Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 19 Μαΐου 2018

[ ΑΠΩΛΕΙΕΣ]

  
    Μεγάλος -μεγάλος και τρομερός- ήταν αυτός ο χρόνος, χίλια εννιακόσια δεκαοχτώ μετά Χριστόν και ο δεύτερος αφ' ότου άρχισε η Επανάσταση. Το καλοκαίρι πλημμύρισε ήλιο, ο χειμώνας θάφτηκε κάτω από το χιόνι και στον ουρανό, σε ύψος απίστευτο, κρέμονταν δυο αστέρια: ο Αποσπερίτης -η εσπέρια Αφροδίτη- και η κόκκινη τρεμουλιαστή λάμψη του Άρη. 
   Στα χρόνια όμως της ειρήνης, όπως και στα ματωμένα χρόνια, οι μέρες περνούν σα βέλη, κι οι νεαροί Τουρμπίν δεν είδαν μέσα στην αυστηρή παγωνιά που σκλήραινε τη γη να φτάνει ο ασπρομάλλης γερο-Δεκέμβρης. Ω, χριστουγεννιάτικο έλατο, πανάρχαιε πρόγονέ μας, που λάμπεις από χιόνι και ευτυχία! Μάνα, ακτινοβόλα βασίλισσα, πού είσαι;
   Ένα χρόνο από τότε που η Έλενα παντρεύτηκε τον λοχαγό Σέργιο Ιβάνοβιτς Τάλμπεργκ και την ίδια εβδομάδα που ο μεγάλος γιος, ο Αλέξης Βασίλιεβιτς Τουρμπίν, ύστερα από σκληρά χρόνια θητείας, με εκστρατείες και φτώχεια, γύριζε στην Ουκρανία και ξανάβρισκε την Πόλη (1) και το πατρικό σπίτι, ένα άσπρο φέρετρο με τη σωρό της μητέρας κατέβαινε με τραντάγματα την απότομη κατηφοριά της οδού Αλεξέγιεφσκι, προς το Ποντόλ, ως τη μικρή εκκλησία του Καλού Άη-Νικόλα, που είναι πάνω στον Φζβόζα.
   Η κηδεία έγινε τον Μάιο μήνα. Φυλλώματα από κερασιές και ακακίες έκρυβαν σα βαριά κουρτίνα τ' αψιδωτά παράθυρα. Ο πάτερ Αλέξανδρος, ταραγμένος από θλίψη, τραύλιζε πότε χλωμός, πότε κατακόκκινος στο χρυσαφί χρώμα των κεριών, ενώ ο διάκος, με μελανιασμένο πρόσωπο και σβέρκο, αλλά φορτωμένος χρυσάφι ως την άκρη των παπουτσιών του, μουρμούριζε με πένθιμο τόνο το «αιωνία η μνήμη» στη μητέρα που άφηνε τα παιδιά της.
   Ο Αλέξης, η Έλενα, ο Τάλμπεργκ, η Ανιούτα, μεγαλωμένη στους Τουρμπίν, και ο Νικόλκα, ζαλισμένος από τον θάνατο και με το τσουλούφι πεσμένο στο δεξί μάτι, στέκονταν όρθιοι μπρος στο παλιό μαυρισμένο άγαλμα του αγίου Νικολάου του επισκόπου. Τα γαλάζια μάτια του Νικόλκα, κολλητά στη μύτη του, όμοια με ράμφος πουλιού, είχαν ένα χαμένο βλέμμα χωρίς ζωή. Κάθε τόσο τα σήκωνε πάνω από το τέμπλο, προς τον σκοτεινό θόλο, να δει ένα σκυθρωπό κι αινιγματικό γέροντα, τον Θεό, που έμοιαζε σαν να του 'κλεινε το μάτι. «Γιατί μάς χτύπησε τούτη η δυστυχία; Γιατί τόση αδικία; Τι ανάγκη είχε να μας πάρει τη μητέρα μας τώρα, που όλοι θα μαζευόμαστε πάλι κι όλα θ' άρχιζαν να πηγαίνουν καλύτερα;»
   Μια σχισμή, όμως, άνοιξε στον μαύρο ουρανό κι ο Θεός χάθηκε από κει χωρίς ν' απαντήσει. Όσο για τον Νικόλκα, δεν ήξερε ακόμη ότι καθετί που συμβαίνει γίνεται γιατί πρέπει κι ότι όλα είναι για το καλύτερο.
   Η ακολουθία τέλειωσε, σταμάτησε κι η τελευταία ψαλμωδία. Βγήκαν στα ηχηρά πλακάκια του προαυλίου. Και, διασχίζοντας την τεράστια πόλη, οδήγησαν τη μητέρα ως το κοιμητήρι, εκεί που από πολύ καιρό ο πατέρας αναπαυόταν κάτω από ένα μαύρο μαρμάρινο σταυρό. Και η μητέρα θάφτηκε. Ναι... ε, ναι...

   Πολλά χρόνια πριν από αυτόν τον θάνατο, στην τραπεζαρία, στον αριθμό 13 της οδού Αλεξέγιεφσκι, η μεγάλη πορσελάνινη σόμπα (2) έστελνε ζεστασιά και ζωντάνια στη μικρή Ελένη, στον μεγαλύτερο, τον Αλέξη, και στον μικρότερο απ' όλους, τον Νικόλκα. Όπως πάντα, είχαν σκύψει προς τη σόμπα και αποκαρωμένοι από τη ζεστασιά, άκουγαν να τους διαβάζουν τον «Μαραγκό του Ζάανταμ» (3). Κάθε τόσο, το μπρούντζινο εκκρεμές σκορπούσε τους ήχους μιας γκαβότας, κι όπως πάντα στο τέλος του Δεκέμβρη, το άρωμα από τις βελόνες του έλατου γέμιζε το δωμάτιο, ενώ τα πολύχρωμα σπαρματσέτα έλαμπαν στα καταπράσινα κλαδιά. Σα ν' απαντούσε στην γκαβότα που ερχόταν από το δωμάτιο της μητέρας -σήμερα είναι της Ελένης- το εκκρεμές της τραπεζαρίας σήμαινε την ώρα. Ο πατέρας, που ήταν καθηγητής, το είχε αγοράσει κάποτε, τον καιρό που οι γυναίκες συνήθιζαν κείνα τα γελοία μανίκια που φούσκωναν υπερβολικά στους ώμους. Ύστερα, τα μανίκια χάθηκαν, ο χρόνος έφυγε σαν ατμός, ο πατέρας πέθανε και τα παιδιά μεγάλωσαν, αλλά το εκκρεμές δεν άλλαξε, και χτυπούσε πάντα τις ώρες. Όλοι το είχαν συνηθίσει τόσο, που, αν κάποτε έπεφτε κι έσπαγε, θα λυπόντουσαν σαν να 'χαναν μια αγαπημένη φωνή, που τίποτα και κανείς δεν θα μπορέσει πια να γεμίσει την άδεια θέση της. Ευτυχώς όμως τα ρολόγια είναι αθάνατα, όπως είναι αθάνατος κι ο «Μαραγκός του Ζάανταμ» και η ολλανδέζικη πορσελάνινη σόμπα, που σα βράχος γεμάτος φρόνηση σκορπά ζωή και ζεστασιά μέσα στην κακομοιριά των καιρών.
   Kι όλα αυτά, η σόμπα, από άσπρη και μπλε πορσελάνη, τα έπιπλα, ντυμένα με παλιό κόκκινο βελούδο, τα κρεβάτια με τα γυαλιστερά πόμολα, τα φθαρμένα χαλιά του τοίχου με σχέδια κόκκινα και πολύχρωμα, που παρίσταναν τον Αλέξη Μιχαήλοβιτς (4) με το γεράκι στο χέρι ή τον Λουδοβίκο 14ο να καμαρώνει σε παραδεισιακό κήπο, στην όχθη μιας μεταξένιας λίμνης, τα τούρκικα χαλιά με τα εξαίρετα αραβουργήματα σε ανατολίτικο φόντο, που στείχειωναν τους πυρετικούς εφιάλτες του Νικόλκα, όταν είχε οστρακιά, η μπρούντζινη λάμπα κάτω από το αμπαζούρ της, οι βιβλιοθήκες, οι μοναδικές σίγουρα στον κόσμο, φορτωμένες βιβλία, που με τη μυστηριακή τους μυρουδιά της πολυκαιρισμένης σοκολάτας θα μάς θύμιζαν τη Νατάσα Ροστόβα και την «Κόρη του Λοχαγού», και τα φλυτζάνια με τα χρυσωμένα σχέδια, τα ασημικά, τα πορτραίτα, εκείνα τα εφτά σκονισμένα και γεμάτα αντικείμενα δωμάτια, που είχαν δει να μεγαλώνουν οι νεαροί Τουρμπίν, όλ' αυτά μέσα στα πιο δύσκολα χρόνια, η μητέρα τα άφησε στα παιδιά της λέγοντας με μισόσβηστη φωνή και δάκρυα, σχεδόν νεκρή, γαντζωμένη από το χέρι της δακρυσμένης Ελένης:
   "Ζήστε... πάντα... μονιασμένοι".
   Πώς να ζήσεις όμως; Είναι δυνατό να ζήσεις;
   Ο μεγαλύτερος, ο Αλέξης Βασίλιεβιτς Τουρμπίν, είναι ένας νεαρός γιατρός είκοσι επτά χρονών. Η Ελένη περπατάει στα είκοσι πέντε. Ο άντρας της, ο λοχαγός Τάλμπεργκ, έκλεισε τα τριάντα ένα κι ο Νικόλκα, εδώ κι έξι μήνες, τα δεκαεφτά. Η ζωή τους, λοιπόν, έσπασε πάνω στην άνθησή της. Από καιρό τώρα ένας καταστροφικός άνεμος άρχισε από τον βορρά και φυσάει, φυσάει ασταμάτητα, χωρίς ανάπαυλα, κι όσο συνεχίζεται, όλα χειροτερεύουν. Ο μεγαλύτερος Τουρμπίν γύρισε στην πόλη του αμέσως μετά το πρώτο χτύπημα που συντάραξε τους λόφους ολόγυρα στον Δνείπερο. Ας είναι, συλλογίζεται, όλα θα τελειώσουν καλά και τότε θ' αρχίσει πάλι η ζωή, καθώς την περιγράφουν τα βιβλία με τη μυρωδιά της σοκολάτας. Κι όμως, όχι μόνο δεν αρχίζει, αλλά όλα γύρω του γίνονται ολοένα και πιο τρομερά. Στον βορρά, η θύελλα στροβιλίζεται και ουρλιάζει, κι εδώ νιώθεις το έδαφος να τρέμει και να τρίζει υπόκωφα. Η γη, ανήσυχη, αναστενάζει βαθιά μέσ' απ' τα σπλάχνα της. Το χίλια εννιακόσια δεκαοχτώ κοντεύει να τελειώσει και η κάθε μέρα φέρνει καινούργιες φοβέρες.

   Οι τοίχοι θα πέσουν και το τρομαγμένο γεράκι θα πετάξει από το άσπρο μεταλλικό γάντι, η φλόγα θα σβήσει στην μπρούντζινη λάμπα και η «Κόρη του Λοχαγού» θα καεί στη σόμπα. Η μητέρα τούς είχε πει:
   "Ζήστε...".
   Και πρέπει τώρα να υποφέρουν και να πεθάνουν.
   Ένα βράδυ, καθώς έπεφτε το σκοτάδι, λίγον καιρό μετά την κηδεία, ο Αλέξης Τουρμπίν βρισκόταν στο σπίτι του παπα-Αλέξανδρου και του έλεγε:
   "Ναι, όλ' αυτά είναι για μας πολύ θλιβερά, πάτερ Αλέξανδρε. Είναι πολύ δύσκολο να μη σκεφτόμαστε πια τη μητέρα... Κι αυτή η τρομερή εποχή... Αυτό προπαντός φταίει, συλλογιζόμουν όταν γύρισα, μα η ζωή μας θα τακτοποιηθεί. Κι όμως, βλέπετε...".
   Σώπασε σκεφτικός, καθισμένος μπροστά στο τραπέζι, μέσα στο σκοτάδι που πύκνωνε, με το βλέμμα χαμένο μακριά. Έξω, στον κήπο της εκκλησίας, πυκνές φυλλωσιές σφιχταγκάλιαζαν το σπιτάκι του παπά και είχε κανείς την  εντύπωση ότι πάνω στον τοίχο του στενού γραφείου, που ήταν πνιγμένος στα βιβλία, άρχιζε το πυκνό ανοιξιάτικο δάσος, αδιάβατο και γεμάτο μυστήριο. Από την πόλη ανέβαινε ο υπόκωφος βραδινός θόρυβος κι ο αέρας μύριζε πασχαλιά.
   "Τι θέλετε, τι θέλετε;" ψέλλισε ο παπάς ταραγμένος (πάντα του ταραζόταν, όταν μιλούσε σε κάποιον). "Αυτό είναι το θέλημα του Θεού".
   "Τελοσπάντων, όλ' αυτά θα τελειώσουν άραγε καλά μια μέρα; Θα καλυτερέψουν αργότερα τα πράγματα;" ρώτησε ο Τουρμπίν, χωρίς να ξέρει κανείς σε ποιον απευθυνόταν.
   Ο παπάς ανακάθισε στην πολυθρόνα του. 
   "Α! Είναι μια εποχή πολύ οδυνηρή, πολύ βασανιστική, οφείλουμε να το πούμε... Δεν πρέπει όμως να χάνουμε το θάρρος μας...".
   Ξαφνικά, το ωχρό χέρι του ξεπρόβαλε από το μαύρο ράσο και ακούμπησε στη στοίβα των βιβλίων που βρίσκονταν στο τραπέζι. Πήρε το πρώτο και το άνοιξε στη σελίδα που σημείωνε ο δείχτης.
   "Η αποθάρρυνση είναι απαράδεκτη", είπε ταραγμένος, αλλά και με τόνο που έδειχνε βαθιά πεποίθηση. "Είναι μεγάλο αμάρτημα η αποθάρρυνση... Εξάλλου, πιστεύω ότι μας περιμένουν κι άλλες δοκιμασίες. Ω, ναι, ναι, μεγάλες δοκιμασίες" -ο τόνος του έγινε πολύ πιο σταθερός. "Εδώ και λίγον καιρό, ξέρετε, περνώ ολόκληρες μέρες με τα παλιά βιβλία μου, στον τομέα μου, φυσικά, κυρίως στη θεολογία...".
   Ανασήκωσε το βιβλίο έτσι που το τελευταίο φως από το παράθυρο να πέσει στη σελίδα που διάβασε:
   "Ο τρίτος άγγελος άδειασε το κύπελό του στα ποτάμια και στις πηγές των υδάτων· και το νερό τους έγινε αίμα".

