Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

[ Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΑ ]

 
 Η Ιρίνα Μπαζίλι έπιασε δουλειά στο Σπίτι του Κορυδαλλού, στα περίχωρα του Μπέρκλεϊ, το 2010, έχοντας κλείσει τα είκοσι τρία της χρόνια και διατηρώντας ελάχιστες ψευδαισθήσεις, αφού από τα δεκαπέντε της άλλαζε τη μια δουλειά μετά την άλλη, μετακινούμενη από πόλη σε πόλη. Δε φανταζόταν πως θα έβρισκε την τέλεια θέση εργασίας σ' εκείνη την πανσιόν για ηλικιωμένους κι ότι τα τρία χρόνια που θ' ακολουθούσαν θα έφτανε να νιώσει και πάλι τόσο ευτυχισμένη όσο υπήρξε όταν ήταν παιδί, πριν πάρει η μοίρα της αλλιώτικες στροφές. Το Σπίτι του Κορυδαλλού, που είχε ιδρυθεί στα μέσα του 1900 προκειμένου να φιλοξενήσει αξιοπρεπώς γέροντες με χαμηλά εισοδήματα, προσέλκυσε εξαρχής, για άγνωστους λόγους, προοδευτικούς διανοούμενους, αποφασισμένους οπαδούς του εσωτερισμού και καλλιτέχνες μικρού βεληνεκούς. Με τον καιρό άλλαξε από πολλές απόψεις, αλλά εξακολουθούσε να χρεώνει ποσά αντίστοιχα με τα έσοδα κάθε τροφίμου, με σκοπό να ενθαρρύνει, θεωρητικά, κάποια κοινωνική και φυλετική πολυμορφία. Στην πράξη, όμως, όλοι κατέληξαν να είναι λευκοί μικροαστοί και η ποικιλομορφία περιορίστηκε σε λεπτές διαφορές μεταξύ εκείνων που ήταν ελεύθεροι στοχαστές, των άλλων που αναζητούσαν λύσεις σε πνευματικό επίπεδο, των κοινωνικών ακτιβιστών και των οικολόγων, των μηδενιστών και κάποιων από τους λίγους χίπηδες που παρέμεναν εν ζωή στην περιοχή του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο.
   Στην πρώτη συνέντευξη, ο διευθυντής αυτής της κοινότητας, ο Χανς Βόιτ, έδωσε στην Ιρίνα να καταλάβει ότι ήταν πολύ νέα για μια τόσο υπεύθυνη θέση, αλλά καθώς έπρεπε να καλύψουν επειγόντως ένα κενό στον τομέα της διοίκησης και της γενικής υποστήριξης, μπορούσε να εργαστεί εκεί προσωρινά, ώσπου να βρουν το κατάλληλο πρόσωπο. Η Ιρίνα σκέφτηκε ότι το ίδιο ακριβώς μπορούσε να ειπωθεί και για κείνον· έμοιαζε με στρουμπουλό αγοράκι με πρόωρη φαλάκρα και σίγουρα το καθήκον της διεύθυνσης εκείνου του ιδρύματος έπεφτε πολύ βαρύ στους ώμους του. Με τον καιρό η κοπέλα θα διαπίστωνε ότι η εμφάνιση του Βόιτ σε ξεγελούσε αν τον έβλεπες από κάποια απόσταση και με κακό φωτισμό, αφού στην πραγματικότητα είχε κλείσει τα πενήντα τέσσερα και είχε αποδείξει πως ήταν ένας εξαίρετος διευθυντής. Η Ιρίνα τον διαβεβαίωσε ότι στην περίπτωσή της η έλλειψη σπουδών αντισταθμιζόταν από την εμπειρία που είχε αποκτήσει στη φροντίδα ηλικιωμένων στη Μολδαβία, τη χώρα καταγωγής της.

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

[ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗΣ ]


   Το να κρύβεσαι ήταν το παν. Το 1905, αμέσως μετά που κλέφτηκαν η Τζίνα και ο Χάρι, η Τζίνα με δυσκολία μπορούσε να κρυφτεί από τον εαυτό της, αλλά ένιωθε μια μικρή παρηγοριά που ήταν άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Δεν ήθελε να της κάνουν ερωτήσεις στις οποίες δε θα μπορούσε ν' απαντήσει, ούτε στο Λόρενς αλλά ούτε και στη Βοστόνη.
   Γιατί δε γύρισες στο κολέγιο; Γιατί δε δουλεύει αυτός; Γιατί δεν παντρεύτηκες κανονικά; Πού είναι η οικογένειά του; Τι απόγιναν τα χρήματά του; Μα εκείνος δεν επρόκειτο να παντρευτεί κάποια άλλη;
   Όταν πήγε να συναντήσει τη Βέριτι, μια παλιά της φίλη, δε μίλησαν σχεδόν καθόλου για το παρελθόν γιατί η Βέριτι πνιγόταν στη δουλειά και αδυνατούσε να δει το χαοτικό παρόν που επικρατούσε. 
   Τον περισσότερο καιρό η Τζίνα κρυβόταν από τα απαίσια πράγματα.
   Όχι όμως απ' όλα τα απαίσια πράγματα.
   Η Τζίνα προκειμένου να πείσει τη Βέριτι να βγει από το στενάχωρο διαμέρισμά της στον πέμπτο όροφο του μουντού Μπακ Μπέι και ν' αφήσει τα τέσσερα παιδιά της στον άντρα της, της είπε ότι χρειαζόταν βοήθεια στις αποστολές Αλληλεγγύης όπου δούλευε εθελοντικά τα Σαββατοκύριακα. Μαζί με τη Βέριτι πήγαν στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης στο θάλαμο με τις ετοιμοθάνατες και μετά στη Βιβλιοθήκη της Βοστόνης όπου και ταξινόμησαν κατά είδος τα βιβλία που προέρχονταν από δωρεές. Μετά πήγαν σ' ένα παγωτατζίδικο και κατέληξαν στον Άγιο Λάζαρο, στο Κλάρεντον. Μια κουζίνα είχε στηθεί πρόσφατα στο υπόγειο και τα απογεύματα του Σαββάτου, πριν τον εσπερινό, η Τζίνα βοηθούσε στο συσσίτιο των φτωχών. Της άρεσε να το κάνει πριν μεταλάβει.