Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

[ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ]

  
   Ο σερ Τζέιμς Άλμοντ, ηλικιωμένος χήρος και κυβερνήτης της Τζαμάικα διορισμένος από την Αυτού Μεγαλειότητα τον Κάρολο Β', συνήθιζε να ξυπνά νωρίς.
   Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην ιδιοσυγκρασία του, εν μέρει στην αϋπνία και τους πόνους της ποδάγρας, εν μέρει στο κλίμα της Αποικίας της Τζαμάικα, όπου με την ανατολή του ήλιου άρχιζε να κάνει τρομερή ζέστη και να έχει υγρασία.
   Το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου 1665 ακολούθησε τη συνηθισμένη του ρουτίνα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι στο υπνοδωμάτιό του στον τρίτο όροφο του Κυβερνείου και πήγε κατευθείαν στο παράθυρο για να ρίξει τη ματιά του στον καιρό και τη μέρα που ξημέρωνε. Το Κυβερνείο ήταν ένα εντυπωσιακό κτίριο από τούβλο και με στέγη από κόκκινο κεραμίδι. Ήταν επίσης το μοναδικό τριώροφο κτίριο στο Πορτ Ρουαγιάλ και έτσι είχε εξαιρετική θέα στην πόλη. Στους δρόμους από κάτω είδε τους φανοκόρους να κάνουν την καθιερωμένη τους γύρα για να σβήσουν τα νυχτερινά φώτα. Στη Ριτζ Στρητ, η πρωινή περιπολία της φρουράς μάζευε μεθυσμένους και νεκρούς από τη λάσπη. Ακριβώς κάτω από το παράθυρό του περνούσε με θόρυβο το πρώτο από τα ιππήλατα κάρα με βαρέλια νερού από το Ρίο Κόμπρα μερικά χιλιόμετρα μακριά. Κατά τα άλλα, το Πορτ Ρουαγιάλ ήταν ήσυχο, μοιάζοντας να απολαμβάνει το σύντομο διάστημα ανάμεσα στην ώρα που οι τελευταίοι μεθυσμένοι γλετζέδες της νύχτας σωριάζονταν κάτω ναρκωμένοι από το ποτό και στην ώρα που άρχιζε η πρωινή εμπορική κίνηση γύρω στο λιμάνι. Το βλέμμα του άφησε τους στριμωγμένους στενούς δρόμους της πόλης και στράφηκε στο λιμάνι, όπου είδε το κινούμενο δάσος των καταρτιών από τα εκατοντάδες πλοία όλων των μεγεθών που ήταν αγκυροβολημένα ή δεμένα στις προβλήτες. Πιο ανοιχτά στη θάλασσα είδε ένα αγγλικό εμπορικό μπρίκι αγκυροβολημένο κοντά στον ύφαλο του Ράκαμ. Σίγουρα είχε φτάσει τη νύχτα και ο καπετάνιος είχε πράξει συνετά που περίμενε να ξημερώσει για να μπει στο λιμάνι. Και πραγματικά, καθώς κοίταζε, είδε τις γάμπιες (1) του να ξετυλίγονται στο φως της αυγής, ενώ δύο λάντζες έφευγαν από την ακτή κοντά στο φρούριο Τσάρλς για να το βοηθήσουν να μπει στο λιμάνι.
   Ο κυβερνήτης Άλμοντ γνωστός στην περιοχή ως «ο Τζέιμς της Δεκάτης» λόγω της επιμονής του να βάζει στην τσέπη του το ένα δέκατο από όλες τις επιδρομές των κουρσάρων (2), απομακρύνθηκε από το παράθυρο και, κουτσαίνοντας από τον πόνο στο αριστερό του πόδι, διέσχισε το δωμάτιο για να κάνει την τουαλέτα του. Ξέχασε αμέσως το εμπορικό σκάφος, γιατί αυτό το συγκεκριμένο πρωινό ο σερ Τζέιμς είχε το δυσάρεστο καθήκον να παρευρεθεί σ' έναν απαγχονισμό.

   Την προηγούμενη εβδομάδα, στρατιώτες είχαν πιάσει έναν Γάλλο, ένα παλιοτόμαρο ονόματι Λεκλέρκ, που είχε καταδικαστεί για μια πειρατική επιδρομή στον οικισμό του Ότσο Ρίος στα βόρεια παράλια του νησιού.
   Με βάση τη μαρτυρία των λίγων κατοίκων που είχαν επιζήσει από την επίθεση, ο Λεκλέρκ καταδικάστηκε σε δημόσιο απαγχονισμό στο ειδικό ικρίωμα της Χάι Στρητ. Ο κυβερνήτης Άλμοντ δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τον Γάλλο και την εκτέλεσή του, αλλά ήταν υποχρεωμένος να την παρακολουθήσει υπό την επίσημη ιδιότητά του. Και αυτό σήμαινε ότι θα περνούσε ένα κουραστικό πρωινό γεμάτο επισημότητες. 
   Ο υπηρέτης του κυβερνήτη, ο Ρίτσαρντς, μπήκε στο δωμάτιο.
   "Καλημέρα, εξοχότατε. Το κλαρέ σας". Έδωσε στον κυβερνήτη ένα ποτήρι κι αυτός το άδειασε μονορούφι. Ο Ρίτσαρντς άπλωσε τα αντικείμενα της τουαλέτας του: μια λεκάνη με φρέσκο ανθόνερο, άλλη μία με λιωμένους καρπούς μυρτιάς και ένα τρίτο μικρό μπολ με σκόνη για τα δόντια μαζί με ένα πανάκι. Ο κυβερνήτης Άλμοντ άρχισε τις ετοιμασίες του υπό το σφύριγμα του αρωματικού φυσερού που χρησιμοποιούσε ο Ρίτσαρντς για να αερίσει το δωμάτιο κάθε πρωί.
   "Ζεστή μέρα για απαγχονισμούς", σχολίασε ο Ρίτσαρντς και ο σερ Τζέιμς συμφώνησε μ' ένα γρύλισμα. Έριξε στα μαλλιά του τον πολτό από τους καρπούς της μυρτιάς. Ο κυβερνήτης Άλμοντ ήταν πενήντα ενός ετών και είχε αρχίσει να χάνει τα μαλλιά του εδώ και μια δεκαετία. Δεν ήταν ιδιαίτερα ματαιόδοξος άνθρωπος -άλλωστε, συνήθως φορούσε καπέλο- γι' αυτό η φαλάκρα δεν τον τρόμαζε ιδιαίτερα. Παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιούσε μερικά σκευάσματα για να τη θεραπεύσει. Εδώ και αρκετά χρόνια προτιμούσε τους καρπούς της μυρτιάς, μια παραδοσιακή θεραπεία που σύστηνε ο Πλίνιος. Χρησιμοποιούσε επίσης έναν πολτό από ελαιόλαδο, στάχτες και αλεσμένους γαιοσκώληκες για να μην ασπρίζουν τα μαλλιά του. Αυτό το μείγμα βρομούσε τόσο άσχημα, ώστε το χρησιμοποιούσε λιγότερο συχνά από όσο έπρεπε.
   Ξέπλυνε τα μαλλιά του με το ανθόνερο, τα σκούπισε με μια πετσέτα και παρατήρησε το πρόσωπό του στον καθρέφτη.
   Ένα από τα προνόμια της θέσης του ως ανώτατου αξιωματούχου της Αποικίας της Τζαμάικα ήταν ότι διέθετε τον καλύτερο καθρέφτη του νησιού. Ήταν σχεδόν τριάντα επί τριάντα εκατοστά και εξαιρετικής ποιότητας, χωρίς κυματισμούς ή άλλα ελαττώματα. Τον είχαν φέρει από το Λονδίνο πριν από έναν χρόνο για έναν έμπορο της πόλης και ο Άλμοντ του τον είχε κατάσχει με κάποιο πρόσχημα. Δεν ήταν υπεράνω τέτοιων αυθαιρεσιών και μάλιστα θεωρούσε ότι η αυταρχική συμπεριφορά του ενίσχυε το σεβασμό της Αποικίας στο πρόσωπό του. Όπως τον είχε προειδοποιήσει στο Λονδίνο ο προηγούμενος κυβερνήτης, ο σερ Γουίλιαμ Λίτον, η Τζαμάικα «δεν είναι περιοχή που επιβαρύνεται από ηθικές υπερβάσεις». Ο σερ Τζέιμς θυμόταν συχνά αυτή τη φράση στα χρόνια που ακολούθησαν -ήταν τόσο εύστοχα διατυπωμένη. Ο ίδιος ο σερ Τζέιμς δεν διακρινόταν για τις ρητορικές του ικανότητες. Ήταν υπερβολικά αιχμηρός και σαφώς χολερικός στην ιδιοσυγκρασία, ένα γεγονός που απέδιδε στην ποδάγρα του.
   Καθώς κοιταζόταν τώρα στον καθρέφτη, σκέφτηκε ότι έπρεπε να δει τον Έντερς, τον κουρέα, για να περιποιηθεί τη γενειάδα.
   Ο σερ Τζέιμς δεν ήταν γοητευτικός άντρας και άφηνε γενειάδα για να κρύβει κάπως το πρόσωπό του που θύμιζε λιγάκι νυφίτσα.
   Γρύλισε κοιτάζοντας το είδωλό του κι έστρεψε την προσοχή στα δόντια του. Έβρεξε το δάχτυλο και το έβαλε μέσα στο μείγμα από κονιορτοποιημένο κεφάλι κουνελιού, φλούδες ροδιού και άνθη ροδακινιάς. Έτριψε τα δόντια του δυνατά με το δάχτυλο σιγοτραγουδώντας.
   Ο Ρίτσαρντς ήταν στο παράθυρο και κοίταζε το πλοίο που πλησίαζε. "Λένε ότι το εμπορικό είναι το Γκόντσπιντ, κύριε".
   "Ναι;" Ο σερ Τζέιμς ξέπλυνε το στόμα του με λίγο ανθόνερο, το έφτυσε και σκούπισε τα δόντια του με το πανί. Ήταν ένα εξαιρετικό οδοντόπανο από την Ολλανδία, κόκκινο μετάξι με μπορντούρα από δαντέλα. Είχε τέσσερα τέτοια πανιά -άλλη μία μικροπολυτέλεια της θέσης του μέσα στην Αποικία. Όμως το ένα τού το είχε καταστρέψει ήδη μια ανόητη υπηρέτρια όταν το καθάρισε όπως έκαναν οι ντόπιοι, τρίβοντάς το δηλαδή με πέτρες, με αποτέλεσμα να διαλυθεί το ντελικάτο ύφασμα. Ήταν δύσκολο να βρεις υπηρέτες εδώ. Ο σερ Γουίλιαμ του το είχε αναφέρει κι αυτό.
   Ο Ρίτσαρντς ήταν η εξαίρεση. Ήταν ένας πολύτιμος υπηρέτης, Σκοτσέζος αλλά καθαρός, πιστός, και υποφερτά αξιόπιστος. Ο σερ Τζέιμς στηριζόταν επίσης πάνω του για να του μεταφέρει τα κουτσομπολιά και τα γεγονότα της πόλης, τα οποία διαφορετικά μπορεί να μην έφταναν ποτέ στ' αυτιά του κυβερνήτη.
   "Το Γκόντσπιντ, είπες;"
   "Μάλιστα, κύριε", απάντησε ο Ρίτσαρντς, ενώ άπλωνε στο κρεβάτι τα ρούχα του σερ Τζέιμς.
   "Άρα καταφθάνει και ο νέος μου γραμματέας;" Σύμφωνα με τα μηνύματα του προηγούμενου μήνα, το Γκόντσπιντ θα έφερνε το νέο του  γραμματέα, κάποιον Ρόμπερτ Χάκλετ. Ο σερ Τζέιμς δεν είχε ξανακούσει ποτέ γι' αυτόν και ανυπομονούσε να τον γνωρίσει. Είχε μείνει οκτώ μήνες χωρίς γραμματέα, από τότε που ο Λούις πέθανε απο δυσεντερία.
   "Πιστεύω πως ναι, κύριε", είπε ο Ρίτσαρντς.
   Ο σερ Τζέιμς έβαλε το μακιγιάζ του. Πρώτα άπλωσε κερουσίτη -λευκό μόλυβδο με ξύδι-  για να δώσει στο πρόσωπο και στο λαιμό του τη λευκή απόχρωση που ήταν της μόδας. Μετά άπλωσε στα μάγουλα και στα χείλια του κοκκινάδι από φύκια και ώχρα.
   "Θα θέλατε να αναβάλετε τον απαγχονισμό;" ρώτησε ο Ρίτσαρντς φέρνοντας στον κυβερνήτη το αρωματικό του έλαιο.
   "Όχι, δε νομίζω", είπε ο Άλμοντ κάνοντας ένα μορφασμό καθώς κατέβαζε μια κουταλιά. Ήταν έλαιο από κοκκινοτρίχη σκύλο, φτιαγμένο από έναν καπελά στο Λονδίνο και καταπολεμούσε την ποδάγρα. Ο σερ Τζέιμς το έπαιρνε πιστά κάθε πρωί.
   Κατόπιν άρχισε να ντύνεται. Ο Ρίτσαρντς είχε απλώσει τα καλύτερα επίσημα ενδύματα του κυβερνήτη. Ο σερ Τζέιμς φόρεσε πρώτα ένα θαυμάσιο χιτώνιο από λευκό μετάξι και ένα γαλάζιο εφαρμοστό παντελόνι. Μετά το πράσινο βελούδινο γιλέκο, καπιτοναρισμένο και άκαμπτο, ενοχλητικά ζεστό αλλά και αναπόφευκτο για τα επίσημα καθήκοντά του. Η ενδυμασία του συμπληρώθηκε από το καλύτερο καπέλο του με φτερά.
   Όλα αυτά είχαν πάρει σχεδόν μία ώρα. Μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα ο σερ Τζέιμς άκουγε την πρωινή φασαρία και τις φωνές από την πόλη που ξυπνούσε από κάτω.
   Έκανε πίσω ένα βήμα για να τον εξετάσει ο Ρίτσαρντς. Του έφτιαξε τον πτυχωτό γιακά στο λαιμό και έκανε ένα νεύμα ικανοποιημένος. "Ο διοικητής Σκοτ σάς περιμένει στην άμαξά σας, εξοχότατε", είπε ο Ρίτσαρντς.
   "Πολύ καλά", απάντησε ο σερ Τζέιμς και μετά, με αργές κινήσεις, νιώθοντας μια σουβλιά πόνου στο μεγάλο δάχτυλο του αριστερού ποδιού με κάθε του βήμα και με τα καλλυντικά να τρέχουν στους κροτάφους και στ' αυτιά του, καθώς είχε αρχίσει ήδη να ιδρώνει από το βαρύ γιλέκο, ο Κυβερνήτης της Τζαμάικα κατέβηκε τα σκαλιά του Κυβερνείου και μπήκε στην άμαξά του.

