότε;  Πώς θα αντιδρούσε; Θα τη διεκδικούσε, ή θα κοίταζε να τη βλάψει και πάλι; Σε κάθε περίπτωση, δεν έπρεπε να μάθει ότι ήταν ζωντανή κι ότι βρισκόταν πίσω στο Μοριά. Προτίμησε να μείνει η «Χάνα, η Εβραία ντοτορέσα». Ο σταυρός του Αλέξιου και το φλουρί της μάνας της, καλά κρυμμένα στον κόρφο της, ήταν τα μόνα που μοιράζονταν το μυστικό της ταυτότητάς της.
   Tην άλλη μέρα, με το χάραμα, βρίσκονταν μπροστά στη μοναδική πύλη του κάστρου, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους για τον έλεγχο προκειμένου να μπουν μέσα.