   Έτσι άσπρος και παγωμένος ήταν ο Δεκέμβρης. Βιαστικός, είχε κάνει κιόλας τη μισή διαδρομή του και οι χιονισμένοι δρόμοι αντανακλούσαν τα φώτα των Χριστουγέννων που πλησίαζαν. Το δεκαοχτώ ζύγωνε στο τέλος του. Μέσα στον κήπο, από την απότομη σκαμμένη πλευρά του λόφου, δεσπόζει ο αριθμός 13 της οδού Αλεξέγιεφσκι, το περίεργο κτήριο με τον ένα όροφο προς το δρόμο, όπου κατοικούσαν οι Τουρμπίν, ενώ το ισόγειο έβλεπε προς το πίσω μέρος, στη θαυμάσια μικρή αυλή που ήταν κι αυτή κατηφορική. Τα κλαδιά των δέντρων, γερμένα ως τη γη, έμοιαζαν με χοντρές χνουδωτές πατούσες. Κάτω από το χιόνι που είχε μεταμορφώσει τον λόφο σε γιγάντιο ζαχαρόψωμο, τα καλυβάκια στην αυλή ήταν χαμένα και το σπίτι έμοιαζε σα να φορούσε έναν πελώριο σκούφο στρατηγού, από άσπρη γούνα. Στο ισόγειο, προς τον δρόμο, που γινόταν υπόγειο προς την αυλή, κάτω από τη βεράντα των Τουρμπίν, ένα αδύνατο κίτρινο φως έφεγγε στα παράθυρα του μηχανικού Βασίλη Ιβάνοβιτς Λίσοβιτς, ενός δειλού αντιπαθητικού αστού, ενώ πάνω τα παράθυρα των Τουρμπίν έλαμπαν φωτισμένα χαρούμενα.
   Μέσα στη νύχτα που έπεφτε, ο Αλέξης κι ο Νικόλκα κατέβηκαν να φέρουν ξύλα από την αποθήκη.
   "Θεέ μου, δεν υπάρχουν σχεδόν πια ξύλα! Κοίτα, μάς τα κλέψανε πάλι σήμερα...".
   Μια δέσμη κάτασπρο φως από το ηλεκτρικό φανάρι του Νικόλκα αποκάλυψε ότι ένα ή δυο σανίδια από τον τοίχο της καλύβας ήταν ξεκαρφωμένα και ξαναβαλμένα πρόχειρα απ' έξω.
   "Τους αξίζει μια καλή πιστολιά. Τα κτήνη! Άκου, λοιπόν, ας παραμονεύαμε απόψε... Τους γνωρίζω, είναι αυτοί του 11, στο σπίτι του παπουτσή. Οι βρομιάρηδες! Κι έχουν περισσότερα ξύλα από μας...".
   "Α! Ας έρθουν λοιπόν... Έλα, πάμε!"
   Το κλειδί έτριξε στη σκουριασμένη κλειδαριά και μια πλάκα από χιόνι έπεσε πάνω στα δυο αδέλφια. Τράβηξαν το κομμένο ξύλο ως το σπίτι και, κατά τις εννιά, τα πλακάκια της σόμπας καίγανε τόσο που μόλις μπορούσες να τ' αγγίξεις.
   Η αστραφτερή επιφάνεια της σπουδαίας αυτής σόμπας είχε σχέδια και ιστορικές επιγραφές χαραγμένες σε βαρυσήμαντο ύφος, με σινική μελάνη, από τον Νικόλκα, το έτος 1918:
   «Αν σου πουν ότι οι Σύμμαχοι θα έρθουν σε λίγο να μας βοηθήσουν, μην το πιστέψεις. Οι Σύμμαχοι είναι βρομιάρηδες. Συμπαθούν τους μπολσεβίκους».
   Ένα σχέδιο που παρίστανε την ιλαρή φάτσα του θεού Μώμου είχε στο πλάι την επιγραφή:
   «Ο ουλάνος Λεονίντ Γιούρεβιτς».
   Φήμες απειλητικές, τυραννικές:
   Οι κόκκινες συμμορίες περνούν στην επίθεση!
   Ένα άλλο χρωματιστό σχέδιο: ένα κεφάλι με μεγάλα σαν ξεκολλημένα αφτιά κάτω από έναν καυκασιανό σκούφο από προβιά με επιγραφή:
   «Απάνω του τού Πετλιούρα!»
   Άλλες επιγραφές -με μελάνι, με χρώμα, με σινική, με χυμό κερασιών- είχαν γραφεί από το χέρι της Ελένης και άλλες τις είχαν χαράξει οι καλύτεροι φίλοι από τα παιδικά χρόνια των Τουρμπίν, ο Μισλαγιέφσκι, ο Κάρας, ο Σερβίνσκι:
   «Η Ελένη Βασίλιεβνα μας αγαπά πάρα πολύ».
   «Στον ένα λέει κράτα, στον άλλο άρπαξε».
   «Λένοτσκα, σου πήρα εισιτήριο για την Αΐντα».
   «1ο εξώστη, Νο 8, δεξιά πλευρά».
   «12 Μαΐου 1918: είμαι ερωτευμένος».
   «Είσαστε παχύς και άσχημος».
   «Ύστερα από αυτά θα τινάξω τα μυαλά μου».
   (Ένα σχέδιο που μοιάζει πολύ με μπράουνινγκ).
   «Ζήτω η Ρωσία!»
   «Ζήτω η απολυταρχία!»
   «Ιούνιος. Βαρκαρόλα».
   «Με το δίκιο της θυμάται όλη η Ρωσία το Μποροντίνο».
   Με κεφαλαία γραμμένα από το χέρι του Νικόλκα:
   «Εγώ, διατάσσω να μη γραφούν πάνω στη σόμπα πράματα άσχετα με αυτήν, με ποινή, για κάθε σύντροφο που θα συλλαμβάνεται, τουφεκισμός και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ο κομισάριος του συμβουλίου της συνοικίας Ποντόλ, ράφτης κυριών, ανδρών και γυναικών, Αβραάμ Προυζινέρ.
30 Ιανουαρίου 1918»
   Από τη μουτζουρωμένη σόμπα με τις επιγραφές ανεβαίνει ένας ζεστός αέρας, ενώ, όπως και πριν τριάντα χρόνια, το μαύρο εκκρεμές συνεχίζει το ρυθμικό του τικ-τακ. Ο μεγαλύτερος από τους Τουρμπίν, με ανοιχτόχρωμα μαλλιά κομμένα κοντά, με πρόσωπο σκοτεινό, σα να έχει γεράσει από τις 25 Οκτωβρίου 1917, ντυμένος με στρατιωτικό μανδύα με πελώριες τσέπες και μπλε κυλότα ιππασίας, με ολοκαίνουργιες παντόφλες, κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Στα πόδια του ο Νικόλκα, μ' ακατάστατα τσουλούφια, κάθεται σ' ένα χαμηλό σκαμνί και ακουμπάει τα τεντωμένα πόδια του στον μπουφέ της μικρής τραπεζαρίας. Φοράει μπότες με πόρπες. Ο Νικόλκα έχει μια φίλη, την κιθάρα του. Χαϊδεύει τρυφερά και απαλά τις χορδές της... τριν... Μια αόριστη συγχορδία, γιατί ακόμα, βέβαια, δεν ξέρει τίποτα το συγκεκριμένο. Η πόλη ζει άσχημα, μέσα στη σύγχυση μιας βαριάς κι ανήσυχης αναμονής...
   Το χιτώνιο υπαξιωματικού του Νικόλκα έχει επωμίδες με άσπρα σιρίτια και στο αριστερό μανίκι είναι ραμμένο ένα πολύ μακρύ τρίχρωμο γαλόνι. Ανήκει στην τρίτη διμοιρία, στο πρώτο απόσπασμα της εθνοφρουράς, που σχηματίστηκε πριν τέσσερις ημέρες ύστερα από τα πρόσφατα γεγονότα. 
   Πρέπει όμως να πούμε ότι στο βάθος, παρ' όλα αυτά τα γεγονότα, αισθάνεται κανείς καλά σ' αυτόν τον ζεστό και οικείο χώρο της τραπεζαρίας με τις κρεμ κουρτίνες της. Κάποια αποχαύνωση κατέχει τ' αδέλφια, ίσως από τη ζέστη.
   Ο μεγάλος αφήνει το βιβλίο να πέσει, τεντώνεται.
   «Άι συ, παίξε μας λοιπόν το εμβατήριο».
   Ντριν, ντα, ντριν... απαντά η κιθάρα. 
   «Μπερέ της μόδας, μπότες κομψές,
   να, της Σχολής Μηχανικού οι μαθητές».
   Ο Αλέξης αρχίζει να ψιθυρίζει. Τα μάτια του είναι πάντα σκοτεινά, μια μικρή φλόγα ανάβει μέσα τους και καινούργια ορμή τρέχει στις φλέβες του. Απαλά όμως, κύριοι, πολύ σιγά, πολύ σιγά. 
   Καλημέρα παραθερίστριες
   Καλημέρα παραθεριστές...
   Οι χορδές ηχούν ρυθμικά, ένας λόχος σε πορεία βγαίνει από την κιθάρα. Είναι οι επίλεκτοι μαθητές της Σχολής Μηχανικού -εν, δυο! Τα μάτια του Νικόλκα αναπολούν:
  Η στρατιωτική σχολή. Οι φάλαγγες του Αλεξάνδρου ελαφρά τραυματισμένες. Τα κανόνια. Οι γιούνγκερς (5) που πηδούν από το ένα παράθυρο στο άλλο και πυροβολούν τους πολιορκητές. Τα πολυβόλα στα παράθυρα.
   Αμέτρητοι στρατιώτες πολιορκούν τη Σχολή. Αληθινό λεφούσι, ναι. Τι θα κάνουμε; Ο στρατηγός Μπογκοροντίτσκι φοβάται, παραδόθηκε, παραδόθηκε μαζί με τους γιούνγκερς. Ντροπή...
   Καλημέρα παραθερίστριες
   Καλημέρα παραθεριστές
   Πριν από καιρό σε μας
   το προσκλητήριο έχει αρχίσει...
   Τα μάτια του Νικόλκα σκοτεινιάζουν.
   Ανεμοστρόβιλος καυτού αέρα πάνω από τα χρυσωμένα χωράφια της Ουκρανίας. Σκεπασμένες με σκόνη, πατώντας στη σκόνη, οι διμοιρίες των γιούνγκερς προχωρούν. Όλα αυτά έγιναν και τίποτα από αυτά δεν υπάρχει πια. Ντροπή. Παραλογισμός.
   Ξαφνικά η κουρτίνα τραβήχτηκε και το πυρρόξανθο κεφάλι της Ελένης φάνηκε στο σκούρο φόντο της ανοιχτής πόρτας του δωματίου της. Η ματιά της χάιδεψε γλυκά τα αδέλφια της, μα έδειξε ανησυχία, μόλις γύρισε κατά το ρολόι. Σκεφτόταν: τι έγινε λοιπόν ο Τάλμπεργκ, πού βρισκόταν; Η αδελφή του Νικόλκα και του Αλέξη φαινόταν ταραγμένη. Για να κρύψει την αγωνία της πήγαινε να μιλήσει στ' αδέλφια της, αλλά σταμάτησε ξαφνικά και σήκωσε το δάχτυλο.
   "Προσέξτε... Ακούτε;"
   Στις χορδές της κιθάρας σταμάτησε αμέσως το ρυθμικό βήμα του λόχου -αλτ! Αφουγκράστηκαν κι οι τρεις και κατάλαβαν γρήγορα: το πυροβολικό. Μια βαριά κανονιά, που η απόσταση την έκανε υπόκωφη. Κι άλλη, κι άλλη. Ο Νικόλκα άφησε την κιθάρα και σηκώθηκε. Το ίδιο έκανε κι ο Αλέξης μουρμουρίζοντας. 
   Στο σαλόνι ήταν σκοτεινά κι ο Νικόλκα σκόνταψε σε μια καρέκλα. Στα παράθυρα παιζόταν η αληθινή όπερα «Χριστουγεννιάτικη νύχτα»: χιόνι, φευγαλέες ανταύγειες, λαμπερά φώτα. Ο Νικόλκα κόλλησε το πρόσωπό του στον φεγγίτη. Η στρατιωτική σχολή και οι καυτοί ανεμοστρόβιλοι είχαν χαθεί από τα μάτια του, που γέμισαν από τον δυνατό θόρυβο των κανονιών. Από πού έρχονταν; Μια κίνηση των ώμων ανασήκωσε τις επωμίδες του υπαξιωματικού.
   "Τρέχα γύρευε. Θα 'λεγε κανείς πως είναι κατά μια μεριά του Σβιατόσινο... Παράξενο, δεν μπορεί να είναι τόσο κοντά".
   Ο Αλέξης έμεινε πίσω, στο σκοτάδι, κι η Ελένη πλησίασε στο παράθυρο. Τα μάτια της είχαν σκοτεινιάσει από τον τρόμο. Μα γιατί δεν γύρισε ακόμα ο Τάλμπεργκ; Ο Αλέξης κατάλαβε την ανησυχία της, μα δεν έβγαλε λέξη, αν και θα ήθελε πολύ να μιλήσει. Είναι, χωρίς αμφιβολία, στο Σβιατόσινο. Το κανόνι χτυπάει δώδεκα βέρστια από την πόλη, όχι μακρύτερα. Αλλά τι πάει να πει αυτό;
   "Θέλω πολύ να πάω εκεί κάτω. Να δω τι γίνεται..."
   "Α, ναι, αυτό μας έλειπε".
   Η Ελένη μίλησε με αγωνία. Το κακό είναι ότι ο άντρας της έπρεπε να είχε γυρίσει το αργότερο -έτσι είχε πει: το αργότερο- το απόγευμα κατά τις τρεις. Κι είναι δέκα, νύχτα.
   Ξαναγύρισαν αμίλητοι στην τραπεζαρία. Η κιθάρα βουβάθηκε μελαγχολική. Ο Νικόλκα πήγε στην κουζίνα να δει το σαμοβάρι που ξεχυνόταν σφυρίζοντας λυπητερά. Στο τραπέζι περιμένουν τα ειδικά φλυτζάνια, σαν κολόνες σκαλισμένες · απ' έξω τα στολίζουν λεπτά λουλούδια και από μέσα είναι χρυσωμένα. Όταν ζούσε η μητέρα, η Άννα Βλαντιμίροβνα, έβγαζαν αυτό το σερβίτσιο μόνο στις οικογενειακές γιορτές, τώρα όμως το χρησιμοποιούν καθημερινά. Το τραπεζομάντηλο, παρ' όλα τα κανόνια και τα βάσανα, την αγωνία και τη γενική αναμπουμπούλα, είναι κάτασπρο και κολλαρισμένο. Αυτό οφείλεται στην Ελένη που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, και στην Ανιούτα, που αναστήθηκε μέσα στην οικογένεια. Τα πατώματα γυαλίζουν, και πάνω στο τραπέζι, Δεκέμβρης μήνας, ένα μεγάλο θαμπόχρωμο βάζο με πόδια έχει μπλε ορτανσίες και δυο τριαντάφυλλα μ' ένα βαθύ και έντονο κόκκινο, που επιβεβαιώνουν την ομορφιά και τη συνέχεια της ζωής, αν και κοντά στην Πόλη παραμονεύει ένας δόλιος εχθρός, που ίσως καταστρέψει τα χιονισμένα κτήρια της θαυμάσιας πολιτείας και τσαλαπατήσει με τα τακούνια του όσα συντρίμμια απέμειναν από την ειρηνική ζωή του σπιτιού. Λουλούδια, λουλούδια, που πρόσφερε στην Ελένη ο πιστός θαυμαστής της, ο υπολοχαγός της Φρουράς Λεονίντ Γιούρεβιτς Σερβίνσκι, φίλος μιας πωλήτριας του περίφημου ζαχαροπλαστείου «Μαρκησία» και μιας άλλης πωλήτριας στη «Φλορ ντε Νις», στην μπουτίκ με τη διακριτική πολυτέλεια. Στη σκιά που έριχναν οι ορτανσίες, τα λουκάνικα κομμένα φέτες στο πιάτο με τα γαλάζια σχέδια, η διάφανη βουτυριέρα, και στο καλάθι του ψωμιού ένα μαχαίρι πριονωτό και άσπρο ψωμί φραντζόλας. Όλ' αυτά, μαζί μ' ένα καλό φλυτζάνι τσάι, κάνουν ένα λαμπρό κολατσιό, όχι όμως σ' αυτές τις οδυνηρές συνθήκες. Αχ, ναι...
   Ένας πολύχρωμος μάλλινος κόκορας, πλεγμένος με το βελονάκι, κάθεται πάνω στην τσαγιέρα κι η αντανάκλαση στο γυαλιστερό σαμοβάρι παραμορφώνει τα τρία πρόσωπα των Τουρμπίν. Τα μάγουλα του Νικόλκα μοιάζουν με του Μώμου...
   Τα μάτια της Ελένης είναι μελαγχολικά κι από τα πυρρόξανθα μαλλιά της με τις κοκκινωπές ανταύγειες κρέμονται με θλίψη μερικές τούφες.
   Ο Τάλμπεργκ θα πρέπει να 'μεινε κάπου στο λιμάνι με την εφοδιοπομπή του αρχηγού των Κοζάκων, του αταμάνου, κι ο διάβολος ξέρει, όταν νυχτώσει, τι μπορεί να συμβεί... Οι αδελφοί μασούν βαρετά τα σάντουιτς. Μπροστά στην Ελένη, πλάι στο φλυτζάνι με το παγωμένο τσάι, βρίσκεται ανοιγμένος «Ο κύριος από το Σαν Φρανσίσκο» (6), αλλά τα σκοτεινιασμένα μάτια της κοιτούν τις λέξεις χωρίς να βλέπουν.
   ... Τα σκοτάδια, ο ωκεανός, η καταιγίδα.
   Αδύνατον να διαβάσει.
   Ο Νικόλκα χάνει την υπομονή του.
   "Θα ήθελα πολύ να ξέρω γιατί πυροβολούν τόσο κοντά; Γιατί, επιτέλους, είναι αδύνατο να...".
   Σταματά και κάνει μια κίνηση που παραμορφώνει πάλι το πρόσωπό του στο γυαλιστερό σαμοβάρι. Μερικά λεπτά σιγής. Ο δείκτης του ρολογιού περνά το δύο και -τακ-τακ- συνεχίζει αργά το δρόμο του για τις δέκα και τέταρτο.
   "Πυροβολούν γιατί οι Γερμανοί είναι παλιάνθρωποι", γκρίνιαξε ξαφνικά ο Αλέξης.
   Η Ελένη σήκωσε το κεφάλι προς το ρολόι και ρώτησε ανήσυχα:
   "Είναι λοιπόν αλήθεια, μας παρατάνε στην τύχη μας;"
   Οι αδελφοί, σα να πήραν πρόσταγμα, σήκωσαν το κεφάλι και βιάστηκαν να πουν ψέματα:
   "Δεν ξέρουμε τίποτα", μουρμούρισε ο Νικόλκα μασώντας ένα λουκάνικο.
   "Μα το είπα έτσι... ε... χμ... έκανα μια σκέψη. Όμως αυτά είναι διαδόσεις βέβαια...".
   "Όχι δεν είναι διαδόσεις", απάντησε με πεποίθηση η Ελένη. "Όχι. Είναι αλήθεια. Είδα σήμερα τη Σέγκλοβα και μου είπε ότι τα γερμανικά στρατεύματα τραβήχτηκαν έξω από την Μποροντιάνκα".
   "Ανοησίες...".
   "Σκέψου", είπε ο Αλέξης, "μπορείς ποτέ να πιστέψεις ότι οι Γερμανοί θ' αφήσουν αυτούς τους χαμένους να πλησιάσουν στα προάστεια της πολιτείας; Σκέψου το καλά... Εμένα μου φαίνεται αφάνταστο πως μπορούν να το υποφέρουν έστω και ένα λεπτό. Οι Γερμανοί με τον Πετλιούρα; Παράλογο, εξωφρενικό. Τού φέρονται σα να είναι ληστής. Με πιάνουν γέλια...".
   "Ναι, γέλια. Τους ξέρω καλά τώρα πια τους Γερμανούς. Έχω δει πολλούς με κόκκινες ταινίες, ακόμη κι έναν υπαξιωματικό μεθυσμένο, μαζί με ένα θηλυκό. Ήταν το ίδιο τύφλα κι αυτή".
   "Και τι μ' αυτό; Κι ύστερα; Ακόμα και στον γερμανικό στρατό μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις ηθικής παραλυσίας. Μεμονωμένες περιπτώσεις..."
   "Λοιπόν, κατά τη γνώμη σου, ο Πετλιούρα δεν θα μπει στην Πόλη;"
   "Χμ, για μένα αποκλείεται".
   "Απολύτως. Βάλε μου σε παρακαλώ ακόμα λίγο τσάι. Και μην ανησυχείς. Κράτα την ηρεμία σου, όπως λένε..."
   "Μα επιτέλους, Θεέ μου, πού είναι ο Σέργιος; Το τραίνο του μετέφερε χρήματα. Είμαι βέβαιη ότι θα τους χτύπησαν..."
   "Πάλι τα ίδια; Γιατί βάζεις στο μυαλό σου το χειρότερο, έτσι, χωρίς λόγο; Το ξέρεις καλά.  Εξάλλου, η γραμμή είναι τελείως ελεύθερη".
   "Τότε γιατί δεν ήρθε ακόμα;"
   "Θεέ μου! Ξεχνάς πώς γίνονται σήμερα τα ταξίδια; Πρέπει να σταματούν τέσσερις ώρες σε κάθε σταθμό".
   "Αυτά είναι τα επαναστατικά ταξίδια. Προχωρούν μια ώρα, σταματούν δυο".
   Η Ελένη έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό, κοίταξε αμίλητη την ώρα, ύστερα ξανάρχισε:
   "Θεέ μου! Και λέγαμε ότι όλα θα πάνε καλά, αν οι Γερμανοί δεν είχαν  κάνει αυτή την ατιμία. Με δυο από τα συντάγματά τους ήταν αρκετό να συντρίψουν τον Πετλιούρα, σαν μύγα. Όχι, το βλέπω καθαρά, παίζουν, ποιος ξέρει, κάποιο βρόμικο παιχνίδι. Κι αυτοί οι περίφημοι Σύμμαχοι τι περιμένουν για να έρθουν; Υπόσχονται, υπόσχονται... Τι γελοίες υποσχέσεις...".
   Το σαμοβάρι, που πριν από λίγο έμεινε σιωπηλό, άρχισε ξαφνικά να τραγουδά και έριξε στον δίσκο σκουριές με στάχτη. Τ' αδέλφια χωρίς να θέλουν κοίταζαν τη σόμπα. Η απάντηση στην ερώτηση της Ελένης ήταν εκεί, κάτω από τα μάτια τους.
   «Οι Σύμμαχοι είναι βρομιάρηδες».
    Ο δείχτης σταμάτησε στο τέταρτο, το ρολόι σα να πήρε βραχνή αναπνοή και χτύπησε μια φορά. Την ίδια στιγμή από κάτω ακούστηκε να χτυπά δυνατά, σα να του απαντούσε, το κουδούνι της εξώπορτας.
   "Δόξα τω Θεώ! Επιτέλους, ο Σέργιος!" είπε ο Αλέξης με ανακούφιση.
   "Ο Τάλμπεργκ!" επέμενε ο Νικόλκα κι έτρεξε ν' ανοίξει. Με τα μάγουλα κατακόκκινα, η Ελένη σηκώθηκε.

   Δεν ήταν ο Τάλμπεργκ. Τρεις πόρτες ανοιγόκλεισαν και η σκάλα έστειλε την ελαφριά ηχώ από τα σαστισμένα επιφωνήματα του Νικόλκα. Μια άλλη φωνή του απάντησε. Ύστερα ένας θόρυβος από μπότες και χτυπήματα υποκοπάνου τράνταξε τα σκαλοπάτια. Απ' την πόρτα του χολ μπήκε μια πνοή κρύου αέρα και μια ψηλή σιλουέτα με φαρδείς ώμους παρουσιάστηκε μπρος στην Ελένη και στον Αλέξη. Ο άγνωστος ήταν τυλιγμένος σε στρατιωτική χλαίνη που έφτανε ως τα τακούνια του. Οι χακί επωμίδες του είχαν τρία άστρα λοχαγού βαμμένα με μελανό μολύβι. Η κουκούλα σκεπασμένη με πάχνη, και το βαρύ όπλο με την ατσάλινη μαυρισμένη ξιφολόγχη έκλεινε όλο το άνοιγμα της πόρτας.
   "Καλησπέρα", είπε τραγουδιστά ο άγνωστος, με φωνή βραχνιασμένου τενόρου, ενώ τα κοκκαλιασμένα δάχτυλά του προσπαθούσαν να τραβήξουν την κουκούλα.
   "Ο Βίτια!"
   Ο Νικόλκα τον βοήθησε να ξεκουμπώσει την κουκούλα, που γλίστρησε μαζί με το πατικωμένο πηλίκιο του αξιωματικού με το μαυρισμένο σήμα, και φανέρωσε, πάνω στους τρυφερούς ώμους του, το κεφάλι του λοχαγού Βίκτορ Βικτόροβιτς Μισλαγιέφσκι. Ήταν ένα πολύ ωραίο κεφάλι, με κείνη την παράξενη μελαγχολική και ελκυστική ομορφιά που δείχνει τον στερνό απόγονο από μια ακόμη γνήσια και πολύ παλιά αριστοκρατική γενιά, και που τονιζόταν ιδιαίτερα απ' τα αγέρωχα μάτια του με τις μακριές βλεφαρίδες. Είχε μύτη γαμψή, χείλια αλαζονικά, μέτωπο άσπρο και καθαρό, χωρίς ιδιαίτερα σημάδια. Το στόμα του όμως έπεφτε με κάποια θλίψη στις άκρες και το σαγόνι ήταν λοξό, σαν ο γλύπτης που έπλασε την ευγενική αυτή φυσιογνωμία να έβγαλε από απρόσμενη ιδιοτροπία ένα κομμάτι, για ν' αφήσει αυτό το αρρενωπό πρόσωπο μ' ένα λειψό, σχεδόν γυναικείο, σαγόνι, ολότελα αταίριαστο.
   "Πού ήσουν;"
   "Από πού έρχεσαι;"
   "Τον νου σας", απάντησε σιγά ο Μισλαγιέφσκι. "Κρύβομαι. Έχω μια μποτίλια βότκα".
   Ο Νικόλκα κρέμασε τη βαριά χλαίνη, που απ' την τσέπη της φαινόταν ο λαιμός μιας μποτίλιας τυλιγμένης σ' εφημερίδα. Κρέμασε και το βαρύ μάουζερ με το ξύλινο κοντάκι, που τράνταξε το πορτ-μαντό με τα ελαφίσια κέρατα. Τότε μόνο ο Μισλαγιέφσκι γύρισε προς την Ελένη, της φίλησε το χέρι και είπε:
   "Έρχομαι από το «Ωμπέρζ Ρουζ». Επιτρέπεις, Λένα, να μείνω εδώ τη νύχτα; Μου είναι αδύνατο να πάω σπίτι μου".
   "Μα, Θεέ μου, βεβαιότατα!..."
   Ο Μισλαγιέφσκι έβγαλε έναν σιγανό αναστεναγμό. Προσπάθησε να ζεστάνει με την ανάσα του τα δάχτυλά του, αλλά τα χείλια του αρνήθηκαν να υπακούσουν. Η πάχνη που άσπριζε τα βλέφαρά του και πουδράριζε λίγο τη βούρτσα του μουστακιού του, άρχισε να λειώνει, υγραίνοντας το πρόσωπό του. Ο Αλέξης Τουρμπίν τού ξεκούμπωσε το χιτώνιο, πέρασε μέσα τα δάχτυλά του και του το τράβηξε.
   "Φυσικά, είναι γεμάτος... Χορεύουν!"
   "Ακούστε", είπε η Ελένη, ξεχνώντας για μια στιγμή τον Τάλμπεργκ, μέσα στον τρόμο και στη φροντίδα της να ενεργήσει γρήγορα. "Νικόλκα, υπάρχουν ξύλα στην κουζίνα, τρέξε ν' ανάψεις αμέσως τον θερμοσίφωνα. Α, τι βλακεία, ν' αφήσω την Ανιούτα να φύγει. Αλέξη, βγάλε του το χιτώνιο, αμέσως".
   Ο Μισλαγιέφσκι αναστέναξε με θλίψη και κάθισε σε μια καρέκλα κοντά στη σόμπα. Και καθώς η Ελένη πήγαινε κι ερχόταν απασχολημένη, χτυπώντας τα κλειδιά της, ο Αλέξης κι ο Νικόλκα τραβούσαν, γονατισμένοι, τις κομψές, στενές μπότες του Μισλαγιέφσκι.
   "Α, έτσι είναι καλύτερα...".
   Τα αηδιαστικά κουρέλια που τύλιγαν τα πόδια του ξεδιπλώθηκαν κι άφησαν να φανούν οι μωβ μεταξωτές κάλτσες. Ο Νικόλκα πήρε αμέσως το χιτώνιο έξω, στη βεράντα: ας ψοφήσουν εκεί οι ψείρες, από το κρύο. Με το βρόμικο μπατιστένιο πουκάμισό του, στερεωμένο με μαύρες τιράντες, και την μπλε κυλότα του ιππικού, ο Μισλαγιέφσκι φαινόταν τώρα αδύνατος και μελαψός, εξουθενωμένος κι αξιολύπητος. Ακούμπησε τις μελανιασμένες παλάμες του πάνω στις πλάκες της σόμπας και ψηλάφησε σε διάφορα μέρη τις γνώριμες επιγραφές:
   "Φημ... απειλ... νικοί".
   "Οι... συμ... ίθεση...".
   "12 Μαΐου... ερωτευμένος...".
   "Οι σιχαμένοι!" φώναξε ο Αλέξης. "Δεν θα μπορούσαν τουλάχιστον να σας δώσουν μπότες από καστόρι με γούνα;"
   "Μπ... μπότες από καστόρι!" είπε με λόξυγγα ο Μισλαγιέφσκι δακρυσμένος, προσπαθώντας να μιμηθεί το αγανακτισμένο ύφος του Αλέξη.
   "Μπότες...".
   Με τη ζέστη της σόμπας, ένας αφόρητος πόνος του τρυπούσε τα χέρια και τα πόδια. Δεν άκουγε πια τα βήματα της Ελένης στην κουζίνα, και φώναξε με αγριεμένη φωνή πνιγμένη στα δάκρυα:
   "Την μποτίλια!"
   Με αναπνοή βαριά και το πρόσωπο σφιγμένο από μια σύσπαση, πέρασε ένα δάχτυλο μέσα στην κάλτσα του και αναστέναξε:
   "Βγάλτε μου αυτό, βγάλτε μου... αυτό...".
   Μια μυρουδιά χαλασμένου σπίρτου απλώθηκε στο δωμάτιο. Στη χύτρα έλειωνε ένα βουνό χιόνι. Ο υπολοχαγός Μισλαγιέφσκι κατάπιε ένα ποτήρι βότκα, που τον ζάλισε αμέσως και του ερέθισε τα μάτια.
   "Θα χρειαστεί να μου κόψουν τα πόδια; Θεέ μου", ψιθύρισε με πίκρα καθώς ανακάθισε στην καρέκλα.
   "Μα όχι, περίμενε, δεν είναι τίποτε... Το μεγάλο δάχτυλο είναι παγωμένο...  Ναι, αλλά θα γίνει καλά. Κι αυτό εδώ το ίδιο...".
   Ο Νικόλκα κάθισε χάμω και του φόρεσε καθαρές μαύρες κάλτσες. Ύστερα ο Μισλαγιέφσκι πέρασε τα χέρια του, τεντωμένα σαν ξύλα, στα μανίκια μιας ρόμπας. Κόκκινες κηλίδες απλώθηκαν στο πρόσωπό του. Ντυμένος με καθαρά ρούχα, τυλιγμένος στη ρόμπα του, ο ζαρωμένος από τον πόνο και το κρύο άνθρωπος, άλλαξε αμέσως ύφος και συνήλθε. Τότε, οι απειλές και τα μεγάλα λόγια άρχισαν να πέφτουν στην τραπεζαρία σα χαλάζι. Αλληθωρίζοντας τα μάτια του κατά την άκρη της μύτης του, στόλισε με αισχρές βρισιές τα επιτελεία που στρογγυλοκάθονται στα βαγόνια της πρώτης θέσης, κάποιον συνταγματάρχη Σετκίν, το βρομόκρυο, τον Πετλιούρα, τους Γερμανούς και τη χιονοθύελλα, για να καταλήξει στον ίδιο τον αταμάνο (7) ολόκληρης της Ουκρανίας, λούζοντάς τον μ' ένα κύμα προστυχόλογα. [...]

   Το τσιγάρο έπεσε από το στόμα του Μισλαγιέφσκι. Την ίδια στιγμή έγειρε προς τα πίσω κι άρχισε να ροχαλίζει.
   "Καλά είναι έτσι", είπε σαστισμένος ο Νικόλκα.
   "Πού είναι η Ελένη;" ρώτησε ανήσυχος ο Αλέξης. "Θα έπρεπε να του δώσουμε ρούχα και να τον πας να πλυθεί".
   Η Ελένη, όμως, είχε χαθεί στο βάθος της κουζίνας, όπου, πίσω από τη χρωματιστή μπαμπακερή κουρτίνα, φλόγες από κούτσουρα σημύδας χόρευαν, στον θερμαστήρα του λουτρού κοντά στην τσίγκινη μπανιέρα. Έκλαιγε. Το βραχνό ρολόι της κουζίνας μόλις είχε χτυπήσει έντεκα και η Ελένη φανταζόταν τον Τάλμπεργκ νεκρό. Ίσως να είχαν χτυπήσει το τραίνο του με τη χρηματαποστολή. Θα έσφαζαν τη συνοδεία και το μυαλό και το αίμα του Τάλμπεργκ θα λέκιαζε τώρα το χιόνι. Η Ελένη καθόταν στη σκιά. Οι ανταύγειες της φωτιάς περνούσαν ανάμεσα στα ακατάστατα μαλλιά της και τα δάκρυα κυλούσαν αδιάκοπα. Νεκρός, νεκρός...
   Ξαφνικά αντήχησε το διαπεραστικό χτύπημα του κουδουνιού που γέμισε όλο το διαμέρισμα. Η Ελένη διέσχισε σαν άνεμος την κουζίνα, την σκοτεινή βιβλιοθήκη και μπήκε στην τραπεζαρία. Τα φώτα αναζωογόνησαν τη λάμψη τους και το μαύρο ρολόι άρχισε το τρεμουλιαστό χτύπημά του.
   Η πρώτη αυτή αναλαμπή χαράς -που ήταν κυρίως η χαρά της Ελένης- έσβησε αμέσως στα δυο αδέλφια. Οι επωμίδες και το τριγωνικό έμβλημα του υπουργείου Στρατιωτικών, του αταμάνου, που φορούσε ο Τάλμπεργκ προκαλούσαν κάποια αποστροφή στον Αλέξη και τον Νικόλκα. Εξάλλου, πολύ πριν από τις επωμίδες, ίσως από την ημέρα του γάμου της Ελένης, έγινε σα ράγισμα στο βάζο της ζωής των Τουρμπίν και το καθάριο νερό είχε φύγει απ' αυτό σταγόνα - σταγόνα, αφήνοντάς το κατάξερο. Η κυριότερη αιτία βρισκόταν ίσως στη διπλή έκφραση που είχε στο βλέμμα του ο λοχαγός του γενικού επιτελείου Σέργιος Ιβάνοβιτς Τάλμπεργκ.
   Α, ναι, βέβαια, το πρώτο στρώμα της ματιάς του ήταν για την ώρα εύκολο να το διαβάσει κανείς. Έδειχνε την απλή ανθρώπινη χαρά που δίνει η ζέστη, το φως, η ασφάλεια. Το δεύτερο όμως στρώμα, πιο βαθύ και όχι τόσο ευδιάκριτο, έδειχνε φανερή αγωνία, ένα απόκτημα εντελώς πρόσφατο. Όσο για τη βαθύτερη πραγματικότητα, αυτή έμενε φυσικά κρυμμένη όπως πάντα.
   Τίποτ' απ' όλ' αυτά δεν αντανακλούσε, ωστόσο, η όψη και η στάση του Σέργιου Ιβάνοβιτς. Ο ζωστήρας του ήταν φαρδύς και στέρεος. Τα δυο λευκά σήματα, του Πανεπιστημίου και της Στρατιωτικής Ακαδημίας, έλαμπαν. Σα μηχανή πηγαινοερχόταν το ξερακιανό κορμί του μπροστά στο σκούρο εκκρεμές. Ήταν κυριολεκτικά ξεπαγιασμένος, αλλά χαμογελούσε σε όλους με καλοσύνη. Ένιωθες όμως την αγωνία του ακόμα και σ' αυτή την καλοσύνη. Ο Νικόλκα, με τη μακριά και ευαίσθητη σαν κυνηγάρικου σκυλιού μύτη του, το πρόσεξε πρώτος. Ο Τάλμπεργκ, τραβώντας τις λέξεις, διηγήθηκε αργά, με εύθυμο ύφος, ότι το τραίνο με τη χρηματαποστολή που συνόδευε χτυπήθηκε σαράντα βέρστια από την Πόλη, κοντά στη Μποροντιάνκα, αλλά κανένας δεν ήξερε από ποιον! Η Ελένη έκλεισε τα μάτια και σφίχτηκε πάνω στ' άσπρα σήματα, ενώ οι αδελφοί της έδειχναν αλλεπάλληλα τον θαυμασμό τους -"Μπα! Τι λες! Άλλο και τούτο!"- κι ο Μισλαγιέφσκι συνέχιζε να ροχαλίζει δείχνοντας τα τρία χρυσά δόντια του.
   "Μα ποιος ήταν, ο Πετλιούρα;"
   "Αν ήταν ο Πετλιούρα", είπε ο Τάλμπεργκ με περιφρονητικό αλλά αμήχανο χαμόγελο, "δεν θα ήμουν τώρα εδώ να μιλώ... χμ... μαζί σας. Δεν ξέρω ποιοι ήταν. Πιθανότατα από τους σκορπισμένους σερντιούκι (8). Όρμησαν στο βαγόνι προτείνοντας απειλητικά τα ντουφέκια τους και φώναζαν: «Ποιανού είναι το τραίνο;» Απάντησα: «Των σερντιούκι». Στάθηκαν για μια στιγμή, σα να χόρευαν πότε στο ένα πότε στο άλλο πόδι, κι ύστερα άκουσα ένα πρόσταγμα: «Όλοι κάτω παληκάρια!» και χάθηκαν. Υποθέτω πως ζητούσαν αξιωματικούς. Νόμιζαν σίγουρα ότι δεν ήταν εφοδιοπομπή Ουκρανών, αλλά τραίνο με αξιωματικούς".
   Ο Τάλμπεργκ έριξε ένα βλέμμα στα γαλόνια του Νικόλκα, ύστερα μια ματιά στο ρολόι και πρόσθεσε απροσδόκητα:
   "Ελένα, θα ήθελα να σου πω δυο λόγια..."
   Η Ελένη έτρεξε να τον ακολουθήσει στο δωμάτιό τους, όπου πάνω από το κρεβάτι κρεμόταν ένα γεράκι καθισμένο σε ένα άσπρο μεταλλικό γάντι. Μια λάμπα με πράσινο αμπαζούρ έριχνε το γλυκό της φως στο γραφείο της Ελένης, όπου οι μπρούντζινοι νεαροί βοσκοί, όρθιοι σε μια βάση από μαόνι, στήριζαν το αέτωμα του ρολογιού που έπαιζε κάθε τρεις ώρες μια γκαβότα.
   Ο Νικόλκα κατόρθωσε με τεράστιες προσπάθειες να ξυπνήσει τον Μισλαγιέφσκι, που τράβηξε τρικλίζοντας προς το μπάνιο κι αρπάχτηκε δυο τρεις φορές με θόρυβο από τις πόρτες. Μόλις μπήκε στη μπανιέρα, αποκοιμήθηκε και ο Νικόλκα αναγκάστηκε να ξενυχτήσει δίπλα του από φόβο μην πνιγεί. Όσο για τον Αλέξη, χωρίς να ξέρει γιατί, μπήκε στο σκοτεινό σαλόνι, ακούμπησε το μέτωπό του στο παράθυρο κι αφουγκράστηκε: πάλι, από πολύ μακριά, ερχόταν πότε - πότε ο υπόκωφος, μαλακός σαν από βαμπάκι και ακίνδυνος ήχος των κανονιών. 
   Η πυρρόξανθη Ελένη έμοιαζε ξαφνικά γερασμένη και άσχημη. Τα μάτια της έγιναν κατακόκκινα. Τα χέρια της κρέμονταν καθώς άκουγε τον Τάλμπεργκ με θλίψη. Αυτός, αλύγιστος και στεγνός, σα σκοπός στην αυλή του επιτελείου, έγερνε προς το μέρος της και της έλεγε με ύφος που δεν δεχόταν αντίρρηση:
   "Ελένη, είναι αδύνατον να κάνουμε αλλιώς".
   Η Ελένη απάντησε υποταγμένη στο αναπόφευκτο:
   "Βέβαια, καταλαβαίνω. Έχεις δίκιο, σίγουρα. Σε πέντ' έξι μέρες είπε; Μα μπορεί... ίσως να βελτιωθεί η κατάσταση..."
   Ο Τάλμπεργκ βρέθηκε σε μεγάλη αδυναμία. Έσβησε ακόμα και το αιώνιο στερεότυπο χαμόγελό του. Φάνηκε κι αυτός γερασμένος, αλλά στη σκέψη του ήταν όλα αποφασισμένα, ένα προς ένα. Ελένη... Ελένη. Α! Ελπίδα ασύστατη κι απατηλή... Σε πέντε μέρες... έξι το πολύ...
   Και ο Τάλμπεργκ πρόσθεσε:
   "Πρέπει να φύγω αμέσως... Το τραίνο ξεκινάει στη μιάμιση".
   Μισή ώρα αργότερα, όλα ήταν άνω κάτω στο δωμάτιο με το γεράκι. Στο πάτωμα μια βαλίτσα έχασκε με όρθιο το καπάκι. Η Ελένη, με πρόσωπο αδυνατισμένο και αυστηρό, με ζάρες γύρω από τα χείλια, στοίβαζε στο μπαούλο πουκάμισα, σώβρακα, ρούχα. Ο Τάλμπεργκ, γονατισμένος μπροστά στο κάτω συρτάρι της ντουλάπας, με ένα κλειδί στο χέρι, παίδευε την κλειδαριά. Κι ύστερα... κι ύστερα, το δωμάτιο πήρε μια όψη ανάστατη, όπως κάθε κάμαρη όταν κυριεύεται από ένα χάος πακέτων, κι ακόμη περισσότερο αφού είχαν βγάλει και το αμπαζούρ από τη λάμπα. Δεν πρέπει ποτέ, μα ποτέ, να γυμνώνεις μια λάμπα από το αμπαζούρ της. Είναι ένα πράμα ιερό. Μπροστά στον κίνδυνο, μην φεύγετε ποτέ όπως φεύγουν τα ποντίκια, προς το άγνωστο. Μείνετε δίπλα στο αμπαζούρ, μισοκοιμηθείτε ή διαβάστε -έξω ας μαίνεται η θύελλα- περιμένετε να έρθουν να σας βρουν.
   Ο Τάλμπεργκ έφυγε. Όρθιος μπροστά στη βαριά βαλίτσα, πατώντας τσαλακωμένα χαρτιά, στεκόταν μέσα στη μακριά χλαίνη του, με το σπαθί στο πλευρό και μ' έναν άψογο σκούφο με μαύρα αφτιά και με τη γκρι - μπλε κονκάρδα του αταμάνου.
   Σταθμός με ταξιδιώτες, μεγάλες σειρές. Το τραίνο είναι εκεί, ακόμη χωρίς μηχανή, σα μια κάμπια χωρίς κεφάλι. Εννιά βαγόνια φωτισμένα από το κάτασπρο ηλεκτρικό φως, λες κι ήταν μέρα. Σε μια ώρα θα μεταφέρει στη Γερμανία το επιτελείο του στρατηγού φον Μπύσοφ. Ο Τάλμπεργκ θα είναι μαζί: ο Τάλμπεργκ έχει σχέσεις... Η κυβέρνηση αυτουνού του αταμάνου, η ηλίθια αυτή πατημένη κοπριά (άρεσε στον Τάλμπεργκ να εκφράζεται με βαριές αλλά ζωντανές λέξεις), όπως, εξάλλου, κι ο ίδιος ο αταμάνος... Ακόμη πιο ηλίθιος, αφού...
   "Καταλαβαίνεις" -ψιθυριστά- "οι Γερμανοί παρατάνε τον αταμάνο στην άθλια τύχη του και είναι πολύ, πολύ πιθανό να φτάσει ο Πετλιούρα, και τότε, ξέρεις..."
   Ω, ναι! Η Ελένη ήξερε! Ήξερε πολύ καλά. Τον Μάρτη του 1917, ο Τάλμπεργκ ήταν ο πρώτος, ναι, ο πρώτος που έφτασε στη στρατιωτική σχολή μ' ένα φαρδύ κόκκινο περιβραχιόνιο. Ήταν ακριβώς οι πρώτες μέρες, όταν με τα νέα από την Πετρούπολη, όλοι οι αξιωματικοί του Κιέβου, αμίλητοι και με πρόσωπα κρεμεζιά, έφευγαν, άγνωστο για πού, από σκοτεινούς διαδρόμους, για να μην ακούνε τίποτα. Και ήταν ο Τάλμπεργκ που, ως μέλος -αν αγαπάτε- του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου, ενήργησε τη σύλληψη του περίφημου στρατηγού Πετρόφ. Όταν, όμως, κατά το τέλος του αξιομνημόνευτου αυτού χρόνου, η πόλη έγινε θέατρο πολλών παράξενων και ανεξήγητων γεγονότων, όταν είδαν να εμφανίζεται ένα πλήθος περίεργων ανθρώπων, χωρίς μπότες, αλλά ντυμένοι με φαρδιά παντελόνια, που έβγαιναν κάτω από τις γκρίζες χλαίνες τους, και όταν τα άτομα αυτά δήλωναν καθαρά ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα εγκατέλειπαν την Πόλη για να πάνε στο μέτωπο, γιατί δεν είχαν να κάνουν τίποτα εκεί κάτω και επομένως θα έμεναν εδώ, ο Τάλμπεργκ γινόταν έξω φρενών. Δήλωνε τότε κατηγορηματικά ότι κάτι τέτοια δεν περνούσαν, ότι όλα αυτά ήταν ηλίθια καμώματα. Κι ως ένα βαθμό είχε δίκιο: ήταν μια πραγματική μασκαράτα, όχι όμως τόσο απλή όσο νόμιζε -έγινε αφορμή να χυθεί πολύ αίμα. Ως που να πεις τρία, οι άντρες με τα φαρδιά παντελόνια βρέθηκαν έξω από την Πόλη, κυνηγημένοι από μονάδες ατάκτων με γκρίζες στολές, που ξεφύτρωσαν χωρίς κανείς να καλοκαταλάβει πώς, μέσα από τα δάση που σκέπαζαν την πεδιάδα προς τη μεριά της Μόσχας. Ο Τάλμπεργκ είπε τότε ότι οι άνθρωποι με τα φαρδιά παντελόνια ήταν τυχοδιώκτες που είχαν τους συνδέσμους τους στη Μόσχα, και διευκρίνισε ακόμα ότι οι σύνδεσμοι αυτοί ήταν μπολσεβίκοι.
   Μια μέρα, όμως, τον Μάρτιο του επόμενου χρόνου, είδαμε να μπαίνουν στην Πόλη, με γκρίζες πυκνές φάλαγγες, οι Γερμανοί. Το κεφάλι τους προστατευόταν από κράνη, κάτι σα μεταλλικές κόκκινες πλάκες. Μαζί τους μπήκαν και ουσάροι, που και μόνο η θέα του μαλλιαρού σκούφου τους και των αλόγων τους έδειξε αμέσως στον Τάλμπεργκ πως ήταν οι περίφημοι σύνδεσμοι. Ύστερα από μερικά οδυνηρά πλήγματα του γερμανικού πυροβολικού στα περίχωρα του Κιέβου, οι Μοσχοβίτες σκορπίστηκαν μακριά, μέσα στα σκοτεινά δάση, όπου αναγκάστηκαν να φαν ακόμη και ψοφίμια. Και τότε είδανε τους ανθρώπους με τα φαρδιά παντελόνια να ξανάρχονται στη θέση των Γερμανών. Ήταν μεγάλη έκπληξη. Ο Τάλμπεργκ χαμογελούσε με ύφος λίγο χαμένο, γιατί μπροστά στους Γερμανούς τα φαρδιά παντελόνια είχαν μια πολύ φρόνιμη συμπεριφορά. Δεν σκότωναν κανέναν, και μάλιστα τους έβλεπες να βαδίζουν στους δρόμους με κάποια επιφυλακτικότητα, σαν τους επισκέπτες που δεν είναι σίγουροι ότι τους έχουν καλέσει. Ο Τάλμπεργκ είπε τότε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν κανέναν σύνδεσμο και ότι επί δύο μήνες βρίσκονταν μακριά από κάθε υπηρεσία. Μια φορά μάλιστα ο Νικόλκα Τουρμπίν δεν μπόρεσε να μην γελάσει καθώς μπήκε στο δωμάτιο του Τάλμπεργκ. Ο Σέργιος καθόταν στο τραπέζι του κι έγραφε σ' ένα μεγάλο φύλλο χαρτί ασκήσεις γραμματικής, ενώ μπροστά του είχε ανοιχτό ένα λεπτό βιβλίο, από φτηνό γκρι χαρτί, με τον τίτλο:
   «Ιγκνάτι Περπίλο - Ουκρανική Γραμματική».
   Τον Απρίλιο του 1918, ανήμερα του Πάσχα, οι ματ ηλεκτρικοί γλόμποι βούιζαν χαρούμενα στο τσίρκο που ήταν γεμάτο κόσμο, ως την κορφή. Με κέφι, μα και στρατιωτική ακαμψία, ο Τάλμπεργκ, όρθιος στη μέση της πίστας, μετρούσε τα σηκωμένα χέρια. Πάνε πια τα φαρδιά παντελόνια, η Ουκρανία είχε γεννηθεί, αλλά η Ουκρανία του αταμάνου - είχαν μόλις εκλέξει τον αρχηγό της, τον «Αταμάνο ολόκληρης της Ουκρανίας».
   "Δεν έχουμε τίποτα κοινό με τη ματωμένη μασκαράτα της Μόσχας", έλεγε ο Τάλμπεργκ στο σπίτι κι η παράξενη κοζάκικη στολή του έλαμπε στο σκοτεινό φόντο που σχημάτιζαν τ' ακριβά παλιά χαλιά.
   Ο Νικόλκα κι ο Αλέξης δεν είχαν κανένα θέμα να συζητήσουν με τον Τάλμπεργκ. Ήταν, εξάλλου, πολύ δύσκολο γι' αυτούς να συζητούν μαζί του, γιατί ο Τάλμπεργκ θύμωνε αμέσως μόλις μιλούσαν για πολιτικά και προπαντός όταν ολότελα αδιάκριτα ο Νικόλκα άρχιζε: "Αλλά εσύ ο ίδιος, Σεργιόζα, τον Μάρτη έλεγες...". Τότε έβλεπες τον Τάλμπεργκ ν' ανασηκώνει το χείλι στα δόντια του, που ήταν στραβά και αραιά, αλλά στέρεα και άσπρα. Κίτρινες λάμψεις άστραφταν στα μάτια του και ταραζόταν σύγκορμος. Έτσι, οι συζητήσεις έπαψαν κάποτε οριστικά, δεν συνηθίζονταν πια.
   Η μασκαράτα... Η Ελένη ήξερε τι σήμαινε αυτή η λέξη όταν την πρόφεραν αυτά τα ελαφρά φουσκωμένα και τυπικά χείλη. Και να που η μασκαράτα γινόταν τρομερά απειλητική, όχι μόνο για τα φαρδιά παντελόνια, για τους Μοσχοβίτες, για οποιονδήποτε Ιβάν Ιβάνοβιτς, αλλά και για τον ίδιο τον Σέργιο Ιβάνοβιτς Τάλμπεργκ. Κάθε άνθρωπος έχει το άστρο του και οι αστρολόγοι στις Αυλές του Μεσαίωνα ενεργούσαν σοφά όταν συνέτασσαν τα ωροσκόπια για να μαντεύουν το μέλλον. Α, πόση σοφία είχαν... Με τον τρόπο αυτόν, ο Τάλμπεργκ Σέργιος Ιβάνοβιτς είχε κληρονομήσει ένα πολύ κακό άστρο, ένα γρουσούζικο άστρο. Για τον Τάλμπεργκ, όλα θα ήταν καλά, αν τα πράγματα είχαν ακολουθήσει μια πολύ ίσια και καλά χαραγμένη γραμμή. Αλίμονο, την εποχή αυτή, η Πόλη ήταν θέατρο γεγονότων που διέγραφαν αλλόκοτα τικ-τακ, ολότελα ακατανόητα, και ο Σέργιος Ιβάνοβιτς μάταια προσπαθούσε να προβλέψει τι θα γινόταν. Δεν θα μάντευε τίποτα απολύτως. Σε μια αρκετά σημαντική απόσταση από την Πόλη -εκατόν πενήντα βέρστια, ίσως διακόσια- σε μια κατάφωτη αποβάθρα σιδηροδρομικής γραμμής ήταν σταματημένο ένα βαγόνι - σαλόνι. Στο σαλόνι αυτό, σα σπόρος στο λοβό του, ένας άντρας φαλακρός ρητόρευε και υπαγόρευε τις διαταγές του στους γραμματείς και τους υπασπιστές του. Αλίμονο στον Τάλμπεργκ αν ο άνθρωπος αυτός έμπαινε στην Πόλη. Και ήταν ικανός να μπει. Αλίμονο! Ο λοχαγός Τάλμπεργκ, που είχε εκλέξει τον αταμάνο, τον αρχηγό των κοζάκων, ήταν γνωστός σε όλους, ακόμα κι από κάποιο φύλλο του «Ταχυδρόμου». Στο φύλλο αυτό είχε δημοσιευθεί ένα άρθρο του Σέργιου Ιβάνοβιτς, όπου υπήρχαν αυτές οι φράσεις:
   «Ο Πετλιούρα είναι ένας τυχοδιώκτης και η μασκαράτα του απειλεί να φέρει την καταστροφή και την ερήμωση στην περιοχή μας...».
   "Καταλαβαίνεις, Ελένη, το ταξίδι αυτό κρύβει πολλούς κινδύνους και απρόοπτα κι έτσι δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου. Δεν έχω δίκιο;"
   Η Ελένη δεν είπε λέξη, έστεκε αγέρωχη.
   "Νομίζω ότι, περνώντας από τη Ρουμανία, θα φτάσω χωρίς εμπόδια στην Κριμαία κι από κει στον Ντον. Ο φον Μπύσοφ μού πρότεινε να με βοηθήσει. Μ' έχουν ανάγκη. Η γερμανική κατοχή έχει γίνει καθαρή υποκρισία. Εξάλλου οι Γερμανοί φεύγουν κιόλας. Κι ο Πετλιούρα, κατά τους υπολογισμούς μου, δεν θ' αργήσει κι αυτός να καταρρεύσει. Η πραγματική δύναμη θα έρθει από τον Ντον. Και το καταλαβαίνεις, δεν μπορεί να μην βρίσκομαι εκεί που συγκροτείται ο στρατός του Νόμου και της Τάξεως. Αν δεν είμαι παρών, θα καταστρέψω κατ' αρχήν την καριέρα μου. Ξέρεις, ο Ντενίκιν ήταν ο αρχηγός της μεραρχίας μου. Είμαι βέβαιος ότι σε τρεις μήνες -ας πούμε το αργότερο τον Μάιο- η Πόλη θα είναι δική μας. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Κανείς δεν θα πειράξει ούτε μια τρίχα από το κεφάλι σου, κι ύστερα, στη χειρότερη περίπτωση, έχεις διαβατήριο στο πατρικό σου όνομα... Θα ζητήσω από τον Αλέξη να έχει τον νου του ώστε να μην πάθεις το παραμικρό".
   Η Ελένη συνήλθε.
   "Μια στιγμή", είπε. "Πρέπει να ειδοποιήσω τον αδελφό μου ότι οι Γερμανοί μάς προδίδουν;"
   Ο Τάλμπεργκ κοκκίνησε ως τις ρίζες των μαλλιών του.
   "Βέβαια, βέβαια, είναι καθήκον σου να... Τέλος πάντων, πες τους το εσύ. Δεν έχει, άλλωστε, σημασία..."
   Μια παράξενη σκέψη πέρασε από τον νου της Ελένης, μα δεν είχε καιρό ν' ασχοληθεί με τις σκέψεις της. Ο Τάλμπεργκ αγκάλιασε κιόλας τη γυναίκα του και, μόνο για μια στιγμή, το παράξενο βλέμμα του έδειξε τρυφερότητα. Η Ελένη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει λίγα δάκρυα, αλλά πολύ διακριτικά, γιατί ήταν θαρραλέα, άξια κόρη της Άννας Βλαντιμίροβνα... Ύστερα ακολούθησε ο αποχαιρετισμός με τους δύο αδελφούς στο σαλόνι. Ένα ροζ φως ξεπήδησε από την μπρούντζινη λάμπα και φώτισε τη γωνιά του δωματίου, δείχνοντας τη γλυκιά λάμψη των άσπρων πλήκτρων του πιάνου και τη σελίδα από τη μαυρισμένη παρτιτούρα του Φάουστ, όπου ο νεαρός Βαλεντίν, με τα παρδαλά ρούχα και την κοκκινόχρωμη γενειάδα, τραγουδάει:
   Στ' όνομα των αδελφών μου, σε ικετεύω:
   Λυπήσου την! Ω! Λυπήσου την!
   Προστάτεψέ την... 
   Ακόμα και ο Τάλμπεργκ, που δεν συγκινείται εύκολα από συναισθηματισμούς, θυμάται τη στιγμή αυτή, τις βαριές συγχορδίες και τις φθαρμένες σελίδες του αιώνιου Φάουστ. Αλίμονο... Ο Τάλμπεργκ δεν θα ακούσει πια τους ύμνους στη δόξα του πανίσχυρου Θεού, δεν θ' ακούσει πια την Ελένη να συνοδεύει τον Σερβίνσκι. Κι όμως, όταν οι Τουρμπίν και ο Τάλμπεργκ δεν θ' ανήκουν πια σ' αυτόν τον κόσμο, θα ηχήσουν πάλι τα πλήκτρα του πιάνου, θα βλέπουν ακόμα τον νεαρό Βαλεντίν να κατεβαίνει με το παρδαλό κοστούμι του προς τη ράμπα, θα μυρίζουν ακόμα αρώματα στα καμαρίνια, και στο σπίτι όμορφες γυναίκες μέσα στα φώτα θα παίζουν το ακομπανιαμέντο, γιατί ο «Φάουστ», όπως και ο «Μαραγκός του Ζάανταμ», είναι αθάνατος.
   Ο Τάλμπεργκ εκφώνησε τον λόγο του κοντά στο πιάνο. Τ' αδέλφια ετήρησαν μια ευγενική σιωπή, προσπαθώντας να μην σηκωθούν τα βλέφαρα. Ο πιο νέος από περηφάνια, ο μεγάλος γιατί ήταν απρεπές. Ο Τάλμπεργκ είχε ένα τρέμουλο στη φωνή του.
   "Προσέχετε ιδιαίτερα την Ελένη", είπε, ενώ τα υπερβολικά φουσκωμένα μάτια του έδειχναν ανησυχία και ικεσία.
   Ύστερα δίστασε, κοίταξε το ρολόι του με ταραγμένο ύφος και τέλος είπε με αλλαγμένη φωνή: "Είναι ώρα...'.
   Η Ελένη τράβηξε τον άντρα της από τον λαιμό, τού έκανε ένα αόριστο και βιαστικό σήμα σταυρού και τον αγκάλιασε. Ύστερα ο Τάλμπεργκ, με τη μαύρη και στιλπνή βούρτσα των μουστακιών του, τσίμπησε τα μάγουλα των δυο αδελφών. Έβγαλε το πορτοφόλι του, το άνοιξε, εξέτασε τα χαρτιά του, μέτρησε το μικρό δεματάκι με τα ουκρανικά χρήματα και τα γερμανικά μάρκα, έστειλε στους Τουρμπίν ένα χαμόγελο και βγήκε. Τζιν... τζιν... Το φως άναψε στην είσοδο, ύστερα άκουσαν τη βαριά βαλίτσα να σκοντάφτει στη σκάλα. Η Ελένη έσκυψε στη σκάλα κι είδε, σε μια τελευταία ματιά, την άκρη από τον σκούφο του άντρα της.
   Στη μία το πρωί, μέσα στα σκοτάδια που σκέπαζαν νεκροταφεία από άδεια φορτηγά βαγόνια, ένα γκρίζο θωρακισμένο τραίνο σα βάτραχος, προχωρούσε λαχανιάζοντας, με δυνατό θόρυβο και άγρια ουρλιαχτά, στη γραμμή 5, ξεφυσώντας την κόκκινη ζέστη από τη φωτιά των σπλάχνων του. Έκανε οχτώ βέρστια σε επτά λεπτά, διέσχισε με θόρυβο και μεταλλικούς κρότους, χωρίς να κόψει ταχύτητα, τον σταθμό Ποστ - Βολύνσκι και τρυπούσε με τα φώτα του το σκοτάδι. Άφησε την κύρια γραμμή κάνοντας ν' αναπηδήσουν οι μοχλοί των κλειδιών και καθώς προχωρούσε, έφερνε ένα αίσθημα ελπίδας και περηφάνιας στις καρδιές των γιούνγκερς και των αξιωματικών, που έτρεμαν και προσπαθούσαν να ζεσταθούν στα φορτηγά βαγόνια που βρίσκονταν σταματημένα στο Ποστ. Αποφασιστικά, χωρίς να φοβάται κανέναν, έφυγε προς τα γερμανικά σύνορα. Δέκα λεπτά αργότερα, ένα τραίνο με ταξιδιώτες, που το έσερνε μια τεράστια ατμομηχανή, περνούσε κατάφωτο το Ποστ. Από τα σκοτάδια πετάχτηκαν σαν αστραπές οι ογκώδεις σιλουέτες των Γερμανών φρουρών, που ήταν κουκουλωμένοι ως τα μάτια κι έδειχναν τη σκοτεινή λάμψη  της ξιφολόγχης τους. Ξαφνικά πλημμύρισε φως, και οι κλειδούχοι, ζαρωμένοι από το κρύο, είδαν να περνά πάνω στις μπερδεμένες γραμμές το βαρύ πούλμαν με τα ολόφωτα παράθυρα. Ύστερα όλα χάθηκαν και η ψυχή των νεαρών αξιωματικών γέμισε ζήλεια, μίσος και αγωνία. 
   "Αχ! Οι παλιάνθρωποι!" αναστέναξε μια φωνή, κάπου από το μέρος των κλειδούχων. Την ίδια στιγμή νιφάδες χιόνι μ' ένα διαπεραστικό κρύο εξαφανίζονταν μέσα στα ζεστά φορτηγά βαγόνια. Απόψε στο Ποστ είχε χιονοθύελλα.
   Σ' ένα διαμέρισμα του τρίτου πούλμαν, μετά τη μηχανή, πάνω σ' έναν πάγκο σκεπασμένο με ριγέ κουβέρτα, ο Τάλμπεργκ, μ' ένα χαμόγελο υπερβολικής ευγένειας, μιλούσε γερμανικά μ' έναν Γερμανό που καθόταν απέναντί του.
   "Ω, για!", άφηνε να πέφτει πότε - πότε ο χοντρός υπολοχαγός μασώντας το τσιγάρο του.
   Στο τέλος, ο υπολοχαγός κοιμήθηκε, οι πόρτες των διαμερισμάτων έκλεισαν μια - μια και μέσα στο πλημμυρισμένο από φως και ζέστη βαγόνι ακουγόταν ο μονότονος ρυθμικός θόρυβος από τις ρόδες που κυλούσαν στις γραμμές. Ο Τάλμπεργκ βγήκε τότε στον διάδρομο, τράβηξε την ανοιχτόχρωμη κουρτίνα, με τα κεντημένα γράμματα Σ.Ν.Δ. (Νοτιοδυτικοί Σιδηρόδρομοι), που έκρυβαν το παράθυρο, και βύθισε το βλέμμα του μακριά στο σκοτάδι, όπου χόρευαν νιφάδες και κάθε τόσο το διαπερνούσαν λάμψεις. Μπροστά, η μηχανή προχωρούσε ουρλιάζοντας τόσο απειλητικά και απαίσια, ώστε ακόμα και ο Τάλμπεργκ επηρεάστηκε δυσάρεστα.

   Αυτή την ώρα της νύχτας, στο ισόγειο, που κατοικούσε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο μηχανικός Βασίλη Ιβάνοβιτς Λίσοβιτς, κυριαρχούσε μια βαθιά σιωπή που την τάραζε μόνο πότε - πότε ένα ποντίκι κρυμμένο στη μικρή τραπεζαρία. Το ποντίκι αυτό βρισκόταν στον μπουφέ και ροκάνιζε, ροκάνιζε, απασχολημένο κι ενοχλητικό, ένα ξερό κομμάτι τυρί και καταριόταν τη γυναίκα του μηχανικού, τη Βάντα Μιχαήλοβνα, και την τσιγκουνιά της. Γυναίκα αδύνατη και ζηλιάρα, αυτή η καταραμένη η Βάντα κοιμόταν σαν κούτσουρο στο σκοτεινό δωμάτιο του υγρού και κρύου διαμερίσματος. Όσο για τον μηχανικό, αυτός αγρυπνούσε στο γραφείο του που, καθώς ήταν ασφαλισμένο, κατάκλειστο και γεμάτο βιβλία, γινόταν εξαιρετικά βολικό. Ένα λαμπατέρ, που παρίστανε κάποια βασίλισσα της Αιγύπτου, σκεπασμένο με λουλουδάτο πράσινο αμπαζούρ, έδινε σε όλο το δωμάτιο μια απόχρωση γλυκιά και μυστηριώδη. Αλλά κι ο ίδιος ο μηχανικός, χωμένος στη δερμάτινη πολυθρόνα του, είχε το ύφος ενός προσώπου όλο μυστήριο. Ο αινιγματικός και αμφίβολος χαρακτήρας της ευμετάβλητης αυτής εποχής είχε σαν πρώτο αποτέλεσμα να κάνει το άτομο που καθόταν στην πολυθρόνα να μην είναι διόλου ο Βασίλη Ιβάνοβιτς Λίσοβιτς, αλλά κάποια Βασιλίσα. Για να πούμε την αλήθεια, εξακολουθούσε να δίνει στον εαυτό του το όνομα Λίσοβιτς και οι περισσότεροι που τον συναντούσαν στον δρόμο τον έλεγαν Βασίλη Ιβάνοβιτς, αλλά μόνο όταν αυτός ήταν μπροστά. Πίσω του, κανείς πια δεν μιλούσε για τον μηχανικό χωρίς να τον αποκαλεί Βασιλίσα. Ο λόγος ήταν ότι τον Γενάρη του 1918, όταν η κατάσταση στην Πόλη πήρε ολωσδιόλου απροσδόκητη τροπή, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού αρ. 13, από φόβο μήπως στο μέλλον του ζητήσουν ευθύνες, άφησε το σταθερό και σαφές «Β. Λίσοβιτς», που χρησιμοποιούσε συνήθως για υπογραφή, και συμπλήρωνε τα ερωτηματολόγια, τα φύλλα πληροφοριών, τα πιστοποιητικά και τα δελτία επισιτισμού με το όνομα «Βασ. Λισ.».
   Στις 18 Ιανουαρίου του 1918, ο Βασίλη Ιβάνοβιτς έστειλε στον Νικόλκα ένα δελτίο ζάχαρης. Ο Νικόλκα πήγε στη λεωφόρο Κρεσάτικ, αλλά, αντί για ζάχαρη, δέχτηκε με μεγάλη κτηνωδία μια πέτρα στην πλάτη, που τον έκανε να φτύνει αίμα συνέχεια δυο μέρες. Μια οβίδα έσκασε ακριβώς στη μέση εκείνων που σχημάτιζαν άφοβα την ουρά για τη ζάχαρη. Ο Νικόλκα γύρισε σπίτι. Ακούμπησε στον τοίχο, με το πρόσωπο καταπράσινο, και χαμογέλασε, για να μην τρομάξει την Ελένη, αλλά έφτυσε τόσο αίμα που θα μπορούσε να γεμίσει μια λεκάνη. Στην ταραγμένη φωνή της Ελένης "Θεέ μου, τι έπαθες;" εκείνος απάντησε:
   "Είναι η ζάχαρη του Βασιλίσα, που να τον πάρει ο διάβολος!"
   Έγινε αμέσως κάτασπρος και σωριάστηκε λιπόθυμος. Ο Νικόλκα σηκώθηκε δύο μέρες αργότερα, αλλά δεν υπήρχε πια ο Βασίλη Ιβάνοβιτς Λίσοβιτς. Οι ένοικοι του 13 στην αρχή κι ύστερα ολόκληρη η πόλη ονόμαζαν τον μηχανικό Βασιλίσα, και μόνο ο κάτοχος του γυναικείου αυτού ονόματος εξακολουθούσε να εμφανίζεται ως Λίσοβιτς, υπεύθυνος του ακινήτου.
   Όταν βεβαιώθηκε ότι κανένας θόρυβος, ούτε ακόμα κάποιο απόμακρο γλίστρημα από έλκηθρο στο χιόνι, δεν τάραζε την ησυχία του δρόμου και αφού αφουγκράστηκε προσεχτικά τη ρυθμική μα σφυριχτή αναπνοή της συζύγου του που κοιμόταν, ο Βασίλη προχώρησε στον διάδρομο, εξέτασε με προσοχή τους σύρτες, την μπάρα, την αλυσίδα και τον γάντζο που ασφάλιζαν την πόρτα και ξαναγύρισε στο γραφείο του. Από ένα συρτάρι του γραφείου του πήρε μερικά μικρά γυαλιστερά αντικείμενα:  τέσσερις παραμάνες. Ύστερα, πατώντας στις μύτες, χάθηκε ποιος ξέρει πού μέσα στο σκοτάδι, απ' όπου ξαναγύρισε φορτωμένος μ' ένα σεντόνι και μια κουβέρτα «σκωτσέζικη». Αφουγκράστηκε πάλι, έβαλε μάλιστα και το δάχτυλο στα χείλια. Έβγαλε το σακάκι του, σήκωσε τα μανίκια, πήρε από μια εταζέρα ένα δοχείο με κόλλα κι ένα κομμάτι χρωματιστό χαρτί διπλωμένο προσεκτικά κι ένα ψαλίδι. Ύστερα πλησίασε το πρόσωπό του στο παράθυρο και με τα χέρια πάνω από τα μάτια, για να προστατεύεται από το φως, ερεύνησε προσεχτικά τον δρόμο. Και σκέπασε τα τζάμια του παραθύρου, το αριστερό με το σεντόνι και το δεξί με την κουβέρτα. Τα στερέωσε με την παραμάνα και βεβαιώθηκε ότι δεν άφησε καμιά χαραμάδα. Όταν τέλειωσε, πήρε μια καρέκλα, ανέβηκε, ψηλάφησε τον τοίχο πάνω από την τελευταία εταζέρα με τα βιβλία, ύστερα άρχισε να κόβει με το ψαλίδι σ' εκείνο το μέρος το χαρτί της ταπετσαρίας, πρώτα κάθετα κι ύστερα οριζόντια σε ορθή γωνία. Έβαλε ύστερα το ψαλίδι στο άνοιγμα και ανακάλυψε μια μικρή και καλά φυλαγμένη κρύπτη, όσο περίπου δυο τούβλα, που την είχε φτιάξει ο ίδιος την περασμένη νύχτα. Τράβηξε τη λεπτή, τσίγκινη πλάκα που την έκλεινε, την ακούμπησε προσεκτικά στην εταζέρα, κατέβηκε από την καρέκλα και πήγε πάλι με κάποια ανησυχία στο παράθυρο για να βεβαιωθεί ότι η κουβέρτα ήταν πάντα στη θέση της. Με δυο γυρίσματα του κλειδιού, που έτριξε μέσα στη νύχτα, άνοιξε το κάτω συρτάρι του γραφείου του, έχωσε βαθιά το χέρι του και τράβηξε ένα πακέτο διπλωμένο με εφημερίδα, δεμένο καλά με σπάγγο και σφραγισμένο. Ο Βασιλίσα έχωσε γοργά το πακέτο στην κρύπτη και ξανάβαλε την τσίγκινη πλάκα στη θέση της. Δούλεψε έπειτα μερικές στιγμές πάνω στο κόκκινο κάλυμμα του τραπεζιού, για να κόψει λουρίδες το ζωγραφιστό χαρτί στο σχήμα και στις διαστάσεις που ήθελε. Τους έβαλε κόλλα και τις τοποθέτησε προσεχτικά στον τοίχο. Εφάρμοσαν θαυμάσια, κάθε τετράγωνο απέναντι σ' ένα τετράγωνο, κάθε μισό μπουκέτο δίπλα σ' ένα μισό μπουκέτο. Ο μηχανικός κατέβηκε πάλι από την καρέκλα και παρατήρησε ότι κανένα σημάδι στον τοίχο δεν πρόδινε τη θέση της κρύπτης. O Bασιλίσα χτύπησε ικανοποιημένος τα χέρια. Μάζεψε τότε και τσαλάκωσε τ' αποκόμματα από το χαρτί ταπετσαρίας, τα έριξε στη σόμπα και ταχτοποίησε την κόλλα. 

   [...] Η νύχτα, πάντοτε η νύχτα. Ο Βασιλίσσα κάθεται στην πολυθρόνα του, ίδιος Τάρας Μπούλμπα κάτω απ' την πράσινη σκιά του αμπαζούρ. Βασιλίσα ε; Διάβολε! Αυτά τα μεγάλα τσιγκελωτά μουστάκια είναι κάποιου άντρα το δίχως άλλο. Στο κόκκινο κάλυμμα του τραπεζιού, μπροστά στον Βασιλίσα φαίνονται δέσμες από πράσινα στενόμακρα χαρτιά, όμοιες με τη ράχη μαρκαρισμένου τραπουλόχαρτου.

   [...] Όπως πάντα, όταν μετρούσε λεφτά, ο Βασιλίσα έριξε γύρω του βλέμματα υποψίας, ύστερα σάλιωσε το δάχτυλό του κι άρχισε να μετράει τις δεσμίδες. [...] Για μια στιγμή ανατρίχιασε. Πάνω από το κεφάλι του αντήχησαν στο πάτωμα γρήγορα βήματα κι ύστερα γέλια και μπερδεμένες φωνές έσκισαν τη νεκρική ησυχία της νύχτας. Ο Βασιλίσσα γύρισε προς τον Αλέξανδρο Β':
   "Βλέπετε", ψιθύρισε, "δεν υπάρχει τρόπος να βρούμε ησυχία...".
   Εκεί πάνω ξανάρθε η γαλήνη. Ο Βασιλίσα χασμουρήθηκε, έστρωσε τα αραιά μουστάκια του, έβγαλε το ύφασμα και την κουβέρτα που σκέπαζαν το παράθυρο και πέρασε στο σαλόνι, όπου, καθώς άναψε τη λάμπα, μια χλωμή ανταύγεια έπεσε στο χωνί του γραμμοφώνου. Δέκα λεπτά αργότερα, το διαμέρισμα είχε βυθιστεί στο απόλυτο σκοτάδι. Στο υγρό και ψυχρό δωμάτιο, ο Βασιλίσα κοιμόταν δίπλα στη γυναίκα του. Όλα ανάδιναν μια πλήξη γκρινιάρικη και υπναλέα, ανακατεμένη με τη μυρουδιά από ποντίκια και μούχλα. [...]

   Τέσσερις λάμπες φωτίζουν στον πολυέλαιο της τραπεζαρίας. Σημαίες γαλάζιου καπνού ανεμίζουν και διαλύονται. Οι βαριές κουρτίνες κλείνουν ερμητικά τα παράθυρα της βεράντας. Το ρολόι είναι άφωνο. Μπουκέτα από δροσερά τριαντάφυλλα της σέρας δίνουν χρώμα στο ολόλευκο τραπεζομάντηλο, όπου λάμπουν τρία μπουκάλια βότκα και ψηλόλιγνες μποτίλιες με άσπρο κρασί του Ρήνου. Ποτήρια κρασιού, μήλα σε κρυστάλλινα μπωλ με λαμπερά σκαλίσματα, φέτες λεμόνι, ψίχουλα, ποτήρια τσαγιού, ψίχουλα...

   [...] Η Ελένη, που δεν πρόφτασε να συνέλθει από την αναχώρηση του Τάλμπεργκ -το άσπρο κρασί δεν έδιωξε τον πόνο της, μόνο τον λιγόστεψε- έχει την τιμητική θέση, σε μια πολυθρόνα, στο κεφάλι του τραπεζιού. Στην άλλη άκρη, απέναντί της, κάθεται ο Μισλαγιέφσκι με τη ρόμπα, μαλλιαρός και ωχρός, με το πρόσωπο μαρμάρινο, από τη βότκα κι από τη θανάσιμη κούραση. Το κρύο, ο φόβος, η βότκα, το μίσος έχουν πυρώσει τα μάγουλά του. Ο Αλέξης κι ο Νικόλκα κάθονται στα πλάγια, απέναντι στον Λεονίντ Γιούρεβιτς Σερβίνσκι, παλιό υπολοχαγό στο σύνταγμα των ουλάνων της αυτοκρατορικής φρουράς και σήμερα υπασπιστή στο επιτελείο του πρίγκιπα Μπιελορούκοφ, και στον ανθυπολοχαγό Φιοντόρ Νικολάγιεβιτς Στεπάνοφ, πυροβολητή, που στο στρατιωτικό κολλέγιο Αλεξαντρόφσκι τον φωνάζουν Κυπρίνο.
   Κοντός αλλά παχύς, με σουλούπι που μοιάζει πραγματικά παράξενα με μικρό κυπίνο, ο Κυπρίνος βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι στον Σερβίνσκι, καθώς φτάσανε μαζί στο κατώφλι των Τουρμπίν, είκοσι λεπτά περίπου αφ' ότου έφυγε ο Τάλμπεργκ. Κι οι δυο κρατούσαν μπουκάλες. Ο Σερβίνσκι έφερνε σε μια χαρτοσακούλα τέσσερις με άσπρο κρασί κι ο Κυπρίνος δυο βότκες. Ο Σερβίνσκι ήταν επιπλέον φορτωμένος μ' ένα τεράστιο πακέτο διπλωμένο σε τέσσερις κόλλες χαρτί -ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, βέβαια, για την Ελένη Βασίλιεβνα. [...]
   Στο μισόφωτο του δωματίου, μπροστά στον μακρόστενο καθρέφτη με τα ασημένια φύλλα για κορνίζα, η Ελένη με τα χρυσαφένια μαλλιά βάζει βιαστικά πούδρα για να δεχτεί το μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα. Ζήτω! Όλοι είναι εδώ. Τα χρυσά κανόνια στους ζαρωμένους ώμους του Κυπρίνου έδειχναν τελείως ασήμαντα μπροστά στις καθαρές επωμίδες του ιππικού και στην καλοσιδερωμένη γαλάζια κυλότα του Σερβίνσκι. Μικρές λάμψεις χαράς σπίθισαν στ' αγέρωχα μάτια του μικρόσωμου Σερβίνσκι μόλις έμαθε το φευγιό του Τάλμπεργκ. Ο νεαρός ουλάνος βρήκε αμέσως όσο ποτέ τη φωνή του και το ροζ σαλόνι γέμισε από ζωηρούς ήχους. Ο Σερβίνσκι τραγουδούσε ένα επιθαλάμιο υμέναιου -και με τι φωνή! Όλα στον κόσμο είναι σίγουρα παραλογισμός, εκτός από μια φωνή σαν του Σερβίνσκι. Τώρα, όμως, υπάρχει βέβαια το επιτελείο, αυτός ο ηλίθιος πόλεμος, οι μπολσεβίκοι, και ο Πετλιούρα, και το καθήκον, αλλά αργότερα, όταν όλα θα έχουν μπει σε κάποια τάξη, θα παρατήσει την υπηρεσία, παρά τις σχέσεις του με την Αγία Πετρούπολη -ξέρετε για ποιες σχέσεις πρόκειται, έ-χε!- και χοπ! θα βρεθεί πάνω στη σκηνή. Θα τραγουδήσει στη Σκάλα κι ακόμα στο Μπολσόι της Μόσχας, όταν οι μπολσεβίκοι θα είναι κρεμασμένοι στα φανάρια του γκαζιού, στην πλατεία του θεάτρου. Στη Σμέρινκα η κόμισσα Λεντρίκοβα τον είχε ερωτευθεί γιατί, όταν τραγουδούσε το επιθαλάμιο, πήρε ένα λα, αντί για φα, και το κράτησε πέντε μπατούτες. Αφού μέτρησε ως το πέντε, ο Σερβίνσκι κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε ταραγμένος γύρω του, σαν να τον είχαν μαλώσει γι' αυτό που έκανε χωρίς να το θέλει.
   "Ε ναι, πέντε, παρακαλώ. Μπρος, πάμε για δείπνο...". Σημαίες γαλάζιου καπνού που αναδεύονται και ξεφτούνε. 

   [...] Ο Σερβίνσκι έριξε ένα αστραφτερό βλέμμα στην παρέα, κατάπιε μονομιάς ένα ποτήρι κρασί κι έκλεισε τα βλέφαρα. Πέντε ζευγάρια μάτια ήταν καρφωμένα πάνω του και η σιωπή κυριαρχούσε ως τη στιγμή που συνήλθε και δάγκωσε μια φέτα ζαμπόν. [...] Κοίταξε τη σόμπα με άγριο βλέμμα, πήρε βαθιά αναπνοή και δήλωσε:
   "Έχετε άδικο που δεν με πιστεύετε. Το νέο για το θάνατο της Αυτού Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος..."
   "...Είναι κάτι το ελάχιστο, μεγαλοποιημένο", αποτόλμησε ο Μισλαγιέφσκι μ' ένα χαμόγελο μεθυσμένου.
   Η Ελένη αναπήδησε αγανακτισμένη και το πρόσωπό της σκοτείνιασε.
   "Βίκτορ, δεν ντρέπεσαι; Εσύ, ένας αξιωματικός!"
   Ο Μισλαγιέφσκι ξαναβυθίστηκε στην ομίχλη. 
   "...Είναι μια εφεύρεση των μπολσεβίκων. Ο Τσάρος μπόρεσε να σωθεί με τη βοήθεια του πιστού του παιδαγωγού... χμ... δηλαδή, παρντόν, του παιδαγωγού του πρίγκιπα, κυρίου Γκυγιάρ, και μερικών αξιωματικών, που κατόρθωσαν να τον φυγαδεύσουν... χμ... στην Ασία. Ύστερα φτάσανε στη Σιγκαπούρη κι από κει γύρισαν στην Ευρώπη με πλοίο. Και τώρα, ο άρχοντάς μας φιλοξενείται από τον κάιζερ Γουλιέλμο".
   "Αλλά και τον Γουλιέλμο τον ανέτρεψαν, ε;" είπε ο Κυπρίνος.
   "Φιλοξενούνται και οι δυο στη Δανία και μαζί τους βρίσκεται και η αξιοσέβαστη μητέρα του αυτοκράτορα, Μαρία Φιοντόροβνα. Κι αν δεν με πιστεύετε, θα σας πω κάτι: μου το είπε ο ίδιος ο πρίγκιπας Μπιελορούκοφ".
   Με την καρδιά γεμάτη ταραχή, ο Νικόλκα αναστέναξε κρυφά. Θα ήθελε να πίστευε αυτή την ιστορία.
   "Αν είναι αλήθεια", είπε ξαφνικά με έξαψη καθώς σηκώθηκε απότομα και σκούπισε το μέτωπό του, "προτείνω μια πρόποση στην υγεία της Αυτού Μεγαλειότητος του Αυτοκράτορα!"
   Το ποτήρι του άστραψε και οι χρυσές λάμψεις από τα κρύσταλλα διαπέρασαν το λευκό κρασί του Ρήνου. Τα σπιρούνια αντήχησαν στα πόδια της καρέκλας. Ο Μισλαγιέφσκι σηκώθηκε μουρμουρίζοντας και κρατήθηκε από το τραπέζι. Η Ελένη σηκώθηκε. Το χρυσό διάδημα των μαλλιών της διαλύθηκε και οι μπούκλες έπεσαν στους κροτάφους της.
   "Ναι, ναι... Ακόμα κι αν είναι νεκρός!" φώναξε με τραχιά, σπασμένη φωνή. "Το ίδιο κάνει. Πίνω, πίνω".
   "Ποτέ, μα ποτέ δεν θα μπορέσουμε να του συγχωρήσουμε την παραίτησή του στον σταθμό του Ντνο. Ποτέ. Αλλά το ίδιο είναι. Τώρα έχουμε αποκτήσει καινούργια πείρα και ξέρουμε ότι μόνο η μοναρχία μπορεί να σώσει τη Ρωσία. Λοιπόν, ο Αυτοκράτορας πέθανε, ζήτω ο Αυτοκράτορας!" φώναξε ο Τουρμπίν και σήκωσε το ποτήρι του.
   "Ουρά! Ουρά! Ουρά!" -η τριπλή ζητωκραυγή τράνταξε την τραπεζαρία.
   Στο κάτω πάτωμα, ο Βασιλίσα χοροπήδησε λουσμένος με κρύο ιδρώτα. Έβγαλε ξαφνιασμένος ένα γαύγισμα και ξύπνησε τη Βάντα Μιχαήλοβνα.
   "Θεέ μου, Θεέ μου...", μουρμούρισε η Βάντα κι αρπάχτηκε από το νυχτικό του συζύγου της.
   "Τι είναι τούτο πάλι; Τρεις η ώρα το πρωί!" γκρίνιαξε ο Βασιλίσα κλαίγοντας, με τα μάτια στο σκοτεινό ταβάνι. "Θα κάνω παράπονα, επιτέλους!"
   Η Βάντα άρχισε να κλαψουρίζει. Κι αμέσως έμειναν κι οι δυο ακίνητοι, απολιθωμένοι. Από πάνω, ένα ηχηρό, πυκνό κύμα σα να έτρεχε από το ταβάνι και σε λίγο το δάμασε μια δυνατή και βροντερή φωνή σαν εγερτήριο:
   ...ισχυρέ, ακατάβλητε
   η βασιλεία σου ας είναι μεγάλη.
   Κόντευε να λιποθυμήσει ο Βασιλίσα, ίδρωνε σα νέγρος από την κορφή ως τα νύχια. Με δυσκολία και με γλώσσα βαριά σα χαλί, ψιθύρισε:
   "Όχι... αυτή τη φορά... είναι εντελώς τρελοί... θα μας φέρουν σε δύσκολη θέση, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να ξεμπερδέψουμε. Θεέ μου. Μα τι πάθανε...; Ο ύμνος απαγορεύεται. Και τους ακούς έξω, στον δρόμο!"
   Η Βάντα όμως είχε ξαναπέσει, σα σακί, στο μαξιλάρι της και κοιμόταν. Κι ο Βασιλίσα δεν ξανακοιμήθηκε παρά όταν εκεί πάνω, η τελευταία ομαδική κραυγή διαλύθηκε σε μια μπερδεμένη οχλοβοή που τη διέκοπταν επιφωνήματα. 

   [...] Δυο ολόλευκα κρεβάτια στρώθηκαν στο δωμάτιο, πριν από την κάμαρη του Νικόλκα, πίσω από δυο ντουλάπια βαλμένα το ένα δίπλα στ' άλλο και γεμάτα βιβλία. Στην οικογένεια του καθηγητή, το δωμάτιο αυτό το είχαν ονομάσει «βιβλιοπωλείο».
   Και τα φώτα έσβησαν στο βιβλιοπωλείο, στην κάμαρη του Νικόλκα, στην τραπεζαρία. Από μια στενή σχισμή, που άφηναν τα πλάγια της κουρτίνας, περνούσε στο δωμάτιο της Ελένης μια λεπτή βαθυπόρφυρη ακτίνα. Το φως τής κούραζε τα μάτια και γι' αυτό είχε καλύψει τη λάμπα, δίπλα στο κρεβάτι της, μ' ένα κοκκινωπό κάλυμμα, ένα παλιό κομψό καπέλο. Κάποτε που τα χέρια της, η γούνα και τα χείλια της ευωδίαζαν αρωματισμένα, η Ελένη πήγαινε το βράδυ στο θέατρο και φορούσε αυτό το καπελάκι, και το πρόσωπό της, ελαφρά και διακριτικά πουδραρισμένο, θύμιζε το πρόσωπο της Λίζας στην «Ντάμα Πίκα». Αλλά μόνο σ' ένα χρόνο - μόλις πέρσι- το καπελάκι πάλιωσε μ' ένα παράξενο κι απότομο κουρέλιασμα. Οι πτυχές του κόπηκαν και μαύρισαν, οι κορδέλες του ξέφτισαν. Όπως η Λίζα στην «Ντάμα Πίκα», η πυρρόξανθη Ελένη, με τη ρόμπα, με τα χέρια άψυχα πάνω στα γόνατα, καθόταν στην άκρη του στρωμένου κρεβατιού. Τα γυμνά πόδια της χώνονταν σ' ένα παλιό και τριμμένο δέρμα αρκούδας. Το πρόσκαιρο μεθύσι τής είχε φύγει και μια μεγάλη μαύρη θλίψη σκέπαζε το κεφάλι της, όπως άλλοτε το καπέλο για το θέατρο. Από το πλαϊνό δωμάτιο, από την πόρτα που την έφραζε ένα ντουλάπι, έφταναν το ελαφρό σφύριγμα του Νικόλκα και το γρήγορο και ζωντανό ροχαλητό του Σερβίνσκι. Από το βιβλιοπωλείο, αντίθετα, δεν ξεχώριζες παρά τη νεκρική σιγή του πελιδνού Μισλαγιέφσκι και του Κυπρίνου. Η Ελένη ήταν μόνη, μονολογούσε χωρίς να διστάζει, άλλοτε σιγά κι άλλοτε χωρίς καθόλου φωνή, κουνώντας μόνο τα χείλια της, με το κάλυμμα γεμάτο φως και μπροστά της τα δυο μαύρα παράθυρα.
   "Έφυγε..."
   Η λέξη αυτή ξέφυγε ψιθυριστά από τα χείλια της κι αμέσως έμεινε σκεφτική. Έκλεισε τα ολόστεγνα μάτια της. Οι σκέψεις της ήταν ασυνάρτητες κι ούτε κατόρθωνε να τις καταλάβει. Έφυγε σε μια τέτοια στιγμή. Ναι, αλλά, επιτρέψτε μου, είναι άνθρωπος πολύ λογικός, κι έκανε πολύ σωστά που έφυγε. Είναι οπωσδήποτε καλύτερα.
   "Nαι, μα αυτή τη στιγμή...", μουρμούρισε η Ελένη με βαθύ αναστεναγμό.
   Τι είναι, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος; Πώς να πιστέψει ότι τον είχε αγαπήσει τόσο, ώστε να ενώσει τη ζωή της με τη δική του; Και τώρα αυτή η μοναξιά, η βαθύτατη θλίψη στην ερημιά του δωματίου, απέναντι σ' αυτά τα παράθυρα που η σκοτεινιά τους φαίνεται απόψε νεκρική; Ούτε σήμερα, όμως, ούτε όλο το διάστημα -ενάμιση χρόνο- που έζησε με τον άνθρωπο αυτό, η ψυχή της δεν μπόρεσε να βρει το ουσιώδες, εκείνο το αυσιαστικό, που χωρίς αυτό καμιά ένωση δεν μπορεί να υπάρξει, ούτε ακόμα ο λαμπρός γάμος της ωραίας, της λατρευτής Ελένης με τα χρυσοκόκκινα μαλλιά, μ' αυτόν τον φιλόδοξο αξιωματικό του Γενικού Επιτελείου, με τις καπελίνες, τα αρώματα, τα σπιρούνια -εύκολη ένωση, αφού μάλιστα δεν υπάρχουν παιδιά. Μ' έναν αξιωματικό του Γενικού Επιτελείου, έναν άνθρωπο από τη Βαλτική, συνετό και μετρημένο. Τι είναι, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός; Και ποιο είναι το ουσιαστικό, που χωρίς αυτό η ψυχή της μένει άδεια;
   "Ξέρω, ξέρω", απάντησε η Ελένη στον εαυτό της, "είναι η εκτίμηση. Το ξέρεις, Σεριόζα", είπε με σημασία στην κόκκινη καπελίνα σηκώνοντας το δάχτυλο, "δεν σου έχω καμιά εκτίμηση". Τρόμαξε ξαφνικά μ' αυτό που ξεστόμισε, τρόμαξε ακόμα και για τη μοναξιά της. Κι η επιθυμία της ήταν να βρισκόταν αυτή τη στιγμή εκείνος κοντά της. Ας μην υπήρχε η εκτίμηση, ας μην υπήρχε εκείνο το ουσιαστικό, φτάνει αυτή τη δύσκολη στιγμή να ήταν εδώ. Έφυγε. Και τ' αδέρφια της τον φίλησαν. Έπρεπε, αλήθεια; Αλλά, συγγνώμη, τι λέω; Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν; Να τον κρατήσουν; Ασφαλώς όχι. Έστω, αυτή τη δύσκολη στιγμή δεν είναι εδώ, τόσο το χειρότερο, τόσο το καλύτερο μάλιστα, οπωσδήποτε, δεν έπρεπε να τον κρατήσω. Απόλυτα όχι. Ας ταξιδεύει. Για να τον φιλήσουν, βεβαίως, ναι, τον φίλησαν, αλλά στο βάθος της ψυχής τους τον μισούν. Σίγουρα αυταπατάσαι, λες ψέματα στον εαυτό σου, σκέφτεσαι γι' αυτόν εκείνο που θα ήθελες, είναι φανερό: τον μισούν. Ο Νικόλκα ίσως είναι καλό αγόρι, αλλά ο μεγάλος... Αν και όχι, καλός είναι κι ο Αλιόσα, αλλά σου δίνει την εντύπωση ότι το μίσος του είναι πολύ δυνατό. Θεέ μου! Τι σκέφτομαι τώρα; Σεριόζα, τι σκέφτηκα για σένα; Και αν κοπούν οι επικοινωνίες; Θα μείνει εκεί κάτω κι εγώ εδώ...
   "Ο άντρας μου", είπε αναστενάζοντας και άρχισε να ξεκουμπώνει τη ρόμπα της, "ο άντρας μου..."
   Η καπελίνα άκουγε μ' ενδιαφέρον, με τα μάγουλά της φλογισμένα από μια κοκκινωπή λάμψη. Ρώτησε:
   "Ο άντρας σου, ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;"

   "Ένας ελεεινός, τίποτ' άλλο!" σκέφτηκε ο Τουρμπίν, μόνος κι αυτός και μακριά από την Ελένη, που τον χώριζαν απ' αυτήν ένα δωμάτιο και το χολ της εισόδου. Οι σκέψεις της Ελένης έφταναν σ' αυτόν και τον έκαιγαν πριν από ώρα. "Αυτός είναι ελεεινός, αλλά εγώ είμαι, αληθινά, μια βρεμένη κότα. Ας μην τον έδιωχνα, έστω, θα μπορούσα, όμως, τουλάχιστον να φύγω, χωρίς να πω τίποτα. Να πάει στο διάβολο. Είναι ένας ελεεινός, όχι γιατί εγκατέλειψε την Ελένη σε μια τέτοια στιγμή -είναι ασήμαντο, μια βλακεία- αλλά για έναν τελείως διαφορετικό λόγο. Ναι, αλλά ποιον; Χε, χε... Τον διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο. Το νευρόσπαστο αυτό δεν έχει την αίσθηση της εντιμότητας. Ό,τι κι αν πει, μιλάει σαν μπαλαλάικα χωρίς χορδές... Και είναι αξιωματικός που βγήκε από ρωσική στρατιωτική σχολή. Δηλαδή, ό,τι καλύτερο υπήρχε στη Ρωσία".
   Σ' όλο το σπίτι βασίλευε ησυχία. Η φωτεινή ακτίνα, που έπεφτε από το δωμάτιο της Ελένης, έσβησε. Η Ελένη αποκοιμήθηκε, έσβησαν κι οι σκέψεις της, αλλά ο Τουρμπίν βασανιζόταν ακόμα στο μικρό του δωμάτιο, ακουμπώντας στο απλό γραφείο του. Το ανακάτεμα της βότκας με το κρασί του Ρήνου τού έστηνε παγίδες. Τα φλογισμένα μάτια του έμεναν καρφωμένα σε μια σελίδα του πρώτου βιβλίου που βρέθηκε στα χέρια του και ξαναδιάβαζαν αδιάκοπα, βλακωδώς, την ίδια φράση: «Για τον Ρώσο, η τιμή είναι ένα άχρηστο φορτίο». 
   Κατά τα ξημερώματα γδύθηκε, επιτέλους, και κοιμήθηκε. Αλλά στον ύπνο του είδε έναν διαβολικό νάνο σα δαίμονα, που φορούσε παντελόνια με μεγάλα καρώ, και του είπε περιπαιχτικά: 
   "Δεν κάθονται με γυμνό πισινό πάνω σ' έναν σκατζόχοιρο!... Η Αγία Ρωσία είναι μια γη ηλίθια, άθλια και... επικίνδυνη, και για τον Ρώσο η τιμή είναι ένα φορτίο άχρηστο..."
   "Παλιάνθρωπε!" φώναξε ο Τουρμπίν στον ύπνο του, "στάσου και θα δεις!"
   Έψαξε σ' ένα συρτάρι να βρει το πιστόλι του, το βρήκε, θέλησε να πυροβολήσει τον εφιάλτη, έτρεξε να τον κυνηγήσει, αλλά ο κοντόσωμος δαίμονας εξαφανίστηκε.
   Πέρασαν δυο ώρες μ' έναν ύπνο ταραγμένο, κατασκότεινο, χωρίς όνειρα. Μόνο όταν μια ελαφριά λάμψη ήρθε να χαϊδέψει τα παράθυρα του δωματίου, που έβλεπαν προς τη βεράντα, τότε ο Τουρμπίν άρχισε να ονειρεύεται την Πόλη. 

   [...] Ύστερα από τη νύχτα του μεθυσιού, ο Τουρμπίν, ο Μισλαγιέφσκι κι ο Κυπρίνος ξύπνησαν σχεδόν ταυτόχρονα, με το μυαλό ολοκάθαρο -απόρησαν μ' αυτό κι οι ίδιοι- αλλά, για να πούμε την αλήθεια, ήταν αρκετά αργά, σχεδόν μεσημέρι. Ο Νικόλκα και ο Σερβίνσκι, όπως διαπίστωσαν, είχαν βγει κιόλας. Από πολύ πρωί ο Νικόλκα έφτιαξε ένα μυστηριώδες μικρό πακέτο, έβγαλε μερικούς αναστεναγμούς -χε, χε- και έτρεξε να παρουσιαστεί στη μονάδα του, στο απόσπασμα της εθνοφρουράς. Ο Σερβίνσκι είχε φύγει λίγο πριν για την υπηρεσία του στο επιτελείο.
   Στο δωμάτιο της Ανιούτα, πίσω από την κουζίνα, όπου υπήρχε η εγκατάσταση του ντους, ο Μισλαγιέφσκι, γυμνός ως τη μέση, άφηνε να κυλάει στο κεφάλι, στον λαιμό και στην πλάτη του ένα νερό παγωμένο που τον έκανε να κραυγάζει με ρίγος κι ενθουσιασμό.
   "Εμπρός! Κι άλλο! Σου κάνει καλό!"
   Και οι πιτσιλιές έφταναν δυο μέτρα γύρω του. Ύστερα σκουπίστηκε με μια χνουδωτή πετσέτα, ντύθηκε, άλειψε τα μαλλιά του με μπριγιαντίνη, χτενίστηκε και είπε στον Τουρμπίν:
   "Αλιόσα, χμ... είσαι φίλος, δάνεισέ μου τα σπιρούνια σου, δεν θέλω να ξαναπεράσω από το σπίτι μου κι ούτε μπορώ να παρουσιαστώ χωρίς σπιρούνια".
   "Πάρτα, είναι στην τουαλέτα, στο δεξί συρτάρι του τραπεζιού".
   Ο Μισλαγιέφσκι μπήκε, έψαξε με θόρυβο λίγα λεπτά κι ύστερα ξαναφάνηκε. Η μαυρομάτα Ανιούτα, που είχε γυρίσει το πρωί από τη θεία της, ξεσκόνιζε περνώντας αδιάφορα το φτερό πάνω από τις πολυθρόνες. Ο Μισλαγιέφσκι έβηξε, προχώρησε διακριτικά κι ύστερα, αφήνοντας με τόλμη την ειλικρίνειά του να ξανοιχτεί σε δύσκολα μονοπάτια, είπε σιγά:
   "Καλημέρα Ανιούτοσκα..."
   "Θα το πω στην Ελένη Βασίλιεβνα", μουρμούρισε αμέσως η Ανιούτα χωρίς να το πολυσκεφτεί κι έκλεισε τα μάτια σαν κατάδικος που αισθάνεται κιόλας το σπαθί του δήμιου πάνω από το κεφάλι του.
   "Χαζή..."
   Εκείνη ακριβώς τη στιγμή φάνηκε απροσδόκητα στην πόρτα ο Τουρμπίν έτοιμος να κεντρίσει.
   "Σ' ενδιαφέρει πολύ το φτερό, Βίτια; Είναι πολύ ωραίο, ε; Σωστά! Έχεις τώρα να κάνεις κάτι καλύτερο, έτσι; Όσο για σένα, Ανιούτα, σε προειδοποιώ: αν σου πει ότι θέλει να σε παντρευτεί, μην πιστέψεις τίποτα, δεν θα σε παντρευτεί".
   "Μα τι, διάβολε, δεν μπορεί να πει κανείς ούτε καλημέρα σε άνθρωπο, λοιπόν;"
   Κατακόκκινος γι' αυτή την άδικη επίθεση, ο Μισλαγιέφσκι όρθωσε το κορμί του και βγήκε από το σαλόνι χτυπώντας δυνατά τα σπιρούνια του. Στην τραπεζαρία πλησίασε την περήφανη κοκκινομάλλα Ελένη, ρίχνοντας γύρω του ανήσυχα βλέμματα.
   "Χαίρε, υπέροχη Ελένη, σου εύχομαι καλημέρα! Χμ... (ο λαιμός του Μισλαγιέφσκι, αντί για τη συνηθισμένη μεταλλική φωνή, έβγαλε έναν θαμπό ήχο βαρύτονου). Λένα, πάναγνη Λένα", φώναξε επίμονα, "μην θυμώνεις. Σ' αγαπώ και πρέπει να μ' αγαπάς και συ. Το ξέρω, χτες φέρθηκα σαν γουρούνι, μην δίνεις όμως τόση σημασία. Είναι δυνατόν, Λένα, να με θεωρείς τιποτένιο;"
   Με τα λόγια αυτά πήρε την Ελένη στην αγκαλιά του και τη φίλησε στα δυο μάγουλα. Στο σαλόνι, το φτερό έπεσε στο πάτωμα με κάποιο ελαφρό θόρυβο. Συνέβαιναν πάντοτε παράξενα πράματα στην Ανιούτα από τότε που ο υπολοχαγός Μισλαγιέφσκι πάτησε το πόδι του στο σπίτι των Τουρμπίν. Τα πράματα του σπιτιού έφευγαν από τα χέρια της, τα μαχαίρια κατρακυλούσαν σαν καταρράχτης όταν ήταν στην κουζίνα και τα πιατάκια γλιστρούσαν από το δίσκο κι έσπαγαν στο πάτωμα. Κι η Ανιούτα ξεχνιόταν κάθε τόσο, ορμούσε χωρίς λόγο στην είσοδο και πάλευε ώρες με τις μπότες, που τις σκούπιζε μ' ένα κουρέλι ώσπου να φανούν πια κάποτε τα μικρά σπιρούνια με τον όμορφο ήχο και να δει το σημαδεμένο σαγόνι, τους τετράγωνους ώμους και την μπλε στολή του ιππικού. Τότε η Ανιούτα έκλεινε τα μάτια και πιάνοντας τους τοίχους προσπαθούσε να ξεφύγει απ' αυτό το δολερό αδιέξοδο. Τώρα, με το φτερό στα πόδια της, έμενε σκεφτική και κοιτούσε μακριά, ανάμεσα από τις κλαδωτές κουρτίνες, με τα μάτια χαμένα στην γκρίζα ομίχλη του συννεφιασμένου ουρανού. 
   "Βίτια, Βίτια", είπε η Ελένη, σηκώνοντας το κεφάλι που έμοιαζε με αστραφτερό διάδημα, "όταν σε κοιτάζω μου φαίνεσαι δυνατός άνθρωπος, γιατί λοιπόν τόση αδυναμία χτες; Στάσου, κάθισε, πιες τσάι, θα σου κάνει ίσως καλό".
   "Και συ Λένοτσκα, στον λόγο μου, έχεις καταπληκτική όψη σήμερα. Αυτή η ρόμπα σού πάει τρέλα, στ' ορκίζομαι", είπε ο Μισλαγιέφσκι με τρυφερή φωνή, ρίχνοντας γοργές ματιές στα γυάλινα βάθη του μπουφέ. "Πρόσεξε, Κυπρίνε, αυτή τη ρόμπα. Πραγματικό πράσινο! Αλήθεια, πόσο όμορφη είναι!..."
   "Η Ελένη Βασίλιεβνα είναι πολύ ωραία", απάντησε ο Κυπρίνος με σοβαρότητα και ειλικρίνεια.
   "Είναι μπλε «ελεκτρίκ», όχι πράσινο", εξήγησε η Ελένη μιλώντας για τη ρόμπα της. "Μα εσύ, Βίτια, μίλα ειλικρινά, τι έχεις;"
   "Βλέπεις, υπέροχη Ελένη, φοβάμαι, ύστερα από τη χτεσινή ιστορία ότι άρπαξα ημικρανία και με την ημικρανία είναι αδύνατο να τα βγάλεις πέρα..."
   "Καλά, πιες κάτι. Εκεί, στον μπουφέ".
   "Ναι, αυτό ακριβώς, ένα ποτηράκι... Αυτό αξίζει περισσότερο από το πυραμιντόν κι όλα τα χάπια".
   Με κάποιον οδυνηρό μορφασμό, ο Μισλαγιέφσκι ήπιε το 'να πάνω στ' άλλο δυο ποτηράκια βότκα με λίγο αγγουράκι που είχε μείνει από χτες. Ύστερα δήλωσε ότι ένιωθε να ξαναγεννιέται, κατά κάποιον τρόπο, κι εξέφρασε την επιθυμία να πιει λίγο τσάι με λεμόνι.
   "Λένοτσκα", είπε κάπως βραχνά ο Τουρμπίν, "άκουσέ με και μην ανησυχείς. Πάω να γραφτώ εθελοντής και θα γυρίσω αμέσως. Και μην σκέφτεσαι τις επιχειρήσεις. Ό,τι κάνουμε δεν είναι για να εξασφαλίσουμε την ησυχία στην Πόλη καθώς και για τον αγαπημένο μας πρόεδρο -τον βρομιάρη".
   "Δεν θα σας στείλουν αλλού;"
   Ο Κυπρίνος έκανε μια καθησυχαστική κίνηση με το χέρι του.
   "Μην ανησυχείτε, Ελένη Βασίλιεβνα. Πρέπει κατ' αρχήν να ξέρετε ότι η μεραρχία δεν θα είναι έτοιμη πριν από δεκαπέντε μέρες. Δεν υπάρχουν επίσης άλογα, ούτε οβίδες. Μα κι όταν ετοιμαστεί, θα μείνουμε χωρίς αμφιβολία στην Πόλη. Όλος ο στρατός που συγκροτείται θα χρησιμεύσει για φρουρά στην πόλη, είναι βέβαιο. Αργότερα, ίσως, αν χρειαστεί, θα βαδίσουμε κατά της Μόσχας..."
   "Ω, αυτό δεν είναι για τώρα... χμ...".
   "Θα πρέπει, πριν απ' όλα, να ενωθούμε με τον Ντενίκιν..."
   "Μα, αγαπητοί μου, δεν υπάρχει λόγος να με καθησυχάζετε. Δεν φοβάμαι διόλου, σας βεβαιώνω. Αντίθετα, συμφωνώ μαζί σας..."
   Πραγματικά, η Ελένη μιλούσε με ύφος ξέγνοιαστο και τα μάτια της αντανακλούσαν κιόλας τη φροντίδα να οργανώσει πρακτικά την καθημερινή ζωή: "Κάθε μέρα έχει τη σκοτούρα της".
   "Ανιούτα, χρυσή μου", φώναξε, "πάρε κάτω από τη βεράντα τα ρούχα του Βικτόρ Βικτόροβιτς. Βούρτσισέ τα καλά κι ύστερα έλα να τα ξεσκονίσεις εδώ".
   Ο μικρούλης Κυπρίνος, με τα γαλάζια μάτια και τη μεγάλη καρδιά, είχε στην Ελένη την πιο καταπραϋντική επίδραση -αυτός ο ήρεμος Κυπρίνος με το πορτοκαλί χιτώνιο που κάπνιζε ζαρώνοντας τα μάτια.
   Αποχαιρετίστηκαν στην είσοδο.
   "Ο Θεός να σας προστατεύει", είπε σοβαρά η Ελένη σταυρώνοντας τον Τουρμπίν, τον Κυπρίνο και τον Μισλαγιέφσκι.
   Ο τελευταίος τη φίλησε κι ύστερα ο Κυπρίνος, σφιγμένος με τη ζώνη της φαρδιάς χλαίνης του, τής φίλησε κοκκινίζοντας με μεγάλη ευγένεια τα χέρια. 

....................

   Σκούρες κουρτίνες έκρυβαν τα δυο παράθυρα στο μικρό δωμάτιο του Τουρμπίν, που έβλεπαν προς τη βεράντα. Στο μισόφωτο της κάμαρας έλαμπαν τα μαλλιά της Ελένης. Ένας ασπριδερός λεκές σχηματιζόταν στο κρεβάτι, το πρόσωπο και ο λαιμός του Τουρμπίν. Από την πρίζα του ηλεκτρικού ένα κορδόνι σερνόταν ως την καρέκλα, όπου μια μικρή λάμπα με ροζ αμπαζούρ άναψε και μετέτρεψε την ημέρα σε νύχτα. Ο Τουρμπίν έκανε νόημα στην Ελένη να κλείσει την πόρτα.
   "Πρέπει να ειδοποιήσουμε αμέσως την Ανιούτα να μην πει τίποτα".
   "Ξέρω, ξέρω... Μην μιλάς πολύ, Αλιόσα".
   "Το ξέρω κι εγώ... Θα μιλάω πολύ σιγά... Πες μου, μπορεί να χάσω το χέρι μου;"
   "Θα δούμε, Αλιόσα... Έλα, ξάπλωσε και μην μιλάς... Το παλτό αυτής της κυρίας θα το κρατήσουμε εδώ, για την ώρα;"
   "Ναι, ναι. Και ειδοποίησε τον Νικόλκα να μην το φορέσει. Αλλιώς, στον δρόμο... Καταλαβαίνεις. Γενικά, για τ' όνομα του Θεού, μην τον αφήσεις να πάει πουθενά".
   "Ο Θεός να την έχει καλά αυτή τη γυναίκα", είπε ήρεμα και ειλικρινά η Ελένη. "Κι έπειτα σου λένε πως δεν υπάρχουν καλοί άνθρωποι σ' αυτόν τον κόσμο".
   Ένα ελαφρό κοκκίνισμα ανέβηκε στα μάγουλα του τραυματία και το βλέμμα του χάθηκε στη λευκότητα του χαμηλού ταβανιού. Ύστερα έστρεψε πάλι το βλέμμα του στην Ελένη και ρώτησε μισοκλείνοντας τα μάτια του:
   "Αλήθεια, συγχώρεσέ με, αλλά ποιος είναι αυτός ο βάτραχος;"
   Η Ελένη έσκυψε μέσα στο ρόδινο φως και σήκωσε τους ώμους.
   "Ε, ναι, καταλαβαίνεις, δυο λεπτά πριν έρθεις εσύ, να σου και παρουσιάζεται αυτός. Είναι ο ανιψιός του Σεριόζα από το Ζιτομίρ. Ξέρεις... Ο Σουρζιάνσκι Λαριόν... Ο περίφημος Λαριόσικ, τελοσπάντων".
   "Λοιπόν;"
   "Ήρθε μ' ένα γράμμα. Σπίτι τους υπάρχει, δεν ξέρω, κάποιο δράμα... Μόλις άρχισε να διηγείται, ήρθε και σ' έφερε η κυρία".
   "Κι αυτό το πουλί, ο Θεός ξέρει τι είναι..."
   "Α, το πουλί! Μα, καταλαβαίνεις, ζήτησε να μείνει μαζί μας. Δεν ξέρω, λοιπόν, τι να κάνω".
   "Να μείνει εδώ;"
   "Ναι, βέβαια. Μόνο, σε παρακαλώ, Αλιόσα, μην μιλάς και μην κουνιέσαι... Ναι, η μητέρα του γράφει... μας παρακαλεί και ξέρεις ότι ο Λαριόσικ είναι η αδυναμία της... Δεν έχω ξαναδεί τέτοιον βλάκα στη ζωή μου. Άρχισε κιόλας να σπάει τα πιατικά. Από το μπλε σερβίτσιο δυο πιάτα απόμειναν μονάχα".
   "Καταλαβαίνω. Μα ούτε κι εγώ ξέρω τι να κάνουμε".
   Στο ρόδινο ημίφως, ο ψίθυρος βάσταξε πολύ. Πίσω από τις πόρτες και τις κουρτίνες άκουγες τις μακρινές και δυνατές φωνές του Νικόλκα και του απρόσμενου επισκέπτη. Η Ελένη, απλώνοντας τα χέρια της, παρακάλεσε τον Αλέξη να μιλάει λιγότερο. Στην τραπεζαρία ακούστηκε θόρυβος πιατικών. Η Ανιούτα, πολύ συγκινημένη, σκούπιζε τα κομμάτια από το μπλε σερβίτσιο. Τελικά, οι ψίθυροι τέλειωσαν με μιαν απόφαση. Αφού στην πόλη τώρα πια θα συνέβαινε ο διάβολος ξέρει τι, και πολύ πιθανόν να επίτασσαν δωμάτια σε σπίτια, κι αφού για τη συντήρηση του Λαριόσικ θα έπαιρναν χρήματα, που τα είχαν πολύ ανάγκη, αποφάσισαν να τον δεχτούν. Με τον όρο, όμως, ότι θα συμμορφωθεί με τον κανονισμό της ζωής των Τουρμπίν. Για το πουλί, θα περίμεναν. Αν γινόταν αφόρητο μέσα στο σπίτι, θα απαιτούσαν να απομακρυνθεί, αλλά θα κρατούσαν τον κύριό του. Όσο για τη λάτρα του ξένου, αφού η Ελένη δεν αναλάμβανε να μιλήσει πρώτη, πράγμα άλλωστε που θα ήταν απρέπεια και χοντροκοπιά, αποφάσισαν να το ξεχάσουν. Ο Λαριόσικ θα εγκατασταθεί στο «βιβλιοπωλείο», όπου θα μεταφέρουν ένα κρεβάτι με σομιέ κι ένα μικρό τραπέζι...
   Η Ελένη γύρισε στην τραπεζαρία. Ο Λαριόσικ ήταν όρθιος σε μια στάση περίλυπη, με το κεφάλι σκυμμένο, και κοιτούσε το μέρος του μπουφέ όπου υπήρχαν άλλοτε δώδεκα πιάτα. Τα μάτια του, θολά γαλάζια, φανέρωναν την πιο βαθιά θλίψη. Ο Νικόλκα, απέναντί του, τον άκουγε με το στόμα ανοιχτό. Τα μάτια του έδειχναν ζωηρή περιέργεια.
   "Δεν υπάρχει πια δέρμα στο Ζιτομίρ", μουρμούριζε ταραγμένα ο Λαριόσικ. "Δεν υπάρχει πια αυτό το είδος του δέρματος που φορώ πάντα. Παρακάλεσα όλους τους τσαγκάρηδες, πρότεινα να τους το πληρώσω οσοδήποτε, μα δεν υπάρχει πια... Γι' αυτό οφείλω..."
   Μόλις είδε την Ελένη, ο Λαριόσικ χλώμιασε, στηρίχτηκε από το ένα πόδι στο άλλο και, κοιτάζοντας, ποιος ξέρει γιατί, τα σμαραγδένια κουμπιά της ρόμπας της, είπε:
   "Ελένη Βασίλιεβνα, θα τρέξω αμέσως στα καταστήματα, θα ψάξω και σήμερα κιόλας θα έχετε το σερβίτσιο σας. Δεν ξέρω τι να πω. Πώς να ζητήσω να με συγχωρήσετε; Οπωσδήποτε μου αξίζει ο θάνατος... Είμαι τρομερά κακότυχος... Θα πάω, όμως, σήμερα στα μαγαζιά..."
   "Σας παρακαλώ πολύ, μην πάτε σε κανένα μαγαζί, πολύ περισσότερο γιατί είναι κλειστά, βέβαια. Δεν ξέρετε, λοιπόν, τι συμβαίνει στο σπίτι μας και στην πόλη;"
   "Πώς να το ξέρω;" φώναξε ο Λαριόσικ. "Ήρθα με το νοσοκομειακό τραίνο, καθώς σας είπα στο τηλεγράφημα".
   "Ποιο τηλεγράφημα;" ρώτησε η Ελένη. "Δεν πήραμε κανένα τηλεγράφημα".
   "Πώς;" ρώτησε κατάπληκτος ο Λαριόσικ, ανοίγοντας διάπλατα το στόμα του. "Δεν το πή - ρα - τε; Αχ, αχ! Τώρα, λοιπόν, καταλαβαίνω γιατί με κοιτάξατε με απορία. Όμως η μαμά σάς έστειλε ένα τηλεγράφημα με εξήντα τρεις λέξεις".
   "Εξ... εξ... εξήντα τρεις λέξεις!" φώναξε ο Νικόλκα έκπληκτος. "Τι κρίμα! Μα τα τηλεγραφήματα τώρα... μάλλον δεν πάνε διόλου..."
   "Τι να κάνουμε τώρα;" ρώτησε με λύπη ο Λαριόσικ. "Μου επιτρέπετε να μείνω σπίτι σας;"
   Κοίταξε γύρω του σα να ζητούσε βοήθεια, μα στα μάτια του φαινόταν καθαρά ότι το σπίτι των Τουρμπίν τού άρεσε πολύ και ότι δεν είχε καθόλου διάθεση να φύγει από κει.
   "Όλα τακτοποιήθηκαν", τον καθησύχασε η Ελένη μ' ένα κούνημα του κεφαλιού όλο καλοσύνη. "Είμαστε σύμφωνοι. Μείνετε κι εγκατασταθείτε. Έχουμε, βλέπετε, συμφορές..."
   Ο Λαριόσικ φάνηκε ακόμη πιο θλιμμένος. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του.
   "Ελένη Βασίλιεβνα!" φώναξε με θέρμη. "Τακτοποιήστε με όπως θέλετε. Ξέρετε, μπορώ να μην κοιμηθώ τρεις, ακόμα και τέσσερις νύχτες συνέχεια".
   "Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ".
   "Και τώρα -ο Λαριόσικ απευθύνθηκε στον Νικόλκα- μπορώ να σας ζητήσω ένα ψαλίδι;"
   Ο Νικόλκα πετάχτηκε με μεγάλη έκπληξη κι ενδιαφέρον, βγήκε σβέλτα και ξαναγύρισε με το ψαλίδι. Ο Λαριόσικ έπιασε ένα κουμπί στο παλτό του, έπαιξε τα μάτια του και είπε πάλι στον Νικόλκα:
   "Τώρα... με συγχωρείτε, πάμε για ένα λεπτό στο δωμάτιό σας".
   Στο δωμάτιο του Νικόλκα, ο Λαριόσικ έβγαλε το παλτό του δείχνοντας ένα πολύ βρόμικο πουκάμισο, πήρε το ψαλίδι, έκοψε τη μαύρη γυαλιστερή φόδρα κι έβγαλε από μέσα ένα παχύ πρασινοκίτρινο πακέτο γεμάτο χαρτονομίσματα. Έφερε με επισημότητα το πακέτο αυτό στην τραπεζαρία και το ακούμπησε στο τραπέζι, μπροστά στην Ελένη.
   "Ορίστε, Ελένη Βασίλιεβνα, επιτρέψτε μου να σας δώσω αμέσως τα χρήματα για το φαγητό μου εδώ και γενικά..."
   "Μα γιατί τόση βιασύνη;" ρώτησε η Ελένη κοκκινίζοντας. "Μπορούμε να περιμένουμε λίγο..."
   Ο Λαριόσικ διαμαρτυρήθηκε με θέρμη. 
   "Όχι, όχι, Ελένη Βασίλιεβνα, πάρτε τα τώρα, σας παρακαλώ. Σας παρακαλώ πολύ... Σε μια τόσο δύσκολη και οδυνηρή στιγμή, το χρήμα είναι τρομερά απαραίτητο. Το καταλαβαίνω".
   Ξεδίπλωσε το πακέτο κι έπεσε από μέσα η φωτογραφία μιας γυναίκας. Ο Λαριόσικ τη μάζεψε βιαστικά και την έβαλε στην τσέπη του αναστενάζοντας.
   "Κι ύστερα, είναι προτιμότερο να τα έχετε εσείς. Τι να τα κάνω; Μόνο τσιγάρα έχω ν' αγοράζω και τροφή για το καναρίνι μου".
   Μια λάμψη φάνηκε στα μάτια της Ελένης, που ξέχασε για ένα λεπτό το τραύμα του Αλέξη, βλέποντας πόσο σωστά και με κατανόηση φερόταν ο Λαριόσικ.
   "Δεν είναι και τόσο βλάκας όσο νόμιζα", σκέφτηκε. "Είναι ευγενικός και λεπτός, μα και πραγματικά γελοίος. Η λύπη του για το σερβίτσιο ήταν υπερβολική".
   "Χρυσό παιδί", σκέφτηκε ο Νικόλκα που, ξαφνιασμένος από τον ερχομό του Λαριόσικ, είχε διώξει τις δυσάρεστες σκέψεις που τον βασάνιζαν. 
   "Εδώ είναι οκτώ χιλιάδες ρούβλια", είπε ο Λαριόσικ σπρώχνοντας στο τραπέζι το πακέτο που έμοιαζε σαν ομελέτα με ψιλοκομμένα χόρτα. "Αν δεν είναι αρκετά, θα κάνουμε λογαριασμό και θα γράψω στη μητέρα μου".
   "Όχι, όχι, αργότερα, φτάνουν και με το παραπάνω για την ώρα", απάντησε η Ελένη. "Να, όμως, τι θα κάνετε: Θα πω στην Ανιούτα να σας ζεστάνει νερό και να κάνετε μπάνιο. Πέστε μου τώρα, πώς φτάσατε, πώς τα καταφέρατε να περάσετε, δεν καταλαβαίνω...", είπε η Ελένη κι έβαλε τα χρήματα, διπλώνοντάς τα στα δυο, στη φαρδιά τσέπη της ρόμπας της.
   Με την ανάμνηση του ταξιδιού, τα μάτια του Λαριόσικ γέμισαν τρόμο.
   "Εφιάλτης!" φώναξε και σταύρωσε τα χέρια όπως οι καθολικοί όταν προσεύχονται. "Εννέα μέρες... όχι, συγγνώμη, δέκα, περιμένετε... Κυριακή ναι, Δευτέρα... έντεκα μέρες, έκανα έντεκα μέρες για να φτάσω από το Ζιτομίρ!..."
   "Έντεκα μέρες!" ξαφνιάστηκε ο Νικόλκα και είπε στην Ελένη, ποιος ξέρει γιατί, με κάποιο παράπονο: "Τα βλέπεις;"
   "Ναι, έντεκα μέρες... Όταν ξεκίνησα, το τραίνο ήταν του αταμάνου, αλλά στον δρόμο πήγε με τον Πετλιούρα... Φτάσαμε στον σταθμό του... Πώς, λοιπόν, α ναι, όχι, Θεέ μου, ξέχασα... δεν πειράζει, κι εκεί, σκεφτείτε, θέλησαν να με τουφεκίσουν. Ήταν αυτοί, οι οπαδοί του Πετλιούρα, με τα σιρίτια..."
   "Τα μπλε;" ρώτησε με περιέργεια ο Νικόλκα.
   "Με κόκκινα σιρίτια... χμ, ναι, κόκκινα... και μου φώναζαν: «Κατέβα! Θα σε τουφεκίσουμε αμέσως». Έλεγαν πως είμαι αξιωματικός και πως κρυβόμουν στο νοσοκομειακό τραίνο. Και είχα μόνο μία σύσταση της μαμάς για τον γιατρό Κουρίτσκι".
   "Κουρίτσκι;" φώναξε ο Νικόλκα πολύ εκφραστικά. "Α, α, ο γάτος και η φάλαινα... Τον γνωρίζουμε".
   "Κίτι - κοτ, κίτι - κοτ", απάντησε το πουλί πίσω από την πόρτα.
   "Ναι, γι' αυτόν... Είχε διατάξει να έρθει το τραίνο σε μας, στο Ζιτομίρ... Θεέ μου. Άρχισα αμέσως να κάνω την προσευχή μου και να λέω: όλα τέλειωσαν. Και ξέρετε; Μ' έσωσε αυτό το πουλί. Τους λέω: δεν είμαι αξιωματικός. Είμαι επιστήμων πτηνολόγος. Και τους δείχνω το καναρίνι μου... Τότε ένας μου δίνει ένα δυνατό χτύπημα στο σβέρκο και μου φωνάζει: «Χάσου πτηνολόγε από τα μάτια μου». Τι κτηνωδία! Θα τον σκότωνα... σαν αληθινός τζέντλεμαν, αλλά καταλαβαίνετε..."
   "Ελέν...", ακούστηκε απόμακρη η φωνή του Αλέξη από το δωμάτιό του.
   Η Ελένη πετάχτηκε κι έτρεξε χωρίς ν' ακούσει τη συνέχεια από την αφήγηση του Λαριόσικ. [...]

