Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

[ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ


 Κωνσταντινούπολη,
Φεβρουάριος του έτους 6961 από κτίσεως κόσμου (1)

 

   «Εμείς δεν θα πεθάνουμε», έλεγε ο πατέρας, «στους πολέμους πεθαίνουν οι φτωχοί. Τους πλούσιους τους έχουν ανάγκη».
   «Όμως τ' αγόρια μου θα πάνε να πολεμήσουν, Λουκά», ξεφώνιζε η μητέρα, τρελαμένη μετά την τελευταία προειδοποίηση του Κωνσταντίνου ότι όσοι μπορούσαν να κρατήσουν όπλο έπρεπε να παρουσιαστούν, γιατί με τα πες πες του πατερ-Γεννάδιου, ότι η πόλη είναι καταδικασμένη απ' τον Θεό να υποστεί την τιμωρία της και να τουρκέψει για τις αμαρτίες που 'χε σωρεύσει τόσα χρόνια, κανείς δεν πήγαινε να καταταχθεί, για να σκοτωθεί τζάμπα.
   Όλοι έλεγαν ότι έχουν δουλειές, δεν προλαβαίνουν, και είναι ζήτημα αν είχαν μαζευτεί λέει τρεις χιλιάδες άνθρωποι, ξένοι οι περισσότεροι, που θα πληρώνονταν με τα δανεικά που είχε ζητήσει ο Κωνσταντίνος από τους Τζενοβέζους κι απ' τους Βενετούς και είχε εγγυηθεί ο πατέρας. Αλλά ποιος δίνει δανεικά σε τέτοιες περιπτώσεις, έλεγαν οι συμβουλάτορες, όταν μάλιστα ο βασιλιάς χρωστούσε ήδη γύρω στις είκοσι χιλιάδες υπέρπυρα στους Βενετούς κι εκείνοι κάθε τόσο του το υπενθύμιζαν. Ακόμη κι ο σπουδαίος πολέμαρχος, ο Γιουστουνιάς, που ήρθε να βοηθήσει και του έδωσε ο θείος τον τίτλο του αρχιστράτηγου, παρ' όλες τις αντιρρήσεις του πατέρα να πάρει ένας Λατίνος τίτλο πιο μεγάλο σχεδόν κι απ' τον δικό του, ζήτησε σαν πληρωμή τη Λήμνο, όταν θα περνούσε το κακό, το ξέραμε δα. Ο πατέρας τον είχε στην μπούκα, γιατί έκανε πως τα 'ξερε όλα κι ήθελε να δίνει ακόμη και σ' εμάς διαταγές. Απαιτούσε από τον Κουρουλούκα χρήματα για να επισκευάσει τα τείχη του κάστρου μας -«Μα αν ήταν να πληρώναμε εμείς όλα τα σπασμένα, τότε γιατί να πάρει αυτός τη Λήμνο;» έλεγε ο πατέρας, σιγά είναι η αλήθεια, μην τον ακούσει η μητέρα, και πάντως δεν έδινε ούτε τσετίνι για τις αξιώσεις του παλιολατίνου, «Το κάστρο είναι πάνω από χιλίων ετών και αντέχει», συνέχιζε, μεγαλόφωνα αυτή τη φορά, για ν' ακουστεί.
   «Μα έχει μεγάλες ρωγμές απ' τους σεισμούς»,  έλεγε χαμηλόφωνα η μητέρα, μην την ακούσουμε εμείς και φοβηθούμε, αλλά ο πατέρας ήταν ανένδοτος. 
   «Κι οι σεισμοί του Θεού είναι», έλεγε κι έκλεινε τη συζήτηση. 
   Με τις αναταραχές κι όλ' αυτά που γίνονταν πια στην Πόλη η επιστροφή μου απ' το πλοίο ευτυχώς πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Ο πατέρας δεν έμοιαζε να θυμάται αν είχε διατάξει να φύγω ή να μείνω, και η μητέρα έδειξε να χάρηκε κρυφά που με είχε συντροφιά. «Η Γιουστίνη μου είναι μικρή, κανείς δεν θα την πειράξει», έλεγε, κι αυτό που μου 'κανε εντύπωση δεν ήταν τα λόγια της αυτά καθαυτά, αλλά το γεγονός ότι για πρώτη φορά στα δώδεκά μου με είπε Ιουστίνη και όχι Ιουστίνο, όπως συνήθιζε. Πάντως εξακολουθούσα να φορώ αγορίστικα και τίποτε δεν έδειχνε να 'χει αλλάξει για μένα. Μόνον ο θείος Αγγελής, ο αδελφός του πατέρα, που έμενε μαζί μας με τη γυναίκα του τη Στεφανία, τόλμησε κάποια στιγμή να πει να μου φορούν φουστάνια, μη με ζητήσουν στον πόλεμο, αλλά ο πατέρας κι η μητέρα γέλασαν συγχρόνως και τόσο δυνατά, που κανείς πια δεν ξαναμίλησε γι' αυτό.
   Όταν ο πατέρας άρχισε να ετοιμάζεται για πόλεμο, όπως είπε, τότε χάρηκα, γιατί θα είχα όλο τον χρόνο να μιλήσω με τον Ιάκωβο, αφού εκείνος θα έλειπε. Μόνο που τα πράγματα δεν έγιναν έτσι, γιατί τον πατέρα τον έπιασε μια μανία να πάρει στον πόλεμο τ' αγόρια μας -και τον Ιάκωβο, που ήταν μικρός, αλλά εκείνος έλεγε πως ήταν πια κοτζάμ άντρας. Έτσι δεν κατόρθωσα παρά μόνο ν' ανταλλάξω ένα βλέμμα με τον Ιάκωβο τη στιγμή που ζωσμένος τη ναυτική στολή του με φίλησε. Μέσα σ' αυτό το βλέμμα ωστόσο πρόλαβα να διαβάσω τον φόβο του. Ο αδελφός μου φοβόταν να πάει στον πόλεμο, μα πιο πολύ φοβόταν να πει ότι φοβάται τον πατέρα. Άλλωστε ο Κουρουλούκα έλεγε πως δεν θα έλειπαν παρά τρεις ημέρες το πολύ και θα γύριζαν νικητές.
   «Μα τι πόλεμος είναι αυτός;» ρώταγε έκπληκτη η μητέρα.
   «Ο δικός μου πόλεμος στη θάλασσα», απαντούσε ο πατέρας, «όχι ο πόλεμος του Γιουστουνιά».
   Κι όλοι περιμέναμε να δούμε τι μπορεί να σήμαιναν αυτά τ' αλλόκοτα. Μόνον ο θείος Αγγελής δεν έμοιαζε να συμμετέχει σε οτιδήποτε γινόταν στον πύργο μας, απασχολημένος όπως πάντα να καταναλώνει το κρασί μας, λέγοντας πως πίνει το δικό του μερίδιο απ' τ' αμπέλια μας, και να χώνει όσο μπορούσε πιο βαθιά τα χέρια του στις φούστες των δουλικών, που γελούσαν πνιχτά, μην τις καταλάβει κανείς και ιδιαίτερα η κυρα-Στεφανία, που ήταν και μεγάλη γλωσσοκοπάνα, έλεγε η μητέρα.
   Όσο έλειπε ο πατέρας και τα τέσσερα αδέλφια μας ο πύργος μας πνιγόταν στη σιωπή. Τη δεύτερη ημέρα η μητέρα, εντελώς ξαφνικά, διέταξε μια δούλα να καλέσει τις ράφτρες μας. Δεν μπορούσα να φανταστώ πώς της ήρθε πάνω στην αγωνία μας να φτιάξει καινούριο φουστάνι, τόσα κρέμονταν ακόμη αφόρετα στα ερμάρια. Η έκπληξή μου ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν η μια ράφτρα με έστησε όρθια και ακίνητη για να πάρει τα δικά μου μέτρα. Θα μου έραβε ένα φουστάνι! Ένα απαλό, χρυσοκίτρινο, ολομέταξο φουστάνι, με κεντίδια χρωματιστά και με πτυχώσεις κάτω απ' το στήθος, για να το τονίζει, που ήταν σχεδόν αόρατο. Ένιωσα μεγάλη ταραχή. Πιο μεγάλη κι απ' την ταραχή που μου προξένησε η αναχώρηση του αδελφού μου για τον πόλεμο. Δεν ξέρω αν μου άρεσε που εγώ, ένα αγόρι, όπως είχα συνηθίσει, θα ντυνόμουν ξαφνικά σαν κορίτσι. Όταν το φουστάνι ήταν έτοιμο, σταθήκαμε όλες, δηλαδή η μητέρα, η θεία Στεφανία, η Ευφραιμία κι οι δούλες μας μαζί με τις μοδίστρες, και το κοιτούσαμε αμίλητες. Η μητέρα μού φάνηκε πως δάκρυσε καθώς το άγγιξε με τ' ακροδάχτυλά της κι ένιωσε την πλούσια απαλότητα και την ευγένεια του μεταξιού. Όμως εγώ δεν το φόρεσα τότε εκείνο το φουστάνι. Ούτε η μητέρα μού ζήτησε να το φορέσω. Έμενε κρεμασμένο ανάμεσα στα δικά της ρούχα, στο ερμάριό της, να περιμένει -κανείς δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει τι είχε στα σκοτάδια του μυαλού της η μητέρα.
   Έτσι όπως ήμασταν μόνες μας στον πύργο το μόνο που κάναμε ήταν να στρωθούμε να γράψουμε κιόλας στα κορίτσια μας, παρόλο που γνωρίζαμε ότι ήταν ακόμη στο πλοίο. Όμως το γράμμα μας, φτάνοντας σχεδόν όταν θα 'φταναν κι αυτές στην Ιταλία, θα τις παρηγορούσε που θα 'μεναν εξόριστες απ' την πατρίδα μέχρι να περάσει το κακό, ήμασταν σίγουρες ότι το κακό αργά ή γρήγορα θα περνούσε.
   Εγώ τους έγραψα και για το κίτρινο φουστάνι, ξέροντας πως τουλάχιστον η Άννα μας θα χαιρόταν. Το σπίτι μού φαινόταν πολύ άδειο τώρα που έλειπαν όλοι, μα περισσότερο φαινόταν άδειο καθώς μαζί με τους ανθρώπους απουσίαζαν κι όλα σχεδόν τα πολύτιμα πράγματά μας, ιδιαίτερα τα εικονίσματά μας. Η μητέρα, που είχε συνηθίσει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί να σταυροκοπιέται μπροστά σε κάποιο εικόνισμα, τώρα άφηνε τον σταυρό της στη μέση, ανακαλύπτοντας πως σ' εκείνον τον τοίχο που στεκόταν δεν υπήρχε εικόνισμα πια, και μέχρι να βρει έναν άλλο με εικόνισμα είχε ξεχάσει για ποιο λόγο έκανε την προσευχή της.
   Την τρίτη νύχτα οι φρουροί μάς φώναξαν να τρέξουμε στα παράθυρα, για να δούμε. Οι γυναίκες, είναι η αλήθεια, ποτέ δεν ανακαλύπταμε μόνες μας τι γινόταν στον έξω κόσμο, έτσι κλεισμένες στους τέσσερις τοίχους. Τρέξαμε στα παράθυρά μας που 'βλεπαν στον Κεράτιο κόλπο και μείναμε άφωνες. Ένα πελώριο κύμα φωτιάς κατέτρωγε την απέναντι ακτή, όπου ήταν η Καλλίπολη. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας η φωτιά φαινόταν ακόμη πιο λαμπερή, κόκκινη, με πορτοκαλιές φλόγες, που υψώνονταν κατά κύματα μέχρι τον ουρανό, κι άλλες φλόγες που 'μοιαζαν να τρέχουν καλπάζοντας, σαν να κυνηγούσαν κάτι που όλο ξεμάκραινε.
   «Είναι εκεί!» άκουσα τη Σιχθάν δίπλα μου να ψιθυρίζει -έβρισκε πάντα την ευκαιρία να τριγυρίζει ανάμεσά μας, φέρνοντας νερό ή κρασί ή τα υπέροχα σιροπιαστά γλυκά της, που πραγματικά αποδεικνύονταν θεόσταλτα τέτοιες ώρες.
   Μπουκωμένη καθώς ήμουν μ' έναν τούρκικο λουκουμά γεμάτο καρύδια, κανέλα και μέλι, σκέφτηκα τον αδελφό μου και το μυαλό μου χίμηξε πάλι κοντά του, παραμερίζοντας τις φλόγες.
   Ήταν ο πρώτος του πόλεμος! Και, μα την αλήθεια, έμοιαζε να τον γλεντά. Χαμογελούσε μ' εκείνο το πλατύ χαμόγελο, που ζωγράφιζε στο πρόσωπό του ρόδινες πινελιές  κι ολόλευκο διαμαντένιο φως, σαν το πορτρέτο του Μπελλίνι ήταν. Το αίμα του έβραζε. Τα ρουθούνια του είχαν μπουκώσει απ' την κάπνα, που λες κι έμπαινε στο μυαλό του και το θόλωνε, του 'φτιαχνε εικόνες βουτηγμένες στην πορφύρα. Ο πατέρας τού έλεγε:
   «Νικήσαμε, πήραν ένα καλό μάθημα οι Τούρκοι κι οι δικοί μας είδαν τι αξίζουμε, που προσκυνάν τον Γιουστουνιά».
   Ο Ιάκωβος πέταξε το τελευταίο του δόρυ, ζωσμένο με φωτιά, στο μπουλούκι των ανθρώπων που κατέβαινε στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα, σαν να ικέτευε, και γύρισε ενθουσιασμένος το βλέμμα του στον πατέρα. Μέσα στις αντανακλάσεις της φωτιάς είδε τα μάτια του. Γαλάζια σαν τα δικά του και μέσα τους να χοροπηδάει σαν τη φλόγα η ικανοποίηση. Δεν κρατήθηκε. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Ο Κουρουλούκα, παρόλο που είχε πολλά ακόμη να κάνει, τον κράτησε σφιχτά, «Αυτό δεν είναι νίκη, μικρέ, είναι πράξη πολιτική, έχουμε το πάνω χέρι», του ψιθύρισε στ' αυτί κι ύστερα τον έσπρωξε αποφασιστικά, δίνοντας καινούριες διαταγές στ' άλλα αδέλφια μας και στο πλήρωμα -δεν ήταν δυνατόν να γυρίσουν πίσω με άδεια χέρια. Όλοι αυτοί οι αντίχριστοι που έτρεχαν παρακαλώντας προς τη θάλασσα αποτελούσαν το τρόπαιο. Οι πέντε δρόμωνες στράφηκαν ξανά προς τη στεριά κι οι ναύτες ετοιμάστηκαν να βγουν για να τους πιάσουν αιχμάλωτους. Ο Ιάκωβος κίνησε να πάει μαζί τους, αλλά ο πατέρας τον συγκράτησε.
   «Αυτό δεν είναι δική μας δουλειά», είπε και τον τράβηξε μαζί του, είχε άλλα σχέδια για τον μικρό μου αδελφό, κι εκείνος τον ακολούθησε χοροπηδώντας. 
 
Μάρτης του ίδιου έτους
 
   Το πρωί μάς ξύπνησαν δυνατές φωνές. Όλοι πεταχτήκαμε απ' τα κρεβάτια μας παραξενεμένοι. Η είδηση της νίκης του Κουρουλούκα εδώ και καιρό είχε βγάλει φτερά και είχε μαθευτεί από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της επτάλοφης πόλης μας. Ο κόσμος έδειχνε κατευχαριστημένος. Δεν ήταν όμως μια ευχαρίστηση που την ένιωθες βαθιά μέσα σου, να σου γλυκαίνει την ψυχή. Γιατί βαθιά μέσα μας ήταν ριζωμένος ο φόβος. Φοβόμασταν την εκδίκηση του Μεχμέτ.
   Η μητέρα ήταν αρνητική απ' την αρχή. Όταν έμαθε τη νίκη του πατέρα, έτρεξε σε τοίχο με εικόνισμα κι έκανε τον σταυρό της πολλές φορές. Αυτό μας τρομοκράτησε ακόμη περισσότερο, γιατί η μητέρα μπορεί να είχε τις τρέλες της και τις ελαφρομυαλιές της, αλλά ορισμένες φορές λες και μάντευε το μέλλον. Και το μέλλον δεν έμοιαζε ευοίωνο, όσο κι αν πατέρας είχε ξεκληρίσει εκείνο το χωριό των Τούρκων -κάποιες Τουρκάλες απ' τις δούλες μας έκλαιγαν κρυφά, μην τις δούμε, από παντού μέσα στον πύργο μας ακούγαμε λυγμούς. Ύστερα ήταν και το άλλο: Μετά τις προσευχές της η μητέρα ζήτησε από τον πατέρα τα κοσμήματά της, για να τα στείλει, είπε, στην Ιταλία, μ' ένα πλοίο γεμάτο σόδα, λουλάκι, κερί και μαστίχα, που 'χε μάθει ότι σάλπαρε κρυφά. Αλλά ο πατέρας, ξεριζώνοντας μερικές τρίχες απ' το γένι του και κοιτάζοντας αυστηρά τον μικρό μου αδελφό, μην του ξεφύγει τίποτα, της είπε ότι δεν τα είχε.
   Και πού ήταν δηλαδή τα κοσμήματά της; Αλλά σ' αυτό ο πατέρας αρνιόταν να μιλήσει και το μόνο που έκανε ήταν να διώξει από το δωμάτιο τον αδελφό μου, που είχε γίνει κατακόκκινος, το μικρό σημάδι ανάμεσα στα φρύδια του κάλπαζε φρενιασμένο και λαμπερό, θαρρείς έσταζε αίμα! Ο ίδιος προσπάθησε να κρύψει την ταραχή του χώνοντας έναν τεράστιο λουκουμά στο στόμα του, που κόντεψε να τον πνίξει. Ύστερα πλησίασε τη μητέρα με ερωτική διάθεση, δεν ήταν ανάγκη να το δούμε, πάντα έτσι έκανε στις δύσκολες στιγμές, αλλά οι στριγκλιές της ακούστηκαν μέχρι έξω, σίγουρα ο πατέρας είχε αρχίσει να πιπιλάει τον λοβό του αυτιού της. «Δεν είναι τώρα ώρα για σαλιαρίσματα, Λουκά», κι εμείς όπου φύγει φύγει, να γλιτώσουμε απ' τον θυμό της, πρώτη φορά η μητέρα δεν υπέκυπτε στα «σαλιαρίσματα» του πατέρα, που σήμαινε πως τα πράγματα ήταν πολύ, μα πάρα πολύ σοβαρά. Και τότε τρομάξαμε υπερβολικά για το τι μας περίμενε. Όμως δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα εμείς τα μικρά παιδιά.
   Τις φωνές του ενθουσιασμού απ' τον κοσμάκη για τη νίκη του Κουρουλούκα διαδέχτηκαν άλλες φωνές, πιο δυνατές, βροντώδεις φωνές, που μιλούσαν άσχημα τη γλώσσα μας, με μια βαριά προφορά, όπως η Σιχθάν. Ήταν οι φωνές του πολέμου. Οι Τούρκοι θεώρησαν λέει προδοσία την επίθεση του πατέρα στο χωριό τους και, σαν να ήταν υπεύθυνος ο θείος Κωνσταντίνος, τον κατηγόρησαν ότι δεν κράτησε τον λόγο του για ειρήνη, όπως είχε γράψει στην επιστολή που έστειλε στον Μεχμέτ. Εμείς δεν την ξέραμε αυτή την επιστολή, αλλά η μητέρα, που γνώριζε πολύ καλά τον βασιλιά, αφού ήταν ξάδελφός της, είπε ότι σίγουρα θα την είχε στείλει. Ο πατέρας, αν και πρωθυπουργός της χώρας, δήλωνε άγνοια, αλλά είτε την είχε στείλει είτε όχι ο Κωνσταντίνος αυτή την επιστολή στον Μεχμέτ, προσφέροντάς του ειρήνη, μια ευκαιρία περίμενε, όπως είχαμε καταλάβει πια, εκείνος ο τρελαμένος. 
   «Καλύτερα που πήραν ένα μάθημα από μας», έλεγε και ξανάλεγε ο πατέρας. «Ο κόσμος τώρα ξέρει ποιος είναι ο δυνατός σ' αυτή τη χώρα, που παραπαίει», συνέχιζε, δεχόμενος τις επευφημίες των φτωχών οπαδών, που τριγύριζαν έξω απ' τον πύργο μας, ασκώντας το δικαίωμά τους για το καθημερινό ψωμί, που τους είχαμε συνήθίσει να τους πετάμε.
   Ο αδελφός μου ήταν πολύ αναστατωμένος. Μπορεί ο πατέρας να του είχε δείξει εμπιστοσύνη, κάνοντάς τον κοινωνό σ' όλα του τα σχέδια και τις πράξεις, αλλά κάτι μέσα του τού φώναζε ότι η κατάσταση ξέφευγε απ' τα χέρια του Κουρουλούκα, καθώς τον άκουγε να παραμιλάει, τραβώντας τρίχες απ' το γένι του, ότι ο βασιλιάς μαζί με τον Γιουστουνιά και τον Βενετσιάνο διοικητή Αλοΐσιο Διέδο κάτι μαγείρευαν εναντίον του.
 
  Απρίλης του ίδιου έτους 

   Εκείνο το ολόγλυκο ξημέρωμα, στις 6 του Απρίλη, κανείς στον πύργο μας δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Αποβραδίς στριφογυρίζαμε στα κρεβάτια μας και λίγο πριν χαράξει πεταχτήκαμε στα παράθυρά μας. Το κόκκινο χρώμα της αυγής το τύλιγε μια λευκή σκόνη και το τιτίβισμα των πουλιών το κάλυπτε ένας μακρινός αχός, που όλο πλησίαζε. Δεν ήμασταν πια πολλοί στο σπίτι. Μόνον η μητέρα, η θεία Στεφανία, ο μικρός μου αδελφός κι εγώ, μαζί με τους δούλους, τις μαγείρισσες, τους φύλακες και την Ευφραιμία, που τριγυρνούσε πάνω κάτω λες και κάτι ετοίμαζε μυστικά. Ο πατέρας, ο θείος Αγγελής και τ' αγόρια μας, μαζί με τον αρραβωνιαστικό της Θεοδώρας, είχαν φύγει για τις θέσεις τους στη φρούρηση του τείχους από χθες νωρίς το πρωί. Το τεράστιο θαλάσσιο φράγμα που 'χαν κατασκευάσει οι Τζενοβέζοι ναύτες του Γιουστουνιά με διαταγή του, αντί να κάθονται και να παίζουν χαρτιά μπεκρουλιάζοντας στα καράβια, ήταν έτοιμο. Έφτανε μέχρι την είσοδο του Κεράτιου κόλπου, από τον πύργο του Ευγενίου μέχρι τον πύργο του Αγίου Μάρκου. Η αλυσίδα του, αν και τόσο βαριά, στεκόταν στην επιφάνεια της θάλασσας σαν πούπουλο, τόσο καλά την είχαν τεντώσει. Ο κοσμάκης πανηγύριζε όταν κατέβαινε στο λιμάνι κι έβλεπε το φράγμα ή ανέβαινε στον πιο ψηλό λόφο της πόλης για να το καμαρώσει. Ακόμη κι ο ίδιος ο βασιλιάς είχε πάει να επιβλέψει το έργο, φορώντας την ασημένια πανοπλία του, που άστραφτε στον ανοιξιάτικο ήλιο. Ο πατέρας όλον αυτό τον καιρό ήταν ωστόσο σκεπτικός και αμίλητος. Κι εκείνη την ημέρα, που ήταν να φύγουν για τις θέσεις που ο Γουστουνιάς, με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά, τους είχε ορίσει να φυλάνε στο τείχος, ξέσπασε. Δεν ήξερε, φώναζε, τι στολή επιτέλους έπρεπε να φορέσει, κι ήταν όλος θυμό -άκου εκεί, αυτός, ο αρχηγός του στόλου, να έχει πάρει εντολή από τον παλιολατίνο, με τη σύμφωνη γνώμη πάντα του βασιλιά, να παραιτηθεί απ' τα καράβια του, που τα 'χε κιόλας βουλιάξει ο Αλοΐσιος, χωρίς την έγκρισή του, τα καράβια που με δικά του λεφτά, τα λεφτάκια μας, είχε εξοπλίσει και μ' αυτά είχε νικήσει τους Τούρκους στην Καλλίπολη! Με τη δικαιολογία λέει ότι το 'κανε για ασφάλεια, μην αρπάξουν καμιά φωτιά στον πόλεμο, έτσι σάπια που ήταν, και κινδυνέψουμε -σαχλαμάρες! Όλη η ιστορία ήταν για ν' αρπάξει ολόκληρη την αρχηγία ο Γιουστουνιάς, ένας ξένος, «Κρεμόμαστε πάντα απ' τους ξένους», άφριζε πλέον ο πατέρας. Κι ύστερα τι ήταν πάλι αυτό; Να αναλάβει λέει να φυλάξει το εσωτερικό τείχος του λιμανιού κοτζάμ αρχηγός του στόλου! Τι υποβιβασμός!
   Ο αδελφός μου δεν τα συμμεριζόταν αυτά, ιδιαίτερα τα του τείχους -γιατί, δηλαδή, το θεωρούσε υποτιμητικό ο πατέρας;
   «Το τείχος ήταν τεράστιο, να, κοιτάξτε!» μας έλεγε και μας τραβολογούσε στα πιο ψηλά παράθυρα του πύργου μας.
   Και πράγματι το τείχος του Κεράτιου γέμιζε τα μάτια μας, «Έχετε δει πιο μεγάλο;» μας ρωτούσε, κι εμείς συμφωνούσαμε, ε, δεν είχαμε δει άλλο τείχος στη ζωή μας κι αφού έτσι έλεγε ο Ιάκωβος, που ήταν σχεδόν έμπειρος πλέον στα πολεμικά, έτσι θα 'ταν. Όμως ο πατέρας έμοιαζε να 'χει βαριά καρδιά.
   «Μια κοροϊδία», έλεγε, «είναι αυτό, οι Τούρκοι δεν μπορούν να φτάσουν σ' αυτά τα τείχη, ολόκληρος ο Κεράτιος είναι κλεισμένος με το φράγμα και την αλυσίδα, κανένα πλοίο δεν μπορεί να πλησιάσει, μόνον αν βγάλουν φτερά», και κουνούσε με δύναμη τα χέρια του πάνω κάτω, λες και πετούσε ο ίδιος. 
   Εμείς, ωστόσο, χαιρόμασταν που ο πατέρας και τ' αδέλφια μας δεν θα κινδύνευαν, αλλά δεν το δείχναμε, ο πατέρας ήταν στ' αλήθεια πέρα για πέρα θυμωμένος, ιδιαίτερα με τον θείο Κωνσταντίνο, που τον έκαναν, έλεγε, ό,τι ήθελαν οι ξένοι. Μάλιστα κάποια στιγμή, λίγο πριν φιλήσει τη μητέρα, τον ακούσαμε να βροντοφωνάζει, «Θα μου το πληρώσουν αυτό ο Κωνσταντίνος κι ο βρομολατίνος», αλλά η μητέρα δεν μίλησε, έκανε μόνο τον σταυρό της. Ο πατέρας γύρισε να φύγει. Λίγο πριν καβαλήσει το άλογο, της φώναξε ξανά:
   «Αν ήταν να προδώσω τη χώρα μου, θα το 'χα κάνει ήδη, δεν θα περίμενα τον πόλεμο, για να με αποκλείσουν στον Κεράτιο».
   Κι έφυγε καλπάζοντας δυνατά, έκανε το άλογό του ν' αφηνιάσει. Πίσω του κάλπαζαν τα μεγάλα αγόρια μας, μέχρι που έγιναν μια σταλιά μικρές κουκκίδες και χάθηκαν απ' τα μάτια μας, ακόμη δεν είχε καλά καλά ξημερώσει, τους κατάπιε η αχλή της νύχτας.
   Η μητέρα είχε ξαναζήσει κι άλλους πολέμους. Ήταν πιο παλιά, όταν ζούσε ο άλλος σουλτάνος, ο Μουράτ, ο πατέρας του σημερινού. Τότε μας είχαν λέει πάλι επιτεθεί οι Τούρκοι, μια λύσσα θαρρείς είχαν με την πόλη μας, που τους εμπόδιζε λέει να εισβάλουν στην Ευρώπη. Ήταν μια καινούρια εκδοχή τώρα αυτή για τη λύσσα που 'χε πιάσει τον σουλτάνο, που εμείς τα παιδιά όμως δεν την πολυπιστεύαμε, κάτι άλλο νομίζαμε ότι είχε ο Μεχμέτ πάθει μ' εμάς.
   Εκείνες οι παλιές επιθέσεις πάντα τελείωναν σύντομα, χωρίς η Κωνσταντινούπολη να πάθει ιδιαίτερο κακό. Χαράτσι μόνο πληρώναμε, αλλά αυτό εμάς δεν μας επιβάρυνε.
   Στης μητέρας το μυαλό πάντως ο πόλεμος ήταν ένα τεράστιο τέρας, με μεγάλα μυτερά μαύρα δόντια, που έσταζαν αίμα, και τρομακτικά άγρια μάτια, που μόνο να σε κοιτούσαν σου 'κοβαν την αναπνοή και πέθαινες απ' την τρομάρα. Κι όλο το σώμα του λέει ήταν γεμάτο τρίχες και τριβόλια που εξαπέλυαν φωτιά, ενώ η μακριά ουρά του -ίδια με του διαβόλου- μπορούσε να τυλιχτεί ακόμη και σε δέκα σώματα συγχρόνως και να τα στραγγαλίσει πριν προλάβουν να προσευχηθούν. Πολλές φορές είχαμε ξυπνήσει εγώ κι ο αδελφός μου κάθιδροι, να περιμένουμε το τέρας του πολέμου να μπει απ' τη μεγάλη πύλη του πύργου μας, σκοτώνοντας τα σκυλιά μας, ν' ανέβει στα δωμάτιά μας και να μας πνίξει. Αργότερα, όταν μεγαλώσαμε πια, στα δώδεκα, η μητέρα έπαψε να μιλάει για το τέρας του πολέμου, αλλά ο φόβος μας εξακολουθούσε να είναι ολοζώντανος. Μόνο που τώρα πια, που ήταν τόσο κοντά μας, όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Ο Ιάκωβος, που είχε ζήσει κιόλας την εμπειρία του πολέμου σ' εκείνο το μικρό χωριό των Τούρκων, έλεγε πως δεν ήταν δα και κανένα σπουδαίο πράγμα. Είχαμε δίκιο και κατορθώσαμε να νικήσουμε, γιατί τώρα θα ήταν διαφορετικά; Αλλά η μητέρα είχε πατήσει πόδι. Ο μικρός ήταν μικρός ακόμη για αληθινό πόλεμο. Κι έτσι τον κράτησε κοντά της, παρ' όλες τις υποσχέσεις του πατέρα ότι θα τον πρόσεχε και θα τον είχε πάντα μαζί του. Η μητέρα μάς κρατούσε και τους δυο αγκαλιά και μας χάιδευε τα μαλλιά σκεφτική κι έλεγε με φωνή που θαρρείς πνιγόταν στον λαιμό της πως δεν ήξερε πλέον τι ήταν δίκαιο ή άδικο και ποιος είχε το δίκιο με το μέρος του σ' αυτή τη χώρα, που δεν ήταν χώρα, παρά μια πόλη όλη κι όλη, περιτριγυρισμένη πια απ' τους άπιστους -πού τα παλιά μεγαλεία...
   Όταν έφυγαν όλοι για τον πόλεμο, χωρίς καθόλου να μας εξηγήσει τι σήμαιναν αυτά, δέχτηκε στη μεγάλη αίθουσα, στην οποία καλούσαμε τον κόσμο, τρεις γριές γυναίκες, που τις έφερε η Ευφραιμία κρυφά, μην τις πάρει μυρωδιά κανένας παπάς, και ήτανε λέει Χαλδαίες, δηλαδή μάγισσες, και μαζί τους έναν άντρα σκεπασμένο απ' την κορφή ως τα νύχια μ' ένα μαύρο ράσο, σαν να ήταν παπάς, αλλά δεν ήταν, η Ευφραιμία τον σύστησε στη μητέρα σαν απόγονο ενός Ουάλεντος με τ' όνομα, που ήταν λέει σπουδαίος παλιός αστρολόγος και τον είχε καλέσει ο Μέγας Κωνσταντίνος πριν από χίλια τόσα χρόνια, όταν ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη, για να τον ρωτήσει τι λένε τ' άστρα για τη νέα πόλη, αν θα ζήσει δηλαδή πολλά χρόνια κι αν θα 'ναι δυνατή και πλούσια. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, που δεν μάθαμε το όνομά του, άρχισε να μιλά με βραχνή και σπηλαιώδη φωνή, καθώς ξεδίπλωνε κάτι κουρελιασμένους παμπάλαιους χάρτες τ' ουρανού, και να λέει πράγματα παράξενα, που τα έβλεπε από τις διασταυρώσεις που έκαναν οι πορείες των άστρων. Εμείς, που κρυφακούγαμε, δεν καταλάβαμε και πολλά πράγματα, κάτι πήρε το αυτί μας για τον έβδομο Παλαιολόγο και τον έβδομο απόγονο των Οσμανλιδών, που όταν θα συναντιόνταν στη γη βασιλεύοντας θα 'ταν κακό σημάδι, και στη βασιλεία τους θα χανόταν η πόλη μας. Τώρα, είπε με τρόμο, ήταν αυτές οι συγκυρίες. Η μητέρα γύρισε το κεφάλι της στον τοίχο και όλοι κρατούσαν την ανάσα τους, ακόμη κι εμείς. Μετά από λίγο ξαναγύρισε κι είδαμε ότι ήταν δακρυσμένη.
   «Τα παιδιά μου;» ρώτησε σαν χαμένη.
   Όμως ο αστρολόγος δίπλωσε τους χάρτες του και δεν απάντησε. Κάρφωσε το βλέμμα του στο δάπεδο και ίσιωσε τα λιγδερά μαλλιά του. Η μητέρα έτρεξε κοντά του και τον έπιασε απ' τα χέρια, σχεδόν έτοιμη να γονατίσει μπροστά του, κι εμείς ταραχτήκαμε πολύ, γιατί η μητέρα ήταν πάντα πολύ υπερήφανη, χώρια που ποτέ της, σε άλλες συνθήκες, δεν θα άγγιζε έναν τέτοιον κουρελιάρη και βρομερό γέρο, που μόνο σιχασιά μπορούσε να σου προκαλέσει.
   «Ο πόλεμος είναι πόλεμος, κυρά», είπε ο λιγδιάρης και τραβώντας τα χέρια της από πάνω του γύρισε να φύγει, ψιθυρίζοντας βιαστικά: «Συγχώρα με, κυρά».
   Η μητέρα έκλεισε το στόμα της με τα χέρια της κι έμεινε έτσι αρκετή ώρα. Η Ευφραιμία την αγκάλιασε και κάτι της ψιθύριζε συνέχεια στ' αυτί, ενώ τη χάιδευε γρήγορα με απανωτές κινήσεις, θαρρείς η μητέρα είχε παγώσει κι ήθελε να τη ζεστάνει. Εμείς στεκόμασταν στην πόρτα και δεν τολμούσαμε ούτε να ψιθυρίσουμε μεταξύ μας. Όμως ένιωθα την καρδιά του αδελφού μου να πάλλεται δυνατά και το μυαλό του να ψάχνει μια προσευχή κατάλληλη για την περίπτωση, χωρίς να τη βρίσκει.
   Τότε εμφανίστηκε φουριόζα η θεία Στεφανία. Έδειχνε ξαναμμένη και σταμάτησε μπροστά στη μητέρα, να πάρει μιαν ανάσα. Αμέσως μετά άρχισε να λέει, με την τσιριχτή και ψευδή φωνή της, ότι οι φύλακες που τριγύριζαν στον δρόμο έμαθαν πως ο Μεχμέτ έφτασε μέχρι τα χερσαία τείχη και τα περιεργάζεται, αλλά ακόμη δεν έχει αρχίσει καμιά επιδρομή, γιατί είναι Παρασκευή, η ιερή ημέρα των Τούρκων, «Έχουμε ακόμα ειρήνη να ανασαίνουμε», είπε. 
   Ύστερα η θεία Στεφανία σταμάτησε, πήρε μερικές απανωτές ανάσες για να συνέλθει κι έκανε τρεις φορές τον σταυρό της. Η μητέρα την κοίταξε αμίλητη κι έφυγε για το δωμάτιό της. Η Ευφραιμία είπε ότι σήμερα θα τρώγαμε κοτόπουλο, είχαν σφάξει πολλά, γιατί ήθελαν τα συκώτια τους, για να μελετήσουν τις βουλές της μοίρας, οι ορνιθοσκόποι του πύργου μας. Κι ο αδελφός μου σιχάθηκε να φάει τέτοιο κοτόπουλο και είπε να τα δώσουν στους φτωχούς.
   Μετά, και πριν προλάβουμε να πιούμε μια γουλιά γλυκό κρασί, για να μαλακώσει η τρομάρα μας, ακούστηκαν τα τύμπανα... Και οι σάλπιγγες... Του πολέμου!
   Τότε είδαμε τη μητέρα να 'ρχεται τρέχοντας στο τραπέζι που τρώγαμε και να προσεύχεται ανάμεσα σε λυγμούς, κι έκανε τον σταυρό της, παρασύροντας κι εμάς, με τη μπουκιά στο στόμα, να σταυροκοπηθούμε.
   Την ίδια στιγμή ένας φύλακας ανέβηκε βιαστικά δυο δυο τα σκαλιά του πύργου μας για να μας φέρει τα νέα. Οι δικοί μας είχαν βγει την προηγούμενη μέρα κι είχαν κυνηγήσει τους Τούρκους μακριά, σκοτώνοντας πολλούς. Ύστερα ξαναγύρισαν κι έκλεισαν οριστικά τις πύλες. Η πεδιάδα έξω απ' τα τείχη μας είχε γεμίσει πτώματα Τούρκων, τ' άλογα πλατσούριζαν στα αίματα γυρίζοντας πίσω. Ο φρουρός πήρε μιαν ανάσα κι η μητέρα διέταξε τις δούλες μας να του δώσουν ένα κύπελλο κρασί. Όταν συνήλθε, μας είπε πως σήμερα ο Μεχμέτ είχε στείλει στην πύλη  απεσταλμένο με σημαία ανακωχής, να ζητήσει, έτσι όπως ορίζει και το Κοράνι, την παράδοση της πόλης από τον βασιλιά, με αντάλλαγμα να μην πειράξουν κανέναν και να 'χουμε την ελευθερία της πίστης μας. Όλοι μείναμε με το στόμα ανοιχτό -ώστε ήταν αλήθεια αυτό που έλεγε ο πατέρας, ότι θα μας επέτρεπε ο σουλτάνος την πίστη μας στον Θεό! Μα τότε γιατί να μην παραδοθούμε; Η Σιχθάν, που εκείνη τη στιγμή μάς κερνούσε τα φρεσκοψημένα γλυκά της, πάτησε κάτι γοερά κλάματα και συγχρόνως έβγαζε τρομαγμένες στριγκλιές, «Ας του δώσουμε πόλη, ας του δώσουμε να ζήσουμε», αλλά η μητέρα τη χαστούκισε δυνατά, διατάζοντάς την να το βουλώσει. Ύστερα, ήρεμα, έκανε νόημα στον φρουρό μας να συνεχίσει.
   «Ο βασιλιάς αρνήθηκε. Θα πολεμήσουμε, κυρά μου», είπε έτοιμος να λιποθυμήσει.
   Η μητέρα κάθισε πάλι στο τραπέζι αμίλητη. Καταλάβαμε πως για κείνην και τον θείο Κωνσταντίνο ο Μεχμέτ ήταν ένα τέρας. Το τέρας του πολέμου.
   Ο φρουρός υποκλίθηκε κι έφυγε. Αμέσως ξαναγύρισε. Στάθηκε μπροστά μας και μας κοίταξε σαν ηλίθιος. Μισογέλασε κι άρχισε να ξύνει το κεφάλι του. Ύστερα άρχισε να λέει χαχανίζοντας πως κάποιοι είπαν ότι είδαν στη σκηνή του Μεχμέτ μια ζωγραφιά με τον αρχάγγελο Γαβριήλ, που ήταν λέει φτυστός ο πρίγκιπας Ιάκωβος, καλά, εσείς πιστεύετε τέτοιο πράμα; Και συνεχίζοντας τα χάχανα γύρισε κι έφυγε. Δεν ανταλλάξαμε ούτε μια κουβέντα την ώρα του φαγητού. Μόνον εγώ κοιτούσα συνέχεια τον μικρό μου αδελφό και δεν μπορούσα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. Λες να 'ναι αλήθεια αυτό με τη ζωγραφιά; σκεφτόμουν. Όταν με κοίταξε ο Ιάκωβος βαθιά στα μάτια, κατάλαβα ότι κι απ' το δικό του το μυαλό περνούσε αυτή η σκέψη, ώσπου άρχισα να πιστεύω ότι μπορεί και να 'ταν αλήθεια. Όμως τι το ήθελε το πορτρέτο του αδελφού μου στη σκηνή του ο Μεχμέτ;
   Η ατμόσφαιρα στο τραπέζι μας ήταν βαριά. Θαρρείς ένα πένθος πλανιόταν στις καρδιές μας. Ο αδελφός μου έλιωνε τον λουκουμά στο πιάτο του με τέτοια δύναμη, που στράβωσε το ασημένιο του πιρούνι, αλλά κανείς δεν τον μάλωσε. Η Σιχθάν, ρουφώντας τη μύτη της, μάζεψε τον δίσκο της και βγήκε απ' την τραπεζαρία πατώντας στις μύτες. Πέρα μακριά ακούγαμε κιόλας τους πρώτους κανονιοβολισμούς, που, αν και ήταν μεγάλη η απόσταση, τράνταζαν ακόμη και τον πύργο μας, και απίστευτα τρομακτικές κραυγές, σαν μια παράξενη προσευχή άγριων θηρίων, ενώ η Ευφραιμία είπε πως είδε απ' το πιο ψηλό παράθυρο του πύργου μας τις πρώτες φωτιές του πολέμου να ανάβουν μέσα στα δικά μας τείχη. Αφήσαμε το επιδόρπιο στη μέση και μαζευτήκαμε κοντά στον τοίχο όπου είχε απομείνει μια εικόνα της Παναγίας, όχι όμως τόσο πολύτιμη όσο αυτές που είχαμε φυγαδεύσει στην Ιταλία. Μέχρι που νύχτωσε ήμασταν εκεί όρθιοι, τρομαγμένοι, να τρέμουμε από ένα εσωτερικό ψυχρό ρίγος, η μητέρα, η θεία Στεφανία, ο μικρός μου αδελφός, η Ευφραιμία κι εγώ. Ο πόλεμος έμπαινε σιγά σιγά στην ψυχή μας.