   Για έναν άνθρωπο με ποδάγρα, ακόμα και ένα σύντομο ταξίδι με άμαξα σε λιθόστρωτους δρόμους είναι πραγματικό βάσανο. Γι' αυτό το λόγο, πέρα από οποιονδήποτε άλλο, ο σερ Τζέιμς απεχθανόταν το τυπικό των απαγχονισμών. Ένας άλλος λόγος που δεν του άρεσαν αυτές οι έξοδοι ήταν ότι τον υποχρέωναν να μπει στην καρδιά της επικράτειάς του, ενώ εκείνος προτιμούσε την πανοραμική θέα από το παράθυρό του.
   Το 1665 το Πορτ Ρουαγιάλ ήταν μια πόλη που αναπτύχθηκε ξαφνικά. Μέσα στη δεκαετία που είχε περάσει από τότε που η εκστρατεία του Κρόμγουελ απέσπασε το νησί της Τζαμάικα από τους Ισπανούς, το Πορτ Ρουαγιάλ είχε μετατραπεί από έναν μικρό άθλιο οικισμό που μαστιζόταν από ασθένειες, σε μια άθλια, συνωστισμένη πόλη οχτώ χιλιάδων κατοίκων, πολλοί από τους οποίους ήταν κακοποιοί και μαχαιροβγάλτες.
   Αναντίρρητα το Πορτ Ρουαγιάλ ήταν μια πλούσια πόλη -μερικοί ισχυρίζονταν η πλουσιότερη του κόσμου- αλλά αυτό δεν την καθιστούσε και ευχάριστη. Κάποιοι δρόμοι ήταν στρωμένοι με πέτρες που είχαν μεταφερθεί από την Αγγλία ως έρμα πλοίων, αλλά ήταν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι ήταν στενά λασπωμένα μονοπάτια που βρομούσαν σκουπίδια και κοπριές και βούιζαν από τις μύγες και τα κουνούπια. Τα στριμωγμένα χτίσματα ήταν από ξύλο ή τούβλο με υποτυπώδη κατασκευή και προορίζονταν για αχρείους: μια ατέλειωτη σειρά από ταβέρνες, ποτοπωλεία, χαρτοπαικτικά καταγώγια και πορνεία. Αυτά τα μαγαζιά εξυπηρετούσαν τους χιλιάδες ναυτικούς και άλλους επισκέπτες που βρίσκονταν συνήθως στην πόλη. Υπήρχαν επίσης μια χούφτα κανονικά εμπορικά καταστήματα, καθώς και μια εκκλησία στο βόρειο άκρο της πόλης, στην οποία, όπως το είχε θέσει ο σερ Γουίλιαμ Λίτον, οι κάτοικοι «σπάνια συχνάζουν».
   Φυσικά, ο σερ Τζέιμς και το προσωπικό του πήγαιναν στην εκκλησία κάθε Κυριακή, μαζί με μερικά ευσεβή μέλη της κοινότητας. Όμως, πολλές φορές η λειτουργία διακοπτόταν από κάποιον μεθυσμένο ναυτικό που ξεσπούσε σε βλαστήμιες και φωνές και, σε μία περίπτωση, σε πυροβολισμούς. Έπειτα από αυτό το περιστατικό, ο σερ Τζέιμς έδωσε εντολή να κλείσουν τον δράστη στη φυλακή για δεκαπέντε μέρες -έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός με τις τιμωρίες που επέβαλλε. Η εξουσία του Κυβερνήτη της Τζαμάικα, όπως είχε επισημάνει για ακόμη μία φορά ο σερ Γουίλιαμ, ήταν «λεπτή σαν περγαμηνή και εξίσου εύθραυστη».
   Ο σερ Τζέιμς είχε περάσει ένα βράδυ με τον σερ Γουίλιαμ όταν ο βασιλιάς τού ανακοίνωσε τον διορισμό του. Ο σερ Γουίλιαμ του εξήγησε τον τρόπο που λειτουργούσε η Αποικία. Ο σερ Τζέιμς τον άκουσε προσεκτικά και πίστεψε ότι κατάλαβε, αλλά ήταν αδύνατον να καταλάβεις πραγματικά τη ζωή στο Νέο Κόσμο, αν δεν ερχόσουν αντιμέτωπος με την ίδια τη σκληρή πραγματικότητα.
   Τώρα, ενώ διέσχιζε με την άμαξα τους δύσοσμους δρόμους του Πόρτ Ρουαγιάλ, χαιρετώντας από το παράθυρο τους πολίτες που υποκλίνονταν, ο σερ Τζέιμς απορούσε με όσα είχε καταλήξει να δέχεται ως φυσικά και συνηθισμένα. Δεχόταν τη ζέστη, τις μύγες και τις απαίσιες οσμές. Δεχόταν τις κλοπές και το διεφθαρμένο εμπόριο. Δεχόταν τη χυδαία συμπεριφορά των μεθυσμένων κουρσάρων. Είχε προσαρμοστεί σε χιλιάδες πράγματα και ένα από αυτά ήταν ότι μπορούσε πλέον να κοιμάται παρά τις φωνές και τους πυροβολισμούς, που συνέχιζαν αδιάκοπα όλη νύχτα στο λιμάνι.
   Όμως υπήρχαν ακόμη πράγματα που τον ταλαιπωρούσαν και ένα από τα πιο ενοχλητικά ήταν καθισμένο απέναντί του στην άμαξα. Ο διοικητής Σκοτ, επικεφαλής της φρουράς του Φρουρίου Τσαρλς και αυτοδιορισμένος θεματοφύλακας της ηθικής τάξης στην Αποικία, τίναξε έναν αόρατο κόκκο σκόνης από τη στολή του και είπε: "Ελπίζω η εξοχότητά σας να απόλαυσε ένα εξαιρετικό βράδυ και να είστε τώρα σε καλή διάθεση για τα πρωινά σας καθήκοντα".
   "Κοιμήθηκα αρκετά καλά", είπε απότομα ο σερ Τζέιμς. Για εκατοστή φορά, σκέφτηκε πόσο πιο επικίνδυνη γινόταν η ζωή στη Τζαμάικα όταν ο φρούραρχος ήταν ένας ανόητος δανδής κι όχι ένας σοβαρός στρατιωτικός.
   "Έμαθα", συνέχισε ο διοικητής Σκοτ, αγγίζοντας ένα αρωματισμένο δαντελωτό μαντίλι στη μύτη του και παίρνοντας μια μικρή εισπνοή, "ότι ο φυλακισμένος, ο Λεκλέρκ, έχει προετοιμαστεί και όλα είναι έτοιμα για την εκτέλεση".
   "Πολύ καλά", είπε ο σερ Τζέιμς, κοιτάζοντας συνοφρυωμένος τον φρούραρχο.
   "Πληροφορήθηκα επίσης ότι το εμπορικό Γκόντσπιντ πλησιάζει για να δέσει στο λιμάνι αυτή τη στιγμή που μιλάμε και ανάμεσα στους επιβάτες του είναι ο κύριος Χάκλετ, ο νέος σας γραμματέας".
   "Ας προσευχηθούμε να μην είναι ανόητος σαν τον προηγούμενο", είπε ο σερ Τζέιμς.
   "Όντως, όντως", απάντησε ο Σκότ και μετά ευτυχώς σώπασε.
   Η άμαξα έφτασε στην πλατεία της Χάι Στρητ, όπου είχε συγκεντρωθεί ένα μεγάλο πλήθος για να παρακολουθήσει τον απαγχονισμό. Μόλις κατέβηκαν από την άμαξα ο σερ Τζέιμς και ο Σκότ, ακούστηκαν μερικές ζητωκραυγές.
   Ο σερ Τζέιμς απάντησε με ένα κοφτό νεύμα, ο φρούραρχος έκανε βαθιά υπόκλιση.
   "Βλέπω ότι έχουμε εξαιρετικό ακροατήριο", είπε ο Σκοτ. "Πάντα με εμψυχώνει η παρουσία τόσων πολλών παιδιών και νεαρών. Αυτό θα τους δώσει ένα καλό μάθημα, δε συμφωνείτε;"
   "Μμμ", έκανε ο σερ Τζέιμς. Πήγε μπροστά στο πλήθος και στάθηκε στη σκιά της αγχόνης. Ήταν ένα δοκάρι από το οποίο κρεμόταν μια γερή θηλιά δυόμιση μέτρα πάνω από το έδαφος. Τη χρησιμοποιούσαν τόσο συχνά, ώστε η κατασκευή ήταν μόνιμη.
   "Πού είναι ο κρατούμενος;" ρώτησε εκνευρισμένος ο σερ Τζέιμς.
   Ο κρατούμενος δεν φαινόταν πουθενά. Ο κυβερνήτης περίμενε με φανερή ανυπομονησία, πιάνοντας και ξεπιάνοντας τα χέρια πίσω από την πλάτη του. Τότε ακούστηκε μια τυμπανοκρουσία που προανήγγειλε την εμφάνιση του κάρου με τον καταδικασμένο σε θάνατο.
   Στιγμές αργότερα ακολούθησαν φωνές και γέλια από το πλήθος, που άνοιξε καθώς φάνηκε το κάρο.
   Ο Λεκλέρκ στεκόταν ευθυτενής, με τα χέρια του δεμένα πίσω.
   Φορούσε γκρίζο χιτώνιο, λεκιασμένο από τα σκουπίδια που του πετούσε ο κόσμος, αυτός όμως συνέχισε να κρατά το κεφάλι ψηλά.
   Ο Σκοτ έγειρε πιο κοντά στον σερ Τζέιμς. "Πάντως, δίνει καλή εντύπωση, εξοχότατε".
   Ο σερ Τζέιμς απάντησε με ένα γρύλισμα.
   "Είναι πραγματικά ένας άντρας που πεθαίνει με αξιοπρέπεια".
   Ο σερ Τζέιμς δε μίλησε. Το κάρο έφτασε στην αγχόνη και γύρισε έτσι που ο κρατούμενος να βλέπει προς τον κόσμο. Ο δήμιος, ο Χένρι Έντμοντς, πλησίασε τον κυβερνήτη και υποκλίθηκε βαθιά.
   "Καλημέρα σας, εξοχότατε, και σ' εσάς, κύριε διοικητά. Έχω την τιμή να παρουσιάσω τον κρατούμενο, τον Γάλλο Λεκλέρκ, που πρόσφατα καταδικάστηκε από..."
   "Τελείωνε, Χένρι", είπε ο σερ Τζέιμς.
   "Βεβαίως, εξοχότατε". Ο δήμιος, με πληγωμένο ύφος, υποκλίθηκε πάλι και γύρισε στο κάρο. Ανέβηκε πάνω μαζί με τον κρατούμενο και πέρασε τη θηλιά στο λαιμό του Λεκλέρκ. Μετά κατέβηκε και πήγε στο μπροστινό μέρος, δίπλα στο μουλάρι. Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής, που παρατάθηκε πολύ.
   Τελικά ο δήμιος γύρισε και φώναξε: "Τέντι, να πάρει, ξύπνα!"
   Αμέσως ένα παιδί -ο γιος του δημίου- άρχισε έναν γρήγορο τυμπανισμό. Ο δήμιος γύρισε πάλι στον κόσμο. Σήκωσε ψηλά τη βέργα που κρατούσε και μετά την κατέβασε χτυπώντας το μουλάρι. Το κάρο απομακρύνθηκε και ο κρατούμενος απέμεινε να κλοτσά και να ταλαντεύεται στον αέρα.
   Ο σερ Τζέιμς τον παρακολουθούσε καθώς πάλευε. Άκουσε το βραχνό σφύριγμα της ανάσας του, καθώς ο Λεκλέρκ πνιγόταν, και είδε το πρόσωπό του να γίνεται μοβ. Ο Γάλλος συνέχισε να κλοτσά βίαια, ενώ ταυτόχρονα ταλαντευόταν δεξιά κι αριστερά μόλις μισό μέτρο πάνω από το λασπωμένο έδαφος. Τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόγχες του. Η γλώσσα ξεπρόβαλε από το στόμα του. Το σώμα του άρχισε να κάνει σπασμούς στην άκρη του σχοινιού.
   "Εντάξει", είπε τελικά ο σερ Τζέιμς και χαιρέτησε με ένα νεύμα το πλήθος. Αμέσως όρμησαν μπροστά δύο γεροδεμένοι άντρες, φίλοι του καταδικασμένου. Άρπαξαν τα πόδια του και τα τράβηξαν, προσπαθώντας να του σπάσουν το σβέρκο για να δώσουν τέλος στο μαρτύριό του. Ήταν αδέξιοι όμως, και ο πειρατής ήταν δυνατός, και τους παρέσυρε στη λάσπη με τις κλοτσιές του. Οι επιθανάτιοι σπασμοί συνεχίστηκαν για μερικά δευτερόλεπτα και μετά το σώμα ξαφνικά έμεινε ακίνητο.
   Οι άντρες απομακρύνθηκαν. Ούρα έτρεχαν από τα πόδια του Λεκλέρκ στη λάσπη. Το πτώμα ταλαντευόταν μπρος πίσω από το σχοινί.
   "Καλή εκτέλεση", είπε ο διοικητής Σκοτ μ' ένα πλατύ χαμόγελο. Πέταξε ένα χρυσό νόμισμα στον δήμιο.
   Ο σερ Τζέιμς γύρισε και ανέβηκε στην άμαξα. Σκεφτόταν ότι πεινούσε τρομερά. Για να εντείνει την όρεξή του, αλλά και για να διώξει τις απαίσιες οσμές της πόλης, επέτρεψε στον εαυτό του μια πρέζα ταμπάκο.
   Ο διοικητής Σκοτ πρότεινε να σταματήσουν στο λιμάνι για να δουν αν είχε αποβιβαστεί ο νέος γραμματέας. Η άμαξα σταμάτησε όσο το δυνατόν πιο κοντά στις αποβάθρες. Ο αμαξάς ήξερε ότι ο κυβερνήτης δεν ήθελε να περπατά περισσότερο από το απολύτως απαραίτητο. Άνοιξε την πόρτα και ο σερ Τζέιμς βγήκε στον καυτό πρωινό αέρα με ένα μορφασμό πόνου.
   Βρέθηκε μπροστά σ' έναν άντρα γύρω στα τριάντα πέντε, που, όπως και ο κυβερνήτης, ίδρωνε από το βαρύ γιλέκο που φορούσε.
   Ο άντρας υποκλίθηκε. "Εξοχότατε", είπε.
   "Με ποιον έχω τη χαρά να μιλώ;" ρώτησε ο Άλμοντ με μια ελαφρά υπόκλιση. Δεν μπορούσε πια να κάνει βαθιές υποκλίσεις λόγω του πόνου στο πόδι του. Άλλωστε, δεν του άρεσαν όλες αυτές οι επισημότητες.
   "Τσαρλς Μόρτον, εξοχότατε, πλοίαρχος του εμπορικού Γκόντσπιντ, από το Μπρίστολ". Παρουσίασε τα χαρτιά του.
   Ο Άλμοντ ούτε καν τα κοίταξε. "Τι φορτίο μεταφέρετε;"
   "Ακριβά υφάσματα από τη Δυτική Αγγλία, εξοχότατε, και γυαλικά από το Στάουρμπριτζ, και σιδηρικά. Η εξοχότητά σας κρατά το δηλωτικό στα χέρια της".
   "Έχετε επιβάτες;" Ο κυβερνήτης άνοιξε το δηλωτικό, τον κατάλογο φορτίων και επιβατών του πλοίου, και συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει τα γυαλιά του. Το έγγραφο ήταν μια θολή μουντζούρα.
   Το εξέτασε ανυπόμονα για μια στιγμή και το έκλεισε πάλι.
   "Μεταφέρω τον κύριο Ρόμπερτ Χάκλετ, τον νέο γραμματέα της εξοχότητάς σας, και τη σύζυγό του", είπε ο Μόρτον. "Επίσης, οκτώ ελεύθερους πολίτες που θα εγκατασταθούν στην Αποικία ως έμποροι. Και τριάντα επτά γυναίκες καταδικασμένες για κακουργήματα, που στάλθηκαν από τον λόρδο Άμπριτον για να γίνουν γυναίκες αποίκων".
   "Πολύ ευγενικό εκ μέρους του λόρδου Άμπριτον", είπε ξερά ο Άλμοντ. Κατά διαστήματα, κάποιος αξιωματούχος σε μια από τις μεγάλες πόλεις της Αγγλίας φρόντιζε να σταλούν καταδικασμένες γυναίκες στη Τζαμάικα, ένα απλό τέχνασμα για να αποφύγει τα έξοδα της φυλάκισής τους. Ο σερ Τζέιμς δεν είχε ψευδαισθήσεις για το ποιόν αυτών των γυναικών. "Και πού είναι ο κύριος Χάκλετ;"
   "Στο πλοίο. Μαζεύει τα πράγματά του μαζί με την κυρία Χάκλετ, εξοχότατε. Η κυρία Χάκλετ είχε πολύ δύσκολο ταξίδι, εξοχότατε".
   "Δεν αμφιβάλλω", είπε ο Άλμοντ. Είχε εκνευριστεί που ο νέος γραμματέας του δεν ήταν στο λιμάνι για να τον υποδεχτεί. "Έχει μηνύματα για μένα ο κύριος Χάκλετ;"
   "Πιστεύω πως ναι, εξοχότατε", είπε ο Μόρτον.
   "Ζητήστε του, σας παρακαλώ, να έρθει να με βρει στο Κυβερνείο το συντομότερο δυνατό".
   "Βεβαίως, εξοχότατε".
   "Θα έρθουν σε λίγο ο λογιστής και ο κύριος Γκάουερ, ο τελωνειακός επιθεωρητής, για να επαληθεύσουν το δηλωτικό και να επιβλέψουν την εκφόρτωση. Είχατε πολλές απώλειες;"
   "Μόνο δύο, εξοχότατε, και οι δύο απλοί ναύτες. Ο ένας έπεσε στη θάλασσα και ο άλλος πέθανε από υδρωπικία. Ειδάλλως δε θα έμπαινα στο λιμάνι".
   Ο Άλμοντ δίστασε. "Τι εννοείτε, δε θα μπαίνατε στο λιμάνι;"
   "Αν είχε πεθάνει κανείς από πανούκλα, εξοχότατε".
   Ο Άλμοντ συνοφρυώθηκε. "Πανούκλα;"
   "Η εξοχότητά σας γνωρίζει για την πανούκλα που έπληξε πρόσφατα το Λονδίνο και μερικές μακρινές πόλεις της χώρας;"
   "Δεν ξέρω απολύτως τίποτα", είπε ο Άλμοντ. "Υπάρχει πανούκλα στο Λονδίνο;"
   "Μάλιστα, εξοχότατε, εδώ και μερικούς μήνες εξαπλώνεται, προκαλώντας μεγάλα προβλήματα και απώλειες. Λένε ότι ήρθε από το Άμστερνταμ".
   Ο Άλμοντ αναστέναξε. Γι' αυτό δεν είχαν έρθει πλοία από την Αγγλία τις τελευταίες βδομάδες, ούτε και μηνύματα από την Αυλή. Θυμήθηκε την πανούκλα που είχε ξεσπάσει στο Λονδίνο πριν από δέκα χρόνια και ευχήθηκε η αδελφή του και η ανιψιά του να είχαν τη σύνεση να πάνε στο εξοχικό σπίτι. Όμως δεν ανησύχησε ιδιαίτερα. Ο κυβερνήτης Άλμοντ δεχόταν τις συμφορές με αταραξία. Ο ίδιος ζούσε καθημερινά με την απειλή της δυσεντερίας και του τρομώδους πυρετού, που σκότωναν αρκετούς πολίτες του Πορτ Ρουαγιάλ κάθε βδομάδα.
   "Θέλω να μάθω περισσότερα για όλα αυτά που συμβαίνουν", είπε. "Ελάτε να φάμε μαζί το βράδυ".
   "Με μεγάλη μου ευχαρίστηση", είπε ο Μόρτον και υποκλίθηκε πάλι. "Η εξοχότητά σας με τιμά".
   "Περιμένετε πρώτα να δείτε τα φαγητά που παρέχει αυτή η φτωχή αποικία", απάντησε ο Άλμοντ. "Και κάτι ακόμη, πλοίαρχε", είπε. "Χρειάζομαι υπηρέτριες για το Κυβερνείο. Οι τελευταίες μαύρες ήταν φιλάσθενες και πέθαναν. Θα σας ήμουν ευγνώμων αν στέλνατε τις καταδίκους στο Κυβερνείο το συντομότερο δυνατό. Θα χειριστώ εγώ τη διανομή τους".
   "Μάλιστα, εξοχότατε".
   Ο Άλμοντ έκανε ένα τελευταίο κοφτό νεύμα και ανέβηκε πάλι με δυσκολία στην άμαξα. Με ένα στεναγμό ανακούφισης, σωριάστηκε στο κάθισμα και η άμαξα ξεκίνησε για το Κυβερνείο. "Απαίσια και δύσοσμη μέρα", σχολίασε ο διοικητής Σκοτ. Και πραγματικά, οι φρικτές οσμές της πόλης συνέχισαν για πολλή ώρα μετά να ταλαιπωρούν τα ρουθούνια του κυβερνήτη και δε διαλύθηκαν παρά μόνο αφού πήρε άλλη μια πρέζα ταμπάκο.

   Ο κυβερνήτης Άλμοντ φόρεσε πιο ελαφρά ρούχα και πήρε πρωινό μόνος στην τραπεζαρία του Κυβερνείου.
   Όπως συνήθιζε, έφαγε ένα ελαφρύ γεύμα με ψάρι ποσέ και λίγο κρασί και τελείωσε με μία από τις μικροαπολαύσεις, που του πρόσφερε η κοινωνική του θέση, ένα φλιτζάνι πλούσιο σκούρο καφέ. Στη διάρκεια της θητείας του ως κυβερνήτη, το ρόφημα αυτό του γινόταν όλο και πιο αγαπητό. Ευτυχώς το είχε σε απεριόριστες σχεδόν ποσότητες, αν και στην πατρίδα ήταν δυσεύρετο.
   Καθώς τελείωνε τον καφέ του, μπήκε μέσα ο βοηθός του, ο Τζον Κρούκσανκ. Ο Τζον ήταν πουριτανός και είχε αναγκαστεί να φύγει εσπευσμένα από το Κέμπριτζ, όταν αποκαταστάθηκε ο Κάρολος Β' στο θρόνο του. Ήταν χλομός, σοβαρός και βαρετός, αλλά και ευσυνείδητος.
   "Έφεραν τις καταδίκους, εξοχότατε".
   Ο Άλμοντ έκανε μια γκριμάτσα στο άκουσμα της είδησης. Σκούπισε τα χείλια του. "Στείλ' τες μέσα. Είναι καθαρές, Τζον;"
   "Σχετικά καθαρές, κύριε".
   "Τότε στείλ' τες μέσα".
   Οι γυναίκες μπήκαν στην τραπεζαρία κάνοντας φασαρία.
   Φλυαρούσαν και κοίταζαν κι έδειχναν δεξιά κι αριστερά. Ένα απείθαρχο τσούρμο, ντυμένες όλες με ρούχα από χοντρό γκρίζο ύφασμα και ξυπόλυτες. Ο βοηθός του τις παρέταξε μπροστά στον τοίχο και ο Άλμοντ σηκώθηκε από το τραπέζι.
   Οι γυναίκες σώπασαν καθώς περνούσε από μπροστά τους. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το ξύσιμο από το πονεμένο αριστερό πόδι του κυβερνήτη στο δάπεδο, καθώς περπατούσε μπροστά στη γραμμή και τις κοίταζε μία μία.
   Ήταν άσχημες, αναμαλλιασμένες και ποταπές όλες τους. Σταμάτησε μπροστά σε μία που ήταν ψηλότερη από τον ίδιο, ένα απαίσιο πλάσμα με βλογιοκομμένο πρόσωπο και κενά στα δόντια.
   "Πώς σε λένε;"
   "Σάρλοτ Μπίξμπι, κύριε". Προσπάθησε να κάνει μια αδέξια υπόκλιση.
   "Και το έγκλημά σου;"
   "Σας ορκίζομαι, κύριε, δεν έκανα κανένα έγκλημα, όλα αυτά που μου φόρτωσαν ήταν ψέματα και..."
   "Δολοφόνησε τον άντρα της, τον Τζον Μπίξμπι", είπε ο βοηθός του, διαβάζοντας από έναν κατάλογο.
   Η γυναίκα σώπασε. Ο Άλμοντ προχώρησε παρακάτω. Κάθε νέο πρόσωπο ήταν πιο άσχημο από το προηγούμενο. Σταμάτησε σε μια γυναίκα με μπερδεμένα μαύρα μαλλιά και μια κίτρινη ουλή στο πλάι του λαιμού της. Το πρόσωπό της ήταν σκυθρωπό.
   "Το όνομά σου;"
   "Λόρα Πιλ".
   "Και το έγκλημά σου;"
   "Είπαν ότι έκλεψα το πουγκί ενός κυρίου".
   "Έπνιξε τα παιδιά της, τεσσάρων και επτά χρονών", πρόσθεσε ο Τζον με το ίδιο πάντα ύφος, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από τον κατάλογο.
   Ο Άλμοντ αγριοκοίταξε τη Λόρα Πιλ. Αυτές οι γυναίκες θα ένιωθαν σαν στο σπίτι τους στο Πορτ Ρουαγιάλ. Ήταν εξίσου σκληρές και βίαιες με τους πιο αδίστακτους κουρσάρους. Δεν έκαναν όμως για σύζυγοι. Προχώρησε παρακάτω στη γραμμή και σταμάτησε μπροστά σε μια γυναίκα ιδιαίτερα μικρή σε ηλικία.
   Η κοπέλα δεν μπορεί να ήταν πάνω από δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε χρονών, με ξανθά μαλλιά και χλομό πρόσωπο. Είχε καθαρά γαλάζια μάτια και μια παράξενα αθώα, φιλική έκφραση. Έδειχνε εντελώς παράταιρη ανάμεσα στις άλλες αγροίκες καταδίκους. Η φωνή του μαλάκωσε όταν της μίλησε. "Το όνομά σου, παιδί μου".
   "Ανν Σαρπ, κύριε". Η φωνή της ήταν σιγανή, σχεδόν ψιθυριστή, και μίλησε χαμηλώνοντας σεμνά τα μάτια.
   "Ποιο είναι το έγκλημά σου;"
   "Κλοπή, κύριε".
   Ο Άλμοντ κοίταξε τον Τζον κι αυτός κατένευσε. "Κλοπή στο σπίτι ενός κυρίου στο Γκάρντινερ'ς Λέιν του Λονδίνου".
   "Μάλιστα", είπε ο Άλμοντ και γύρισε πάλι στην κοπέλα. Αλλά δεν μπορούσε να της φερθεί αυστηρά. Η Σαρπ συνέχισε να έχει χαμηλωμένα τα μάτια. "Χρειάζομαι μια υπηρέτρια στο σπίτι μου, μις Σαρπ. Θα σε τοποθετήσω εδώ".
   "Εξοχότατε", τον διέκοψε ο Τζον γέρνοντας προς το μέρος του. "Να σας πω κάτι, παρακαλώ".
   Απομακρύνθηκαν λίγο από τις γυναίκες. Ο Τζον έμοιαζε ταραγμένος. Έδειξε στον κατάλογο. "Εξοχότατε", ψιθύρισε, "εδώ λέει ότι στη δίκη της κατηγορήθηκε για μαγεία".
   Ο Άλμοντ γέλασε καλοδιάθετα. "Δεν αμφιβάλλω. Οι όμορφες κοπέλες κατηγορούνται συχνά για μαγεία".
   "Εξοχότατε", επέμεινε ο Τζον με τρεμάμενη φωνή και πουριτανικό πνεύμα, "λέει εδώ ότι έχει τα στίγματα του διαβόλου".
   Ο Άλμοντ κοίταξε την ντροπαλή ξανθιά κοπέλα. Δεν το πίστευε ότι ήταν μάγισσα. Ο σερ Τζέιμς είχε κάποιες γνώσεις σ' αυτά τα πράγματα. Οι μάγισσες είχαν μάτια με παράξενο χρώμα, γύρω τους φυσούσαν κρύα ρεύματα, η σάρκα τους ήταν παγερή σαν του ερπετού και είχαν ένα επιπλέον βυζί.
   Ήταν σίγουρος ότι αυτή η γυναίκα δεν ήταν μάγισσα. "Φρόντισε να πλυθεί και να ντυθεί", είπε.
   "Εξοχότατε, επιτρέψτε μου να σάς υπενθυμίσω, τα στίγματα..."
   "Θα ψάξω για τα στίγματα μόνος μου αργότερα".
   Ο Τζον υποκλίθηκε. "Όπως επιθυμείτε, εξοχότατε".
   Για πρώτη φορά η Ανν Σαρπ σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον κυβερνήτη Άλμοντ με ένα αδιόρατο χαμόγελο.

