Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

[ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

     
    Μια Κυριακή ο γιος του χασάπη, ο Πίτερ, ήρθε για τη λειτουργία στην εκκλησία μας. Πρέπει να μπήκε μετά από μένα και τους γονείς μου και να κάθισε κάπου πίσω, γιατί τον είδα μόνο όταν σχόλασε η εκκλησία κι εμείς ήμασταν έξω μιλώντας με τους γείτονες. Είχε σταθεί σε μια γωνιά και με κοίταζε. Μόλις τον είδα, πιάστηκε η ανάσα μου. Τουλάχιστον είναι Προτεστάντης, σκέφτηκα. Μέχρι τότε δεν ήμουν σίγουρη. Από τότε που δούλευα στο σπίτι των Καθολικών, δεν ήμουν σίγουρη για πάρα πολλά πράγματα.
   Η μητέρα ακολούθησε το βλέμμα μου. "Ποιος είναι αυτός;"
   "Ο γιος του χασάπη".
   Μου έριξε μια παράξενη ματιά, λίγο έκπληκτη, λίγο φοβισμένη. "Πήγαινε να του μιλήσεις", ψιθύρισε, "και φερ' τον εδώ".
   Πήγα υπάκουα στον Πίτερ. "Γιατί ήρθες εδώ;" τον ρώτησα, ξέροντας πως θα 'πρεπε να είμαι πιο ευγενική.
   Εκείνος χαμογέλασε. "Γεια σου, Χριτ. Δεν σου περισσεύει ούτε μια καλή κουβέντα για μένα;"
   "Γιατί ήρθες εδώ;"
   "Πηγαίνω σ' όλες τις εκκλησίες του Ντελφτ, για να δω ποια λειτουργία μου αρέσει περισσότερο. Θα μου πάρει βέβαια κάμποσο καιρό". Όταν όμως είδε το ύφος μου, μαζεύτηκε -τ' αστεία του δεν είχαν πέραση σ' εμένα. "Ήρθα για να σε δω -και να γνωρίσω τους γονείς σου".
   Κοκκίνησα μέχρι τ' αυτιά. "Καλύτερα όχι", είπα σιγανά.
   "Γιατί όχι;"
   "Είμαι μόνο δεκαεφτά. Και... και δεν σκέφτομαι τέτοια πράγματα ακόμη".
   "Δεν υπάρχει καμιά βιασύνη", είπε ο Πίτερ.
   Κοίταξα τα χέρια του -ήταν καθαρά, μα υπήρχαν ακόμα ίχνη αίματος γύρω απ' τα νύχια. Θυμήθηκα το χέρι του κυρίου μου πάνω στο δικό μου, τότε που μου 'δειχνε πώς να τρίβω το ελεφαντόδοντο, κι ανατρίχιασα.
   Ο κόσμος μάς κοιτούσε, γιατί ο Πίτερ ήταν ξένος εκεί. Και ήταν κι όμορφος -αυτό το έβλεπα ακόμα κι εγώ- με μακριά ξανθά μαλλιά, με φωτεινά γαλάζια μάτια και με το χαμόγελο στα χείλη. Πολλές κοπέλες προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή του.
   "Θα με συστήσεις λοιπόν στους γονείς σου;"

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

[ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

1664   
   Η μητέρα δεν μου είχε πει πως θα έρχονταν.
   Μετά μου εξήγησε πως δεν ήθελε να δείχνω σφιγμένη. Ξαφνιάστηκα, γιατί νόμιζα πως με ήξερε καλύτερα. Όχι, δεν έκλαψα σαν μωρό, κάθε άλλο· ένας τρίτος θα νόμιζε πως ήμουν απόλυτα ήρεμη. Μόνο η μητέρα θα πρόσεχε το σφιγμένο σαγόνι και τα ορθάνοιχτα αλλά έτσι κι αλλιώς μεγάλα μάτια μου.
   Έκοβα λαχανικά στην κουζίνα όταν άκουσα φωνές στην εξώπορτα -μια γυναικεία, καθαρή και ψηλή σαν το φρεσκογυαλισμένο μπρούντζο, και μια αντρική, χαμηλή και βαριά σαν το παλιό τραπέζι της κουζίνας όπου στεκόμουν και δούλευα. Τέτοιες φωνές ακούγονταν πολύ σπάνια στο σπίτι μας. Στον ήχο τους μπορούσα εύκολα να διακρίνω πλούσια χαλιά, βιβλία, μαργαριτάρια και γούνες.
   Ευτυχώς που είχα τρίψει καλά τα σκαλιά της εξώπορτας πριν από λίγο.
   Η φωνή της μητέρας μου -βαθιά σαν χύτρα ή σαν μεγάλη καράφα κρασιού- ακούστηκε από το μπροστινό δωμάτιο. Προχωρούσαν προς την κουζίνα. Έσπρωξα τα πράσα που έκοβα και τα 'βαλα στη θέση τους, ακούμπησα το μαχαίρι στο τραπέζι, σκούπισα τα χέρια στην ποδιά μου και δάγκωσα τα χείλη μου για να πάρουν χρώμα.
   Πρώτα εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας η μητέρα -τα μάτια της, μια διπλή προειδοποίηση. Η γυναίκα που ερχόταν πίσω της χρειάστηκε να σκύψει για να μπει από την πόρτα. Ήταν πολύ ψηλή, ψηλότερη από τον άντρα που την ακολουθούσε.
   Όλοι στην οικογένειά μας, ακόμα κι ο πατέρας κι ο αδερφός μου, ήμασταν μικροκαμωμένοι.
   Η ψηλή γυναίκα έδειχνε σαν να την είχε χτυπήσει δυνατός αέρας, παρ' όλο που η μέρα ήταν ήρεμη και καλή. Το καπέλο της είχε πέσει προς τα πίσω και μερικές ξανθές μπούκλες τής έπεφταν στο μέτωπο, σαν μέλισσες που προσπαθούσε ανυπόμονα κάθε τόσο να τις διώξει. Ο γιακάς της ήθελε στρώσιμο και δεν έδειχνε κολλαρισμένος σωστά. Όταν έσπρωξε την γκρίζα κάπα της στο πλάι, είδα αμέσως ότι περιμένει παιδί -μέχρι το τέλος του χρόνου, ή κι ακόμα νωρίτερα, σκέφτηκα.
   Το πρόσωπό της ήταν πλατύ σαν δίσκος για το σερβίρισμα, κι άλλοτε έλαμπε, άλλοτε έδειχνε θαμπό. Τα μάτια της δυο ανοιχτοκάστανα κουμπιά, σχεδόν μελιά, ένας συνδυασμός που σπάνια συναντάει κανείς σε ξανθές γυναίκες. Προσπάθησε να με κοιτάξει επίμονα και αυστηρά, μα της ήταν αδύνατο να κρατήσει σταθερό το βλέμμα, η ματιά της χοροπηδούσε πέρα δώθε μες στο δωμάτιο.