   Ο μικρός μου αδελφός τυλίχτηκε στο ζεστό του μαφόριο, γλίστρησε έξω απ' τον πύργο μας, ακολουθώντας τις μυστικές διόδους που του 'χε υποδείξει ο πατέρας, και βρέθηκε στον δρόμο. Δεν υπήρχε κανείς. Ούτε άνθρωπος ούτε ζωντανό. Καλύτερα έτσι, σκέφτηκε, δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Στο μυαλό του κιόλας είχε αρχίσει να διαμορφώνει τις λέξεις και τις φράσεις, τις παραγράφους και τα ερωτόλογα που θα 'γραφε στη Ζαμπέτα -μα επιτέλους κανείς ποτέ μας δεν κατάλαβε, ούτε τότε ούτε αργότερα, τι του είχε κολλήσει στο μυαλό μ' αυτήν τη Βενετσιάνα και προσπαθούσε να γίνει ήρωας για χάρη της.
   Σταμάτησε να σκέφτεται, είχε φτάσει κάτω, στο τείχος του Κεράτιου, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, εκεί που έλπιζε να συναντήσει τον πατέρα. Είχε ξημερώσει πια, άκουσε την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπά την πρώτη ώρα της ημέρας.
   Ακούστηκαν κραυγές, που ξέσκιζαν την ηρεμία του ξημερώματος. Δυνατές κραυγές θηρίων έτοιμων να επιτεθούν στη λεία τους. Οι φωνές, που στην πραγματικότητα ακούγονταν από μακριά, στο μυαλό του ηχούσαν βροντερές. Κοίταξε γύρω του. Προσπάθησε να διακρίνει ανάμεσα στα δέντρα και στα περιγράμματα των ανθρώπων τον πατέρα. Γι' αυτόν είχε έρθει εδώ. Κανείς. Λίγοι φρουροί, με τις χαρακτηριστικές στολές των μισθοφόρων, ήταν ακόμη ξαπλωμένοι καταγής, τεμπελιάζοντας και ρουθουνίζοντας. Ο πόλεμος δεν είχε έρθει ακόμα στον Κεράτιο. Κοίταξε πέρα μακριά για να τον ανακαλύψει κι ύστερα έτρεξε να σκαρφαλώσει στον λόφο πίσω του. Και τον είδε! Ο πόλεμος ήταν εκεί. Στο χερσαίο τείχος.
   Έτρεξε. Χωρίς να το σκεφτεί. Τα πόδια του μάτωναν στ' αγκάθια, ασυνήθιστα καθώς ήταν στις κακουχίες, αλλά ο μικρός μου αδελφός έμοιαζε μαγεμένος. Κι έτσι, με κομμένη την ανάσα απ' την τρεχάλα, μπήκε μέσα στη φωτιά.
   Κι ύστερα είδε. Μισοκρυμμένος πίσω από ένα τοιχάκι πέτρινο, που τον προστάτευε από τις αμέτρητες ριπές δοράτων, που 'ρχονταν αφηνιασμένες, πηδώντας τα τείχη, κι έσκαγαν πάνω στις πέτρες και πετάγονταν πίσω. Οι άπιστοι είχαν αρχίσει στ' αλήθεια την επίθεση στην Ιερή Πόλη μας. Την πόλη της Παναγίας, του ίδιου του Θεού, τη νέα Ιερουσαλήμ. Κι ο Θεός το επέτρεπε να συμβεί. Τόσο πολλές και βαριές ήταν οι αμαρτίες μας. Ο Ιάκωβος ανατρίχιασε. Ύστερα γλίστρησε σε μια πολεμίστρα απομακρυσμένη και κοίταξε πέρα μακριά στον κάμπο. Όπου έφτανε το μάτι του έβλεπε χοντρά άλογα, φορτωμένα με όπλα και γυμνασμένους καβαλάρηδες, που τα σπιρούνιζαν συνέχεια με λύσσα, να καλπάζουν δυνατά, σκάβοντας με τα πέλματα βαθιά το μαλακωμένο απ' τις βροχές χώμα, σηκώνοντας κόκκινα σύννεφα πηχτής σκόνης. Τα σύγκρινε με τα δικά μας καλοκαμωμένα, λυγερόκορμα ζωντανά, που τόσο τα αγαπούσε.
   Οι δικοί μας πάνω στο κάστρο, εκεί κοντά στην Πύλη του Ρωμανού, έμοιαζαν πανικόβλητοι. Τα όπλα τους ήταν λιγοστά, μαζεμένα απ' τα σπίτια των κατοίκων της Πόλης, το ξέραμε, το συζητούσε στον πύργο μας ο πατέρας. Μερικά ήταν καλά, άλλα μισοκατεστραμμένα. Κάποιοι κρατούσαν απλώς μακριά ξύλα, κομμένα πρόσφατα απ' τα δέντρα, που με διαταγή του Γιουστουνιά τα είχαν πριονίσει οι στρατιώτες, για να μην μπορούν λέει οι άπιστοι να κρύβονται πίσω απ' αυτά, μέρος ενός αμυντικού σχεδίου που ο πατέρας κορόιδευε.
   Σ' εκείνο το σημείο της Πύλης του Ρωμανού το τείχος δεν ήταν, έλεγαν, ανθεκτικό. Οι οπλίτες έδειχναν να έχουν αγωνία, καθώς έβλεπαν το μεγαλύτερο τμήμα του πεζικού, αλλά και των έφιππων, να πλησιάζει προς αυτή τη μεριά. Ο Γιουστουνιάς πηγαινοερχόταν, φωνάζοντας διαταγές για την άμυνα. Ο Ιάκωβος, κοκαλωμένος στη γωνιά του, φοβόταν να παρουσιαστεί, φοβόταν ν' αντικρίσει το κοφτερό βλέμμα του Γιουστουνιά, κι ας ήταν πια δεκατεσσάρων χρόνων, κι ας είχε πολεμήσει με τον πατέρα. Αυτή τη στιγμή έβλεπε μπροστά του το αληθινό τέρας του πολέμου, έτσι όπως μας το περιέγραφε πάντα η μητέρα.
   Ο θεόρατος Τζενοβέζος τώρα φωνάζει να μεταφέρουν τον εκτοξευτήρα του υγρού πυρός σ' εκείνο το σημείο του τείχους. Οι δικοί του υπακούουν.
   Ο εκτοξευτήρας είναι ένα τεράστιο καζάνι, στηριγμένο πάνω σε ξύλινη σκαλωσιά, μ' έναν κύλινδρο στο μπροστινό μέρος, που εκτοξεύει -το 'χω δει σε σχέδια. Με κόπο και τρίζοντας, έτοιμο να σωριαστεί, το καζάνι φτάνει στο σημείο του τείχους που έχει υποδείξει ο Γιουστουνιάς. Ήδη κάτω απ' το τείχος, στην πεδιάδα, εκτός από τους πεζικάριους και τους έφιππους, ο Ιάκωβος διακρίνει τη μηχανή του εχθρού. Όχι αυτό δεν είναι μηχανή, καταλαβαίνει ο αδελφός μου, που 'χει ακούσει για το μεγάλο κανόνι που 'χει φτιάξει ο Ουρβανός ο Ούγγρος κι έχει σπείρει τον τρόμο σ' όλους τους κατοίκους της Πόλης. Είναι όχημα που κουβαλά γέφυρες. Θέλουν να ρίξουν γέφυρες, για να περάσουν οι οπλίτες πάνω στο τείχος.
   Οι δικοί μας από πάνω δυναμώνουν με λάσπη και πέτρες τα σημεία του τείχους που κινδυνεύουν περισσότερο.
   Τώρα οι μηχανικοί του υγρού πυρός γεμίζουν το καζάνι κι ετοιμάζονται να βάλουν φωτιά. Ο Ιάκωβος, που δεν το 'χει ξαναδεί, κρατάει ακόμη και την ανάσα του. Οι άπιστοι έχουν σκαρφαλώσει στον πυργίσκο τους κι ετοιμάζονται να ρίξουν τα βέλη, τεντώνοντας τα δυνατά τόξα τους. Ο μηχανικός έχει γεμίσει το καζάνι με την πίσσα που οι ναυτικοί κουβαλάνε απ' τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας κρυφά.
   Το μεγάλο κανόνι ξερνάει το υγρό πυρ πάνω στον πυργίσκο τη στιγμή που τα βέλη έχουν εκσφενδονιστεί κατά του τείχους και τρυπούν τα σώματα όσων στέκονται ετοιμοπόλεμοι πάνω σ' αυτό. Ο πυργίσκος πιάνει φωτιά. Τα σώματα των άπιστων καίγονται. Κορμιά απ' το τείχος πέφτουν στην τάφρο κι άλλα δίπλα στον αδελφό μου, μ' ένα βέλος στο σημείο της καρδιάς, στον λαιμό, στην κοιλιά, στα πλευρά. Μουσκεύονται τα πόδια του αδελφού μου απ' το φρέσκο, ζεστό αίμα. Τινάζεται. Ο αδελφός μου είναι μέσα στη φωτιά. Κλείνει με τα χέρια τα μάτια του. Δεν θέλει να βλέπει, δεν θέλει ν' ακούει, αλλά ακούει τα βογκητά, το κλάμα και τις βρισιές δίπλα του. Βάζει όλη του τη δύναμη και φεύγει. Λίγα βήματα πιο πέρα σταματά. Δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο. Οι φωνές κι ο πανικός τον σταματούν.
   Ο Ιάκωβος κρύβεται πάλι πίσω από νεκρά σώματα. Από κάτω ακούγονται άλλες προσταγές στα τούρκικα κι ο πυργίσκος, φλεγόμενος, έρχεται ακόμη πιο κοντά στο τείχος. Η τάφρος τώρα έχει γεμίσει με νεκρά σώματα κι επιτρέπει στους άπιστους να κυλήσουν καλύτερα τον πυργίσκο πάνω σ' αυτά, φέρνοντάς τον κοντύτερα. Όλοι σηκώνουν τις ασπίδες τους για να προφυλαχτούν απ' τη φωτιά που ξερνάει το κανόνι.
   Σκόνη σαν σύννεφο απ' τις πέτρες που πετούν οι άπιστοι στην τάφρο χιμάει από παντού, τα πρόσωπα παύουν να φαίνονται, ο αδελφός μου τρέμει, χωμένος πίσω από νεκρούς κι άλλους πληγωμένους, που σφαδάζουν, παρακαλώντας κάποιος να τους τραβήξει το βέλος απ' το κορμί ή να τους αποτελειώσει μ' ένα ξίφος. Δεν θέλει να τον δουν, δεν θέλει να τους δει, δεν θέλει να γνωρίσουν τον μικρό γιο του Νοταρά. Πέρα μακριά νομίζει πως βλέπει τον θείο Κωνσταντίνο να φωνάζει, αλλά δεν είναι σίγουρος, η σκόνη κι ο καπνός τον εμποδίζουν να δει, υγραίνοντας τα μάτια του.
   Στ' αυτιά του φτάνουν τύμπανα κι αλαλαγμοί, οι άπιστοι στέλνουν καινούριες ενισχύσεις κι η διαβολική μηχανή ξερνάει κι άλλη φωτιά πάνω τους. Η φωτιά που είχαν σβήσει στον πυργίσκο ξανανάβει. Κομμάτια ξύλα που καίγονται πέφτουν πάνω στους στρατιώτες και στους νεκρούς μες στην τάφρο. Μια καινούρια μυρωδιά, αυτή του καμένου κρέατος, πλανιέται τώρα στο χώρο.
   Οι άπιστοι, φλεγόμενοι, προσπαθούν να ρίξουν τις γέφυρες απ' τον πυργίσκο στα τείχη. Οι δικοί μας σαν ένα σώμα σπρώχνουν πίσω τις γέφυρες, γκρεμίζοντας στην τάφρο όσους είχαν προλάβει ν' ανέβουν.
   Το μηχάνημα ξερνάει πάλι φωτιά. Αλλά τότε ακούγεται ο πιο εκκωφαντικός θόρυβος του πολέμου που έχει φτάσει μέχρις στιγμής στ' αυτιά του Ιάκωβου. Σίδερα και φωτιά πετάγονται στον αέρα και χτυπάνε αδιάκριτα δικούς μας κι εχθρούς. Ο ήχος είναι βαρύς και μακρόσυρτα δυνατός. Λες και τα Τάρταρα έχουν ανοίξει και ξεχύνουν με τρομακτικές χλαπαταγές τα σωθικά της γης. Το ίδιο το διαβολικό μηχάνημα έχει εκραγεί απ' τη φωτιά του. Ο πανικός είναι κάτι το πρωτόγνωρο μέσα κι έξω απ' το τείχος. Για αρκετές στιγμές κανείς δεν τολμάει να κουνηθεί. Προσπαθούν να καλυφθούν απ' την ανεξέλεγκτη φωτιά και τα κομμάτια του σίδερου πέφτουν μέσα κι έξω.
   Και τότε ο Ιάκωβος ακούει μια δυνατή κραυγή:
   «Τώρα!»
   Κοιτάζει προς τη μεριά της και βλέπει μια πόρτα του τείχους ν' ανοίγει και καμιά εικοσαριά έφιππους να βγαίνουν, σπιρουνίζοντας μανιασμένα τ' άλογα. Το μάτι του κατορθώνει να πιάσει την άκρη από την πανοπλία και το κάλυμμα του αλόγου του τελευταίου ιππέα. Φωνάζει με όλη του τη δύναμη:
   «Νικόλααα!»
   Όμως ο μεγάλος μου αδελφός είναι κιόλας έξω απ' το τείχος, ακολουθώντας τις εντολές του επικεφαλής του, ν' ανοίξουν δρόμο, να επιτεθούν στους άπιστους τώρα, μέσα στο γενικό κακό απ' την έκρηξη του καζανιού. Ο Ιάκωβος, χωρίς να σκεφτεί, τρέχει πάνω στο τείχος και από την πολεμίστρα κοιτάζει. Ναι, είναι ο Νικόλαος που καλπάζει τώρα στη δεύτερη θέση κι ανοίγει δρόμο ανάμεσα στους άπιστους χτυπώντας με το σπαθί του. Κεφάλια πέφτουν, άλογα γονατίζουν, η μάχη εξελίσσεται εκεί κάτω σώμα με σώμα, ο μικρός μου αδελφός νιώθει έναν κόμπο στο λαιμό. Θέλει να τρέξει στον Νικόλα μας, ν' απλώσει το χέρι του και να τον σταματήσει, να του φωνάξει «Μηηη», αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιος τον τραβάει και παίρνει τη θέση του, «Φύγε, μικρέ», κι εκσφενδονίζει μια πέτρα με το χέρι πάνω στα κεφάλια των άπιστων. Ο Ιάκωβος πέφτει πίσω, πάνω σ' ένα λασπωμένο σώμα, γυρίζει, μάτια ορθάνοιχτα, ασάλευτα, μια κραυγή βγαίνει απ' το στόμα του χωρίς ήχο, ο αδελφός μου λιποθυμά πάνω στο σώμα του νεκρού στρατιώτη, κρύου σαν τα μάρμαρα του δαπέδου στον πύργο μας, ο ήχος του πολέμου σβήνει στ' αυτιά του, ησυχία βουίζει στο κεφάλι του. Κι ύστερα τίποτα. Το μόνο που κινείται είναι εκείνο το μικρό αιμάτινο σημάδι στο μέτωπο του μικρού μου αδελφού, εκεί ανάμεσα στα φρύδια, σαν άλογο που καλπάζει τρομαγμένο. Μοιάζει να κυνηγά την εικόνα του Νικόλα μας, έτσι όπως είχε χιμήξει ανυποψίαστα στη φωτιά του πολέμου.

Βενετία,
το έτος 6966 από κτίσεως κόσμου (2)

   Στη Βενετία, όπου ζούσαμε πια, δεν φοβόμασταν τον πόλεμο. Ο πόλεμος για μας δεν υπήρξε. Ίσως γιατί δεν είχαμε δει με τα μάτια μας την καταστροφή. Μόνον η Άννα μας φοβόταν. Όχι για τη ζωή μας βέβαια, ποιος θα τολμούσε να πειράξει τις κόρες του Κουρουλούκα, αλλά για τα χρήματά μας. «Αν αυτοί», έλεγε, κι εννοούσε τους άπιστους,  δηλαδή τους Τούρκους, «ξαμολυθούν μέχρι δω κάτω, κυνηγώντας την Κόκκινη Μηλιά», κι εννοούσε τη Ρώμη, «που δεν το 'χουν σε τίποτα, γιατί δεν έχουν τον Θεό τους, θα γίνουν κυρίαρχοι του κόσμου και τότε τα χάσαμε πραγματικά όλα». Και λέγοντας όλα εννοούσε τα χρήματα, που ήταν φυσικά ό,τι πολυτιμότερο είχαμε πια σ' αυτόν τον κόσμο -Παναγία μου, συγχώρεσέ με, εννοώ μετά την πίστη μας στον Θεό. Οι Βενετοί, αν υπολόγιζαν κάτι, ήταν μόνον αυτά. Τα λεφτά! Μπορεί ο πάπας να 'χε κατά κάποιον τρόπο αφορίσει το χρήμα, λέγοντας πως είναι ένα νεκρό πράγμα, κι αν ζητάς από ένα νεκρό πράγμα να γεννήσει, παραβαίνεις τους θείους αλλά και τους ανθρώπινους νόμους, αυτό όμως δεν ίσχυε παρά για τους άλλους. Οι Βενετσιάνοι ήταν έμποροι και το εμπόριο γεννάει λεφτά. Νεκρό ήταν το χρήμα μόνο για όποιον δεν το 'χε. Και στις μέρες που ζούμε, κάποιος χωρίς χρήματα είναι, το πιθανότερο, κι ο ίδιος νεκρός. Γιατί εμείς οι εμιγκράντες, όπως μας λένε εδώ, δεν μπορούμε να ζήσουμε στους ξένους τόπους χωρίς αυτά.
   Ευτυχώς τα χρήματά μας είχαν έναν δικό τους τρόπο να αναγεννιούνται στις τράπεζες. Βέβαια εμείς τα χρησιμοποιούσαμε πάντα για καλό και θεάρεστο σκοπό, όλοι το 'λεγαν και κάθε τόσο κάτι μας ζητούσαν που γινόταν μόνο με χρήματα -δηλαδή τα πάντα. Από τότε που έφτασαν τα κορίτσια μας στην Ιταλία, η Άννα μας ιδιαίτερα έκανε όλο καλοσύνες, χωρίς να υπολογίζει το κόστος. Ο κυρ Φραγκίσκος Συρόπουλος τραβούσε τις τρίχες απ' το γένι του, γκρινιάζοντας ότι στο τέλος δεν θα μας έμενε φιορίνι για φιορίνι με όλα τούτα, σ' αυτό μου θύμιζε τον συχωρεμένο τον πατέρα. Αλλά ποιος τον άκουγε; Τα λεφτά μας γεννούσαν συνέχεια λεφτά, έλεγες είχε ανοίξει η Πανδώρα το κουτί της κι αντί ανέμους εκτόξευε φιορίνια και τσετίνια και δουκάτα. Σχεδόν όλα τα χρήματα που χρωστούσαν οι Τζενοβέζοι έμποροι στη διοίκηση της Κωνσταντινούπολης -και η διοίκηση βέβαια πριν από την καταστροφή ήταν ο πατέρας- κατατέθηκαν όλα στους δικούς μας λογαριασμούς, μετά το κακό που μας βρήκε. Το ίδιο και τα χρήματα από τελωνειακές λέει εισφορές που χρωστούσαν οι Βενετσιάνοι. Ο πατέρας τα 'χε ρυθμίσει με τέτοιον τρόπο, που να μην μπορούν να τα φάνε. Έτσι η περιουσία μας αβγάταινε κι εμείς μπορούσαμε να κάνουμε τις φιλανθρωπίες μας. Δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου νεκρά τα χρήματά μας.
   Ο Νικόλαος Βλαστός, ο καρδιακός φίλος της Άννας μας, κι ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, που δίδασκε τη φιλοσοφία του Πλάτωνα στο πανεπιστήμιο της Πάντουας, αδελφός του Νικόλαου, που είχε αρχίσει λέει να γράφει ένα χρονικό για το κακό που βρήκε την πατρίδα κι είχε αλλάξει και το όνομά του σε Λαόνικος, για να είναι πιο εντυπωσιακό, συμβούλευαν την Άννα μας να προσφέρει χρήματα στην παγκόσμια αδελφότητα των χριστιανών της Δύσης, για ν' απελευθερώνουμε κόσμο και κοσμάκη. Κι όχι μόνο δικούς μας, δηλαδή ορθόδοξους. Ακόμη και καθολικούς, που κανονικά, έτσι όπως μας είχαν φερθεί, δεν θα έπρεπε να τους σκεφτούμε καθόλου. «Αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα», έλεγε παλιά ο πατέρας, «αν θέλεις να περνάει το δικό σου, άσε να νομίζουν ότι περνάει το δικό τους». Μπορεί να 'μασταν κορίτσια, αλλά πολλά πράγματα τα χειριζόμασταν, μπορώ να πω, και καλύτερα απ' τον πατέρα, το 'λεγε κι η Άννα μας αυτό. Αφού λοιπόν είχαμε ελευθερώσει απ' τα χέρια των Τούρκων τόσους και τόσους  άγνωστους σ' εμάς χριστιανούς, που τους είχαν πιάσει αιχμάλωτους μετά την καταστροφή και τους χρησιμοποιούσαν για δούλους -ακόμη και τον πρωτοβεστιάριο του θείου μας, τον Γεώργιο Σφραντζή, που, σκεφτείτε, είχε κατηγορήσει τον πατέρα σαν προδότη, επειδή δεν υποστήριζε  την ένωση των Εκκλησιών- θα 'ταν το λιγότερο απάνθρωπο ν' αφήναμε εκείνο το πλάσμα, που έπαιζε τόσο θεσπέσια κι ολόγλυκα τη φλογέρα του, να βασανίζεται, και μάλιστα από χριστιανούς, καθολικούς βέβαια, αλλά πάντως, έστω και κατ' όνομα, χριστιανούς. Πόσο μάλλον που εγώ, αλλά κι η Ζαμπέτα, ήμασταν στο βάθος σίγουρες ότι επρόκειτο  για τον αγαπημένο μας Ιάκωβο. 
   Εκείνο το μοιραίο βράδυ, που γυρίσαμε απ' το καπηλειό, το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ' αυτόν. Με είχε εγκαταλείψει εκείνο που 'λεγα «επαφή» μαζί του από τότε που όλοι τον πιστεύαμε νεκρό. Ούτε μια, μα ούτε μια τόση δα σπίθα δεν ερχόταν από κείνον να με ταρακουνήσει. Τσιμπούσα το σώμα μου, πίεζα το μυαλό μου, έκλεινα τα μάτια σφιχτά, μέχρι που τρύπησα βαθιά με μιαν ασημένια βελόνα το μεγάλο μου δάχτυλο και ρούφηξα το αίμα μου, αλλά τίποτα. Γύριζα και ξαναγύριζα τις ζαρωμένες σελίδες του ημερολογίου που μου 'χε εμπιστευθεί ο χοντρο-Μπραχίμ, ψιθυρίζοντας λόγια μαγικά, που θυμόμουν απ' την Ευφραιμία και τις Χαλδαίες στην πατρίδα, αλλά το μυαλό μου παρέμενε σκοτεινό, σαν ένας βαθύς τάφος ήταν. Λίγο ακόμη και θα πίστευα κι εγώ πως αυτός που είδαμε δεν ήταν ο μικρός μου αδελφός. Έτσι απελπισμένη έγειρα να κοιμηθώ με τα ρούχα. Και ξαφνικά ένα μαχαίρι άστραψε μπροστά μου. Άνοιξα τα μάτια. Το μαχαίρι ήταν εκεί. Ακίνητο. Σαν κάποιος να το είχε -κοίτα να δεις- καρφώσει στον αέρα. Μεγάλο, με λάμα που άστραφτε, καλοακονισμένη, και κατάμαυρη εβένινη λαβή. Έκανα να το αρπάξω. Ήταν άυλο. Το μαχαίρι ήταν άυλο. Κι ήταν το μαχαίρι του ψωμιού μας! Το γνώρισα. Αυτό που είχε κρυμμένο η Ζαμπέτα στο εσώρουχό της. Αμέσως οι εικόνες χίμηξαν στο μυαλό μου. Ω, Θεέ μου, σ' ευχαριστώ. Η «επαφή» ήταν εντελώς ξαφνικά πάλι εδώ!
   
   Το παράξενο πλάσμα ήταν ξαπλωμένο πάνω σε κάτι βρόμικα, ξεθωριασμένα, άλλοτε πολύχρωμα κουρέλια, σε μια γωνιά ενός σκοτεινού δωματίου. Γυρισμένο στο πλάι, με τα γόνατα στο στήθος και τα χέρια ενωμένα σε σταυρό. Κρυώνει, σκέφτηκα, εκεί πάνω στο χωμάτινο δάπεδο, ντυμένο με μερικά λεκιασμένα πανιά, που άφηναν το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού του γυμνό. Ανάσαινε βαριά. Σαν να πονούσε. Το αίμα γυάλιζε σκούρο και πηγμένο σε μακριές λωρίδες και παράξενα σχήματα στην πλάτη του. Μπορούσες να δεις την υγρασία να μπιμπικιάζει το κορμί του. Δίπλα του αναπαυόταν το φλάουτο, καλοτυλιγμένο, για να μη το πιάσει η υγρασία, σ' ένα μαλακό, σχεδόν καθαρό πανί.
   Ξαφνικά μια σιδερένια πόρτα πλήγωσε τη σιωπή, τρίζοντας στριγκά. Κάποιος την ξεκλείδωνε βιαστικά. Ελάχιστο ωχρό φως εισέβαλε στο καμαράκι. Το πλάσμα άνοιξε τα μάτια. Κόκκινα μάτια, θαρρείς γεμάτα αίμα, τον έτσουζαν. Πρώτος μπήκε εκείνος ο μαύρος που ήταν ντυμένος σαν φρουρός, με πράσινη γυαλιστερή στολή. Κρατούσε ένα χοντρό κερί, που αχνοφώτιζε τον χώρο. Πίσω του γλίστρησε μια μορφή τυλιγμένη μ' ένα γκρίζο χιτώνιο με κουκούλα. Το πλάσμα έμενε ακίνητο, με τα ολοκόκκινα μάτια του καρφωμένα στον φρουρό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που του κουβαλούσε κάποιον μες στη νύχτα «περ τζιοκάρε κον λούι», όπως έλεγε. Και το μαβί σημάδι σαν άλογο, που κάλπαζε ανάμεσα στα φρύδια του, έγινε κατακόκκινο σαν φωτιά. Η κουκουλωμένη μορφή έδωσε στον φρουρό ένα μεγάλο δερμάτινο πουγκί. Ο μαύρος, με χέρια που έτρεμαν, το άνοιξε κι έχωσε άπληστα μέσα τα βρόμικα δάχτυλα, με τα μεγάλα, γαμψά σαν μάγισσας νύχια, που μ' αυτά τον είχαμε δει να γδέρνει βαθιά τη ράχη του πλάσματος. Ανακάτεψε το περιεχόμενο, που βόγκηξε χαρωπά, μ' έναν μεταλλικό ήχο. Ύστερα τράβηξε έξω μερικά νομίσματα. Χρυσά δουκάτα! Σφύριξε κι έβγαλε κι άλλα. Κι ύστερα κι άλλα, κι άλλα... Αναποδογύρισε λαίμαργα το πουγκί στην παλάμη του και τη γέμισε. Τα κουδούνισε. Κοίταξε επανειλημμένα στο πουγκί, φωτίζοντας το εσωτερικό του με το χοντρό κερί, και γέλασε λιγωμένα. Ύστερα βουβάθηκε, προσπαθώντας να σκεφτεί. Το καμαράκι έμεινε για λίγο τόσο σιωπηλό, σαν τάφος. Κατόπιν ο φρουρός έριξε όλα τα νομίσματα πάλι μέσα στο πουγκί, ξαναφέρνοντας πίσω στο δωμάτιο τον ήχο, και το 'δεσε σφιχτά στη μέση του. Και πάλι έμειναν για λίγο έτσι, χωρίς να μιλούν. Ένιωσα την καρδιά του πλάσματος να χτυπά ξέφρενα. Παραήταν πολλά τα λεφτά για να είναι μονάχα ένα από τα συνηθισμένα παιχνίδια με ασυγκράτητους κι αχόρταγους πελάτες, πέρασε η σκέψη σαν αστραπή απ' το μυαλό του και τον έκανε ν' αρχίσει να τρέμει απ' την ένταση. Ο μαύρος έμοιαζε τώρα να 'χε πάρει την απόφασή του. Γέλασε ξανά και πέταξε τα κλειδιά στη μορφή με το χιτώνιο, που τα 'πιασε στον αέρα.
   «Όλος δικός σου, φώναξε βραχνά κι έφυγε με μεγάλες, άτσαλες και γρήγορες δρασκελιές.
   Έμειναν μόνοι. Το πλάσμα ακίνητο. Η μορφή σιωπηλή. Ύστερα έβγαλε μέσα απ' τα ρούχα της το μαχαίρι. Το πλάσμα διέκρινε την καλοακονισμένη αστραφτερή λάμα στον αέρα. Βαθιά μέσα του παρακάλεσε άθελά του τον Θεό να είναι αυτή η τελευταία φορά των παιχνιδιών κι έκλεισε τα μάτια, προσμένοντας το χτύπημα. Σχεδόν παρακαλώντας. Ακόμη κι ο θάνατος θα 'ταν προτιμότερος πια. Αισθάνθηκε την κρύα λεπίδα ν' αγγίζει τους αστραγάλους του. Δεν άντεξε να μην κοιτάξει. Η μορφή είχε πετάξει από πάνω της το γκρίζο χιτώνιο και με το μαχαίρι προσπαθούσε -αν είναι δυνατόν!- να κόψει τα σκοινιά που έδεναν τα πόδια του. Τα μάτια τους στο μισόφωτο συναντήθηκαν. Και ναι. Ήταν αυτή! Δεν μπορούσε να κάνει λάθος. Όσα χρόνια κι αν περνούσαν, ό,τι κι αν του είχαν κάνει, αυτή δεν επρόκειτο ποτέ να την ξεχάσει. Το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει. Το μαχαίρι φτεροκοπούσε στο κενό, οι τοίχοι χόρευαν, το δάπεδο σκίστηκε στα δυο και τον τραβούσε μέσα του, το σκοτάδι τον τύλιξε την ώρα που μια γλυκιά, ψιθυριστή φωνή τον καλούσε μ' εκείνη τη φράση, εκείνες τις λέξεις που πίστευε ότι δεν θα ξανάκουγε ποτέ: «Τεζόρο μίο!» Έτσι τον φώναζε πάντα η μητέρα: «Θησαυρέ μου!» Κανείς άλλος δεν τον έλεγε έτσι. Κανείς;
   Συνήλθε καθισμένος στο χώμα, πάνω στα κουρέλια του, αλλά λυτός. Τα χέρια του πονούσαν στους καρπούς, το ίδιο κι οι αστράγαλοι, αλλά αυτό πια το 'χε συνηθίσει. Το ξυρισμένο και ξυλιασμένο κεφάλι του ένιωθε τα λεπτά θερμά δάχτυλα να το θωπεύουν. Έπιασε το χέρι και το κράτησε σφιχτά. Η Ζαμπέτα έγλειφε τα δάκρυα που κυλούσαν μέχρι τα χείλη της, έπνιγε τους λυγμούς της, προσπαθούσε να συγκρατήσει το στήθος της που τρανταζόταν.
   «Τεζόρο μίο», ο ήχος χτυπούσε μες στο κεφάλι του.
   Με φώναξε όπως η μητέρα, σκέφτηκε κι ένιωσε ξαφνικά ένα λίγωμα βαθιά μέσα του, που δεν είχε ήχο για να γίνει φωνή. Και δεν μίλησε. Κι εκείνη δεν ρώτησε, δεν αντάλλαξαν ούτε μια λέξη. Τον βοήθησε μόνο να σηκωθεί. Του φόρεσε το γκρίζο χιτώνιο γύρω απ' τους ώμους κι έκρυψε το κεφάλι του στην κουκούλα. Ύστερα τον έπιασε μαλακά απ' το χέρι και τον οδήγησε έξω από το καμαράκι. Εκείνος τραβήχτηκε ξαφνικά, μόνο για να πάρει από το δάπεδο τη φλογέρα στην αγκαλιά του, κι ύστερα αμέσως ζήτησε ξανά τη ζεστασιά του χεριού της. Η Ζαμπέτα τοποθέτησε το κλειδί στην κλειδαριά και το άφησε εκεί. Κατόπιν τον τράβηξε μαζί της κι ανέβηκαν τη μεγάλη στριφογυριστή σκάλα, που έβγαζε έξω στον δρόμο. Κρατούσε ακόμη το μαχαίρι του ψωμιού στο αριστερό της χέρι. Έκανε να το πετάξει, αλλά μετάνιωσε. Του το 'δωσε να το κρατά εκείνος. Τότε είδαν τον μαύρο φρουρό. Στεκόταν ακίνητος έξω στον δρόμο, χαϊδεύοντας το κρεμασμένο στη ζώνη πουγκί του. Ο μικρός μου αδελφός τραβήχτηκε, για να μη γίνει αντιληπτός. Δεν θα τον άφηναν βέβαια απ' τα χέρια τους, τόσα χρήματα τους έφερνε «το αγόρι απ' την Πόλη», όπως τον έλεγαν. Η Ζαμπέτα κοντοστάθηκε τρέμοντας. Νόμιζε θα 'ταν πιο εύκολο. Κρατούσε και την ανάσα της. Γύρισε και κοίταξε τον Ιάκωβο. Χωμένος μέσα στο χιτώνιο, δεν φαινόταν καθόλου. Αλλά ο φρουρός είχε ακούσει.
   «Ε! Ντόβε βα;» έβγαλε μια δυνατή κραυγή μόλις αντιλήφθηκε την απαγωγή κι έκανε να χιμήξει πάνω στον μικρό μου αδελφό.
   Εκείνος, με αναπάντεχη γρηγοράδα και λύσσα τρομακτική, ρίχτηκε πάνω του. Με το χέρι απλωμένο μπροστά. Στην παλάμη κρατούσε σταθερά το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού μας. Κι αμέσως, εντελώς ξαφνικά, βύθισε με τέτοια σιγουριά και κρυφή δύναμη τη λάμα του στη ρουφηγμένη κοιλιά του μαύρου, λες κι ήταν συνηθισμένος στα μαχαιρώματα. Ένιωσε μόνο την ελάχιστη αντίσταση της σάρκας εκεί χαμηλά. Τα μάτια του μαύρου τεντώθηκαν έκπληκτα, κόντευαν να πεταχτούν έξω. Το στόμα του άνοιξε χωρίς να βγάλει ήχο. Ύστερα τίποτα. Ο αδελφός μου έμεινε σταθερός, ακίνητος, μέχρι που ένιωσε το νεκρό πλέον σώμα να χάνει την ισορροπία του. Τότε τράβηξε το μαχαίρι και το μαύρο κορμί κατέρρευσε με γδούπο στον υγρό χωμάτινο δρόμο. Το φανάρι της Μαντόνας φώτισε τα γουρλωμένα μάτια, το στόμα που έχασκε. Η Ζαμπέτα στεκόταν ξαφνιασμένη, ακίνητη, έμοιαζε πιο πολύ τρομαγμένη από την απρόσμενη επιδεξιότητα του μικρού μου αδελφού στο μαχαίρωμα παρά από την πρωτόγνωρη θέα ενός σκοτωμένου ανθρώπου, έστω και μαύρου, με κατακόκκινο ωστόσο αίμα. Ο αδελφός μου έχωσε βιαστικά το ματωμένο μαχαίρι στο χιτώνιο που φορούσε, άρπαξε απ' το χέρι τη Ζαμπέτα, που 'χε αρχίσει να τρέμει σαν να 'χε πυρετό, και πέταξε μαζί της μακριά, χωρίς να προλάβει να λύσει από τη ζώνη του νεκρού το φουσκωμένο πουγκί, τη στιγμή που, κινητοποιημένοι από τη δυνατή κραυγή του μαύρου, έτρεχαν για την πόρτα του υπογείου οι ιδιοκτήτες του καπηλειού.
   Η νύχτα δεν είχε φεγγάρι. Τώρα ο Ιάκωβος κι η Ζαμπέτα βάδιζαν στο σκοτεινό μέρος του δρόμου, αποφεύγοντας τα μικρά φανάρια του λαδιού, που φώτιζαν τις Παναγίτσες σε κάθε διασταύρωση. Σ' όλη τη διαδρομή εξακολουθούσαν να μένουν βουβοί. Μόνο σε μια γωνιά λίγο πιο πέρα απ' το σπίτι μας η Ζαμπέτα σταμάτησε. Τον τράβηξε μπροστά της και βύθισε το βλέμμα της στο δικό του. Όμως εκείνος γύρισε το κεφάλι του αλλού, χωρίς κουβέντα, κι ούτε που την άφησε να βρει με τα χείλη της, που λαχταρούσαν τρέμοντας, τα δικά του.
   