   "Με όλο τον σεβασμό σερ Τζέιμς, πρέπει να ομολογήσω ότι τίποτα δε θα μπορούσε να με έχει προετοιμάσει για το τι θα αντίκριζα κατά την άφιξή μου σ' αυτή την πόλη". Ο Ρόμπερτ Χάκλετ, αδύνατος, νέος και νευρικός, βημάτιζε πάνω κάτω στο δωμάτιο καθώς μιλούσε. Η γυναίκα του, μια λεπτή μελαχρινή γυναίκα με ξενική εμφάνιση, καθόταν σφιγμένη σε μια καρέκλα και κοίταζε τον Άλμοντ.
   Ο σερ Τζέιμς ήταν καθισμένος στο γραφείο του, με το πονενεμένο πόδι του, ακουμπισμένο σ' ένα μαξιλάρι, να τον πονά αφόρητα. Προσπαθούσε να είναι υπομονετικός.
   "Η πρωτεύουσα της Βασιλικής Αποικίας της Τζαμάικα στον Νέο Κόσμο", συνέχισε ο Χάκλετ. "Φυσικά περίμενα να υπάρχει έστω και κάποια επίφαση  χριστιανικής έννομης τάξης και συμπεριφοράς. Ή τουλάχιστον κάποια ένδειξη χαλιναγώγησης  των αχρείων και αγενέστατων αγροίκων, που φέρονται όπως θέλουν παντού δημοσίως. Μάλιστα, καθώς διασχίζαμε με ανοιχτή άμαξα τους δρόμους του Πορτ Ρουαγιάλ -αν μπορούν αυτοί να θεωρηθούν δρόμοι- ένας χυδαίος μεθυσμένος παλιάνθρωπος εκτόξευσε ύβρεις και βλαστήμιες κατά της συζύγου μου και της προκάλεσε μεγάλη ταραχή".
   "Ώστε έτσι", είπε ο Άλμοντ μ' έναν αναστεναγμό.
   Η Έμιλι Χάκλετ έκανε ένα σιωπηλό καταφατικό νεύμα. Ήταν όμορφη γυναίκα, με τον τρόπο της, μ' εκείνη την εμφάνιση που άρεσε στον βασιλιά Κάρολο. Ο σερ Τζέιμς μπορούσε να φανταστεί πώς ο κύριος Χάκλετ απέκτησε την εύνοια της Αυλής σε σημείο που να του δώσουν μια δυνητικά επικερδή θέση όπως αυτή του Γραμματέα του Κυβερνήτη της Τζαμάικα. Σίγουρα η Έμιλι Χάκλετ είχε αισθανθεί αρκετές φορές πάνω της την πίεση της βασιλικής κοιλιάς.
   Ο σερ Τζέιμς αναστέναξε.
   "Επιπλέον", συνέχισε ο Χάκλετ, "είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε άσεμνες, ημίγυμνες γυναίκες να φωνάζουν στους δρόμους και στα παράθυρα, άντρες μεθυσμένους να ξερνούν στους δρόμους, ληστές και πειρατές να καβγαδίζουν σε κάθε στροφή και..."
   "Πειρατές;" είπε κοφτά ο Άλμοντ.
   "Μάλιστα, πειρατές. Πώς αλλιώς να ονομάσω αυτούς τους μαχαιροβγάλτες ναυτικούς;"
   "Δεν υπάρχουν πειρατές στο Πορτ Ρουαγιάλ", είπε ο Άλμοντ.
   Η φωνή του ήταν αυστηρή. Κοίταξε άγρια τον νέο του γραμματέα και βλαστήμησε μέσα του τα πάθη του Εύθυμου Μονάρχη, εξαιτίας των οποίων του είχαν στείλει αυτόν τον ανόητο ηθικολόγο για γραμματέα. Προφανώς ο Χάκλετ δε θα τον βοηθούσε καθόλου.
   "Δεν υπάρχουν πειρατές σ' αυτή την Αποικία", είπε πάλι ο Άλμοντ. "Και αν βρείτε οποιαδήποτε ένδειξη ότι κάποιος εδώ είναι πειρατής, θα δικαστεί αμέσως και θα απαγχονιστεί. Αυτός είναι ο νόμος του Στέμματος και τον επιβάλλουμε με κάθε αυστηρότητα".
   Ο Χάκλετ έδειχνε να μην πιστεύει στ' αυτιά του. "Σερ Τζέιμς", είπε, "παίζετε με τις λέξεις όταν η αλήθεια φαίνεται σε κάθε δρόμο και σπίτι αυτής της πόλης".
   "Η αλήθεια φαίνεται στην αγχόνη της Χάι Στρητ", απάντησε ο Άλμοντ, "όπου αυτή τη στιγμή κρέμεται ένας πειρατής. Αν είχατε αποβιβαστεί νωρίτερα, μπορεί να βλέπατε και τον απαγχονισμό".
   Αναστέναξε πάλι. "Καθίστε", είπε, "και πάψτε να μιλάτε, πριν μου επιβεβαιώσετε ότι είστε ακόμη μεγαλύτερος ηλίθιος από όσο φαίνεστε ήδη".
   Ο Χάκλετ χλόμιασε. Προφανώς δεν ήταν συνηθισμένος να του απευθύνονται τόσο ωμά. Κάθισε γρήγορα στην καρέκλα δίπλα στη γυναίκα του κι αυτή τον άγγιξε καθησυχαστικά στο μπράτσο, μια αυθόρμητη χειρονομία από μία από τις πολλές ερωμένες του βασιλιά.

   Ο σερ Τζέιμς Άλμοντ σηκώθηκε κάνοντας μια γκριμάτσα από τη σουβλιά που διαπέρασε το πόδι του. Έσκυψε πάνω από το γραφείο. "Κύριε Χάκλετ", είπε, "το Στέμμα μού έχει αναθέσει να επεκτείνω την Αποικία της Τζαμάικα και να διατηρήσω την ευημερία της. Επιτρέψτε μου να σάς εξηγήσω ορισμένα βασικά γεγονότα που αφορούν την εκτέλεση αυτού του καθήκοντος. Κατ' αρχάς, είμαστε ένα μικρό και αδύναμο φυλάκιο της Αγγλίας εν μέσω ισπανικών περιοχών. Γνωρίζω", συνέχισε με βαριά φωνή, "ότι στην Αυλή αρέσκονται να προσποιούνται ότι η Μεγαλειότητά Του έχει ισχυρή βάση στο Νέο Κόσμο. Όμως η αλήθεια είναι διαφορετική. Η επικράτεια του Στέμματος εδώ είναι όλες κι όλες τρεις μικροσκοπικές αποικίες, το Σεντ Κιτς, τα Μπαρμμπάντος και η Τζαμάικα. Όλες οι υπόλοιπες περιοχές ανήκουν στον Φίλιππο της Ισπανίας. Η περιοχή είναι ισπανική. Δεν υπάρχουν αγγλικά πολεμικά πλοία σε αυτά τα νερά. Δεν υπάρχουν αγγλικές φρουρές σε κανένα από τα νησιά. Υπάρχουν μια ντουζίνα ισπανικά ντελίνια και αρκετές χιλιάδες Ισπανοί στρατιώτες τοποθετημένοι σε περισσότερους από δεκαπέντε μεγάλους οικισμούς. Ο βασιλιάς Κάρολος δικαίως θέλει να διατηρήσει τις αποικίες του, αλλά δε θέλει να πληρώνει τα έξοδα της υπεράσπισής τους από εισβολείς".
   Ο Χάκλετ τον άκουγε όντας ακόμη χλομός.
   "Μού έχουν αναθέσει να προστατεύω αυτή την Αποικία. Πώς θα το κάνω αυτό; Προφανώς πρέπει να έχω πολεμιστές. Οι τυχοδιώκτες και οι κουρσάροι είναι το μόνο μέσο που έχω στη διάθεσή μου και φροντίζω να αισθάνονται ευπρόσδεκτοι εδώ. Μπορεί να βρίσκετε αυτά τα στοιχεία ενοχλητικά, αλλά η Τζαμάικα θα ήταν γυμνή και ανυπεράσπιστη χωρίς αυτούς".
   "Σερ Τζέιμς..."
   "Σιωπή", είπε ο Άλμοντ. "Επιπλέον, έχω επωμιστεί κι ένα δεύτερο καθήκον, να επεκτείνω την Αποικία της Τζαμάικα. Στην Αυλή έχουν αποκτήσει τη συνήθεια να υποστηρίζουν ότι ασχολούμαστε με αγροτικές δραστηριότητες εδώ. Όμως δεν έχουν στείλει αγρότες εδώ και δύο χρόνια. Η γη είναι άγονη. Οι ιθαγενείς είναι εχθρικοί. Πώς λοιπόν μπορώ να επεκτείνω την Αποικία αυξάνοντας τους κατοίκους και τον πλούτο της; Με το εμπόριο. Ο χρυσός και τα αγαθά για τις ακμάζουσες εμπορικές δραστηριότητες της Αποικίας υπάρχουν χάρη στις επιδρομές σε βάρος ισπανικών πλοίων και αποικιών. Τελικά αυτές οι επιδρομές πλουτίζουν τα ταμεία του βασιλιά, ένα γεγονός που δε δυσαρεστεί διόλου την Αυτού Μεγαλειότητα, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου".
   "Σερ Τζέιμς..."
   "Και τέλος", είπε ο Άλμοντ, "τέλος, έχω ένα σιωπηρό καθήκον, το οποίο είναι να στερώ από την Αυλή του Φιλίππου Δ' όσο περισσότερο πλούτο μπορώ. Και αυτό θεωρείται από τον Μεγαλειότατο -κατ' ιδίαν βεβαίως- ως αξιέπαινος στόχος. Ιδιαίτερα αφού ένα μεγάλο μέρος από τον χρυσό που δε φτάνει στο Κάδιθ καταλήγει στο Λονδίνο. Επομένως η δράση των κουρσάρων ενθαρρύνεται ανοιχτά. Όχι όμως η πειρατεία, κύριε Χάκλετ. Και το λέω αυτό χωρίς να παίζω με τις λέξεις".
   "Μα, σερ Τζέιμς..."
   "Η σκληρή αλήθεια της Αποικίας δεν αμφισβητείται", είπε ο Άλμοντ. Κάθισε πίσω από το γραφείο και ακούμπισε το πόδι του πάλι στο μαξιλάρι. "Μπορείτε να συλλογιστείτε με την ησυχία σας όσα σας είπα και να καταλάβετε -και είμαι σίγουρος πως θα καταλάβετε- ότι μιλώ με τη σοφία της πείρας σ' αυτά τα θέματα. Ελάτε το βράδυ να φάμε μαζί με τον πλοίαρχο Μόρτον. Στο μεταξύ είμαι σίγουρος ότι θα έχετε πολλά να κάνετε για να τακτοποιηθείτε".
   Ήταν φανερό ότι η συζήτηση είχε τελειώσει. Ο Χάκλετ και η γυναίκα του σηκώθηκαν. Ο Χάκλετ έκανε μια μικρή άχαρη υπόκλιση. "Σερ Τζέιμς".
   "Κύριε Χάκλετ. Κυρία Χάκλετ".
   Οι δυο τους έφυγαν και ο βοηθός του κυβερνήτη έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Ο Άλμοντ έτριψε τα μάτια του. "Θεέ και Κύριε", είπε κουνώντας το κεφάλι του.
   "Θα θέλατε ν' αναπαυθείτε τώρα, εξοχότατε;" ρώτησε ο Τζον.
   "Ναι", απάντησε ο Άλμοντ. "Θέλω να αναπαυθώ". Σηκώθηκε από το γραφείο και προχώρησε στο διάδρομο για να πάει στην κρεβατοκάμαρά του. Καθώς περνούσε από ένα δωμάτιο, άκουσε παφλασμό από νερό μέσα σε μεταλλική μπανιέρα κι ένα γυναικείο γέλιο. Κοίταξε τον Τζον.
   "Έβαλαν την υπηρέτρια να κάνει μπάνιο", εξήγησε εκείνος.
   Ο Άλμοντ γρύλισε.
   "Θέλετε να την εξετάσετε αργότερα;"
   "Ναι, αργότερα", είπε ο Άλμοντ. Κοίταξε τον Τζον διασκεδάζοντας με την αντίδρασή του. Προφανώς φοβόταν ακόμη ότι η κοπέλα ήταν μάγισσα. Οι φόβοι των κοινών θνητών, σκέφτηκε, είναι τόσο δυνατοί και τόσο ανόητοι.

   Η Ανν Σαρπ ήταν ξαπλωμένη μέσα στο ζεστό νερό της μπανιέρας και άκουγε τη φλυαρία της μεγαλόσωμης μαύρης γυναίκας που τριγύριζε μέσα στο δωμάτιο.
   Σχεδόν δεν καταλάβαινε λέξη από τα λόγια της, αν και μάλλον μιλούσε αγγλικά. Η τραγουδιστή ομιλία και η παράξενη προφορά της τής ήταν τελείως ακατανόητες. Τώρα μάλλον έλεγε πόσο καλός άνθρωπος ήταν ο κυβερνήτης Άλμοντ. Η Ανν Σαρπ δεν ανησυχούσε για την καλοσύνη του κυβερνήτη. Είχε μάθει από μικρή πώς να τα βγάζει πέρα με τους άντρες.
   Έκλεισε τα μάτια και μέσα στο νου της η τραγουδιστή ομιλία της μαύρης υπηρέτριας έδωσε τη θέση της σε κωδωνοκρουσίες.
   Τον είχε σιχαθεί αυτόν τον μονότονο ασταμάτητο ήχο στο Λονδίνο.
   Η Ανν ήταν η μικρότερη από τρία παιδιά, κόρη ενός πρώην ναυτικού που είχε γίνει ιστιοράπτης στο Γουάπινγκ. Όταν ξέσπασε η πανούκλα κοντά στα Χριστούγεννα, οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί της άρχισαν να δουλεύουν ως φύλακες. Η δουλειά τους ήταν να στέκονται στην πόρτα μολυσμένων σπιτιών και να φροντίζουν να μη βγαίνουν έξω οι ένοικοί τους για κανένα λόγο. Η ίδια η Ανν είχε δουλέψει ως νοσοκόμα σε αρκετές πλούσιες οικογένειες.
   Καθώς περνούσαν οι βδομάδες, οι φρικτές εικόνες που έβλεπε ενώθηκαν και έγιναν ένα στη μνήμη της. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν μέρα νύχτα. Τα νεκροταφεία είχαν γεμίσει παντού. Σε λίγο δεν υπήρχαν πια ατομικοί τάφοι, πετούσαν απλώς τα πτώματα κατά δεκάδες σε βαθείς λάκκους και τα σκέπαζαν όπως όπως με ασβέστη και χώμα. Από τους δρόμους περνούσαν κάρα γεμάτα με πτώματα. Οι νεωκόροι σταματούσαν μπροστά σε κάθε σπίτι και φώναζαν: "Φέρτε έξω τους νεκρούς σας". Παντού πλανιόταν η οσμή της σαπίλας.
   Και η οσμή του φόβου. Είχε δει έναν άντρα νεκρό στο δρόμο, με το χοντρό πουγκί του πεσμένο δίπλα του, γεμάτο λεφτά. Ο κόσμος περνούσε δίπλα στο πτώμα, αλλά κανείς δεν τολμούσε να πάρει το πουγκί. Αργότερα πήραν το πτώμα με το κάρο, αλλά το πουγκί παρέμεινε εκεί ανέγγιχτο.
   Στις αγορές, οι μπακάληδες και οι χασάπηδες είχαν μπολ με ξίδι δίπλα στα προϊόντα τους. Οι πελάτες έριχναν τα νομίσματα μέσα στο ξίδι. Δεν έδιναν ποτέ νομίσματα χέρι με χέρι. Όλοι προσπαθούσαν να πληρώνουν ακριβώς το ποσό.
   Τα φυλαχτά, τα φίλτρα και τα ξόρκια είχαν μεγάλη ζήτηση. Η Ανν είχε αγοράσει ένα μενταγιόν με κάποιο βότανο που βρομούσε, αλλά έλεγαν ότι διώχνει την πανούκλα. Το φορούσε συνέχεια.
   Και ο θάνατος συνεχιζόταν. Ο μεγαλύτερος αδελφός της προσβλήθηκε από πανούκλα. Μια μέρα τον είδε στο δρόμο. Ο λαιμός του ήταν πρησμένος με μεγάλα εξογκώματα και τα ούλα του έτρεχαν αίμα. Δεν τον ξαναείδε ποτέ.
   Ο άλλος αδελφός της είχε τη μοίρα που έβρισκε συχνά τους φύλακες. Φρουρούσαν ένα σπίτι και ένα βράδυ οι κάτοικοι που ήταν κλειδωμένοι μέσα τρελάθηκαν από την αρρώστια. Βγήκαν έξω και τον πυροβόλησαν καθώς δραπέτευαν. Αυτό η Ανν το έμαθε εκ των υστέρων. Τον ίδιο τον αδελφό της δεν τον είδε ποτέ.
   Τελικά βρέθηκε και η ίδια κλειδωμένη στο σπίτι του κυρίου Σούελ. Εξυπηρετούσε την ηλικιωμένη κυρία Σούελ, μητέρα του ιδιοκτήτη του σπιτιού, όταν ο κύριος Σούελ έπαθε πανούκλα και πρήστηκε. Το σπίτι μπήκε σε καραντίνα. Η Ανν φρόντιζε τους αρρώστους όσο καλύτερα μπορούσε. Τα μέλη της οικογένειας πέθαναν το ένα μετά το άλλο. Έβγαζαν τα πτώματα στα κάρα. Τελικά απέμεινε μόνη στο σπίτι, λες και από κάποιο θαύμα δεν κόλλησε κι αυτή.
   Τότε ήταν που έκλεψε μερικά χρυσά αντικείμενα και λίγα νομίσματα που βρήκε και το έσκασε από το παράθυρο του πρώτου ορόφου, βγαίνοντας στις στέγες των σπιτιών τη νύχτα. Το επόμενο πρωί την έπιασε ένας αστυφύλακας και τη ρώτησε πώς εκείνη, ένα μικρό κορίτσι, είχε βρει τόσο χρυσάφι. Της τα πήρε όλα και την έκλεισε στις φυλακές του Μπράιντγουελ.
   Εκεί έλιωνε για μερικές βδομάδες, μέχρι που ο λόρδος Άμπριτον, ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος με κοινωνικές ευαισθησίες, επισκέφθηκε τη φυλακή και την είδε. Η Ανν ήξερε από καιρό ότι διέθετε μια εμφάνιση που άρεσε στους άντρες. Ο λόρδος δεν αποτελούσε εξαίρεση. Έδωσε εντολή να τη βάλουν στην άμαξά του και, αφού έπαιξε λιγάκι μαζί της κατά την αρέσκειά του, της υποσχέθηκε να τη στείλει στο Νέο Κόσμο.
   Και πραγματικά, όλα έγιναν πολύ γρήγορα, την πήγαν στο Πλίμουθ και βρέθηκε πάνω στο Γκοντσπιντ. Στη διάρκεια του ταξιδιού, ο πλοίαρχος Μόρτον, όντας νέος και ζωηρός άντρας, τη συμπάθησε. Την έφερνε στην καμπίνα του και της έδινε κρεατικά και άλλες λιχουδιές και η Ανν περνούσε καλά σχεδόν κάθε βράδυ.
   Και τώρα ήταν εδώ, σ' αυτό το νέο μέρος, και όλα ήταν παράξενα και άγνωστα. Δε φοβόταν όμως, γιατί ήταν σίγουρη ότι ο κυβερνήτης την είχε συμπαθήσει, όπως την είχαν συμπαθήσει κι άλλοι κύριοι στο παρελθόν και την είχαν βοηθήσει.
   Αφού τελείωσε το μπάνιο της, φόρεσε ένα μάλλινο φόρεμα και μια βαμβακερή μπλούζα. Ήταν τα καλύτερα ρούχα που είχε φορέσει εδώ και τρεις μήνες και αισθάνθηκε ευχαρίστηση με την αίσθηση του υφάσματος πάνω στο δέρμα της. Η μαύρη άνοιξε την πόρτα και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει.
   "Πού πάμε;"
   "Στον κυβερνήτη".
   Την οδήγησε σ' έναν μεγάλο πλατύ διάδρομο. Τα δάπεδα ήταν ξύλινα αλλά με εξογκώματα. Της φάνηκε παράξενο που ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος όπως ο κυβερνήτης ζούσε σε ένα τέτοιο κακοφτιαγμένο σπίτι. Πολλοί απλοί κύριοι στο Λονδίνο είχαν πολύ καλύτερα σπίτια.
   Η μαύρη χτύπησε μια πόρτα και την άνοιξε ένας Σκοτσέζος, που την κοίταξε με πονηρό ύφος. Η Ανν είδε ότι το δωμάτιο ήταν κρεβατοκάμαρα. Ο κυβερνήτης φορούσε το νυχτικό του και χασμουριόταν δίπλα στο κρεβάτι. Ο Σκοτσέζος της έκανε νόημα να μπει.
   "Α", είπε ο κυβερνήτης. "Η μις Σαρπ. Πρέπει να πω ότι η εμφάνισή σου βελτιώθηκε σημαντικά με το πλύσιμο".
   Αφού ήταν αυτός ευχαριστημένος, ήταν και η Ανν. Έκανε μια υπόκλιση όπως την είχε μάθει η μητέρα της.
   "Ρίτσαρντς, μπορείς να φύγεις".
   Ο Σκοτσέζος βγήκε κι έκλεισε την πόρτα. Η Ανν ήταν μόνη με τον κυβερνήτη. Παρακολουθούσε το βλέμμα του.
   "Μη φοβάσαι, αγαπητή μου", είπε αυτός με καλοσυνάτη φωνή. "Δεν υπάρχει κανένας λόγος. Έλα εδώ δίπλα στο παράθυρο, Ανν, που έχει περισσότερο φως".
   Η Ανν υπάκουσε.
   Ο κυβερνήτης την κοίταξε σιωπηλός για μερικές στιγμές. Τελικά είπε: "Ξέρεις ότι στη δίκη σου κατηγορήθηκες για μαγεία".
   "Μάλιστα, κύριε. Αλλά δεν είναι αλήθεια, κύριε".
   "Είμαι σίγουρος ότι δεν είναι, Ανν. Αλλά είπαν επίσης ότι φέρεις τα στίγματα μιας συμφωνίας με τον διάβολο".
   "Σας ορκίζομαι, κύριε", είπε η Ανν, ταραγμένη τώρα για πρώτη φορά. "Δεν έχω καμία σχέση με τον διάβολο, κύριε".
   "Σε πιστεύω, Ανν", είπε ο κυβερνήτης χαμογελώντας. "Αλλά έχω καθήκον να επιβεβαιώσω ότι δεν υπάρχουν στίγματα".
   "Σας τ' ορκίζομαι, κύριε".
   "Σε πιστεύω", είπε ο κυβερνήτης. "Αλλά πρέπει να βγάλεις τα ρούχα σου".
   "Τώρα, κύριε;"
   "Ναι, τώρα".
   Κοίταξε γύρω της στο δωμάτιο λίγο διστακτικά.
   "Μπορείς να βάλεις τα ρούχα σου στο κρεβάτι, Ανν".
   "Μάλιστα, κύριε".
   Ο κυβερνήτης την παρακολουθούσε καθώς γδυνόταν. Η Ανν είδε την έκφραση στα μάτια του και έπαψε να φοβάται. Έκανε ζέστη και ένιωθε άνετα χωρίς τα ρούχα της.
   "Είσαι όμορφο παιδί, Ανν".
   "Σας ευχαριστώ, κύριε".
   Όταν γδύθηκε, ο κυβερνήτης πλησίασε πιο κοντά της. Σταμάτησε για να φορέσει τα γυαλιά του και μετά κοίταξε τους ώμους της.
   "Γύρνα, αργά".
   Η Ανν γύρισε. Ο κυβερνήτης εξέταζε προσεκτικά το δέρμα της. "Σήκωσε τα χέρια πάνω από το κεφάλι σου".
   Σήκωσε τα χέρια της και ο κυβερνήτης κοίταξε μία μία τις μασχάλες της.
   "Τα στίγματα συνήθως βρίσκονται στις μασχάλες ή πάνω στο στήθος", είπε. "Ή στο αιδοίο". Της χαμογέλασε. "Δεν ξέρεις τι εννοώ, έτσι δεν είναι;"
   Η Ανν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
   "Ξάπλωσε στο κρεβάτι, Ανν".
   Ξάπλωσε.
   "Και τώρα θα ολοκληρώσουμε την εξέταση", είπε σοβαρός ο κυβερνήτης. Έφερε τα δάχτυλα ανάμεσα στα πόδια της και περιεργάστηκε το δέρμα της με τη μύτη του μερικά μόλις εκατοστά από τα γεννητικά της όργανα. Η Ανν το βρήκε πολύ αστείο και άλλωστε τη γαργαλούσε. Παρ' όλο που φοβήθηκε μήπως τον προσβάλει, άρχισε να γελάει.
   Ο κυβερνήτης την κοίταξε θυμωμένα για μια στιγμή, αλλά μετά άρχισε να γελάει κι αυτός. Έβγαλε το νυχτικό του και την πήρε φορώντας ακόμη τα γυαλιά του. Η Ανν αισθανόταν το συρμάτινο σκελετό να πιέζει το αυτί της. Τον άφησε να της κάνει ό,τι ήθελε.
   Το όλο πράγμα δεν κράτησε πολύ και μετά ο κυβερνήτης έδειχνε ευχαριστημένος, κι έτσι ήταν κι αυτή ευχαριστημένη. 
   Καθώς ήταν ξαπλωμένοι μαζί στο κρεβάτι, ο κυβερνήτης τη ρώτησε για τη ζωή της και τις εμπειρίες της στο Λονδίνο και για το ταξίδι μέχρι τη Τζαμάικα. Η Ανν του είπε ότι οι περισσότερες από τις γυναίκες πήγαιναν μεταξύ τους, ή με μέλη του πληρώματος, αλλά η ίδια όχι. Αυτό δεν ήταν τελείως αλήθεια, αλλά είχε πάει μόνο με τον πλοίαρχο Μόρτον, οπότε ήταν σχεδόν αλήθεια. Και μετά του είπε για την καταιγίδα που τους χτύπησε μόλις αντίκρισαν ξηρά στις Δυτικές Ινδίες και για τον άνεμο που τους παρέσερνε επί δύο μέρες.
   Έβλεπε ότι ο κυβερνήτης Άλμοντ δεν έδινε μεγάλη προσοχή στην αφήγησή της. Τα μάτια του είχαν εκείνη την περίεργη έκφραση πάλι. Η Ανν συνέχισε να μιλά όμως. Του είπε ότι μετά την καταιγίδα ο ουρανός καθάρισε και είδαν γη, ένα λιμάνι και ένα φρούριο και ένα μεγάλο ισπανικό πλοίο μέσα στο λιμάνι. Και ότι ο πλοίαρχος Μόρτον ανησυχούσε πολύ ότι θα τους επιτεθεί το ισπανικό πολεμικό πλοίο, που σίγουρα τους είχε δει. Αλλά το ισπανικό πλοίο δε βγήκε από το λιμάνι.
   "Τι;" είπε ο κυβερνήτης Άλμοντ σχεδόν στριγκλίζοντας και πετάχτηκε από το κρεβάτι.
   "Τι συμβαίνει;"
   "Ένα ισπανικό πλοίο σάς είδε και δε σάς επιτέθηκε;"
   "Όχι, κύριε", είπε η Ανν. "Ευτυχώς", κύριε".
   "Ευτυχώς;" φώναξε ο Άλμοντ. Δεν πίστευε στ' αυτιά του.
   "Ευτυχώς; Θεέ και Κύριε. Πότε έγινε αυτό;"
   Η Ανν σήκωσε τους ώμους. "Πριν από τρεις ή τέσσερις μέρες".
   "Και το λιμάνι είχε και φρούριο, είπες;"
   "Ναι".
   "Από ποια πλευρά ήταν το φρούριο;"
   Η Ανν μπερδεύτηκε. Κούνησε το κεφάλι. "Δεν ξέρω".
   "Κοίτα", είπε ο Άλμοντ, ενώ ντυνόταν βιαστικά. "Όπως βλέπατε το νησί από το λιμάνι, το φρούριο ήταν από τη δεξιά πλευρά του λιμανιού ή την αριστερή;"
   "Απ' αυτή την πλευρά", απάντησε η Ανν δείχνοντας με το δεξί της χέρι.
   "Και το νησί είχε μια ψηλή κορυφή; Ένα πολύ πράσινο νησί, πολύ μικρό;"
   "Ναι, αυτό είναι, κύριε".
   "Θεέ και Κύριε", είπε ο Άλμοντ. "Ρίτσαρντς! Ρίτσαρντς! Βρες τον Χάντερ".
   Και ο κυβερνήτης βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο και την άφησε γυμνή στο κρεβάτι. Σίγουρη ότι τον είχε δυσαρεστήσει, η Ανν άρχισε να κλαίει.

   Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο Χάντερ στριφογύρισε στο κρεβάτι. Είδε το ανοιχτό παράθυρο, απ' όπου έμπαινε το φως του ήλιου. "Φύγε", μουρμούρισε.
   Δίπλα του η κοπέλα άλλαξε στάση αλλά δεν ξύπνησε.
   Ακούστηκε πάλι το χτύπημα.
   "Φύγε, σου είπα, π' ανάθεμά σε".
   Η πόρτα άνοιξε και η κυρία Ντένμπι έβαλε μέσα το κεφάλι της. "Με συγχωρείς, καπετάνιε, αλλά έχει έρθει ένας αγγελιαφόρος από το Κυβερνείο. Ο κυβερνήτης ζητά να παρευρεθείς στο δείπνο. Τι να του πω;"
   Ο Χάντερ έτριψε τα μάτια του και τα ανοιγόκλεισε νυσταγμένος. "Τι ώρα είναι;"
   "Πέντε, καπετάνιε".
   "Πες στον κυβερνήτη ότι θα πάω".
   "Μάλιστα. Α, και κάτι άλλο".
   "Τι;"
   "Εκείνος ο Γάλλος με την ουλή είναι κάτω και σε ζητάει".
   Ο Χάντερ γρύλισε. "Εντάξει, κυρία Ντένμπι".
   Η πόρτα έκλεισε και ο Χάντερ σηκώθηκε από το κρεβάτι. Η κοπέλα κοιμόταν ακόμη ροχαλίζοντας δυνατά. Κοίταξε γύρω το δωμάτιό του, που ήταν μικρό και στριμωγμένο. Ένα κρεβάτι, ένα σεντούκι με τα πράγματά του σε μια γωνία, ένα δοχείο νυκτός κάτω από το κρεβάτι, μια λεκάνη με νερό δίπλα. Έβηξε και άρχισε να ντύνεται, αλλά μετά σταμάτησε και κατούρησε από το παράθυρο στο δρόμο κάτω. Άκουσε κάποιον να βλαστημάει. Χαμογέλασε και συνέχισε να ντύνεται. Πήρε το μοναδικό του καλό γιλέκο από το σεντούκι και μετά το τελευταίο εφαρμοστό παντελόνι που ήταν σε καλή κατάσταση, καθώς είχε μερικά μικρά σχισίματα μόνο.
   Φόρεσε τη χρυσή ζώνη του με το κοντό στιλέτο και μετά το ξανασκέφτηκε και πήρε μια πιστόλα, έριξε στην κάννη μπαρούτι, το βόλι και την τάπα, που το κρατούσε στη θέση του, και την έβαλε κι αυτή στη ζώνη του.
   Αυτή ήταν η συνηθισμένη τουαλέτα του πλοιάρχου Τσαρλς Χάντερ, που την επαναλάμβανε κάθε βράδυ όταν ξυπνούσε με τη δύση του ήλιου. Του έπαιρνε μερικά λεπτά μόνο, γιατί ο Χάντερ δεν ήταν σχολαστικός άνθρωπος. Ούτε ήταν πουριτανός. Κοίταξε πάλι την κοπέλα στο κρεβάτι και μετά έκλεισε την πόρτα πίσω του και κατέβηκε από τη στενή ξύλινη σκάλα στην αίθουσα του πανδοχείου της κυρίας Ντένμπι.
   Ήταν ένας πλατύς χαμηλοτάβανος χώρος με χωμάτινο πάτωμα και κάμποσα βαριά ξύλινα τραπέζια σε μεγάλες σειρές. Ο Χάντερ σταμάτησε. Όπως είχε πει η κυρία Ντένμπι, ο Λεβασέρ καθόταν σε μια γωνία, σκυμμένος πάνω από ένα μεγάλο κύπελλο με γκρογκ.
   Ο Χάντερ πήγε προς την πόρτα.
   "Χάντερ!" φώναξε ο Λεβασέρ με βραχνή, μεθυσμένη φωνή.
   Ο Χάντερ γύρισε δείχνοντας έκπληκτος. "Λεβασέρ. Δε σε είδα".
   "Χάντερ, γιε Αγγλίδας μπάσταρδης σκύλας".
   "Λεβασέρ", απάντησε αυτός βγαίνοντας από το φως, "γιε Γάλλου αγρότη και του αγαπημένου του προβάτου, τι σε φέρνει εδώ;"
   Ο Λεβασέρ σηκώθηκε πίσω από το τραπέζι. Είχε διαλέξει ένα σκοτεινό σημείο, ο Χάντερ δεν τον έβλεπε καλά. Όμως η απόσταση ανάμεσά τους ήταν γύρω στα δέκα μέτρα -πολύ μακριά για πιστόλα.
   "Χάντερ, θέλω τα λεφτά μου".
   "Δε σου χρωστάω λεφτά", είπε ο Χάντερ. Και ήταν αλήθεια, δεν του χρωστούσε. Τα χρέη ανάμεσα στους κουρσάρους του Πορτ Ρουαγιάλ πληρώνονταν πάντα στην ώρα τους. Τίποτα δεν έβλαπτε την υπόληψή σου περισσότερο από τη φήμη ότι δεν πληρώνεις τα χρέη σου ή ότι δε μοιράζεις δίκαια τα λάφυρα. Αν κάποιος δοκίμαζε να κρύψει μέρος από τα λάφυρα σε μια επιδρομή, η τιμωρία ήταν πάντα θάνατος. Ο ίδιος ο Χάντερ είχε σκοτώσει πολλούς γι' αυτόν το λόγο και είχε πετάξει με κλοτσιές το πτώμα τους στη θάλασσα χωρίς δεύτερη σκέψη.
   "Μ' έκλεψες στα χαρτιά", είπε ο Λεβασέρ.
   "Ήσουν τόσο μεθυσμένος που δε θα καταλάβαινες τη διαφορά".
   "Μ' έκλεψες. Μου πήρες πενήντα λίρες. Τις θέλω πίσω".
   Ο Χάντερ κοίταξε γύρω στο δωμάτιο. Δυστυχώς, δεν υπήρχαν μάρτυρες. Δεν ήθελε να σκοτώσει τον Λεβασέρ χωρίς μάρτυρες.
   Είχε πάρα πολλούς εχθρούς. "Πώς σ' έκλεψα στα χαρτιά;" ρώτησε και ταυτόχρονα πλησίασε λίγο τον Λεβασέρ.
   "Πώς; Τι με νοιάζει πώς μ' έκλεψες; Μα το Θεό, μ' έκλεψες".
   Ο Λεβασέρ σήκωσε το κύπελλο στο στόμα του.
   Ο Χάντερ όρμησε και χτύπησε δυνατά με την παλάμη του το σηκωμένο κύπελλο. Το μέταλλο τον βρήκε κατάμουτρα και το χτύπημα τον πέταξε στον τοίχο πίσω του. Ο Λεβασέρ έβγαλε έναν ήχο σαν γουργουρητό και σωριάστηκε κάτω με το στόμα του να τρέχει αίματα. Ο Χάντερ πήρε το κύπελλο και του το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι. Ο Γάλλος έχασε τις αισθήσεις του.
   Ο Χάντερ τίναξε το γκρογκ από τα δάχτυλά του και μετά γύρισε και βγήκε από το πανδοχείο της κυρίας Ντένμπι. Το πόδι του βούλιαξε στη λάσπη μέχρι τον αστράγαλο, αλλά δεν έδωσε σημασία. Σκεφτόταν το μεθύσι του Λεβασέρ. Ήταν ανοησία του να είναι τόσο μεθυσμένος όταν περίμενε να λογαριαστεί με κάποιον.
   Είναι ώρα να κάνουμε καμιά επιδρομή, σκέφτηκε ο Χάντερ.
   Είχαν αρχίσει να γίνονται μαλθακοί όλοι τους. Και ο ίδιος τελευταία είχε περάσει πολλές νύχτες μεθυσμένος ή με γυναίκες του λιμανιού. Έπρεπε να βγουν στη θάλασσα.
   Συνέχισε να περπατά μέσα στη λάσπη, χαμογελώντας και κουνώντας το χέρι στις πόρνες που του φώναζαν ψηλά από τα παράθυρα. Γρήγορα έφτασε στο Κυβερνείο.

