Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

[ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ


 Κωνσταντινούπολη,
Φεβρουάριος του έτους 6961 από κτίσεως κόσμου (1)

 

   «Εμείς δεν θα πεθάνουμε», έλεγε ο πατέρας, «στους πολέμους πεθαίνουν οι φτωχοί. Τους πλούσιους τους έχουν ανάγκη».
   «Όμως τ' αγόρια μου θα πάνε να πολεμήσουν, Λουκά», ξεφώνιζε η μητέρα, τρελαμένη μετά την τελευταία προειδοποίηση του Κωνσταντίνου ότι όσοι μπορούσαν να κρατήσουν όπλο έπρεπε να παρουσιαστούν, γιατί με τα πες πες του πατερ-Γεννάδιου, ότι η πόλη είναι καταδικασμένη απ' τον Θεό να υποστεί την τιμωρία της και να τουρκέψει για τις αμαρτίες που 'χε σωρεύσει τόσα χρόνια, κανείς δεν πήγαινε να καταταχθεί, για να σκοτωθεί τζάμπα.
   Όλοι έλεγαν ότι έχουν δουλειές, δεν προλαβαίνουν, και είναι ζήτημα αν είχαν μαζευτεί λέει τρεις χιλιάδες άνθρωποι, ξένοι οι περισσότεροι, που θα πληρώνονταν με τα δανεικά που είχε ζητήσει ο Κωνσταντίνος από τους Τζενοβέζους κι απ' τους Βενετούς και είχε εγγυηθεί ο πατέρας. Αλλά ποιος δίνει δανεικά σε τέτοιες περιπτώσεις, έλεγαν οι συμβουλάτορες, όταν μάλιστα ο βασιλιάς χρωστούσε ήδη γύρω στις είκοσι χιλιάδες υπέρπυρα στους Βενετούς κι εκείνοι κάθε τόσο του το υπενθύμιζαν. Ακόμη κι ο σπουδαίος πολέμαρχος, ο Γιουστουνιάς, που ήρθε να βοηθήσει και του έδωσε ο θείος τον τίτλο του αρχιστράτηγου, παρ' όλες τις αντιρρήσεις του πατέρα να πάρει ένας Λατίνος τίτλο πιο μεγάλο σχεδόν κι απ' τον δικό του, ζήτησε σαν πληρωμή τη Λήμνο, όταν θα περνούσε το κακό, το ξέραμε δα. Ο πατέρας τον είχε στην μπούκα, γιατί έκανε πως τα 'ξερε όλα κι ήθελε να δίνει ακόμη και σ' εμάς διαταγές. Απαιτούσε από τον Κουρουλούκα χρήματα για να επισκευάσει τα τείχη του κάστρου μας -«Μα αν ήταν να πληρώναμε εμείς όλα τα σπασμένα, τότε γιατί να πάρει αυτός τη Λήμνο;» έλεγε ο πατέρας, σιγά είναι η αλήθεια, μην τον ακούσει η μητέρα, και πάντως δεν έδινε ούτε τσετίνι για τις αξιώσεις του παλιολατίνου, «Το κάστρο είναι πάνω από χιλίων ετών και αντέχει», συνέχιζε, μεγαλόφωνα αυτή τη φορά, για ν' ακουστεί.
   «Μα έχει μεγάλες ρωγμές απ' τους σεισμούς»,  έλεγε χαμηλόφωνα η μητέρα, μην την ακούσουμε εμείς και φοβηθούμε, αλλά ο πατέρας ήταν ανένδοτος. 
   «Κι οι σεισμοί του Θεού είναι», έλεγε κι έκλεινε τη συζήτηση. 
   Με τις αναταραχές κι όλ' αυτά που γίνονταν πια στην Πόλη η επιστροφή μου απ' το πλοίο ευτυχώς πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Ο πατέρας δεν έμοιαζε να θυμάται αν είχε διατάξει να φύγω ή να μείνω, και η μητέρα έδειξε να χάρηκε κρυφά που με είχε συντροφιά. «Η Γιουστίνη μου είναι μικρή, κανείς δεν θα την πειράξει», έλεγε, κι αυτό που μου 'κανε εντύπωση δεν ήταν τα λόγια της αυτά καθαυτά, αλλά το γεγονός ότι για πρώτη φορά στα δώδεκά μου με είπε Ιουστίνη και όχι Ιουστίνο, όπως συνήθιζε. Πάντως εξακολουθούσα να φορώ αγορίστικα και τίποτε δεν έδειχνε να 'χει αλλάξει για μένα. Μόνον ο θείος Αγγελής, ο αδελφός του πατέρα, που έμενε μαζί μας με τη γυναίκα του τη Στεφανία, τόλμησε κάποια στιγμή να πει να μου φορούν φουστάνια, μη με ζητήσουν στον πόλεμο, αλλά ο πατέρας κι η μητέρα γέλασαν συγχρόνως και τόσο δυνατά, που κανείς πια δεν ξαναμίλησε γι' αυτό.