   Το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο με κόσμο, που έμπαινε κι έβγαινε ζητώντας χάρες. Απ' τον πιο λερό χριστιανό επαίτη, που ζητιάνευε ένα οσομπούκο, μέχρι δικούς μας ναυτικούς, κρασέμπορους, αγιογράφους, χρυσονηματουργούς, σπετσιέρηδες και ραφτάδες, που ζητούσαν δανεικά για τη δουλειά τους, και λόγιους που έψαχναν χρηματοδότες για την αντιγραφή παλιών ελληνικών χειρογράφων, που τα πουλούσαν οι φυγάδες απ' την πατρίδα όσο όσο, αλλά και απεσταλμένους του δόγη, που επανειλημμένα -αλλά όχι πάντα με καλό τρόπο- μας καλούσαν να συμμετέχουμε στις λειτουργίες τους στη μεγάλη εκκλησία του Σαν Μάρκο, ίδια σαν τη δικιά μας των Αγίων Αποστόλων στην πατρίδα, δίπλα στο παλάτσο του. Η Άννα μας όλο υποσχόταν, «Ναι, θα 'ρθούμε», αλλά δεν πηγαίναμε. Δεν αντέχαμε να βλέπουμε τα κλεμμένα απ' την πατρίδα λιοντάρια από πορφυρίτη να κοσμούν την πιάτσα κάτω από τη σκιά του Καμπανίλε -έμοιαζαν να κραυγάζουν από νοσταλγία για το μέρος που τα γέννησε. Κι ούτε μπορούσαμε να λατρεύουμε στις δικές τους εκκλησίες τον Θεό μας στα λατινικά, ακόμη κι αν τα καταλαβαίναμε. Καλύτερα κρυφά στα σπίτια μας, γκρέκο μόρε, όπως έλεγαν, κι ας κινδυνεύαμε ακόμη κι εμείς κι οι ιερείς μας με εξορία και πρόστιμα. Αυτό, δηλαδή την πίστη μας, όπως και τα λεφτά μας, κι ίσως ακριβώς χάρη σ' αυτά, δεν θα μας τα 'παιρναν ποτέ.
   Όπως κάθε ημέρα λοιπόν, έτσι και τώρα βρισκόμασταν στην ανακατωσούρα των επισκέψεων. Μόνο που τώρα είχαμε ένα μυστικό. Τον αγαπημένο μας Ιάκωβο. Στο μικρό καμαράκι, δίπλα στο δωμάτιο του χοντρο-Μπραχίμ. Η Άννα μας δεν είχε ακόμη αποφασίσει αν θα 'πρεπε να το ανακοινώσουμε ή να το κρατήσουμε μυστικό απ' τον κόσμο. Τα νέα ήταν πάντα πολύ γρήγορα στη μετάδοσή τους, κι αν σε κάποιον έλεγες να κρατήσει κάτι μυστικό, τότε ήταν που το 'κανε βούκινο. Έτσι γινόταν πάντα σ' εμάς κάτω στην πατρίδα. Η Άννα μας λοιπόν διέταξε να διώξουμε όλους τους επισκέπτες, για να μπορέσουμε να δούμε με την ησυχία τον αδελφό μας, που η ίδια ωστόσο δεν πίστευε πως ήταν στ' αλήθεια αυτός. Ακόμη και τον γραμματέα του θείου διώξαμε, τον Σφραντζή, που μόλις είχε έρθει, απογοητευμένος από τους Μονεμβασιώτες, στους οποίους είχε καταφύγει μετά που τον απελευθερώσαμε, χωρίς να ντρέπεται -μεγάλος άνθρωπος- να ζητάει ξανά τη βοήθειά μας, αυτός, που δεν σταματούσε να κακολογεί -όχι βέβαια μπροστά μας- προδότη, τσιγκούνη και οπορτουνίστα τον πατέρα, που έχασε την ίδια του τη ζωή για την πατρίδα, έτσι νόμιζαν όλοι, κι εγώ, που μετά έμαθα τι είχε στ' αλήθεια γίνει, δεν ήθελα να τους το χαλάσω. Έβλεπα λοιπόν την Άννα μας να του μιλά με σφιγμένα τα δόντια και καταλάβαινα την οργή της. Σχεδίαζε ο αδιάντροπος να γράψει κι αυτός ένα χρονικό για την καταστροφή μας και ζητούσε συμπαράσταση οικονομική. Μα πόσοι πια θα 'γραφαν γι' αυτή την καταστροφή; Θαρρείς κι όλη η οικουμένη δεν έκανε τίποτ' άλλο παρά να γράφει γι' αυτό, άλλος σαν αυτόπτης μάρτυρας, άλλος σαν πολεμιστής, άλλος σαν συγγενής πεθαμένων, άλλος σαν ταξιδευτής, άλλος μόνο και μόνον επειδή κάποιον άκουσε στα καπηλειά να διηγείται ιστορίες γεμάτες αίμα και δάκρυα, ιστορίες του συρμού, όπως λέμε. Όμως η Άννα μας κι όλες εμείς δεν ήμασταν διατεθειμένες ν' αποκαλύψουμε το μεγάλο μας μυστικό. Η Άννα μας διέταξε λοιπόν τον λογιστή μας να του δώσει αρκετά χρυσά δουκάτα, για να πάει στην Κέρκυρα ν' αράξει, κι ας έγραφε ό,τι ήθελε κι όπως τα ήθελε. Για τον μικρό μας αδελφό όμως, τον Ιάκωβο, δεν του είπαμε λέξη. Ας τον νόμιζε, όπως κι εμείς μέχρι χθες, πεθαμένο. Όχι βέβαια γιατί θέλαμε να τον διατηρούμε νεκρό, αλλά γιατί ο Ιάκωβος δεν ήθελε να γίνει γνωστή η... ανάστασή του. Είχε παρακαλέσει μάλιστα τη Ζαμπέτα γι' αυτό. Ήταν επικίνδυνο, είχε πει, να μάθουν ο δόγης κι ο πάπας, αλλά κι ο σουλτάνος, πως ζει. Δεν μας είχε εξηγήσει όμως τον λόγο κι εμείς δεν μπορούσαμε να τον φανταστούμε.
   Η Ζαμπέτα μάς τα είχε διηγηθεί όλα με λεπτομέρειες, κι η Άννα μας φοβήθηκε τόσο πολύ με τα μαχαιρώματα, που όλη νύχτα ήταν γονατισμένη στο εικόνισμα της Παναγίας και παρακαλούσε, «Παναγία μου, κάνε να μην είναι αυτός ο Ιάκωβος», μέχρι που η Παναγία τη φώτισε ότι καλύτερα ένας αδελφός ζωντανός, ας είναι και μαχαιροβγάλτης, παρά νεκρός, κι ήταν μεγάλη αμαρτία να παρακαλάει να μην είναι αυτός, και τότε άρχισε τις πιο βαθιές μετάνοιες, για να τη συγχωρέσει η Παναγία, και με έβρισε με πολύ άσχημο τρόπο που με είδε να την παρακολουθώ.
   Στην κουζίνα μας γινόταν πανζουρλισμός. Όλες μας προσπαθούσαμε να θυμηθούμε τι άρεσε στον Ιάκωβο να τρώει. Άλλοι έλεγαν λαγό, μα δεν κυνηγούσαμε εμείς τα κορίτσια, αν και θα 'πρεπε να το μαθαίναμε πλέον κι αυτό εδώ στην ξενιτιά. Άλλοι έλεγαν πέρδικα, άλλοι ψάρια. Ευτυχώς απ' αυτά είχαμε άφθονα, γιατί μας τα 'φερναν οι δικοί μας ψαράδες. Εγώ θυμήθηκα ότι τρελαινόταν για τα γλυκά της Σιχθάν. Μόλις το ξεστόμισα, με κοίταξαν όλες σαν να 'βλεπαν φάντασμα. Αν ήταν δυνατόν να θυμηθώ τώρα μια δούλα μας, που την είχε καταπιεί ο πόλεμος και σίγουρα θα ήταν το λιγότερο νεκρή, είπε με σοβαρότητα η Θεοδώρα μας κι άρχισε να ξύνει και να πλένει τα λαχανικά για το βραστό.
   Μετά όλες μας πήγαμε να ντυθούμε, όσην ώρα οι υπηρέτριες θα έστρωναν το τραπέζι για το φαγητό. Εγώ με προσεκτικές κινήσεις, μη με καταλάβουν, κατέβηκα κάτω στο υπόγειό μας κι άρχισα ν' ανακατεύω παλιά πράγματα, δεμάτια, που τα 'χαν φέρει τα κορίτσια και δεν τα 'χαμε ακόμη ανοίξει, μπαούλα με παλιά ρούχα, προορισμένα για τους φτωχούς, σακιά με τρόφιμα, πολύτιμα κειμήλια απ' την πατρίδα, που δεν θέλαμε ακόμη να τα φανερώσουμε, κι ό,τι άλλο βάζει ο νους. Όμως αυτό που έψαχνα δεν μπορούσα να το βρω. Σαν να είχε κάνει φτερά. Μα καλά, αφού το θυμάμαι πολύ καλά ότι το είχα φέρει μαζί μου, όταν κατάφερα κι εγώ, μετά από καιρό, να βρω τον τρόπο να φτάσω στη Βενετιά, κοντά στις αδελφές μου, ύστερα από όλα εκείνα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν μετά την καταστροφή. Ξαφνικά, να σου το μπροστά μου. Πεταμένο σε μια σκοτεινή γωνιά, τυλιγμένο σ' ένα κομμάτι βρόμικο τσουβάλι. Υγρό σαν λάσπη, μύριζε σάπιο. Μου ήρθε αναγούλα. Το υπέροχο, ολομέταξο, χρυσοκίτρινο, γεμάτο πολύτιμα κεντίδια, πρώτο μου φουστάνι, που μου είχε ράψει κάτω στην πατρίδα η μητέρα, ήταν μια βρομερή πατσαβούρα. Το ξετύλιξα κρατώντας την ανάσα μου και το κράτησα μπροστά μου. Τα μάτια μου έτσουξαν και τα ένιωσα να πλημμυρίζουν. Το καλό μου φουστάνι, που ήθελα να το φορέσω για την ανάσταση του μικρού μου αδελφού, ήταν καταξεσκισμένο. Στην πλάτη, στο στήθος, στα γόνατα. Τα σκισίματα έμοιαζαν με νυχιές ζώου ή μικρές μαχαιριές. Μεγάλοι λεκέδες στο χρώμα της σκουριάς απλώνονταν στα μέρη που ήταν σκισμένο, κατάλαβα πως ήταν αίματα. Το φουστάνι μου είχε καταστραφεί, ένιωθα μέσα μου μια ταραχή, και τα δάχτυλά μου, που το κρατούσαν, καίγονταν. Το ζάρωσα ξανά γρήγορα και έκανα να το πετάξω. Το φουστάνι δεν ξεκόλλησε από τα χέρια μου. Δεν ήθελε να με αποχωριστεί. Το κράτησα στην αγκαλιά μου, με το κεφάλι άδειο από σκέψεις. Όσο και να πίεζα το μυαλό μου, δεν μπορούσα να θυμηθώ τι ακριβώς είχε συμβεί. Μονάχα σκιές γυρόφερναν στο μυαλό μου, που δεν οδηγούσαν πουθενά. Το μόνο που μπορούσα εκείνη τη στιγμή να σκεφτώ ήταν ότι δεν θα το φορούσα στο τραπέζι μας, ενώ ήθελα τόσο πολύ να λάμπω για την επιστροφή του μικρού μου αδελφού. Και κρατώντας το σφιχτά πάνω μου ξαναγύρισα στο δωμάτιό μου. Με πολύ κόπο το αποχωρίστηκα και το έκρυψα με προσοχή κάτω απ' το κρεβάτι μου, μη δει κανείς τα ξεραμένα αίματα κι αγριέψει.
   Στο τραπέζι καθίσαμε όλοι, ακόμη κι οι υπηρέτριες, για την υποδοχή του Ιάκωβου. Τον ίδιο τον βάλαμε στην κεφαλή, όπως παλιά τον πατέρα. Ήταν ο μόνος άντρας της οικογένειάς μας. Κι έτσι όπως μας πλημμύρισε όλες μια νοσταλγία, σηκώσαμε το ρούχο μας και σφουγγίξαμε τα δάκρυά μας. Ο Ιάκωβος καθόταν με το κεφάλι σκυφτό, και το μόνο που κινιόταν πάνω του ήταν εκείνο το μαβί άλογο ανάμεσα στα φρύδια του. Φανέρωνε την ταραχή που ο ίδιος ήθελε να κρύψει. Κάναμε την προσευχή μας κι αρχίσαμε να τρώμε. Βέβαια όλες μας τον κοιτούσαμε, στην αρχή κλεφτά, αλλά ύστερα χωρίς καμία διακριτικότητα. Έβλεπα τα βλέμματα όλων να ταξιδεύουν πάνω του και να εξερευνούν κάθε γωνιά του με καχυποψία, ακόμη και το σημάδι του έδειχναν ότι δεν μπορούσε να τις πείσει. Τότε η Άννα μας άρχισε με μεγάλη δυσπιστία να τον ρωτά πώς έλεγαν τον πατέρα μας, και πού ήταν το δωμάτιό του στον πύργο μας, και πώς φωνάζαμε τον σκύλο μας, και τι του άρεσε να τρώει. Κι εκείνος απαντούσε μετά από μικρή σκέψη, σαν να προσπαθούσε να τα θυμηθεί, κι ύστερα γέλασε όταν εγώ του θύμισα τη Σιχθάν, κι ήταν το γέλιο του γάργαρο, όπως το γέλιο του μικρού μου αδελφού, εγώ τουλάχιστον δεν είχα καμία αμφιβολία.
   Τότε όλες μαζί σηκώθηκαν και με χέρια που έτρεμαν άρχισαν να τον ψαχουλεύουν και να ρωτούν τι έγινε, και τι του είχε συμβεί, και πώς είχε τόσο πολύ αλλάξει, κι αυτά τα ψαχουλέματα στο σώμα του έμοιαζαν να τον πονούν, ώσπου επενέβη ο χοντρο-Μπραχίμ, που ήταν ο πιο πεισμένος απ' όλους -μετά από μένα βέβαια- και είπε:
   «Ας τον αφήσουμε να φάει και να ξεκουραστεί, ποιος ξέρει τι έχει τραβήξει».
   Αμέσως μαζευτήκαμε στις καρέκλες μας κι αποτελειώσαμε το φαγητό μας, ανταλλάσσοντας ένοχα βλέμματα μεταξύ μας, που πάντα έπρεπε ένας άντρας να μας λέει τι ήταν το σωστό. Μετά από μια μικρή σιωπή ο Ιάκωβος σήκωσε το κύπελλο του με το κρασί και μίλησε με μια φωνή αργόσυρτη, που μάκραινε τις καταλήξεις, λίγο βραχνή, θύμιζε κορίτσι που ντρέπεται. Είπε πως πίνει στη μνήμη όλων αυτών που χάθηκαν στον πόλεμο κάτω στην πατρίδα, αυτών που ξέρουμε κι αυτών που δεν θα μάθουμε ποτέ. Και τότε η Άννα μας του είπε για τους τάφους στον κήπο μας και για το κύπελλο με το νερό που αφήνουμε στο κατώφλι, μην κι έρθει η μητέρα, που κανείς μας δεν έχει μάθει τι απέγινε κι όλοι την περιμένουμε μια μέρα να φανεί. Ο Ιάκωβος αμέσως χαμήλωσε το κεφάλι, άφησε το ποτήρι του και καθάρισε τον λαιμό του από μια γουλιά που του πήγε στραβά.
   «Η μητέρα», άρχισε να λέει, κι όλοι ευθύς βουβαθήκαμε, κρατώντας και την ανάσα μας, ακόμη κι οι υπηρέτες σταμάτησαν να μασούν την μπουκιά τους, που τόσο λαίμαργα κατάπιναν. «Η μητέρα», ξαναείπε πιο ήρεμα, κοιτάζοντάς μας μία μία στα μάτια, «δεν θα έρθει».
   Ένα «Γιατί;» μπουκωμένο ξέφυγε από τα στόματα όλων μας· η Πουλχερία μας κόντεψε να πνιγεί από ένα κόκαλο ψαριού.
   «Τη σκότωσαν;» κατόρθωσε να ψελλίσει η Άννα μας κρατώντας το χέρι της μπροστά στο στόμα, έτοιμη να κάνει εμετό.
   Το γρήγορο «Όχι» του Ιάκωβου μας ανακούφισε, αλλά αμέσως μετά, «Η μητέρα μας δεν άντεξε. Αυτοκτόνησε», είπε κι έσκυψε ξανά το κεφάλι.
   Η σιωπή που επικράτησε στο τραπέζι από κείνη τη στιγμή ήταν η σιωπή ενός εφιάλτη. Κανένα πιρούνι δεν ακούστηκε. Κανένα κύπελλο δεν σηκώθηκε. Καμιά καρέκλα δεν έτριξε. Κανένα σχόλιο, καμιά ερώτηση, καμιά γουλιά, καμιά μπουκιά, καμιά ανάσα. Μόνο μια απέραντη σιωπή, που μας παρέσυρε μαζί της σ' έναν λαβύρινθο αναμνήσεων. Μέσα στο μυαλό μου άρχισαν να χορεύουν εικόνες, στην αρχή θαμπές, ύστερα τυλιγμένες σ' ένα γαλάζιο φως, στην άκρη τους ξαφνικά έλαμψε κάτι κίτρινο, σαν χρυσάφι, όχι, ήταν το χρυσοκίτρινο φουστάνι μου με τα κεντίδια, όμως δεν μπορούσα να καταλάβω, η εικόνα στροβιλίστηκε, η μητέρα ακούστηκε να φωνάζει μέσα στο μυαλό μου, μια φωνή σπηλαιώδης, με ηχώ, σαν να ερχόταν από γκρεμό. Κι ύστερα οι εικόνες έσβησαν, τη στιγμή που άκουσα τον αδελφό μου να σηκώνεται από το θρονί του και με αργά βήματα ν' απομακρύνεται προς το καμαράκι του. Κανείς δεν προσπάθησε να τον σταματήσει. Ούτε ρωτήσαμε. Το βάρος της καινούριας γνώσης συνέτριβε τη δύναμη να εκφραστούμε. Μόλις είχαμε κερδίσει έναν αδελφό, αλλά είχαμε χάσει οριστικά μια μητέρα.
   Τότε ξαφνικά σηκώθηκε η Ζαμπέτα απ' το τραπέζι. Και χωρίς να μιλήσει προχώρησε προς την πόρτα, ακολουθώντας τα βήματα του Ιάκωβου. Η Άννα μας έκανε να την εμποδίσει, αλλά πετάχτηκα και της κράτησα το χέρι. Από το βάθος του διαδρόμου ακούσαμε μια πόρτα να τρίζει κι ύστερα να κλείνει μαλακά. Μόλις που πρόλαβα να κλείσω με την παλάμη μου το στόμα της Άννας, μην τσιρίξει, και της ψιθύρισα στο αυτί ότι επιτέλους αυτή τον έσωσε, έστω και με τα δικά μας λεφτά, είχε κάθε δικαίωμα να πάει, μετά απ' όλους αυτούς τους θανάτους δεν λογιζόταν πια σαν αμαρτία, που ήταν γυναίκα του Νικόλα μας. Ύστερα δώσαμε το σήμα ότι το φαγητό μας τελείωσε και παρέσυρα την Άννα στο κρεβάτι της για να ησυχάσει. Είχαμε όλες ανάγκη να μείνουμε μόνες με τον εαυτό μας. Ο οριστικός θάνατος της μητέρας άρχισε να σκάβει λαγούμια στην καρδιά και στο μυαλό μας, που μας οδηγούσαν ξανά στο παρελθόν.
 
   Η Ζαμπέτα μπήκε στο δωμάτιο του αδελφού μου κρατώντας ένα κύπελλο με κρασί, που του το πρόσφερε. Φορούσε το πιο όμορφο, κατάλευκο, μεταξωτό φουστάνι της και είχε πλέξει τα μακριά μαλλιά της σε μια χοντρή πλεξίδα, στολισμένη με κόκκινες και κίτρινες βελούδινες κορδέλες. Το λιγότερο που μπορούσες να πεις ήταν ότι έμοιαζε με μια υπέροχη νύφη, πιο όμορφη από τότε στον γάμο της με τον Νικόλα μας. Είχε ζητήσει να βάλει και λίγο κοκκινάδι στα χείλη, αλλά καμιά μας δεν είχε, μόνον η Πουλχερία, αλλά δεν της έδωσε, γιατί το κρατούσε κρυμμένο, μήπως λέει αναστηθεί κι ο δικός της.
   Ο αδελφός μου κοίταξε την απαστράπτουσα Ζαμπέτα στα μάτια, χωρίς καμία έκφραση, και πήρε το κύπελλο. Ήπιε με μικρές γουλιές, σαν να ήθελε να σβήσει την πικρή γεύση που του έφερνε στο στόμα η θύμηση απ' τον θάνατο της μητέρας. Η Ζαμπέτα κάθισε κοντά του. Άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το αλλοιωμένο αλλά ακόμη πανέμορφο πρόσωπο. Ο Ιάκωβος της το κράτησε. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ώρα πολλή. Όλο αυτό που λαχταρούσαν πριν από την καταστροφή να τους συμβεί, να χιμήξει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και να χωθεί βαθιά μέσα του, βάραινε την ατμόσφαιρα περισσότερο κι από τη μνήμη του θανάτου της μητέρας. Για κάποιον μυστηριώδη λόγο ο μικρός μου αδελφός έμοιαζε ν' αρνιέται οποιαδήποτε επαφή. Κράτησε το χέρι της Ζαμπέτας σφιχτά κι ύστερα το απίθωσε πλάι της. Σηκώθηκε και προχώρησε με αργά, ράθυμα βήματα μέχρι την πόρτα, σαν να ήθελε να της δείξει πως είχε έρθει η ώρα να χωριστούν. Η Ζαμπέτα δεν κινήθηκε. Χαμήλωσε το βλέμμα, με τη ματαιωμένη επιθυμία να φλογίζει τα μάγουλά της, ρώτησε μόνο ένα «Γιατί;» κι ύστερα άφησε πάλι τη σιωπή να γεμίσει τον χώρο. Δεν ήταν πια παιδιά, ο αδελφός μου είχε κλείσει τα δεκαεννιά, κανένας μας δεν ήταν πια παιδί, μπορούσαμε να μιλήσουμε καθαρά για όλα, αλλά κανείς δεν το τολμούσε.
   Τότε η Ζαμπέτα τον πλησίασε και με αργές κινήσεις τον οδήγησε ξανά στο κρεβάτι. Ψιθυρίζοντάς του κάτι λόγια παράξενα, στη δική της γλώσσα, του σήκωσε με προσοχή το πουκάμισο, αποκαλύπτοντας την πλάτη του. Οι βαθιές ουλές την έκαναν να μοιάζει με πολυχαραγμένο χάρτη μιας άγριας χώρας. Το ξεραμένο αίμα είχε αρχίσει σε ορισμένα σημεία να ξεκολλά, άφηνε να διακρίνεται το ρόδινο χρώμα της νέας επιδερμίδας. Η Ζαμπέτα φυλάκισε μια κραυγή κλείνοντας με το χέρι το στόμα της. Ύστερα, βουτώντας το μαντίλι της στο κύπελλο του κρασιού, έσκυψε πάνω απ' τις πληγές και προσεκτικά, μην τον πονέσει, τις καθάρισε. Κάθονταν μαζί, αμίλητοι πάντα, ακόμα κι όταν η Ζαμπέτα είχε τελειώσει με τις πληγές.
   Τότε ξαφνικά, ολοφάνερα μην μπορώντας να συγκρατήσει άλλο τη λαχτάρα της, πετάχτηκε πάνω και ρίχτηκε με ορμή στην αγκαλιά του. Εκείνος, ξαφνιασμένος, την έσφιξε δυνατά, χωρίς να έχει τη δύναμη να την απωθήσει. Κι έμειναν έτσι, ακίνητοι, όρθιοι, στη μέση του δωματίου, για ώρα πολλή, τόσο πολλή, που στο τέλος ένιωσαν τα σώματά τους να μουδιάζουν από την ακινησία, αλλά κανείς τους δεν έμοιαζε να έχει τη δύναμη να τραβηχτεί πρώτος, μέχρι που τα πόδια τους λύγισαν και κατέρρευσαν στο δάπεδο, αλλά έμειναν έτσι, πεσμένοι κι αγκαλιασμένοι, με τα μάτια κλειστά, μέχρι που τους πήρε ο ύπνος, ως την αυγή.
 
   Το πρωί, όταν ξύπνησε η Ζαμπέτα, βρήκε τον Ιάκωβο να στέκει μπροστά στο τραπέζι, όπου είχαμε τοποθετήσει, όπως μας είχε ζητήσει, πάπυρους και γραφίδα. Το άλοτε ευλύγιστο, κυπαρισσένιο κορμί του τώρα ήταν βαρύ και ράθυμο, έβρισκε με δυσκολία την ισορροπία του, λες και κινδύνευε να πέσει σε κάθε του κίνηση. Μπορεί και να μην ήταν παρά ο πόνος απ' τις βουρδουλιές και τις άλλες κακουχίες, και θα περνούσε.
   Η Ζαμπέτα έτριψε τα μάτια της για ν' αντικρίσει το φως.
   «Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια;» ρώτησε και περίμενε μιαν απάντηση με κρατημένη την ανάσα.
   Ο Ιάκωβος γύρισε αλλού το κεφάλι. Ήξερε ότι η ώρα της εξομολόγησης δεν είχε έρθει ακόμη. Ήταν πολλά που έπρεπε να γίνουν πριν. Και ίσως κανείς δεν θα πίστευε την αλήθεια, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν είχε σημασία.
   Ζήτησε ρούχα καθαρά κι αμέσως η Ζαμπέτα ειδοποίησε τον χοντρο-Μπραχίμ, που έτρεξε στην πιάτσα κι αγόρασε τα καλύτερα μεταξωτά για τον κυρ Τζακόμπ, όπως τον έλεγε. Αλλά ο αδελφός μου προτίμησε μια φορεσιά κυνηγού, ξεχασμένη από κάποιον φίλο μας· δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή στους δρόμους. Έφαγε ένα μικρό κομμάτι καπνισμένο κρέας κι ένα φρούτο και γλίστρησε απ' το σπίτι μας, προσέχοντας να μην τον παρακολουθήσει κανείς. Λίγο πριν βγει απ' την πόρτα του κήπου, με ειδοποίησε η Ζαμπέτα κι έτρεξα να τον σταματήσω. Ήθελα να πάω μαζί του. Με τρέλαινε, όπως όλους μας άλλωστε, η περιέργεια. Ήθελα να ρωτήσω. Ν' αγγίξω. Να μυρίσω. Να καταλάβω. Να τα μάθω όλα. Να 'μαστε όπως πριν. Όπως παλιά. Έστω όσοι από μας απομείναμε ζωντανοί. Μου αρνήθηκε. «Δεν είναι για μικρά κορίτσια», μου δήλωσε, αν και δεν είχαμε διαφορά παρά έναν χρόνο, όμως φαίνεται πως όλα αυτά τα χρόνια που δεν ήμασταν μαζί αυτό το κάτι που του είχε συμβεί του έδινε την πεποίθηση ότι ο ίδιος είχε πια μεγαλώσει. Κι έφυγε, προσέχοντας να είναι πάντα μόνος στην πλευρά του δρόμου και να έχει το κεφάλι του σκυφτό.
   «Να ξανάρθεις», του φώναξα κι αμέσως το μετάνιωσα, μην κι έκανα τους γύρω ανθρώπους, που περπατούσαν στα λασπόνερα, να τον προσέξουν, όμως ο ίδιος δεν έδειξε να το άκουσε.
 
