Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΜΑΛΤΕΖΟΥ

   Στο Κατάκωλο εζούσε ένας Μαλτέζος. Είχε έρθει ψαροναύτης σε μια μαλτέζικη ανεμότρατα, που 'κανε τότε ταχτικά κάθε χρόνο αυτό το ταξίδι για ψάρεμα μαζί με τρεις άλλες, την εποχή των αφθόνων μπαρμπουνιών, που τα παχαίνουν τα νερά του Αλφειού, τα ξεχυνόμενα στις αμμώδεις ακρογιαλιές της Ηλείας και της Ολυμπίας -κι απόμεινε εκεί. 
   Όταν έφτασε ο καιρός να ξαναγυρίσουνε οι σύντροφοί του στη Μάλτα, αυτός ήταν πεσμένος στο κρεβάτι από βαριά αρρώστια -πνευμονία- σε μια μικρή μπαράκα, που βρισκόταν στο ύψωμα της ρίζας του μώλου. Δε μπορούσε να τους ακολουθήσει, αν και βρισκόταν τότε κάπως σε ανάρρωση. Αλλά την ημέρα που εκείνοι μπαρκάρανε, είχε ανασηκωθεί στο κρεβάτι, λογαριάζοντας την ώρα, κι από το παραθυράκι της μπαράκας κοίταζε προς το ανοιχτό πέλαγος, όπου έπλεαν οι τέσσερις μεγάλες βάρκες. Όσες τις χτυπούσε ο άνεμος και τα κεραμιδιά πανιά τους έγερναν μπροστά, έμοιαζαν πελώρια θαλασσοπούλια που εράμφιζαν το κύμα. Τις έβλεπε δυο ολόκληρες ώρες, όσο χρειάσθηκε για να εξαφανισθούν στον ορίζοντα. Και όταν το τελευταίο τους σημάδι χάθηκε κι έμεινε στην ήσυχη γαλάζια θάλασσα μόνο η ασημένια φιδωτή γραμμή του δρόμου τους, τα μάτια του ανθρώπου που απόμεινε πίσω βούρκωσαν. Πρώτη φορά του 'τυχε να βρεθεί μόνος, σε ξένη στεριά. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει στα νερά ξένων τόπων, στα παράλια της Μεσογείου, όπου αλητεύουν οι ψαρόβαρκες, αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει καμιά νοσταλγία. Γιατί πατρίδα του ήταν κάθε βάρκα που δούλευε μαζί με άλλους συμπατριώτες του.