   "Όλοι σχολίαζαν τον κομήτη που εμφανίστηκε πάνω από το Λονδίνο πριν από την πανούκλα", είπε ο πλοίαρχος Μόρτον πίνοντας το κρασί του. "Είχε εμφανιστεί ένας κομήτης και πριν από την πανούκλα του '56".
   "Ναι", είπε ο Άλμοντ. "Και λοιπόν; Εμφανίστηκε κομήτης και το '59, αλλά δεν ξέσπασε πανούκλα, απ' ό,τι θυμάμαι".
   "Ξέσπασε ευλογιά στην Ιρλανδία", είπε ο Χάκλετ, "την ίδια εκείνη χρονιά".
   "Πάντα ξεσπάει ευλογιά στην Ιρλανδία", είπε ο Άλμοντ. "Κάθε χρονιά".
   Ο Χάντερ δεν είπε τίποτα. Είχε μιλήσει ελάχιστα σε όλο το δείπνο, το οποίο ήταν από τα πιο βαρετά που είχε δει στο Κυβερνείο. Για κάποιες στιγμές του κίνησαν την προσοχή τα νέα πρόσωπα -ο Μόρτον, ο καπετάνιος του Γκόντσπιντ, και ο Χάκλετ, ο καινούργιος γραμματέας, ένας ανόητος σφιγμένος ηθικολόγος. Και η κυρία Χάκλετ, που έδειχνε να έχει γαλλικό αίμα στα λεπτά μελαχρινά χαρακτηριστικά της και έναν κάπως ζωώδη αισθησιασμό.
   Για τον Χάντερ, η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή της βραδιάς ήταν η εμφάνιση μιας νέας υπηρέτριας. Ήταν ένα υπέροχο χλομό ξανθό κορίτσι που μπαινόβγαινε στην αίθουσα πότε πότε. Προσπαθούσε συνέχεια να της τραβήξει την προσοχή. Ο Χάκλετ το πρόσεξε και κοίταξε αποδοκιμαστικά τον Χάντερ. Δεν ήταν το μοναδικό αποδοκιμαστικό βλέμμα που του είχε ρίξει εκείνη τη βραδιά.
   Όταν η κοπέλα ήλθε για να ξαναγεμίσει τα ποτήρια τους, ο Χάκλετ είπε: "Έχετε ιδιαίτερη προτίμηση στις υπηρέτριες, κύριε Χάντερ;"
   "Όταν είναι όμορφες", απάντησε αδιάφορα ο Χάντερ. "Και οι δικές σας προτιμήσεις ποιες είναι;"
   "Το αρνάκι είναι εξαιρετικό", είπε ο Χάκλετ και κοίταξε κατακόκκινος το πιάτο του.
   Με ένα γρύλισμα, ο Άλμοντ γύρισε τη συζήτηση στο υπερατλαντικό ταξίδι που μόλις είχαν κάνει οι καλεσμένοι του. Ακολούθησε μια λεπτομερής περιγραφή της τροπικής καταιγίδας από έναν ταραγμένο Μόρτον, που έκανε σαν να ήταν ο πρώτος άνθρωπος στην ανθρώπινη ιστορία που αντιμετώπισε λίγη τρικυμία. Ο Χάκλετ πρόσθεσε μερικές τρομακτικές πινελιές, ενώ η κυρία Χάκλετ παραδέχτηκε ότι την είχε πιάσει τρομερή ναυτία.
   Ο Χάντερ άρχισε πάλι να βαριέται. Άδειασε το ποτήρι του.
   "Έτσι λοιπόν", συνέχισε ο Μόρτον, "αφού αντέξαμε αυτή την τρομερή καταιγίδα επί δύο μέρες, η τρίτη μέρα ξημέρωσε με τον ουρανό πεντακάθαρο, ένα υπέροχο πρωινό. Έβλεπες γύρω ολόκληρα μίλια και φυσούσε βοριάς. Αλλά δεν ξέραμε τη θέση μας, αφού παρασυρόμαστε από τα κύματα επί σαράντα οκτώ ώρες. Είδαμε γη αριστερά και κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί".
   Μεγάλο λάθος, σκέφτηκε ο Χάντερ. Προφανώς ο Μόρτον ήταν τελείως αρχάριος. Σε ισπανικά νερά, ένα αγγλικό πλοίο δεν έβγαινε ποτέ στη στεριά, αν δεν ήξερε σε ποιον ακριβώς ανήκε αυτή η στεριά. Γιατί το πιθανότερο ήταν να ανήκε στους Ισπανούς.
   "Πλησιάσαμε στο νησί και είδαμε κατάπληκτοι ένα πολεμικό πλοίο αγκυροβολημένο στο λιμάνι. Μικρό νησί, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία, το πλοίο ήταν ισπανικό. Ήμασταν σίγουροι ότι θα μας κυνηγήσει".
   "Και τι έγινε;" ρώτησε ο Χάντερ χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
   "Έμεινε στο λιμάνι", απάντησε ο Μόρτον και γέλασε. "Θα ήθελα η αφήγησή μου να είχε ένα πιο συναρπαστικό τέλος, αλλά η αλήθεια είναι ότι δε μας κυνήγησε. Το πολεμικό παρέμεινε στο λιμάνι".
   "Σίγουρα σας είδαν οι Ισπανοί;" είπε ο Χάντερ με το ενδιαφέρον του να μεγαλώνει.
   "Πρέπει να μας είδαν. Είχαμε ανοιχτά όλα τα πανιά".
   "Πόσο κοντά ήσαστε;"
   "Δεν απείχαμε πάνω από δύο ή τρία μίλια από την ακτή. Το νησί δεν υπήρχε στους χάρτες μας, ξέρετε. Φαντάζομαι επειδή ήταν πολύ μικρό. Είχε μόνο ένα λιμάνι, με ένα φρούριο από τη μία πλευρά. Όλοι σκεφτήκαμε ότι τη γλιτώσαμε πολύ φτηνά".
   Ο Χάντερ γύρισε αργά και κοίταξε τον Άλμοντ. Ο Άλμοντ τον κοίταξε κι αυτός με ένα αμυδρό χαμόγελο.
   "Σας διασκεδάζει το περιστατικό, πλοίαρχε Χάντερ;"
   Ο Χάντερ γύρισε πάλι στον Μόρτον. "Είπατε ότι υπήρχε ένα φρούριο δίπλα στο λιμάνι;"
   "Ναι, ένα μάλλον επιβλητικό φρούριο".
   "Στη βόρεια ή τη νότια ακτή του λιμανιού;"
   "Μια στιγμή να θυμηθώ... Στη βόρεια. Γιατί;"
   "Πότε είδατε αυτό το πλοίο;" ρώτησε ο Χάντερ.
   "Πριν από τρεις ή τέσσερις μέρες. Μάλλον τρεις. Μόλις προσανατολιστήκαμε, κατευθυνθήκαμε αμέσως για το Πορτ Ρουαγιάλ".
   Ο Χάντερ άρχισε να χτυπά ρυθμικά τα δάχτυλα στο τραπέζι. Κoίταζε συνοφρυωμένος το άδειο ποτήρι του. Έπεσε σιωπή για λίγο.
   Ο Άλμοντ ξερόβηξε. "Πλοίαρχε Χάντερ, φαίνεται να σας προβλημάτισε αυτή η αφήγηση".
   "Μου έχει εξάψει το ενδιαφέρον", απάντησε ο Χάντερ. "Και είμαι σίγουρος ότι έχει εξάψει και το ενδιαφέρον του κυβερνήτη".
   "Μπορώ να πω", είπε ο Άλμοντ, "και το ενδιαφέρον του Στέμματος".
   Ο Χάκλετ ανακάθισε, πάντα σφιγμένος, στην καρέκλα του.
   "Σερ Τζέιμς", είπε, "θα μπορούσατε να ενημερώσετε κι εμάς τι σημαίνουν όλα αυτά;"
   "Μια στιγμή", είπε ο Άλμοντ με μια ανυπόμονη κίνηση του χεριού. Κοίταζε επίμονα τον Χάντερ. "Ποιοι είναι οι όροι σας;"
   "Κατ' αρχάς, ίσα μερίδια", είπε ο Χάντερ.
   "Αγαπητέ μου Χάντερ, τα ίσα μερίδια δεν είναι καθόλου ελκυστικά για το Στέμμα".
   "Αγαπητέ μου κυβερνήτη, οτιδήποτε λιγότερο δε θα καθιστούσε την αποστολή ελκυστική για τους ναυτικούς".
   Ο Άλμοντ χαμογέλασε. "Αντιλαμβάνεστε, φυσικά, ότι το τρόπαιο είναι τεράστιο".
   "Όντως. Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι το νησί είναι απόρθητο. Στείλατε τον Έντμοντς εναντίον του με τριακόσιους άντρες πέρυσι. Μόνο ένας γύρισε".
   "Εσείς ο ίδιος εκφράσατε τη γνώμη ότι ο Έντμοντς δεν ήταν πολυμήχανος άνθρωπος".
   "Ο Καθάγια όμως είναι σίγουρα πολυμήχανος".
   "Όντως. Αλλά νομίζω ότι ο Καθάγια είναι ένας άνθρωπος που θα θέλατε να συναντήσετε".
   "Όχι, αν δεν είναι ίσα τα μερίδια".
   "Όμως", είπε ο σερ Τζέιμς χαμογελώντας με τον ήρεμο τρόπο του, "αν περιμένετε από το Στέμμα να εξοπλίσει την αποστολή, το κόστος θα πρέπει να επιστραφεί πριν από το μοίρασμα. Αυτό δεν είναι το δίκαιο;"
   "Μια στιγμή", είπε ο Χάκλετ. "Σερ Τζέιμς, παζαρεύετε μ' αυτόν τον άνθρωπο;"
   "Καθόλου. Καταλήγω σε μια συμφωνία κυρίων μαζί του".
   "Για ποιο σκοπό;"
   "Για τη διοργάνωση μιας επιδρομής στο ισπανικό λιμάνι του Ματανσέρος".
   "Ματανσέρος;" είπε ο Μόρτον.
   "Έτσι λέγεται το νησί που περάσατε, πλοίαρχε Μόρτον. Ματανσέρος. Οι Ισπανοί έχτισαν ένα φρούριο εκεί πριν από δύο χρόνια και είναι υπό τη διοίκηση ενός αντιπαθητικού κυρίου ονόματι Καθάγια. Ίσως τον έχετε ακουστά. Όχι; Έχει μεγάλη φήμη στις Δυτικές Ινδίες. Λένε ότι τον ξεκουράζουν και τον ηρεμούν τα ουρλιαχτά των ετοιμοθάνατων θυμάτων του". Ο Άλμοντ κοίταξε τους καλεσμένους του. Η κυρία Χάκλετ είχε χλομιάσει. "Ο Καθάγια διοικεί το φρούριο του Ματανσέρος, το οποίο χτίστηκε με μοναδικό σκοπό να αποτελέσει το ανατολικότερο άκρο της ισπανικής επικράτειας σε όλο το μήκος της διαδρομής του Στόλου των Θησαυρών κατά την επιστροφή του στην Ισπανία".
   Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή. Οι καλεσμένοι έδειχναν ανήσυχοι.
   "Βλέπω ότι δεν κατανοείτε την οικονομία της περιοχής", είπε ο Άλμοντ. "Κάθε χρόνο, ο Φίλιππος στέλνει ένα στόλο από γαλιόνια από το Κάδιθ. Διασχίζουν τα ισπανικά νερά των Δυτικών Ινδιών και βλέπουν γη νότια, έξω από τις ακτές της Νέας Ισπανίας. Εκεί ο στόλος σκορπίζεται και τα πλοία ταξιδεύουν σε διάφορα λιμάνια -Καρταχένα, Βέρα Κρους, Πορτομπέλο- για να συγκεντρώσουν τους θησαυρούς. Ο στόλος συγκεντρώνεται πάλι στην Αβάνα και από εκεί ταξιδεύει ανατολικά και επιστρέφει στην Ισπανία. Ο λόγος που ταξιδεύουν μαζί είναι για να έχουν προστασία από επιδρομές. Με παρακολουθείτε;"
   Όλοι κατένευσαν.
   "Λοιπόν", συνέχισε ο Άλμοντ, "ο στόλος αποπλέει στα τέλη του καλοκαιριού, που είναι η αρχή της εποχής των τυφώνων. Σε κάποιες περιπτώσεις, λόγω του καιρού, μερικά πλοία διαχωρίζονται από τον υπόλοιπο στόλο στην αρχή του ταξιδιού. Οι Ισπανοί ήθελαν ένα καλό λιμάνι για να προστατεύονται αυτά τα πλοία. Έτσι έφτιαξαν το Ματανσέρος ειδικά γι' αυτόν τον λόγο".
   "Μα αυτό σίγουρα δεν είναι αρκετό", είπε ο Χάκλετ. "Δεν μπορώ να φανταστώ..."
   "Είναι υπεραρκετό", τον έκοψε απότομα ο Άλμοντ. "Έτσι λοιπόν, πριν από μερικές βδομάδες δύο πλοία χάθηκαν στη θύελλα. Αυτό το ξέρουμε γιατί τα είδε ένα κουρσάρικο σκάφος και τους επιτέθηκε, αλλά χωρίς επιτυχία. Τα είδαν για τελευταία φορά να κινούνται νότια, με κατεύθυνση προς το Ματανσέρος. Το ένα είχε σοβαρές ζημιές. Αυτό που εσείς, πλοίαρχε Μόρτον, αποκαλέσατε ισπανικό πολεμικό πλοίο ήταν προφανώς ένα από αυτά τα γαλιόνια που μεταφέρουν τον ισπανικό θησαυρό. Αν ήταν όντως πολεμικό πλοίο, είναι σίγουρο ότι θα σας είχε καταδιώξει, αφού απείχατε μόνο δύο μίλια, και θα σας είχε πιάσει και τώρα θα ουρλιάζατε για να διασκεδάσετε τον Καθάγια. Το πλοίο δε σας καταδίωξε γιατί απλά δεν τόλμησαν να αφήσουν την προστασία του λιμανιού".
   "Πόσο καιρό θα μείνει εκεί;" ρώτησε ο Μόρτον.
   "Μπορεί να φύγει οποιαδήποτε στιγμή. Ή μπορεί να περιμένει μέχρι να φύγει ο επόμενος στόλος, του χρόνου. Ή μπορεί να περιμένει να έρθει ένα ισπανικό πλοίο για να το συνοδέψει στην Ισπανία".
   "Μπορεί να καταληφθεί;" ρώτησε ο Μόρτον.
   "Έτσι θέλω να πιστεύω. Συνολικά, ένα τέτοιο πλοίο συνήθως μεταφέρει ένα θησαυρό αξίας πεντακοσίων χιλιάδων λιρών".
   Όλοι έμειναν αποσβολωμένοι.
   "Και σκέφτηκα", συνέχισε ο Άλμοντ χαμογελώντας, "ότι αυτή η πληροφορία θα ενδιέφερε τον πλοίαρχο Χάντερ".
   "Θέλετε να πείτε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ένας κοινός κουρσάρος;" ρώτησε ο Χάκλετ.
   "Καθόλου κοινός", απάντησε ο Άλμοντ γελώντας. "Πλοίαρχε Χάντερ;"
   "Ναι, καθόλου κοινός, θα έλεγα".
   "Μα αυτή η έλλειψη σοβαρότητας που επιδεικνύετε είναι εξωφρενική!"
   "Μα πού πήγαν οι τρόποι σας!" είπε ο Άλμοντ. "Ο πλοίαρχος Χάντερ είναι ο δευτερότοκος γιος του ταγματάρχη Έντουαρντ Χάντερ, της Αποικίας του Κόλπου της Μασαχουσέτης. Μάλιστα, έχει γεννηθεί στο Νέο Κόσμο και έχει σπουδάσει σ' εκείνο το ίδρυμα, πώς το λένε..."
   "Χάρβαρντ", είπε ο Χάντερ.
   "Ναι, στο Χάρβαρντ. Ο πλοίαρχος Χάντερ είναι στα μέρη μας τέσσερα χρόνια τώρα και ως κουρσάρος έχει σημαντική θέση στην πόλη μας. Θα λέγατε ότι αυτή η σύντομη αναφορά σάς δικαιώνει, πλοίαρχε Χάντερ;"
   "Απολύτως", απάντησε ο Χάντερ χαμογελώντας πλατιά.
   "Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας αλήτης", είπε ο Χάκλετ, αλλά η γυναίκα του κοίταζε τον Χάντερ με άλλο μάτι πια. "Ένας κοινός αλήτης".
   "Θα πρέπει να προσέχετε τη γλώσσα σας", είπε ήρεμα ο Άλμοντ. "Οι μονομαχίες είναι παράνομες σ' αυτό το νησί, αλλά παρ' όλα αυτά συμβαίνουν συχνότατα. Δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα για να δώσω τέλος σ' αυτή την πρακτική".
   "Έχω ακούσει γι' αυτόν τον άνθρωπο", είπε ο Χάκλετ ακόμη πιο ταραγμένος. "Δεν είναι γιος του ταγματάρχη Έντουαρντ Χάντερ, ή τουλάχιστον δεν είναι νόμιμος γιος του".
   Ο Χάντερ έξυσε τη γενειάδα του. "Αλήθεια;"
   "Έτσι άκουσα", είπε ο Χάκλετ. "Επιπλέον, άκουσα ότι είναι δολοφόνος, κάθαρμα, μαστροπός και πειρατής".
   Όταν ακούστηκε η λέξη «πειρατής», το χέρι του Χάντερ απλώθηκε πάνω από το τραπέζι με απίστευτη ταχύτητα. Άρπαξε τον Χάκλετ από τα μαλλιά, του βούτηξε το πρόσωπο στο πιάτο με το μισοφαγωμένο φαγητό και του το κράτησε εκεί.
   "Πω, πω", είπε ο Άλμοντ. "Σας προειδοποίησα γι' αυτό νωρίτερα. Βλέπετε, κύριε Χάκλετ, οι επιδρομές κατά του εχθρού είναι ένα αξιότιμο επάγγελμα. Οι πειρατές, από την άλλη μεριά, είναι παράνομοι. Υποστηρίζετε σοβαρά ότι ο πλοίαρχος Χάντερ είναι παράνομος;"
   Ο Χάκλετ έβγαλε έναν πνιχτό ήχο, με το πρόσωπό του μέσα στο πιάτο.
   "Δε σας άκουσα, κύριε Χάκλετ", είπε ο Άλμοντ.
   "Είπα «όχι»", είπε ο Χάκλετ.
   "Τότε δε νομίζετε ότι ως τζέντλεμαν οφείλετε να ζητήσετε συγγνώμη από τον πλοίαρχο Χάντερ;"
   "Ζητώ συγγνώμη, πλοίαρχε Χάντερ. Δεν ήθελα να σας προσβάλω".
   Ο Χάντερ του άφησε το κεφάλι. Ο Χάκλετ έγειρε πίσω και σκούπισε τη σάλτσα από το πρόσωπό του με την πετσέτα.
   "Ωραία", είπε ο Άλμοντ. "Αποφύγαμε ένα δυσάρεστο επεισόδιο. Να συνεχίσουμε τώρα με το επιδόρπιο;"
   Ο Χάντερ κοίταξε γύρω του στο τραπέζι. Ο Χάκλετ σκούπιζε ακόμη το πρόσωπό του. Ο Μόρτον τον κοίταζε με απροκάλυπτη κατάπληξη. Και η κυρία Χάκλετ κοίταζε επίσης τον Χάντερ και, όταν την κοίταξε κι αυτός, έγλειψε τα χείλια της.

   Μετά το φαγητό, ο Χάντερ και ο Άλμοντ έμειναν μόνοι στη βιβλιοθήκη του Κυβερνείου πίνοντας μπράντι. Ο Χάντερ συλλυπήθηκε τον κυβερνήτη για την άφιξη του νέου γραμματέα του.
   "Θα μου κάνει τη ζωή δύσκολη", συμφώνησε ο Άλμοντ, "και φοβάμαι ότι μπορεί να ισχύει το ίδιο και για σένα".
   "Πιστεύεις ότι θα στείλει δυσμενείς πληροφορίες στο Λονδίνο;"
   "Πιστεύω ότι μπορεί να προσπαθήσει".
   "Ο βασιλιάς σίγουρα ξέρει τι συμβαίνει στην Αποικία του".
   "Αυτό είναι μια άποψη", απάντησε ο Άλμοντ με μια αεράτη χειρονομία. "Ένα πράγμα είναι βέβαιο. Ο βασιλιάς θα συνεχίζει να υποστηρίζει τους κουρσάρους, αν έτσι έχει σημαντικά έσοδα".
   "Τα μερίδια πρέπει να είναι ίσα", απάντησε αμέσως ο Χάντερ.
   "Σου λέω, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Μα αν το Στέμμα εφοδιάσει τα πλοία σου και εξοπλίσει τους ναύτες σου;"
   "Όχι", είπε ο Χάντερ. "Αυτό δεν είναι απαραίτητο".
   "Δεν είναι απαραίτητο; Αγαπητέ μου Χάντερ, ξέρεις το Ματανσέρος. Υπάρχει πλήρης ισπανική φρουρά". 
   Ο Χάντερ κούνησε το κεφάλι. "Μια επίθεση κατά μέτωπο δε θα πετύχει. Το ξέρουμε αυτό ήδη από την αποστολή του Έντμοντς".
   "Μα ποια άλλη λύση υπάρχει; Το φρούριο του Ματανσέρος ελέγχει την είσοδο στο λιμάνι. Δεν μπορείς να διαφύγεις με το ισπανικό πλοίο, αν πρώτα δεν καταλάβεις το φρούριο".
   "Όντως".
   "Τότε λοιπόν;"
   "Προτείνω μια μικρή επιδρομή κατά του φρουρίου από την πλευρά της στεριάς".
   "Ενάντια σε όλη τη φρουρά; Τουλάχιστον τριακόσιοι άντρες; Είναι αδύνατο να τα καταφέρεις".
   "Το αντίθετο", είπε ο Χάντερ. "Αν δεν τα καταφέρουμε, ο Καθάγια θα στρέψει τα κανόνια κατά του πλοίου και θα το βυθίσει μέσα στο λιμάνι".
   "Δεν το είχα σκεφτεί αυτό", είπε ο Άλμοντ και ήπιε μια γουλιά από το μπράντι του. "Πες μου ποιο είναι το σχέδιό σου".

   Αργότερα, καθώς ο Χάντερ έφευγε από το Κυβερνείο, η κυρία Χάκλετ εμφανίστηκε στο διάδρομο και τον πλησίασε. "Πλοίαρχε Χάντερ".
   "Ορίστε, κυρία Χάκλετ".
   "Θέλω να ζητήσω συγγνώμη για την αδικαιολόγητη συμπεριφορά του συζύγου μου".
   "Δεν είναι απαραίτητο".
   "Αντιθέτως, θεωρώ ότι είναι απολύτως απαραίτητο. Η συμπεριφορά του ήταν άξεστη και ανόητη".
   "Κυρία μου, ο σύζυγός σας ζήτησε συγγνώμη σαν τζέντλεμαν για τη συμπεριφορά του και το θέμα έχει κλείσει". Τη χαιρέτησε με ένα νεύμα. "Καλησπέρα".
   "Πλοίαρχε Χάντερ".
   Ο Χάντερ σταμάτησε στην πόρτα και γύρισε. "Μάλιστα, κυρία μου;"
   "Είστε πολύ όμορφος άντρας, πλοίαρχε".
   "Κυρία μου, είστε πολύ ευγενική. Θα περιμένω ανυπόμονα την επόμενη συνάντησή μας".
   "Όπως κι εγώ, πλοίαρχε".
   Φεύγοντας ο Χάντερ σκεφτόταν ότι ο Χάκλετ έπρεπε να προσέχει τη γυναίκα του. Είχε ξαναδεί τέτοιες περιπτώσεις. Καλοαναθρεμένες κυρίες που μεγάλωσαν στους αριστοκρατικούς κύκλους της αγγλικής επαρχίας και αργότερα βρήκαν κάποιες απολαύσεις στην Αυλή -όπως αναμφίβολα είχε βρει η κυρία Χάκλετ, ενώ ο σύζυγος έκανε τα στραβά μάτια- κάτι που αναμφίβολα είχε κάνει και ο κύριος Χάκλετ. Όταν όμως αυτές οι κυρίες έρχονται στις Δυτικές Ινδίες, μακριά από την πατρίδα, μακριά από τους περιορισμούς της κοινωνικής τους θέσης και των ηθών... Ο Χάντερ είχε ξαναδεί τέτοιες περιπτώσεις.
   Βγήκε από το Κυβερνείο και προχώρησε στο λιθόστρωτο μονοπάτι. Πέρασε από το μαγειρείο, που ήταν φωτισμένο, με τους υπηρέτες να δουλεύουν ακόμη μέσα. Όλα τα σπίτια στο Πορτ Ρουαγιάλ είχαν ξεχωριστά μαγειρεία, κάτι απαραίτητο γι' αυτό το ζεστό κλίμα. Από τα ανοιχτά παράθυρα είδε την ξανθή κοπέλα που τους είχε σερβίρει στο δείπνο. Της κούνησε το χέρι.
   Του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και γύρισε πάλι στη δουλειά της.
   Έξω από το πανδοχείο της κυρίας Ντένμπι ταλαιπωρούσαν μια αρκούδα. Ο Χάντερ κοίταξε τα παιδιά που πετούσαν πέτρες στο ανήμπορο ζώο. Γελούσαν και φώναζαν και η αρκούδα γρύλιζε και τραβούσε τη γερή αλυσίδα της. Μερικές πόρνες τη χτυπούσαν με ξύλα. Ο Χάντερ τους προσπέρασε και μπήκε στο πανδοχείο.
   Ο Τρέντσερ ήταν εκεί, καθισμένος σε μια γωνία, και έπινε με το γερό του χέρι. Ο Χάντερ τον φώναξε και τον πήρε παράμερα.
   "Τι έγινε, καπετάνιε;" ρώτησε ο Τρέντσερ.
   "Θέλω να μου βρεις μερικούς άντρες για ένα ταξίδι".
   "Ποιους θέλεις, καπετάνιε;"
   "Λαζού, Έντερς, Σανσόν. Και τον Μαυριτανό".
   Ο Τρέντσερ χαμογέλασε. "Τους θέλεις εδώ;"
   "Όχι. Μάθε πού είναι και θα τους βρω εγώ. Και τώρα, πού είναι ο Ψίθυρος;"
   "Στον Γαλάζιο Τράγο. Στο πίσω δωμάτιο".
   "Και ο Μαυρομάτης είναι στη Φάροου Στρητ;"
   "Έτσι νομίζω. Θέλεις και τον Εβραίο;"
   "Σε εμπιστεύομαι", είπε ο Χάντερ. "Αλλά κράτα το στόμα σου κλειστό".
   "Θα με πάρεις κι εμένα μαζί σου, καπετάνιε;"
   "Αν κάνεις ό,τι σου πω".
   "Μα τις πληγές του Θεού, καπετάνιε".
   "Τότε να είσαι έτοιμος", είπε ο Χάντερ και βγήκε από το πανδοχείο στο λασπωμένο δρόμο. Είχε ζέστη και απανεμιά, όπως και καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας. Άκουσε τους απαλούς ήχους μιας κιθάρας κι από κάπου μακριά μεθυσμένα γέλια κι έναν πυροβολισμό. Ξεκίνησε για τη Ριτζ Στρητ και τον Γαλάζιο Τράγο.
   Η πόλη του Πορτ Ρουαγιάλ ήταν χωρισμένη σε ακανόνιστα τμήματα που απλώνονταν γύρω από το λιμάνι. Πιο κοντά στις αποβάθρες ήταν οι ταβέρνες, τα μπορντέλα και τα στέκια για τα τυχερά παιχνίδια. Πιο πίσω, και πιο μακριά από τις θορυβώδεις δραστηριότητες του λιμανιού, οι δρόμοι ήταν πιο ήσυχοι. Εδώ υπήρχαν μπακάλικα και φούρνοι, επιπλοποιοί και προμηθευτές πλοίων, σιδεράδες και χρυσοχόοι. Και ακόμη πιο μακριά, στη νότια πλευρά του κόλπου, υπήρχαν μερικά ευυπόληπτα σπίτια και πανδοχεία.
   Ο Γαλάζιος Τράγος ήταν ένα από αυτά τα πανδοχεία.
   Ο Χάντερ μπήκε και χαιρέτησε με ένα νεύμα τους κυρίους που έπιναν στα τραπέζια. Αναγνώρισε τον κύριο Πέρκινς, τον καλύτερο στεριανό γιατρό, τον κύριο Πίκερινγκ, ένα από τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου, τον διευθυντή των φυλακών του Μπράιντγουελ, και αρκετούς άλλους ευυπόληπτους κυρίους.
   Κανονικά, ένας κοινός κουρσάρος δε θα ήταν ευπρόσδεκτος στον Γαλάζιο Τράγο, αλλά ο Χάντερ αποτελούσε εξαίρεση. Αυτό οφειλόταν απλούστατα στο γεγονός ότι το εμπόριο του λιμανιού στηριζόταν στις επιτυχημένες επιδρομές των κουρσάρων. Ο Χάντερ ήταν επιδέξιος και τολμηρός καπετάνιος κι αυτό τον καθιστούσε σημαντικό μέλος της κοινότητας. Την προηγούμενη χρονιά, οι τρεις επιδρομές του είχαν αποφέρει πάνω από διακόσιες χιλιάδες πιστόλες και δουβλόνια στο Πορτ Ρουαγιάλ. Ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα χρήματα είχε καταλήξει στις τσέπες αυτών των κυρίων, οι οποίοι τον χαιρέτησαν αναλόγως.
   Η κυρία Γουίκαμ, η γυναίκα που διηύθυνε τον Γαλάζιο Τράγο, ήταν λιγότερο εγκάρδια. Ήταν χήρα, αλλά εδώ και μερικά χρόνια συζούσε με τον Ψίθυρο και, βλέποντας τον Χάντερ, κατάλαβε ότι είχε έρθει να τον δει. Έδειξε με τον αντίχειρα στο πίσω δωμάτιο.
   "Εκεί, καπετάνιε".
   "Ευχαριστώ, κυρία Γουίκαμ".
   Πήγε κατευθείαν στην πόρτα, χτύπησε και την άνοιξε χωρίς να περιμένει απάντηση. Ήξερε ότι δε θα έπαιρνε. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, φωτιζόταν από ένα κερί μόνο. Ο Χάντερ ανοιγόκλεισε τα μάτια περιμένοντας να προσαρμοστούν στο σκοτάδι. Άκουσε ένα ρυθμικό τρίξιμο. Τελικά μπόρεσε να δει τον Ψίθυρο, καθισμένο σε μια κουνιστή πολυθρόνα στη γωνία. Κρατούσε ένα πιστόλι και τον σημάδευε στην κοιλιά.
   "Καλησπέρα, Ψίθυρε".
   Η απάντηση ήταν ένα σιγανό, βραχνό σφύριγμα. "Καλησπέρα, καπετάνιε. Είσαι μόνος;"
   "Ναι".
   "Τότε έλα μέσα", απάντησε ο Ψίθυρος με σφυριχτή φωνή. "Θα πιεις κάτι;" Ο Ψίθυρος έδειξε ένα βαρέλι δίπλα του, που του χρησίμευε σαν τραπέζι. Πάνω είχε ποτήρια κι ένα μικρό σταμνί με ρούμι.
   "Με τις ευχαριστίες μου, Ψίθυρε".
   Ο Ψίθυρος έβαλε μαύρο ρούμι σε δύο ποτήρια. Τα μάτια του Χάντερ είχαν προσαρμοστεί και τώρα μπορούσε να δει τον συνομιλητή του.
   Ο Ψίθυρος -κανείς δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα- ήταν ένας μεγαλόσωμος και γεροδεμένος άντρας με πελώρια χλομά χέρια. Κάποτε ήταν ένας επιτυχημένος καπετάνιος κουρσάρικου πλοίου, αλλά έκανε το λάθος να λάβει μέρος στην επιδρομή κατά του Ματανσέρος με τον Έντμοντς. Ο Ψίθυρος ήταν ο μοναδικός που επέζησε, αφού ο Καθάγια τον έπιασε, του έκοψε τον λαιμό και τον άφησε νομίζοντας ότι ήταν νεκρός. Περιέργως ο Ψίθυρος επέζησε, αλλά έχασε τη φωνή του. Το γεγονός αυτό και η μεγάλη λευκή καμπυλωτή ουλή κάτω από το σαγόνι του ήταν οι προφανείς αποδείξεις της δράσης του.
   Μετά την επιστροφή του στο Πορτ Ρουαγιάλ, ο Ψίθυρος κρυβόταν σ' αυτό το δωμάτιο. Ήταν δυνατός άντρας, αλλά είχε χάσει το κουράγιο του, τη θέλησή του. Ήταν συνέχεια τρομαγμένος, είχε πάντα ένα όπλο στο χέρι του κι άλλο ένα δίπλα του. Καθώς κουνιόταν στην πολυθρόνα του, ο Χάντερ είδε να γυαλίζει ένα ναυτικό καμπυλωτό σπαθί στο πάτωμα κοντά του.
   "Τι σε φέρνει εδώ, καπετάνιε; Το Ματανσέρος;"
   Φαίνεται ότι ο Χάντερ έδειξε την έκπληξή του, γιατί ο Ψίθυρος ξέσπασε σε γέλια. Το γέλιο του Ψίθυρου ήταν ένας φρικτός ήχος, ένα ψιλό σφύριγμα σαν ατμός από τσαγερό. Καθώς γελούσε είχε γείρει το κεφάλι πίσω, αποκαλύπτοντας τη λευκή ουλή στο λαιμό του.
   "Σε ξάφνιασα, καπετάνιε; Παραξενεύεσαι που ξέρω;"
   "Ψίθυρε", είπε ο Χάντερ, "ξέρει κανείς άλλος;"
   "Μερικοί", απάντησε σφυριχτά ο Ψίθυρος. "Ή αν δεν ξέρουν, υποψιάζονται. Αλλά δεν καταλαβαίνουν. Άκουσα την ιστορία για το ταξίδι του Μόρτον".
   "Α!"
   "Θα πας, καπετάνιε;"
   "Πες μου για το Ματανσέρος, Ψίθυρε".
   "Θέλεις χάρτη;"
   "Ναι".
   "Δεκαπέντε σελίνια;"
   "Σύμφωνοι", είπε ο Χάντερ. Ήξερε ότι τελικά θα πλήρωνε είκοσι, προκειμένου να εξασφαλίσει τη φιλία του Ψίθυρου και τη σιωπή του σε περίπτωση που τον επισκεπτόταν κανείς. Και ο Ψίθυρος από την πλευρά του ήξερε τις υποχρεώσεις που αναλάμβανε γι' αυτά τα επιπλέον πέντε σελίνια. Ήξερε επίσης ότι ο Χάντερ θα τον σκότωνε, αν μιλούσε σε κανέναν άλλο για το Ματανσέρος.
   Ο Ψίθυρος πήρε ένα κομμάτι καραβόπανο και ένα κομμάτι κάρβουνο. Έβαλε το καραβόπανο στο γόνατό του και άρχισε να σκιτσάρει γρήγορα.

   Ο Δον Ντιέγο ντε Ραμάνο, γνωστός επίσης ως Μαυρομάτης ή απλώς ως «ο Εβραίος», καθόταν καμπουριασμένος πάνω από τον πάγκο του στο μαγαζί της Φάροου Στρητ. Κοίταξε με το μυωπικό του βλέμμα το μαργαριτάρι που κρατούσε με τον αντίχειρα και τον δείκτη του αριστερού του χεριού. Αυτά ήταν τα μόνα δάχτυλα που του είχαν απομείνει σ' αυτό το χέρι. "Είναι εξαιρετικής ποιότητας", είπε. Έδωσε πίσω το μαργαριτάρι στον Χάντερ. "Σε συμβουλεύω να το κρατήσεις".
   O Mαυρομάτης ανοιγόκλεινε συνέχεια τα μάτια του, που ήταν αδύναμα και κόκκινα, σαν του κουνελιού. Έτρεχαν συνέχεια δάκρυα και κάθε τόσο τα σκούπιζε. Το δεξί του μάτι είχε ένα μεγάλο μαύρο σημάδι κοντά στην κόρη, εξ ου και τ' όνομά του. "Αλλά αυτό το ξέρεις και μόνος σου, Χάντερ".
   "Πράγματι, Δον Ντιέγο".
   Ο Εβραίος κατένευσε και σηκώθηκε από τον πάγκο. Διέσχισε το στενό μαγαζί και έκλεισε την πόρτα προς τον δρόμο. Μετά έκλεισε τα παντζούρια του παραθύρου και γύρισε πάλι στον Χάντερ.
   "Λοιπόν;"
   "Πώς είναι η υγεία σου, Δον Ντέγο;"
   "Η υγεία μου, η υγεία μου", είπε ο Δον Ντιέγο βάζοντας τα χέρια του βαθιά στις τσέπες του φαρδιού χιτώνα που φορούσε. Ήταν ευαίσθητος για το ακρωτηριασμένο αριστερό του χέρι. "Η υγεία μου είναι αδιάφορη όπως πάντα. Αλλά κι αυτό το ξέρεις ήδη".
   "Πηγαίνει καλά το μαγαζί;" ρώτησε ο Χάντερ κοιτάζοντας τριγύρω. Υπήρχαν χοντροφτιαγμένα τραπέζια και πάνω τους ήταν απλωμένα χρυσά κοσμήματα. Ο Εβραίος είχε αυτό το μαγαζί σχεδόν δύο χρόνια τώρα.
   Ο Δον Ντιέγο κάθισε κάτω. Κοίταξε τον Χάντερ, χάιδεψε τη γενειάδα του και σκούπισε τα δάκρυά του. "Χάντερ", είπε, "μ' έσκασες. Μίλα επιτέλους".
   "Αναρωτιόμουν", είπε ο Χάντερ, "αν δουλεύεις ακόμη με μπαρούτι".
   "Μπαρούτι; Μπαρούτι;" Ο Εβραίος κοίταζε αφηρημένα μπροστά του, σαν να μην ήξερε το νόημα της λέξης. "Όχι", είπε. "Δε δουλεύω με μπαρούτι έπειτα απ' αυτό" -έδειξε το μαυρισμένο μάτι του- "κι αυτό". Σήκωσε το αριστερό χέρι με τα λειψά δάχτυλα. "Δε δουλεύω πια με μπαρούτι".
   "Μπορεί ν' αλλάξεις γνώμη;"
   "Ποτέ".
   "Το ποτέ είναι πολύς καιρός".
   "Όταν λέω ποτέ το εννοώ, Χάντερ".
   "Ούτε καν για ένα χτύπημα κατά του Καθάγια;"
   Ο Εβραίος γρύλισε. "Ο Καθάγια", είπε βαριά. "Ο Καθάγια είναι στο Ματανσέρος και δεν μπορείς να τον χτυπήσεις".
   "Θα τον χτυπήσω", είπε ήρεμα ο Χάντερ.
   "Το ίδιο έκανε κι ο Έντμοντς πέρσι". Ο Δον Ντιέγο έκανε μια γκριμάτσα με την ανάμνηση. Ήταν ένας από τους χρηματοδότες της επιχείρησης. Η επένδυσή του -πενήντα λίρες- είχε χαθεί. "Το Ματανσέρος είναι απρόσβλητο, Χάντερ. Μην αφήνεις τη ματαιοδοξία να σκοτεινιάζει τη λογική σου. Το φρούριο είναι απόρθητο". Σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά του. "Άλλωστε, δεν υπάρχει τίποτα εκεί".
   "Τίποτα στο φρούριο", είπε ο Χάντερ. "Στο λιμάνι όμως;"
   "Στο λιμάνι; Στο λιμάνι;" Ο Μαυρομάτης κοίταξε πάλι αφηρημένα μπροστά του. "Τι είναι στο λιμάνι; Α! Πρέπει να είναι τα πλοία με το θησαυρό που χάθηκαν στη θύελλα τον Αύγουστο, σωστά;"
   "Ένα από αυτά".
   "Πώς το ξέρεις αυτό;"
   "Το ξέρω".
   "Ένα μόνο πλοίο;" Ο Εβραίος ανοιγόκλεινε τα μάτια ακόμη πιο γρήγορα τώρα. Έξυσε τη μύτη του με το δείκτη του τραυματισμένου αριστερού χεριού του, σημάδι ότι ήταν χαμένος στις σκέψεις του. "Μάλλον θα είναι γεμάτο με καπνό και κανέλα", είπε σκυθρωπός.
   "Μάλλον είναι γεμάτο με χρυσό και μαργαριτάρια", απάντησε ο Χάντερ. "Αλλιώς θα είχε φύγει για την Ισπανία διακινδυνεύοντας να το πιάσουν. Ο λόγος που πήγε στο Ματανσέρος είναι επειδή ο θησαυρός είναι τόσο μεγάλος, που δε θέλουν να το ρισκάρουν".
   "Ίσως, ίσως..."
   Ο Χάντερ παρακολουθούσε τον Εβραίο προσεκτικά. Ο Δον Ντιέγο ήταν πολύ καλός ηθοποιός.
   "Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι έχεις δίκιο", είπε τελικά, "το πράγμα δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για μένα. Ένα πλοίο στο λιμάνι του Ματανσέρος είναι τόσο ασφαλές, όσο κι αν ήταν δεμένο στο Κάδιθ. Προστατεύεται από το φρούριο -και το φρούριο είναι απόρθητο".
   "Αυτό είναι αλήθεια", είπε ο Χάντερ. "Όμως τα κανόνια που φρουρούν το λιμάνι μπορούν να καταστραφούν -αν η υγεία σου είναι καλή και είσαι διατεθειμένος να δουλέψεις πάλι με μπαρούτι".
   "Με κολακεύεις".
   "Σίγουρα όχι".
   "Τι σχέση έχει η υγεία μου με όλα αυτά;"
   "Το σχέδιό μου", είπε ο Χάντερ, "έχει κάποιες δυσκολίες". 
   Ο Δον Ντιέγο συνοφρυώθηκε. "Εννοείς ότι πρέπει να 'ρθω μαζί σου;"
   "Φυσικά. Τι νόμισες;"
   "Νόμισα ότι ήθελες λεφτά. Θέλεις να 'ρθω;"
   "Είναι απαραίτητο, Δον Ντιέγο".
   Ο Εβραίος σηκώθηκε ξαφνικά. "Για να χτυπήσουμε τον Καθάγια", είπε γεμάτος έξαψη. Άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω.
   "Ονειρεύομαι το θάνατό του κάθε βράδυ εδώ και δέκα χρόνια, Χάντερ. Ονειρεύομαι..." σταμάτησε και κοίταξε τον Χάντερ. "Θα έχεις κι εσύ τους λόγους σου".
   "Όντως".
   "Αλλά μπορεί να γίνει. Είσαι σίγουρος;"
   "Είμαι, Δον Ντιέγο".
   "Τότε θέλω να ακούσω το σχέδιο", είπε ο Εβραίος ενθουσιασμένος. "Και θέλω να μάθω τι μπαρούτι θα χρειαστείς".
   "Θα χρειαστώ μια εφεύρεση", είπε ο Χάντερ. "Πρέπει να κατασκευάσεις κάτι που δεν υπάρχει".
   Ο Εβραίος σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του. "Πες μου", είπε. "Πες μου".

   Ο κύριος Έντερς, μπαρμπέρης - χειρουργός και δεξιοτέχνης του τιμονιού, ακούμπησε απαλά τη βδέλλα στο λαιμό του πελάτη του.
   Αυτός, γερμένος πίσω στο κάθισμα, με το πρόσωπό του σκεπασμένο με μια πετσέτα, γρύλισε μόλις την αισθάνθηκε να αγγίζει τη σάρκα του. Αμέσως η βδέλλα άρχισε να φουσκώνει από αίμα.
   Ο Έντερς άρχισε να σιγοτραγουδά. "Ορίστε", είπε. "Θα την αφήσουμε λίγο και θα νιώσετε πολύ καλύτερα. Θα δείτε. Θα αναπνέετε πιο εύκολα και θα εντυπωσιάσετε τις κυρίες".
   Χτύπησε απαλά το μάγουλο του πελάτη του κάτω από την πετσέτα.
   "Θα βγω έξω μια στιγμή να πάρω αέρα και θα γυρίσω αμέσως.
   Ο Έντερς βγήκε έξω γιατί είχε δει τον Χάντερ να του κάνει νόημα. Ήταν κοντός και οι κινήσεις του ήταν γρήγορες και ντελικάτες -έμοιαζε να χορεύει μάλλον παρά να περπατά. Είχε μια σχετική πελατεία στο λιμάνι, γιατί πολλοί από τους ασθενείς του επιζούσαν από τις περιποιήσεις του, σε αντίθεση με τους άλλους χειρουργούς. Όμως η μεγαλύτερη ικανότητά του και η μεγάλη του αγάπη ήταν το τιμόνι. Ήταν ένα σπάνιο πλάσμα, ένας γνήσιος καλλιτέχνης, ο τέλειος τιμονιέρης, ο άνθρωπος που γινόταν ένα με το πλοίο που οδηγούσε.
   "Χρειάζεσαι ξύρισμα, καπετάνιε;" ρώτησε τον Χάντερ.
   "Πλήρωμα χρειάζομαι".
   "Τότε βρήκες τον χειρουργό σου", είπε ο Έντερς. "Και ο σκοπός του ταξιδιού;"
   "Θα κόψουμε δέντρα μπακάμι", είπε ο Χάντερ και χαμογέλασε πλατιά.
   "Πάντα μου άρεσε να κόβω μπακάμι", απάντησε ο Έντερς. "Και ποιανού το μπακάμι θα κόψουμε;"
   "Του Καθάγια".
   Ο 'Εντερς έχασε αμέσως την εύθυμη διάθεσή του. "Του Καθάγια; Θα πας στο Ματανσέρος;"
   "Πιο σιγά", είπε ο Χάντερ κοιτάζοντας γύρω στο δρόμο.
   "Καπετάνιε, η αυτοκτονία είναι αμάρτημα ενώπιον του Θεού".
   "Ξέρεις ότι σε χρειάζομαι", είπε ο Χάντερ.
   "Όμως η ζωή είναι γλυκιά, καπετάνιε".
   "Το ίδιο κι ο χρυσός", απάντησε ο Χάντερ.
   Ο Έντερς έμεινε αμίλητος, συνοφρυωμένος. Ήξερε, όπως ήξερε και ο Εβραίος και όλοι οι άλλοι στο Πορτ Ρουαγιάλ, ότι δεν υπήρχε χρυσάφι στο φρούριο του Ματανσέρος. "Ίσως θα ήθελες να μου εξηγήσεις;"
   "Θα προτιμούσα όχι".
   "Πότε σαλπάρεις;"
   "Σε δυο μέρες".
   "Και θα μάθουμε τους λόγους στον Κόλπο του Ταύρου;"
   "Έχεις το λόγο μου".
   Ο Έντερς άπλωσε σιωπηλός το χέρι και ο Χάντερ το έσφιξε.
   Ξαφνικά ακούστηκαν γρυλίσματα και φασαρία από τον πελάτη μέσα στο μαγαζί. "Ωχ, τον καημένο", είπε ο Έντερς κι έτρεξε μέσα. Η βδέλλα είχε χοντρύνει από το αίμα και από πάνω της έσταζαν κόκκινες σταγόνες στο δάπεδο. Ο Έντερς την έβγαλε αμέσως και ο ασθενής ούρλιαξε. "Ορίστε, ορίστε, ηρεμήστε, εξοχότατε".
   "Είσαι ένας αναθεματισμένος πειρατής και παλιάνθρωπος", είπε ο σερ Τζέιμς Άλμοντ. Άρπαξε την πετσέτα από το πρόσωπό του και σκούπισε το λαιμό του.

   Η Λαζού ήταν σε ένα πορνείο στη Λάιμ Ρόουντ, περιτριγυρισμένη από γυναίκες που χασκογελούσαν. Ήταν Γαλλίδα, το όνομά της μια παραφθορά των λεξεων Les Yeux, γιατί τα μάτια της ήταν μεγάλα, λαμπερά και θρυλικά. Η Λαζού είχε εκπληκτική όραση. Πολλές φορές ο Χάντερ είχε καταφέρει να περάσει το πλοίο του ανάμεσα από υφάλους και ρηχά νερά χάρη στη βοήθειά της. Και επιπλέον, αυτό το ντελικάτο, σαν γάτα, πλάσμα ήταν εξαιρετική σκοπεύτρια.
   "Χάντερ", γρύλισε η Λαζού, με το ένα χέρι της να αγκαλιάζει μια αφράτη κοπέλα. "Κάθισε μαζί μας". Τα κορίτσια γέλασαν παίζοντας με τα μαλλιά τους.
   "Να πούμε δυο κουβέντες ιδιαιτέρως, Λαζού".
   "Είσαι τόσο βαρετός", είπε η Λαζού και φίλησε τα κορίτσια ένα ένα. "Θα γυρίσω, μωρά μου", τους είπε και πήγε με τον Χάντερ σε μια απόμερη γωνιά. Μια κοπέλα τους έφερε ένα κανάτι με ρούμι και δυο ποτήρια.
   Ο Χάντερ κοίταξε τα ανακατεμένα μαλλιά της Λαζού. "Είσαι μεθυσμένη;"
   "Όχι και τόσο, καπετάνιε", απάντησε αυτή μ' ένα βραχνό γέλιο. "Πες τι θέλεις".
   "Θα κάνω ένα ταξίδι σε δυο μέρες".
   "Ναι;" Η Λαζού φάνηκε να ξεμεθάει ξαφνικά. Τα μεγάλα μάτια της καρφώθηκαν διαπεραστικά στον Χάντερ. "Ένα ταξίδι για πού;"
   "Το Ματανσέρος".
   Η Λαζού γέλασε, ένα βαθύ, μπάσο γρύλισμα. Ήταν παράξενο να ακούς να βγαίνει ένας τέτοιος ήχος από ένα τόσο λεπτό σώμα.
   "Ματανσέρος σημαίνει «σφαγή» και τ' όνομα του ταιριάζει απ' ό,τι έχω ακούσει".
   "Παρ' όλα αυτά", είπε ο Χάντερ.
   "Οι λόγοι σου πρέπει να είναι σοβαροί".
   "Είναι".
   Η Λαζού έκανε ένα καταφατικό νεύμα, χωρίς να περιμένει να ακούσει περισσότερα. Ένας έξυπνος καπετάνιος δεν αποκαλύπτει πολλά πράγματα για την επιδρομή που σχεδιάζει, παρά μόνο αφού έχει σαλπάρει το πλοίο του.
   "Είναι οι λόγοι τόσο σοβαροί όσο μεγάλοι είναι και οι κίνδυνοι;"
   "Είναι, πράγματι".
   Η Λαζού κοίταξε ερευνητικά τον Χάντερ. "Και χρειάζεσαι μια γυναίκα σ' αυτό το ταξίδι;"
   "Γι' αυτό είμαι εδώ".
   Η Λαζού γέλασε πάλι, μετά έξυσε αφηρημένα τα μικρά της στήθη. Η Λαζού ντυνόταν, συμπεριφερόταν και πολεμούσε σαν άντρας, αλλά ήταν γυναίκα. Ελάχιστοι γνώριζαν την ιστορία της, αλλά ο Χάντερ ήταν ένας από αυτούς.
   Ήταν κόρη ενός ναυτικού από τη Βρετάνη. Ενώ ο πατέρας της έλειπε ταξίδι, η μητέρα της ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος και σε λίγο γέννησε ένα γιο. Όμως ο ναυτικός δε γύρισε ποτέ και κανείς δεν ξανάκουσε τίποτα γι' αυτόν. Έπειτα από μερικούς μήνες, η μητέρα της έμεινε έγκυος για δεύτερη φορά. Φοβούμενη το σκάνδαλο, μετακόμισε σε ένα άλλο χωριό στην επαρχία, όπου γέννησε μια κόρη, τη Λαζού.
   Πέρασε ένας χρόνος και ο γιος πέθανε. Στο μεταξύ η μητέρα της δεν είχε πια χρήματα και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο χωριό της και να ζήσει με τους γονείς της. Για να αποφύγει την ατίμωση, έντυσε τη Λαζού σαν αγόρι και κανείς στο χωριό δεν υποψιάστηκε την αλήθεια, ούτε καν οι παππούδες του παιδιού. Η Λαζού μεγάλωσε σαν αγόρι και στα δεκατρία έπιασε δουλειά ως αμαξάς για έναν ευγενή της περιοχής. Αργότερα κατατάχτηκε στο γαλλικό στρατό και έζησε αρκετά χρόνια ανάμεσα στους στρατιώτες, χωρίς να ανακαλύψει κανείς το μυστικό της. Τελικά -όπως έλεγε τουλάχιστον η ίδια- ερωτεύτηκε έναν όμορφο αξιωματικό του ιππικού και του αποκάλυψε το μυστικό της. Είχαν μια παθιασμένη σχέση, αλλά αυτός δεν την παντρεύτηκε ποτέ και, όταν χώρισαν, η Λαζού ήρθε στις Δυτικές Ινδίες, όπου ξαναθυμήθηκε την αρσενική της πλευρά.
   Σε μια πόλη όπως το Πορτ Ρουαγιάλ, ήταν αδύνατον να κρατήσεις για πολύ ένα τέτοιο μυστικό. Πράγματι, όλοι ήξεραν ότι η Λαζού ήταν γυναίκα. Άλλωστε, πολλές φορές, όταν έπαιρνε μέρος σε επιδρομές, συνήθιζε να γυμνώνει τα στήθη της για να σαστίζει και να τρομάζει τον εχθρό. Στο λιμάνι, όμως, όλοι της φέρονταν σαν άντρα και κανείς δεν το έκανε θέμα.
   Η Λαζού γέλασε. "Χάντερ, είσαι τρελός αν θέλεις να επιτεθείς στο Ματανσέρος".
   "Θα 'ρθεις;"
   Η Λαζού γέλασε πάλι. "Μόνο επειδή δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω", είπε και γύρισε στις πόρνες που χασκογελούσαν στο τραπέζι της.
   
   Ο Χάντερ βρήκε τον Μαυριτανό τις πρώτες πρωινές ώρες να παίζει μια παρτίδα γκλικ με δύο Ολλανδούς κουρσάρους σε μια χαρτοπαικτική λέσχη, το Γέλοου Σκαμπ.
   Ο Μαυριτανός, που λεγόταν επίσης Μπάσα, ήταν ένας πελώριος άντρας με τεράστιο κεφάλι, χοντρούς μυς στους ώμους και το στήθος και βαριά μπράτσα και χέρια, που αγκάλιαζαν τα χαρτιά της τράπουλας και τα έκαναν να μοιάζουν μικροσκοπικά. Τον αποκαλούσαν Μαυριτανό για λόγους που είχαν πια ξεχαστεί· και ακόμη κι αν ο Μπάσα είχε τη διάθεση να εξηγήσει πώς του είχαν κολλήσει αυτό το παρατσούκλι, δεν μπορούσε, γιατί του είχε κόψει τη γλώσσα ένας Ισπανός ιδιοκτήτης φυτείας στην Ισπανιόλα.
   Όλοι πάντως συμφωνούσαν στο ότι ο Μαυριτανός δεν ήταν πραγματικά Μαυριτανός, αλλά καταγόταν από μια περιοχή της Αφρικής, τη Νουβία, μια έρημο κατά μήκος του Νείλου, όπου ζούσαν γιγαντόσωμοι μαύροι.
   Το όνομά του, Μπάσα, ήταν ένα λιμάνι στην ακτή της Γουινέας όπου σταματούσαν μερικές φορές οι δουλέμποροι, αλλά όλοι πίστευαν ότι ο Μαυριτανός δεν μπορεί να καταγόταν από αυτό το μέρος, γιατί οι κάτοικοί του ήταν φιλάσθενοι και πολύ πιο ανοιχτόχρωμοι.
   Το γεγονός ότι ήταν μουγκός και επικοινωνούσε με χειρονομίες τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακός. Σε κάποιες περιπτώσεις, νεοφερμένοι στο λιμάνι νόμιζαν ότι ο Μπάσα ήταν όχι μόνο μουγκός αλλά και βλάκας και, καθώς ο Χάντερ παρακολουθούσε την παρτίδα του γκλικ, άρχισε να υποψιάζεται ότι αυτό ίσχυε και τώρα. Πήρε ένα κύπελλο με κρασί και κάθισε σε ένα διπλανό τραπέζι να απολαύσει το θέαμα.
   Οι Ολλανδοί ήταν δανδήδες, ντυμένοι με φίνα κολλητά παντελόνια και κεντητά μεταξωτά χιτώνια, κι έπιναν πολύ. Ο Μαυριτανός δεν είχε πιει καθόλου -δεν έπινε ποτέ. Έλεγαν ότι δεν άντεχε το ποτό και ότι μια φορά μέθυσε και σκότωσε πέντε άντρες με τα χέρια του μέχρι να συνέλθει. Κανείς δεν ήξερε αν αυτό ήταν αλήθεια, ήταν όμως σίγουρα αλήθεια ότι είχε σκοτώσει τον ιδιοκτήτη της φυτείας που του έκοψε τη γλώσσα, καθώς και τη γυναίκα του και το μισό προσωπικό του σπιτιού, πριν αποδράσει και φτάσει στα πειρατικά λιμάνια στη δυτική πλευρά της Ισπανιόλα, κι από εκεί στο Πορτ Ρουαγιάλ.
   Ο Χάντερ παρακολουθούσε τους Ολλανδούς. Έπαιζαν απερίσκεπτα, γελώντας και κάνοντας αστεία. Ο Μαυριτανός καθόταν απαθής με μια στοίβα χρυσά νομίσματα μπροστά του. Το γκλικ ήταν γρήγορο παιχνίδι που δε συγχωρούσε τα απρόσεκτα στοιχήματα. Και πραγματικά, καθώς ο Χάντερ παρακολουθούσε, ο Μαυριτανός τράβηξε τρία ίδια χαρτιά, τους τα έδειξε και μάζεψε τα λεφτά των Ολλανδών.
   Αυτοί τον κοίταξαν αμίλητοι για μια στιγμή και μετά φώναξαν και οι δύο "Κλέφτη!" σε κάμποσες γλώσσες. Ο Μαυριτανός έκανε ήρεμα ένα αρνητικό νεύμα με το τεράστιο κεφάλι του κι έβαλε τα λεφτά στην τσέπη.
   Οι Ολλανδοί επέμειναν να παίξουν άλλη μια παρτίδα, αλλά ο Μαυριτανός με μια χειρονομία τους έδειξε ότι δεν τους είχαν μείνει άλλα λεφτά.
   Τότε οι Ολλανδοί έγιναν εριστικοί, άρχισαν να φωνάζουν και να δείχνουν τον Μαυριτανό. Ο Μπάσα τους κοίταζε ατάραχος.
   Την ίδια στιγμή πλησίασε ένα παιδί που δούλευε εκεί και ο Μαυριτανός του έδωσε ένα χρυσό δουβλόνι.
   Οι Ολλανδοί δεν κατάλαβαν ότι ο Μπάσα πλήρωνε προκαταβολικά για τη ζημιά που μπορεί να προκαλούσε. Το παιδί πήρε το νόμισμα και απομακρύνθηκε για να κρατήσει μια απόσταση ασφαλείας.
   Οι Ολλανδοί είχαν σηκωθεί τώρα και φώναζαν βρισιές στον Μαυριτανό, που ήταν ακόμη καθισμένος στο τραπέζι. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο, αλλά τα μάτια του πήγαιναν από τον ένα στον άλλον. Οι Ολλανδοί άπλωσαν τα χέρια και απαιτούσαν τα λεφτά τους.
   Ο Μπάσα έκανε ένα αρνητικό νεύμα.
   Ο ένας Ολλανδός τράβηξε ένα στιλέτο από τη ζώνη του και το κούνησε απειλητικά μπροστά στο πρόσωπο του Μαυριτανού, μερικά μόλις εκατοστά από τη μύτη του. Αυτός παρέμεινε ατάραχος.
   Καθόταν εντελώς ακίνητος, με τα χέρια διπλωμένα μπροστά του πάνω στο τραπέζι.
   Ο άλλος Ολλανδός πήγε να τραβήξει μια πιστόλα από τη ζώνη του και τότε ο Μαυριτανός πετάχτηκε πάνω. Άρπαξε το στιλέτο που κρατούσε ακόμα ο Ολλανδός, το γύρισε προς τα κάτω και το κάρφωσε στο τραπέζι εφτά πόντους βαθιά μέσα στο ξύλο. Μετά χτύπησε τον δεύτερο Ολλανδό στο στομάχι. Αυτός διπλώθηκε στα δύο βήχοντας και η πιστόλα του έπεσε. Ο Μαυριτανός τον κλότσησε στο πρόσωπο και ο Ολλανδός εκτοξεύθηκε στην άλλη άκρη του δωματίου. Μετά γύρισε στον πρώτο Ολλανδό, που παρακολουθούσε με μάτια διάπλατα από τρόμο. Ο Μπάσα τον σήκωσε στον αέρα ψηλά πάνω από το κεφάλι του, πήγε στην πόρτα και τον πέταξε έξω στο δρόμο, όπου προσγειώθηκε μπρούμυτα μέσα στη λάσπη.
   Κατόπιν γύρισε πάλι μέσα, ξεκάρφωσε το στιλέτο από το τραπέζι και το πέρασε στη ζώνη του. Μετά πήγε και κάθισε δίπλα στον Χάντερ. Μόνο τότε χαμογέλασε.
   "Καινούριοι", είπε ο Χάντερ.
   Ο Μαυριτανός κατένευσε χαμογελώντας πλατιά. Στη συνέχεια συνοφρυώθηκε και έδειξε τον Χάντερ με μια ερωτηματική έκφραση.
   "Ήρθα να σε δω".
   Ο Μαυριτανός σήκωσε τους ώμους.
   "Φεύγουμε σε δυο μέρες".
   Ο Μαυριτανός σούφρωσε τα χείλια σχηματίζοντας μια λέξη: Πού;
   "Για το Ματανσέρος", απάντησε ο Χάντερ. Ο Μαυριτανός τον κοίταξε ενοχλημένος.
   "Δε σ' ενδιαφέρει;"
   Ο Μπάσα χαμογέλασε και πέρασε το δάχτυλο μπροστά από το λαιμό του.
   "Σου λέω ότι γίνεται", είπε ο Χάντερ. "Φοβάσαι τα ύψη;"
   Ο Μπάσα κούνησε τα χέρια του σαν να ανέβαινε σ' ένα σχοινί και έκανε ένα αρνητικό νεύμα.
   "Δεν εννοώ ν' ανέβεις σε ξάρτια", είπε ο Χάντερ. "Εννοώ έναν γκρεμό. Ψηλό γκρεμό. Γύρω στα εκατό μέτρα".
   Ο Μαυριτανός έξυσε το μέτωπό του. Κοίταξε το ταβάνι, προφανώς προσπαθώντας να φανταστεί το ύψος του γκρεμού. Τελικά κατένευσε.
   "Μπορείς;"
   Άλλο ένα καταφατικό νεύμα.
   "Ακόμη και με δυνατό άνεμο; Ωραία. Τότε θα 'ρθεις μαζί μας".
   Ο Χάντερ πήγε να σηκωθεί, αλλά ο Μαυριτανός τον έσπρωξε πίσω στην καρέκλα. Κουδούνισε τα νομίσματα στην τσέπη του κι έκανε μια ερωτηματική κίνηση με το χέρι.
   "Μην ανησυχείς", είπε ο Χάντερ. "Αξίζει τον κόπο".
   Ο Μαυριτανός χαμογέλασε.

   Ο Χάντερ βρήκε τον Σανσόν σ' ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο  του Κουίνς Αρμς. Χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Άκουσε ένα χαχανητό κι έναν στεναγμό και χτύπησε πάλι.
   Μια απρόσμενα ψιλή φωνή φώναξε: "Φύγε, π' ανάθεμά σε".
   Ο Χάντερ δίστασε, μετά χτύπησε ξανά.
   "Να πάρει η οργή, ποιος είναι;" ακούστηκε η ίδια φωνή από μέσα.
   "Ο Χάντερ".
   "Να πάρει. Πέρνα μέσα, Χάντερ".
   Ο Χάντερ άνοιξε την πόρτα διάπλατα, αλλά δεν μπήκε. Περίμενε δίπλα στην πόρτα και μια στιγμή αργότερα είδε το δοχείο νυκτός μαζί με το περιεχόμενό του να περνούν πετώντας από μπροστά του.
   Άκουσε ένα σιγανό γέλιο μέσα από το δωμάτιο. "Προσεκτικός όπως πάντα, Χάντερ. Εσύ θα ζήσεις πιο πολύ απ' όλους μας. Μπες".
   Ο Χάντερ μπήκε στο δωμάτιο. Στο φως ενός κεριού, είδε τον Σανσόν μισοξαπλωμένο στο κρεβάτι δίπλα σε μια ξανθιά κοπέλα.
   "Μας διέκοψες, τέκνον μου", είπε ο Σανσόν. "Ας ευχηθούμε ότι έχεις σοβαρούς λόγους".
   "Έχω", είπε ο Χάντερ.
   Ακολούθησε μια στιγμή αμήχανης σιωπής ενώ οι δυο άντρες κοιτάζονταν αμίλητοι. Ο Σανσόν έξυσε την πυκνή μαύρη γενειάδα του. "Πρέπει να μαντέψω μόνος μου το λόγο;"
   "Όχι", είπε ο Χάντερ και κοίταξε την κοπέλα.
   "Α", είπε ο Σανσόν. Γύρισε στην κοπέλα. "Ντελικάτο μου λουλούδι..." είπε. Φίλησε τ' ακροδάχτυλά της και της έδειξε την πόρτα.
   Ο κοπέλα πετάχτηκε γυμνή από το κρεβάτι, άρπαξε βιαστικά τα ρούχα της και βγήκε τρέχοντας έξω.
   "Υπέροχο πλάσμα", είπε ο Σανσόν.
   Ο Χάντερ έκλεισε την πόρτα.
   "Είναι Γαλλίδα, ξέρεις", είπε ο Σανσόν. "Οι Γαλλίδες είναι οι καλύτερες ερωμένες, δε συμφωνείς;"
   "Σίγουρα είναι οι καλύτερες πόρνες".
   Ο Σανσόν γέλασε. Ήταν μεγαλόσωμος, βαρύς και σκοτεινός -μαύρα μαλλιά, μαύρα φρύδια που συναντιούνταν πάνω από τη μύτη του, μαύρη γενειάδα, μελαψό δέρμα. Αλλά η φωνή του ήταν απρόσμενα ψιλή, ιδιαίτερα όταν γελούσε. "Δεν μπορώ να σε πείσω ότι οι Γαλλίδες είναι ανώτερες από τις Αγγλίδες;"
   "Μόνο από την άποψη ότι έχουν περισσότερες αρρώστιες".
   Ο Σανσόν γέλασε τρανταχτά. "Το χιούμορ σου είναι πολύ ιδιαίτερο, Χάντερ. Θα πιεις ένα ποτήρι κρασί μαζί μου;"
   "Eυχαρίστως".
   Ο Σανσόν έβαλε κρασί από ένα μπουκάλι που είχε στο κομοδίνο. Ο Χάντερ πήρε το ποτήρι και το σήκωσε για να κάνει πρόποση. "Στην υγειά σου".
   "Και στη δική σου", είπε ο Σανσόν και ήπιαν χωρίς να πάρουν το βλέμμα τους ο ένας απ' τον άλλον.
   Ο Χάντερ από την πλευρά του δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στον Σανσόν. Βασικά, δεν ήθελε να τον πάρει μαζί του, αλλά ο Γάλλος ήταν απαραίτητος για να επιτύχει το όλο εγχείρημα. Ο Σανσόν, ανεξάρτητα από την περηφάνια, τη ματαιοδοξία και τους κομπασμούς του, ήταν ο πιο ανελέητος φονιάς σε όλη την Καραϊβική. Μάλιστα, καταγόταν από οικογένεια Γάλλων δημίων.
   Ακόμη και το όνομά του -Σανσόν, που σήμαινε «χωρίς ήχο» προερχόταν από την ικανότητά του να σκοτώνει αθόρυβα. Η φήμη του ήταν μεγάλη και όλοι τον φοβούνταν. Έλεγαν ότι ο πατέρας του, ο Σαρλ Σανσόν, ήταν δήμιος του βασιλιά στη Διέπη. Έλεγαν ότι ο ίδιος ο Σανσόν ήταν ιερέας στη Λιέγη για ένα διάστημα, μέχρι που οι ερωτοδουλειές του με τις καλόγριες μιας κοντινής μονής τον ανάγκασαν να φύγει από τη χώρα.
   Όμως στο Πορτ Ρουαγιάλ δεν έδιναν σημασία στο παρελθόν κανενός. Εδώ ο Σανσόν ήταν γνωστός για την επιδεξιότητά του στο σπαθί, την πιστόλα και τη βαλλίστρα, το αγαπημένο του όπλο.
   Ο Σανσόν γέλασε πάλι. "Λοιπόν, τέκνον μου. Πες μου τι σε προβληματίζει".
   "Φεύγω σε δυο μέρες. Για το Ματανσέρος".
   Ο Σανσόν δε γέλασε. "Θέλεις να 'ρθω μαζί σου στο Ματανσέρος;"
   "Ναι".
   Ο Σανσόν έβαλε κι άλλο κρασί. "Δε θέλω να πάω εκεί", είπε. "Κανείς λογικός άνθρωπος δε θέλει να πάει στο Ματανσέρος. Γιατί θέλεις να πας στο Ματανσέρος;"
   Ο Χάντερ δε μίλησε.
   Ο Σανσόν κοίταξε τα πόδια του συνοφρυωμένος· κούνησε τα δάχτυλα. "Πρέπει να είναι τα ισπανικά πλοία", είπε τελικά. "Τα γαλιόνια που χάθηκαν στην καταιγίδα κατάφεραν να φτάσουν στο Ματανσέρος. Αυτό είναι;"
   Ο Χάντερ σήκωσε τους ώμους.
   "Είσαι προσεκτικός, βλέπω", είπε ο Σανσόν. "Καλά λοιπόν, ποιοι είναι οι όροι σου γι' αυτή την τρελή επιδρομή;"
   "Θα σου δώσω τέσσερα μερίδια".
   "Τέσσερα; Είσαι τσιγκούνης, καπετάνιε. Θίγεται η περηφάνια μου όταν μου λες ότι αξίζω μόνο τέσσερα μερίδια..."
   "Πέντε", είπε ο Χάντερ με τον αέρα ανθρώπου που αναγκάζεται να υποχωρήσει.
   "Πέντε; Ας πούμε οκτώ να τελειώνουμε".
   "Ας πούμε πέντε να τελειώνουμε".
   "Χάντερ, είναι αργά και δεν έχω μεγάλη υπομονή. Να πούμε εφτά;"
   "Έξι".
   "Να πάρει, παραείσαι τσιγκούνης".
   "Έξι", επανέλαβε ο Χάντερ.
   "Επτά. Πιες άλλο ένα κρασί".
   Ο Χάντερ τον κοίταξε και αποφάσισε ότι δεν είχε σημασία.
   Θα ήταν πιο εύκολο να τον ελέγχει αν ο Σανσόν πίστευε ότι είχε παζαρέψει καλά, ενώ αντίθετα θα ήταν δύσκολος και στριμμένος αν πίστευε ότι είχε αδικηθεί.
   "Επτά, λοιπόν", είπε ο Χάντερ.
   "Φίλε μου, είσαι πολύ λογικός". Ο Σανσόν άπλωσε το χέρι του. "Και τώρα πες μου πώς θα επιτεθείς".
   Ο Σανσόν άκουσε το σχέδιο χωρίς να πει λέξη και, όταν τέλειωσε ο Χάντερ, χτύπησε το μηρό του ενθουσιασμένος και αποφάνθηκε: "Είναι αλήθεια τελικά αυτό που λένε για την ισπανική τεμπελιά, τη γαλλική κομψότητα και την αγγλική πονηριά".
   "Νομίζω ότι το σχέδιο θα πιάσει", είπε ο Χάντερ.
   "Δεν αμφιβάλλω καθόλου", είπε ο Σανσόν.
   Όταν ο Χάντερ αποχώρησε, είχε αρχίσει να χαράζει.

   Ο Εβραίος είχε εγκατασταθεί στον κόλπο Σάτερ, ανατολικά του λιμανιού. Ο Χάντερ διέκρινε τη θέση του από μακριά χάρη στον πυκνό καπνό που υψωνόταν πάνω από τα πράσινα δέντρα και τις εκρήξεις που ακούγονταν πού και πού.
   Έφτασε σ' ένα μικρό ξέφωτο και βρήκε τον Εβραίο στη μέση μιας αλλόκοτης σκηνής. Γύρω του ψόφια ζώα κάθε είδους βρομούσαν κάτω από τον καυτό μεσημεριανό ήλιο. Από τη μία μεριά υπήρχαν τρία βαρελάκια με νίτρο, κάρβουνο και θειάφι. Μέσα στα ψηλά χόρτα φαίνονταν σκόρπια κομμάτια γυαλί. Και ο Εβραίος δούλευε πυρετωδώς, με τα ρούχα και το πρόσωπό του γεμάτα αίματα και μουντζούρες από τον καπνό του μπαρουτιού.
   Ο Χάντερ ξεπέζεψε και κοίταξε γύρω του. "Για όνομα του Θεού τι κάνεις;"
   "Αυτό που μου ζήτησες", είπε ο Μαυρομάτης και χαμογέλασε. "Μην ανησυχείς, δε θα σε απογοητεύσω. Έλα να σου δείξω. Αρχικά μου ανέθεσες να φτιάξω ένα μακρύ και βραδυφλεγές φιτίλι, σωστά;"
   Ο Χάντερ κατένευσε.
   "Τα συνηθισμένα φιτίλια είναι άχρηστα", είπε ο Εβραίος. "Θα μπορούσες να απλώσεις μια γραμμή μπαρούτι, αλλά καίγεται πολύ γρήγορα. Ή, αντίστροφα, θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις ένα κομμάτι κορδόνι ή σπάγκο βουτηγμένο σε νίτρο. Αλλά αυτό καίγεται πάρα πολύ αργά και η φλόγα συχνά είναι πολύ αδύναμη για να αναφλέξει το τελικό υλικό. Με παρακολουθείς;"
   "Ναι".
   "Ωραία. Μπορούμε να έχουμε μια μέτρια φλόγα και επίσης μέτρια ταχύτητα καύσης, αν αυξήσουμε την αναλογία του θειαφιού στο μπαρούτι. Αλλά είναι γνωστό ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε σ' ένα τέτοιο μείγμα. Δε θα θέλαμε να σβήσει η φλόγα".
   "Όχι".
   "Δοκίμασα με πολλά μουλιασμένα κορδόνια και φιτίλια και υφάσματα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κανένα δεν είναι σίγουρο. Έτσι αναζήτησα κάτι που να μπορούμε να βάλουμε μέσα του το μπαρούτι. Και βρήκα αυτό". Σήκωσε ένα λεπτό πράγμα σαν λευκό σπάγκο. "Έντερο αρουραίου", είπε χαμογελώντας πανευτυχής. "Το στέγνωσα πάνω από ζεστά κάρβουνα ώστε να χάσει όλα του τα υγρά, αλλά να διατηρήσει την ευκαμψία του. Έτσι, αν βάλουμε μια ποσότητα μπαρουτιού μέσα στο έντερο, έχουμε ένα καλό φιτίλι. Περίμενε να σου δείξω".
   Πήρε ένα κομμάτι έντερο γύρω στο ένα μέτρο. Φαινόταν λευκό αλλά στο εσωτερικό του διακρινόταν το σκούρο μπαρούτι. Το άπλωσε στο έδαφος και άναψε τη μια άκρη.
   Το φιτίλι άρχισε να καίγεται αθόρυβα, χωρίς τσιτσίρισμα, και όντως καιγόταν αργά, όχι πάνω από τρία με πέντε εκατοστά σε διάστημα ενός λεπτού.
   Ο Εβραίος χαμογέλασε πλατιά. "Βλέπεις;"
   "Έχεις κάθε λόγο να είσαι περήφανος", είπε ο Χάντερ. "Μπορεί να μεταφερθεί αυτό το φιτίλι;"
   "Ναι, ακίνδυνα", απάντησε ο Εβραίος. "Το μόνο πρόβλημα είναι ο χρόνος. Αν το έντερο στεγνώσει πολύ, γίνεται εύθραυστο και μπορεί να ανοίξει. Αυτό συμβαίνει έπειτα από μια μέρα περίπου".
   "Τότε πρέπει να πάρουμε μαζί μας μια ποσότητα αρουραίους".
   "Έτσι πιστεύω κι εγώ", είπε ο Εβραίος. "Και τώρα σου έχω άλλη μια έκπληξη, κάτι που δε μου ζήτησες. Ίσως δεν μπορείς να βρεις κάποια χρήση για κάτι τέτοιο, αλλά προσωπικά νομίζω ότι είναι εξαιρετική επινόηση". Έκανε μια παύση. "Έχεις ακούσει για ένα γαλλικό όπλο, τη γρανάτα;"
   "Όχι", είπε ο Χάντερ. "Τι είναι, δηλητηριασμένο φρούτο;" Η «γρανάτα» του θύμισε τη γαλλική λέξη για το «ρόδι» και τελευταία τα δηλητήρια ήταν πολύ διαδεδομένα στην Αυλή του Λουδοβίκου.
   "Κατά μία άποψη", είπε ο Εβραίος μ' ένα αμυδρό χαμόγελο. "Λέγεται έτσι επειδή μοιάζει με τους σπόρους που υπάρχουν μέσα στο ρόδι. Είχα ακούσει ότι υπάρχει όντως αυτό το πράγμα, αλλά η κατασκευή του είναι επικίνδυνη. Τα κατάφερα όμως. Θέλει προσοχή στην αναλογία του νίτρου. Περίμενε να σου δείξω".
   Ο Εβραίος πήρε ένα άδειο γυάλινο μπουκάλι με κοντό λαιμό. Έριξε μέσα μια χούφτα βόλια και μερικά κομμάτια μέταλλο. Καθώς δούλευε είπε: "Δε θα ήθελα να σχηματίσεις κακή γνώμη για μένα από αυτό που θα δεις τώρα. Έχεις ακούσει για την Κομπλισιδάδ Γκράντε, τη «Μεγάλη Συνωμοσία» στο Περού;"
   "Ελάχιστα πράγματα".
   "Η ιστορία άρχισε με τον γιο μου", είπε ο Εβραίος κάνοντας μια γκριμάτσα καθώς ετοίμαζε τη γρανάτα. "Τον Αύγουστο του 1639 ο γιος μου είχε ήδη απαρνηθεί την εβραϊκή πίστη. Ζούσε στη Λίμα του Περού, στη Νέα Ισπανία. Ήταν πλούσιος. Και είχε εχθρούς. Στις έντεκα Αυγούστου τον συνέλαβαν". Ο Εβραίος έριξε κι άλλα βόλια μέσα στο μπουκάλι. "Τον κατηγόρησαν ότι ήταν κρυφο-Εβραίος. Έλεγαν ότι δεν πουλούσε το Σάββατο και δεν έτρωγε μπέικον στο πρωινό του. Του έβαλαν την ταμπέλα του εξιουδαϊστή. Τον βασάνισαν. Του έκαψαν τα πόδια φορώντας του σιδερένια πυρωμένα παπούτσια. Ομολόγησε". Ο Εβραίος γέμισε το μπουκάλι με μπαρούτι και το σφράγισε με λιωμένο κερί. "Τον φυλάκισαν έξι μήνες", συνέχισε. "Το 1640, τον Ιανουάριο, έκαψαν έντεκα άτομα στην πυρά. Οι επτά ήταν ζωντανοί. Ένας από αυτούς ήταν ο γιος μου. Ο Καθάγια ήταν ο διοικητής της φρουράς που επέβλεπε την εκτέλεση. Η περιουσία του γιου μου κατασχέθηκε. Η γυναίκα του και τα παιδιά του... εξαφανίστηκαν".
   Ο Εβραίος έριξε μια ματιά στον Χάντερ και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του. "Τώρα πια δεν πενθώ", είπε. "Αλλά έτσι ίσως θα καταλάβεις καλύτερα αυτό εδώ". Σήκωσε τη γρανάτα και της έβαλε ένα κοντό φιτίλι. 
   "Καλά θα κάνεις  να καλυφθείς πίσω από κείνους τους θάμνους", είπε ο Εβραίος. Ο Χάντερ κρύφτηκε και είδε τον Εβραίο να βάζει το μπουκάλι πάνω σ' ένα βράχο, ν' ανάβει το φιτίλι και μετά να τρέχει μανιασμένα για να κρυφτεί κι αυτός δίπλα του.
   Κοίταξαν και οι δύο το μπουκάλι.
   "Τι θα γίνει;" είπε ο Χάντερ.
   "Κοίτα", είπε ο Εβραίος χαμογελώντας πλατιά για πρώτη φορά.
   Μια στιγμή αργότερα, το μπουκάλι έσκασε. Γυαλιά και μέταλλα εκτοξεύτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Χάντερ και ο Εβραίος έσκυψαν χαμηλά, ακούγοντας τα θραύσματα να χτυπούν στα φυλλώματα από πάνω τους.
   Όταν ο Χάντερ σήκωσε πάλι το κεφάλι του, είχε χάσει το χρώμα του. "Θεέ και Κύριε", είπε.
   "Σίγουρα δεν είναι όπλο για έναν τζέντλεμαν", είπε ο Εβραίος. "Δεν προκαλεί βλάβες σε πράγματα πιο ανθεκτικά από την ανθρώπινη σάρκα". 
   Ο Χάντερ τον κοίταξε με περιέργεια.
   "Αλλά οι Ισπανοί τ' αξίζουν κάτι τέτοια", είπε ο Εβραίος. "Λοιπόν, ποια είναι η γνώμη σου για τη γρανάτα;"
   Ο Χάντερ το σκέφτηκε για μια στιγμή. Όλα του τα ένστικτα επαναστατούσαν ενάντια σε ένα τόσο απάνθρωπο όπλο. Όμως θα πήγαινε με εξήντα άντρες να καταλάβει ένα πλοίο σ' ένα οχυρό του εχθρού: εξήντα άντρες εναντίον ενός φρουρίου με τριακόσιους στρατιώτες και, επιπλέον, άλλους διακόσιους ή τριακόσιους άντρες του πληρώματος του πλοίου.
   "Φτιάξε μου μια ντουζίνα", είπε. "Συσκεύασέ τες για το ταξίδι και μην το πεις σε κανέναν. Αυτό θα είναι το μυστικό μας".
   Ο Εβραίος χαμογέλασε.
   "Θα την πάρεις την εκδίκησή σου, Δον Ντιέγο", είπε ο Χάντερ. Μετά καβάλησε το άλογό του κι έφυγε.

   Ο Χάντερ επέβλεπε τον εφοδιασμό του πλοίου του μέχρι αργά τη νύχτα, υπό το φως των δαυλών.
   Τα τέλη ελλιμενισμού στο Πορτ Ρουαγιάλ ήταν υψηλά, έτσι ένα συνηθισμένο εμπορικό πλοίο μπορούσε να δέσει σε ντόκο μερικές ώρες μόνο για να φορτώσει ή να ξεφορτώσει. Όμως το μικρό σλουπ του Χάντερ πέρασε δώδεκα ολόκληρες ώρες δεμένο στην αποβάθρα και ο Χάντερ δεν πλήρωσε τίποτα. Αντίθετα μάλιστα, ο Σάιρους Πίτκιν, ο ιδιοκτήτης της αποβάθρας, εξέφρασε τη χαρά του που του πρόσφερε τον χώρο και, για να τον ενθαρρύνει ακόμη περισσότερο να δεχτεί τη γενναιόδωρη προσφορά του, του έδωσε δωρεάν και πέντε βαρέλια με νερό.
   Ο Χάντερ δέχτηκε ευγενικά. Ήξερε ότι ο Πίτκιν δεν ήταν πραγματικά γενναιόδωρος. Θα περίμενε κάποια αμοιβή μετά την επιστροφή του Κασσάνδρα -και θα του την έδινε.
   Με το ίδιο σκεπτικό δέχτηκε ένα βαρέλι παστό χοιρινό από τον Όουτς, έναν αγρότη του νησιού. Και δέχτηκε ακόμη ένα βαρελάκι μπαρούτι από τον Ρένφριου, τον οπλοποιό. Όλα αυτά έγιναν με εξεζητημένη αβρότητα, αλλά ταυτόχρονα όλοι είχαν τα μάτια τους δεκατέσσερα για να εκτιμήσουν την αξία των προσφορών και να υπολογίσουν σε τι μπορούσαν να προσδοκούν.
   Κι ενώ αυτές οι συμφωνίες ανταλλαγής λάβαιναν χώρα, ο Χάντερ ανέκρινε όλα τα μέλη του πληρώματος και έβαλε τον Έντερς να τους εξετάσει, για να είναι σίγουρος ότι ήταν υγιείς πριν τους επιτρέψει να επιβιβαστούν. Ο Χάντερ έλεγξε επίσης όλες τις προμήθειες, ανοίγοντας ένα ένα τα βαρέλια με το χοιρινό και το νερό, μυρίζοντας το περιεχόμενο και βουτώντας το χέρι του μέχρι τον πάτο, για να βεβαιωθεί ότι ήταν γεμάτα μέχρι κάτω. Δοκίμασε επίσης όλα τα βαρέλια του νερού και βεβαιώθηκε ότι οι γαλέτες ήταν φρέσκιες και χωρίς ζωύφια.
   Σε ένα υπερπόντιο ταξίδι, ο καπετάνιος δεν μπορούσε να εξετάσει μόνος του τις προμήθειες. Ένα τέτοιο ταξίδι απαιτούσε κυριολεκτικά τόνους τροφής και νερού για τους επιβάτες και ένα μεγάλο μέρος του κρέατος ανέβαινε στο πλοίο ζωντανό, κακαρίζοντας και μουγκρίζοντας.
   Όμως οι κουρσάροι ταξίδευαν διαφορετικά. Τα μικρά σκάφη τους ήταν γεμάτα άντρες και οι προμήθειες ήταν λίγες. Ένας κουρσάρος δεν είχε την απαίτηση να τρώει καλά στο ταξίδι. Μερικές φορές, μάλιστα, δεν έπαιρναν καθόλου τρόφιμα και ξεκινούσαν με τη βεβαιότητα ότι θα έβρισκαν προμήθειες, λεηλατώντας ένα άλλο πλοίο ή κάποια πόλη.
   Επίσης οι κουρσάροι δεν ήταν βαριά οπλισμένοι. Το Κασσάνδρα, ένα σλουπ εβδομήντα ποδιών, είχε τέσσερις ιέρακες, περιστρεφόμενα κανόνια τοποθετημένα στην πλώρη και στην πρύμνη.
   Αυτά ήταν ο μοναδικός οπλισμός του και, προφανώς, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με ένα πολεμικό πλοίο πέμπτης ή έκτης κλάσης. Όμως οι κουρσάροι στηρίζονταν στην ταχύτητα και την ευελιξία -και το μικρό βύθισμα- για να ξεφύγουν από τους πιο επικίνδυνους αντιπάλους τους. Μπορούσαν να ταξιδέψουν πιο όρτσα από ένα μεγαλύτερο πολεμικό πλοίο και μπορούσαν, επίσης, να μπουν σε ρηχά λιμάνια και κανάλια, όπου ένα πιο μεγάλο σκάφος δεν μπορούσε να τους καταδιώξει.
   Στην Καραϊβική πάντα υπήρχε κάπου κοντά ένα νησί με τον προστατευτικό δακτύλιο των κοραλλιογενών υφάλων του και έτσι αισθάνονταν αρκετά ασφαλείς.
   Ο Χάντερ επέβλεπε τη φόρτωση του πλοίου μέχρι τα χαράματα σχεδόν. Κατά διαστήματα, όταν μαζεύονταν περίεργοι, φρόντιζε να τους διώχνει. Το Πορτ Ρουαγιάλ ήταν γεμάτο κατασκόπους και οι Ισπανοί άποικοι πλήρωναν αδρά, προκειμένου να τους προειδοποιούν για επικείμενες επιδρομές. Πάντως ο Χάντερ δεν ήθελε επ' ουδενί να δει κανείς τα ασυνήθιστα εφόδια που φόρτωναν -τα σχοινιά, τις άρπαγες και τα παράξενα μπουκάλια που είχε φέρει ο Εβραίος σε κιβώτια.
   Αυτά τα κιβώτια του Εβραίου αποθηκεύτηκαν μέσα σε ένα σάκο από καραβόπανο και τοποθετήθηκαν στο αμπάρι, για να μη μπορούν να τα δουν ούτε καν οι ναύτες του πλοίου. Όπως είχε πει ο Χάντερ στον Δον Ντιέγο, αυτό ήταν «το μικρό τους μυστικό».
   Καθώς χάραζε, ο Έντερς, που παρά την πολύωρη δουλειά τριγύριζε παντού φρέσκος ακόμη με το παράξενο γυρτό του περπάτημα, πλησίασε τον Χάντερ. "Με συγχωρείς, καπετάνιε, αλλά ένας ξυλοπόδαρος ζητιάνος στέκεται δίπλα στην αποθήκη σχεδόν όλη τη νύχτα".
   Ο Χάντερ κοίταξε το κτίριο, που ήταν ακόμη σκοτεινό μέσα στο χάραμα. Οι αποβάθρες δεν ήταν κατάλληλο μέρος για να ζητιανεύει κανείς. "Τον ξέρεις;"
   "Όχι, καπετάνιε".
   Ο Χάντερ συνοφρυώθηκε. Κάτω από άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να στείλει τον ζητιάνο στον κυβερνήτη και να ζητήσει να τον βάλουν φυλακή για μερικές βδομάδες. Όμως ήταν χαράματα, ο κυβερνήτης θα κοιμόταν ακόμη και δε θα του άρεσε να τον ενοχλήσουν. "Μπάσα", φώναξε.
   Η πελώρια μορφή του Μαυριτανού εμφανίστηκε ως δια μαγείας δίπλα του.
   "Βλέπεις τον ζητιάνο με το ξύλινο πόδι;"
   Ο Μπάσα κατένευσε.
   "Σκότωσέ τον".
   Ο Μπάσα απομακρύνθηκε και ο Χάντερ γύρισε στον Έντερς, που αναστέναξε.
   "Είναι όντως η καλύτερη λύση, καπετάνιε", είπε και επανέλαβε την παλιά παροιμία: "Καλύτερα ένα ταξίδι να αρχίζει με αίμα παρά να τελειώνει με αίμα".
   "Φοβάμαι ότι μπορεί να έχουμε μπόλικο και στην αρχή και στο τέλος", αποφάνθηκε ο Χάντερ κουνώντας το κεφάλι του και γύρισε πάλι στη δουλειά του.
   Όταν το Κασσάνδρα σάλπαρε μισή ώρα αργότερα, με τη Λαζού στην πλώρη να προσέχει για τους υφάλους του ακρωτηρίου Πέλικαν μέσα στο αμυδρό πρωινό φως, ο Χάντερ κοίταξε πίσω προς την αποβάθρα και το λιμάνι. Η πόλη κοιμόταν ειρηνικά. Οι φανοκόροι έσβηναν τους δαυλούς. Μερικοί που είχαν έρθει στο λιμάνι για να τους αποχαιρετήσουν, τώρα απομακρύνονταν.
   Ξαφνικά είδε να επιπλέει μπρούμυτα στο νερό το πτώμα του ξυλοπόδαρου ζητιάνου. Μέσα στην παλλίροια, το πτώμα κουνιόταν μπρος πίσω και το ξύλινο πόδι χτυπούσε ρυθμικά σε έναν πάσσαλο.
   Σκέφτηκε ότι αυτό ήταν ένας οιωνός, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ήταν καλός ή κακός.

   Το Κασσάνδρα, όπως και όλα τα κουρσάρικα σκάφη, κατευθύνθηκε πρώτα προς τον μικρό Κόλπο του Ταύρου, μερικά μίλια ανατολικά του Πορτ Ρουαγιάλ. Εκεί ο Έντερς έφερε το πλοίο όρτσα και με τα πανιά να κρεμούν και να πλαταγίζουν από την ελαφριά αύρα, ο πλοίαρχος Χάντερ έβγαλε λόγο.
   Αυτές οι τυπικότητες ήταν γνωστές σε όλους. Πρώτα, ο Χάντερ ζήτησε να τον ψηφίσουν ως πλοίαρχο του σκάφους. Συμφώνησαν όλοι εν χορώ. Μετά όρισε τους κανονισμούς του ταξιδιού -απαγορευόταν το ποτό, η συνουσία και οι λαφυραγωγίες χωρίς διαταγή του. Η παραβίαση των κανονισμών τιμωρούνταν με θάνατο. Αυτοί ήταν οι συνήθεις κανονισμοί και η ψηφοφορία ήταν τυπική.
   Μετά εξήγησε πώς θα μοιράζονταν τα λάφυρα. Ο Χάντερ, ως καπετάνιος, θα έπαιρνε δεκατρία μερίδια. Ο Σανσόν θα έπαιρνε επτά -ακούστηκαν κάποιες γκρίνιες γι' αυτόν τον αριθμό- και ο Έντερς θα έπαιρνε ενάμισι. Η Λαζού θα έπαιρνε ένα κι ένα τέταρτο. Ο Μαυρομάτης θα έπαιρνε ένα κι ένα τέταρτο. Τα υπόλοιπα λάφυρα θα μοιράζονταν εξίσου στο πλήρωμα.
   "Ένας ναύτης σηκώθηκε όρθιος. "Καπετάνιε, μας πηγαίνεις στο Ματανσέρος; Είναι επικίνδυνο".
   "Όντως είναι", είπε ο Χάντερ, "αλλά η λεία είναι μεγάλη. Θα υπάρχουν πολλά για όλους. Όποιος θεωρεί πολύ μεγάλο τον κίνδυνο, θα τον αποβιβάσουμε σ' αυτόν τον κόλπο, χωρίς να πέσει καθόλου στην εκτίμησή μου. Αλλά πρέπει να φύγει πριν σας πω τι θησαυρός υπάρχει εκεί". Περίμενε. Κανείς δεν κινήθηκε ούτε μίλησε.
   "Εντάξει", είπε ο Χάντερ. "Στο λιμάνι του Ματανσέρος υπάρχει ένα πλοίο φορτωμένο με ισπανικούς θησαυρούς. Θα το κυριεύσουμε". Με αυτά τα λόγια το πλήρωμα ξέσπασε σε ζητωκραυγές. Πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι να τους καταφέρει ο Χάντερ να σταματήσουν. Και όταν τον κοίταξαν πάλι, είδε τη λάμψη της απληστίας στα μάτια τους. "Είστε μαζί μου;" φώναξε ο Χάντερ.
   Απάντησαν με νέες ζητωκραυγές.
   "Τότε, εμπρός για το Ματανσέρος".

Crichton Michael, Στις θάλασσες των πειρατών, (μετφ. Γιώργος Μιταρουξής), εκδ. Bell, Αθήνα 2011

Υποσημειώσεις:
(1) γάμπια: το δεύτερο, από το κατάστρωμα, πανί του μεσιανού καταρτιού· στον πληθυντικό, τα επάνω πανιά του πλοίου γενικά.
(2) Οι κουρσάροι, σε αντίθεση με τους πειρατές, που ήταν κοινοί ληστές των θαλασσών, λάμβαναν από τις Αρχές ενός κράτους το δικαίωμα να λαφυραγωγούν πλοία αντιπάλων κρατών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: