Μια Κυριακή ο γιος του χασάπη, ο Πίτερ, ήρθε για τη λειτουργία στην εκκλησία μας. Πρέπει να μπήκε μετά από μένα και τους γονείς μου και να κάθισε κάπου πίσω, γιατί τον είδα μόνο όταν σχόλασε η εκκλησία κι εμείς ήμασταν έξω μιλώντας με τους γείτονες. Είχε σταθεί σε μια γωνιά και με κοίταζε. Μόλις τον είδα, πιάστηκε η ανάσα μου. Τουλάχιστον είναι Προτεστάντης, σκέφτηκα. Μέχρι τότε δεν ήμουν σίγουρη. Από τότε που δούλευα στο σπίτι των Καθολικών, δεν ήμουν σίγουρη για πάρα πολλά πράγματα.
Η μητέρα ακολούθησε το βλέμμα μου. "Ποιος είναι αυτός;"
"Ο γιος του χασάπη".
Μου έριξε μια παράξενη ματιά, λίγο έκπληκτη, λίγο φοβισμένη. "Πήγαινε να του μιλήσεις", ψιθύρισε, "και φερ' τον εδώ".
Πήγα υπάκουα στον Πίτερ. "Γιατί ήρθες εδώ;" τον ρώτησα, ξέροντας πως θα 'πρεπε να είμαι πιο ευγενική.
Εκείνος χαμογέλασε. "Γεια σου, Χριτ. Δεν σου περισσεύει ούτε μια καλή κουβέντα για μένα;"
"Γιατί ήρθες εδώ;"
"Πηγαίνω σ' όλες τις εκκλησίες του Ντελφτ, για να δω ποια λειτουργία μου αρέσει περισσότερο. Θα μου πάρει βέβαια κάμποσο καιρό". Όταν όμως είδε το ύφος μου, μαζεύτηκε -τ' αστεία του δεν είχαν πέραση σ' εμένα. "Ήρθα για να σε δω -και να γνωρίσω τους γονείς σου".
Κοκκίνησα μέχρι τ' αυτιά. "Καλύτερα όχι", είπα σιγανά.
"Γιατί όχι;"
"Είμαι μόνο δεκαεφτά. Και... και δεν σκέφτομαι τέτοια πράγματα ακόμη".
"Δεν υπάρχει καμιά βιασύνη", είπε ο Πίτερ.
Κοίταξα τα χέρια του -ήταν καθαρά, μα υπήρχαν ακόμα ίχνη αίματος γύρω απ' τα νύχια. Θυμήθηκα το χέρι του κυρίου μου πάνω στο δικό μου, τότε που μου 'δειχνε πώς να τρίβω το ελεφαντόδοντο, κι ανατρίχιασα.
Ο κόσμος μάς κοιτούσε, γιατί ο Πίτερ ήταν ξένος εκεί. Και ήταν κι όμορφος -αυτό το έβλεπα ακόμα κι εγώ- με μακριά ξανθά μαλλιά, με φωτεινά γαλάζια μάτια και με το χαμόγελο στα χείλη. Πολλές κοπέλες προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή του.
"Θα με συστήσεις λοιπόν στους γονείς σου;"