Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

[ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ


 Κωνσταντινούπολη,
Φεβρουάριος του έτους 6961 από κτίσεως κόσμου (1)

 

   «Εμείς δεν θα πεθάνουμε», έλεγε ο πατέρας, «στους πολέμους πεθαίνουν οι φτωχοί. Τους πλούσιους τους έχουν ανάγκη».
   «Όμως τ' αγόρια μου θα πάνε να πολεμήσουν, Λουκά», ξεφώνιζε η μητέρα, τρελαμένη μετά την τελευταία προειδοποίηση του Κωνσταντίνου ότι όσοι μπορούσαν να κρατήσουν όπλο έπρεπε να παρουσιαστούν, γιατί με τα πες πες του πατερ-Γεννάδιου, ότι η πόλη είναι καταδικασμένη απ' τον Θεό να υποστεί την τιμωρία της και να τουρκέψει για τις αμαρτίες που 'χε σωρεύσει τόσα χρόνια, κανείς δεν πήγαινε να καταταχθεί, για να σκοτωθεί τζάμπα.
   Όλοι έλεγαν ότι έχουν δουλειές, δεν προλαβαίνουν, και είναι ζήτημα αν είχαν μαζευτεί λέει τρεις χιλιάδες άνθρωποι, ξένοι οι περισσότεροι, που θα πληρώνονταν με τα δανεικά που είχε ζητήσει ο Κωνσταντίνος από τους Τζενοβέζους κι απ' τους Βενετούς και είχε εγγυηθεί ο πατέρας. Αλλά ποιος δίνει δανεικά σε τέτοιες περιπτώσεις, έλεγαν οι συμβουλάτορες, όταν μάλιστα ο βασιλιάς χρωστούσε ήδη γύρω στις είκοσι χιλιάδες υπέρπυρα στους Βενετούς κι εκείνοι κάθε τόσο του το υπενθύμιζαν. Ακόμη κι ο σπουδαίος πολέμαρχος, ο Γιουστουνιάς, που ήρθε να βοηθήσει και του έδωσε ο θείος τον τίτλο του αρχιστράτηγου, παρ' όλες τις αντιρρήσεις του πατέρα να πάρει ένας Λατίνος τίτλο πιο μεγάλο σχεδόν κι απ' τον δικό του, ζήτησε σαν πληρωμή τη Λήμνο, όταν θα περνούσε το κακό, το ξέραμε δα. Ο πατέρας τον είχε στην μπούκα, γιατί έκανε πως τα 'ξερε όλα κι ήθελε να δίνει ακόμη και σ' εμάς διαταγές. Απαιτούσε από τον Κουρουλούκα χρήματα για να επισκευάσει τα τείχη του κάστρου μας -«Μα αν ήταν να πληρώναμε εμείς όλα τα σπασμένα, τότε γιατί να πάρει αυτός τη Λήμνο;» έλεγε ο πατέρας, σιγά είναι η αλήθεια, μην τον ακούσει η μητέρα, και πάντως δεν έδινε ούτε τσετίνι για τις αξιώσεις του παλιολατίνου, «Το κάστρο είναι πάνω από χιλίων ετών και αντέχει», συνέχιζε, μεγαλόφωνα αυτή τη φορά, για ν' ακουστεί.
   «Μα έχει μεγάλες ρωγμές απ' τους σεισμούς»,  έλεγε χαμηλόφωνα η μητέρα, μην την ακούσουμε εμείς και φοβηθούμε, αλλά ο πατέρας ήταν ανένδοτος. 
   «Κι οι σεισμοί του Θεού είναι», έλεγε κι έκλεινε τη συζήτηση. 
   Με τις αναταραχές κι όλ' αυτά που γίνονταν πια στην Πόλη η επιστροφή μου απ' το πλοίο ευτυχώς πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Ο πατέρας δεν έμοιαζε να θυμάται αν είχε διατάξει να φύγω ή να μείνω, και η μητέρα έδειξε να χάρηκε κρυφά που με είχε συντροφιά. «Η Γιουστίνη μου είναι μικρή, κανείς δεν θα την πειράξει», έλεγε, κι αυτό που μου 'κανε εντύπωση δεν ήταν τα λόγια της αυτά καθαυτά, αλλά το γεγονός ότι για πρώτη φορά στα δώδεκά μου με είπε Ιουστίνη και όχι Ιουστίνο, όπως συνήθιζε. Πάντως εξακολουθούσα να φορώ αγορίστικα και τίποτε δεν έδειχνε να 'χει αλλάξει για μένα. Μόνον ο θείος Αγγελής, ο αδελφός του πατέρα, που έμενε μαζί μας με τη γυναίκα του τη Στεφανία, τόλμησε κάποια στιγμή να πει να μου φορούν φουστάνια, μη με ζητήσουν στον πόλεμο, αλλά ο πατέρας κι η μητέρα γέλασαν συγχρόνως και τόσο δυνατά, που κανείς πια δεν ξαναμίλησε γι' αυτό.

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

[ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

 Βενετία, 
το έτος 6966 από κτίσεως κόσμου (1)

   Ο μικρός μου αδελφός δολοφονήθηκε πριν από πέντε χρόνια, δυο μήνες μετά που έγινε στην πατρίδα το κακό. Τώρα είναι πάλι ζωντανός!
   Έτσι μας είπαν άνθρωποι που τον ήξεραν παλιά -κάτι ναυτικοί δηλαδή απ' τα βενετσιάνικα- τότε που ο πατέρας, όποτε ήθελε κάποια εξυπηρέτηση κρυφά απ' τον βάιλο, τους έδινε λίγα τσετίνια παραπάνω για κρασί. Ο πατέρας ήξερε ότι οι φτωχοί μπορούν να ζήσουν χωρίς λεφτά, χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα, χωρίς αγάπη, αλλά δε μπορούν να ζήσουν χωρίς κρασί -έτσι έλεγε. Εδώ στη Βενετιά που είμαστε, μετά που τα χάσαμε όλα, δεν μαθαίνουμε εύκολα τι γίνεται στην πατρίδα. Ζούμε κι εμείς σαν φτωχοί, μαζί με τις δούλες μας, τον κηπουρό μας, τη μαγείρισσα και τον χοντρο-Μπραχίμ, όπως λέμε τον αράπη που μας φυλάει, αποκομμένες σ' ένα απλό σπιτάκι κοντά στο Πόντε ντι Ριάλτο, και σπάνια βγαίνουμε στον δρόμο ή στην αγορά ή συναντάμε κανέναν δικό μας. Η Άννα μας πενθεί εδώ και πέντε χρόνια για την πατρίδα, για τους γονείς μας και τ' αδέλφια μας, για τον πύργο μας, γι' αυτό που δεν θα ξαναβρούμε ποτέ, ίσως γιατί ποτέ δεν το είχαμε γνωρίσει πραγματικά. Πενθεί για μας που είμαστε εδώ ακόμη ζωντανοί, μα πιο πολύ πενθεί για τον εαυτό της, που ακόμη, παρ' όλα αυτά, δεν έχει πεθάνει· η Άννα πενθεί για όλα, έχουμε συνέχεια τον θάνατο γύρω μας. Αλλά δεν λέει κανείς μας να πεθάνει.
   Την Άννα τη σεβόμαστε πολύ, γιατί είναι η μεγαλύτερη αδελφή μας, ό,τι μας έχει απομείνει από την οικογένεια να μας κρατά ενωμένους εδώ στα ξένα, εκτός απ' τον Θεό. Βέβαια, ως μεγαλύτερη, διαχειρίζεται και τα χρήματά μας στις βενετσιάνικες τράπεζες. Αυτά, τα χρήματα δηλαδή, είναι ένας λόγος που ακόμη δεν έχουμε πεθάνει. Αλλά όχι μόνον αυτό. Είναι και ένας λόγος που η Άννα έχει κατορθώσει να διατηρεί επαφές με τους δόγηδες, τον Φραγκίσκο Φόσκαρη παλαιότερα και τώρα τον Πασχάλη Μαλιπιέρο, ο οποίος είναι ο πρώτος σ' αυτή τη «χώρα χωρίς γη» -όπως τη λένε- που καταλαβαίνει πολύ καλά τη γλώσσα του χρήματος. Έτσι συνεννοείται θαυμάσια με την Άννα μας, παρόλο που εκείνη έχει αρνηθεί μέχρι στιγμής πεισματικά να μιλήσει τη δική του γλώσσα. Ακόμη κι εμείς δεν έχουμε μιλήσει ποτέ μπροστά της τα βενετσιάνικα, αν και ύστερα από τόσα χρόνια όλες μας μπορούμε να συνεννοηθούμε θαυμάσια σ' αυτή τη γλώσσα, κι εδώ που τα λέμε είναι πολύ όμορφη, στρωτή και τραγουδιστή, όχι σαν τα σλάβικα, που τα μιλούσαν όσοι έρχονταν απ' τα Βαλκάνια στον πύργο μας για «υψηλές» λέει «διευθετήσεις» κι έφευγαν κάθε φορά με τα πουγκιά τους γεμάτα δουκάτα -ο πατέρας το είχε πάρει αυτό απ' τον παππού, ήξερε να κερδίζει τον συνομιλητή του χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Ξαναγυρίζω όμως στον αδελφό μου και στην παράδοξη εκδοχή της... ανάστασής του.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

[ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ]

   
    Κοντεύει καλοκαίρι κι εγώ έχω ήδη τρεις μήνες στο Ναύπλιο, στην Πελοπόννησο. Νάπολη της Ρωμανίας το λένε οι Βενετοί, για να το ξεχωρίζουν από τη Νάπολη της Ιταλίας, οι οποίοι κατέχουν την πόλη και τη διαφεντεύουν ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα.
   Έκανα Πάσχα εδώ, μαζί μ' άλλους ευγενείς, Έλληνες και Βενετούς. Οι γιορτές ήταν για μένα μια παρηγοριά. Οι ακολουθίες στον καθεδρικό ναό της άνω πόλης κι η Ανάσταση του Κυρίου μού δημιούργησε μια μικρή αίσθηση ανακούφισης. Ίσως και μια ελπίδα για καλύτερες μέρες. Ο τωρινός διοικητής της πόλης έφτασε λίγο μετά από μένα και μου φέρθηκε, θα έλεγα, σαν να ήταν ο πραγματικός μου πατέρας. Για να μην πω και καλύτερα, δηλαδή, αφού είναι ο πατέρας του Μαρίνου, ο Μπερτούκκιος Κονταρίνι!
   Αλλά νομίζω ότι είναι ώρα να πάρω τα πράγματα από την αρχή. Εξάλλου, εδώ στο Ναύπλιο, μου 'ρθε η ιδέα να γράψω τούτο το βιβλίο. Δεν έχω τίποτα πιο χρήσιμο να κάνω στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μου. Έτσι άρχισα να καταγράφω τις πρώτες μου σκέψεις.
   Λοιπόν, ας αρχίσω απ' το σημείο που άφησα την ιστορία μου. Από εκείνη την τελευταία νύχτα που πέρασα μαζί με τον αγαπημένο μου Μαρίνο. Ποτέ δε θα μπορούσα να σκεφτώ ότι θα μου το 'κανε αυτό. Εννοώ ότι θα με νάρκωνε και το ίδιο βράδυ, απ' ό,τι μου 'πε κι ο καπετάνιος αργότερα, θα μ' έβαζε στο πλοίο μαζί με τους άντρες του. Ξύπνησα, το επόμενο μεσημέρι, όταν με χτύπησε στα μάτια ο ήλιος στην καμπίνα του καπετάνιου.
   Στην αρχή έχασα τον κόσμο γύρω μου. Κούναγε το πλοίο κι εκεί ξέρασα πρώτη φορά. Δεν ξέρω αν ήταν απ' το κούνημα ή απ' το παιδί που τώρα πια ξέρω ότι έχω μέσα μου. Εδώ στο Ναύπλιο η κοιλιά μου όλο και μεγαλώνει.
   Λίγο πριν συνειδητοποιήσω ότι ήμουν σε πλοίο, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και μπαίνει ο καπετάν Αργύρης. Αφού μου συστήθηκε, μου 'πε ότι ήταν στην υπηρεσία των Κονταρίνι από χρόνια. Τον είχε ενημερώσει η οικογένεια για το ποια ήμουν -«αρχόντισσα Κονταρίνι» με αποκάλεσε- και ζητούσε τη συνεργασία μου. Προφανώς και τον άρχισα στις απανωτές ερωτήσεις.
   «Ο κύριός μου, ο Μαρίνος Κονταρίνι, είπε να σε μεταφέρω, εσένα, τη σύζυγό του, σε σίγουρο μέρος».
   «Δηλαδή;»
   «Εκεί που η σύζυγός του δε θα κινδυνεύει».
   Τον κοίταξα κάπως περίεργα.
   «Σου είπε πράγματι “η σύζυγός μου”; Είσαι σίγουρος;»
   «Ναι. Γιατί; Δεν είναι έτσι;»

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

[ TA ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

Mάιος του 1453

   «Ξυπνήστε κύριε! Ο κύριος Ιωάννης σας καλεί στα τείχη!» είπε ο στρατιώτης που 'τρεχε  μέσα στο σκοτάδι.
   «Τι τρέχει πάλι;» ρώτησε ο Γιόχαν Γκραντ, στριφογυρίζοντας κάτω απ' την κουβέρτα του. «Κι άλλη τουρκική νάρκη βρήκατε; Υπομονή, σε λίγο ξημερώνει!»
   «Κάτι πολύ χειρότερο συμβαίνει, αλλά πρέπει να 'ρθετε να το δείτε με τα ίδια σας τα μάτια».
   Ο μηχανικός σηκώθηκε απρόθυμα. Φόρεσε τις μπότες που 'χε παρατήσει δίπλα στο κρεβάτι του και παραπατώντας πήγε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Μπροστά του είδε ένα σκούρο σύννεφο και μια ντουζίνα ανθρώπους με μουτζουρωμένα πρόσωπα να κινούνται ανάμεσα στα δέντρα. Ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο, έτριψε τα χέρια του και προσπάθησε να συνέλθει. Λίγο παρακάτω, κοντά στον επόμενο πύργο, νόμισε πως είδε μια παρέα να μαλώνει.
   Όταν πλησίασε, ο Γκραντ αναγνώρισε τη μορφή του Ιουστινιάνη και πολλών άλλων αξιωματικών. Ακουμπισμένοι στις πολεμίστρες, προσπαθούσαν να επιλύσουν κάποιο πολύ σημαντικό θέμα που 'χε προκύψει. Απ' το ύφος τους συμπέρανε ότι κάτι κακό συνέβαινε.
   «Τι τρέχει; Τι συμβαίνει;» ρώτησε σχεδόν αμέσως.
   «Αυτό εκεί συμβαίνει...» απάντησε ο Γενουάτης δείχνοντας προς τη μεριά που 'χε καθίσει το σύννεφο. «Κοιτάξτε καλά και θα δείτε».
   Ο Γιόχαν Γκραντ κοίταξε προς τη μεριά που του 'δειχναν. Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι έβλεπε μια πελώρια σκοτεινή μορφή, αλλά ο καπνός ήταν τόσο πυκνός που δε μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν, αφού είχε ορατότητα μόλις λίγων μέτρων. Ξαφνικά, φύσηξε αέρας και το τοπίο καθάρισε. Έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα. Μπροστά του πρόβαλε ένας αλλόκοτος και μοναδικός πολιορκητικός πύργος στο χείλος της τάφρου. Ήταν τόσο ψηλός, που ξεπερνούσε κατά μερικά μέτρα τους πύργους του τρίτου τείχους.
   «Θεέ και Κύριε! Τι είναι αυτό το πράγμα!»

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

[ TA ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

Άνοιξη του 1453

   Μια μέρα ο Νίκος αποφάσισε να συνοδέψει το Στέλιο, που θα πήγαινε για ψώνια στην πόλη. Από τότε που 'χε καταφτάσει στην Πόλη, δεν είχε βγει σχεδόν ποτέ να βαδίσει, παρά το γεγονός ότι οι βόλτες του άρεσαν πολύ. Ο νεαρός κουβαλούσε μια μεγάλη τσάντα στον ώμο του. Εκεί μέσα είχε ήδη βάλει δεκάδες μικρά πουγκιά με βότανα, άλατα και μείγματα, καθώς επίσης μικρά μπουκαλάκια μ' έλαια, πομάδες και βάλσαμα που έπρεπε να μοιράσει στο δρόμο του.
   Βάδιζαν κατά μήκος του δρόμου που ξεκινούσε απ' την Πύλη της Ανδριανούπολης και διέσχιζε την πόλη σ' ευθεία γραμμή, αφήνοντας τις Βλαχέρνες στ' αριστερά, για να φτάσει στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και στη βάση του Υδραγωγείου του Βελεντινιανού (1). Κατόπιν, έστριψαν για την Πλατεία και το Ζεύγμα, μεγάλες ρεγιώνες κι εξαιρετικά πυκνοκατοικημένες, οι οποίες βρίσκονταν κοντά στα τείχη της Πόλης. Ο Στέλιος σταμάτησε για να μοιράσει φάρμακα σ' ασθενείς του Μπερνάρ. Δεν έμενε για πολύ, αλλά όλοι τον ευχαριστούσαν και του 'διναν τις ευλογίες τους.
   Καθ' οδόν ο Νίκος απολάμβανε πλευρές της πόλης που 'χε είκοσι χρόνια να δει. Τίποτε δεν έμοιαζε με την πόλη που 'ξερε κι η απελπισία ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του.
   Η βρομιά κι η εγκατάλειψη κυριαρχούσαν παντού, σε κάθε μέρος που μπορεί να ζούσαν ή να εργάζονταν πολίτες. Τα παλιά αριστοκρατικά σπίτια με τις περίφημες σκαλιστές πόρτες και τις μαρμάρινες προσόψεις είχαν δώσει τη θέση τους σε σπίτια απλοϊκά. Στο πλάι, όμως, παρέμεναν οι πλίνθοι των παλαιών κατοικιών, θυμίζοντας ότι η πόλη είχε γεννήσει ένα σωρό ξεχωριστούς ανθρώπους.
   Έκοψαν δρόμο απ' την Κωνσταντινιανή ρεγιώνα για να φτάσουν στο Φόρο του Αρκαδίου.

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

[ TA ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

   Στα μέσα του πρωινού ο ουρανός ταράχτηκε από μια μεγάλη έκρηξη. Ο βρυχηθμός του Βασιλίσκου (1) έκανε στέρνες και δεξαμενές να τρίξουν, σπίτια να τρέμουν, ξερίζωσε παραπόρτια, πήρε μαζί του στέγες ολόκληρες και προκάλεσε πανικό και αναστάτωση σ' ολόκληρη την πόλη. Από παντού πρόβαλλαν άλογα φρενιασμένα, δίχως αναβάτες, στρατιώτες που προσπαθούσαν να φτάσουν στα τείχη, γυναίκες με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους, έμποροι που προσπαθούσαν  να κρατήσουν όρθια τα μπουκαλάκια με τα αρώματα που πουλούσαν, τα βάζα με τα μπαχαρικά και τα τόπια με το μετάξι, που κόντευαν να ξεδιπλωθούν στο άγριο πέρασμα του ανέμου. Για μερικά λεπτά, το σκηνικό στις πλατείες, στους φόρους (2) και στις βασιλικές, άλλαξε. Οι διαδικασίες σταμάτησαν, οι αγοραπωλησίες, οι λόγοι και οι ευλογίες. Όλοι τους γνώριζαν πως ο φοβερός εκείνος ήχος έσερνε μαζί του θάνατο κι απελπισία, τουλάχιστον σε  κάποιο άλλο κομμάτι της πόλης. Οι Τούρκοι πυροβολητές είχαν για πολλοστή φορά θέσει σε λειτουργία το μεγάλο κανόνι τους και, όπως κάθε φορά που το έκαναν, οι καρδιές όλων έπαυαν να χτυπούν, ενώ μετά τις φωνές και τα τρεχοβολητά, επικρατούσε τρομακτική σιωπή.
   Δεν υπήρξε ποτέ ξανά στον κόσμο κάτι παρόμοιο.
   Τοποθέτησαν τον Βασιλίσκο απέναντι ακριβώς από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Κατασκεύασαν μια ράμπα για να τσουλάει πάνω της και ν' απορροφά την τρομερά απότομη παλινδρόμησή του. Τον στερέωσαν με σχοινιά που έδεσαν σε πασσάλους και μονάχα το μαύρο, σατανικό του στόμα, ξεχώριζε.
   Για βδομάδες ολόκληρες, οι Τούρκοι προσπαθούσαν να φτάσουν στα όρια του Βυζαντίου. Ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β', Κύριος Πάντων των Πιστών, είχε καλέσει σε ιερό πόλεμο το λαό του και η φωνή του έμοιαζε με φύσημα σκόνης κι είχε απλωθεί παντού στην Εγγύς Ανατολή. Δερβίσηδες (3), βασιβουζούκοι (4), τυχάρπαστοι βαλκάνιοι, έμποροι και παρίες (5), η αφρόκρεμα των αήττητων γενιτσάρων (6), κάτοικοι της Ανατολίας, το περήφανο ιππικό των σπαχήδων (7) με τους εντυπωσιακούς μανδύες τους, άτακτα στρατεύματα και ένας εσμός κουρελήδων, τους οποίους είχε προσελκύσει η υπόσχεση της λεηλασίας και της κλοπής, απάντησαν στο κάλεσμα και ξεκίνησαν για τον πόλεμο. Κατέφθαναν από κάθε μεριά της γης, κάτω από το φως της ημισελήνου, παρακινούμενοι από ένα πνεύμα ομαδικό και αρχαίο, όσο ο ίδιος ο κόσμος. Χτυπώντας τα ντέφια, τα κύμβαλα και τις τρομπέτες τους, έψελναν ύμνους στον Έναν και Μοναδικό Αλλάχ...

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

[ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ] - Β' ΜΕΡΟΣ

1 Φεβρουαρίου 1453
   Αφού έμεινα ξάγρυπνος μερικές νύχτες, πήγα στην αγορά του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το μαρμάρινο δάπεδο έχει φαγωθεί από τις ρόδες των κάρων. Τα κτίρια είναι ερειπωμένα. Τα γκρίζα ξύλινα σπίτια στηρίζονται σαν χελιδονοφωλιές στον κιτρινισμένο, μαρμάρινο περίβολο.
   Ανέβηκα τη φθαρμένη, περιστρεφόμενη σκάλα κι έφτασα στην κορυφή της στήλης. Ήμουν εξαντλημένος από την αγρύπνια και τη νηστεία και το ανέβασμα μου 'κοψε την αναπνοή. Ζαλιζόμουν κι αναγκάστηκα αρκετές φορές να σταματήσω και να κρατηθώ από τον τοίχο. Οι μισογκρεμισμένες σκάλες ήταν επικίνδυνες. Μόλις έφτασα στην κορυφή της στήλης, είδα γύρω την Κωνσταντινούπολη με τους λόφους της.
   Η πόλη νύχτωνε κι αυτή. Είχε παρέλθει η λάμψη του χρυσού και της πορφύρας. Είχε σβήσει η ατμόσφαιρα της κατάνυξης. Οι ψαλμωδίες των αγγέλων είχαν σιγήσει. Είχε μείνει μονάχα ο πόθος της σάρκας και η νέκρα της καρδιάς. Ψυχρότητα, αδιαφορία, κερδοσκοπία, δολοπλοκία. Η πόλη μου ήταν ένα ετοιμοθάνατο σώμα που ψυχορραγούσε. Το πνεύμα της δραπέτευε, μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα των μοναστηριών, κρυβόταν στους κιτρινισμένους κώδικες που τους φυλλομετρούσαν λευκόμαλλοι γέροντες με ξεδοντιασμένα στόματα.
   Τα μαύρα πέπλα της νύχτας πολιορκούσαν την πόλη. Οι ίσκιοι της νύχτας έπεφταν και πάνω στη Δύση.
   «Άστραψε, πολιτεία μου», φώναξα από τα βάθη της καρδιάς μου, «άστραψε γι' άλλη μια φορά. Για τελευταία φορά. Άστραψε στις πύλες της νύχτας τη λάμψη της αγιότητάς σου. Χίλια χρόνια έχουν πετρώσει το πνεύμα σου, αλλά γι' άλλη μια φορά, στο κατώφλι του θανάτου, άφησε την ψυχή σου να βγει από την πέτρα. Απόσταξε από την πέτρα τις τελευταίες σταγόνες του ιερού ελαίου. Φόρεσε στο κεφάλι σου τον ακάνθινο στέφανο. Φόρεσε για τελευταία φορά την πορφύρα και γίνε αντάξια της ιστορίας σου».
   Μακριά, στο λιμάνι κάτω από τα πόδια μου, τα πλοία από τη Δύση έμεναν ασάλευτα. Η θάλασσα του Μαρμαρά ήταν ανήσυχη. Κοπάδια πουλιών πετούσαν σαν σύννεφα στριγκλίζοντας πάνω από τα δίχτυα των ψαράδων. Στην άλλη μεριά της θάλασσας διακρίνονταν οι λόφοι της Ασίας. Πάνω στους λόφους υψώνονταν οι πράσινοι τρούλοι των εκκλησιών, που τις πολιορκούσε η γκρίζα μάζα των σπιτιών. Και τα τείχη, τα απόρθητα τείχη με τα οχυρά τους, πρόβαλλαν γκρίζα από ακτή σε ακτή κλείνοντας την πόλη μου στην προστατευτική αγκαλιά τους.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

[ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ] - Α' ΜΕΡΟΣ

12 Δεκεμβρίου  1452

   Σε είδα για πρώτη φορά και σου μίλησα.
   Ήταν σαν να με συγκλόνισε σεισμός. Όλα μέσα μου αναστατώθηκαν, οι τάφοι της καρδιάς μου άνοιξαν, ένιωθα σαν να μην αναγνώριζα τον ίδιο μου τον εαυτό.
   Ήμουν σαράντα χρόνων και νόμιζα ότι είχα φτάσει στο φθινόπωρο της ζωής μου.
   Είχα περιπλανηθεί, είχα γνωρίσει εμπειρίες, είχα ζήσει πολλές ζωές.
   Ο Θεός μού είχε μιλήσει με πολλές μορφές. Οι άγγελοι μου είχαν αποκαλυφθεί και δεν τους είχα πιστέψει.
   Αλλά, όταν σε είδα, πίστεψα, γιατί αυτό που μου συνέβη ήταν θαύμα.
   Σε είδα μπροστά στο ναό της Αγίας Σοφίας, κοντά στις χάλκινες πύλες. Έβγαιναν όλοι από την εκκλησία. Μόλις είχε τελειώσει η τελετή όπου ο καρδινάλιος Ισίδωρος είχε διαβάσει μέσα σε νεκρική σιγή τη διακήρυξη της ένωσης των Εκκλησιών στην ελληνική  και στη λατινική γλώσσα. Κατά τη διάρκεια της πανηγυρικής λειτουργίας απήγγειλε και το «Πιστεύω». Όταν έφτασε στην προσθήκη «και εκ του Υιού», πολλοί σκέπασαν το πρόσωπό τους με τα χέρια τους κι από το γυναικωνίτη ακούστηκαν οι θρήνοι των γυναικών. Στεκόμουν στο πλαϊνό κλίτος, ανάμεσα στο πλήθος, δίπλα σε μια γκρίζα κολόνα. Καθώς την άγγιξα με το χέρι μου ένιωσα πως ήταν υγρή. Λες και είχε ιδρώσει και εκείνη από την αγωνία.
   Βγήκαν όλοι από την εκκλησία με την τάξη που είχε οριστεί εδώ και πολλούς αιώνες και στη μέση ο βασιλιάς, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, σοβαρός και στητός, με τα μαλλιά του ήδη γκρίζα κάτω από το χρυσό στέμμα. Φορούσαν τα ρούχα και τα διακριτικά που απαιτούσε η περίσταση: οι επίσημοι του παλατιού των Βλαχερνών, οι μάγιστροι, οι λογοθέτες, οι ανθύπατοι, η Σύγκλητος, και πίσω τους οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, η μια οικογένεια πίσω από την άλλη. Κανείς δεν είχε τολμήσει να λείψει  για να δείξει τη δυσαρέσκειά του. Στα δεξιά τού αυτοκράτορα επιτηρούσε το πλήθος με τα ψυχρά γαλάζια μάτια του ο μέγας λογοθέτης Σφραντζής, που τον ήξερα καλά. Ανάμεσα στους Λατίνους αναγνώρισα τον Βενετσιάνο βάιλο και πολλούς άλλους.
   Όμως το μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά, διοικητή του αυτοκρατορικού στόλου, τον έβλεπα για πρώτη φορά. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από τους άλλους, ένας αγέρωχος μελαμψός άντρας. Η ματιά του ήταν περήφανη και συνάμα ειρωνική, αλλά στο πρόσωπό του καθρεφτιζόταν εκείνη η μελαγχολία που ήταν κοινό χαρακτηριστικό σ' όλα τα μέλη των παλαιών ελληνικών οικογενειών. Όταν βγήκε έξω από την εκκλησία ήταν θυμωμένος και οργισμένος σαν να μη μπορούσε ν' αντέξει τη φοβερή καταισχύνη που είχε πέσει στην Εκκλησία του και στο λαό του.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

[ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Αρχοντολόι και λαός, φορώντας τα γιορτινά τους, είχαν γεμίσει την αποβάθρα της θαλασσινής πόρτας του Βουκολέοντα και τα γύρω τείχη από πολύ πρωί εκείνη την ημέρα, στις 12 του Μάρτη του 1449, κι όλοι κοίταζαν προς τη θάλασσα για ν' αντικρίσουνε τα καταλανικά πολεμικά, που έφερναν τον Αυτοκράτορα.
   Φάνηκαν τα καράβια μέσα στο πλούσιο φως του Μάρτη και τα κουπιά τους λαμπύρισαν, και οι γραμμές τους καθρεφτίστηκαν στην αρρυτίδωτη θάλασσα, και οι καμπάνες της Αγια-Σοφιάς άρχισαν να χτυπάνε χαρούμενα, και το αρχοντολόι κι ο λαός να ζητωκραυγάζουν, και οι φωνές τους πέταξαν πάνω από τη θάλασσα κι έφτασαν μέχρι τα καράβια, μέχρι το Δημήτριο, που ένιωσε τα στήθια του να φουσκώνουν από περηφάνια.
   Ο Λάσκαρις δε θυμόταν, τούτη τη στιγμή τουλάχιστον, τα χτεσινά λόγια του Δούκα. Ήταν τόσο συνεπαρμένος από το όραμα της Πόλης -που απλωνότανε ατέλειωτη μπροστά στα μάτια του- από τα μεγάλα κτίρια, που δε φαίνονταν οι ζημιές τους από μακριά, από τα δυνατά τείχη που την έζωναν ολούθε, που οι κακές οι χτεσινές του σκέψεις σβήστηκαν ολότελα από το νου του.
   Πλεύρισε στην αποβάθρα το καράβι του Αυτοκράτορα κι ο Κωνσταντίνος με τη συνοδεία του κατέβηκαν στη γη. Τότε, μυριόστομη ακούστηκε μια ιαχή:
   "Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους, βασιλεύ!"
   Ο Δημήτριος ένιωσε ένα ρίγος από συγκίνηση να περνάει το κορμί του. Οι πλουσιοντυμένοι άρχοντες, ο Πατριάρχης με το παπαδολόι, ο λαός  που ούρλιαζε τον ενθουσιασμό του, όλοι κι ο καθένας χωριστά έδειχναν μια τέτοια αγάπη για τον Κωνσταντίνο, που συνεπάρθηκε κι αυτός και ξεχάστηκε, και γέμισε τα στήθια του, και φώναξε κι αυτός μαζί με όλους τους άλλους το «Ζήθι, βασιλεύ!»
   Τον άκουσε ο Δούκας, που στεκόταν δίπλα του, και γέλασε πλατιά. Κι αυτός τον αγαπούσε τον Παλαιολόγο, κι αυτός χαιρόταν μαζί με το αρχοντολόι και το λαό, όμως, ώριμος στη σκέψη και στα χρόνια, κρατήθηκε και δε φώναξε τον ενθουσιασμό του.
   Μπήκε από την πόρτα του Βουκολέοντα ο Κωνσταντίνος μέσα στην Πόλη κι αμέσως σχηματίστηκε η πομπή, που θα τον συνόδευε μέχρι τ' ανάκτορα των Παλαιολόγων, που ήταν στην άλλη άκρη της πρωτεύουσας, βαθιά μέσα στον Κεράτιο Κόλπο.
   Η λαμπροφορεμένη πομπή, καβάλα οι περισσότεροι πάνω σε πλουσιοστολισμένα άλογα, σταμάτησε πρώτα στην Αγια-Σοφιά κι εκεί ο Κωνσταντίνος ξεπέζεψε και μαζί με τη συνοδεία του μπήκαν στην Μεγάλη Εκκλησιά,  τη δόξα της Χριστιανοσύνης.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

[ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

  
   Από την πρύμνη της «Σάντα Μαρία», ο Δημήτριος κοίταζε τη Βενετία που απομακρυνόταν. Ο ήλιος είχε τρυπήσει τα σύννεφα και την έβαφε με χρυσοκόκκινα χρώματα. Το Παλάτσο Ντουκάλε γυάλιζε ολόκληρο, σαν να 'χε πάρει φωτιά και οι τρούλλοι της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου φάνταζαν σαν χρυσαφένιοι από μακριά. Ύστερα, το βλέμμα του έστρεψε προς τ' αριστερότερα, εκεί όπου υψώνονταν τα παλάτσα στο μεγάλο κανάλι, και το στήθος του φούσκωσε από έναν αναστεναγμό. Εκεί, στ' αρχοντικά, που τα πόδια τους πλένονταν νύχτα και μέρα μέσα στα βρόμικα καστανά νερά του καναλιού, σε κάποιο δωμάτιο που αντίκριζε τον υδάτινο δρόμο, μα και την ανοιχτή θάλασσα, βρισκόταν η γυναίκα που αγαπούσε. Η γυναίκα που είχε πληρώσει τον έρωτά του με μια μαχαιριά, που πήγε να στοιχίσει τη ζωή του.
   "Λεωνόρα..." μουρμούρισε τ' όνομά της κι ένιωσε στα μάτια του ν' ανεβαίνουν δυο δάκρυα.
   Λεωνόρα... Πόσες αναμνήσεις δεν του 'φερνε τ' όνομά της... Τα ερωτόλογα που είχαν ανταλλάξει, τα χτυποκάρδια τους, την αγωνία που ένιωθαν κι οι δυο όταν χωρίζονταν, είτε γιατί γύριζε ο Τζιόρτζιο είτε γιατί ξεκινούσε εκείνος για μια καινούργια εκστρατεία με τον Ιουστινιάνη. Ένας ολόκληρος χρόνος είχε περάσει από την πρώτη βραδιά που συναντήθηκαν στο μεγάλο χορό που έδιναν οι άρχοντες της Γένοβας. Τόσοι μήνες, που είχαν κυλήσει χωρίς κανείς τους να το καταλάβει...
   Λεωνόρα... Θυμόταν τα χείλη της, που έκαιγαν από τον πόθο όταν τον φιλούσε, το υπέροχο κορμί της, τις ατέλειωτες συζητήσεις τους -το μονόλογό του μάλλον, όταν της μιλούσε για τα όνειρά του, για το μέλλον της πατρίδας του. Κι εκείνη πόσο προσεκτικά τον άκουγε, πόσο τον άφηνε ν' ανοίγει την καρδιά του να της λέει... να της λέει...
   Κι ύστερα... Ύστερα το στιλέτο του δολοφόνου και στο τέλος, χτες, η φωνή της. Γεμάτη ικεσία και απόγνωση. Στ' αυτιά του βούιζε ακόμα τ' όνομά του, καθώς το πρόφερε εκείνη. «Δημήτριε!», «Δημήτριε!». Μια λέξη μοναχά, που έλεγε τόσα πολλά...
   Τώρα μετάνιωνε. Έπρεπε να την αφήσει να του πει, να απολογηθεί.
   "Όχι!" μουρμούρισε ύστερα από λίγο, κοιτάζοντας πάντοτε τη στεριά που απομακρυνόταν. Δεν υπήρχε λύση. Δε μ' αγαπούσε! Μια γυναίκα που αγαπάει, δε σκοτώνει! Δεν πληρώνει δολοφόνους! Μπορεί, αν της μιλούσα, να μ' έκανε να ξεχάσω. Όμως, οι υποψίες μου... Οι υποψίες μου θα γύριζαν πάντα μέσα στο νου μου...
   Αναστέναξε ξανά και κατέβηκε κάτω, στην καμπίνα που του είχε παραχωρήσει ο καπετάνιος παίρνοντας μια πολύ μεγάλη αμοιβή.

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

[ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ] - Β' ΜΕΡΟΣ


  Ένας χρόνος είχε περάσει από το γάμο του Θωμά με την Κατερίνα. Οι Παλαιολόγοι είχαν σκορπίσει, καθένας στη θέση του. Ο Ιωάννης στη Βασιλεύουσα μελετούσε και ετοίμαζε τη σύνοδο που θα έδινε σάρκα και οστά στα σχέδιά του για την ένωση των Εκκλησιών. Ο Θωμάς στα Καλάβρυτα με τη νέα σύζυγό του. Ο Κωνσταντίνος στην Γλαρέντζα. Επιτέλους, η πόλη, το κάστρο και το περιπόθητο λιμάνι ήταν δικά του. Δεν τα απέκτησε με το δόρυ, αλλά με το χρήμα. Χρειάστηκε να τα αγοράσει από τους Καταλανούς, πληρώνοντας ένα σεβαστό ποσό. Πρώτη του μέριμνα, να ξεθεμελιώσει τα πάντα.  Δεν ήθελε να πέσει η πόλη και το κάστρο ξανά σε χέρια ξένα. Γκρεμίζοντας, όμως, τα πάντα, ήταν ανάγκη να βρει καινούργιο τόπο να αναπαύσει τα οστά της μακαρίτισσας της γυναίκας του και ως πιο κατάλληλος κρίθηκε ο Μυστράς. Με σεβασμό οργανώθηκε η ανακομιδή των οστών της άτυχης Μαγδαληνής - Θεοδώρας, προκειμένου να ταφούν στο Μυστρά.
  Ήταν αρχές άνοιξης όταν οι βιγλάτορες πάνω στα τείχη του Μυστρά είδαν ν' ανηφορίζει προς την καστροπολιτεία ένα μοναδικό θέαμα που όσοι το έζησαν είχαν να το διηγούνται χρόνια μετά. Μια μυρμηγκιά, μια θάλασσα ανθρώπων ξεδιπλωνόταν ως πέρα στον κάμπο ακολουθώντας τις στροφές του δρόμου. Όσο πλησίαζε, άρχιζαν να ξεχωρίζουν ο στρατός με τα φλάμπουρα του Κωνσταντίνου, οι δεσποτάδες, οι παπάδες, οι διάκοι και τα παπαδοπαίδια κρατώντας ιερά σκεύη, εξαπτέρυγα, σταυρούς και εικόνες από τις γκρεμισμένες εκκλησίες και τα μοναστήρια της Γλαρέντζας. Άρχοντες και λαός από τα γύρω χωριά. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος πάνω στο περήφανο άτι του, δίπλα στο πένθιμο φορείο που μετέφερε τη σαρκοφάγο της νεκρής στην οριστική, τελευταία κατοικία της. Το θυμίαμα από τα πολυάριθμα λιβανιστήρια ανέβαινε σαν προσευχή στον ουρανό και οι ύμνοι, τα εγκώμια και οι νεκρώσιμες ψαλμωδίες έφταναν σαν ψίθυρος αγγέλων ως πάνω στις επάλξεις για να ενωθούν με τις πένθιμες κωδωνοκρουσίες όλων των εκκλησιών της καστροπολιτείας. Στην πύλη ο δεσπότης Θεόδωρος, η δέσποινα Κλεόπα και όλο το αρχοντολόι, όλοι στα πένθιμα ντυμένοι, περίμεναν μαζί με το λαό, που είχε σπεύσει να δει το θέαμα, να υποδεχθούν τη νεκρή και να της αποδώσουν για τελευταία φορά τις τιμές που υπέβαλλε η θέση της. Εκεί, κοντά στην πύλη, στεκόταν και η Ανέζα, στριμωγμένη  ανάμεσα σε δύο σωματώδεις γυναίκες, με την ελπίδα να δει για άλλη μια φορά τον αδελφό της να περνάει.
    Δεν τον είδε... 

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

[ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

 Δεσποτάτο του Μυστρά
1427 - 1444
 Ηύρεν βουνί παράξενον, απόκομμα εις όρος,
απάνω της Λακοδαιμονίας κανένα μίλιν πλέον.
Διατί του άρεσεν πολλά να ποιήση δυναμάριν.
Ώρισε απέξω στο βουνί κ' εχτίσαν ένα κάστρον,
και Μυζηθράν τ' ωνόμασεν, διατί το εκράζαν ούτως·
λαμπρόν κάστρον το έποικεν και μέγα δυναμάριν (1).
   Λίγες μέρες αργότερα ο μεσίρ Μποχώρ και η συνοδεία του άφησαν τη Μονεμβασιά και ανηφόρισαν κατά τον Μυστρά. Το κάστρο πάνω στο βουνί που έχτισε και πολύ αγαπούσε ο μεσίρ Γουλιάμος ο Βιλλαρδουίνος (2), που όμως αναγκάστηκε να το ανταλλάξει με την ελευθερία του όταν νικήθηκε στην Πελαγονία, περίπου εβδομήντα χρόνια πριν. Από τότε ο Μυστράς είχε γίνει η έδρα των «Δεσποτών», των αρχόντων που κυβερνούσαν στο όνομα των αυτοκρατόρων της Βασιλεύουσας, που είχε στο μεταξύ ελευθερωθεί από τους Παλαιολόγους ύστερα από πενήντα χρόνια σκλαβιάς και ταπείνωσης στους άξεστους Φράγκους. Δεσπότης την εποχή που έφτασε η Ανέζα εκεί ήταν ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη και γιος του προηγούμενου αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου, που στο τέλος της ζωής του είχε γίνει μοναχός. Γυναίκα του Δεσπότη ήταν η Ιταλίδα Κλεόπα Μαλατέστα.
   Ο μεσίρ Μποχώρ και η συνοδεία του δε μπήκαν μέσα στο κάστρο -έτσι κι αλλιώς η ώρα ήταν περασμένη, σε λίγο θα έκλειναν οι πύλες. Ο έμπορος προτίμησε, όπως είχε κάνει και στη Μονεμβασιά, να μείνει στην Οβριακή, τον οικισμό στις παρυφές του κάστρου όπου κατοικούσαν οι ομόθρησκοί του. Εκεί ένιωθε ασφαλής και μπορούσε να είναι βέβαιος ότι δε θα αναγκαζόταν να κάνει κάτι ή να φάει κάτι που απαγόρευε η θρησκεία του.
   Η Ανέζα κατ' ανάγκην τον ακολούθησε. Δεν είχε πού αλλού να πάει -εξάλλου, από τότε που έφυγε από τη Μπαρμπαριά ντυνόταν και φερόταν σαν να ήταν και αυτή Εβραία· δεν ήθελε να φανερωθεί η πραγματική ταυτότητά της. Φοβόταν, κι ας είχαν περάσει χρόνια, μήπως ο Ολιβέριο μάθαινε πως η γυναίκα του είχε τελικά γλιτώσει από τους πειρατές. Τι θα γινόταν τότε;  Πώς θα αντιδρούσε; Θα τη διεκδικούσε, ή θα κοίταζε να τη βλάψει και πάλι; Σε κάθε περίπτωση, δεν έπρεπε να μάθει ότι ήταν ζωντανή κι ότι βρισκόταν πίσω στο Μοριά. Προτίμησε να μείνει η «Χάνα, η Εβραία ντοτορέσα». Ο σταυρός του Αλέξιου και το φλουρί της μάνας της, καλά κρυμμένα στον κόρφο της, ήταν τα μόνα που μοιράζονταν το μυστικό της ταυτότητάς της.
   Tην άλλη μέρα, με το χάραμα, βρίσκονταν μπροστά στη μοναδική πύλη του κάστρου, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους για τον έλεγχο προκειμένου να μπουν μέσα.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

[ ΟΙ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ]

   Παραλήρημα το λέτε τώρα; Ούτε μονόλογο ούτε μονωδία ούτε με οποιονδήποτε άλλο όρο που να χαρακτηρίζει το λόγο; Ούτε καν εξομολόγηση;
   Παραλήρημα χαρακτηρίζουμε την ακατάσχετη και ασυνάρτητη ομιλία. Αυτήν που εκβάλλει από το στόμα ενός αρρώστου ή ενός ηλικιωμένου -γράψε ετοιμοθάνατου. Η δική μου ομιλία ενδεχομένως να είναι ακατάσχετη, αλλά δεν είναι ασυνάρτητη. Ναι, παραληρώ, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω και θα συνεχίσω να γκρινιάζω για την τύχη που μου επιφύλαξε η μοίρα και συνεχίζει να με κατατρέχει. Αλλά δε λέω ανοησίες...
   Όταν είσαι νέος, σου περισσεύει η ζωή και δεν τη σέβεσαι. Όμως, όταν έχεις περάσει τα εξήντα, τότε αρχίζεις να την υπολογίζεις και να αφαιρείς. Τι; Μα τα χρόνια που απομένουν και μετριούνται στα δάχτυλα των χεριών σου. Για να μην πω του ενός χεριού σου... Άλλο το μέτρημα των είκοσι ετών και άλλο των εξήντα και, ακόμα χειρότερα, των εβδομήντα.
   Μη νομίζετε ότι πάσχω από τίποτα έτσι όπως τα λέω. Ούτε άρρωστος είμαι ούτε μουρλός. Για να είμαι ειλικρινής, μόλις πάτησα τα εβδομήντα -αν θυμάμαι καλά το χρόνο της γέννησής μου- και τα έχω τετρακόσια. Ούτε στα δύο τρίτα της ηλικίας του μεγάλου δασκάλου μου, του Πλήθωνος, του Γεώργιου Γεμιστού, δεν έχω φτάσει ακόμα, που πέθανε στα ενενήντα οχτώ του χρόνια, αν όχι στα εκατό και βάλε. Ας τον έχει εκ δεξιών ο Δίας, όπως ήθελε να ονομάζει τον θεό του...
   Όμως εγώ από αλλού θέλω να ξεκινήσω. Παρασύρθηκα από τον χείμαρρο της ομιλίας μου και ξεκίνησα από τον Γεώργιο Γεμιστό, ο οποίος πήρε το όνομα Πλήθων από τη μεγάλη λατρεία που είχε για την αρχαία Ελλάδα, τους θεούς της, τον πολιτισμό της, τη φιλοσοφία της και τόσα άλλα.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

[ ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ ]

   1558
   Ο Νεντ Γουίλαρντ επέστρεψε στο Κίνγκσμπριτζ μέσα σε χιονοθύελλα.
   Ανέβηκε κόντρα στο ρεύμα από το λιμάνι του Κομπ στην καμπίνα μιας αργοκίνητης φορτηγίδας γεμάτης υφάσματα από την Αμβέρσα και κρασί από το Μπορντό. Όταν υπολόγισε ότι το πλοίο κόντευε επιτέλους να φτάσει στο Κίνγκσμπριτζ, τύλιξε τον γαλλικό μανδύα πιο σφιχτά γύρω από τους ώμους του, τράβηξε την κουκούλα πάνω από τ' αυτιά του, βγήκε στο ανοιχτό κατάστρωμα και κοίταξε πέρα.
   Στην αρχή απογοητεύτηκε·  το μόνο που είδε ήταν το χιόνι που έπεφτε. Όμως η λαχτάρα του να δει την πόλη ήταν σαν πόνος και προσπάθησε να διαπεράσει με το βλέμμα του τις νιφάδες, όλος ελπίδα. Ύστερα από λίγο, η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε και η θύελλα άρχισε να καταλαγιάζει. Ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού εμφανίστηκε σαν έκπληξη. Κοιτάζοντας πάνω από τις κορυφές των δέντρων που τον περιέβαλλαν, είδε τον πύργο του καθεδρικού -τριακόσια πέντε πόδια ύψος, όπως γνώριζε κάθε μαθητής του σχολείου του Κίνγκσμπριτζ. Οι φτερούγες του πέτρινου αγγέλου που φυλούσε την πόλη από την κορυφή του κωδωνοστασίου είχαν ένα φεστόνι χιονιού στις άκρες τους και τα γκριζωπά φτερά φαίνονταν κατάλευκα. Καθώς κοιτούσε, μια ηλιαχτίδα άγγιξε στιγμιαία το άγαλμα και το χιόνι φωτοβόλησε σαν ευλογία. Μετά η θύελλα πύκνωσε πάλι και ο άγγελος χάθηκε από τα μάτια του.
   Για κάμποση ώρα έβλεπε μόνο δέντρα, αλλά η φαντασία του είχε χορτάσει. Σε λίγο θα ξανάβλεπε τη μητέρα του ύστερα από ενός χρόνου απουσία. Δε θα της έλεγε πόσο πολύ του είχε λείψει, γιατί ένας άντρας έπρεπε να είναι ανεξάρτητος και αυτάρκης στην ηλικία των δεκαοχτώ ετών.
   Πιο πολύ απ' όλους όμως του είχε λείψει η Μάρτζερι. Την είχε ερωτευτεί, κατά ολέθρια χρονική συγκυρία, μόλις μερικές βδομάδες πριν φύγει από το Κίνγκσμπριτζ για να περάσει ένα χρόνο στο Καλαί, το υπό αγγλική διοίκηση λιμάνι στη βόρεια ακτή της Γαλλίας. Από μικρός γνώριζε και συμπαθούσε τη ζωηρή, έξυπνη κόρη του σερ Ρέτζιναλντ Φιτζέραλντ. Όταν έπαψε να είναι παιδούλα, η κατεργαριά της πήρε μια άλλη σαγήνη κι έτσι άθελά του άρχισε να την κοιτάζει επίμονα στην εκκλησία, με το στόμα στεγνό και την ανάσα κομμένη. Είχε διστάσει να κάνει κάτι άλλο, πέρα από το να την κοιτάζει, γιατί ήταν τρία χρόνια μικρότερή του. Εκείνη όμως δεν είχε τέτοιες αναστολές. Είχαν φιληθεί στο νεκροταφείο του Κίνγκσμπριτζ, πίσω από τον προστατευτικό όγκο του μνήματος του ηγούμενου Φίλιπ, του μοναχού που είχε παραγγείλει την κατασκευή του καθεδρικού πριν από τέσσερις αιώνες. Το μακρύ, φλογερό φιλί τους δεν είχε τίποτα το παιδιάστικο. Μετά εκείνη έβαλε τα γέλια κι έφυγε τρέχοντας.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

[ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ] - Β' ΜΕΡΟΣ

 23 Ιουνίου 1528

   Ημερολόγιό μου,
   Γράφω και το χέρι μου τρέμει. Αυτό μπορεί να είναι το τέλος μου, γιατί ο Χάρος τριγυρίζει στις αίθουσες του Χήβερ και φοβάμαι πως έχει για στόχο του εμένα. Έχει πάρει κιόλας τόσους και τόσους... Πριν καν προλάβω να φύγω βιαστικά από το Γκρήνουιτς, εκατοντάδες άνθρωποι πέθαναν σε κάτι λιγότερο από μια μέρα και πολλοί ήταν από το ίδιο το περιβάλλον του βασιλιά. Ο Νόρφολκ αρρώστησε κι ο μεγάλος γιος και κληρονόμος του Σάφολκ πέθανε. Ο Χάρος καλπάζει ελεύθερος ακόμα και στους μεγάλους δρόμους, τον είδα σ' όλη τη διαδρομή απ' το Γκρήνουιτς στο Ήντενμπριτζ. Aμάξια με κλειστές τις κουρτίνες, αμαξάδες, χωριάτισσες, αγρότες με κατεβασμένα κεφάλια και μάτια καρφωμένα στο χώμα, κανείς να μη χαιρετάει κανέναν στο δρόμο. Και πτώματα να κείτονται εδώ κι εκεί, με τα κοράκια να τσιμπολογούν τις σάρκες τους.
   Παντού μέσα στο Χήβερ οσμίζεσαι το θάνατο. Ο άντρας της αδελφής μου πήγε να βρει το Δημιουργό του. Ο πατέρας κι ο αδελφός μου ο Τζωρτζ είναι βαριά άρρωστοι. Η μητέρα ευτυχώς είναι καλά, αλλά έτσι που φροντίζει τον άντρα της και το γιο της, μπορεί ν' αρρωστήσει κι αυτή.
   Σήμερα το πρωί ήρθε εδώ στο Χήβερ, φέρνοντας γράμμα του βασιλιά Ερρίκου, ο Ζους, ο μυστικός μαντατοφόρος του, αυτός που μεταφέρει πάντα την κρυφή αλληλογραφία μας.
   Το γράμμα που μου έστειλε ο Ερρίκος, ο οποίος είναι πολύ καλά και κλειδαμπαρωμένος στο Γουόλθαμ, ήθελε να μου δώσει ελπίδες ότι η αρρώστια θα με προσπεράσει. Προσεύχομαι να είναι καλά στην υγεία του ο βασιλιάς, αλλά το κεφάτο ύφος της επιστολής του με πίκρανε λιγάκι. Αποφεύγει τις συναναστροφές, κάνει μοναχικούς περιπάτους σ' έρημους κήπους, σκέφτεται και γράφει για το θέμα του διαζυγίου κι ελπίζει να έρθει γρήγορα ο Καμπέτζο. Πώς μπορεί να σκέφτεται τέτοια πράγματα τη στιγμή που η πανώλη γεμίζει θρήνο τις ψυχές μας; Είναι φορές που φοβάμαι ότι ο βασιλιάς δεν έχει αίμα στις φλέβες του, ότι είναι ένας άνθρωπος ψυχρός κι αλλόκοτος.