Σταυρός, στον Στρυμονικό Κόλπο, 24 Δεκεμβρίου 1918
Τα σύννεφα ήταν κατεβασμένα κι ένα γλαυκό αμάλγαμα, κάτι ανάμεσα σε ομίχλη και χαμηλή νέφωση, σκέπαζε την κορυφή της δασωμένης πλαγιάς. Αυτή κατέβαινε κάπως απότομα ως την ακτή, εκεί στα πλατάνια που από πάνω τα έβρεχαν τα ρυάκια του βουνού κι από κάτω τα έγλειφαν τα κύματα. Η παραλία του Σταυρού είχε όλο κι όλο ένα κτίριο, διώροφο, που έμοιαζε με παλιό τελωνείο ή φυλάκιο των Οθωμανών. Τα υπόλοιπα ήταν παράγκες, σκέπαστρα για τις βάρκες και χαμηλές αποθήκες με δίχτυα κι όλα τα σκουριάρικα των καραβιών -πίρους, άγκυρες...
Είχαν ξεκινήσει στοιχισμένοι απ' το χωριό Βρασνά, και απ' την ακτή του βάδιζαν δίπλα στη θάλασσα για το Λιμάνι του Σταυρού. Ένας ολόκληρος κόσμος σε μετακίνηση, το 34ο Σύνταγμα Πεζικού με την πυροβολαρχία του, τα μουλάρια, τα φορτώματα και τους άντρες σιωπηλούς κάτω απ' τη βροχή. Παραμονή Χριστουγέννων του 1918 με το φως του χειμώνα να είναι λιγοστό. Απ' το πρωί ψιλόβρεχε και το κρύο του βουνού, ανάκατο με την αλμύρα της ακτής, κοκκίνιζε τα ξυρισμένα μάγουλα των αντρών.
Όσο πλησίαζαν στον Σταυρό, η δασωμένη πλαγιά ερχόταν κι αυτή πιο κοντά, όπως κι άλλες παρόμοιες πίσω απ' αυτήν, συνεχόμενες, φύλλα δασωμένου βουνού το ένα πίσω απ' τ' άλλο. Στο μέσο της πρώτης πλαγιάς ξεχώριζαν λίγα σπίτια, ένας πέτρινος τρούλος εκκλησίας, δίπλα του το καμπαναριό, κι αυτό απ' την ίδια πέτρα, που ήταν σαν φάρος στο βουνό. Ένας δρόμος όλος κι όλος ξεκινούσε ανηφορίζοντας απ' τη θάλασσα, διέσχιζε το χωριό κι έφτανε ως τα τελευταία σπίτια στην κορυφή.
Όσο πλησίαζαν απ' τα Βρασνά στο φυσικό λιμάνι του Σταυρού, η βροχή δυνάμωνε, και αίφνης η εικόνα του μικρού χωριού που σκαρφάλωνε στην πλαγιά έγινε πιο αμυδρή, θάμπωσε, σαν να είχε πρόθεση αυτός ο μικρός οικισμός, σύσσωμος, σύψυχος, με το καμπαναριό, τις πέτρινες στέρνες, τους μαυροντυμένους χωρικούς, τα γελάδια, να αναληφθεί και να χαθεί στα σύννεφα.
"Κρατάτε βήμα, ρε!" ακούστηκε η φωνή ενός λοχία έξω απ' τον σχηματισμό. "Άντε, λεβέντες μου, να δείξουμε στους Τζόνηδες ότι είμαστε κι εμείς στρατός κι ας έχουν εκείνοι τις λίρες. Εμπρός, ρε, το κεφάλι ψηλά! Κι η βροχούλα καλή είναι, θα σας γυαλίσει το κράνος!"