   Ξαναβρέθηκαν όλοι. Κανένας δεν είχε χαθεί και ξανάσμιξαν το ίδιο βράδυ. 
   "Αυτός!", είπε η καρδιά της Ανιούτα και πετάρισε στο στήθος της σαν το πουλί του Λαριόσικ. Στο παράθυρο της κουζίνας των Τουρμπίν, το μισοθαμπωμένο από το χιόνι, κάποιος χτύπησε προσεχτικά απ' έξω. Η Ανιούτα κόλλησε τη μύτη της στο τζάμι και τον γνώρισε. Ήταν αυτός, αλλά χωρίς μουστάκι... Αυτός... Η Ανιούτα έστρωσε με τα δυο χέρια τα μαύρα της μαλλιά, άνοιξε την πόρτα στο χολ της εισόδου, ύστερα την εξώπορτα της χιονισμένης αυλής κι ο Μισλαγιέφσκι βρέθηκε κοντά της, περισσότερο κοντά της από κάθε άλλη φορά. Φορούσε ένα παλτό σπουδαστή, με γιακά από αστραχάν, κι ένα κασκέτο... Χωρίς μουστάκι πια. Αλλά, ακόμα και στο μισόφωτο του χολ, αναγνώριζες τέλεια τα μάτια του. Το δεξί με πράσινες λάμψεις, σαν πέτρα των Ουραλίων, και το αριστερό κάπως πιο σκοτεινό... Και έδειχνε νεώτερος...
   Με τρεμάμενο χέρι, η Ανιούτα άφησε την μπετούγια και η πόρτα ξανάκλεισε, κρύβοντας την αυλή. Το φως, που ερχόταν από την κουζίνα, κρύφτηκε κι αυτό κάτω από το παλτό του Μισλαγιέφσκι που σκέπασε την Ανιούτα, ενώ μια πολύ γνώριμη φωνή τής ψιθύριζε:
   "Καλημέρα, Ανιούτα... Μα θα κρυώσεις... Δεν είναι κανείς στην κουζίνα, Ανιούτα;"
   "Κανένας", του απάντησε, χωρίς να ξέρει τι λέει, και ψιθυριστά, χωρίς πάλι να ξέρει γιατί.
   "Με φιλάει. Τι γλυκά που έγιναν τα χείλια του!...", σκεφτόταν με μια ευχάριστη μελαγχολία και μουρμούρισε:
   "Βίκτορ Βικτόροβιτς... αφήστε με... η Ελένη..."
   "Τι την ανακατεύεις τώρα την Ελένη", ψιθύρισε σα να τη μάλωνε εκείνος, που μύριζε κολώνια και καπνό. "Λοιπόν, Ανιούτοτσκα..."
   "Βίκτορ Βικτόροβιτς, αφήστε με. Θα φωνάξω. Σας το λέω αλήθεια, όσο μεγάλος είναι ο Θεός", είπε με πάθος η Ανιούτα, βάζοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του Μισλαγιέφσκι. "Πάθαμε συμφορά: Ο Αλέξης Βασίλιεβιτς τραυματίστηκε..."
   Ο Μισλαγιέφσκι κόπηκε μονομιάς, και την άφησε.
   "Πώς τραυματίστηκε; Κι ο Νικόλκα;"
   "Ο Νικόλκα είναι καλά, μα ο Αλέξης πληγώθηκε".
   Οι φωτεινές ακτίνες φάνηκαν πάλι στην πόρτα της κουζίνας.
   Η Ελένη, μόλις είδε τον Μισλαγιέφσκι να μπαίνει στην τραπεζαρία, έβαλε τα κλάματα.
   "Βίτια, είσαι ζωντανός! Δόξα τω Θεώ... Εδώ όμως...", είπε με λυγμούς δείχνοντας το δωμάτιο του Αλέξη. "Έχει σαράντα πυρετό. Και μια άσχημη πληγή..."
   "Παναγία μου", έκανε ο Μισλαγιέφσκι σπρώχνοντας προς τα πίσω το κασκέτο του. "Μα, πώς έγινε;"
   Γύρισε σ' ένα άτομο, που ήταν σκυμμένο στο τραπέζι, πάνω από πολλά μπουκάλια και φανταχτερά κουτιά:
   "Συγγνώμη. Είσθε γιατρός;"
   "Όχι, δυστυχώς", απάντησε μια φωνή άχαρη και θλιμμένη. "Δεν είμαι γιατρός. Επιτρέψτε μου να συστηθώ: Λαριόν Σουργιάνσκι".
   
   Το σαλόνι. Η πόρτα του χολ είναι κλειστή και σκεπασμένη με κουρτίνα, για να μη φτάνουν οι ομιλίες και οι θόρυβοι ως τον Τουρμπίν. Τρεις άντρες βγήκαν απ' το δωμάτιό του κι έφυγαν. Ο γιατρός με το γενάκι και τα γυαλιά της μύτης, ένας άλλος, νέος και ξυρισμένος, κι ένας ασπρομάλλης γέρος με έξυπνο ύφος και με χοντρή γούνα και καπέλο Βογιάρου. Ήταν κάποτε καθηγητής του Τουρμπίν. Η Ελένη τους κατευόδωσε και το πρόσωπό της είχε γίνει πέτρινο. "Τύφος", είπαν, "τύφος...", και της σπάραξαν την καρδιά.
   "Εκτός από το τραύμα, έχει κι εξανθηματικό τύφο..." [...]

   Ο Τουρμπίν έπεσε σε επιθανάτια αγωνία το πρωί της 22ας Δεκεμβρίου. Ήταν μια μέρα ωχρή, ταραγμένη από τις ανταύγειες των Χριστουγέννων, που πλησίαζαν. Οι ανταύγειες αυτές σχηματίζονταν ιδιαίτερα στο γυαλιστερό πάτωμα του σαλονιού, που η Ανιούτα, ο Νικόλκα και ο Λαριόσικ το είχαν τρίψει αθόρυβα την προηγούμενη. Τα Χριστούγεννα τα ανήγγειλαν και τα καντήλια στις εικόνες, που τα είχε γυαλίσει η Ανιούτα. Υπήρχε ακόμα και η μυρουδιά από τις βελόνες του έλατου και την πρασινάδα που στόλιζαν τη γωνιά του πολύχρωμου Βαλεντίνου, ξεχασμένου φαίνεται για πάντα πάνω από τα πλήκτρα από ελεφαντόδοντο.
   «Για την αδελφή μου...»
   Κατά το μεσημέρι, η Ελένη φάνηκε στην πόρτα του δωματίου του Αλέξη Τουρμπίν. Δεν κρατιόταν καλά στα πόδια της, καθώς πέρασε σιωπηλή από την τραπεζαρία, όπου ο Κυπρίνος, ο Μισλαγιέφσκι και ο Λαριόσικ κάθονταν αμίλητοι. Κανένας δεν κινήθηκε στο πέρασμά της, σίγουρα γιατί φοβήθηκαν την έκφραση που είδαν στα μάτια της. Η Ελένη κλείστηκε στο δωμάτιό της και το βαρύ παραπέτασμα έπεσε αμέσως ακίνητο.
   Ο Μισλαγιέφσκι ανασηκώθηκε.
   "Να λοιπόν", ψιθύρισε με σφυριχτή φωνή, "ο διοικητής καλά τα κατάφερε όλα. Την πλήρωσε όμως ο Αλιόσα..."
   Ο Κυπρίνος και ο Λαριόσικ δεν έκαναν κανένα σχόλιο. Ο Λαριόσικ έπαιξε τα βλέφαρά του και μαβιές σκιές απλώθηκαν στα μάγουλά του.
   "Εχ, εχ... σκατά", πρόσθεσε ο Μισλαγιέφσκι.
   Σηκώθηκε, πλησίασε τρικλίζοντας την πόρτα του Αλέξη, σταμάτησε αναποφάσιστος, γύρισε κι έριξε ένα βλέμμα στην πόρτα της Ελένης.
   "Ακούστε παιδιά, θα έπρεπε να πάμε να δούμε... αλλιώς..."
   Έκανε για μια στιγμή «βήμα σημειωτόν» στη θέση του, ύστερα πήγε στο «βιβλιοπωλείο» και τα βήματά του σβήσανε. Λίγες στιγμές αργότερα ακούστηκε η φωνή του μαζί με παράξενους και πονεμένους ήχους που έρχονταν από το δωμάτιο του Νικόλκα. 
   "Ο Νικόλκα κλαίει", μουρμούρισε ο Λαριόσικ απελπισμένος.
   Σηκώθηκε μ' έναν αναστεναγμό, πλησίασε στις μύτες την πόρτα της Ελένης, έσκυψε να κοιτάξει από την κλειδαρότρυπα, αλλά δεν είδε τίποτα. Γύρισε απελπισμένος στον Κυπρίνο και τον κάλεσε με χειρονομίες. Ο Κυπρίνος πλησίασε, δίστασε για μια στιγμή κι ύστερα αποφάσισε να χτυπήσει με το νύχι την πόρτα.
   "Ελένη Βασίλιεβνα, ε, Ελένη Βασίλιεβνα", είπε σιγανά.
   "Α, μην ανησυχείτε, λοιπόν", απάντησε βαριά η φωνή της Ελένης. "Να μην μπείτε μέσα".
   Ο Κυπρίνος, όπως και ο Λαριόσικ, γύρισαν γρήγορα στις θέσεις τους, κοντά στη σόμπα του Ζάανταμ, και κάθισαν.
   Οι Τουρμπίν και οι στενοί τους φίλοι δεν είχαν να κάνουν τίποτα στο δωμάτιο του Αλέξη. Ο περιορισμός οφειλόταν σε τρεις άντρες: την αρκούδα με τα χρυσά μαλλιά, τον νεαρό καλοφτιαγμένο γιατρό με το ξυρισμένο πρόσωπο, που έμοιαζε περισσότερο με αξιωματικό της φρουράς παρά με γιατρό, και τέλος τον ασπρομάλλη καθηγητή. Από την πρώτη του επίσκεψη, στις 16 Δεκεμβρίου, η τέχνη του τού φανέρωσε, όπως και στην οικογένεια Τουρμπίν, μια άσκημη κατάσταση. Είδε τα πάντα και διαπίστωσε αμέσως ότι ο Τουρμπίν είχε τύφο. Το τραύμα που έσκισε την αριστερή του μασχάλη παραμερίστηκε αμέσως σε δεύτερο πλάνο. Μία ώρα αργότερα, ο καθηγητής ξαναγύρισε με την Ελένη στο σαλόνι και στην επίμονη ερώτησή της, που εκφραζόταν όχι μόνο με τη φωνή, αλλά και με τα στεγνά μάτια, τα σκασμένα χείλια και τ' αχτένιστα μαλλιά της, εκείνος είχε απαντήσει ότι υπήρχαν λίγες ελπίδες. Ύστερα, κοιτάζοντας την Ελένη κατάματα, με το βλέμμα του ανθρώπου που έχει μεγάλη πείρα και πολλή αγάπη για τους άλλους, είχε προσθέσει: "Πολύ λίγες". Όλοι, και ιδιαίτερα η Ελένη, ξέρουν τι σημαίνει αυτό -ότι δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα- κι ότι ο Αλέξης θα πέθαινε. Μετά από αυτό, η Ελένη γύρισε πάλι στο δωμάτιο του αδελφού της κι έμεινε ατέλειωτες ώρες να κοιτάζει το πρόσωπό του. Και κατάλαβε απόλυτα, μόνη της, ότι δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Χωρίς να έχει τις γνώσεις και την τέχνη του καλού γέροντα, μπορούσε να πει κανείς ότι ο γιατρός Αλέξης Τουρμπίν ψυχορραγούσε.
   Ήταν ξαπλωμένος και ο πυρετός αναδινόταν ακόμη από το κορμί του, μα εξασθενημένος, άστατος, έτοιμος να πέσει. Στο δέρμα του προσώπου του είχε αρχίσει να φαίνεται εδώ κι εκεί εκείνη η παράξενη κερένια απόχρωση. Η μύτη του έμοιαζε πολύ λεπτότερη και το κόκκαλό της ξεχώριζε έντονα κι έδειχνε καλά πως δεν υπήρχε πια ελπίδα. Η Ελένη ένιωθε τα πόδια της παγωμένα και μια ομίχλη λύπης την σκέπασε μέσα στον αέρα του δωματίου, που σ' έπνιγε και μύριζε πύο και καμφορά. Αυτό, όμως, πέρασε.
   Κάτι σαν πέτρα πίεζε το στήθος του Τουρμπίν. Η αναπνοή του έγινε ένα σφύριγμα κι από το μικρό άνοιγμα ανάμεσα στα δόντια του περνούσε μόνο ένα λεπτό κύμα νοτισμένου αέρα, που μόλις έφτανε στα πλεμόνια του. Από ώρα τώρα είχε πέσει σε λήθαργο, δεν έβλεπε, δεν άκουγε ό,τι γινόταν γύρω του. Η Ελένη, όρθια, τον κοιτούσε. Ο καθηγητής τού άγγιξε το μπράτσο και ψιθύρισε.
   "Μην μείνετε εδώ, Ελένη Βασίλιεβνα. Θα κάνουμε εμείς ό,τι πρέπει".
   Η Ελένη υπάκουσε και βγήκε αμέσως. Ο καθηγητής, όμως, δεν έκανε τίποτα πια.
   Έβγαλε την μπλούζα του, σκούπισε τα χέρια του με χοντρές υγρές πετσέτες κι ύστερα κοίταξε γι' άλλη μια φορά το πρόσωπο του αρρώστου. Μια σκιά, σχεδόν μελανή, σχηματιζόταν στις άκρες των χειλιών και στα ρουθούνια του.
   "Καμιά ελπίδα", ψιθύρισε ο καθηγητής στο αφτί του νεαρού ξυρισμένου γιατρού. "Θα μείνετε κοντά του, γιατρέ Μπρόντοβιτς".
   "Καμφορά;" ρώτησε ο Μπρόντοβιτς σιγανά.
   "Ναι, ναι".
   "Μια σύριγγα;"
   "Όχι", απάντησε ο καθηγητής και κοίταζε το παράθυρο καθώς σκεφτόταν. "Σε δόσεις τριών γραμμαρίων κάθε φορά. Και συχνά".
   Σκέφτηκε ακόμα και πρόσθεσε:
   "Θα μου τηλεφωνήσετε στην κλινική, αν επέλθει το μοιραίο".
   Ο καθηγητής ψιθύρισε τις λέξεις αυτές με μεγάλη προσοχή ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος, ακόμα και μέσα στο παραλήρημά του, ν' ακούσει κάτι ο άρρωστος.
   "Αν δεν συμβεί τίποτα, θα γυρίσω αμέσως μετά τις επισκέψεις μου".
   Κάθε χρόνο, όσο μακριά μπορούσε να φτάσει η μνήμη των Τουρμπίν, τα καντήλια στις εικόνες άναβαν στο σπίτι τους στις 24 Δεκεμβρίου το δειλινό, και το βράδυ, στο σαλόνι, μικρές ζεστές φλόγες σκορπίζονταν ανάμεσα στα πράσινα κλαδιά του έλατου. Τούτη, όμως, τη φορά, η ύπουλη πληγή και ο ρόγχος του τύφου μπέρδευαν και γκρέμιζαν τα πάντα και τα καντήλια άναψαν πολύ πιο νωρίς από το συνηθισμένο. Η Ελένη, αφού έκλεισε την πόρτα προς την τραπεζαρία, πήρε σπίρτα από το κομοδίνο, ανέβηκε σε μια καρέκλα κι έκανε να λάμψει μια μικρή φλόγα στο καντήλι που κρεμόταν από βαριά αλυσίδα μπροστά στην παλιά εικόνα με το χοντρό κάδρο. Όταν η λάμψη ζωήρεψε, το μικρό φωτοστέφανο στο σκούρο πρόσωπο της Μητέρας του Θεού πήρε τη λάμψη του χρυσού και το βλέμμα ήταν γεμάτο καλοσύνη. Με το κεφάλι της γυρτό λίγο στο πλάι, έριχνε τη ματιά της στην Ελένη. Τα παράθυρα άνοιγαν σε μια άσπρη σιωπηλή μέρα του Δεκέμβρη και η φλόγα με το τρεμουλιαστό φως έδινε στη γωνιά του δωματίου έναν εορταστικό χριστουγεννιάτικο τόνο. Η Ελένη κατέβηκε από την καρέκλα, έβγαλε από τους ώμους της το σάλι και γονάτισε. Ανασήκωσε την άκρη του χαλιού, για να ξεσκεπάσει ένα μέρος από το γυαλιστερό παρκέ κι έκανε σιωπηλή την πρώτη μετάνοιά της. 
   Ο Μισλαγιέφσκι πέρασε την τραπεζαρία κι από πίσω του ο Νικόλκα με μάγουλα ωχρά και μαραμένα. Πήγαν στο δωμάτιο του Αλέξη. Όταν ξαναγύρισαν, ο Νικόλκα στάθηκε να πάρει μια αναπνοή και ανακοίνωσε στους άλλους:
   "Πεθαίνει..."
   "Μήπως θα έπρεπε να φωνάζαμε έναν παπά;" ρώτησε ο Μισλαγιέφσκι. "Ε; Νικόλκα; Να τον αφήσουμε χωρίς συγχώρεση;"
   "Να ρωτήσουμε την Ελένη", απάντησε ο Νικόλκα ταραγμένος. "Δεν γίνεται να την αγνοήσουμε. Πρέπει ακόμα να κάνουμε κάτι και γι' αυτήν, εξάλλου..."
   "Και τι λέει ο γιατρός;" ρώτησε ο Κυπρίνος.
   "Τι να πει; Δεν έχει πια τίποτα να πει", μούγκρισε ο Μισλαγιέφσκι.
   Το ανήσυχο ψιθύρισμά τους κράτησε πολύ και άκουγες μερικές στιγμές τους αναστεναγμούς του ωχρού Λαριόσικ που κατέπεφτε σιγά - σιγά. Πήγαν άλλη μια φορά να δουν τον γιατρό Μπρόντοβιτς. Εκείνος βγήκε στο χολ, άναψε ένα τσιγάρο και τους είπε σιγά ότι τώρα ο άρρωστος βρισκόταν σε ρόγχο, ότι μπορούσαν, βέβαια, να βρουν έναν παπά, αλλά ότι αυτό θα ήταν χωρίς σημασία, αφού ο άρρωστος δεν είχε συνείδηση, οπωσδήποτε, όμως, δεν θα του έκανε κακό.
   "Μια άφωνη εξομολόγηση".
   Κουβέντιασαν, κουβέντιασαν μ' ένα συνεχή ψίθυρο χωρίς ν' αποφασίσουν. Χτύπησαν την πόρτα της Ελένης, αλλά εκείνη τους απάντησε βαριά χωρίς ν' ανοίξει.
   "Φύγετε, θα έρθω αμέσως".
   Κι έφυγαν.
   Η Ελένη, γονατισμένη πάντοτε, κοιτούσε από κάτω το ακτινωτό φωτοστέφανο γύρω στο μαυρισμένο πρόσωπο με τα φωτεινά μάτια και είπε χαμηλόφωνα με τεντωμένα τα χέρια:
   "Μας έστειλες πολλές συμφορές μαζί, Αγία Μητέρα. Είμαστε μια οικογένεια που καταστράφηκε μέσα σ' έναν χρόνο. Γιατί τάχα; Πήρες τη μητέρα μας και το καταλαβαίνω καλά ότι δεν έχω πια άντρα, τέλειωσε. Ω! Ναι! Το βλέπω καθαρά. Και τώρα μας παίρνεις τον μεγάλο αδελφό μας. Γιατί; Τι θ' απογίνουμε μόνοι ο Νικόλκα κι εγώ; Δες τι γίνεται, κοίταξε, λοιπόν... Παναγία Μεσολαβήτρια, δεν έχεις πια έλεος; Ίσως να είμαστε κακοί άνθρωποι, αλλά γιατί μας τιμωρείς τόσο αυστηρά;"
   Γονάτισε πάλι, ακούμπησε το μέτωπό της στο πάτωμα, έκανε τον σταυρό της, άπλωσε τα χέρια μια φορά και παρακάλεσε:
   "Σε σένα έχω τις ελπίδες μου, άσπιλη Παρθένα. Παρακάλεσε τον γιο σου, παρακάλεσε τον Κύριό μας να κάνει ένα θαύμα..."
   Ο ψίθυρος της Ελένης ήταν γεμάτος πάθος, οι λέξεις έβγαιναν βιαστικά και ο λόγος εξακολουθούσε να τρέχει σαν ασταμάτητο κύμα. Γονάτιζε όλο και πιο συχνά, ύστερα έριχνε το κεφάλι προς τα πίσω να διώξει από τα μάτια της μια τούφα που είχε ξεφύγει από τη χτένα της. Στα παράθυρα, η μέρα είχε χαθεί. Το άσπρο γεράκι εξαφανίστηκε σιγά - σιγά κι αυτό και στις τρεις το απόγευμα, το ανάλαφρο ανάβρυσμα της γκαβότας πέρασε τελείως απαρατήρητο, όπως απαρατήρητη ήρθε και η μορφή εκείνου στον οποίον η Ελένη έστελνε τις επικλήσεις της με τη μεσολάβηση της μελαχρινής παρθένας που χαμογελούσε στην εικόνα.
   Παρουσιάστηκε πλάι στην αναποδογυρισμένη ταφόπετρά του, πραγματικά αναστημένος, γυμνός και σπλαχνικός. Το στήθος της Ελένης άνοιξε διάπλατα, τα μάγουλά της φλογίστηκαν κατακόκκινα, τα μάτια της γέμισαν φως και ξεχείλισαν από ένα κλάμα χωρίς δάκρυα. Πίεσε το μέτωπό της και το μάγουλό της στο πάτωμα κι ύστερα, μ' όλη της την ψυχή, πλησίασε τη φλόγα, χωρίς να νιώθει τα σκληρά σανίδια κάτω από τα γόνατά της. Η φλόγα φούσκωσε, το σκοτεινό πρόσωπο με το φωτοστέφανο ζωήρεψε και τα μάτια του ανέβασαν στο στόμα της Ελένης ένα ανανεωμένο κύμα από θερμές ικεσίες. Πίσω από τις πόρτες και τα παράθυρα βασίλευε τέλεια σιωπή, το σκοτάδι ερχόταν με τρομακτική γοργότητα και η Ελένη είδε πάλι ένα όραμα: το διάφανο σαν κρύσταλλο φως του ουράνιου θόλου, απέραντες χρυσοκίτρινες αμμουδιές, λιόδεντρα και μια εκκλησιά που έφερε στην καρδιά της μια αίσθηση κρύου και γαλήνης σκοτεινής και αιώνιας.
   "Παναγία Μεσολαβήτρια", προσευχόταν με πάθος, "ικέτευσέ τον. Νάτος! Σπλαχνίσου μας. Οι μέρες της γιορτής σου πλησιάζουν. Σε ικετεύω να συγχωρέσεις τ' αμαρτήματά μας. Δέχομαι να μην ξαναγυρίσει ο Σέργιος. Πάρε τον, αν θέλεις, αλλά αυτόν μην τον τιμωρήσεις με θάνατο... Το αίμα ας πέσει πάνω μας, όλοι μας είμαστε ένοχοι... Αλλά μην τον τιμωρείς, μη τον τιμωρείς... Νάτος, νάτος..."
   Η φλόγα τρεμούλιασε, μια ακτίνα μάκρυνε, μάκρυνε ως τα μάτια της. Τη στιγμή αυτή είδε, με βλέμμα παράφορο, τα χείλια, το πρόσωπο που ήταν δεμένο με χρυσάφι, να ξεκολλούν ελαφρά το ένα από το άλλο και η λάμψη των ματιών έγινε τόσο ασυνήθιστη που ένα δέος και μια παράφορη χαρά της ξέσκισαν την καρδιά. Γονάτισε κι έμεινε ακίνητη.

   Η αγωνία είχε απλωθεί σ' όλο το σπίτι σα λίβας καυτός. Κάποιος πέρασε γρήγορα την τραπεζαρία στις μύτες των ποδιών. Κάποιος άλλος χτύπησε την πόρτα ψιθυρίζοντας: "Ελένη... Ελένη..." Η Ελένη σκούπισε με τη ράχη του χεριού το υγρό και κρύο πρόσωπό της, σηκώθηκε, κοίταξε μπροστά της με βλέμμα θαμπό, σα να αγρίεψε απότομα, και χωρίς να προσέχει πια τη γωνιά που ακτινοβολούσε με την εικόνα, βάδισε, με την καρδιά της σαν ατσάλι, κατά την πόρτα. Και η πόρτα, χωρίς να περιμένει τη διαταγή της, άνοιξε μόνη της και ο Νικόλκα φάνηκε στην άκρη της κουρτίνας. Την κοίταξε τρομαγμένος με μάτια τεράστια και η αναπνοή του ήταν κομμένη.
   "Άκουσε, Ελένη... μην φοβάσαι... μην φοβάσαι... έλα να δεις. Θα έλεγες ότι..."

   Ο γιατρός Αλέξης Τουρμπίν με όψη κέρινη, σαν από κερί ζυμωμένο και στριμμένο από υγρά χέρια, είχε υψωμένο το μυτερό σαγόνι του κι άφησε να κρέμονται έξω από τα σκεπάσματα τα σκελετωμένα χέρια του με τα μεγαλωμένα νύχια. Ένας γλιστερός ιδρώτας έτρεχε στο σώμα του και μέσα στο άνοιγμα του πουκαμίσου, το υγρό και αδύνατο κορμί του προσπαθούσε ν' ανασηκωθεί. Χαμήλωσε το κεφάλι, ακούμπησε το σαγόνι στο στήθος, ξέσφιξε τα κίτρινα δόντια του και άνοιξε τα μάτια. Μέσα σ' αυτά, έβλεπες να κυματίζουν ακόμα απομεινάρια από ομίχλη και παραλήρημα, αλλά στις κόρες τους άρχισαν να τρεμοσβήνουν κιόλας μικρές λάμψεις. Με φωνή πολύ αδύνατη, λεπτή σα σφύριγμα, ψιθύρισε:
   "Είχα μια κρίση, Μπρόντοβιτς. Αλλά τι... θα γλιτώσω; Αχ! Αχ!"
   Ο Κυπρίνος κρατούσε μια λάμπα στα τρεμάμενα χέρια του, που φώτιζε το βαθύ κρεβάτι και τα κουβαριασμένα σεντόνια, αφήνοντας στις πτυχές γκρίζες σκιές.
   Με χέρι όχι και τόσο σταθερό, ο νεαρός γιατρός έπιασε το αδύνατο δέρμα του Τουρμπίν κι έμπηξε τη βελόνα μιας μικρής σύριγγας. Λεπτές σταγόνες ιδρώτα έλαμπαν στο μέτωπό του. Ήταν εξαιρετικά ταραγμένος και κατάπληκτος.

   [...] Εκείνη τη σημαντική και ιστορική μέρα, όλοι έτρωγαν στο σπίτι των Τουρμπίν κι ο Μισλαγιέφσκι κι ο Κυπρίνος κι ο Σερβίνσκι. Ήταν η πρώτη φορά που κάθισαν όλοι στο τραπέζι από τότε που ο Αλέξης έπεσε τραυματισμένος στο κρεβάτι. Κι όλα ήταν όπως πρώτα, εκτός από το μπουκέτο με τα σκούρα κόκκινα και φλογερά τριαντάφυλλα, γιατί από πολύν καιρό η ζαχαροπλάστισσα τού «Μαρκησία», που καταστράφηκε, είχε εξαφανιστεί. Έφυγε γι' άγνωστους μακρινούς τόπους, εκεί όπου, χωρίς αμφιβολία, αναπαυόταν και η μαντάμ Ανζού. Κανείς τους δεν είχε πια επωμίδες. Τις είχαν πετάξει από το παράθυρο, τις σκόρπισαν στη χιονοθύελλα.
   Όλοι άκουγαν τον Σερβίνσκι μ' ανοιχτό το στόμα, ακόμα και η Ανιούτα, που είχε έρθει από την κουζίνα κι ακουμπούσε στην κορνίζα της πόρτας.
   "Τι είναι αυτά τα αστέρια;" ρώτησε ο Μισλαγιέφσκι με σκοτεινό ύφος.
   "Είναι μικρά σαν κονκάρδες ή σαν νομίσματα των πέντε καπικιών και τα φορούν στα πηλίκιά τους", εξήγησε ο Σερβίνσκι. "Έρχονται πολλοί, καθώς λένε. Με λίγα λόγια, τα μεσάνυχτα θα είναι εδώ..."
   "Γιατί ακριβώς τα μεσάνυχτα;" 
   Ο Σερβίνσκι δεν πρόλαβε ν' απαντήσει, γιατί χτύπησε το κουδούνι και μπήκε αμέσως ο Βασιλίσα.
   Υποκλίθηκε δεξιά κι αριστερά, έσφιξε μ' εγκαρδιότητα τα χέρια, ιδιαίτερα του Κυπρίνου, και κατευθύνθηκε, ενώ τα παπούτσια του τρίζανε, προς το πιάνο. Η Ελένη τού έδωσε το χέρι μ' ένα φωτεινό χαμόγελο και ο Βασιλίσα τής το φίλησε. "Ο διάβολος ξέρει γιατί, μα θα έλεγε κανείς πως ο Βασιλίσα έχει γίνει συμπαθητικός από τότε που του άρπαξαν τα λεφτά", σκεφτόταν ο Νικόλκα και βυθίστηκε σε φιλοσοφικούς στοχασμούς πάνω σ' αυτό το ζήτημα. "Ίσως το χρήμα να εμποδίζει τη συμπάθεια. Εδώ, ας πούμε, κανένας δεν έχει λεφτά κι είναι όλοι συμπαθητικοί".
   Όχι, ο Βασιλίσα δεν θέλει τσάι. Όχι, όχι, χίλια ευχαριστώ, έτσι είναι πολύ καλά, πολύ καλά. Εχ, εχ! Πόσο καλά είσαι σπίτι σου, μ' όλα αυτά τα τρομερά γεγονότα. Εχ, ναι... Όχι, ευχαριστώ πάρα πολύ. Η Βάντα Μιχαήλοβνα; Η αδελφή της ήρθε να την δει από την εξοχή και ο Βασιλίσσα πρέπει να κατέβει αμέσως. Ανέβηκε μόνο για να δώσει ένα γράμμα στην Ελένη Βασίλιεβνα. Το γράμμα αυτό ήρθε ακριβώς τη στιγμή που ο Βασιλίσα άνοιγε το γραμματοκιβώτιο. "Ήταν καθήκον μου. Έχω την τιμή να σας χαιρετήσω", κι ο Βασιλίσα, πάντα χοροπηδώντας, αποσύρθηκε.
   Η Ελένη πέρασε στο δωμάτιό της με το γράμμα στο χέρι.
   "Γράμμα από το εξωτερικό; Αδύνατο. Κι όμως, αρκεί να κρατήσεις το φάκελο στα δάχτυλά σου για να καταλάβεις αμέσως από πού είναι. Αλλά πώς έφτασε; Κανένα γράμμα δεν έρχεται. Ακόμα και από το Ζιτομίρ, κανείς δεν ξέρει γιατί, χρειάστηκε να βρεθεί κάποια ευκαιρία. Γιατί όλα είναι βλακώδη και γελοία σε τούτο τον τόπο; Τούτη εδώ όμως η ευκαιρία ταξίδευε με το τραίνο. Τότε γιατί δεν φτάνουν τα γράμματα, γιατί χάνονται; Κι αυτό εδώ έφτασε. Αλλά, μην ανησυχείτε, τα γράμματα αυτού του είδους φτάνουν, βρίσκουν πάντα τον παραλήπτη τους. Βαρ... Βαρσοβία. Βαρσοβία. Μα δεν είναι το γράψιμο του Τάλμπεργκ. Αυτά τα χτυποκάρδια πώς κουράζουν..."

   Αν και η λάμπα είχε αμπαζούρ, το δωμάτιο της Ελένης πήρε μια δυσάρεστη όψη, σαν κάποιος να είχε βγάλει το μεταξωτό της κάλυμμα με τα λουλούδια και το σκληρό της φως να πλήγωνε τα μάτια και να έσβηνε καθετί τριγύρω. Η όψη της Ελένης άλλαξε κι έγινε ίδια με το γερασμένο πρόσωπο της μητέρας της στο σκαλισμένο κάντρο. Τα χείλια της έτρεμαν, ύστερα ξανάκλεισαν σχηματίζοντας μια πτυχή, όλο περιφρόνηση. Μια σύσπαση τράβηξε τη μια άκρη στο στόμα της. Έσκισε τον φάκελο και έβγαλε από μέσα ένα γκριζωπό ριγέ χαρτί και το έφερε κάτω από το φως.
   «... Μόλις τώρα έμαθα πως χώρισες απ' τον άντρα σου. Μικροί κακόγλωσσοι διαβόλοι είδαν τον Σέργιο Ιβάνοβιτς στην πρεσβεία, έφευγε για το Παρίσι με την οικογένεια Χερτς. Λένε ότι θα παντρευτεί με τη Λίντοτσκα Χερτς. Περίεργο, πόσο όλα γίνονται αλλόκοτα μέσα σ' αυτή την κατάσταση. Λυπάμαι που δεν έφυγες. Λυπάμαι για όλους εσάς που έχετε μείνει κάτω από το πέλμα των μουζίκων. Εδώ οι εφημερίδες γράφουν ότι ο Πετλιούρα χτυπά την πόλη. Ας ελπίσουμε ότι οι Γερμανοί δεν θα τους αφήσουν...»
   Ανάμεσα από τον τοίχο και την πόρτα τη σκεπασμένη με τη βαριά κουρτίνα, τη στολισμένη με το πορτραίτο του Λουδοβίκου 14ου, το εμβατήριο, που έλεγε και χτυπούσε στο πιάνο ο Νικόλκα, μπήκε μηχανικά στο κεφάλι της Ελένης. Ο Λουδοβίκος 14ος γελούσε πανευτυχής, με το ένα χέρι προς τα πίσω, ακουμπώντας σ' ένα μπαστούνι στολισμένο μ' ένα κύμα από κορδέλες. Μια λαβή μπαστουνιού ακούστηκε στην πόρτα και ο Τουρμπίν μπήκε χτυπώντας ελαφρά το πόδι. Κοίταξε λοξά την αδελφή του. Μια σύσπαση τού τράβηξε το στόμα, όπως και της ίδιας. Την ρώτησε:
   "Είναι από τον Τάλμπεργκ;"
   Η Ελένη ντροπιασμένη, γεμάτη λύπη, δεν απάντησε. Συνήλθε όμως αμέσως κι έδωσε το γράμμα στον Αλέξη. "Είναι η Όλγα... γράφει από τη Βαρσοβία..." Ο Τουρμπίν διάβασε γρήγορα, μα προσεχτικά, το γράμμα ως το τέλος. Ύστερα ξαναδιάβασε την αρχή:
   «Αγαπητή Λένα, δεν ξέρω αν το γράμμα αυτό φτάσει σ' εσένα...»
   Στο πρόσωπο του Τουρμπίν ανέβηκαν διάφορα χρώματα. Ρόδινοι λεκέδες πάνω σε φόντο κίτρινο φάνηκαν στα μήλα και σκοτεινοί μαύροι στα γαλάζια μάτια του.
   "Με πόση ευχαρίστηση", ψιθύρισε ανάμεσα στα δόντια του, "θα του έσπαζα τα μούτρα..."
   "Ποιανού;" ρώτησε η Ελένη ρουφώντας τη μύτη της, που πάνω της κυλούσαν δάκρυα.
   "Εμένα του ίδιου", είπε ο γιατρός Τουρμπίν που βασανιζόταν από ντροπή. "Επειδή τον φίλησα εκείνη τη στιγμή..."
   Η Ελένη έκλαιγε.
   "Κάνε μου τη χάρη να το ρίξεις στα σκουπίδια", της είπε.
   Με την άκρη του μπαστουνιού του άγγιξε το πορτραίτο που ήταν πάνω στο τραπέζι. Η Ελένη τού έδωσε με λυγμούς το πορτραίτο. Ο Αλέξης έβγαλε αμέσως από την κορνίζα τη φωτογραφία του Σέργιου Ιβάνοβιτς Τάλμπεργκ και την έσκισε σε μικρά κομμάτια. Η Ελένη ξέσπασε σε ανόητα κλάματα. Οι ώμοι της ταράζονταν από τ' αναφιλητά κι έκρυψε το πρόσωπό της στο κολλαρισμένο πουκάμισο του αδελφού της. Κοίταζε λοξά, με φόβο γεμάτο πρόληψη, τη μαυρισμένη εικόνα, που μπροστά της έκαιγε πάντοτε το μικρό καντήλι με τα χρυσά στολίσματα.
   "Ο Θεός άκουσε την προσευχή μου... τους όρκους μου... όχι, όχι, μην θυμώνεις... μην θυμώνεις, Αγία Μητέρα", σκέφτηκε η Ελένη. Ο Τουρμπίν της είπε ταραγμένος:
   "Ησύχασε, λοιπόν, ησύχασε. Θ' ακούσουν, το σκέφτεσαι;"
   Αλλά στο σαλόνι, κανείς δεν άκουσε. Κάτω από τα δάχτυλα του Νικόλκα, το πιάνο σκορπούσε σαν κύματα τις άγριες νότες από τον «Δικέφαλο αητό» κι ακούγονταν ξέγνοιαστα γέλια.
  

Μπουλγκάκωφ Μιχαήλ, Λευκή Φρουρά, (μετφ. Ανδρέας Φραγκιάς), εκδ. Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 1997


Σημειώσεις:
(1) Η Πόλη στην Ουκρανία είναι το Κίεβο, η παλιά και πλούσια πρωτεύουσα στις όχθες του Δνείπερου. Αποτελείται από τρεις πόλεις: τη νέα πόλη που τη διασχίζει η περίφημη λεωφόρος Κρεσάτικ· η παλιά πόλη, πάνω στο λόφο του Πετσέρσκ, και το Ποντόλ, η πόλη «στους πρόποδες του βουνού», συνοικία εμπορική και γραφική στις όχθες του Δνείπερου.
(2) Η ρωσική σόμπα είναι κτιστή, προορισμένη και για ζεστασιά και για μαγείρεμα, και από πάνω είναι αρκετά ευρύχωρη για να πλαγιάσει κανείς. Μερικοί την έντυναν και με πλακάκια από πορσελάνη.
(3) Ζάανταμ: Ολλανδική πόλη, όπου ο Πέτρος ο Μέγας εργάστηκε σαν ξυλουργός.
(4) Αλέξιος Α', τσάρος, πατέρας του Μεγάλου Πέτρου.
(5) Γιούνγκερς: Εκπαιδευόμενοι νεαροί αξιωματικοί της αριστοκρατίας. 
(6) Μυθιστόρημα του Ιβάν Μπούνιν, που κυκλοφόρησε στη Ρωσία το 1916.
(7) Ο Σκοροπάντσκι, τοποθετημένος από τους Γερμανούς ως αρχηγός του ουκρανικού κράτους.
(8) Κοζάκοι μισθοφόροι που υπηρετούν σε μονάδες πεζικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: