Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

[ ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ ]

 Σταυρός, στον Στρυμονικό Κόλπο, 24 Δεκεμβρίου 1918

   Τα σύννεφα ήταν κατεβασμένα κι ένα γλαυκό αμάλγαμα, κάτι ανάμεσα σε ομίχλη και χαμηλή νέφωση, σκέπαζε την κορυφή της δασωμένης πλαγιάς. Αυτή κατέβαινε κάπως απότομα ως την ακτή, εκεί στα πλατάνια που από πάνω τα έβρεχαν τα ρυάκια του βουνού κι από κάτω τα έγλειφαν τα κύματα. Η παραλία του Σταυρού είχε όλο κι όλο ένα κτίριο, διώροφο, που έμοιαζε με παλιό τελωνείο ή φυλάκιο των Οθωμανών. Τα υπόλοιπα ήταν παράγκες, σκέπαστρα για τις βάρκες και χαμηλές αποθήκες με δίχτυα κι όλα τα σκουριάρικα των καραβιών -πίρους, άγκυρες...
   Είχαν ξεκινήσει στοιχισμένοι απ' το χωριό Βρασνά, και απ' την ακτή του βάδιζαν δίπλα στη θάλασσα για το Λιμάνι του Σταυρού. Ένας ολόκληρος κόσμος σε μετακίνηση, το 34ο Σύνταγμα Πεζικού με την πυροβολαρχία του, τα μουλάρια, τα φορτώματα και τους άντρες σιωπηλούς κάτω απ' τη βροχή. Παραμονή Χριστουγέννων του 1918 με το φως του χειμώνα να είναι λιγοστό. Απ' το πρωί ψιλόβρεχε και το κρύο του βουνού, ανάκατο με την αλμύρα της ακτής, κοκκίνιζε τα ξυρισμένα μάγουλα των αντρών.
   Όσο πλησίαζαν στον Σταυρό, η δασωμένη πλαγιά ερχόταν κι αυτή πιο κοντά, όπως κι άλλες παρόμοιες πίσω απ' αυτήν, συνεχόμενες, φύλλα δασωμένου βουνού το ένα πίσω απ' τ' άλλο. Στο μέσο της πρώτης πλαγιάς ξεχώριζαν λίγα σπίτια, ένας πέτρινος τρούλος εκκλησίας, δίπλα του το καμπαναριό, κι αυτό απ' την ίδια πέτρα, που ήταν σαν φάρος στο βουνό. Ένας δρόμος όλος κι όλος ξεκινούσε ανηφορίζοντας απ' τη θάλασσα, διέσχιζε το χωριό κι έφτανε ως τα τελευταία σπίτια στην κορυφή.
   Όσο πλησίαζαν απ' τα Βρασνά στο φυσικό λιμάνι του Σταυρού, η βροχή δυνάμωνε, και αίφνης η εικόνα του μικρού χωριού που σκαρφάλωνε στην πλαγιά έγινε πιο αμυδρή, θάμπωσε, σαν να είχε πρόθεση αυτός ο μικρός οικισμός, σύσσωμος, σύψυχος, με το καμπαναριό, τις πέτρινες στέρνες, τους μαυροντυμένους χωρικούς, τα γελάδια, να αναληφθεί και να χαθεί στα σύννεφα.
   "Κρατάτε βήμα, ρε!" ακούστηκε η φωνή ενός λοχία έξω απ' τον σχηματισμό. "Άντε, λεβέντες μου, να δείξουμε στους Τζόνηδες ότι είμαστε κι εμείς στρατός κι ας έχουν εκείνοι τις λίρες. Εμπρός, ρε, το κεφάλι ψηλά! Κι η βροχούλα καλή είναι, θα σας γυαλίσει το κράνος!"

Σάββατο 19 Μαΐου 2018

[ ΑΠΩΛΕΙΕΣ]

  
    Μεγάλος -μεγάλος και τρομερός- ήταν αυτός ο χρόνος, χίλια εννιακόσια δεκαοχτώ μετά Χριστόν και ο δεύτερος αφ' ότου άρχισε η Επανάσταση. Το καλοκαίρι πλημμύρισε ήλιο, ο χειμώνας θάφτηκε κάτω από το χιόνι και στον ουρανό, σε ύψος απίστευτο, κρέμονταν δυο αστέρια: ο Αποσπερίτης -η εσπέρια Αφροδίτη- και η κόκκινη τρεμουλιαστή λάμψη του Άρη. 
   Στα χρόνια όμως της ειρήνης, όπως και στα ματωμένα χρόνια, οι μέρες περνούν σα βέλη, κι οι νεαροί Τουρμπίν δεν είδαν μέσα στην αυστηρή παγωνιά που σκλήραινε τη γη να φτάνει ο ασπρομάλλης γερο-Δεκέμβρης. Ω, χριστουγεννιάτικο έλατο, πανάρχαιε πρόγονέ μας, που λάμπεις από χιόνι και ευτυχία! Μάνα, ακτινοβόλα βασίλισσα, πού είσαι;
   Ένα χρόνο από τότε που η Έλενα παντρεύτηκε τον λοχαγό Σέργιο Ιβάνοβιτς Τάλμπεργκ και την ίδια εβδομάδα που ο μεγάλος γιος, ο Αλέξης Βασίλιεβιτς Τουρμπίν, ύστερα από σκληρά χρόνια θητείας, με εκστρατείες και φτώχεια, γύριζε στην Ουκρανία και ξανάβρισκε την Πόλη (1) και το πατρικό σπίτι, ένα άσπρο φέρετρο με τη σωρό της μητέρας κατέβαινε με τραντάγματα την απότομη κατηφοριά της οδού Αλεξέγιεφσκι, προς το Ποντόλ, ως τη μικρή εκκλησία του Καλού Άη-Νικόλα, που είναι πάνω στον Φζβόζα.
   Η κηδεία έγινε τον Μάιο μήνα. Φυλλώματα από κερασιές και ακακίες έκρυβαν σα βαριά κουρτίνα τ' αψιδωτά παράθυρα. Ο πάτερ Αλέξανδρος, ταραγμένος από θλίψη, τραύλιζε πότε χλωμός, πότε κατακόκκινος στο χρυσαφί χρώμα των κεριών, ενώ ο διάκος, με μελανιασμένο πρόσωπο και σβέρκο, αλλά φορτωμένος χρυσάφι ως την άκρη των παπουτσιών του, μουρμούριζε με πένθιμο τόνο το «αιωνία η μνήμη» στη μητέρα που άφηνε τα παιδιά της.

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

[ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ]


 
   Η Βασιλίσα Μαλίγκινα ήταν μια εικοσιοχτάχρονη εργάτρια, που δούλευε σ' ένα πλεκτήριο. Ήταν ένα πραγματικό κορίτσι της πόλης, αδύνατο και με όψη υποσιτιζόμενης, με σγουρά μαλλιά που της τα 'χανε κόψει ύστερα από μια προσβολή τύφου. Με την απλή ρώσικη μπλούζα της και το επίπεδο στήθος της θα την έπαιρνες από μακριά γι' αγόρι.
   Δεν ήταν ακριβώς όμορφη, αλλά είχε τα πιο υπέροχα, εκφραστικά καστανά μάτια: και μόνο να κοίταζαν οι άνθρωποι μέσα σε κείνα τα τρυφερά της μάτια ένιωθαν πιο χαρούμενοι.
   Η Βασιλίσα ήταν κομμουνίστρια κι είχε προσχωρήσει στους μπολσεβίκους όταν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος. Απεχθανόταν τον πόλεμο κι, ενώ όλες οι άλλες εργάτριες έφτιαχναν με ζήλο ρούχα για το μέτωπο δουλεύοντας φουριόζικα πέρα απ' το κανονικό ωράριο για τη νίκη της Ρωσίας, η Βασιλίσα τσακωνόταν πεισματάρικα μαζί τους. Ο πόλεμος ήταν μια ματοβαμμένη υπόθεση, έλεγε -ποιος τον χρειαζόταν; Δεν ήταν παρά μόνο βάρος για τους ανθρώπους. Και για όλους εκείνους τους νεαρούς στρατιώτες που πήγαιναν σαν πρόβατα στη σφαγή ήταν μια τέλεια τραγωδία!
   Όσες φορές συναντούσε στους δρόμους ομάδες στρατιωτών να προχωράνε στοιχημένοι στη γραμμή, θα τους γύριζε την πλάτη. Πώς μπορούσαν να βαδίζουν έτσι καμαρωτοί, τραγουδώντας και φωνάζοντας μ' όλη τους τη δύναμη, τραβώντας για το θάνατο σα να 'φευγαν διακοπές! Δεν ήταν αναγκασμένοι να πάνε, θα μπορούσαν εύκολα να το 'χανε αρνηθεί. Και μόνο αν είχαν πει πως δεν ήταν διατεθειμένοι να πάνε να σκοτωθούν ή να σκοτώσουν άλλους ανθρώπους σαν εμάς, δε θα υπήρχε καθόλου πόλεμος.
   Η Βασιλίσα ήτανε διαβασμένη· ο πατέρας της ήταν στοιχειοθέτης και της είχε μάθει να διαβάζει από νωρίς. Αγαπούσε τον Τολστόι, ιδιαίτερα τους θρύλους του.
   Ήταν η μοναδική ειρηνίστρια στο εργαστήριο και θα 'χε χάσει τη δουλειά της, αν δεν είχαν τόσο μεγάλη ανάγκη από εργάτες. Ήδη ο αρχιεργάτης άνοιγε το στόμα του μόνο για να την κατσαδιάσει. Σύντομα έμαθαν όλοι για τις ειρηνιστικές αντιλήψεις της και της έβγαλαν το παρατσούκλι «Τολστοϊκή». Όλες οι άλλες συναδέλφισσές της προσπαθούσαν να την κρατήσουν σε απόσταση, γιατί, στο κάτω - κάτω, μήπως δεν είχε απαρνηθεί την πατρίδα της και προδώσει τη Ρωσία; «Μια χαμένη υπόθεση!» αναστέναζαν κάθε φορά που αναφερόταν τ' όνομά της.
   Δεν είχε περάσει πολύς καιρός όταν η φήμη της έφτασε στ' αυτιά του τοπικού μπολσεβίκου οργανωτή, που έψαξε να τη βρει. Σύντομα ανακάλυψε πως αυτό το κορίτσι ήταν θετικό, σίγουρο για τις ιδέες του και κατάλληλο για κομματική δουλειά. Έτσι σιγά - σιγά η Βασιλίσσα προσέγγισε τους μπολσεβίκους. Όχι βέβαια αμέσως, ούτε αβασάνιστα. Στην αρχή τα τσούγκρισε με τα μέλη της επιτροπής, κάνοντας την μια ερώτηση πάνω στην άλλη και εγκαταλείποντας συνέχεια τις συνελεύσεις εξοργισμένη. Αλλά σιγά - σιγά άρχισε να αντιλαμβάνεται καθαρότερα τη θέση τους και, στο τέλος, ήταν αυτή που πρότεινε ν' αρχίσει να δουλεύει κανονικά γι' αυτούς. Έτσι έγινε μπολσεβίκα η Βασιλίσα.