   Ήταν Σάββατο πρωί και περιμέναμε τον ιερέα μας για τη δοξολογία. Η Άννα μας ήταν πολύ αναστατωμένη. Ρωτούσε και ξαναρωτούσε που είναι «εκείνος» κι αν θα 'ρθει στη λειτουργία, αλλά επειδή κανείς δεν μπορούσε να της δώσει συγκεκριμένη απάντηση προσπαθούσε να καθυστερήσει την έναρξη της τελετής. Όλοι μας πλέον είχαμε κατέβει στη μυστική κρύπτη στο υπόγειο, όπου κάναμε τα λειτουργικά μας, κρυφά από τα άγρυπνα μάτια των Λατίνων, κι ο χοντρο-Μπραχίμ κρατούσε τσίλιες, μην τυχόν κάποιος ανεπιθύμητος ανακαλύψει την μυστική δίοδο από τον κήπο μας και εισβάλλει ξαφνικά. Γιατί μπορεί με τους Βενετσιάνους να είχαμε καλές σχέσεις και να προσκυνούσαν τα λεφτά μας, αλλά στο θέμα της πίστης εξακολουθούσαμε να είμαστε για τον πάπα «οι αιρετικοί» και «οι σχισματικοί», όπως παλιά. Τότε -σαν από θαύμα- είδαμε μπροστά μας τον Ιάκωβο. Ντυμένο στα μενεξελιά μεταξωτά που του είχε αγοράσει ο Μπραχίμ. Ν' ακουμπά με νωχέλεια την πλάτη του στην υγρή πέτρα του τοίχου, με το πρώτο αμυδρό χαμόγελο που είδαμε ν' ανθίζει στα χείλη του από την ημέρα της... ανάστασής του. Δίπλα του, τυλιγμένη σε πράσινα φανταχτερά υφάσματα, στεκόταν μια παράξενη φιγούρα, που μόλις και μετά βίας γνωρίσαμε μετά από έξι χρόνια. Η Σιχθάν! Η μικρή μουσουλμάνα δούλα που είχαμε στον πύργο μας κάτω στην πατρίδα. Δεν μπορούσα να ξεφωνίσω απ' τη χαρά μου, καθώς άρχισα να λιγουρεύομαι τα υπέροχα σιροπιαστά γλυκά της και μου τρέχαν τα σάλια, γιατί ο πατερ-Καπνίσης, ο πνευματικός μας, είχε αρχίσει κιόλας τη λειτουργία. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στην Άννα μας, ρωτώντας για την προσέλευση των καινούριων ξένων. Αμέσως η Άννα κούνησε το κεφάλι της, δίνοντας το σήμα στον ιερέα ότι μπορούσε να συνεχίσει. Το γεγονός ότι η Σιχθάν ήταν άπιστη δεν είχε καμία σημασία, πάντα μαζί μας παρακολουθούσε τη λειτουργία και έκανε σαν να ήταν δικιά μας. Τότε είδα την Άννα μας να ανασαίνει βαθιά, σημάδι πως είχε επιτέλους φύγει ο κόμπος απ' το στήθος της, καθώς ήταν ολοφάνερο ότι κι εκείνη -αν και δεν το ομολογούσε, έτσι πεισματάρα που ήταν από μικρή, σαν Παλαιολογίνα- περίμενε με λαχτάρα τον Ιάκωβο. Απόδειξη πως είχε πιστέψει πια κι αυτή ότι ήταν ο αληθινός.
   Όλοι κι όλοι ήταν δεκαπέντε πιστοί στη λειτουργία μας, πέντε «στραντιότι», δύο ζωγράφοι απ' την Κρήτη, δυο έμποροι, ένας ράφτης, ο φίλος μας ο Βλαστός, μια μαμή, μια που έφτιαχνε μαγικά φίλτρα, αλλά δεν το έλεγε, κι εμείς κάναμε πως δεν το ξέραμε, ο κυρ Θεόδωρος, λόγιος δάσκαλος και φίλος του μητροπολίτη Βησσαρίωνα, και μια υπηρέτρια, η οποία έλεγε ψέματα στο σπίτι που εργαζόταν ότι αγόραζε ψάρια στην αγορά, αλλά της τα έφερνε ένας ζωγράφος απ' την Κρήτη, ο Δομήνικος, και τα πήγαινε μετά τη λειτουργία. Φυσικά ήμασταν κι όλες εμείς, και καμιά φορά κάποιοι ναυτικοί που έπιαναν στο Ριάλτο και ήταν μιλημένοι για την κρυψώνα μας. Οι άλλοι πήγαιναν φανερά στις αζυμίτικες εκκλησίες και προσεύχονταν, όπως τους είχαν καλέσει ο πάπας και ο δόγης, αλλά φυσικά η ψυχή τους ήξερε πόσο έλεος ζητούσαν ύστερα απ' τον Κύριο για την αμαρτία τους. Ήταν όμως έμποροι με μεγάλη δύναμη και έπρεπε να τα έχουν καλά με τους Βενετσιάνους για τη δουλειά τους. Έρχονταν καμιά φορά και σ' εμάς, κρυφά βέβαια, και κατέθεταν τον οβολό τους για το ταμείο μας, που απ' αυτό δίναμε χρήματα και ελευθερώναμε όσο πιο πολλούς χριστιανούς εντοπίζαμε να είναι ακόμη ζωντανοί, σκλάβοι στους άπιστους. Δεν τους έδιναν ευχαρίστως βέβαια, ανέβαζαν συνεχώς το ποσό των λύτρων, αλλά και δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, ήταν απ' τους κανόνες του πολέμου.
   Όταν έδωσε τη συγκατάθεσή της η Άννα μας, αρχίσαμε να ψέλνουμε όλοι μαζί με τον ιερέα, εκτός απ' τον μικρό μου αδελφό, που στεκόταν με τον ώμο του ακόμη ακουμπισμένο στο υγρό ντουβάρι και με τα μάτια μισόκλειστα, περισσότερο σαν να βρισκόταν μακριά παρά σαν να ένιωθε την ιερότητα της στιγμής. Μέχρι που η τελετή μας τελείωσε και όλοι σταυροκοπηθήκαμε, και ο ιερέας μάς μοίρασε τα φρεσκοψημένα μαλακά ψωμάκια μας -το σώμα του Χριστού- φτιαγμένα απ' το χεράκι της Πουλχερίας, με προζύμι, και μας πρόσφερε με το ίδιο κουτάλι το γλυκό κόκκινο αίμα του Χριστού μας απ' το ολόχρυσο ποτήρι, ίδια κι απαράλλαχτα τα λειτουργικά μας όπως παλιά στην πατρίδα. Όλοι κοιτούσαμε τον Ιάκωβο και περιμέναμε το πρώτο βήμα από κείνον, γιατί, όπως και να το κάνουμε, όλοι μας τα είχαμε χαμένα. Και το έκανε. Ξεκόλλησε από το ντουβάρι και με το ράθυμο και ασταθές βήμα του πλησίασε τον ιερέα και του φίλησε το χέρι.
   «Είμαι ο Ιάκωβος Νοταράς», τον ακούσαμε να ψιθυρίζει με την ελαφρά βραχνή, κοριτσίστικη φωνή του, κι ύστερα γύρισε στη θέση του, χαμήλωσε το βλέμμα, αλλά δεν έκανε τον σταυρό του, όπως όλοι περιμέναμε.
   Η Άννα μας αμέσως πήρε τον λόγο και μίλησε με φωνή ακόμη πιο βαριά απ' ό,τι συνήθως, προσπαθώντας με μισόλογα να πει ότι πράγματι είναι ο αδελφός μας, που τον νομίζαμε πεθαμένο αλλά αναστήθηκε, δηλαδή ξαφνικά ήρθε -δεν είπε τίποτα για το καπηλειό, ούτε για την απαγωγή από τη Ζαμπέτα βέβαια.
   Όλοι την κοιτούσαν έντρομοι στην αρχή, μετά ηρέμησαν και τέλος έριξαν ένα βλέμμα γεμάτο προσδοκία στον μοναδικό άντρα της οικογένειάς μας. Γιατί μπορεί ο Βησσαρίων να είχε στη Ρώμη υπό την προστασία του τους γιους του Θωμά Παλαιολόγου -του πορφυρογέννητου αδελφού του βασιλιά Κωνσταντίνου- και να τους προάλειφε για διαδόχους του θρόνου, όταν με το καλό η Παναγιά θα έδιωχνε τους άπιστους απ' την Πόλη, αλλά κανείς δεν τους ήθελε για βασιλιάδες, αφού είναι γνωστό ότι ήταν φιλολατίνοι και θα τα έβρισκαν αμέσως με τον πάπα, ενώ ο Ιάκωβος ήταν αλλιώς, γιος του Νοταρά -το γένος Παλαιολόγου απ' τη μεριά της μητέρας- που όλοι πίστευαν πως ποτέ δεν θα απαρνιόταν την ορθόδοξη πίστη. Μου φάνηκε βέβαια λίγο παράξενο που δεν έκανε τον σταυρό του, κάποιοι ψιθύρισαν κάτι μισόλογα σαν βλαστήμιες, αλλά το έκοψαν αμέσως. Μάλιστα ο Βλαστός τον πλησίασε και τον χαιρέτησε επίσημα, όπως αρμόζει σ' έναν πραγματικό πρίγκιπα, μοναδικό κληρονόμο του πιο σπουδαίου ονόματος στην πατρίδα μετά τον βασιλιά, που το άξιζε να κυβερνάει τον τόπο μας, αντί για κείνον τον πατερ-Γεννάδιο, που τα 'χε κάνει πλακάκια με τον σουλτάνο και πότε παραιτούνταν, πότε ξανάπαιρνε τον πατριαρχικό θρόνο, λες κι ήταν παιχνίδια αυτά τα πράγματα, έλεγαν αργότερα ψιθυριστά οι παρευρισκόμενοι. Ο Βλαστός από καιρό προσπαθούσε να πείσει την Άννα μας να υιοθετήσει ένα αγόρι απ' την πατρίδα, παριστάνοντας ότι είναι μακρινός συγγενής, μόνο και μόνο για να είναι μπροστάρης σ' έναν αγώνα που δεν μπορούσαν να κάνουν οι γυναίκες, έτσι έλεγε. Αλλά η Άννα μας πάντα δίσταζε, θαρρείς κάτι περίμενε, ή και μπορεί να μην ήταν εντελώς πεισμένη ότι η ίδια μαζί με όλες εμάς δεν θα τα κατάφερνε. Τέλος πάντων, τον Ιάκωβο τον αναγνώρισε, και έμοιαζε μάλιστα να ήταν ό,τι περίμενε αυτά τα έξι χρόνια. Ενώπιον όλων τον πλησίασε και υποκλίθηκε μπροστά του, λέγοντας:
    «Χαίρομαι που γύρισες, αδελφέ».
   Ύστερα, σαν όλοι να περιμέναμε το σύνθημά της και χωρίς να το πούμε με λόγια, τρέξαμε στον κήπο μας και άλλοι με την τσουγκράνα, άλλοι μ' έναν λοστό κι άλλοι ακόμη και με τα χέρια σκάψαμε σ' εκείνο το σημείο κι ανασύραμε από το χώμα δυο μισολιωμένα κουμπιά από το ρούχο που είχαμε θάψει αντί για το σώμα του αδελφού μας. Αλλά στον ξύλινο σταυρό με τα ονόματα σταματήσαμε. Δεν ξέραμε αν έπρεπε να τον βγάλουμε ή να τον αφήσουμε για τα μάτια των εχθρών μας. Ο ιερέας είπε ότι ήταν μεγάλη αμαρτία να έχουμε το όνομα ζωντανού πάνω σε σταυρό, σαν να ήταν πεθαμένος. Η Άννα μας δίσταζε, φοβούμενη τις συνέπειες αν μάθαιναν οι άλλοι την αλήθεια. Η ομήγυρη διχάστηκε. Εγώ πρότεινα να πάμε μέσα καλύτερα και να το συζητήσουμε, πάντα έτσι γινόταν όταν διαφωνούσαμε, φωνάζαμε όλοι μαζί και κανείς δεν ακουγόταν, όπως παλιά στην πατρίδα. Στο τέλος ο ίδιος ο Ιάκωβος ξέκοψε από μας και βάδισε προς τον... τάφο του. Εκεί έσκυψε και χωρίς να σταυροκοπηθεί, όπως θα έκανε ο καθένας μας, άρπαξε τον σταυρό και τον έβγαλε απ' το έδαφος. Ύστερα με τα χέρια του άνοιξε μια τρύπα στο χώμα, τον παράχωσε και πάτησε από πάνω του δυνατά, για να στρώσει τα σκαμμένα καλά. Όλοι είχαμε μείνει άφωνοι, αλλά βαθιά μέσα στην καρδιά μας χαιρόμασταν, γιατί καταλάβαμε ότι επιτέλους στ' αλήθεια ο Ιάκωβος ήταν ζωντανός και δεχόταν ν' αναλάβει την αρχηγία της οικογένειας και ίσως και όλων αυτών των δραστηριοτήτων που είχαμε εμείς οι γυναίκες ξεκινήσει. Χωρίς να το θέλουμε φωνάξαμε ένα «Ζήτω!» κι αμέσως βουβαθήκαμε, περιμένοντας ν' ακούσουμε κάτι απ' αυτόν. Τότε ο Ιάκωβος σήκωσε τα χέρια ψηλά.
   «Αδελφοί μου», είπε, «ο εχθρός που έχουμε να πολεμήσουμε δεν είναι οι άπιστοι».
   Ένα «Ουουου!» ξέφυγε απ' τα στόματα όλων μας.
   «Ο εχθρός δεν είναι οι Βενετσιάνοι», τώρα είχε απλωθεί απόλυτη σιγή, «ο εχθρός είναι εδώ», κι έδειξε με το χέρι του το μέρος της καρδιάς του, «μέσα μας. Αυτόν πρέπει να νικήσουμε πριν απ' όλους».
   Ύστερα κατέβασε τα χέρια του κι έμεινε ακίνητος, περιμένοντας την αντίδραση του κοινού του. Κανείς δεν μίλησε. Έμοιαζαν όλοι σκεπτικοί. Εγώ προσπαθούσα να καταλάβω ποιος ήταν αυτός ο εχθρός που φώλιαζε ύπουλα μέσα στην καρδιά μου χωρίς να τον έχω καταλάβει τόσον καιρό και φανταζόμουν πως κι όλοι οι άλλοι αυτό θα προσπαθούσαν να κάνουν, έτσι αδρανείς που έμεναν στα λόγια του αδελφού μου. Μόνον ο φίλος μας ο Βλαστός ξεκόλλησε απ' τη θέση του ξαφνικά κι έτρεξε μπροστά.
   «Ξεκινάμε τώρα τον αγώνα, εκλαμπρότατε», αναφώνησε, «έλα μαζί μας. Τ' αδέλφια μας στην Κρήτη είναι έτοιμα. Πρώτα θα διώξουμε από κει τους Βενετσιάνους και μετά βουρ στους άπιστους. Ξεκινάμε την επανάσταση απ' την Κρήτη. Η θαυμασιότατη και εκλαμπρότατη διερμηνευτίνα αδελφή σου, κυρά Άννα, μας έδωσε κιόλας αρκετά χρυσά δουκάτα, καλή της ώρα. Έλα μαζί μας». 
   «Ποιος είναι ο αρχηγός εκεί;» ρώτησε αμέσως ο Ιάκωβος.
   «Ο Σήφης Βλαστός, συγγενής μου», απάντησε όλο καμάρι ο Βλαστός.
   Το μαβί άλογο ανάμεσα στα φρύδια του μικρού μου αδελφού άρχισε να καλπάζει. Ένιωσα την έντασή του μέσα μου να με ταρακουνάει δυνατά ολόκληρη και κρατήθηκα από τη Σιχθάν για να μη σωριαστώ στο χώμα. Ο Ιάκωβος χαμήλωσε το κεφάλι πριν μιλήσει.
   «Πες του να σταματήσει. Θα χυθεί αίμα. Το δικό μας. Οι Βενετσιάνοι είναι έμποροι. Θα την κρατήσουν την Κρήτη. Με κάθε τρόπο», σήκωσε τα θαλασσιά του μάτια και κάρφωσε το ξαφνιασμένο βλέμμα του Βλαστού. «Θα μας σκοτώσουν όλους αν μας πιάσουν», συνέχισε και κούνησε τα χέρια του πάνω απ' το κεφάλι του, σαν να προσπαθούσε ν' αποδιώξει κάποιο όρνεο. «Αν είναι να εκδικηθούμε τον θάνατο των δικών μας, ας το κάνει ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ας μη χύσουμε άλλο αίμα», είπε κι έφυγε με βήμα αργό κατά το σπίτι μας.
   Η Σιχθάν θα 'τρεχε μαζί του, αλλά ήμουν εγώ κρεμασμένη πάνω της. Η Ζαμπέτα έμοιαζε να μην έχει δύναμη να κινήσει τα πόδια της, ούτε τα βλέφαρά της δεν ανοιγόκλεινε. Ο Βλαστός είχε μείνει αποσβολωμένος. Του πήρε αρκετή ώρα για να κατορθώσει, όπως κατάλαβα, να βρει μια καλή απάντηση σε όλ' αυτά. Δυο τρεις φορές άνοιξε το στόμα του κάτι να πει και το 'κλεισε πάλι. Η Άννα κοίταξε τον ιερέα μας. Αλλά κι εκείνος έμοιαζε μπερδεμένος, δεν μπορούσε να μιλήσει πριν επικοινωνήσει ιδιαιτέρως με τον Θεό, είπε. Ο νέος αρχηγός, που όλοι περιμέναμε, έμοιαζε να θέλει να τα ανατρέψει όλα. Μα καλά, ο σκοπός μας δεν ήταν, υποτίθεται, να διώξουμε τους άπιστους από πάνω μας; Η Κρήτη είχε μεγάλη δύναμη, αν κατορθώναμε να την πάρουμε στα χέρια μας... Όμως εγώ ένιωθα στ' αλήθεια πια πολύ μικρή για να μπορώ να καταλάβω. Άλλωστε διάφοροι γραμματιζούμενοι δικοί μας, ακόμη κι ο Βησσαρίων, που πολλές φορές μας είχε επισκεφθεί και είχε συζητήσει με την Άννα μας όλα αυτά τα θέματα, έλεγε επανειλημμένα ότι η επανάσταση θα ξεκινούσε απ' τη Βενετιά, κι ότι οι Βενετσιάνοι θα μας βοηθούσαν σ' αυτό. Όμως αυτή η άποψη δεν έμοιαζε να είναι ίδια με του φίλου μας του Βλαστού -ω, δεν ξέρω πλέον τι να πιστέψω, ποτέ δεν ομονοούσαμε εμείς, ούτε κάτω στην πατρίδα πριν από την καταστροφή. Αυτό το λέγαμε ελευθερία, αλλά ήταν τώρα καλό ή κακό;
   Τότε ακούστηκε δυνατή η φωνή του Βλαστού, να απευθύνεται αποκλειστικά στην Άννα μας: 
   «Ποια είναι η δική σου απόφαση, θαυμασιοτάτη κόρη του πάλαι ποτέ μεγάλου δουκός;»
   Η φωνή του παλλόταν σφυριχτή, έμοιαζε να συγκρατεί με μεγάλο κόπο τον εαυτό του από ένα βίαιο ξέσπασμα.
   «Πόσο έχουμε προχωρήσει στην Κρήτη;» ρώτησε πιο βραχνή από ποτέ η Άννα.
   «Είμαστε πανέτοιμοι. Περιμένουν από μας το σύνθημα. Αν πεις το ναι, στέλνω απόψε κιόλας αγγελιαφόρο με το καράβι που σαλπάρει. Αν βρει καλό καιρό και φτάσει σύντομα, σε δυο μήνες αρχίζουμε».
   Η Άννα κατέβασε το κεφάλι. Για λίγο επικράτησε απόλυτη σιωπή. Ξαφνικά η υπηρέτρια άρχισε να ξεφωνίζει:
   «Εγώ πρέπει να πάω, θα βρομίσουν τα ψάρια», και έφυγε τρέχοντας.
   Όλοι γυρίσαμε και την κοιτούσαμε που απομακρυνόταν.
   Ο μικρός μου αδελφός ήταν κιόλας στο σπίτι. Ο Βλαστός περίμενε τρέμοντας την απάντηση της Άννας. Κι οι άλλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους, έμοιαζαν να έχουν διχαστεί ανάμεσα στον παλιό αρχηγό και στον καινούριο. Ώσπου η Άννα μας, σοφή όπως πάντα, το έλεγε και ο δόγης, «Θα μιλήσω με τον αδελφό μου», είπε και ξεκίνησε κι αυτή για το σπίτι. Μόνο που ο Βλαστός, αν και πιστός μας φίλος, είχε διαφορετική γνώμη:
   «Ξεκινάμε και χωρίς εσάς. Η Κρήτη βράζει», και γυρίζοντας την πλάτη του ακολούθησε τα βήματα της υπηρέτριας.
   Μείναμε ξεκρέμαστοι. Κάτι πήγε να πει ο δάσκαλος, που ήταν και φίλος του Βησσαρίωνα, αλλά ο ιερέας τον σταμάτησε. Σταυροκοπήθηκε κι ακολουθήσαμε όλοι το παράδειγμά του. Ήταν η πρώτη φορά που ο Βλαστός αντιμιλούσε στην Άννα μας κι αυτό μας είχε προβληματίσει όλους. Μέχρι στιγμής ήταν το στήριγμά μας, από πλευράς ηθικής συμπαράστασης βέβαια, μη φανταστεί κανείς οικονομική υποστήριξη, άλλωστε αυτό, δόξα τω Θεώ, ήταν κάτι που δεν το είχαμε ανάγκη. Ο Γεώργιος Φραγκόπουλος, που ήταν έμπορος, κι οι έμποροι -ξέραμε απ' τον πατέρα- ήταν έξυπνοι άνθρωποι, πρότεινε να διαλυθούμε και να ξανασυναντηθούμε την επομένη με νεότερα. Όλοι συμφωνήσαμε σ' αυτό, ήταν η πιο σοφή πράξη, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαμε ούτε τον Βλαστό να φέρουμε πίσω ούτε τον αδελφό μου να ξαναβάλουμε στον... τάφο.
 
   Η Άννα στεκόταν αντίκρυ του και τον κοιτούσε αμίλητη. Όταν με είδε μαζί με τη Σιχθάν στο κατώφλι, μου 'κανε νόημα με το βλέμμα να εξαφανιστώ. Όμως εγώ περίμενα το σημάδι του Ιάκωβου. Κοίταξα το βλέμμα του και μπήκα ξανά στο μυαλό του. Οι εικόνες από παλιά έτρεχαν ιλιγγιωδώς. Έβλεπα ολοκάθαρα ξίφη και σαρίκια, κορόνες και άλογα που έτρεχαν, με σώματα γερμένα πάνω τους και τα χαλινάρια ελεύθερα ν' ανεμίζουν, έβλεπα λουτήρες γεμάτους σαπουνάδες και ρούχα μεταξωτά, έβλεπα γυμνά σώματα, βοστρύχους να μπλέκονται, και αίμα έβλεπα, πολύ αίμα να κατακλύζει τον χώρο και να πνίγει το μυαλό του. Έσφιξα το χέρι της Σιχθάν. Δεν ξέρω τι είχε συμβεί στον αδελφό μου αυτά τα πέντε χρόνια, μετά το κακό που μας βρήκε, αλλά, ό,τι και να ήταν αυτό, τον είχε κάνει άλλον, μας εντελώς άλλον άνθρωπο. Και τώρα εδώ, μπροστά μας, προσπαθούσε να ταξινομήσει τις σκέψεις του και να μπορέσει να βάλει σε μια σειρά τις προτεραιότητές του. Όταν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, η Άννα μού έκανε πάλι νόημα να φύγω, αλλά εγώ ήμουν σαν κολλημένη στο πάτωμα. Τον είχα χάσει τόσα χρόνια, εγώ, που δεν ζούσα παρά μόνο γι' αυτόν, εγώ, που δεν είχα γεννηθεί παρά μόνο γι' αυτόν, διεκδικούσα τον σκοπό της ζωής μου, παρακούοντας τις διαταγές της μεγάλης μου αδελφής.
   «Καμιά χώρα δεν κατακτιέται, Άννα, παρά μόνον αν τον έχει μέσα της τον εχθρό», είπε ο Ιάκωβος κι έκανε μεταβολή.
   Μείναμε όλοι βουβοί. Τέλος ο Ιάκωβος μας ζήτησε να τον αφήσουμε μόνο, τη στιγμή που είδα τη Ζαμπέτα να πλησιάζει. Της έκανα νόημα να σταματήσει. Ο μικρός μου αδελφός ήθελε να μείνει μόνος κι εμείς του κάναμε τη χάρη. Προσπέρασα την Άννα και την έσπρωξα μακριά. Ύστερα έκλεισα την πόρτα του δωματίου απαλά, την ώρα που ο αδελφός μου ξάπλωνε κουρασμένος στο κρεβάτι, με τις παλιές εικόνες και τις σκέψεις να εκσφενδονίζονται σαν πελώριες μυτερές πέτρες στο μυαλό του.
 
   Το βράδυ εμείς οι γυναίκες πήγαμε μόνες και πήραμε απ' το κατώφλι μας το κύπελλο με το νερό για τη μητέρα. Ύστερα, το ίδιο αυτό κύπελλο, το πήγαμε βουβές και το θάψαμε στον τάφο του πατέρα και των αδελφών μας, ποτίζοντας το χώμα με τα δάκρυά μας, που έτρεχαν ασταμάτητα απ' τη χαρά μας αλλά κι από τη λύπη μας.
 
Κωνσταντινούπολη,
του έτους 6961 από κτίσεως κόσμου (3)
 
   Κρατούσα μπροστά μου το κίτρινο φουστάνι μου και το καμάρωνα. Ήταν το μοναδικό μου. Η μητέρα το είχε κλεισμένο στο ερμάρι της, αλλά εγώ δεν κρατιόμουν πια, ήθελα να το φορέσω. Ο πόλεμος, που τον άκουγα συνέχεια απ' τα παράθυρα του πύργου μας να μαίνεται εκεί κάτω, με είχε τόσο πολύ αναστατώσει, που ακόμη κι ο θάνατος περνούσε πολλές φορές απ' το μυαλό μου. Και φυσικά δεν ήθελα με κανέναν τρόπο να πεθάνω χωρίς να φορέσω μια φορά έστω αυτό το υπέροχο, ολοκέντητο, μεταξωτό φουστάνι. Αν ήταν να πεθάνω, θα 'θελα να πεθάνω φορώντας το, γιατί εκεί στον ουρανό που θα πηγαίναμε δεν θα μπορούσαμε ν' αλλάξουμε κι εγώ δεν ήθελα εις τον αιώνα τον άπαντα να παριστάνω το αγόρι.
   Μετά την εξαφάνιση του Νικόλα μας, που χίμηξε έτσι απερίσκεπτα στη μάχη επειδή τον διέταξαν, αυτός, ένας πρίγκιπας, γιος του Κουρουλούκα, το σπίτι μας ήταν γεμάτο πένθος. Ωστόσο δεν μιλούσαμε καθόλου γι' αυτό, κι η μητέρα δεν απηύθυνε ούτε μια λέξη πλέον στον πατέρα, λες κι ήταν αυτός υπεύθυνος για το κακό, μόνο καθόταν αμίλητη σ' ένα θρονί και κοιτούσε με βλέμμα απλανές την πόρτα, περιμένοντάς τον να γυρίσει. Ο Νικόλας ήταν ο πρώτος μας και του είχε αδυναμία.
   Τη στιγμή που προσπαθούσα να χωρέσω το κεφάλι μου από το άνοιγμα του φουστανιού, χωρίς να το ξεκουμπώσω απ' τη βιασύνη μου, ένας εκκωφαντικός θόρυβος μ' έκανε να σφηνώσω σε λάθος άνοιγμα και κόντεψα να πνιγώ. Όταν κατόρθωσα να ξεμπλέξω και να τρέξω στο παράθυρο που έβλεπε στη μεριά της πόλης -αντίθετα απ' τον Κεράτιο- αντίκρισα ένα θέαμα που παραλίγο να με κάνει να λιποθυμήσω. Καπνός και φωτιά, κομμάτια ολόκληρα φλεγόμενα ξεπετιόνταν απ' τη μεριά του Ιπποδρόμου. Η κάπνα γέμιζε την ατμόσφαιρα και δεν μπορούσα με βεβαιότητα, από εδώ που βρισκόμουν, να ξεχωρίσω αν ο πόλεμος είχε μεταφερθεί στο εσωτερικό της πόλης, κι όπου να 'ταν θα έφταναν οι άπιστοι και μέχρι τον πύργο μας, ή συνέβαινε κάτι άλλο. Ήθελα να τρέξω να βρω τη μητέρα, καθώς ένιωθα τον φόβο να μου κόβει την ανάσα, έπρεπε όμως να ξεμπλέξω απ' το μπερδεμένο φουστάνι και να βάλω τα ρούχα μου.
   Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα. Γύρισα έντρομη, μην τυχόν ήταν η μητέρα, που η τρομάρα θα την είχε ξεκολλήσει απ' το θρονί της, και με τσάκωνε να παλεύω με το απαγορευμένο κίτρινο φουστάνι. Ήταν ο Ιάκωβος. Χλωμός. Ιδρωμένος. Τα μαλλιά του κολλημένα στο μέτωπο. Το σημάδι να τρέχει φρενιασμένο και κατακόκκινο. Τα χέρια του μαυρισμένα. Λες κι η φωτιά του Ιπποδρόμου είχε σκάσει πάνω του. Έτρεξα προς το μέρος του, τσαλαπατώντας το μεταξωτό φουστάνι μου.
   «Ανατινάχτηκε ο Ιππόδρομος», φώναξε, «κοίτα φωτιά!» κι έτρεξε στο παράθυρο.
   Πήγα κοντά του. Έπιασα το πρόσωπό του και το γύρισα προς το μέρος μου. Tότε ένα αστραφτερό, χαρούμενο βλέμμα χίμηξε πάνω μου. Μ' έκανε ν' απομακρυνθώ τρομαγμένη.
   «Δεν είναι υπέροχο;» άκουσα τη φωνή του βραχνή.
   «Ποιο;» τόλμησα να ψελλίσω.
   Όμως ο μικρός μου αδελφός έμοιαζε να ονειρεύεται. Ένα καταραμένο όνειρο.
   «Σε  λίγο όλα θα 'χουν τελειώσει».
   «Ποια;» ρώτησα πάλι, τρέμοντας τώρα από μια οδυνηρή υποψία.
   Με κοίταξε παραξενεμένος που δεν καταλάβαινα.
   «Τους είδα να μεταφέρουν φωτιά με δάδες, τεράστιες σαν δόρατα».
   «Πού;»
   «Στον Ιππόδρομο, σου λέω».
   «Ποιοι;» τόλμησα να ρωτήσω ξανά.
   «Βάδισαν μέχρι τις αποθήκες του Ιπποδρόμου. Όλοι ξέραμε πως εκεί ήταν κρυμμένα τα μπαρούτια. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί στον Ιππόδρομο τσαλαπατούσε ο ένας τον άλλον σαν τρελαμένος. Έπρεπε να τους έβλεπες πώς έτρεχαν να σωθούν».
   «Ποιοι ήταν;»
   «Δικοί μας. Του πατέρα. Έγινε πανικός. Φώναζαν “Παραδώστε την πόλη. Να σωθούμε”. Αν ήταν στο χέρι τους, θα την έδιναν».
   «Ο πατέρας συμφωνούσε;» τον κοίταξα ερωτηματικά.
   Γύρισε το βλέμμα του αλλού. Δεν μπόρεσα να συλλάβω τη σκέψη του, ίσως και να μην είχε καμία σκέψη εκείνη τη στιγμή στο μυαλό του, όμως κάπου βαθιά του ένιωσα πως υπήρχε μια κρυφή, ανομολόγητη επιθυμία.
   «Ίσως και να το θέλαμε», είπε τέλος.
   «Ποιοι να το θέλαμε;»
   Απομακρύνθηκε σαστισμένος.
   «Δεν είσαι με το μέρος μας, Γιουστίνη;» ψιθύρισε και κοίταξε προς την πόρτα, μην κι έρχεται κανείς.
   «Δεν ξέρω», ψέλλισα, «τι να ξέρω;»
   «Η Θεοτόκος σώζει. Η οργάνωση».
   «Αυτοί έκαψαν τον Ιππόδρομό μας; Γιατί; Πες μου!»
   «Πρέπει να φύγω. Ο πατέρας είναι με τον επίσκοπο Άνθιμο».
   «Τι σχέση έχει ο επίσκοπος Άνθιμος;» -όλα ήθελα να τα μάθω.
   Με κοίταξε αφηρημένα, σαν να μην ήξερε τι να μου πει, κι έφυγε τραβώντας το μανίκι του, που κόντευα να το σκίσω καθώς το κρατούσα. Έτρεξα στο παράθυρο, απ' όπου τον παρακολούθησα να κατηφορίζει βιαστικά προς τον Ιππόδρομο, που έβγαζε ακόμη καπνούς, κι ύστερα χάθηκε από τα μάτια μου. Όμως εγώ παρέμεινα στο παράθυρο, ν' αγναντεύω, ώσπου νοερά ήμουν πάλι μαζί του.
 
   Ήταν ο καλόγερος με τη μακριά κοκκινωπή σγουρή γενειάδα και τα υγρά σαν δακρυσμένα μάτια, που από απλός καλόγερος έγινε με αναφώνηση άξιος για επίσκοπος στον γάμο του Νικόλα μας. Μιλούσε με τον πατέρα χειρονομώντας πλατιά και δείχνοντας προς τη μεριά της θάλασσας τη στιγμή που έφτασε κοντά τους ο Ιάκωβος. Στάθηκε δίπλα στον Κουρουλούκα με καμάρι κι εκείνος τον αγκάλιασε. Ο πατερ-Άνθιμος χαμήλωσε σε ένδειξη σεβασμού το κεφάλι, αλλά τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στο βλέμμα του μικρού μου αδελφού. Ένα βλέμμα που έμοιαζε να τον ψάχνει βαθιά, ιδιαίτερα τη στιγμή που ο πατέρας τον έσφιξε λέγοντας στον επίσκοπο:
   «Αυτός είναι ο διάδοχός μου. Αν δεν προλάβω εγώ, αυτός απ' όλους θα κυβερνήσει τη χώρα».
 
   Ο ύπνος μας τις νύχτες δεν ήταν πια ήρεμος. Παρόλο που ο πόλεμος σταματούσε εκείνες τις ώρες, κάποιοι ξαφνικοί θόρυβοι μας πέταγαν απ' το κρεβάτι και με τα μάτια ακόμη κλειστά τρέχαμε στα παράθυρα ή ψάχναμε να δούμε πού είναι οι άλλοι κι αν έχουν σαν εμάς τρομάξει, ή αν ο πατέρας είχε γυρίσει από τον πόλεμο. Δεν ξέρω αν όλοι οι πατεράδες γύριζαν το βράδυ από τον πόλεμο, αλλά ο δικός μας ήταν πάντα τα βράδια μαζί μας. Δεν τον βλέπαμε βέβαια. Γύριζε αργά, ήταν κατάκοπος, έλεγε η Ευφραιμία, είχε διαπληκτιστεί πάλι με τον θείο Κωνσταντίνο για τις προθέσεις του Χαλίλ πασά, του πρωθυπουργού του Μεχμέτ, που όλο μηνούσε λέει στον θείο πως ο αφέντης του θα σταματούσε τον πόλεμο, γιατί όλοι είχαν κουραστεί τόσους μήνες τώρα, και να βαστήξουμε λίγο ακόμη -και να τα δώρα ο Κωνσταντίνος, και να τα παραγεμισμένα με φλουριά και πολύτιμα κοσμήματα ψάρια, που του 'στελνε κρυφά, για να μαθαίνει τα νέα και να αποθαρρύνει τον Μεχμέτ. Ή πάλι είχε τσακωθεί μ' εκείνον τον βρομολατίνο, όπως τον λέγαμε, τον Γιουστουνιά, ο οποίος όλο ζητούσε λεφτά και πολεμοφόδια και οικοδομικά υλικά για την ενίσχυση του τείχους, και πού να τα βρούμε, βλαστημούσε ο πατέρας κι έκανε μετά τον σταυρό του, ακόμη και χωρίς να έχει μπροστά του εικόνισμα, που τον κόλαζε ο Τζεβοβέζος κοκκινοτρίχης. Μ' αυτά και μ' εκείνα, τα βράδια δεν τον έπιανε εύκολα ο ύπνος και δεν ήθελε να τον ενοχλούμε, μας έλειπε όμως το φιλί του και η ζεστή αγκαλιά του.
   Παρηγοριόμασταν ωστόσο που δεν είχαμε χάσει το φαγητό μας, γιατί, απ' ό,τι μαθαίναμε, από την Ευφραιμία κυρίως, πολλοί το είχαν χάσει. Αυτό ήταν κάτι που εμένα μου έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί πριν από λίγες ημέρες είχε φτάσει λέει ένα βενετσιάνικο καράβι από τη Σικελία γεμάτο σιτάρι, κι αυτό σήμαινε ότι τουλάχιστον δεν θα έλειπε από κανέναν το ψωμί. Όμως ο Ιάκωβος, που ήταν πλέον πάντα κοντά στον πατέρα, όταν τον ρώτησα, μου είπε κοιτάζοντάς με περιφρονητικά:
   «Μα καλά, αφού δεν έρχονται να πολεμήσουν, εμείς θα τους δώσουμε ψωμί;»
   Δεν ρώτησα τίποτ' άλλο, γιατί εκείνοι πάντα ήξεραν καλύτερα τι έπρεπε να κάνουν με τον κοσμάκη, έβλεπα όμως να ξεφορτώνουν τα σακιά με το σιτάρι απ' το πλοίο και να τα πηγαίνουν στις αποθήκες μας κάτω στο λιμάνι, μέχρι που θεώρησα πως το σιτάρι ήταν δικό μας, και βέβαια, αν ήταν δικό μας, εμείς μπορούσαμε να το κάνουμε ό,τι μας άρεσε, ακόμη και να το πουλήσουμε όσο θέλαμε σ' αυτούς που είχαν τα χρήματα να το αγοράσουν, και αυτό βέβαια κατάλαβα ότι κάναμε, ο πατέρας έλεγε πως είχαμε ανάγκη από λεφτά για μετά. Ολόκληρη η ζωή μας πλέον οργανωνόταν για τη ζωή μας μετά. Δεν ήξερα ποιο ήταν το μετά, αλλά εμείς που είχαμε απομείνει στο σπίτι το περιμέναμε καρτερικά. Εκτός απ' τη μητέρα. Εκείνη έμοιαζε αυτό το μετά να μην την ενδιαφέρει. Ούτε μια φορά δεν άνοιγε πια τα χείλη της, λες και μια άγνωστη αρρώστια τής είχε καταπιεί τη φωνή. Η Ευφραιμία την παρακαλούσε να φάει για χάρη μας και ευτυχώς την έπειθε τουλάχιστον μια φορά την ημέρα να το κάνει, για να μην πετάμε τόσα αποφάγια πια στα σκυλιά και στους δούλους.
   Μια τέτοια σκοτεινή αυγή ο μικρός μου αδελφός ξύπνησε απότομα. Πετάχτηκε όρθιος, δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Έτρεξε στο μπάνιο μας κι έριξε λίγο τρεχούμενο νερό από τη βρύση στο πρόσωπό του. Ευτυχώς ο πόλεμος δεν είχε καταστρέψει το υδραγωγείο μας. Το νερό ήταν παγωμένο κι αυτό τον ξύπνησε. Σκέφτηκε να πάει να ξυπνήσει και τον πατέρα, αλλά δεν ήξερε τι να του πει.
   Ντύθηκε και βγήκε έξω νυχοπατώντας. Χωρίς να ξέρει, βάδιζε μέσα στην αχλή του σκοτεινού ακόμη πρωινού μέχρι τον Κεράτιο. Εκεί σταμάτησε παραξενεμένος. Μέσα στην ελαφριά ομίχλη της αυγής που ερχόταν απ' τη θάλασσα είδε, χωρίς να μπορεί να πιστέψει στα μάτια του, ένα τεράστιο τέρας! Με θεόρατες, αλύγιστες κεραίες πάνω στο σώμα του, να βαδίζει αργά στην ξηρά της απέναντι όχθης και να κατευθύνεται προς τη θάλασσα. Ο αδελφός μου είδε κάποιους ανθρώπους να το τραβούν δεμένο με χοντρά σκοινιά προς το μέρος της θάλασσας, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είδους τέρας ήταν αυτό, ποτέ του πριν δεν είχε ξαναδεί τέτοιο, φοβήθηκε κι έκλεισε τα μάτια. Τ' άνοιξε τη στιγμή που το τέρας είχε φτάσει στην ακροθαλασσιά και μ' ένα εκκωφαντικό πρωτάκουστο μπλουμ έπεσε στο νερό.
   Πλησίασε πιο κοντά στην ακτή. Το γιγάντιο τέρας με τις ολόισιες κεραίες, που έμοιαζαν ν' απειλούν τον ουρανό, ήταν -αν είναι ποτέ δυνατόν- ένα καράβι!
   Η σκοτεινιά της αυγής είχε αρχίσει να ξεδιαλύνει σε γκριζορόδινες αποχρώσεις κι ο αδελφός μου έβλεπε πλέον πιο καθαρά. Έκπληκτος είδε ότι ήταν κι άλλα καράβια στη θάλασσα, στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, θαρρείς και κάποιος γίγαντας έπαιζε τοποθετώντας τα. Και τα καράβια δεν σταματούσαν. Μόλις το ένα έπεφτε στη θάλασσα, εμφανιζόταν στη στεριά ένα καινούριο, που γλιστρούσε πάνω σε μια γέφυρα, όπως διαπίστωσε κατάπληκτος ο αδελφός μου. Άρχισε να μετράει τα καράβια, όμως αυτά δεν είχαν τελειωμό. Τότε τον έπιασε πανικός! Τα γόνατά του λύγισαν. Με κομμένη την ανάσα άρχισε να τρέχει ξανά προς τον πύργο μας, την ώρα που όλη η πόλη είχε αρχίσει να ξυπνά κι οι στρατιώτες τέντωναν τα μουδιασμένα μέλη τους, βαδίζοντας νωχελικά για κάποιο από τα δώδεκα φρούρια του κάστρου της πόλης που έπρεπε να φυλάξουν.
   Ο Ιάκωβος δεν σταμάτησε πουθενά, δεν μίλησε με κανέναν, μπήκε σαν σίφουνας στον πύργο μας.
   Ο πατέρας στεκόταν ήδη όρθιος όταν ο Ιάκωβος μπήκε στο δωμάτιο, ευθυτενής, με την πολεμική στολή του, λες και δεν είχε περάσει από πάνω του ο χθεσινός πόλεμος -φαίνεται ότι είχε κοιμηθεί καλά ή δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, με τον πατέρα δεν ήταν εύκολο να ξέρεις, διπλωμάτης άνθρωπος, το έλεγε και η μητέρα αυτό, όταν ακόμη μιλούσε.
   «Πέρασαν τα πλοία τους απ' τη στεριά, πενήντα, εξήντα, ούτε ξέρω. Ο Κεράτιος είναι γεμάτος με... - τι κάνουμε τώρα, πατέρα;»
   Ο Κουρουλούκα δεν απάντησε. Δεν είχε εκπλαγεί. Ήταν σαν να το ήξερε, ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στον μικρό μου αδελφό. Ήξερε, όπως πάντα, τα πάντα!
   «Πήγαινε να ξαπλώσεις. Είναι νωρίς ακόμα», του είπε τελικά κι έκανε να βγει.
   Ύστερα ξαναγύρισε. Κοίταξε τον μικρό μου αδελφό από πάνω μέχρι κάτω κι ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του.
   «Μεγάλωσες, μικρέ», του είπε. «Μεγαλώνεις γρήγορα, κάθε μέρα και πιο πολύ». Κι ύστερα, από το κατώφλι της πόρτας: «Έλα μαζί μου στον Κωνσταντίνο. Θα καλέσω επείγον συμβούλιο. Ο μηχανικός μας το 'πε και το 'κανε. Για μερικά άσπρα παραπάνω πούλησε το σχέδιο στον άπιστο. Πώς να εμπιστευθείς πια τους Ιταλιάνους;» -σκέφτηκε για μια στιγμή και πρόσθεσε: «Και τον πάπα τους!»
 Κι έφυγαν μαζί πρωί πρωί, ακόμη δεν είχαν ξυπνήσει ούτε τα ζώα.
 
   Ήταν όλοι εκεί. Ο θείος Κωνσταντίνος, ο πατέρας, ο καρδινάλιος Ισίδωρος, που παρίστανε τον πατριάρχη από τη Δύση, αλλά κι ο άλλος, που έκανε κι αυτός τον πατριάρχη, ο αρχιεπίσκοπος Αθανάσιος της Χαλκηδόνας. Ήταν ο Σφραντζής, που κάθισε όσο πιο μακριά μπορούσε απ' τον πατέρα. Ήταν οι δώδεκα υπουργοί του Κωνσταντίνου. Κι ο βάιλος των Βενετσιάνων, κι ο Τζενοβέζος διοικητής, κι όλοι οι αρχηγοί, κι ο Γιουστουνιάς, κι ο Βενετσιάνος καπετάνιος Τζάκομο Κόκκο, που είχε τη φήμη του τολμηρού στη θάλασσα. Κι ο Εντουάρ ντε Ρυστόν, που ο μικρός μου αδελφός έβλεπε για πρώτη φορά, αν και είχε ακούσει να λέγονται πολλά, ότι ήταν πολύ ευέλικτος διπλωμάτης -όχι βέβαια όσο ο πατέρας- κι όλοι έστελναν αυτόν στον Μεχμέτ όταν ήθελαν κάτι να παζαρέψουν. Στη μια άκρη του μακρόστενου τραπεζιού, δίπλα στον πατέρα, καθόταν ο αδελφός μας ο Γαβριήλ, ο μεγαλύτερος μετά την εξαφάνιση του Νικόλα μας, αγουροξυπνημένος, με την καλή στολή του αξιωματικού του ναυτικού, που ακόμη δεν την είχε βρέξει, όπως μας έλεγε κι ο ίδιος παραπονεμένα. Από την άλλη μεριά του πατέρα στριμώχτηκε ο μικρός μου αδελφός. «Δεν είναι για παιδιά», ακούστηκαν κάποιοι ψίθυροι από αυτούς που κάθονταν δίπλα στον βασιλιά, αλλά ένα βλέμμα του Κουρουλούκα ήταν, όπως αποδείχτηκε, αρκετό. Άλλωστε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος έδειχνε ν' αδιαφορεί όχι μόνο για το ποιος καθόταν στο τραπέζι, αλλά και για τα τυπικά της διαδικασίας. Έτσι ο πατέρας μπήκε ευθέως στο θέμα. Έπρεπε αμέσως να παρθεί μια τολμηρή απόφαση, μετά την χθεσινοβράδινη εισβολή των τουρκικών πλοίων στον Κεράτιο, αν δεν θέλαμε αύριο το πρωί «να ξυπνήσουμε όλοι μας... νεκροί», είπε με στεντόρεια φωνή και κοίταξε κατάματα τον θείο Κωνσταντίνο.
   «Ίσως δεν είναι ακόμη πολύ αργά για μια προσωπική συμφωνία με τον Μεχμέτ», συνέχισε. «Σε κάθε περίπτωση, καλύτερα ηττημένοι και ζωντανοί παρά ηττημένοι και νεκροί», κατέληξε.
   Ο Κωνσταντίνος χαμήλωσε το βλέμμα και κούνησε το χέρι μπροστά του, λες και ήθελε ν' αποδιώξει κάποιο αόρατο έντομο.
   «Θα προτείνω ένα χαράτσι εκατό χιλιάδες χρυσά δουκάτα τον χρόνο για να μας αφήσει ήσυχους. Μόνο το χρήμα έχουν στο μυαλό τους οι Τουρκαλάδες», είπε και σταμάτησε να διώχνει το αόρατο έντομο.
   Ένα μεγάλο σούσουρο από τους παρευρισκόμενους ακολούθησε τα λόγια του, με κυρίαρχη τη φωνή του Σφραντζή, που διαμαρτυρόταν για το τεράστιο, δυσβάστακτο, όπως είπε, ποσό -«Μόνοι μας θα κόψουμε το κεφάλι μας και δεν θα τα βρίσκουμε να τα δίνουμε», έλεγε και ξανάλεγε. Για λίγο επικράτησε σιωπή. Ο μικρός μου αδελφός κοίταξε με μεγάλη ανυπομονησία τον πατέρα. Προσπαθούσε με το βλέμμα να τον κάνει να μιλήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ήταν σίγουρος πως για πρώτη φορά θα συμφωνούσε με τον γραμματέα του θείου, τα λεφτά ήταν πολλά, σκεφτόταν, αφού δεν έχουμε να πληρώσουμε ούτε τους μισθούς των μισθοφόρων και στασιάζουν όταν είναι να πολεμήσουν. Όμως ο πατέρας σιωπούσε. Η γνωστή του συνήθεια, κατάλαβε ο αδελφός μου: Όταν ο Κουρουλούκα είχε να εκστομίσει κάτι που ο ίδιος θεωρούσε πολύ σημαντικό, άφηνε τον χρόνο να περνά. Έτσι είναι οι διπλωμάτες, δεν ανοίγουν αμέσως τα χαρτιά τους και το στόμα τους, έπαιρνε τα πρώτα του μαθήματα ο μικρός για τη μελλοντική διακυβέρνηση της χώρας, όπως του είχαν υποσχεθεί. Η αγωνία όμως άρπαξε την ψυχή του ξανά καθώς άρχισε να μιλά ο Κουρουλούκα. Τα λόγια του έπεφταν σαν πέτρες από μπομπάρδα πάνω στο ξυλόγλυπτο βασιλικό τραπέζι:
   «Φίλτατα μέλη του βασιλικού μας συμβουλίου, η γνώμη μου είναι ότι ακόμη και με ένα εκατομμύριο χρυσά δουκάτα ετησίως -αν τα είχαμε- δεν θα έλυνε ο Μεχμέτ την πολιορκία».
   Γελάκια και ειρωνικά σχόλια για το πόσο λίγο γνώριζε τους άπιστους και τη φιλοχρηματία τους διέκοψαν τον λόγο του πατέρα. Εκείνος όμως, αφού τράβηξε τρεις τρίχες απ' το γένι του και τις έπαιξε για λίγο μεταξύ του δείκτη και του αντίχειρά του, κάρφωσε το βλέμμα στον θείο μας και συνέχισε απτόητος, γεμίζοντας ακόμη με μεγαλύτερο άγχος την ψυχή του μικρού μου αδελφού, που τώρα πλέον είχε απόλυτα μπερδευτεί σχετικά με τις προθέσεις του πατέρα:
   «Έχει έρθει για να πάρει την πόλη. Τη θέλει διακαώς, για κάποιον δικό του λόγο. Και θα την πάρει. Με κάθε τρόπο. Γιατί, αν δεν την πάρει, δεν θα είναι πια ένας ζωντανός σουλτάνος. Θα είναι ένας νεκρός σουλτάνος. Κι αυτό το ξέρει καλά, φίλτατα μέλη του βασιλικού μας συμβουλίου».
   Τα βηξίματα κι οι αναστεναγμοί προδίδουν τη σύμφωνη γνώμη αρκετών τώρα στο ακροατήριο, σκέφτηκε ο Ιάκωβος, που κοιτούσε με γρήγορο βλέμμα την ομήγυρη.
   «Οι εχθροί του θα ξεσηκώσουν τον λαό εναντίον του. Κι εμείς το ίδιο θα κάναμε. Είναι πάρα πολλοί οι νεκροί και τεράστιες οι οικονομικές θυσίες για μια επιστροφή με άδεια χέρια».
   Το συμβούλιο δεν έπαιρνε ούτε ανάσα. Ο μικρός μου αδελφός χάρηκε. Ο πατέρας έμοιαζε για άλλη μια φορά να θριαμβεύει, το διαπίστωνε καθώς έβλεπε μέσα στο ακίνητο βλέμμα του Σφραντζή το μίσος ν' αστράφτει.
   «Τουλάχιστον θα τον πνίξουν στο μπάνιο του, αν δεν τον αποκεφαλίσουν στον δρόμο της επιστροφής. Ο Χαλίλ, μεγαλειότατε, αυτό περιμένει. Κι εμείς τον ταΐζουμε. Θα του κάνετε αυτή τη χάρη;»
   Τώρα όλοι κρέμονταν από τα χείλη του Κωνσταντίνου:
   «Αν έχω να διαλέξω μεταξύ των δυο τους, προτιμώ τον Χαλίλ. Είναι η παλιά φρουρά. Περιστέρι στην καταγωγή! Συνετός. Δεν είναι γεράκι, σαν τους νέους και τον Μεχμέτ. Θα πάρει τα δουκάτα και θα μας αφήσει ήσυχους».
   Ο Σφραντζής φρόντισε αμέσως να δώσει έναν τόνο ενθουσιασμού στο συμβούλιο, χειροκροτώντας δυνατά, οι περισσότεροι όμως έμειναν σκεφτικοί, δεν επικράτησε ακόμη ο Κωνσταντίνος, χάρηκε ο μικρός μου αδελφός και χοροπήδησε στην καρέκλα του, σταμάτησε όμως καθώς τον κλότσησε από κάτω ο Γαβριήλ μας, παραήταν εκδηλωτικός για πρίγκιπας που πρόκειται σε λίγο να κυβερνήσει τη χώρα, κατάλαβε και σοβαρεύτηκε.
   «Οι γενίτσαροι έχουν μεγάλη δύναμη, μεγαλειότατε. Ο Μεχμέτ τούς έχει δώσει προνόμια. Θα στασιάσουν. Θα γίνει εμφύλιος στο σουλτανάτο».
   «Κι εμείς θα επωφεληθούμε».
   «Θα επικρατήσει όποιος τάξει την πόλη στον λαό. Αυτό κάνει ο Μεχμέτ».
   «Δεν θα του τη δώσουμε, μεγάλε δούκα».
   «Θα την πάρει ο επόμενος, μεγαλειότατε. Είμαστε πια μόνο μια πόλη».
   «Όχι όσο είμαι εγώ σ' αυτόν τον θρόνο».
   Έμοιαζε με κονταρομαχία στον Ιππόδρομο, όπως παλιά, τότε που ο βασιλιάς είχε χρόνο για τέτοιες σπουδαίες απολαύσεις, σκέφτηκε ο Ιάκωβος.
   «Θα μπορούσε κανείς να πει πως όποιος μιλάει έτσι σκέφτεται την υστεροφημία του», αντέτεινε ο πατέρας.
   «Για όνομα του Θεού, Νοταρά, δεν σκέφτομαι παρά τον λαό μου».
   «Αν σκεφτόμαστε τον λαό, ας σκεφτούμε και τον Θεό. Οι πιστοί του δεν ζητούν παρά την ελευθερία να τον λατρεύουν, μεγαλειότατε. Υπεραμύνεσθε ενός θρόνου μόνο. Ο λαός υποφέρει».
   «Πιστεύω στον Χαλίλ, μεγάλε δούκα, είναι συμφέρον του να μας βοηθήσει και το κάνει».
   «Εγώ πιστεύω στον Θεό, μεγαλειότατε».
   Τώρα τα μέλη του βασιλικού συμβουλίου έμοιαζαν παγωμένα και ανήμπορα ακόμη και να σκεφτούν μια σωστή πρόταση  για να τη ρίξουν στο τραπέζι. Τα δάχτυλα σταμάτησαν να ξύνουν την ξύλινη επιφάνεια, τα χείλη στέγνωσαν, ο μικρός μου αδελφός ένιωθε ρίγη να τρέχουν σαν παγωμένα νερά στην πλάτη του, έμενε ακίνητος, σαν μαρμαρωμένος, όπως όλοι. Κάποια στιγμή ο αρχιεπίσκοπος Χαλκηδόνας, που δεν είχε μέχρι στιγμής καθόλου μιλήσει, προσπάθησε ν' ανοίξει το στόμα του, αλλά ο Κωνσταντίνος τον έκοψε με μια κίνηση, μπορεί να έπαιζε τον ρόλο του πατριάρχη, αλλά δεν ήταν παρά διορισμένος από τον ίδιο, που σήμαινε ότι μπορούσε να τον πάψει όπως τον έχρισε.
   «Κι αυτό πάει να πει πως εμείς πρέπει να κατεβάσουμε τα βρακιά μας;»  στρίγκλισε επιτέλους ολοφάνερα εκνευρισμένος ο μεγαλειότατος, στραμμένος προς τη μεριά του πατέρα. «Πάει να πει πως πρέπει να παραιτηθώ απ' τον θρόνο μου, πως πρέπει να φύγω λαθραία για εξορία στη Γαλλία, όπως μου προτείνει ο Κάρολος; Αυτό με συμβουλεύεις να κάνω;»
   Ο μικρός μου αδελφός έτρεμε σύγκορμος από τη συγκίνηση για τη μεγάλη τύχη να παρευρίσκεται αυτός, ένα παιδί, όπως έλεγαν, σε τέτοιο αληθινά σπουδαίο συμβούλιο. Όταν άκουσε την απάντηση του πατέρα του, ξέφυγε άθελά του ένα ηχηρό «Ωωω!», καθώς για πρώτη φορά τον άκουγε να υπερασπίζεται με τόσο πάθος την... ήττα. Δεν του έπεφτε φυσικά λόγος να μιλήσει και καμώθηκε πως συμφωνούσε με όσα άκουγε, μόνο και μόνο για να μην επαναληφθεί το προηγούμενο σχόλιο, ότι τάχα ήταν παιδί, που μπορεί βέβαια να ήταν, αλλά επιτέλους έπρεπε να καταλάβουν ότι τα παιδιά του πρωθυπουργού δεν μπορεί να είναι όπως τα παιδιά όλου του άλλου κόσμου.
   «Αυτό προτείνω, μεγαλειότατε. Για την ασφάλειά σας και την ασφάλεια του λαού».
   «Να φύγω και να δώσω την πόλη;»
   «Ο Θεός θα την ελευθερώσει, μεγαλειότατε».
   Ο Κωνσταντίνος κοίταξε τον γραμματέα του, τον Σφραντζή, σαν να του έδινε τον λόγο, κι εκείνος άνοιξε το στόμα του, βγήκε ένας ήχος, που κανείς δεν κατάλαβε τι σήμαινε, κάτι σαν τς τς τς ακούστηκε, κι αμέσως σώπασε, καθώς ο Ισίδωρος πήρε στα γρήγορα τον λόγο, με έντονα επικριτική διάθεση για όσα είπε ο Κουρουλούκα, ενώ συγχρόνως μίλησε για τον στρατό που προσπαθούσε ο πάπας να συντάξει και τα πλοία που θα έστελνε για βοήθεια -μα και βέβαια ήταν σίγουρο πως από μέρα σε μέρα θα φτάσουν, το είχε άλλωστε υποσχεθεί.
   «Κι ας μην ξεχνάει ο μεγαλειότατος», συνέχισε, «πόσες δυσκολίες αντιμετωπίζει σ' αυτή την προσπάθειά του ο πάπας, δεδομένου ότι η Ιταλία έχει τις γνωστές αιρετικές έριδες και είναι λίγο αδύναμος τώρα. Απ' την άλλη θυμίζω στον μεγαλειότατο πως κι η Γαλλία δεν έχει μεγάλες δυνατότητες, μια και νιώθει πάνω της το αγριεμένο βλέμμα της Αγγλίας. Κι η Γερμανία δεν βρίσκεται σε καλύτερη θέση αυτή την εποχή. Ακόμη κι η Καταλανία βρίσκεται σε πόλεμο με τους Άραβες. Είναι μια πολύ δύσκολη περίοδος για όλη την Ευρώπη, μεγαλειότατε, αλλά δεν θα χάσουμε την ελπίδα μας στη δύναμη του εκπρόσωπου του Θεού πάνω στη γη, του διαδόχου του Αγίου Πέτρου, του πάπα μας».
   Ο Κωνσταντίνος κοίταξε τον καρδινάλιο με ένα βλέμμα γεμάτο ερωτήματα. Αμέσως εκείνος έσπευσε να προσθέσει:
   «Φυσικά περιμένουμε βοήθεια και από τους άλλους χριστιανούς, μην το ξεχνάμε, τους Ούγγρους και τους Σέρβους», και σταμάτησε, γιατί κανείς δεν έμοιαζε να συμμερίζεται πλέον αυτές τις προσδοκίες.
   Τότε ο Τζάκομο Κόκκο πήρε τον λόγο. Σηκώθηκε όρθιος και με μια πλατιά χειρονομία, που εντυπωσίασε απόλυτα τον αδελφό μου, κατακτώντας τον αμέσως, δήλωσε πως είναι πρόθυμος ο ίδιος, μαζί με μερικούς από τα πληρώματά του και δυο ελαφριά μικρά πλοία, να βγει μετά τα μεσάνυχτα απόψε κρυφά και με την υγρή αρτιφιτζιάλους φωτιά να κάψει ολόκληρο τον οθωμανικό στόλο, χωρίς να προλάβει να κάνει ούτε κιχ. Ήξερε αυτός τον τρόπο να κινείται χωρίς να φαίνεται μέσα στη θάλασσα, το στοιχείο μου, είπε, και δεν έκρυψε καθόλου το πειρατικό του παρελθόν, που δεν ήταν κι εντελώς παρελθόν.
   Η επιχείρηση αμέσως αγκαλιάστηκε απ' όλους. Στο μυαλό του μικρού μου αδελφού άρχισαν κιόλας ν' ανάβουν οι φωτιές, έβλεπε τη θάλασσα να γίνεται μια φλόγα κόκκινη και πορτοκαλιά, οι καπνοί ήδη άρχισαν να ζώνουν τα ρουθούνια του, θυμήθηκε εκείνη την άλλη μυστική επιχείρηση που τον είχε πάρει μαζί του ο πατέρας. Με το ζόρι κρατήθηκε  να μην κραυγάσει από τον ενθουσιασμό του.
   «Απόψε, λοιπόν, με την “Αγία Ειρήνη”».
   Ο πατέρας χαμήλωσε το κεφάλι κι ο Ιάκωβος είδε μια σκιά να διαπερνά το βλέμμα του, καθώς ήξερε ότι στο πλήρωμα της «Αγίας Ειρήνης» ανήκε σαν ανώτερος αξιωματικός ο Γαβριήλ μας. Όμως δεν είπε τίποτα, έτσι είναι ο πόλεμος, έμοιαζαν να σκέφτονται όλοι, και μόνον ο αδελφός μου χαιρόταν, γιατί έλπιζε να πείσει τον πατέρα να πάει κι εκείνος. Δεν πρόλαβε να σκύψει στο αυτί του πατέρα, γιατί ο Τζενοβέζος διοικητής ζήτησε τον λόγο και πριν του δώσει σήμα ο Κωνσταντίνος είχε αρχίσει κιόλας να μιλά, λέγοντας πόσο επικίνδυνη θα ήταν αυτή η ενέργεια να γίνει έτσι γρήγορα, χωρίς τις απαραίτητες προετοιμασίες. Χρειάζονταν τουλάχιστον δυο μέρες ν' αρματωθούν σωστά τα πλοία, είπε.
   Το τι επακολούθησε είναι αδύνατο να το περιγράψω. Μιλούσαν όλοι μαζί, και στο μυαλό του αδελφού μου έφταναν μόνον απόηχοι λέξεων. Ο Κωνσταντίνος κοιτούσε πότε τον έναν και πότε τον άλλον ομιλητή, δεν έμοιαζε να μπορεί να πει ο ίδιος μια γνώμη επί του θέματος, ώσπου ο πατέρας σήκωσε το χέρι ψηλά και με τα πολλά κατόρθωσε να επιβάλει σιωπή. Η πρόταση ήταν σωστή, αλλά κι ο Τζενοβέζος είχε δίκιο για τις προετοιμασίες, ας γίνει λοιπόν η επιχείρηση σε δύο μέρες, για να είμαστε σίγουροι. Ο αδελφός μου έτριψε κρυφά τα χέρια του κάτω από το τραπέζι, μην μπορώντας να συγκρατήσει τη χαρά του. Έλπιζε πως σ' αυτές τις δύο ημέρες θα έβρισκε τον τρόπο να πείσει τον πατέρα να τον αφήσει να πάει κι αυτός μαζί τους, ήταν μεγάλος πια, το είχε πει κι ο ίδιος. Και το συμβούλιο διαλύθηκε.
 
   Το βράδυ ο μικρός μου αδελφός περίμενε την επιστροφή του πατέρα, άγρυπνος μέχρι πολύ αργά. Ξαφνικά σηκώθηκε. Είχε ακούσει το άλογο του πατέρα. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Τον πρόλαβε στον στάβλο, μόλις είχε παραδώσει το άλογο στον Νάχμαν, τον εβραίο ιπποκόμο μας, που τον περίμενε. Χύθηκε στην αγκαλιά του κι ο πατέρας τού χάιδεψε τα μαλλιά. Ήταν ιδρωμένος, σκονισμένος κι έμοιαζε κατάκοπος. Το μούσι του είχε ασπρίσει, τόση σκόνη και χώμα είχε μαζέψει πάνω του. Ο αδελφός μου δεν ήξερε πώς ν' αρχίσει αυτό που ήθελε να του πει, έτσι τελικά του το είπε απλά, όπως τριγύριζε ώρες τώρα στο μυαλό του:
   «Άσε με να πάω με τον Γαβριήλ. Ξέρω από πόλεμο στη θάλασσα. Εγώ τους έκαψα στην Καλλίπολη. Θυμάσαι, ε;»
   Ο Κουρουλούκα τον κοίταξε έκπληκτος. Δεν απάντησε αμέσως κι ο αδελφός μου, άλλο που δεν ήθελε, το θεώρησε αυτό καλό σημάδι. Όμως δεν ήταν. Ο πατέρας ήταν απλώς κουρασμένος. Μ' ένα «Όχι, μικρέ» τον έστειλε πίσω στο κρεβάτι του.
 
   Εκείνη τη νύχτα, εντελώς ξαφνικά, εκεί που όλοι το βλέπαμε να δεσπόζει ασημένιο και ολοστρόγγυλο στον ουρανό, χάθηκε το φεγγάρι. Σαν ένας μάγος να έκανε μαγικά και στη στιγμή το εξαφάνισε. Ο ουρανός έμεινε μόνος, σκοτεινός, πηχτός, ένα βαθύμαυρο πέπλο πάνω από τα κεφάλια μας, ούτε ένα αστέρι. Μεμιάς όλοι βουβάθηκαν. Θαρρείς κανείς στην πόλη δεν είχε πια φωνή. Ο οιωνός ήταν βαρύς. Οι γραφές το έλεγαν: Ποτέ η πόλη μας δεν θα έπεφτε στα χέρια των απίστων όσο βασίλευε στον ουρανό το φεγγάρι. Που βέβαια σήμαινε πως στην αντίθετη περίπτωση η πόλη θα χανόταν όταν χανόταν και το φεγγάρι. Αυτό το γνωρίζαμε από μικρά παιδιά. Μας το τραγουδούσαν οι τροφοί μας, όταν μας είχαν πάνω στο βυζί. Μας το 'λεγε ψιθυριστά η μητέρα τα βράδια σαν καληνύχτα, να μη φοβόμαστε που όλο εκστράτευαν εναντίον μας εχθροί. Όμως το φεγγάρι κάθε βράδυ ήταν εκεί, μικρό ή μεγάλο, μισοφέγγαρο ή ολοστρόγγυλο, ασημένιο, χρυσοκόκκινο ή θολό, φρουρός της ελευθερίας μας και της πίστης μας. Από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας ήταν πάντα εκεί, κι όταν ήταν στη χάση του το περιμέναμε την επομένη να βγει λεπτό, νεογέννητο, σαν μια χρυσή κλωστή. Κανείς δεν φοβόταν αφού το φεγγάρι ήταν εκεί. Όμως τώρα δεν ήταν. Ούτε σύννεφα το κάλυπταν, γιατί, αν ήταν έτσι, θα μπορούσαμε ανάμεσα απ' αυτά, όσο πυκνά κι αν ήταν, να το δούμε. Μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας σιγά σιγά μπορούσες ν' ακούς από μακριά μικρές φωνές πανικού, πνιγμένες απ' τον φόβο. Το φεγγάρι, ξαφνικά, δεν ήταν πια εκεί για να μας φυλάει.
   Κρατιόμασταν χέρι χέρι με τον Ιάκωβο και με τον Εμμανουήλ, που κρατούσε απ' το χέρι τη θεία Στεφανία κι εκείνη με τη σειρά της τον θείο Αγγελή, γιατί ο θείος Αγγελής δεν πήγαινε πλέον στον πόλεμο έτσι μεθυσμένος που ήταν απ' το πρωί. Στην άκρη του καθιστικού μας καθόταν, όπως πάντα, στο θρονί της, αμίλητη η μητέρα. Κι απέναντί μας οι δούλες μας, η μικρή Σιχθάν, ο Νάχμαν, η Ευφραιμία, η μαγείρισσα, ο κηπουρός μας, οι πιστοί μας ευνούχοι από την Αίγυπτο κι ο γερακάρης του πατέρα. Κάτω ακούγαμε τα σκυλιά να αλυχτάνε και τα κοτόπουλα να κακαρίζουν, λες και κάποιοι τα 'χαν πιάσει απ' τον λαιμό για να τα σφάξουν. Περιμέναμε. Μια μέρα ολόκληρη περιμέναμε. Οι ώρες περνούσαν κι εμείς περιμέναμε. Ένιωθα την παλάμη του αδελφού μου να ιδρώνει. Γινόταν κρύα σαν χιόνι. Κι ύστερα πάλι έκαιγε σαν πέτρα αφημένη στον ήλιο, και μετά ξαναγινόταν υγρή, μούσκεμα, σαν να 'σταζε τα υγρά του σώματός του. Την έσφιγγα δυνατά. Το μυαλό του ήταν άδειο κι όμως ήξερα ότι εκεί βαθιά η σκέψη του Γαβριήλ μας δεν άφηνε χώρο για τίποτ' άλλο.
   Τα ξημερώματα μάθαμε ότι οι Οθωμανοί -θαρρείς και το περίμεναν πανέτοιμοι- βομβάρδισαν και βύθισαν όλα τα πλοία του Κόκκο που είχαν πάει τη νύχτα να κάψουν τον στόλο τους με το πυρ αρτιφιτζιάλους, όπως το έλεγαν. Κάποιοι είχαν προδώσει το σχέδιο. Είπαν πως το 'καναν οι Τζενοβέζοι, που είχαν ζητήσει και την καθυστέρηση των δύο ημερών, άλλωστε όλοι ξέραμε πως το πρωί έδιναν σ' εμάς τρόφιμα και το βράδυ πουλούσαν λάδι κρυφά στους άπιστους, για να λαδώνουν το μεγάλο κανόνι τους, μην εκραγεί.
   «Έμποροι είναι», έλεγε ο πατέρας, «κι οι έμποροι κάνουν εμπόριο, όχι ελεημοσύνες».
   Οι Τζενοβέζοι απ' την πλευρά τους έβριζαν τους Βενετούς, ανίκανους για ό,τι κι αν κάνουν, κι έτσι ξέσπασε μεγάλη έριδα μεταξύ τους, κόντεψαν να σφαχτούν, ώσπου μεσολάβησε ο πατέρας και κατόρθωσε να ηρεμήσει τα πνεύματα. Τότε κάποιοι είπαν πως πρόδωσε η οργάνωση «Η Θεοτόκος σώζει», κανείς δεν ήξερε με σιγουριά, έτσι είναι αυτά τα πράγματα, οι προδότες δεν ξέρουν ούτε οι ίδιοι τι έχουν κάνει, έλεγε η θεία Στεφανία γλαρωμένη απ' τα μαντζούνια της. Ο πατέρας μάς είπε πως ο μόνος που γύρισε πίσω ήταν ένας ναύτης σακατεμένος. Η στολή του ήταν σκισμένη και αίματα ξεραμένα λέκιαζαν τα χέρια και το πρόσωπό του. Η στολή του ήταν τόπους τόπους καμένη, ο ναύτης έδειχνε να πονά, αλλά τα μάτια του λέει έλαμπαν για την καλή του τύχη να ζει ακόμα.
   «Ιλ καπιτάνο βυθίστηκε κον Σάντα Ιρένε», είχε πει πριν λιποθυμήσει.
   Ύστερα ήρθαν κι άλλοι, που είδαν τα πλοία μας με την υγρή φωτιά να ανατινάζονται, πριν χαθούν στον βυθό του Κεράτιου. Η θάλασσα, μας έλεγαν, είχε γίνει κόκκινη, γεμάτη φλόγες, το τέρας του πολέμου έδειξε πάλι τα δόντια του, πτώματα επέπλεαν εδώ κι εκεί, στολές σκισμένες, κουπιά, πανιά και ξύλα, υπολείμματα από καράβια κι ανθρώπους. Αλλά δεν είχαν όλοι πεθάνει. Ο Γαβριήλ μας, μαζί με άλλους είκοσι ναυτικούς, πιάστηκε αιχμάλωτος, ήταν τα τελευταία τους λόγια. Ο πατέρας, όταν έφυγαν, είπε:
   «Αυτό είναι χειρότερο», και μας άφησε άφωνους -«Πώς μπορεί να είναι χειρότερο κάποιος να ζει απ' το να 'χει πεθάνει;» τόλμησα να ρωτήσω, αλλά με αγριοκοίταξε, καθώς ανακάλυψε ξαφνικά πως εγώ -μια μικρή- ήμουν μπροστά σε τέτοιες συζητήσεις.
   Όμως έτσι που ήταν πλέον τα πράγματα δεν έδινε κανείς σημασία σ' αυτά που άλλοτε ήταν πολύ σοβαρά θέματα.
   «Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι καλύτερα να 'χεις πεθάνει», ξανάπε κι άλλαξε θέμα.
   Εγώ σκεφτόμουν με τι τρόπο θα τα έγραφα όλ' αυτά στα κορίτσια μας στη Βενετία, χωρίς βέβαια να αναφέρω τα τελευταία λόγια του πατέρα, γιατί εμείς που ήμασταν εδώ μπορεί και να τον δικαιολογούσαμε μέσα σ' όλη αυτή την τρέλα, αλλά εκείνες σίγουρα δεν θα καταλάβαιναν εκεί στην ασφάλεια που ζούσαν.
   Ο Μεχμέτ έστειλε παραγγελία να παραδώσουμε την πόλη, αλλιώς θα αποκεφάλιζε όλους τους αιχμαλώτους. Αυτό έπεσε σαν κανονιά στο κεφάλι μας. Στο συμβούλιο που κάλεσε πάλι εσπευσμένα ο πατέρας μάθαμε ότι ο θείος ξαφνικά λιποθύμησε στα χέρια του Σφραντζή, αλλά όταν συνήλθε δεν δέχτηκε να παραδώσει την πόλη. Ο πατέρας είχε γυρίσει καταρρακωμένος, τα 'λεγε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τη βροχή, που δεν έλεγε να σταματήσει τρεις ημέρες τώρα, κι άστραφτε κι έμοιαζε ο ουρανός σαν φως,  που φώτιζε μέσα στη νύχτα τους τρούλους, τα παλάτια και τα κάστρα. Και μπουμπούνιζε τόσο δυνατά, που έτρεμες πως είχε έρθει η συντέλεια του κόσμου. Στη Σιχθάν μάλιστα κάποιοι είπαν ότι λίγο πιο κάτω από μας άνοιξε η γη στα δύο, μ' ένα τρανταχτό βουητό, σαν ανθρώπινη κραυγή από τα έγκατα, και κατάπιε ένα ολόκληρο κοπάδι! Τέτοια πράγματα μας έκανε πια ο Θεός, κι ας προσευχόμασταν, κι ας Του ζητούσαμε γονατιστοί να μας ελεήσει.
   Τότε έγινε κάτι αναπάντεχο. Στην απόλυτα βουβαμένη αίθουσα του πύργου μας, όπου καθόμασταν περιμένοντας μην ξέροντας πλέον τι, μια φωνή σαν λυγμός ακούστηκε ξαφνικά:
   «Παράδωσέ την εσύ, Λουκά».
   Για πρώτη φορά από τότε που εξαφανίστηκε ο Νικόλας μας η μητέρα είχε μιλήσει! Όλοι γυρίσαμε απότομα το κεφάλι μας σ' αυτήν. Ήταν ξανά τώρα βουβή. Σαν να μην είχε ανοίξει καθόλου το στόμα της. Σαν να πέρασε η φωνή δια μέσου του σώματος και ακούστηκε έξω. Κοίταζε μόνο με ορθάνοιχτα μάτια τον πατέρα παρακλητικά, με μια υπόνοια μίσους ανάκατη με τρόμο. Ο πατέρας την πλησίασε, γονάτισε μπροστά της κι ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατά της. Από εκεί που ήμουν με τον μικρό μου αδελφό βλέπαμε μόνο τις σόλες από τις μπότες του, που ήταν γεμάτες υγρές ακόμη λάσπες, και τα μισοκαμμένα μπατζάκια. Ο πατέρας συνέχισε να μένει εκεί άφωνος. Όλοι το ξέραμε πως δεν ήταν στο χέρι του να παραδώσει την πόλη, αν ήταν, μπορεί και να το είχε ήδη κάνει.
   Ο πατέρας σηκώθηκε. Τράβηξε τις τρίχες απ' το γένι του και ίσιωσε τη στολή του. Πήγε στο παράθυρο που έβλεπε στο χερσαίο τείχος. «Δεν είναι τίποτα είκοσι κεφάλια μπροστά στον θρόνο του», είπε και κοίταξε τη σκοτεινιά του ουρανού.
   Είχε σταματήσει η βροχή για λίγο και τώρα μόλις ξανάρχιζε. Μακριά ακούγονταν φωνές. Ο κόσμος θρηνούσε, μουσκεύοντας κάτω απ' την καταρρακτώδη νεροποντή, που τα ξέπλυνε όλα, σβήνοντας και την τελευταία φωτιά στη θάλασσα του Κεράτιου. Δεν βλέπαμε πια φλόγες απ' τα παράθυρά μας.
   Θέλαμε να προσευχηθούμε, κανείς μας ωστόσο  δεν το έκανε. Δεν είχαμε τη δύναμη, ο φόβος μάς είχε πάρει τη φωνή, όπως της μητέρας. Και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτ' άλλο παρά να περιμένουμε. Τότε από τη σκάλα φάνηκε ο επίσκοπος Άνθιμος.
   «Πήγα στο στρατόπεδο του άπιστου. Μίλησα με τον Γαβριήλ», είπε χαμηλόφωνα ο πατερ-Άνθιμος στον πατέρα. «Είναι τρομοκρατημένος. Ο Θεός θα τον ελεήσει. Πρέπει να δράσουμε πριν είναι αργά, τέκνον μου, μεγάλε δούκα, στήριγμά μας».
   Ο πατέρας μάς κοίταξε όλους, ύστερα αγκάλιασε τον Άνθιμο και τον τράβηξε έξω απ' την αίθουσα. Ακούσαμε μόνο να λέει: «Δεν θα δεχτεί την παράδοση ο Μεχμέτ από μένα, πάτερ», κι ύστερα τα βήματά τους να κατεβαίνουν τις μαρμάρινες σκάλες. Ο Ιάκωβος έκανε να τρέξει, αλλά η Ευφραιμία τον άρπαξε. «Δεν θέλει εσέ μπροστά, αλλιώς πάρει σε σιμά», τον αποστόμωσε και τον έσπρωξε ξανά δίπλα στον Εμμανουήλ μας, που στεκόταν ακίνητος ώρες και ώρες, λες και είχε καταπιεί κοντάρι. Η Σιχθάν μάς έβαλε να φάμε, αλλά όπως ο καθένας μπορεί να καταλάβει κανείς δεν άπλωσε το χέρι του, κι ας μύριζε τόσο υπέροχα το ριγανάτο ψητό ελάφι απ' τους βασιλικούς κήπους.
 
   Κανείς δεν κατάλαβε πώς το 'σκασε. Όχι πως μας έπιασε στον ύπνο, αλλά να, ήταν που κανείς δεν το περίμενε, γι' αυτό. Ούτε καν εγώ, που τον ήξερα και που ήμουν συνέχεια στο μυαλό του. Βάδιζε σκυφτός μέχρι την πύλη του Ρωμανού, εκεί στο πλάι ήταν μια μικρή πόρτα, η πυλίδα του Ιουστίνου, όπως την έλεγαν, μισοχαλασμένη κι αφύλαχτη, την είχαν παραλλάξει με κλαδιά και πέτρες για να μη φαίνεται. Ακόμη δεν είχε χαράξει καλά καλά κι ήταν σκοτεινά, είχε όμως από ώρα σταματήσει να βρέχει και -το πιο σπουδαίο απ' όλα- το φεγγάρι ήταν πάλι εκεί, στον ουρανό, πεντακάθαρο κι ασημένιο, θαρρείς κι οι προσευχές μας ακούστηκαν απ' τον Θεό κι έδινε το σημάδι της προστασίας Του.
   Ο μικρός μου αδελφός είχε κρύψει στο μεσοφόρι του ένα ολόλευκο πανί, που το 'κλεψε απ' την μπουγάδα, πρέπει να το 'σκισε από ένα μεσοφόρι της μητέρας, όπως κατάλαβα, γιατί είχε κεντίδια από κείνα τα υπέροχα που 'φτιαχνε η Άννα μας, πριν τη φυγαδέψει μαζί με τις άλλες ο πατέρας. Μόλις ο Ιάκωβος βγήκε από την αφύλαχτη παραπόρτα, σήκωσε ψηλά με το χέρι του το πανί, για να το δουν οι απέναντι. Ξεσκίζοντας τα νυχτικά του στα μυτερά κλαδιά, πέρασε την πρώτη τάφρο, που ήταν γεμάτη με ξύλα, βρόμικα νερά και αποσυνθεμένα πτώματα, που έζεχναν, αλλά η μυρωδιά δεν έμοιαζε να φτάνει στη μύτη του, η εσωτερική του ένταση ήταν πιο δυνατή απ' όλα όσα υπήρχαν γύρω του. Κάποιος τον είδε απ' τους απέναντι κι έδωσε σήμα στους φρουρούς. Ο αδελφός μου κούνησε το λευκό πανί. Ένας φρουρός μέσα στο μισοσκόταδο έτρεξε με ένα πλατύ και μακρύ ξύλο, για να τον βοηθήσει να περάσει τη δεύτερη τάφρο, που ήταν γεμάτη με πετσιά, πέτρες και λάσπη. Χρησιμοποίησε το ξύλο σαν γέφυρα και τον πέρασε στη μεριά του.
   «Γκελ μπουραγιά, έλα δω», άκουσε την ψιθυριστή φωνή του κι ένιωσε τα μάτια του να τον ψάχνουν ολόκληρο.
   Το χέρι που τον βοηθούσε να περάσει ήταν μαλακό και ζεστό, «Πώς πολεμάει μ' αυτά τα χέρια;» αναρωτήθηκε ο αδελφός μου κι ένιωσε να τον κυκλώνει μια παράξενη αίσθηση, σαν να βρισκόταν σε κάποιον άλλο, πρωτόγνωρο κόσμο. Πουλιά ακούγονταν στη σιγαλιά της νύχτας και μια γλυκιά μυρωδιά από σάνταλο και αρωματικά χόρτα έφτανε στα ρουθούνια του, δεν έμοιαζε με μυρωδιά πολέμου τούτη εδώ, την ανάσανε βαθιά.
   «Μεχμέτ σουλτάν;» ρώτησε τον άλλο.
   Εκείνος υποκλίθηκε και χωρίς να τον αφήσει απ' το χέρι τον οδήγησε σε μια σκηνή, που έλαμπε ολοκόκκινη κάτω απ' το φως του δικού τους φεγγαριού. Με ξέρει, σκέφτηκε ο αδελφός μου, με ξέρουν όλοι εδώ, είμαι ο γιος του Κουρουλούκα, που θα κυβερνήσει μετά, κι η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά, γιατί αυτό τον έκανε να νιώθει υπεύθυνος, δεν είχε το δικαίωμα να παιδιαρίζει σ' αυτό το μέρος, κατάλαβε. Και τότε αποφάσισε πως δεν μπορούσε να διαπραγματευτεί αυτό που ήρθε να πετύχει, με όρους που δεν άρμοζαν στη θέση του. Δεν ήταν πια παιδί, τα παρακάλια στον Μεχμέτ δεν θα 'πιαναν, έπρεπε να πει απ' την αρχή αυτό που στριφογύριζε συνέχεια στο μυαλό του: Κράτα εμένα κι άσε τον Γαβρήλο. Αυτό ήταν όλο. Κι αυτό έπρεπε να ξεστομίσει απ' την αρχή.
   Κάποιος θόρυβος τον απέσπασε απ' τις σκέψεις του. Ο χώρος της σκηνής, που φωτιζόταν αχνά μ' ένα κερί, ήταν μικρός. Δεν υπήρχε παρά μόνον ένας σοφάς με πολύχρωμα γυαλιστερά υφάσματα και μαξιλάρες κι ένα πολύ χαμηλό στρογγυλό εβένινο τραπεζάκι μπροστά του. Τίποτ' άλλο. Δεν μπορούσε να κρύβεται εκεί μέσα κανείς. Κι όμως ο θόρυβος έμοιαζε να βρίσκεται πολύ κοντά του. Στάθηκε στη μέση της σκηνής και περίμενε. Η καρδιά του παλλόταν με δύναμη και τα χείλη του άρχισαν να ψιθυρίζουν μια προσευχή, όταν...
   Ανάλαφρο, σαν πάτημα γάτας, άκουσε ένα σύρσιμο πίσω του, εκεί που δεν είχε άνοιγμα, σαν κάποιος που ήταν ήδη εκεί από ώρα, χωρίς να φαίνεται, κρυμμένος στις σκιές του κεριού, να μετακινήθηκε στο φως. Ο αδελφός μου γύρισε αργά, προσπαθώντας να μη φανερώσει την ταραχή του. Κατάπιε το σάλιο του και του φάνηκε πως ο ήχος πολλαπλασιάστηκε στον μικρό χώρο της σκηνής. Και τον είδε. Ήταν αυτός ο ίδιος, μέσα στη μεταξωτή κόκκινη και πράσινη φορεσιά του, με το κατάλευκο τουρμπάνι τυλιγμένο στο κεφάλι, το μέτωπο ελαφρά ρυτιδωμένο απ' το σήκωμα των σκούρων φρυδιών, τα μάτια ολόμαυρα, ή έτσι φάνηκαν στον μικρό μου αδελφό, με το βλέμμα επίμονα διεισδυτικό, να καίει κατακόκκινο. Τα χείλη μισάνοιχτα σ' ένα χαμόγελο σαν φλόγα που κοβόταν στα δυο. Άπλωσε το χέρι του. Έλαμψε το μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι με τη σφραγίδα. Ναι, ήταν αυτός! Και τον άγγιζε. Μαλακά. Απαλά. Στο μπράτσο του, που έτρεμε, και το 'καψε. Κι έμεινε εκεί να τον κοιτάζει περιμένοντας. Και πώς του φάνηκε του μικρού μου αδελφού πως τα χείλη του με το μικρό γλυκό χαμόγελο σύρθηκαν ξαφνικά σ' ένα πλατύ γέλιο, που άφησε να φανούν κατάλευκα μυτερά δόντια, Θεέ μου, πόσο πολλά αστραφτερά δόντια και πόσο πολύ μυτερά, το στόμα άνοιξε τεράστιο, ολοκόκκινο, σαν μια πληγή ήταν, με τα ολόλευκα δόντια να πετάγονται απειλητικά, ένα μούγκρισμα του φάνηκε πως βγήκε από κείνο το υπερφυσικά τεράστιο στόμα, ο ήχος μεγάλωσε και δυνάμωσε κι έγινε μια πέτρα βαριά, που τον χτύπησε στο στήθος, ο άλλος έκανε έναν πήδο με τα νύχια τεντωμένα κι ο αδελφός μου ένιωσε ένα άγριο αιλουροειδές να τον γραπώνει με τα σουβλερά νύχια του απ' τους ώμους. Κι όπως ο αδελφός μου προσπαθούσε ν' απαλλαγεί, έπεσε πάνω σε κάτι που δεν το είχε προσέξει πριν. Μια μεγάλη ζωγραφιά. Ναι. Ήταν το πορτρέτο του Μπελλίνι! Ο σουλτάνος το κουβαλούσε μαζί του στον πόλεμο σαν να το είχε... ερωτευθεί! Σαν να 'ψαχνε να βρει αυτόν που ήταν στη ζωγραφιά.
   Ο αδελφός μου δεν μπορούσε να τ' αντέξει άλλο όλ' αυτά. Είχε μπει πολύ αιφνιδιαστικά στον κόσμο των μεγάλων και τον τρέλαινε. Το ίδιο του το βλέμμα τον κοίταζε μέσα απ' τον πίνακα, αστραφτερά γαλάζιο, σαν να τον κορόιδευε.
   Η κραυγή που βγήκε απ' το στήθος του τον ακολουθούσε σε όλον τον δρόμο της επιστροφής. Δεν σταμάτησε ούτε στις φωνές των φρουρών, ούτε στην τάφρο, που δεν είχε πια τη μικρή βοηθητική σανίδα να περάσει, ούτε στα πτώματα που γλιστρούσαν, ούτε όταν έπεσε στο βρόμικο λασπόνερο και πιάστηκε από ένα κεφάλι πεθαμένου και καβάλησε το πτώμα του και το 'κανε βάρκα για να φθάσει στην όχθη και να βγει. Στην παραζάλη του το μόνο που καταλάβαινε ήταν ότι ήθελε να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε και να πάει όσο πιο μακριά γινόταν απ' αυτό το τρομερό τέρας!
   Βρεγμένος, αλλά καίγοντας από τον εσωτερικό πυρετό του, ο αδελφός μου έσκυψε να μπει από τα χαλάσματα της παραπόρτας. Κι όπως γλιστρούσε μέσα στην ησυχία -ακόμη ο ήλιος δεν είχε φανεί για να ροδίσει τον ορίζοντα- κι ενώ πίστευε πως όλοι ακόμη κοιμούνταν, γιατί ο πόλεμος σήμερα δεν θ' άρχιζε πριν γίνουν οι εκκαθαρίσεις των αιχμαλώτων, σκόνταψε πάνω σ' ένα πόδι. Όχι, δεν ήταν πεθαμένου. Δεν ήταν φρουρός. Σχεδόν ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο, πιάστηκαν αγκαλιά για να χωρέσουν να περάσουν ο αδελφός μου προς τα μέσα κι ο άλλος προς τα έξω. Για ένα δευτερόλεπτο κοιτάχτηκαν στα μάτια κι ύστερα χώρισαν βιαστικά. Μες στο μισόφως της αυγής ο αδελφός μου έτρεξε φοβισμένος προς τα εσωτερικά τείχη, ο άλλος γλίστρησε στις τάφρους βιαστικά, κρατώντας τα ράσα του, που ανέμιζαν, σχεδόν δεν θα τον γνώριζε ο αδελφός μου, αλλά ήταν τα κόκκινα γένια του και το αλεπουδίσιο βλέμμα του που του τον θύμισαν. Ο Ιάκωβος δεν μπορούσε να φανταστεί τι γύρευε τέτοια ώρα ξανά στο στρατόπεδο των απίστων ο πατερ-Άνθιμος, όμως δεν είχε ούτε το κουράγιο ούτε την περιέργεια να σκεφτεί.
 
   Το πρωί ο πατέρας και τα αγόρια που μας είχαν απομείνει ντύθηκαν την επίσημη στολή τους και ανηφόρισαν για τα τείχη που έβλεπαν στο στρατόπεδο των απίστων. Ήταν η ώρα για τις εκτελέσεις των αιχμαλώτων. Το βράδυ μάς είπε ο πατέρας να ετοιμαστούμε. Ο Κωνσταντίνος δεν θα άφηνε τον θρόνο, οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν αίσιο τέλος, ακόμη πίστευε πως η βοήθεια θα ερχόταν, μα πιο πολύ πίστευε πως ο Μεχμέτ λίγο ήθελε για να τα παρατήσει, του είχε μηνύσει ξανά ο Χαλίλ. Και φυσικά ο Γαβριήλ δεν ήταν δικό του παιδί για να το λυπηθεί. Καλά δεν λέω; Η μητέρα κοίταξε τον πατέρα με βλέμμα υγρό, τα μάτια της έμοιαζαν να θέλουν να μιλήσουν, όμως τα γύρισε γρήγορα αλλού κι ύστερα τα 'κλεισε και, όπως το στόμα της, δεν τα ξανάνοιξε ποτέ. Κάθισε στο θρονί της με το στόμα και τα μάτια κλειστά, ακόμα κι όταν κάποια στιγμή ήθελε να περπατήσει πιανόταν απ' τους τοίχους για να μην πέσει, δεν τ' άνοιγε ούτε τότε για να δει.
   Την εκτέλεση την είδαν από τα τείχη. Οι είκοσι ήταν παραταγμένοι στη σειρά. Τον Γαβριήλ μας τον είχαν τελευταίο. Ο Μεχμέτ, είπαν, ήθελε να παρατείνει την αγωνία μας. Να καταλάβουμε καλά ποιος ήταν ο πιο δυνατός. Ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο Γαβριήλ, έτσι είπε ο πατέρας. Οι τρεις τους στέκονταν αλύγιστοι στη σειρά, ο Κουρουλούκα, ο Εμμανουήλ κι ο Ιάκωβος. Πίσω τους ο Ιωάννης της Μαρίας μας. Το βλέμμα καρφωμένο στον Γαβριήλ. Η ώρα περνούσε. Ο μουφτής τούς πλησίαζε έναν έναν και έμοιαζε να τους ρωτά. Όλοι ήξεραν πως αν κάποιος δεχόταν ν' αλλαξοπιστήσει θα γλίτωνε. Δεν άντεξαν όλοι. Οι μισοί έφυγαν μαζί με τους φρουρούς. Οι άλλοι έχασαν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν, το κεφάλι τους, σκέφτηκε ο μικρός μου αδελφός, προσπαθώντας να περιγράψει μέσα του τη σκηνή που έβλεπε, σαν να 'ταν αμέτοχος των γεγονότων. Όταν ήρθε η σειρά του Γαβριήλ, σκέφτηκε, προσπαθώντας να του μεταδώσει τη σκέψη: Τώρα θα δεχτεί ν' αλλαξοπιστήσει, δεν είναι παρά είκοσι χρόνων και δεν θα θελήσει να πεθάνει. Έμοιαζε από εκεί που τον έβλεπε να είναι τρομαγμένος, αδέξιος, αδύναμος, ασφυκτιούσε αλυσοδεμένος στα χέρια και στα πόδια.
   «Γαβριήλ!» μια φωνή δίπλα του, που σπάραξε καθώς προσπαθούσε να κρύψει έναν λυγμό, τον έβγαλε απ' τις σκέψεις.
   Ήταν ο πατέρας, που έλεγε ένα τελευταίο αντίο στον μεγαλύτερο γιο του μετά τον Νικόλα μας. Κούνησαν όλοι το χέρι, ρουφώντας τη μύτη τους. Ο αδελφός μου ένιωθε τα μάτια του να καίνε. Τα άγγιξε. Ήταν στεγνά. Δεν κλαίω, παραξενεύτηκε, δεν το νιώθω, δεν νιώθω τίποτα. Ούτε λύπη, ούτε φόβο, ούτε αγωνία ή πανικό. Μόνο το μυαλό του ψιθύριζε: Πες ναι στο μουφτή και μέσα σου μείνε όπως είσαι για «μετά». Έχω μεγαλώσει, σκέφτηκε, γι' αυτό δεν νιώθω τίποτα. Ύστερα, εντελώς ξαφνικά, λιποθύμησε· την ίδια στιγμή που έπεφτε στο χώμα, ολοκόκκινο απ' το αίμα, το κεφάλι του Γαβριήλ μας. Και δεν είδε πάνω στα δικά μας τείχη τους διακόσιους άπιστους αιχμαλώτους του Κωνσταντίνου να χάνουν σχεδόν ταυτόχρονα τα δικά τους κεφάλια, που κατρακύλησαν χοροπηδώντας στην τάφρο, έτσι όπως ακριβώς είχε υποσχεθεί σαν αντεκδίκηση ο θείος στον Μεχμέτ λίγο πριν από τις εκτελέσεις.
   Η καινούρια ημέρα μας άρχιζε βαριά και δυσοίωνη, καθώς ο κόσμος είχε αρχίσει πάλι να στασιάζει στους δρόμους. Αυτή τη φορά έριχναν πέτρες ακόμη και στον δικό μας πύργο. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω εμείς τι τους φταίγαμε. Ίσως επειδή ήμουν, όπως έλεγαν, μικρή.
 
Κωνσταντινούπολη,
25 Μαΐου του ίδιου έτους
 
   Ο αδελφός μου είπε ότι θα 'φευγε. Είπε ότι ήθελε να πάει να κρυφτεί σε μια σπηλιά, να χαθεί στο σκοτάδι της, να μην ακούει τις φωνές του πολέμου, είπε, που τον τρέλαιναν. Έτσι μου δήλωσε λίγο πριν από το χάραμα, όταν βγήκα να τον βρω, μόλις είχε γυρίσει απ' τους απέναντι. Τίποτ' άλλο δεν μου ανέφερε, κι εγώ δεν τόλμησα να τον ρωτήσω. Από πού ν' άρχιζα άλλωστε. Φοβήθηκα μην τον τρομάξω πιο πολύ.
   Κι έφυγε. Απέμεινα να κοιτάζω το κενό περίγραμμα της πόρτας, με απίστευτα διεγερμένη την προσοχή μου, μη μου φύγει απ' το μυαλό.
   Στον δρόμο, λίγο πιο μακριά απ' τον πύργο μας, σταμάτησε ξαφνικά να τρέχει. Μπροστά του είδε να ξεπετάγονται απ' τις φυλλωσιές κάποιων φουντωμένων θάμνων τέσσερις κουρελήδες. Τον κύκλωσαν στα γρήγορα, χωρίς κουβέντα. Ο αδελφός μου δεν πρόλαβε ν' αντισταθεί. Ο ένας του 'δεσε στα γρήγορα το στόμα μ' ένα πανί που βρομούσε σαπίλα, ο άλλος του 'δεσε πισθάγκωνα τα χέρια με κάτι που έμοιαζε πιο σκληρό από σκοινί, ο τρίτος του φόρεσε στο κεφάλι μια κουκούλα, που τον κρατούσε στο σκοτάδι, και κάποιος του 'ριξε στη ράχη μια καμτσικιά.
   «Προχώρα», άκουσε του ενός τη φωνή κι αισθάνθηκε χέρια να τον πιάνουν κι απ' τις δυο μασχάλες δυνατά και να τον τραβούν.
 
   Ξαφνικά χέρια τον τράβηξαν, να σταματήσει. Κάποιος από πίσω τού πίεσε το κεφάλι για να τον κάνει να σκύψει κι ύστερα τον έσπρωξε απ' την πλάτη μαλακά. Ένα χέρι τον έπιασε ξανά από αριστερά και τον οδήγησε. Ύστερα κάποιο άλλο χέρι τον έσπρωξε δυνατά από δεξιά. Ο αδελφός μου παραπάτησε κι έπεσε πάνω σε κάτι μαλακό. Μύριζε άχυρο και κοπριά. Είμαι σε στάβλο, κατάλαβε. Κι άφησε το σώμα να πάρει τη θέση που του έδινε η φορά του σπρωξίματος. Χτύπησε το κεφάλι του σε κάτι μαλακό κι ύστερα ακινητοποιήθηκε. Οι θόρυβοι σιγά σιγά κόπασαν, πατήματα ακούστηκαν ν' απομακρύνονται κι ύστερα σιωπή. Φοβόταν. Αν ήταν να τον σκοτώσουν, θα το είχαν ήδη κάνει. Δεν θα τον έφερναν εδώ ζωντανό. Έτσι άφησε τον εαυτό του να χαλαρώσει κι ο ύπνος, μετά απ' όλη την κούραση της νύχτας, τον πήρε μαζί του.
   Τον ξύπνησαν φωνές όλο και πιο δυνατές, που έρχονταν από μακριά, αλλά πλησίαζαν συνεχώς. Έκανε να πεταχτεί, αλλά ήταν ακόμη δεμένος. Στο μυαλό του έτρεξαν τα γεγονότα της νύχτας. Πονούσε. Οι φωνές πλησίαζαν κι αυτό τον χαροποίησε. Σίγουρα κάτι θα μάθαινε. Ήδη είχε αρχίσει να ξεχωρίζει τα λόγια:
   «Να τελειώσει ο πόλεμος. Να τελειώσει ο πόλεμος. Παραδώστε την πόλη! Παράδωσέ την, προδότη βασιλιά!»
   Ανατρίχιασε. Αυτό που φοβούνταν εδώ και αρκετό καιρό, μια επανάσταση του κόσμου ενάντια στον βασιλιά, έμοιαζε να γίνεται πραγματικότητα. Ο πατέρας το έλεγε συχνά. Ο πόλεμος δεν θα τελειώσει αν δεν ξεσηκωθεί ο κοσμάκης. Μόνο που δεν έμοιαζε να φοβάται κάτι τέτοιο, αλλά να το εύχεται, κι αυτό ήταν που πιο πολύ απ' όλα νεύριαζε τη μητέρα. Ύστερα ήρθαν καλπάζοντας στο μυαλό του τα γεγονότα στην αποθήκη με την οργάνωση «Η Θεοτόκος σώζει» και του ψιθύρισαν πως ίσως την ίδια επανάσταση επιδίωκε κι αυτή. Να λοιπόν που γινόταν στ' αλήθεια. Μα αν στασίαζαν οι δικοί τους, δεν μπορούσε να φανταστεί ποιοι τον κρατούσαν, αν ήταν ο βασιλιάς ή οι άρχοντες. Αν ο σκοπός τους ήταν ο εκβιασμός, τότε η κίνηση ήταν εναντίον του Κουρουλούκα. Και πιθανόν να είχαν στο μάτι τα χρήματά του ή τη δύναμή του. Ο αδελφός μου έμοιαζε να σκέφτεται σαν μεγάλος, αν και δεν είχε γίνει καλά καλά δεκατεσσάρων, όμως έτσι ήταν σ' εμάς παλιά, τ' αγόρια μεγάλωναν πιο γρήγορα ακόμη κι απ' τα κορίτσια.
   Βήματα τον πλησίασαν κι ένιωσε να τον κυκλώνει ένα χνότο που βρομούσε ξιδιασμένο κρασί και τηγανισμένο κρεμμύδι. Αμέσως η κουκούλα πέταξε απ' το κεφάλι του. Τρεις κουρελήδες ήταν μπροστά του. Ήταν γέροι, ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν, και είχαν μακριές γενειάδες. Καλόγεροι ή παπάδες, σκέφτηκε ο μικρός μου αδελφός, αλλά δεν ήταν σίγουρος, καθώς φορούσαν κουρέλια κι ήταν ξυπόλητοι.
   «Τους ακούς;» τον ρώτησε ο ένας, που στεκόταν πιο μακριά, κι έδειξε με το χέρι του έξω απ' το άνοιγμα του στάβλου.
   Ναι, τους άκουγε:
   «Παράδωσε την πόλη, προδότη βασιλιά!»
   Έπειτα, του 'βαλαν μπροστά στα μάτια ένα κομμάτι ζαρωμένο χαρτί, περασμένο σε βέλος. «Τα ρίχνουνε οι εδικοί μας οπού το σκάσανε και πολεμούνε εμάς με τους άπιστους απέξω ντε», είπε ένας απ' τους κουρελήδες. «Εμάς! Μας εσκοτώνουνε με τούτα δα τα βέλη, γιε του σπουδαίου μεγάλου δούκα».
   Ο αδελφός μου διάβασε: «Παραδοθείτε, αδελφοί, και μείνετε ζωντανοί». Τίποτ' άλλο δεν έλεγε το σημείωμα, όμως τα 'λεγε όλα. Ο κουρελής πήρε πάλι το χαρτί με το βέλος στα χέρια του.
   «Σκάβουν λαγούμια για να έμπουν», φώναξαν κάποιοι καινούριοι που μπήκαν στο σταύλο βιαστικά, σχολιάζοντας τρομαγμένοι  την κατάσταση στο μέτωπο του πολέμου. «Θα μας πετσοκόψουν. Γρήγορις! Κανείτε γρήγορις!»
   Ένας έβγαλε απ' τον κόρφο του ένα καθαρό, λίγο τσαλακωμένο χαρτί, το ακούμπησε πάνω σ' ένα μισοσπασμένο χαμηλό σκαμνί, προσπαθώντας να το ισιώσει με τα δάχτυλα κι έβγαλε απ' την τσέπη του γραφίδι που το ακούμπησε δίπλα στο χαρτί. Ύστερα όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αναποφάσιστοι. Ο πιο βρομερός κουρελής απ' όλους έσκυψε στο αυτί εκείνου που κρατούσε το βέλος και κάτι του είπε. Το μόνο που ξέφυγε λίγο πιο δυνατά και το πήρε το αυτί του αδελφού μου ήταν οι λέξεις:
   «... του εμείνανε δυο. Θαν το μπράξει».
   Ύστερα αυτός που μίλησε έκανε νόημα στους άλλους να φύγουν. Πήγε ξοπίσω τους. Ξαφνικά ο στάβλος ήταν πάλι άδειος. Ύστερα από κάποια ώρα άκουσε πατήματα βιαστικά και ψιθύρους απέξω, και γρήγορα ένα ράσο φάνηκε να ανεμίζει στην είσοδο του στάβλου. Το φως που ερχόταν απ' το άνοιγμα στα μάτια του τον εμπόδιζε να δει το πρόσωπο αυτού που μπήκε, όμως γρήγορα ο ιερέας έφτασε δίπλα του -έκπληξη και χαρά τον άρπαξαν. Κόκκινη, μακριά, σγουρή γενειάδα, βλέμμα διαπεραστικό σαν αλεπούς. Ένας δικός τους! Ο επίσκοπος Άνθιμος! Ο αδελφός μου έβγαλε έναν στεναγμό ανακούφισης. Μια μικρή ευχαριστήρια προσευχή δούλευε στο μυαλό του καθώς ο επίσκοπος με επιδεξιότητα έλυνε τα δεσμά του.
   «Μη σκεφτείς να φύγεις. Θα σε πιάσουν και θα 'ναι χειρότερα, πρίγκιπά μου, διάδοχε του μεγάλου δούκα, στήριγμά μας», του ψιθύρισε καθώς είχε σκύψει πάνω του και του έτριβε τα χέρια να ξεμουδιάσουν. «Με κάλεσαν να σου μιλήσω», συνέχισε, «ακόμη δεν το ξέρει κανείς».
   «Τι θέλουν;» Ο μικρός μου αδελφός περίμενε επιτέλους μιαν απάντηση, για να διαμορφώσει την εικόνα της κατάστασης στο μυαλό του. «Ποιοι είναι;» ξαναρώτησε, καθώς η απάντηση αργούσε.
   Ο επίσκοπος τον κοίταξε ανιχνευτικά στα μάτια:
   «Χάσαμε τον έλεγχο, Γιάκωβε, πρίγκιπά μου. Είναι δικοί μας. Απαιτούν αυτή τη στιγμή να σταματήσει ο πόλεμος».
   «Κι εγώ γιατί είμαι εδώ;»
   «Δεν έχουν άλλον τρόπο, πρίγκιπά μου. Είναι της μοίρας σου τα χειρότερα και τα καλύτερα».
   «Τι θα με κάνουν;»
   «Δεν θα σ' αφήσουν, αν δεν παραδώσουμε την πόλη στον αμιρά», ο επίσκοπος σταμάτησε, για να προσθέσει σύντομα: «Αλλιώς -» κι έκοψε τη φράση του στη μέση.
   Ο Ιάκωβος εξακολουθούσε να τον κοιτάζει περιμένοντας. Όμως ο πατερ-Άνθιμος δεν συνέχισε αυτή τη φορά.
   «Δεν θα το κάνει ο θείος, δεν το έκανε ούτε για τον Γαβρήλο».
   Ο επίσκοπος πήγε στο σκαμνί και πήρε το γραφίδι. Το έβαλε στο χέρι του Ιάκωβου:
   «Μου ζήτησαν να σε πείσω να γράψεις στον πατέρα σου. Πιστεύουν ότι έτσι θα τα καταφέρουν. Το έκανα για να σε βοηθήσω. Δεν θέλει κανείς να σε χάσουμε».
   «Η οργάνωσή μας στρέφεται εναντίον του πατέρα;»
   Ο επίσκοπος άνοιξε το στόμα του κάτι να πει, αλλά δεν μίλησε. Σηκώθηκε και πήγε μέχρι την είσοδο του στάβλου, έριξε έξω μια γρήγορη ερευνητική ματιά και ξαναγύρισε.
   «Εσύ όμως πρέπει να το γράψεις, για να συνεχίσεις να ζεις. Αυτό μου είπαν. Έχεις χάσει δυο αδέλφια στον πόλεμο, τέκνον μου, εκεί ελπίζουν. Μείνατε δύο, αυτό πιστεύουν θα αναγκάσει τον πατέρα σου, τον εκλαμπρότατο μεγάλο δούκα και στήριγμά μας, πατέρα όλων μας, να το κάνει».
   «Να κάνει τι, πάτερ;»
   «Αυτό που λέμε. Να πείσει τον βασιλιά να παραδώσει την πόλη. Θα το προσπαθήσουμε, αγαπητό μου παιδί. Σε λίγο η πόλη θα 'χει μόνο τους ξένους για κατοίκους, τους αρχόντους και τον βασιλιά! Σκοτωνόμαστε, τέκνον μου! Δεν το βλέπεις; Τι αξία έχει μια πόλη άδεια, μ' έναν ολομόναχο βασιλιά; Δεν υπάρχει χώρα. Απομείναμε μόνο μια χούφτα χριστιανοί, Θεέ και Κύριέ μου».
   Ο αδελφός μου δεν έβρισκε κάτι σοβαρό να απαντήσει. Για λίγο σκέπασε τον χώρο βαριά σιωπή. Ύστερα ο πατερ-Άνθιμος, χωρίς περιστροφές, άρχισε βιαστικά να υπαγορεύει το κείμενο που έπρεπε να γράψει ο αδελφός μου στον πατέρα.
 
   Ήταν βράδυ, η δέκατη ώρα της ημέρας, κι ακόμα ακούγονταν οι θόρυβοι του πολέμου. Δεν θα σταματήσει απόψε, σκεφτόταν ο αδελφός μου, ξαπλωμένος στα άχυρα. Πάνω του στεκόταν ο ένας κουρελής, κρατώντας έναν σιδερολοστό για κάθε ενδεχόμενο. Ο Ιάκωβος ένιωθε κούραση, πείνα, δίψα, ήθελε να ουρήσει, τίποτα δεν έλεγε απ' όλ' αυτά.
   Από μακριά τού φάνηκε πως άκουσε ομιλίες και τέντωσε τ' αυτιά του. Το ράσο και τα κόκκινα σγουρά γένια του πατερ-Άνθιμου φάνηκαν στο άνοιγμα, φωτισμένα από το κερί του φύλακα. Πίσω ακολουθούσε μια άλλη μορφή, τυλιγμένη σε γκρίζο μανδύα. Το κερί για μια στιγμή φώτισε το πρόσωπο -ο πατέρας! χοροπήδησε η σκέψη χαρούμενη στο μυαλό του μικρού μου αδελφού, δεν μίλησε ωστόσο, περιμένοντας την πρώτη κίνηση απ' τους άλλους. Προσπάθησε μονάχα να διακρίνει αν ήταν δεμένος ή όχι ο πατέρας, αλλά από τον τρόπο που βάδιζε κατάλαβε με ανακούφιση πως ήταν ελεύθερος.
   «Λύσ' τον», διέταξε τον βρομιάρη ο πατέρας.
   Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ο κουρελής ούτε που θα διανοούνταν να παρακούσει, τώρα όμως φαίνεται πως έπαιρνε απ' αλλού διαταγές.
   «Λύσ' τον, εγώ σε ταΐζω», φώναξε τώρα εξοργισμένος ο πατέρας κι άπλωσε το χέρι του ν' αρπάξει τον σιδερολοστό.
   Ο βρομιάρης σαν αίλουρος ξέφυγε, κρατώντας πάντα το σίδερο, και στάθηκε λίγο πιο μακριά. Τότε ο πατέρας γύρισε και κοίταξε έντρομος τον πατερ-Άνθιμο. Εκείνος ίσιωσε τα τσουλούφια που είχε φυσήξει ο ανοιξιάτικος αέρας κι έπεφταν στο μέτωπό του. Ύστερα μίλησε:
   «Δεν τους ελέγχω εγώ, εκλαμπρότατε, μεγάλε δούκα, στήριγμά μας, πατέρα όλων μας».
   Τότε ο πατέρας έβγαλε έναν σουγιά απ' τη ζώνη του κι έκοψε τα δεσμά του αδελφού μου. Ο βρομιάρης δεν τόλμησε να επέμβει, κοίταξε μόνο τον πατερ-Άνθιμο, αλλά εκείνος δεν έκανε καμιά κίνηση. Ο πατέρας έμοιαζε πιο σκοτεινός κι από Σφίγγα, έτοιμος ν' αντιδράσει αστραπιαία σ' οτιδήποτε απειλητικό κινιόταν μέσα στον στάβλο. Δεν έγινε τίποτα. Ο πατέρας βοήθησε τον Ιάκωβο να σηκωθεί και του χάιδεψε τα μαλλιά, αφήνοντας το χέρι του αρκετή ώρα πάνω στο κεφάλι. Ο πατέρας στράφηκε στον επίσκοπο:
   «Πηγαίνω στη Μονή Χαρσιανείτου, στον πατερ-Γεννάδιο. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μερικά πραγματάκια πριν είναι αργά».
   «Δεν μπορείς να τον δεις, τέκνον μου, εκλαμπρότατε, μεγάλε δούκα, στήριγμά μας. Είναι κλειδωμένος, υπέροχε πατέρα όλων μας, κι έχει πάρει ο ίδιος ο Κωνσταντίνος το κλειδί, δεν το ξέρεις; Γράφει σημειώματα και τα περνάει από κάτω. Τα κρεμάμε έξω απ' την πόρτα του για να τα βλέπουν όλοι. Μόνο με γράμματα επικοινωνεί».
   Ο πατέρας δεν περίμενε ν' ακούσει άλλα, άρπαξε τον μικρό μου αδελφό και τον έσυρε έξω, όπου περίμεναν δυο άλογα.
   «Πάμε», είπε ο Κουρουλούκα και καβάλησε τ' άλογό του. Πίσω του ακολούθησε ο αδελφός μου, ενώ τους συνόδευε μια τρομερή οχλαγωγία από φωνές, ανακατεμένες με κατάρες, χρησμούς και προσευχές. Κάποια στιγμή ο πατέρας σταμάτησε. Γύρισε και κοίταξε τον Ιάκωβο στα μάτια. Ο αδελφός μου διαπίστωσε για πρώτη φορά ρυτίδες και κούραση στο πρόσωπο του Κουρουλούκα. Είναι δύσκολο να είσαι πρωθυπουργός σε μια χώρα που δεν έχει παρά μοναστήρια κι ευγενείς και μια μικρή χούφτα κουρελήδες για λαό, σκέφτηκε. Αλλά όπως και να 'ναι αυτή τη χώρα θα κληθεί να κυβερνήσει όταν θα είναι η ώρα.
   «Είμαστε μόνοι μας μπροστά στον γκρεμό, μικρέ», του απηύθυνε τον λόγο ο πατέρας. «Αν θέλουμε να κυβερνήσουμε κάποτε πραγματικά, πρέπει να συμπλεύσουμε με το ρεύμα».
   «Ποιο είναι το ρεύμα;» ρώτησε αυθόρμητα ο Ιάκωβος.
   Ο πατέρας χτύπησε το άλογό του για να ξεκινήσει την ώρα που έλεγε:
   «Ο κόσμος είναι με τον Γεννάδιο, παιδί μου. Αυτό είναι το ρεύμα», και κάλπασε δυνατά.
 
   H μητέρα πήρε στην αγκαλιά της τον Ιάκωβο και τον έσφιξε τόσο πολύ, που θαρρείς και ήθελε να τον ξαναβάλει μέσα της, βαθιά στην κοιλιά της, να μην της τον πάρουν πάλι ποτέ, μέχρι που ο μικρός μου αδελφός ένιωσε να πνίγεται και τραβήχτηκε απότομα από πάνω της. Τότε είδαμε τα μάτια της μητέρας μας δακρυσμένα, ενώ όλοι πιστεύαμε πως δεν είχε δάκρυα πια, όπως δεν είχε φωνή, δεν είχε όρεξη, δεν είχε περπάτημα, δεν είχε πια ζωή. Κι όταν είδαμε τα δάκρυά της, τότε εκείνη σηκώθηκε απότομα και καλύπτοντας το στόμα με το δεξί της χέρι, όπως κάνουμε όταν δεν θέλουμε να μας ξεφύγει ένας λυγμός ή μια βλαστήμια, έτρεξε στα πάνω διαμερίσματα, μόνο που οι πόρτες ήταν κλειστές, η ίδια είχε δώσει εντολή στην Ευφραιμία, κι αναγκάστηκε να κατέβει πάλι κάτω. Στάθηκε στο πλατύσκαλο και μας κοίταξε όλους έναν έναν και μετά, έτσι ξαφνικά, όπως τα έκανε όλα, η μητέρα λιποθύμησε. Και δεν σηκώθηκε ποτέ, ο πατέρας κι η Σιχθάν τη μετέφεραν στο κρεβάτι της, όπου έμεινε για όλον τον υπόλοιπο πόλεμο. Έτσι ήταν η μητέρα. Πίστευε ακόμη, καταλαβαίναμε, ότι έπρεπε να προχωρήσουμε στην ένωση των Εκκλησιών, για να 'χουμε τη βοήθεια του πάπα, κι ας γινόμασταν Δύση, ένας ήταν έτσι κι αλλιώς ο Θεός, το τυπικό της λειτουργίας ερχόταν δεύτερο, τόσο πολύ είχε θυμώσει με τις επιλογές του πατέρα. Καλύτερα που έγιναν έτσι τα πράγματα, λέω τώρα, γιατί θα στενοχωριόταν ακόμη περισσότερο αν έπαιρνε χαμπάρι εκείνο το σημείωμα με την υπογραφή του Γεννάδιου που ήρθε από τη Μονή Χαρσιανείτου λίγο αργότερα, όπως είχε υποσχεθεί στον πατέρα ο επίσκοπος Άνθιμος.
 
   Το τείχος στην πύλη του Ρωμανού ήταν ευαίσθητο, όλοι το έλεγαν, γι' αυτό ο Γιουστουνιάς είχε αναλάβει δράση εκεί. Δεν το έκανε βέβαια από μόνος του, αλλά με την υπόδειξη του θείου μας, που ήξερε τις προβληματικές περιοχές. Αλλά και ο σουλτάνος έμοιαζε να ξέρει όλα όσα δεν έπρεπε να ξέρει για την άμυνά μας. Πού έπρεπε να χτυπήσει, πότε και με τι. «Όπως έχουμε εμείς τους κατασκόπους μας, έτσι έχει κι εκείνος, μόνο που ο καθένας ξέρει τους δικούς του και όχι του αντιπάλου, έτσι είναι ο πόλεμος», φιλοσοφούσε παλαιότερα ο πατέρας, τότε που δεν είχαμε ακόμη φτάσει στο απροχώρητο, να μην ξέρουμε ούτε τους δικούς μας κατασκόπους ούτε του αμιρά. Ο πατέρας έβλεπε πλέον παντού ύποπτα μούτρα, που γύριζαν την πλάτη τους μόλις πλησίαζε, και κάποιους άλλους -καλόγερους- που έμοιαζαν να καραδοκούν στις γωνίες, δήθεν περιφέροντας εικόνες κι άγια λείψανα, αλλά με το μάτι καρφωμένο στον μικρό μου αδελφό, που σήμαινε ότι κάποιοι, σίγουρα ισχυροί, τον είχαν ακόμη στο στόχαστρο. Ο πατέρας τού έλεγε να μη φεύγει καθόλου από κοντά του, προσπαθώντας να τον προστατέψει, όλοι ήξεραν την αδυναμία του στον Ιάκωβο.
   Εκείνη την ημέρα, που ήταν 27 του μηνός Μαΐου και Κυριακή, κι ένα γκρίζο σύννεφο τύλιγε και τους επτά λόφους της πόλης μας, ο θείος Κωνσταντίνος είχε διατάξει όσους παπάδες ήταν με το μέρος του, δηλαδή πιστοί στην ένωση των Εκκλησιών, γιατί τους άλλους -που ήταν βέβαια οι περισσότεροι- δεν τους όριζε, να τριγυρίζουν με τις εικόνες γύρω απ' τα τείχη, ψέλνοντας και παρακαλώντας τον Θεό να σταθεί στο πλάι μας σ' αυτόν τον άδικο πόλεμο. Και είχε εκλιπαρήσει τις γυναίκες, τους γέρους και τα παιδιά, όσους βέβαια ήταν με το μέρος του, να μοιράζουν τρόφιμα στους πολεμιστές, απ' αυτά τα λίγα που είχε κατορθώσει να μαζέψει, γιατί όσα είχαμε στις δικές μας αποθήκες ο πατέρας τα κρατούσε, όπως είχε πει, για μετά.
   Τότε έγινε κάτι που όλοι το θεωρήσαμε πολύ κακό οιωνό. Εσείς που θα διαβάσετε αυτό το χρονικό στην εποχή σας δεν ξέρω τι πιστεύετε, αλλά εμείς στη δική μας εποχή δεν κάναμε βήμα χωρίς να υπολογίζουμε τους οιωνούς, τους χρησμούς και τα αστρολογικά φαινόμενα. Καθώς περιέφεραν λοιπόν την μεγάλη εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, αυτή που μας είχε φέρει παλιά η Πουλχερία και την είχε ζωγραφίσει λέει ο ίδιος ο απόστολος Λουκάς, και την είχε ευλογήσει η ίδια η Παναγία, αυτή έπεσε -αν είναι ποτέ δυνατόν να συμβεί τέτοιο πράγμα σε εικόνα της Παναγίας- μέσα στη λάσπη! Ακριβώς. Μέσα στη λασπουριά. Και όχι μόνον έπεσε, αλλά και όσοι ήταν μπροστά έλεγαν πως δεν μπορούσαν να την ξεκολλήσουν απ' τη λάσπη. Τόσο επίμονος και σκληρός ήταν ο χρησμός. Αμέσως άρχισε να βρέχει δυνατά κι όλοι φοβηθήκαμε πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου, όπως έλεγαν οι προφήτες παλιά, κι ακούγαμε και τον στηλίτη εκεί πάνω στη στήλη του, που δεν κατέβαινε ποτέ, κι έλεγε πως να, ήρθε η συντέλεια για μας τους αμαρτωλούς, κι άλλα τέτοια, που έκαναν τον κοσμάκη να λιγοψυχά και να φωνάζει:
   «Δώσ' την, Κωνσταντίνε, προδότη βασιλιά».
   Ο θείος όμως δεν τα λογάριαζε αυτά κι όλο οργάνωνε με τον Γιουστουνιά την άμυνα και του 'ταζε. Όμως εκείνη την ημέρα έριξαν πάνω στην πύλη του Ρωμανού το πιο μεγάλο πέτρινο βόλι απ' την μπομπάρδα του Ουρβανού, που τη μισογκρέμισε κι έκανε μια πολύ μεγάλη τρύπα. Ήταν εύκολο πια, αν συνέχιζαν να χτυπούν έτσι οι άπιστοι Τουρκομάνοι, να ρίξουν όλο το τείχος σ' εκείνο το μέρος. Και να μπουκάρουν.
   Ο αδελφός μου, που ήταν μαζί με τον πατέρα εκεί γύρω, χωρίς να καταλαβαίνει και πολύ καλά τι ακριβώς έκαναν περιφερόμενοι χωρίς να πολεμούν ή να δίνουν έστω διαταγές για την άμυνα, έβγαλε μια τεράστια κραυγή κι έκανε να τρέξει να βοηθήσει τον αλλοπαρμένο πλέον Γιουστουνιά, που προσπαθούσε με τους άντρες του να σύρουν μεγάλες πέτρες και ξύλα, για να φράξουν την τρύπα του τείχους. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και σε λίγο δεν θα έβλεπε κανείς τίποτα -και με τα σύννεφα και τη βροχή να στρέφονται κι αυτά εναντίον μας. Ένα χέρι δυνατό τον συγκράτησε. Ο αδελφός μου γύρισε και είδε το αυστηρό βλέμμα του πατέρα, «Εσύ εδώ», δεν σήκωνε αντίρρηση ο τρόπος του. Κι ο αδελφός μου έμεινε κοντά του. Τότε ήρθε τρέχοντας ο Γιουστουνιάς, για να ζητήσει ενισχύσεις από τον πατέρα για την επισκευή του τείχους. Ο αδελφός μου περίμενε να τον στείλει ο πατέρας μαζί με άλλους για βοήθεια κι ήταν έτοιμος να τρέξει. Όμως είδε τον Κουρουλούκα να γυρίζει και να φεύγει, κάνοντάς του νόημα να πάει μαζί του, φωνάζοντας την ίδια στιγμή στον Γιουστουνιά ότι έχει κι εκείνος το ίδιο πρόβλημα σε άλλο μέρος του τείχους και θα στείλει εκεί τη βοήθειά του. Ο Γιουστουνιάς έμεινε σύξυλος, και με το δίκιο του ο άνθρωπος. Ψέματα να πω; Όταν συνήλθε, άρχισε να φωνάζει:
   «Είστε όλοι προδότες, και τώρα είναι η κρίσιμη μάχη, και πώς κρατιέμαι και δεν σε μαχαιρώνω, πληρωμένε του άπιστου», κι άλλα τέτοια, που όμως δεν έκαναν τον πατέρα να γυρίσει, παρά μόνο κρατούσε απ' το χέρι τον Ιάκωβο και πήγαινε.
   Τώρα έκανε καλά ή άσχημα δεν ξέρω, πάντως αυτό ακριβώς έκανε. Κάποια στιγμή σταμάτησε και τράβηξε τον Ιάκωβο κοντά του. Τον κοίταξε στα μάτια κι ο αδελφός μου διαπίστωσε τη μεγάλη κούραση του Κουρουλούκα.
   «Ας τελειώνουμε λοιπόν μ' αυτόν τον πόλεμο», είπε και άρχισε να ψαχουλεύει με μανία τα ρούχα του, μέχρι που βεβαιώθηκε ότι είχε πάρει μαζί του το σημείωμα με την υπογραφή του Γεννάδιου.
   Ύστερα άρχισε να κατεβαίνει προς τις αποθήκες μας -αλλά δεν γινόταν εκεί ο πόλεμος. Ο αδελφός μου έτρεχε από πίσω του. Σε λίγο βρέθηκαν έξω από τη μεγάλη αποθήκη που μαζευόταν η οργάνωση «Η Θεοτόκος σώζει». Ήδη απ' τον δρόμο άκουγαν τις ψαλμωδίες με τις χειρότερες παραφωνίες που μπορούσε να κάνει φωνή ανθρώπου, το μουσικό αυτί του αδελφού μου πληγωνόταν κι ο ίδιος ορκιζόταν ότι, όταν με το καλό αναλάμβανε τη διοίκηση μετά, θα μόρφωνε τον λαό του τουλάχιστον στη μουσική, γιατί ένας λαός χωρίς μουσική παιδεία δεν μπορούσε ν' απολαύσει ούτε το φαγητό του. Και τότε ο πατέρας τον έσπρωξε και μπήκαν μέσα στην αποθήκη.
   Ήταν μαζεμένοι όλοι, ακόμη κι η Σιχθάν, που φαίνεται το 'σκαγε απ' τον πύργο μας και δεν το παίρναμε χαμπάρι. Μόλις είδαν τον πατέρα και τον μικρό μου αδελφό, σταμάτησαν τις παραφωνίες τους και κρεμάστηκαν απ' τα χείλη του πατέρα.
   «Αδελφοί μου», άρχισε ο Κουρουλούκα, σηκώνοντας το δεξί του χέρι ψηλά, «ήρθε η ώρα που όλοι περιμέναμε. Ως πρωθυπουργός αυτής της χώρας, αφού δεν τολμάει ο ίδιος ο βασιλιάς, παίρνω τη μεγάλη ιστορική ευθύνη, ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων, να σταματήσω αυτόν τον ολέθριο πόλεμο, που μας σκοτώνει πενήντα μέρες τώρα. Ο έγκλειστος άγιος πατέρας Γεννάδιος απ' το κελί του μου 'στειλε χαρτί με τους όρους της Εκκλησίας μας, τους μελέτησα και είμαι έτοιμος να τους υποβάλω στον σουλτάνο, πιστεύοντας πως θα βρούμε κατανόηση και θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ζούμε και να λατρεύουμε τον Θεό μας χωρίς προσκόμματα».
   Ο κόσμος δεν τολμούσε να μιλήσει, περιμένοντας τον πατέρα να τελειώσει. Η Σιχθάν  ήρθε κοντά στον αδελφό μου και του άγγιξε το χέρι σαν σημείο συμπαράστασης. Ο πατέρας ξεδίπλωσε το χαρτί του και άρχισε να διαβάζει:
   «Απαιτούμε, πρώτον: Να μη μετατραπούν οι ορθόδοξες εκκλησίες μας σε τζαμιά. Δεύτερον: Να κάνουμε τα λειτουργικά μας καθήκοντα σύμφωνα με το τυπικό μας. Τρίτον: Να εορτάζουμε σύμφωνα με τις παραδόσεις μας την περίοδο του Πάσχα. Και τέταρτον: Να μένει τρεις νύχτες ανοιχτό το Πατριαρχείο στο Φανάρι, προκειμένου να εκκλησιάζονται οι προσκυνητές που θα έρχονται από άλλες περιοχές. Αυτά ζητούμε για να παραδώσουμε εν ειρήνη την πόλη».
   Ο πατέρας τελείωσε την ανάγνωση και δίπλωσε το χαρτί. Έμεινε για λίγο αμίλητος. Απ' τον κόσμο δεν ακουγόταν ούτε ανάσα.
   «Θα στείλω τους όρους αυτούς με τον πατερ-Άνθιμο στον Μεχμέτ. Ελπίζω μέχρι αύριο να 'χουμε την απάντηση και την υπογραφή της συμφωνίας. Μόλις έρθει το υπογραμμένο χαρτί, θα βάλουμε στις πόρτες τα πορτοκαλιά πανιά, όπως έχουμε συμφωνήσει, για να μη μας πειράξουν οι γενίτσαροι όταν μπουν. Εμείς δεν θα πάθουμε τίποτα. Μακάρι ο Θεός να φωτίσει και τον βασιλιά να πάρει κι αυτός τη σωστή απόφαση» -ο πατέρας σήκωσε το χέρι του κι έδειξε τον κόσμο.
   Τότε ξέσπασε μια τόσο δυνατή βοή, που σκέπασε και τις πιο ισχυρές βροντές του ουρανού και του πολέμου. Ο κόσμος πανηγύριζε, ήθελε να τρέξει ν' αγκαλιάσει τον πατέρα και τον Ιάκωβο, ορκιζόταν αιώνια υποταγή, φιλούσε ο ένας τον άλλον, κραύγαζε «Εσένα θέλουμε αρχηγό» και μετά έπεσε με τα μούτρα στα ψωμιά που είχε κιόλας αρχίσει να μοιράζει απ' τα καλάθια της η Σιχθάν.
   Ο πατέρας τράβηξε τον Ιάκωβο πιο πέρα απ' τον κοσμάκη και για πρώτη φορά του ανακοίνωσε τα συγκεκριμένα σχέδιά του. Ήταν δηλαδή σε συνεννόηση με τον βάιλο, μόλις γίνει ειρήνη, να ζητήσουν την άδεια της κοινής ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα.
   «Αυτός είναι ο στόχος, μικρέ, κι αυτόν θα κυνηγήσουμε με την άδεια του σουλτάνου».
   Ο αδελφός μου αναρωτήθηκε γιατί, αν αυτό ήταν κάτι τόσο πολύ σπουδαίο, όπως το θεωρούσε ο πατέρας, δεν θα ήθελε ο σουλτάνος να το κάνει μόνος του.
   «Μα δεν καταλαβαίνεις πως είναι βάρβαροι και το μόνο που ξέρουν είναι ο πόλεμος; Το εμπόριο είναι τέχνη κι αυτήν την ξέρουμε εμείς καλά. Θα του δίνουμε ποσοστά και θα μας αφήνει να κάνουμε τη δουλειά μας. Ακόμη και με δικά του πλοία, αν το θελήσει. Θα 'χουμε τη δική μας αυτοκρατορία στη θάλασσα, αυτός ας έχει τη δική του στη στεριά».
   «Μα θα 'μαστε υπόδουλοι, πατέρα, όπως παλιά ήταν υπόδουλοι σ' εμάς με τον Μεγαλέξανδρο οι Πέρσες και τόσοι άλλοι».
   «Οι αυτοκρατορίες τελειώνουν, μικρέ, και μένει αυτός που έχει τη δύναμη με τα λεφτά του να κινεί την Ιστορία», είπε ο πατέρας κι έκανε νόημα στον επίσκοπο Άνθιμο να πλησιάσει.
   Με κάθε επισημότητα έβγαλε από την τσέπη του το κερί, το μαλάκωσε ζεσταίνοντάς το, και σφράγισε το χαρτί. Πάνω στο μαλακό ακόμη κερί πάτησε τη μεγάλη βούλα του πρωθυπουργού του κράτους με το δαχτυλίδι του. Η παράδοση της μισής πόλης είχε γίνει. Κανείς δεν θεωρούσε τους όρους ανεπιθύμητους από τον άπιστο. Όλοι ήταν σίγουροι πως είχαμε γλιτώσει κι ανοίγαμε τα πανιά μας για το μέλλον. Ο αδελφός μου μάλιστα ήταν διπλά ευτυχισμένος, κάνοντας όνειρα από τώρα για τη διοίκηση, αλλά περισσότερο, είναι αλήθεια, για τον γάμο, που θα μπορούσε να τελέσει ανεμπόδιστα και με κάθε επισημότητα, με την Ζαμπέτα.
   Ο Άνθιμος παρέλαβε το χαρτί φιλώντας το χέρι του πατέρα και ακουμπώντας το μετά στο μέτωπό του. Μάλιστα ο αδελφός μου πρόσεξε πως τα μάτια του ήταν βουρκωμένα, αλλά τα 'κλεισε, συγκρατώντας τα δάκρυα που ξεχείλιζαν.
   «Είναι μεγάλη στιγμή αυτή για την Ορθοδοξία, τέκνον μου, εκλαμπρότατε, μεγάλε δούκα, αρχηγέ και στήριγμά μας, πατέρα όλων μας. Ο Θεός να ευλογεί τις ημέρες σου», είπε με ψιθυριστή φωνή.
   Ο πατέρας τον αγκάλιασε για λίγο κι ύστερα τον απώθησε μαλακά:
   «Πήγαινε», του είπε, «το μεγάλο βήμα πέφτει σ' εσένα, εγώ δεν επιτρέπεται να πάω και να διακινδυνεύσω να με δουν. Αν κάτι δεν πάει καλά, πρέπει να συνεχίσω να πολεμώ εδώ».
   «Μην ανησυχείς, τέκνον μου», είπε ο πατερ-Άνθιμος, «οι όροι είναι ήδη συμφωνημένοι με τον σουλτάνο», αλλά δαγκώθηκε, κατέβασε τα μάτια, κοκκίνησε ξαφνικά και μ' ένα αμήχανο γελάκι πρόσθεσε: «Θέλω να πω είναι σαν να 'ναι συμφωνημένοι».
   Κι έφυγε με το γνωστό του βήμα σαν πίθηκος, και πώς του φάνηκε του αδελφού μου ότι εκείνα τα τελευταία του λόγια έμοιαζαν να κρύβουν ένα σκοτεινό μυστικό, σαν κάποιος να τους είχε στήσει μια παγίδα κι εκείνοι βάδιζαν ολοταχώς προς τα εκεί, δεν είπε όμως τίποτα στον πατέρα, μην του χαλάσει την καλή διάθεση. Δείχνει να μην το πρόσεξε ή, αν το πρόσεξε, δεν θέλει να με κάνει να καταλάβω κάτι περισσότερο, συλλογίστηκε ο αδελφός μου. Είχε ήδη πλέον εισέλθει στον κόσμο των μεγάλων και πίστευε ότι κατανοεί τον τρόπο σκέψης τους. Αυτό τον έκανε να νιώθει περήφανος κι έτοιμος να κυβερνήσει. Λίγο ακόμη, σκεφτόταν και κρατούσε με προσπάθεια τον ενθουσιασμό του, μην αρχίσει να χοροπηδά και τον θεωρήσουν πάλι παιδί. Τότε του μπήκε μια σκέψη, που άρχισε να τον βασανίζει περισσότερο κι απ' την έλλειψη της Ζαμπέτας, που τη θεωρούσε βέβαια προσωρινή. Κι αν ο σουλτάνος δεν δεχόταν τη μισή πόλη; Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να πεισθεί ο θείος να παραδώσει κι εκείνος την άλλη μισή. Αλλά όσο είχε τον Γιουστουνιά να πολεμάει και να κρατάει την άμυνα δεν θα γινόταν κάτι τέτοιο, καρφώθηκε η σκέψη σαν αγκάθι στο μυαλό του μικρού μου αδελφού.
 
Kωνσταντινούπολη,
28 και 29 Μαΐου του ίδιου έτους
 
   Εκείνη η μέρα του Μάη ήταν γεμάτη κακούς οιωνούς. Στην καρδιά της άνοιξης κι έβρεχε πάλι απ' τα χαράματα. Στον πύργο μας δεν είχε κοιμηθεί κανείς, έτσι ήταν πάντα μ' εμάς, η αγωνία μάς έπαιρνε τον ύπνο. Ο πατέρας μαζί με τ' αγόρια μας, τον Ιάκωβο, τον Εμμανουήλ και τον Ιωάννη της Μαρίας, είχαν φύγει πριν ξημερώσει. Από μακριά αφουγκραζόμασταν τον πόλεμο, που είχε κιόλας αρχίσει, όλοι φοβόμασταν πως θα ήταν πιο σκληρός από κάθε άλλη φορά, ακούγαμε δυνατές κραυγές και τύμπανα να χτυπούν όλη νύχτα, κι αυτό μας έσφιγγε την καρδιά. Η Ευφραιμία μάς έδωσε από ένα μικρό καμπανάκι και δυο κατσικοπόδαρα, για να τα κουνάμε απειλητικά -τόνισε ιδιαιτέρως τη λέξη- προς τη μεριά του εχθρού, καθώς θα κουδουνίζουμε τα καμπανάκια. Μας είπε ακόμη να κάνουμε κάποια βήματα σαν χορό γύρω απ' το τελευταίο εικόνισμα της Παναγίας, λέγοντας ρυθμικά «Αμπρά αμπρά να φύγεις, αμιρά», αλλά η θεία Στεφανία είπε ότι αυτά δεν είναι χριστιανικά πράγματα, θα μας βγουν σε κακό αν μας αντιληφθεί ο Θεός, κι έτσι μας έκοψε τη φόρα. Τα έκανε μόνη της ωστόσο η Ευφραιμία, στο δωμάτιο που ήταν πάντα ξαπλωμένη η μητέρα, δεν ξέρω αν έπιασαν, γιατί δεν μας είπε τι ακριβώς θα καταφέρναμε μ' αυτά.
   Ο μικρός μου αδελφός μαζί με τον πατέρα ξεροστάλιαζαν στην πύλη της Αγίας Θεοδοσίας, έτοιμοι να επέμβουν όπου χρειαζόταν, δεν ξέρω ακριβώς πώς. Ο Εμμανουήλ κι ο Ιωάννης βρίσκονταν στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, την πιο ευαίσθητη περιοχή, όπως μας είχε πει κατ' επανάληψη ο πατέρας. Και βέβαια δεν άφηνε με κανέναν τρόπο τον Ιάκωβο να πλησιάσει κοντά τους, ήταν ακόμη μικρός, ο πόλεμος μαινόταν εκεί για τα καλά, οι φωτιές έκαιγαν ακόμη και την πέτρα, ο καπνός έκανε τα μάτια να τσούζουν.
   Ο πόλεμος μάς είχε χιμήξει πιο ορμητικός και πιο άγριος από ποτέ. Ο αδελφός μου άκουγε από δίπλα κάποιους να λένε τρελαμένοι από την αγωνία πως ο Μεχμέτ είχε ρίξει στη μάχη τους γενίτσαρους, που δεν καταλάβαιναν θεό. Ήταν εκπαιδευμένοι λέει ή να πεθαίνουν ή να μπαίνουν νικητές -και συνήθως δεν πέθαιναν, σχεδόν ούτε ένας· ο σουλτάνος τούς είχε αρματωμένους σαν αστακούς, χώρια που τους είχε υποσχεθεί μεγάλο πλιάτσικο όταν θα 'μπαιναν στην πόλη νικητές. Θα χάναμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, δηλαδή τον πύργο μας, γιατί όλα τ' άλλα τα 'χαμε στείλει με τα κορίτσια στη Βενετιά. Κι απ' ό,τι ξέρω οι περισσότεροι από τους πλούσιους έτσι είχαν κάνει, οι Τουρκομάνοι θα πλιατσικολογούσαν τις εκκλησίες, το παλάτι -αν έβρισκαν και τίποτα πολύτιμο πια εκεί μέσα- και τα σπίτια των καημένων των φτωχών, όπως τους έλεγε η μητέρα.
   Ο αδελφός μου ξέκοβε κάθε τόσο απ' τον πατέρα, μετακινούμενος προς την πύλη του Αγίου Ρωμανού, αλλά εκείνος το καταλάβαινε και τον ξαναφώναζε κοντά του -μα δεν ήταν δυνατόν να περάσει ολόκληρος πόλεμος και να μην είχε καμία συμμετοχή, σκεφτόταν ο Ιάκωβος. Επιτέλους, με τι μούτρα μετά θα 'λεγε στον λαό του πως ήταν ο σωτήρας του, κάτι που, όπως τον δασκάλευε ο πατέρας, δεν ήταν δυνατόν να το αποφύγει, αν ήθελε να τους έχει πιστούς του.
   «Δεν θα πάμε κι εμείς;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε γεμάτος ένταση τον Κουρουλούκα, καθώς έβλεπε τους φρουρούς του βασιλιά να περνούν από δίπλα του.
   «Όχι ακόμα, μικρέ», ήταν η απάντηση του πατέρα κι ο Ιάκωβος προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που περίμεναν.
   Τότε κάποιος απ' τους δικούς μας τους πλησίασε προσεκτικά, κοιτάζοντας πίσω του μην τον παρακολουθεί κανένας βασιλικός φρουρός, γιατί απ' τους δικούς μας δεν πείραζε.
   «Απίστευτο, αφέντη μου. Τούτος εδώ ο βρομολατίνος ξαναήχτισε το τείχος! Απ' την πύλη του Ρωμανού ωσάμ την πύλη του Χαρσού ηφτιάξανε τέντες και καλύβες με κληματίδες. Όλη νύχτα λέει τους είχε τους εδικούς του με το βούρδουλα, να χαρείς ντε, να κουβαλούνε ξύλα και πέτρες, σαν καινούριο το 'καμε, που δε στεκόντανε μονέ η σιδερένια θύρα. Δεν θα 'χει τέλος τούτος εδώ ο πόλεμος, αφέντη, μονέ άμα μας σκοτώσουνε ολουνούς μας», κι έφυγε όπως είχε έρθει, συνωμοτικά, για να το πει και σε άλλους.
   Ο πατέρας δεν μίλησε, δεν κουνήθηκε, δεν τράβηξε το γένι του. Ο αδελφός μου κατάλαβε πως η κατάσταση ήταν πολύ πιο σοβαρή απ' ό,τι φανταζόταν. Ο Κουρουλούκα ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του.
   «Θα τα καταστρέψει όλα αυτός ο βρομολατίνος», μουρμούρισε κάποια στιγμή ο πατέρας, κι ο μικρός μου αδελφός δεν ήθελε και πολύ να καταλάβει πως εννοούσε τον Γιουστουνιά, που κρατούσε ακόμη την άμυνα, θέλοντας σώνει και καλά να πάρει το νησί που του είχε υποσχεθεί ο θείος Κωνσταντίνος.
   Τότε φάνηκε ένα τσούρμο να 'ρχεται απ' τον λόφο τρέχοντας. Ανάμεσά τους ο μικρός μου αδελφός είδε τον πατερ-Άνθιμο. Ο Κουρουλούκα άπλωσε το χέρι του απότομα κι έσφιξε τον καρπό του Ιάκωβου, μένοντας κατά τα άλλα εντελώς ακίνητος, ενώ συγχρόνως ψιθύρισε μέσα απ' τα δόντια του:
   «Επιτέλους!»
   Ο επίσκοπος, μαζί με το τσούρμο του, σταμάτησε μπροστά στον πατέρα λαχανιασμένος. Τον κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα κι έκραξε βραχνά:
   «Έγινε, εκλαμπρότατε, μεγάλε δούκα, στήριγμά μας».
   «Υπέγραψε;» ρώτησε ο πατέρας, προσπαθώντας να κρύψει ένα ελαφρό τρέμουλο στη φωνή του.
   Ο επίσκοπος Άνθιμος κούνησε καταφατικά το κεφάλι, όμως ο αδελφός μου κατάλαβε έναν ανεπαίσθητο δισταγμό στο βλέμμα του και περίμενε. Αντιλήφθηκε ότι το ίδιο είχε επισημάνει κι ο πατέρας.
   «Λοιπόν;»
   «Τα δέχεται όλα και μας τα υπόσχεται. Εμείς δεν θα πάθουμε τίποτα αν μείνουμε στα σπίτια μας...»
   «Είναι στα σπίτια τους, έχουν εντολή», τον έκοψε ο πατέρας.
   «... και βάλουμε το πορτοκαλί πανί, όπως έχει συμφωνηθεί».
   «Και αυτό έχει γίνει», βιάστηκε να προσθέσει ο πατέρας, κι αμέσως μετά: «Ο πόλεμος; Θα μαζέψει τους γενίτσαρους;»
   Ο επίσκοπος Άνθιμος έτριψε την κόκκινη γενειάδα του:
   «Όσο πολεμάμε, θα πολεμάει. Δέχτηκε να μην πειράξει εμάς, τα σπίτια και τις εκκλησίες, αλλά θα μπει μέσα λέει σαν φατίχ, που πάει να πει πορθητής».
   Ο πατέρας τράβηξε τις τρίχες απ' το γένι του, έτριψε το μέτωπό του, έφτυσε στο χώμα δυνατά και κοίταξε πέρα μακριά την πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου μαινόταν αδιάκοπα ο πόλεμος.
   «Θα μιλήσω ξανά στον Κωνσταντίνο», είπε, «θα του πω την αλήθεια, είναι γελοίο να σκέφτεται ακόμη τον θρόνο, πόσο θ' αντέξουμε; Ο Χαλίλ τον έχει πάρει στον λαιμό του».
   «Κι ο Γιουστουνιάς», συμπλήρωσε μειλίχια ο πατερ-Άνθιμος.
   Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ο Ιάκωβος ένιωσε τις σπίθες που πετούσαν οι ματιές τους και η βαριά φυσιογνωμία του Τζενοβέζου πλημμύρισε το μυαλό του κι έμεινε καρφωμένη εκεί.
 
   Λίγα βήματα μπροστά από 'κει που στεκόταν ο αδελφός μου μαινόταν ακόμη ο πόλεμος, με κραυγές και φωτιά. Άνοιξε τα μάτια. Το κόκκινο απλωνόταν παντού. Η κάπνα θόλωνε τον λαμπρό πρωινό ήλιο. Και τότε, λίγο πιο μακριά από κείνον, ένας κουρελής στρατιώτης, που σαν να του φάνηκε ότι τον είχε ξαναδεί ανάμεσα στους πιστούς του πατέρα φορώντας ράσο, πέταξε την περικεφαλαία του μακριά. Ο αδελφός μου διέκρινε το σήμα του δικέφαλου αετού πάνω της, ναι, σιγουρεύτηκε, είναι δικός μας. Ύστερα ο κουρελής στρατιώτης έπιασε με προσοχή από κάτω ένα βέλος κι ένα τόξο μισοσπασμένο. Το ακούμπησε σταθερά στο στήθος του και στερέωσε το βέλος στο τόξο. Οι κινήσεις του ήταν προσεκτικές, αν και λίγο αδέξιες, σαν να μην ήταν εκπαιδευμένος στρατιώτης, σκέφτηκε ο αδελφός μου και ούτε ποτέ πίστευε πως θα 'ταν ικανός στ' αλήθεια να ρίξει σωστά ένα βέλος. Ο κουρελής έστριψε το τόξο και μισόκλεισε τα μάτια σημαδεύοντας. Ύστερα, αργά αλλά σταθερά, τέντωσε τη χορδή. Πριν ο αδελφός μου προλάβει να κοιτάξει πού σημάδευε, το βέλος είχε ξεκινήσει κιόλας τη διαδρομή του. Σε απόσταση λίγων μέτρων βρήκε τον στόχο του και ξέσκισε τα πλευρά αυτού που ήταν στην πορεία του. Τα μάτια του αδελφού μου τεντώθηκαν. Έβλεπε το γιγάντιο σώμα του Γιουστουνιά να κλυδωνίζεται, να διπλώνεται, ύστερα το δεξί του χέρι να τραβάει το βέλος με δύναμη έξω απ' την πληγή, μετά να γυρίζει από κει που κατάλαβε ότι είχε έρθει, ύστερα να φωνάζει δυνατά «Τραντιτόρες, προδότες!» και μετά ν' ακουμπά σ' έναν μισοκαθισμένο νεκρό για να μην πέσει. Ο μικρός μου αδελφός κρύφτηκε πίσω από μια γωνία του τείχους, παρακολουθώντας, χωρίς να κινδυνεύει να τον δουν.  Ο Γιουστουνιάς τράβηξε ένα ύφασμα απ' το ρούχο του πεθαμένου, το 'σκισε και το τύλιξε γύρω του, προσπαθώντας να σταματήσει το αίμα απ' το πλευρό του. Κάποιοι δικοί του, που τον είδαν, έτρεξαν γύρω του και προσπάθησαν να τον βοηθήσουν. Ο αδελφός μου έπαψε να τον βλέπει, άκουγε όμως τη βροντερή φωνή του. Παραπάτησε σε μια σπασμένη εικόνα της Παναγίας με τον μικρό Χριστό αγκαλιά κι έπεσε πάνω της. Κι εκεί έμεινε για ώρα, μην μπορώντας καθόλου να κουνηθεί, ενώ έφταναν στ' αυτιά του τρομαγμένες κραυγές, «Να σώσουμε τις εκκλησίες, να σώσουμε τον βασιλιά», κι άλλες «Μη μας αφήνεις, Γιουστουνιά», αλλά δεν σκεφτόταν παρά μόνο πώς θα τα ομολογούσε όλ' αυτά στη Ζαμπέτα, όταν θα την είχε πια παντρευτεί, μετά.
 
   Eίχαμε να ξεμυτίσουμε απ' τον πύργο μας, τουλάχιστον εμείς που δεν πηγαίναμε στον πόλεμο, πέντε ολόκληρους μήνες. Τις περισσότερες ώρες τις περνούσαμε κρεμασμένοι στα παράθυρα, ν' ακούμε τη βοή του πολέμου και να ανασαίνουμε τη μυρωδιά του. Εγώ έγραφα κάθε μέρα στις αδελφές μου στη Βενετιά, αλλά τα γράμματα τελευταία είχαν μαζευτεί μέσα στην κρυψώνα μου. Δεν έφευγαν πια πλοία από τον Κεράτιο, τα τούρκικα που είχαν εισβάλει εκεί, περνώντας από την ξηρά, βύθιζαν όποιο πλεούμενο έκανε να κουνηθεί κι έτσι δεν τολμούσε πια κανένα. Εγώ ωστόσο εξακολουθούσα να γράφω, ιδιαίτερα στη Ζαμπέτα, που ήξερα ότι φλεγόταν να μάθει τα νέα του μικρού μου αδελφού. Της έγραφα και ότι ο Ιάκωβος ετοιμαζόταν να αναλάβει τη διοίκηση της πόλης μετά. Ωστόσο βαθιά μέσα μου αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, αλλά δεν ήθελα να το ψάξω περισσότερο και να μου βγει καμιά στενοχώρια καινούρια.
   Άκουσα βήματα κι έκρυψα στα γρήγορα το γράμμα, η Ευφραιμία με μάλωνε κάθε φορά που χαλούσα λέει το χαρτί για άχρηστες σαχλαμάρες. Με ζητούσε η μητέρα! Μετά από τόσον καιρό, που έμοιαζε σαν να ήταν νεκρή, γύρεψε κάποιον από μας η μητέρα. Και πήγα. Ήταν πάντα ξαπλωμένη στο κρεβάτι και δίπλα της αραδιασμένα ρούχα, φαγητά, ποτά, χαρτιά, φυλαχτά, κατσικοπόδαρα, φτερά από χήνες και κοτόπουλα, λουλούδια,  σπόροι και ό,τι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου. Κοιταχτήκαμε. Μου έκανε νόημα με το χέρι της να πλησιάσω. Πήγα κοντά της. Μου έγνεψε να σκύψω και το 'κανα. Η μητέρα, εκτός του ότι είχε να μιλήσει μήνες και μπορεί να είχε ξεχάσει πώς μιλούν, δεν έτρωγε κιόλας, παρά ελάχιστα, με αποτέλεσμα να έχει εξασθενήσει, κι ήταν θαύμα πως ζούσε ακόμη. Τα άλλοτε υπέροχα μάτια της, που ο πατέρας ορκιζόταν σ' αυτά, κι εκείνα τα ολοκόκκινα χείλη της, που τα φιλούσε κλεφτά ακόμη και μπροστά μας, κάνοντας πως της μιλά από πολύ κοντά, είχαν γίνει ωχρά σαν ετοιμοθάνατου. Τίποτα πάνω της πια δεν θύμιζε τη μητέρα όπως την είχα στο μυαλό μου. Μου 'γνεψε να πλησιάσω κι άλλο, όμως φοβήθηκα να πάω πιο κοντά, κι η Ευφραιμία, που ήταν παρούσα, μ' έσπρωξε.
   Ύστερα, με φωνή που σχεδόν δεν ακουγόταν, ψιθύρισε στ' αυτί μου:
   «Πού είναι το κίτρινο φουστάνι;»
   Τρόμαξα. Εδώ ο κόσμος χανόταν κι η μητέρα...
   Η Ευφραιμία με ξανάσπρωξε λέγοντας:
   «Ν' απαντήσεις στη μητέρα σου, Γιουστίνε -ε, Γιουστίνη», διόρθωσε, αφού όταν ήμασταν μόνες με φώναζαν σαν κορίτσι.
   Δεν ήξερα τι ν' απαντήσω, μου ήρθε στο μυαλό το κατατσαλακωμένο φουστάνι και κατάπια έναν κόμπο.
   «Φερ' το!» διέταξε η Ευφραιμία, και καθώς δεν απαντούσα, ούτε κουνιόμουν για να δείξω ότι θα πάω να το φέρω, ξανάπε η Ευφραιμία: «Ο πόλεμος τελειώνει, μικρή. Μας τα 'παν οι φρουροί. Ο Γιουστουνιάς πληγώθηκε βαριά. Όπου φύγει φύγει για τη Χίο απ' όπου ήρθε. Μαζί μ' ένα τσούρμο Τζενοβέζους στρατιώτες κι αριστοκράτες. Ο θείος σας τον έψαχνε κι όταν τον βρήκε, τον είδε να μπαίνει στη γαλέρα, πα πα πα, δειλός! Έπεσε στα γόνατά του ο θείος σας να μείνει. Μα ο Γιουστουνιάς του είπε ότι δε θέλει πια να μείνει, του 'πε στο διάολο κι αυτός κι οι προδότες του κι ότι δε θέλει ούτε τη Λήμνο ούτε τίποτα. Κι έφυγε! Λέει κατάλαβε το ποιόν μας και...»
   «Σσς», την έκοψε ξέψυχα η μητέρα, και κατάλαβα ότι η Ευφραιμία, με τη φόρα που είχε πάρει, θα 'λεγε και άπρεπα, και η μητέρα δεν ήθελε ποτέ να λέγονται τα πράγματα που έπρεπε να μένουν μυστικά, έτσι ήμασταν εμείς σαν οικογένεια κι αυτή ήταν η διαφορά μας από τους φτωχούς και τους άξεστους, που δεν ντρέπονταν να ξεμπροστιάζονται.
   Το κακό ήταν ότι με την παρεμβολή της μητέρας ξαναγυρίσαμε στο φλέγον θέμα του φουστανιού κι εγώ έπρεπε αυτή τη φορά ν' απαντήσω.
   «Πρέπει να ντυθείς για την παράδοση της πόλης, μικρή», ξανάπε η Ευφραιμία. «Ο θείος σας δέχτηκε τους όρους του άπιστου, είπε ο πατέρας σας, και θα παραδώσει την πόλη. Αύριο θα γίνει η τελετή. Όλοι οι επίσημοι θα πάνε στο παλάτι. Έτσι διέταξε ο σουλτάνος».
   Σταμάτησε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια, πριν συμπληρώσει μ' έναν βαθύ αναστεναγμό:
   «Αχ, και να μπορέσουμε ξανά να ζήσουμε σαν άνθρωποι».
   Δεν ξέρω πώς να περιγράψω τη χαρά μου εκείνης της στιγμής. Θυμάμαι μόνο πως αγκάλιασα και φίλησα την Ευφραιμία και χίμηξα στο κρεβάτι να φιλήσω και τη μητέρα, όμως εκείνη γύρισε το πρόσωπό της αλλού.
   «Η  μητέρα σου δε συμφωνεί. Λέει πως τούτα είναι καινούρια καμώματα του πατέρα και του θείου σας, Γιουστίνη, άφησε τη μητέρα σου, έχει τα δικά της μυαλά, μπορεί να 'χει και δίκιο, δεν ξέρεις, μα σάματις ο πάπας, ο Θεός ας με συγχωρέσει, έστειλε τη βοήθεια που όλο έταζε;» και με τράβηξε απ' το χέρι έξω απ' το δωμάτιο.
   Σταθήκαμε λίγο στον διάδρομο σιωπηλές. Ύστερα με πήρε μαλακά στην αγκαλιά της και μου χάιδεψε απαλά τα μαλλιά. Σε λίγο η φωνή της ακούστηκε μπερδεμένη μ' έναν λυγμό:
   «Είναι μεγάλη η χαρά, τελειώνει ο πόλεμος, δεν ξέρω γιατί κλαίω», και μ' έσπρωξε φωνάζοντας, «Το φουστάνι σου γρήγορα, πρώτη φορά εσύ θα ντυθείς κορίτσι», κι έφυγε τρέχοντας.
   Σίγουρα τώρα θα είχε πολλές ετοιμασίες, το σπίτι θα ζωντάνευε ξανά, τα τραπέζια θα στρώνονταν και πάλι, όμως δεν μπορούσα να φανταστώ για ποιους, αφού είχαν οι περισσότεροι πεθάνει ή ετοιμάζονταν να φύγουν μαζί με τον βασιλιά μετά την παράδοση, όπως μάθαμε αργότερα. Κι ύστερα τι σπίτι θα 'ταν αυτό χωρίς όλα τα πολύτιμα πράγματά μας, τα κοσμήματα της μητέρας και τα εικονίσματα στους τοίχους;
   Έβγαλα το κίτρινο φουστάνι απ' την κρυψώνα και προσπάθησα με το χέρι να το ισιώσω, που είχε γίνει ένα κουρέλι. Δεν κατάφερα τίποτα φυσικά, τέτοιες ζαρωματιές είχε, κι έτσι το παρέδωσα στο χάλι του στην Ευφραιμία, που μου υποσχέθηκε να το σώσει και -το κυριότερο- να μη με μαρτυρήσει στη μητέρα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαίρομαι που θα το φορούσα, κι έτσι αποφάσισα να πάω να γράψω τα νέα στα κορίτσια, μπορεί τώρα ν' άρχιζαν να ταξιδεύουν πάλι τα πλοία και να 'φευγαν και τα γράμματά μου. Κι ακόμη καλύτερα, να γύριζαν όλες τους πίσω με τα πράγματά μας, να ξαναγινόταν ο πύργος μας αληθινό σπίτι, όπως παλιά. Αυτή η σκέψη με χαροποίησε κι έτρεξα χοροπηδώντας στο δωμάτιό μου ξανά.
 
   Ήταν πίσσα σκοτάδι κι ακόμη κανείς δεν είχε περάσει απ' τους δρόμους για να ανάψει τις λάμπες, να βλέπουν όσοι περπατούσαν τη νύχτα. Όμως δεν υπήρχε πια λάδι για πέταμα, μας είχαν πει οι φρουροί, το χρησιμοποιούσαν όλο να λαδώνουν τις μηχανές για τον πόλεμο, οι Τζενοβέζοι δεν έδιναν πια σ' εμάς, μόνο στους Τούρκους, που καλοπλήρωναν.
   Βάδιζαν σιωπηλοί και πού και πού σκόνταφταν σε κάποιο σώμα σκοτωμένου αδέσποτου ζώου· οι πεθαμένοι δεν ήταν στη μέση του δρόμου, όλα τα πτώματα κείτονταν σαπισμένα γύρω απ' το τείχος. Η νύχτα ήταν γλυκιά, και μέσα από τη μυρωδιά του πολέμου ο αδελφός μου διέκρινε το άρωμα από τα ζουμπούλια και τα τριαντάφυλλα που άνθιζαν σε κάποιους εγκαταλειμμένους κήπους. Η ευωδιά τού έφερε δάκρυα στα μάτια, καθώς θυμήθηκε τον Νικόλα μας και τον Γαβρήλο μας, που δεν ήταν πια μαζί μας για να χαρούν το τέλος του πολέμου. Έσφιξε τα χείλη του για να μη βγει μια κραυγή. Ο πατέρας ξαφνικά σταμάτησε.
   «Κρίμα που δεν είναι μαζί μας ο Νικόλας κι ο Γαβριήλ», είπε σιγανά, και τότε ο αδελφός μου δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο τους λυγμούς του και ξέσπασε.
   Ο πατέρας τον αγκάλιασε και για πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες τον φίλησε πεταχτά στο στόμα, όπως έκαναν όταν ο Ιάκωβος ήταν πολύ μικρός. Μακριά τους ακούγονταν τώρα κάποιοι ήχοι σαν ψαλμωδίες. Κι ύστερα κι άλλες ψαλμωδίες, που έμοιαζαν με τις δικές μας προσευχές.
   «Έχουν μαζευτεί οι δικοί μας στις εκκλησίες και προσεύχονται. Ευχαριστούν τον Θεό, αλλά και φοβούνται μήπως ο άπιστος δεν κρατήσει τον λόγο του».
   «Θα τον κρατήσει;» ρώτησε ξαναμμένος τώρα ο αδελφός μου.
   Αλλά ο Κουρουλούκα δεν απάντησε. Από μακριά, πέρα απ' τα τείχη, απ' τη μεριά της πύλης του Αγίου Ρωμανού, ακούγονταν αλλαλαγμοί και φωνές. Αργότερα μάθαμε ότι αυτά ήταν δοξολογίες λέει στον Θεό τους.
   Ο πατέρας έλεγε ότι το βράδυ ο αμιράς είχε δώσει διαταγή να ανάψουν λαμπάδες εκείνη τη νύχτα και την επομένη να μείνουν νηστικοί όλη μέρα και να λουστούν εφτά φορές, για να παρακαλέσουν τον Θεό, νηστικοί και καθαροί, να τους χαρίσει τη νίκη. Ο Μεχμέτ δεν ήθελε, καταλαβαίναμε, να μπει στην πόλη μας χωρίς την αίγλη του πορθητή, αυτό θα τον στήριζε ακλόνητα στον θρόνο του, γιατί μαίνονταν λέει οι συνωμοσίες στη χώρα του, αρχής γενομένης απ' τον ίδιο τον Χαλίλ, τον πρωθυπουργό του. Αυτά μαθαίναμε απ' τους δικούς μας κατασκόπους, δηλαδή του πατερ-Άνθιμου.
   Μετά τη δύση του ήλιου και μετά το δείπνο, έλεγαν λοιπόν, ο σουλτάνος στάθηκε ανάμεσά τους και τους έβγαλε λόγο. Τους υποσχέθηκε ότι θα τους άφηνε τρεις ημέρες να λεηλατήσουν την πόλη μας, θα είναι δική σας, λέει τους είπε, ό,τι και ν' αρπάξετε, χρυσό ή ασημένιο σκεύος και πολύτιμα μεταξωτά ρούχα, αιχμάλωτους άντρες και γυναίκες, μικρούς και μεγάλους, κανείς δεν θα μπορεί να σας το ζητήσει πίσω ή να σας εμποδίσει στο ελάχιστο. Επίσης τους έταξε λέει τον διπλάσιο μισθό απ' όσον έπαιρναν, και θα τα είχαν αυτά μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ακόμη τους θύμισε το Κοράνι, που λέει ότι αν κάποιοι σκοτωθούν, όπως είναι φυσικό στους πολέμους και γραφτό της μοίρας του καθενός, αυτοί θα δειπνήσουν στον παράδεισο μαζί με τον ίδιο τον προφήτη τους και με υπέροχα αγόρια και με ωραίες παρθένες, και θ' αναπαυτούν σε τόπο χλοερό, αρωματισμένο από λουλούδια, και θα λουστούν σε ωραιότατο λουτρό και θα 'χουν τα πάντα απ' τον Θεό εις τους αιώνας των αιώνων.
   Ο μικρός μου αδελφός άκουγε τον πατέρα σιωπηλός κι όταν εκείνος τελείωσε αναρωτήθηκε δυνατά:
   «Μα τότε, πατέρα, ο Μεχμέτ ετοιμάζεται για πόλεμο, όχι για την ειρήνη που μας υποσχέθηκε».
   Ο Κουρουλούκα σταμάτησε το βήμα του και τον κοίταξε.
   «Λίγο ακόμα, μικρέ. Λίγο ακόμα υπομονή. Είναι παιχνίδια εξουσίας αυτά, δεν είναι αληθινά. Και φυσικά εμείς δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Στους πολέμους χάνουν μόνο οι αδύναμοι και οι φτωχοί. Να το ξέρεις αυτό και να είσαι γενναίος».
   Ο αδελφός μου δεν κατάλαβε πού βρισκόταν σ' όλ' αυτά η γενναιότητα, αλλά για να το λέει ο πατέρας, έτσι θα 'ναι, σκέφτηκε, και δεν είπε τίποτα, μη φανεί πάλι παιδί.
   Στον πύργο μας ήταν οι τελευταίοι που ήρθαν. Ήδη είχαν φτάσει ο Εμμανουήλ μας με τον Ιωάννη κατάκοποι, και η Ευφραιμία τούς είχε ετοιμάσει το μπάνιο, όπου λούστηκαν κι οι δυο μαζί με ζεστό νερό κι ύστερα αλείφτηκαν με λάδια, να μαλακώσει το κορμί τους και να ξεχάσει γρήγορα τις κακουχίες του πολέμου.
   Στο τραπέζι είχε ο καθένας τους να διηγηθεί μια ιστορία μάχης που είχε τον ίδιο σαν πρωταγωνιστή, κι εγώ προσπαθούσα να τις συγκρατήσω στο μυαλό μου όλες, για να τις γράψω στα κορίτσια. Όταν ήρθε η σειρά του γλυκού, χειροκροτήσαμε όλοι, γιατί η Σιχθάν είχε περιχύσει τους τούρκικους λουκουμάδες της με το πιο αρωματικό της μέλι, που μύριζε λουλούδια της άνοιξης, και λυπηθήκαμε πολύ που η μητέρα δεν συμμετείχε σ' αυτό το μεταπολεμικό δείπνο, όπως το βαφτίσαμε, κι έμενε μόνη, ξαπλωμένη στο δωμάτιό της, κρατώντας ακόμη μούτρα στον πατέρα, που ο καημένος έκανε τα πάντα για όλους εμάς και τη χώρα μας φυσικά. Μάλιστα μας είπε πως θα φρόντιζε για το καθένα από τ' αγόρια μας να πάρει απ' τον σουλτάνο, γιατί τώρα αυτός θα τα μοίραζε, το αξίωμα που δικαιωματικά του ανήκε και τόσον καιρό το αρνιόταν ο Κωνσταντίνος, έτσι είχε συμφωνηθεί, και καθόλου, μα καθόλου δεν θα μας έκοβε τον δρόμο της προόδου πια αυτός ο αχρείος ο γραμματέας του θείου, ο Σφραντζής, με τη ζήλια του, αφού κι αυτός θα 'φευγε μαζί με τον Κωνσταντίνο για την Πελοπόννησο, όπου ο θείος θα γινόταν κυβερνήτης, έτσι του είχε υποσχεθεί σαν αντάλλαγμα το βρομόπαιδο, όπως έλεγε τελευταία η μητέρα τον σουλτάνο, πριν πάψει να μιλά.
   «Μα έφυγε κιόλας», πετάχτηκε η Ευφραιμία, που από κάποιον μυστικό κατάσκοπο φαίνεται τα μάθαινε όλα πριν από μας, πριν από την επίσημη ανακοίνωση δηλαδή.
   Κοιτάξαμε τον πατέρα, αλλά εκείνος δεν μίλησε, μόνον αγριοκοίταξε την Ευφραιμία, που μαζεύτηκε στη γωνιά της, κι ύστερα τράβηξε τρεις τρίχες απ' το γένι του, γεγονός που μας έκανε να ξαλαφρώσουμε από την ένταση, γιατί μας αποδείκνυε πως θα ξαναβρίσκαμε όλοι τις παλιές μας συνήθειες. Κι αυτό ήταν η καλύτερη εγγύηση της ευτυχίας μας για μετά. Ωστόσο το γεγονός ότι ο θείος Κωνσταντίνος είχε κιόλας φύγει πριν από την επίσημη παράδοση ήταν κάτι που μας τρόμαζε. Και μας τρόμαζε τόσο πολύ, που δεν μπορούσαμε ούτε θέλαμε να το πιστέψουμε.
 
   Ο Ιάκωβος τώρα ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και περίμενε να ξημερώσει, για να πάρει μέρος στην τελετή. Είχε τα μάτια καρφωμένα στις πολύχρωμες ζωγραφιές του Αιγύπτιου ζωγράφου μας στο ταβάνι και παρακολουθούσε με τ' αυτιά του τεντωμένα τα τεκταινόμενα στον κήπο μας, χωρίς να μπορεί ωστόσο να επέμβει. Το βράδυ, όταν ο κοσμάκης έμαθε για τη συνθηκολόγηση με τον σουλτάνο, επικράτησε μεγάλη σύγχυση. Πολλοί απ' αυτούς που ήταν με τον πάπα και τον θείο κλείστηκαν στην Αγια-Σοφιά για να προστατευθούν κι άλλοι κατέβηκαν στην παραλία της Προποντίδας για να το σκάσουν. Φοβούνταν πως μπαίνοντας ο αμιράς θα τους έσφαζε. Δεν μάθαμε όμως ποιοι και γιατί δεν τους άφησαν να φύγουν. Αν και ήταν συμφωνημένο με τη συνθηκολόγηση, τα πλοία των Βενετσιάνων και των Τζενοβέζων αρνιόνταν να τους πάρουν, κι έτσι έρχονταν στον πύργο μας μασκαρεμένοι σε καλόγερους και καλόγριες, για να μην τους αναγνωρίσει κανείς στον δρόμο, μαζί με τα μπογαλάκια τους, και παρακαλούσαν να τους αφήσουμε να φύγουν απ' τη μικρή εκείνη προβλήτα που είχαμε στην άκρη του κήπου μας, έξω από τη μυστική πορτούλα στον Κεράτιο, όπου αφήναμε ένα μικρό πλεούμενο για μια ώρα ανάγκης μας. Ο Νάχμαν όμως κι οι άλλοι φρουροί μας είχαν την εντολή να μην αφήσουν κανέναν να περάσει από κει, για να μη θεωρηθεί ότι προδίδαμε τη συμφωνία με τον Μεχμέτ. Έτσι γινόταν μεγάλο κακό κάτω στον κήπο μας και στους στάβλους μας, μας φώναζαν προδότες κι ό,τι άλλο βάζει ο νους σας, κι οι φρουροί μας αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν όπλα.
   Ο μικρός μου αδελφός κι όλοι εμείς τ' ακούγαμε όλα αυτά από τα δωμάτιά μας και κατατρομαγμένοι, μήπως μπουκάρουν στον πύργο και μας κάνουν κομματάκια, πεταχτήκαμε απ' τα κρεβάτια μας. Ο πατέρας όμως, κρατώντας ακόμη κι αυτές τις στιγμές την ψυχραιμία του, μας καθησύχασε, λέγοντας ότι τώρα τέλειωσαν πια οι ενωτικοί και δεν έχουν καμία δύναμη για να μας φοβίσουν. Κι έτσι πήγαμε ξανά ήσυχοι για ύπνο. Μόνο τα σκυλιά μας γάβγιζαν, γιατί αυτά δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς σήμαινε συνθηκολόγηση -εμείς βέβαια νομίζαμε ότι ξέραμε.
   Μέσα σ' όλη αυτή την ξαφνική αναμπουμπούλα του κήπου μας ο αδελφός μου είχε κανονίσει μια μυστική συνάντηση στο δωμάτιό του. Έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του πως τώρα ήταν πλέον άντρας κι έπρεπε να διαπιστώσει τι σημαίνει ακριβώς να είσαι άντρας όχι μόνο στον πόλεμο, αλλά κι όταν βρίσκεσαι μόνος μαζί με μια γυναίκα. Η μέρα που θα ερχόταν εκείνο το πολυπόθητο μετά πλησίαζε, καθώς κι η μέρα που -ο κόσμος να χαλάσει- θα παντρευόταν τη Ζαμπέτα, κι έπρεπε φυσικά να μπορεί να την κάνει ευτυχισμένη, όπως θυμόταν ότι ήταν η μητέρα παλαιότερα, όταν δηλαδή την έπαιρνε ο πατέρας στην αγκαλιά του.
   Η Σιχθάν ήρθε στο δωμάτιό του στην ώρα της. Ήταν κι αυτή αναστατωμένη φαίνεται από τα γεγονότα του κήπου, αλλά κρατούσε σταθερά τον τεράστιο χρυσό δίσκο της με τα γλυκά της, καλού κακού, μην κι ήθελε να γλυκαθεί ο αφέντης Ιάκωβος.
   «Σε τέσσερις ώρες έρχεται», είπε στον αδελφό μου μόλις μπήκε και τράβηξε τα μαλλιά της απ' το ιδρωμένο της μέτωπο, ισορροπώντας τον δίσκο στο ένα της χέρι.
   Ο Ιάκωβος δεν ενδιαφερόταν εκείνη τη στιγμή βέβαια για το πότε θα καταφθάσει ο σουλτάνος για τη συνθηκολόγηση ή για το τι θα σκαρφιζόταν για να μπει στην πόλη πορθητής, όπως είχε πει ότι ήθελε, αν και του είχε παραδοθεί. Αυτά ήταν τυπικότητες και δεν είχαν να κάνουν με την ουσία του πράγματος, ούτε τον ένοιαζε ποιοι θ' άνοιγαν τις πύλες, αν θα τις άνοιγαν όλες ή μία πύλη και ποια, εκείνος έτσι κι αλλιώς είχε εξασφαλίσει τη διοίκηση της πόλης για μετά. Αυτό που τον έκαιγε τώρα ήταν μια αλλιώτικη φωτιά, που από καιρό γινόταν βασανιστική όποτε ο αδελφός μου σκεφτόταν τη Βενετσιάνα μας. Έτσι, με το που μπήκε η Σιχθάν, την άρπαξε απ' τα μαλλιά και την πέταξε στο δάπεδο κι ούτε που τον ένοιαξε ότι ακούστηκε ένα γκαπ απ' το κεφάλι της που χτύπησε στο πάτωμα -μια σκλάβα και μάλιστα Τουρκάλα ήταν, έτσι της φέρονταν όλοι, το είχε συνηθίσει κι η ίδια. Ύστερα ο αδελφός μου ρίχτηκε πάνω της, θέλοντας να σκίσει τα ρούχα της, συγκρατήθηκε όμως την τελευταία στιγμή, γιατί σκέφτηκε ότι αυτό ήταν μια δοκιμή για το πώς έπρεπε να φερθεί στη Ζαμπέτα και τροποποίησε αμέσως τη συμπεριφορά του.
   Έμενε ακίνητη και περίμενε. Τότε ο αδελφός μου προσπάθησε να τη φιλήσει όσο μπορούσε πιο γλυκά στα χείλη, φανταζόμενος πως ήταν η ίδια η Ζαμπέτα. Η Σιχθάν ανταποκρίθηκε σαν να ήταν όλη αυτή η γλύκα, τα χάδια και τα φιλιά μόνο για κείνην. Και τότε ο αδελφός μου αφέθηκε στην αγκαλιά της κι έγινε επιτέλους ο πραγματικός άντρας που ονειρευόταν.
   «Μπήκαν νωρίτερα, τώρα, τους ακούς; Από την πορτούλα του Γιουστίνου», ψιθύρισε κάποια στιγμή η Σιχθάν κι έγειρε στο πλάι, γελώντας χαρούμενη.
   Σε λίγο ξημέρωνε μια καινούρια μέρα, η μέρα μετά, και νιώθαμε όλοι πολύ χαρούμενοι γι' αυτό.
   Την πέμπτη ώρα της ημέρας ήμασταν όλοι έτοιμοι και περιμέναμε το πρόσταγμα του πατέρα. Εκείνος περίμενε την ειδοποίηση του Άνθιμου ότι όλα ήταν έτοιμα για την επίσημη παράδοση της πόλης, αφού αυτή δεν επρόκειτο, μάθαμε, να την κάνει ο βασιλιάς, όπως είχε ζητήσει ο σουλτάνος, γιατί είχε φύγει κιόλας απ' τη χώρα, χωρίς να ξέρει κανείς για πού. Στον πύργο μας υπήρχε μεγάλη αναστάτωση, γιατί εμείς είχαμε ετοιμαστεί για την παράδοση στο παλάτι, αλλά παλάτι δεν υπήρχε πια. Δηλαδή όχι ότι είχε εξαφανιστεί, αλλά οι φρουροί λέει του βασιλιά, όταν πήγαν οι γενίτσαροι, αντιστάθηκαν, σαν να μην ήξεραν ότι η πόλη είχε παραδοθεί με συνθήκη, ούτε ότι ο βασιλιάς δεν ήταν στα δωμάτιά του, κι έτσι οι Τούρκοι τους έσφαξαν. Καλά, γιατί δεν τους είχε ενημερώσει τους φρουρούς του ο θείος, μην σφαχτούνε οι άνθρωποι άδικα; Δεν ξέρω. Κι όταν οι γενίτσαροι μπήκαν μέσα, ψάχνοντας τον βασιλιά, δεν βρήκαν κανέναν. Μονάχα λέει στο προαύλιο κάποιος σκοτωμένος, και μάλιστα χωρίς κεφάλι, αναγνωρίστηκε να φοράει τα κόκκινα σανδάλια του θείου· είπαν ότι θα 'ταν αυτός. Περίεργα πράγματα. Έμοιαζε σαν κάποιος να είχε παραστήσει τον θάνατο του Κωνσταντίνου. Εμείς οι μικροί δεν καταλάβαμε τι νόημα είχε αυτό και οι μεγάλοι δεν μας έλεγαν. Και ποιος θα παρέδιδε την πόλη; Ανησυχούσαμε μη θυμώσει ο αμιράς και στείλει να σφάξουν κι εμάς με τα καλά μας, κι εμένα με το κίτρινο φουστάνι μου, που ο Ιάκωβος είπε πως μου πήγαινε υπέροχα κι ήμουν πιο όμορφη σαν κορίτσι απ' ό,τι σαν αγόρι.
   Η ειδοποίηση απ' τον επίσκοπο Άνθιμο δεν ερχόταν κι ο πατέρας κι όλοι μας ήμασταν πολύ, μα πάρα πολύ εκνευρισμένοι. Ο πατέρας έστειλε τον Νάχμαν να τον βρει, αλλά δεν μάθαμε τίποτα. Μάλιστα εξαφανίστηκε κι ο Νάχμαν. Βέβαια έλεγαν ότι οι Τούρκοι είχαν μπει στην πόλη φουριόζοι, νομίζοντας πως μπήκαν σαν κατακτητές, νικώντας μας ή δεν ξέρω τι άλλο, και πετσόκοβαν όσους έβρισκαν μπροστά τους, κι έπρεπε να επικαλείσαι λέει το συμφωνητικό και να το αποδεικνύεις ότι είσαι απ' τους ανθενωτικούς για να γλιτώσεις. Πολλοί από τους άλλους επιτόπου δέχονταν να γίνουν μουσουλμάνοι για να γλιτώσουν το σφάξιμο -δεν καταλαβαίνω πώς γινόταν αυτό, έλεγες δηλαδή γίνομαι μουσουλμάνος και γινόσουν; Τόσο εύκολα; Μυστήρια πράγματα με τις θρησκείες και τους πολλούς θεούς.
   Ο πατέρας έστειλε κι έψαξαν τον πατερ-Γεννάδιο στη Μονή Χαρσιανείτου, αλλά εκεί του είπαν ότι το κελί του Γεννάδιου ήταν ανοιχτό και κανείς δεν υπήρχε μέσα, όσο για τους καλόγερους ήταν μαζεμένοι και προσεύχονταν όλοι μαζί με ευχαριστήριους ψαλμούς προς τον Κύριο. Ήταν μάλιστα λέει και καμιά δεκαριά Τούρκοι φρουροί απέξω, να προστατεύουν το μοναστήρι από τη μανία των άλλων Τούρκων, που ήθελαν σώνει και καλά το πλιάτσικο που τους είχαν υποσχεθεί.
   «Σαν μπερδεμένο μου φαίνεται το πράγμα», έλεγε ο αδελφός μου σιγά, μην τον ακούσει ο πατέρας.
   Μπορεί να μπήκαν με συνθήκη, αλλά εκείνοι ήθελαν την ανταμοιβή τους. Αυτό δα ήταν φως φανάρι. Άρπαζαν λοιπόν ό,τι μπορούσαν ν' αρπάξουν από τους δρόμους και τ' αφύλαχτα σπίτια, μπούκαραν μάλιστα, μας είπαν έντρομοι κάποιοι δικοί μας, και στην Αγια-Σοφιά κι έσφαξαν όσους ήταν κρυμμένοι εκεί, πιστούς του πάπα και του βασιλιά. Κι άρχισαν να καταστρέφουν και την εκκλησία, αλλά σταμάτησαν λέει, γιατί ο σουλτάνος έστειλε άλλους φρουρούς και τους τσάκισαν, επειδή την ήθελε για τζαμί δικό του κι όχι ερείπιο. Ο αδελφός μου δεν μπορούσε να συγκρατηθεί άλλο κι απείλησε τον πατέρα -άκου να δεις ο αθεόφοβος, που ήθελε ανέπαφη την πόλη για το μετά του- ότι αν δεν κάνει κάτι εκείνος θα το κάνει μόνος του. Εγώ είμαι σίγουρη ότι θα ξεσήκωνε τον κοσμάκη αν δεν επενέβαινε ο Κουρουλούκα, που αποφάσισε επιτέλους να δράσει. Ζήτησε να σελώσουν τα άλογά μας και να στολίσουν όπως έπρεπε τη μεγάλη μας άμαξα. Ύστερα ήρθε κοντά μας και μας φίλησε, εμένα δηλαδή, τον Εμμανουήλ μας, τον Ιωάννη της Μαρίας μας και τον Ιάκωβο. Ύστερα χτύπησε στην πλάτη τον θείο Αγγελή, που ήταν κιόλας μεθυσμένος, και τη θεία Στεφανία, που ακόμη άλλαζε ρούχα, γιατί δεν έβρισκε κάτι ταιριαστά εξαίσιο για την ημέρα. Και μας είπε να περιμένουμε το μήνυμά του για να μπούμε στην άμαξα και να πάμε στο παλάτι. Η μητέρα δεν θα ερχόταν μαζί μας, γιατί δεν μπορούσε πια να σηκωθεί απ' το κρεβάτι, τόσο μεγάλη ήταν η εξάντλησή της, μας είπε η Ευφραιμία, όμως για μια τέτοια μοναδική στιγμή μπορούσε να μετακινηθεί και με το φορείο, αλλά δεν ήθελε, καταλάβαμε όλοι -έτσι πεισματάρα Παλαιολογίνα ήταν η μητέρα, δεν το είχε χωνέψει ποτέ το βρομόπαιδο. Όμως το βρομόπαιδο τώρα θα ήταν ο αφέντης όλων, ψέματα;
   Ο Κουρουλούκα, πριν δώσει το σύνθημα της αναχώρησης, ζήτησε από τον αδελφό μου να τον βοηθήσει. Και μαζί πήγαν κρυφά στον κήπο μας, κι ο αδελφός μου κατέβηκε στο μυστικό πηγάδι κι ύστερα βγήκε μ' ένα μεγάλο κουτί, που δεν ξέραμε τι είχε μέσα, αλλά καταλάβαμε, καθώς γνωρίζαμε την απληστία του σουλτάνου για χρήμα και χρυσάφι. Τότε ο πατέρας πήρε και τον μεγάλο χρυσό μας δίσκο, πετώντας στα σκουπίδια τους λουκουμάδες της Σιχθάν, και διέταξε την αναχώρηση. Αφού δεν υπήρχε πουθενά ο θείος, έπρεπε ο ίδιος να παραδώσει την πόλη επίσημα, και ήθελε να το κάνει με τον πιο μεγαλειώδη και σωστό τρόπο, για να μπορεί μετά να ζητήσει όλα όσα μας είχε υποσχεθεί ο αμιράς.
   Ήταν Τρίτη, 29 Μαΐου, μια υπέροχη ηλιόλουστη μέρα, που ευωδίαζαν απ' άκρη σ' άκρη τα ζουμπούλια και τα τριαντάφυλλα, προσπαθώντας να σκεπάσουν με τη μεθυστική μυρωδιά τους την μπόχα του πολέμου απ' τα σαπισμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων, τ' αποκαΐδια της φωτιάς και τα περιττώματα που ήταν σκορπισμένα στους δρόμους της πόλης μας.
   Ήταν η πρώτη μέρα τού μετά.
    
 Βιτάλη Λεία, Ιερή Παγίδα (Το απόκρυφο χρονικό της Κωνσταντινούπολης), εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2006

Υποσημειώσεις: 

(1) 1453 μ.Χ.

(2) 1458 μ.Χ. 

(3) 1453 μ.Χ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: