Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

[ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ]

  
   Ο σερ Τζέιμς Άλμοντ, ηλικιωμένος χήρος και κυβερνήτης της Τζαμάικα διορισμένος από την Αυτού Μεγαλειότητα τον Κάρολο Β', συνήθιζε να ξυπνά νωρίς.
   Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην ιδιοσυγκρασία του, εν μέρει στην αϋπνία και τους πόνους της ποδάγρας, εν μέρει στο κλίμα της Αποικίας της Τζαμάικα, όπου με την ανατολή του ήλιου άρχιζε να κάνει τρομερή ζέστη και να έχει υγρασία.
   Το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου 1665 ακολούθησε τη συνηθισμένη του ρουτίνα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι στο υπνοδωμάτιό του στον τρίτο όροφο του Κυβερνείου και πήγε κατευθείαν στο παράθυρο για να ρίξει τη ματιά του στον καιρό και τη μέρα που ξημέρωνε. Το Κυβερνείο ήταν ένα εντυπωσιακό κτίριο από τούβλο και με στέγη από κόκκινο κεραμίδι. Ήταν επίσης το μοναδικό τριώροφο κτίριο στο Πορτ Ρουαγιάλ και έτσι είχε εξαιρετική θέα στην πόλη. Στους δρόμους από κάτω είδε τους φανοκόρους να κάνουν την καθιερωμένη τους γύρα για να σβήσουν τα νυχτερινά φώτα. Στη Ριτζ Στρητ, η πρωινή περιπολία της φρουράς μάζευε μεθυσμένους και νεκρούς από τη λάσπη. Ακριβώς κάτω από το παράθυρό του περνούσε με θόρυβο το πρώτο από τα ιππήλατα κάρα με βαρέλια νερού από το Ρίο Κόμπρα μερικά χιλιόμετρα μακριά. Κατά τα άλλα, το Πορτ Ρουαγιάλ ήταν ήσυχο, μοιάζοντας να απολαμβάνει το σύντομο διάστημα ανάμεσα στην ώρα που οι τελευταίοι μεθυσμένοι γλετζέδες της νύχτας σωριάζονταν κάτω ναρκωμένοι από το ποτό και στην ώρα που άρχιζε η πρωινή εμπορική κίνηση γύρω στο λιμάνι. Το βλέμμα του άφησε τους στριμωγμένους στενούς δρόμους της πόλης και στράφηκε στο λιμάνι, όπου είδε το κινούμενο δάσος των καταρτιών από τα εκατοντάδες πλοία όλων των μεγεθών που ήταν αγκυροβολημένα ή δεμένα στις προβλήτες. Πιο ανοιχτά στη θάλασσα είδε ένα αγγλικό εμπορικό μπρίκι αγκυροβολημένο κοντά στον ύφαλο του Ράκαμ. Σίγουρα είχε φτάσει τη νύχτα και ο καπετάνιος είχε πράξει συνετά που περίμενε να ξημερώσει για να μπει στο λιμάνι. Και πραγματικά, καθώς κοίταζε, είδε τις γάμπιες (1) του να ξετυλίγονται στο φως της αυγής, ενώ δύο λάντζες έφευγαν από την ακτή κοντά στο φρούριο Τσάρλς για να το βοηθήσουν να μπει στο λιμάνι.
   Ο κυβερνήτης Άλμοντ γνωστός στην περιοχή ως «ο Τζέιμς της Δεκάτης» λόγω της επιμονής του να βάζει στην τσέπη του το ένα δέκατο από όλες τις επιδρομές των κουρσάρων (2), απομακρύνθηκε από το παράθυρο και, κουτσαίνοντας από τον πόνο στο αριστερό του πόδι, διέσχισε το δωμάτιο για να κάνει την τουαλέτα του. Ξέχασε αμέσως το εμπορικό σκάφος, γιατί αυτό το συγκεκριμένο πρωινό ο σερ Τζέιμς είχε το δυσάρεστο καθήκον να παρευρεθεί σ' έναν απαγχονισμό.