Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

[ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ]


 
   Η Βασιλίσα Μαλίγκινα ήταν μια εικοσιοχτάχρονη εργάτρια, που δούλευε σ' ένα πλεκτήριο. Ήταν ένα πραγματικό κορίτσι της πόλης, αδύνατο και με όψη υποσιτιζόμενης, με σγουρά μαλλιά που της τα 'χανε κόψει ύστερα από μια προσβολή τύφου. Με την απλή ρώσικη μπλούζα της και το επίπεδο στήθος της θα την έπαιρνες από μακριά γι' αγόρι.
   Δεν ήταν ακριβώς όμορφη, αλλά είχε τα πιο υπέροχα, εκφραστικά καστανά μάτια: και μόνο να κοίταζαν οι άνθρωποι μέσα σε κείνα τα τρυφερά της μάτια ένιωθαν πιο χαρούμενοι.
   Η Βασιλίσα ήταν κομμουνίστρια κι είχε προσχωρήσει στους μπολσεβίκους όταν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος. Απεχθανόταν τον πόλεμο κι, ενώ όλες οι άλλες εργάτριες έφτιαχναν με ζήλο ρούχα για το μέτωπο δουλεύοντας φουριόζικα πέρα απ' το κανονικό ωράριο για τη νίκη της Ρωσίας, η Βασιλίσα τσακωνόταν πεισματάρικα μαζί τους. Ο πόλεμος ήταν μια ματοβαμμένη υπόθεση, έλεγε -ποιος τον χρειαζόταν; Δεν ήταν παρά μόνο βάρος για τους ανθρώπους. Και για όλους εκείνους τους νεαρούς στρατιώτες που πήγαιναν σαν πρόβατα στη σφαγή ήταν μια τέλεια τραγωδία!
   Όσες φορές συναντούσε στους δρόμους ομάδες στρατιωτών να προχωράνε στοιχημένοι στη γραμμή, θα τους γύριζε την πλάτη. Πώς μπορούσαν να βαδίζουν έτσι καμαρωτοί, τραγουδώντας και φωνάζοντας μ' όλη τους τη δύναμη, τραβώντας για το θάνατο σα να 'φευγαν διακοπές! Δεν ήταν αναγκασμένοι να πάνε, θα μπορούσαν εύκολα να το 'χανε αρνηθεί. Και μόνο αν είχαν πει πως δεν ήταν διατεθειμένοι να πάνε να σκοτωθούν ή να σκοτώσουν άλλους ανθρώπους σαν εμάς, δε θα υπήρχε καθόλου πόλεμος.
   Η Βασιλίσα ήτανε διαβασμένη· ο πατέρας της ήταν στοιχειοθέτης και της είχε μάθει να διαβάζει από νωρίς. Αγαπούσε τον Τολστόι, ιδιαίτερα τους θρύλους του.
   Ήταν η μοναδική ειρηνίστρια στο εργαστήριο και θα 'χε χάσει τη δουλειά της, αν δεν είχαν τόσο μεγάλη ανάγκη από εργάτες. Ήδη ο αρχιεργάτης άνοιγε το στόμα του μόνο για να την κατσαδιάσει. Σύντομα έμαθαν όλοι για τις ειρηνιστικές αντιλήψεις της και της έβγαλαν το παρατσούκλι «Τολστοϊκή». Όλες οι άλλες συναδέλφισσές της προσπαθούσαν να την κρατήσουν σε απόσταση, γιατί, στο κάτω - κάτω, μήπως δεν είχε απαρνηθεί την πατρίδα της και προδώσει τη Ρωσία; «Μια χαμένη υπόθεση!» αναστέναζαν κάθε φορά που αναφερόταν τ' όνομά της.
   Δεν είχε περάσει πολύς καιρός όταν η φήμη της έφτασε στ' αυτιά του τοπικού μπολσεβίκου οργανωτή, που έψαξε να τη βρει. Σύντομα ανακάλυψε πως αυτό το κορίτσι ήταν θετικό, σίγουρο για τις ιδέες του και κατάλληλο για κομματική δουλειά. Έτσι σιγά - σιγά η Βασιλίσσα προσέγγισε τους μπολσεβίκους. Όχι βέβαια αμέσως, ούτε αβασάνιστα. Στην αρχή τα τσούγκρισε με τα μέλη της επιτροπής, κάνοντας την μια ερώτηση πάνω στην άλλη και εγκαταλείποντας συνέχεια τις συνελεύσεις εξοργισμένη. Αλλά σιγά - σιγά άρχισε να αντιλαμβάνεται καθαρότερα τη θέση τους και, στο τέλος, ήταν αυτή που πρότεινε ν' αρχίσει να δουλεύει κανονικά γι' αυτούς. Έτσι έγινε μπολσεβίκα η Βασιλίσα.
   Αποδείχθηκε φλογερή και μαχητική δημόσια ομιλήτρια. Δεν έχανε ποτέ τα λόγια της και μπορούσε να συζητάει μ' επιδεξιότητα τόσο με τους μενσεβίκους όσο και με τους Σοσιαλεπαναστάτες. Οι άλλες συναδέλφισσές της δείλιαζαν και σιωπούσαν, όχι όμως κι η Βασιλίσσα· μιλούσε πάντα όταν έπρεπε και τα λόγια της είχαν ουσία. Πολύ γρήγορα κέρδισε το σεβασμό των συντρόφων της, που αποφάσισαν να την εκλέξουν σαν αντιπρόσωπο στη Δούμα (1) της πόλης, στη διάρκεια της προσωρινής κυβέρνησης του Κερένσκυ.
   Αυτό γέμισε με περηφάνεια τις εργάτριες που δούλευαν μαζί της κι από κει και πέρα ό,τι έλεγε ήταν νόμος γι' αυτές. Τα πήγε καλά ακόμα και με τις πιο συντηρητικές γυναίκες. Κι όταν ακόμα έβαζε τις φωνές ή τις έπειθε με γαλιφιές, ένιωθαν πως αυτή ήξερε καλύτερα, γιατί δούλευε σε εργοστάσιο από μικρή.
   Ένιωθε πως αν δεν προσπαθούσε αυτή να καταλάβει τις ανάγκες τους, κανείς άλλος δε θα το 'κανε! Όμως δεν ήταν και τόσο εύκολο να κάνει τους συντρόφους της στο Κόμμα να πειστούν ότι έπρεπε ν' ασχοληθούν μ' αυτές τις γυναίκες. «Πρέπει να τις παρατήσεις αυτές», της είχανε πει. «Έχεις τώρα πολύ πιο σπουδαία πράγματα να σκεφτείς». Αυτό θα εξόργιζε εντελώς τη Βασιλίσα που θα έκανε επίθεση στους συντρόφους της, θα ερχόταν αντιμέτωπη με το γραμματέα του Κόμματος και θα επέμενε να ικανοποιηθούν τα αιτήματά της. Γιατί θα 'πρεπε να θεωρούνται λιγότερο σημαντικά από τ' άλλα πράγματα τα ζητήματα των γυναικών; Έτσι φέρονται πάντα στις γυναίκες! Δεν ήταν ν' απορείς που ήταν τόσο συντηρητικοί! Πώς μπορούσες να ελπίζεις ότι θα 'κανες ποτέ μια πετυχημένη επανάσταση δίχως να κινητοποιήσεις τις γυναίκες; Είχαν αποφασιστική σημασία. «Παίρνοντας με το μέρος σου τις γυναίκες, έχεις κερδίσει τη μισή μάχη», έλεγε πάντα η Βασιλίσα.
   Ήξερε τι ήθελε και επέμενε σ' αυτό. Στα 1918 ήταν μια πραγματική μπολσεβίκα αγωνίστρια. Με το πέρασμα των χρόνων ήταν πολλοί εκείνοι που λάκισαν, που πήγανε σπίτι, που τα παράτησαν. Αλλ' αυτή πάντοτε δούλευε, έβγαζε λόγους, συζητούσε, οργάνωνε, πετυχαίνοντας συνήθως το στόχο της -ήταν τελείως ακούραστη. Πολύ δύσκολα μπορούσες να φανταστείς από πού αντλούσε όλη αυτή την ενεργητικότητα, έτσι χλωμή και κοκκαλιάρα που ήταν. Οι άνθρωποι ανταποκρίνονταν πάντα σε κείνα τα υπέροχα, αλλά και ζεστά, καστανά κι άγρυπνα μάτια της.
   Μια μέρα ήρθε ένα γράμμα γι' αυτήν στη μικρή σοφίτα της. Ήταν το γράμμα που περίμενε με λαχτάρα, ένα γράμμα απ' τον αγαπημένο της σύζυγο και φίλο, που τον είχε αποχωριστεί εδώ και τόσους πολλούς μοναχικούς μήνες. Τίποτα βέβαια δεν μπορούσε να γίνει γι' αυτό, πρώτα ήταν ο εμφύλιος πόλεμος κι ύστερα το βιομηχανικό μέτωπο (2), που γι' αυτό είχε κινητοποιήσει το Κόμμα όλα του τα μέλη.
   Η Βασιλίσα ήξερε ότι η επανάσταση δεν ήταν παιχνίδι κι ότι έπρεπε όλοι να κάνουν θυσίες. Γι' αυτό και είχε ζήσει μόνη της όλους εκείνους τους μήνες, μακριά απ' τον άντρα της· αυτή ήταν η δικιά της θυσία για την επανάσταση. Όταν βρέθηκαν ο ένας στη μια κι ο άλλος στην άλλη άκρη της Ρωσίας, οι φίλες της προσπάθησαν να την καθησυχάσουν λέγοντας: «Έτσι θα 'ναι καλύτερα, θα δεις. Αυτός θα συνεχίσει να σ' αγαπάει και συ δε θα τον βαρεθείς». Μπορεί και να 'χανε δίκιο, αλλά αυτή δεν έδωσε προσοχή· συνέχιζε να 'ναι ολότελα δυστυχισμένη χωρίς αυτόν και τον αποζητούσε συνεχώς.
   Η αλήθεια είναι ότι, στην πραγματικότητα, της έμενε πολύ λίγος χρόνος για τον εαυτό της κι ήταν απασχολημένη απ' το πρωί ως αργά το βράδυ με τη δουλειά της στο Κόμμα και το τοπικό σοβιέτ, η μια δουλειά πάνω στην άλλη. Κι ήταν μια σημαντική και γοητευτική δουλειά. Αλλά παρ' όλα αυτά, όταν τέλειωνε η μέρα και γύριζε στο μικρό της δωμάτιο -στη σοφίτα της, όπως θα τη λέγανε στο χωριό των γονιών της- ένα κρύο αεράκι θα πάγωνε την καρδιά της και θα λαχταρούσε τον άντρα της. Θα καθόταν να πιει το τσάι της βυθισμένη σε μαύρες σκέψεις. Στην πραγματικότητα κανείς δεν τη χρειαζόταν, δεν είχε αληθινούς φίλους, κανένα συγκεκριμένο στόχο να κυνηγήσει. Νοιάζονταν άραγε οι άλλοι άνθρωποι γι' αυτήν; Γιατί αν νοιάζονταν, αυτή είχε δει πολύ μικρό μόνο δείγμα του ενδιαφέροντός τους.
   Τελευταία ήταν ιδιαίτερα θλιμμένη γιατί ένα σημαντικό σχέδιό της -το κοινοβιακό σπίτι της- είχε μόλις χαλάσει και τώρα όλοι έκοβαν βόλτες βρίζοντας και κατακρίνοντας ο ένας τον άλλον. Κανείς δε φαινόταν να καταλαβαίνει πόσο σημαντικό ήταν να προσπαθήσουν να ζήσουν τώρα ομαδικά· ή μήπως σήμαινε πως ήταν απλώς ανίκανοι για κάτι τέτοιο; Οι άνθρωποι που ζούσαν στο σπίτι την είχανε βρίσει, από ζήλεια, για τις έξτρα μερίδες φαγητού που έπαιρνε σαν προνομιούχα εργάτρια. «Άι στα κομμάτια με τις μερίδες μου!» είχε πει. «Μπορώ να τα βολέψω μια χαρά και δίχως αυτές!» Τελικά οι σύντροφοι απ' το Κόμμα την είχαν ηρεμήσει, αλλά από κει κι ύστερα το κεφάλι της γύριζε στην κυριολεξία από την εξάντληση και την απογοήτευση.
   Έτσι είχε περάσει ο χειμώνας της. Θα καθόταν συνήθως στο δωμάτιό της τη νύχτα, στηρίζοντας τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι, τσιμπολογώντας μικρά κομματάκια από μια καραμέλα φρούτου για να γλιτώσει τη ζάχαρη και φέρνοντας στο μυαλό της τα παθήματα της μέρας. Ένιωσε πως δεν υπήρχε ελπίδα για την επανάσταση, τίποτα άλλο έξω από μια ατέλειωτη σειρά από απογοητεύσεις, κακογλωσσιές και χαμένες μάχες.
   Αν ήταν τουλάχιστον εκεί ο Βολόντιά της θα μπορούσε να του εκμυστηρευτεί τις στεναχώριες της κι αυτός θα την αγκάλιαζε και θα τη χάιδευε. Μπορούσε να θυμηθεί τις φορές που της έλεγε: «Τι σε στεναχωρεί, Βάσια; Όταν σε βλέπω έξω, μπροστά σ' άλλο κόσμο, μοιάζεις μ' ένα τόσο γενναίο πλασματάκι! Δε φοβάμαι τίποτα, λες. Αλλά κοιτώντας σε τώρα, έτσι κουβαριασμένη, μου φαίνεσαι σαν τρομαγμένο σπουργιτάκι κάτω απ' τη μαρκίζα!» Ύστερα θα την άρπαζε στα γερά του μπράτσα και θα την πηγαινόφερνε στο δωμάτιο, ηρεμώντας τη σαν μωρό. Αυτή ακριβώς η σκέψη έκανε την καρδιά της Βάσια να φλέγεται από χαρά και αγάπη για τον γλυκό, όμορφο άντρα της που την αγαπούσε, που την αγαπούσε τόσο πολύ...
   Κάθε φορά που η σκέψη της Βάσια γύριζε σ' αυτόν ένιωθε ακόμη πιο μελαγχολική και τα πράγματα της φαίνονταν ακόμη πιο θλιβερά μέσα στη μοναχική σοφίτα της. Αλλά μόλις έπλενε τα πιατικά του τσαγιού, τα 'βαζε με τον εαυτό της. Τι περισσότερο ήθελε από τη ζωή; Μόνο ευχαρίστηση; Ήθελε στ' αλήθεια το Βολοντέτσκα συνέχεια δίπλα της, όταν είχε μια δουλειά που την αγαπούσε και το σεβασμό των φίλων της; Η επανάσταση δεν είναι διακοπές, θα θύμιζε αυστηρά στον εαυτό της, όλοι πρέπει να κάνουμε κάποιες θυσίες λοιπόν, μήπως ζητάς στην πραγματικότητα πάρα πολλά, Βασιλίσα Ντεμέντεβνα; Να θυμάσαι, όλα τώρα είναι για το σύνολο, όλα για την επανάσταση.
   Προσπάθησε να θυμηθεί πώς της είχε γεννηθεί εκείνος ο τρελός ενθουσιασμός για το κοινοβιακό σπίτι. Αυτό το σπίτι δεν είχε καμιά σχέση με τη συνηθισμένη δουλειά για το Κόμμα και το σοβιέτ. Αρκετό καιρό πριν είχε αποφασίσει να φτιάξει ένα πρότυπο σπίτι όπου θα κυριαρχούσε ένα αληθινά κομμουνιστικό πνεύμα. Όχι απλώς ένα είδος υπνωτηρίου όπου οι άνθρωποι θα ζούσαν ο καθένας τη δική του ζωή και θ' ακολουθούσαν το δρόμο τους -ένα τέτοιο σχήμα θα δημιουργούσε οπωσδήποτε μνησικακίες κι άσχημα συναισθήματα, γιατί οι άνθρωποι που θα ζούσαν έτσι, θα σκέφτονταν μόνο τις δικές τους ανάγκες και δε θα ζούσαν συλλογικά. Ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό αυτό που σκεφτόταν η Βασιλίσα.
   Είχε αρχίσει να οργανώνει το σπίτι μ' υπομονή, ένα βήμα κάθε φορά. Πόσες αναποδιές δεν της είχανε τύχει! Δυο φορές της το 'χανε πάρει, αλλά αυτή ήταν έτοιμη να παλέψει με οποιονδήποτε και τελικά είχε καταφέρει να επιβάλλει το σχέδιό της. Έτσι φτιάχτηκε το σπίτι, με την κοινή κουζίνα, το πλυσταριό, τον παιδικό σταθμό και την τραπεζαρία. Αυτή η τραπεζαρία ήταν το καύχημα της Βασιλίσας κι ήταν ίσως ωραία, με τις κουρτίνες στα παραθύρια και τις γλάστρες με τα γεράνια. Υπήρχε και μια βιβλιοθήκη που χρησιμοποιούνταν σαν αίθουσα συγκεντρώσεων.
   Στην αρχή όλα πήγαν μια χαρά. Οι γυναίκες που ζούσαν εκεί θα την έπνιγαν στα φιλιά, αποκαλώντας την «μικρό θησαυρό» τους. «Είσαι ο προστάτης άγγελός μας», θα της έλεγαν. «Είμαστε τόσο ευτυχισμένες εδώ κι όλα αυτά χάρη σε σένα!» Αλλά ύστερα τα πράγματα άρχισαν σιγά - σιγά να χαλάνε.
   Οι νοικάρηδες άρχισαν ν' αψηφούν τους κανονισμούς. Πραγματικά έμοιαζε να μην υπάρχει τρόπος να τους κάνεις να καθαρίσουν τις βρωμιές τους και γινόταν συνέχεια καβγάς στην κουζίνα για το ποιος θα 'πλενε τα πιάτα. Το πλυσταριό ήταν συνέχεια πλημμυρισμένο και οι νοικάρηδες δεν μπορούσαν να τρομπάρουν νερό. Καθώς το ένα μάλωμα ακολουθούσε το άλλο κι άρχισαν να βασιλεύουν η σύγχυση κι οι καβγάδες, η Βασιλίσα έγινε ο στόχος της δυσαρέσκειας όλων -σαν να 'ταν η νοικοκυρά του σπιτιού και δε φρόντιζε όπως έπρεπε για τα πράγματα! Είχε αναγκαστεί να επιβάλει πρόστιμα, πράγμα που έκανε έξαλλους τους νοικάρηδες. Μερικοί είχαν μετακομίσει αλλού κι ακολούθησαν άλλα μαλώματα και τσακωμοί.
   Όταν όλη αυτή η σύγχυση έφτασε στο αποκορύφωμά της, ένα ιδιαίτερα κακό ζευγάρι, οι Φοεντόσεεφ, αποφάσισαν να δημιουργήσουν πραγματική αναστάτωση. Άρχισαν να βρίσκουν παντού σφάλματα, να γκρινιάζουν συνέχεια, να επιτίθενται, στην αρχή για το ένα, ύστερα για το άλλο -απλώς τίποτα δεν τους ευχαριστούσε! Είχαν κάποια δικαιοδοσία μέσα στο σπίτι, μια κι ήταν μέσα στους πρώτους που το 'χανε κατοικήσει, με αποτέλεσμα πολλοί να τείνουν να τους θεωρούν ιδιοκτήτες και ν' ακολουθούν το παράδειγμά τους. Αλλά όσο γι' αυτό που ήθελαν κι αυτό που τους ενοχλούσε, δεν υπήρχε πραγματικά κανένας τρόπος να το μάθεις! Το μόνο που ήξερε η Βασιλίσα ήταν ότι αποτελούσαν τη συμφορά της ζωής της και κάθε μέρα φρόντιζαν να δημιουργούν ένα ακόμη δυσάρεστο επεισόδιο.
   Η Βασιλίσα στο τέλος σχεδόν έσπασε κι έκλαψε μ' αναφιλητά, ήταν τόσο κουρασμένη και θυμωμένη. Αλλά βλέποντας ότι το όλο πράγμα μπορούσε πολύ εύκολα να οδηγηθεί στην καταστροφή, αποφάσισε να φτιάξει έναν άλλο κανονισμό· όλα θα 'πρεπε να πληρώνονται σε μετρητά -νερό, ηλεκτρικό, νοίκια, φόροι, όλα. Ύστερα θα 'λιωνε από τη στενοχώρια βλέποντας όλες αυτές τις καινούργιες ρυθμίσεις να μη φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Τι μπορούσε να γίνει όταν δεν είχε κανείς αρκετά λεφτά; Καλή ήταν η νέα οικονομία, αλλά δεν μπορούσε να προχωρήσει όταν δεν υπήρχαν λεφτά!
   Αλλά ήταν ολότελα αποφασισμένη να συνεχίσει ν' αγωνίζεται για το αγαπημένο της σπίτι -δεν μπορούσε ν' αντέξει να το δει να καταρρέει κι επιπλέον δεν ήταν από τους τύπους που εγκαταλείπουν κάτι όταν το 'χουνε ξεκινήσει αυτοί. Έτσι θα πήγαινε στη Μόσχα, θα 'τρωγε μερικές μέρες χτυπώντας πόρτες γραφείων, μιλώντας με διευθυντές και καταφέρνοντας ν' αποδείξει ότι είχε δίκιο σχετικά με το σπίτι. Τελικά θα 'μεναν τόσο εντυπωσιασμένοι από τις εξηγήσεις της, που θα της έδιναν μια επιχορήγηση για επισκευές, πράγμα που σήμαινε ότι θα μπορούσε να διεκδικήσει ένα οικιακό επίδομα.
   Θα γύριζε στο σπίτι λάμποντας από ευχαρίστηση, μόνο και μόνο για να 'ρθει αντιμέτωπη με τους μοχθηρούς Φεοντόσεεφ, που την υποδέχτηκαν σκυθρωποί. Έμοιαζαν να υπονοούν με τη βαρύθυμη μοχθηρία τους ότι τους πρόδινε κατά κάποιο τρόπο, συνηγορώντας για το σπίτι. 'Ηταν τότε που άρχισαν μια καινούργια σειρά από επιθέσεις, διαδίδοντας σκανδαλώδικες φήμες ότι η Βασιλίσα φούσκωνε τους λογαριασμούς του σπιτιού για να κρατάει κάτι για τον εαυτό της! Με πολύ δυσκολία μπορούσε ν' αντέξει στη σκέψη όλων αυτών των βασάνων που της δημιουργούσαν!
   Είχε σοβαρή ανάγκη από ένα στενό φίλο, που να συζήταγε μαζί του όλ' αυτά τα πράγματα, και ήταν τότε που αποφάσισε να γράψει στον Βλαντιμίρ, ζητώντας του να 'ρθει. Αλλά αυτός είχε απαντήσει στο γράμμα της εξηγώντας πως ήταν κι αυτός απασχολημένος με μια πολύ σημαντική δουλειά, που δεν μπορούσε να την αφήσει. Είχε προαχθεί σε μια καινούργια θέση και έπρεπε να τακτοποιήσει τα οικονομικά της εταιρείας όπου δούλευε πρώτα σαν υπάλληλος. Κείνος ο χειμώνας θα 'ταν προφανώς και γι' αυτόν ένας μακρύς, δύσκολος αγώνας, και κείνη τη στιγμή απλώς δεν μπορούσε να γίνει χίλια κομμάτια· η εταιρεία εξαρτιόταν απ' αυτόν.
   Έτσι η Βασιλίσα αναγκάστηκε να υπομείνει μόνη της όλη αυτή τη βρωμερή υπόθεση. Κι αυτό που την πλήγωνε περισσότερο ήταν ότι το αίτιο όλων των κακών ήταν οι εργάτες, οι φίλοι και σύμμαχοί της. Αν ήταν αντικομμουνιστές μπουρζουάδες δε θα την ένοιαζε τόσο!
   Όμως η επιτροπή του σπιτιού την υποστήριξε σπλαχνικά ως το τέλος. Δεν την είχαν αφήσει να πάει την υπόθεση στο δικαστήριο, αλλά αποφάσισαν ότι έπρεπε τα ίδια τα μέλη της επιτροπής να ξεκαθαρίσουν την όλη υπόθεση για λογαριασμό της. Έβγαλαν το συμπέρασμα πως ήταν μια καθαρή περίπτωση συκοφαντίας που δεν είχε σα βάση της παρά μόνο την κακία και την άγνοια. Αλλά περίπου τη στιγμή που ήταν έτοιμοι να κάνουν έξωση στους Φεοντόσεεφ, το ζευγάρι είχε παραδεχτεί την ενοχή του, εκκλιπαρώντας τη συγγνώμη της Βασιλίσας και βεβαιώνοντάς την πόσο πολύ τη σεβόταν πάντα. Η νίκη της Βασιλίσας δεν της έφερε χαρά, γιατί ήταν εξουθενωμένη, καταστεναχωρημένη, και δεν είχε τη δύναμη να χαρεί.
   Ύστερα απ' όλα αυτά είχε πέσει άρρωστη και, παρ' όλο που πήγε στη δουλειά σχεδόν αμέσως, από κείνη τη στιγμή κι ύστερα ένιωθε σαν κάτι να 'χε πεθάνει μέσα της. Δεν αγαπούσε πια το σπίτι της -είχε υποφέρει πάρα πολύ γι' αυτό. Ήταν σα να 'χαν ντροπιάσει για κάποιο λόγο το ίδιο το παιδί της και θύμησες από την παιδική ηλικία της είχαν ξαναγυρίσει στο μυαλό της. Θυμήθηκε τον μικρό αδελφό της Κόλκα να της προσφέρει ένα γλυκό κι όταν αυτή είχε απλώσει το χέρι για να το πάρει αυτός είχε γελάσει μοχθηρά κι είχε πει: «Κοίταξέ με! Θα σου βρωμίσω το γλυκό!» Ύστερα το 'χε φτύσει και της το 'χε δώσει λέγοντας: «Παρ' το, Βασιλίσα, μπορείς τώρα να το φας το γλυκό σου, είναι θαυμάσιο!»
   Κι η Βασιλίσα του 'χε γυρίσει την πλάτη κλαίγοντας με λυγμούς: «Παλιόπαιδο! Γιατί το 'κανες αυτό;»
   Κάπως έτσι είχε νιώσει για το σπίτι. Απλώς δεν ήθελε πια να 'ναι υπεύθυνη γι' αυτό. Θα συνέχιζε να συμμετέχει στην επιτροπή του σπιτιού, αλλά δε θα 'δινε τώρα πια όλο της τον εαυτό -ας πήγαινε στο διάβολο, δεν την ένοιαζε! Για τους νοικάρηδες δεν ένιωθε τίποτα άλλο από μια βαθιά ψυχρότητα· μήπως δεν είχαν ενωθεί με τους Φεοντόσεεφ στην επίθεση εναντίον της; Άρχισε να κρατάει όλο και μεγαλύτερη απόσταση από τους ανθρώπους. Πρώτα, συμμεριζόταν πάντα τα προβλήματα του κόσμου, αλλά ύστερα απ' όλα αυτά που 'χε περάσει, το μόνο που ήθελε ήταν να την αφήσουνε μόνη, στην ησυχία της. Ήταν πολύ κουρασμένη...
   Τώρα ο μακρύς χειμώνας είχε τελειώσει. Ο ήλιος έλαμπε, τα σπουργίτια τιτίβιζαν κάτω απ' τις μαρκίζες το πρωί και η Βασιλίσα χαμογελούσε καθώς θυμόταν τον αγαπημένο της Βολόντια να τη φωνάζει «τρομαγμένο του σπουργιτάκι». Και με την άνοιξη, παρ' όλο που η αναιμία της είχε χειροτερέψει και τα πνευμόνια της τής δημιουργούσαν προβλήματα, ένιωσε να ξυπνάει μέσα της μια καινούργια δύναμη.
   Από το παράθυρο μπορούσε να δει τα άσπρα σύννεφα να στροβιλίζονται στον ουρανό και τη στέγη του παλιού προγονικού ανάκτορου που στέγαζε τώρα το Μέγαρο της Μητρότητας. Στον κήπο τα μπουμπούκια μόλις είχαν αρχίσει ν' ανοίγουν κι η καρδιά της ήταν γεμάτη άνοιξη. Πόσο κρύος ήταν κείνος ο χειμώνας! Πόσο μόνη είχε νιώσει, με όλους τους μοναχικούς αγώνες κι αγωνίες της. Σήμερα ήταν σαν μέρα ξεκούρασης απ' όλα αυτά. Τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να πάει άσχημα σήμερα, γιατί σήμερα είχε πάρει ένα γράμμα απ' τον εραστή της, απ' τον αγαπημένο της Βολόντια! Και μάλιστα τι γράμμα!

   «Σε παρακαλώ, Βάσια, μη με βασανίζεις άλλο, γιατί δεν το αντέχω πια. Υποσχόσουν πάντοτε να 'ρθεις να με δεις, αλλά ύστερα πάντα το ανέβαλες. Να 'ξερες μόνο πόσο δυστυχισμένο μ' έκανες! Λοιπόν, ο μικρός μου αγωνιστής τα ξαναφτιάχνει πάλι μ' όλους, ε; Οι φήμες για σένα φτάνουν ως εδώ, ξέρεις! Μερικοί λένε πως έκανες την εμφάνισή σου ακόμη και στις εφημερίδες! Τώρα που νίκησες, σίγουρα θα μπορείς να διαθέσεις λίγο καιρό για να επισκεφτείς τον Βολόντκα σου, που σ' αγαπάει τόσο πολύ και λαχταράει να σε δει. Θα μείνεις έκπληκτη μπροστά στη θαυμάσια ζωή που θα κάνουμε από δω και πέρα. Έχω δικό μου άλογο και αγελάδα κι υπάρχει πάντοτε ένα αυτοκίνητο στη διάθεσή μου... Έχουμε και υπηρέτρια, έτσι δε θα 'χεις να στεναχωριέσαι για τις δουλειές του σπιτιού και θα μπορέσεις να βρεις τον εαυτό σου. Έχουμε μια πραγματική, όμορφη άνοιξη εδώ και οι μηλιές είν' ολάνθιστες.
   »Το αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έχουμε περάσει ακόμη ούτε μια άνοιξη μαζί; Η κοινή μας ζωή πρέπει να 'ναι μια ατέλειωτη άνοιξη, έτσι δεν είναι, αγάπη μου;
   »Σε χρειάζομαι πράγματι φοβερά, ειδικά τώρα. Έχω κάποιες μικροφασαρίες με την κομματική επιτροπή. Με κατηγόρησαν για μερικά πράγματα, βγάζοντας πάλι στην επιφάνεια τον αναρχισμό μου. Σου έχω μιλήσει για το Σαβέλεφ. Λοιπόν, το όλο πράγμα άρχισε εξαιτίας του. Σε παρακαλώ, Βάσια, πρέπει να με βοηθήσεις να ξεκαθαρίσω όλη αυτή την υπόθεση. Μ' αρρωσταίνουν και με κουράζουν όλ' αυτά τα μικροκαβγαδάκια. Κάνουν αδύνατη τη ζωή! Θα 'ναι πολύ δύσκολο γι' αυτούς να με κριτικάρουν, γιατί είμαι καλός στη δουλειά μου, αλλά δεν παύω να σε χρειάζομαι το ίδιο. Φιλώ τα καστανά σου μάτια. Θα σ' αγαπώ πάντα, 
»πάντα, ο Βολόντιά σου».

   Η Βασιλίσα κάθησε χαμένη στις σκέψεις, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τον ουρανό και τα σύννεφα, χαμογελώντας μονάχη της καθώς σκεφτόταν το υπέροχο γράμμα. Ο Βολόντια σήμαινε τα πάντα γι' αυτήν και την αγαπούσε τόσο πολύ! Το γράμμα βρισκόταν πάνω στα γόνατά της και το χάιδευε σαν να 'τανε το κεφάλι του, ξεχνώντας τον ουρανό, τη στέγη, τα σύννεφα, βλέποντας μόνο τον όμορφο Βολόντιά της με τα έξυπνα, γελαστά του μάτια...
   Η καρδιά της φλογίστηκε απ' αγάπη γι' αυτόν. Πώς τα 'χε καταφέρει ολόκληρο το χειμώνα χωρίς αυτόν; Είχαν περάσει εφτά μήνες από την τελευταία φορά που τον είδε. Το γεγονός ότι δεν τον σκεφτόταν πάντα την έκανε να νιώσει ολότελα δυστυχισμένη. Είχε τόσες δικές της σκοτούρες και στεναχώριες κείνο το χειμώνα, που απλώς δεν της είχε μείνει καιρός. Είχε καταφέρει να απωθήσει την αγάπη της για το Βολόντια, τη μοναξιά που ένιωθε χωρίς αυτόν, στο βάθος της καρδιάς της, και κει μέσα η αγάπη της είχε διατηρηθεί σταθερή και αναλλοίωτη. Τώρα, επιτέλους, είχε νικήσει σ' όλες τις μάχες της και είχε σώσει το πολύτιμο πνευματικό παιδί της, το κοινοβιακό σπίτι της, απ' όλους τους άθλιους σαματατζήδες. Και μπορούσε να ξανασκεφτεί την αγάπη της.
   Καθώς τον θυμόταν τώρα, μπορούσε σχεδόν να νιώσει την παρουσία του εκεί δίπλα της κι ήταν αυτή μια γλυκιά αίσθηση. Αλλά αντιλαμβανόταν ακόμη το βάρος που δημιουργούσε ένας τέτοιος έρωτας -και δεν μπορούσε να 'ναι αλλιώς. Γιατί είχε πάντοτε αγωνία για το τι θα μπορούσε να του συμβεί. Δεν είχε την αίσθηση της πειθαρχίας -η Βασιλίσα ήταν αναγκασμένη να παραδεχτεί ότι είχαν δίκιο οι άλλοι που κατέκριναν τις αναρχικές απόψεις του. Σιχαινόταν να εκτελεί τις αποφάσεις του Κόμματος, έπρεπε να κάνει πάντα του κεφαλιού του. Αλλά απ' την άλλη μεριά, όταν ριχνόταν στη δουλειά, πολύ λίγοι ήταν αυτοί που τον συναγωνίζονταν, κι όσο για την εμπορική του ικανότητα, ήταν αξεπέραστος.
   Με το να ζουν χωριστά, δεν είχε μπει ο ένας εμπόδιο στη δουλειά του άλλου. Αυτή η ρύθμιση των πραγμάτων είχε εξυπηρετήσει τέλεια τη Βάσια -όταν είχε να κάνει κάποια δουλειά ήθελε να αφοσιώνεται ολοκληρωτικά σ' αυτήν, ενώ αν ήταν μαζί της κι ο Βολόντια, ήξερε πως θα 'θελε να 'ναι μαζί του και τότε θα παραμελούσε κι αυτός τη δουλειά του. «Η δουλειά πριν απ' όλα», είχε πει, «αλλά υπάρχει κι η αγάπη μας που είναι σχεδόν το ίδιο σημαντική, δεν είναι έτσι, Βάσια;» Κι αυτή είχε συμφωνήσει. Ένιωθε όπως αυτός, ευτυχισμένη και γεμάτη εμπιστοσύνη ότι δεν ήταν μόνο σύζυγοι, αλλά και πραγματικοί σύντροφοι.
   Τώρα την εκλιπαρούσε να πάει, όπως θα το ζητούσε κάποιος από ένα φίλο, την εκλιπαρούσε να τον βοηθήσει στα προβλήματά του. Διάβασε άλλη μια φορά προσεχτικά το γράμμα -και τότε άρχισαν να γεννιούνται σιγά - σιγά αμφιβολίες μες στο μυαλό της. Αν αυτή η υπόθεση είχε σχέση με το Σαβέλεφ, ήταν στ' αλήθεια άσχημη είδηση, γιατί αυτός ο Σαβέλεφ ήταν καιροσκόπος και ολότελα αδίσταχτος. Αλήθεια, ο Βολόντια θα 'πρεπε να ξέρει πως ήταν καλύτερα να μη συνεργάζεται μ' έναν τέτοιο τύπο! Σαν διευθυντής, ο Βολόντια έπρεπε να 'ναι εντελώς πάνω από κάθε υποψία και να μην έχει καμιά σχέση με τέτοιους ύποπτους τύπους. Αλλά έπειτα, εμπιστευόταν πάντα πάρα πολύ τους ανθρώπους. Ήταν ακριβώς στο χαρακτήρα του να λυπάται και να προσπαθεί να βοηθήσει το Σαβέλεφ.
   Αλλά ήταν ολότελα ασυγχώρητο να λυπάται τέτοιους ανθρώπους -άνθρωποι που τη βολεύανε μασώντας τα λεφτά του κράτους θα 'πρεπε να τιμωρούνται. Ο Βολόντια είχε ευγενική καρδιά, αλλά δεν μπορούσες να περιμένεις να τ' αναγνωρίσουν αυτό οι άλλοι και προφανώς θα ερμήνευαν τη «φιλική στάση» του Βολόντια προς το Σαβέλεφ εντελώς διαφορετικά. Έπειτα κι ο Βολόντια είχε αρκετούς εχθρούς· αν έχανε την ψυχραιμία του ήταν αδύνατο να διατηρήσει τον αυτοέλεγχό του. Κι αν είχε ξαναδημιουργηθεί ένα επεισόδιο σαν εκείνο πριν τρία χρόνια, τότε που τον είχαν παραπέμψει σε δίκη; Η Βασιλίσα ήξερε καλά από προσωπική, οδυνηρή εμπειρία της πόσο εύκολο ήταν να χαλάσει η υπόληψη κάποιου...
   Τώρα ήταν ο Βολόντια που είχε μπλεξίματα. Έπρεπε να πάει αμέσως να τον βοηθήσει και να τον υπερασπίσει, και να κάνει κείνους τους τοπικούς αντιπροσώπους του κόμματος να ντραπούν εντελώς για τον εαυτό τους. Ένιωσε την επιθυμία να φύγει αμέσως. Τι την ένοιαζε τώρα πια το σπίτι; Υποψιαζόταν ότι τελικά ήταν πάρα πολύ αργά για να το σώσει πραγματικά κι ας γινόταν χίλια κομμάτια, τόσο που την ενδιέφερε. Βέβαια επίσημα είχε νικήσει, αλλά στην πραγματικότητα οι Φεοντόσεεφ ήταν οι νικητές.
   Αναστέναξε, πήγε στο παράθυρο και κοίταξε κάτω στην αυλή. Στάθηκε για λίγο εκεί, αποχαιρετώντας σιωπηλά το σπίτι με μια σοβαρή έκφραση στο πρόσωπο. Ύστερα τα μάγουλά της άρχισαν να φουντώνουν κι ένιωσε να κατακλύζεται από ευτυχία. «Βολοντέτσκα! Θα ξαναδώ γρήγορα το Βολόντιά μου! Ω αγάπη μου, έρχομαι!»

   Η Βασιλίσα καθόταν στο βαγόνι του τραίνου· ταξίδευε κιόλας δύο μέρες και είχε άλλες είκοσι τέσσερις ώρες μπροστά της. Ένιωθε πολύ περίεργα που ταξίδευε με ταξιδιωτικό εξοπλισμό «κυρίας». Ο Βλαντιμίρ της είχε στείλει τα λεφτά για το ταξίδι (έμοιαζε να διαθέτει λεφτά για τα πάντα τούτη την εποχή) και της είχε πει ν' αγοράσει ένα εισιτήριο με κρεβάτι. Επίσης της είχε στείλει ένα κομμάτι ύφασμα για να φτιάξει μ' αυτό ένα ωραίο φόρεμα· από δω και πέρα, σαν γυναίκα διευθυντή, θα 'πρεπε να 'ναι «ντυμένη κατάλληλα», της είχε πει.
   Η Βασιλίσα δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια της όταν έφερνε στη θύμησή της έναν συνάδελφο του Βλαντιμίρ, που εμφανίστηκε μια μέρα στην πόρτα της με τα λεφτά και το ύφασμα. Το 'χε ξετυλίξει κι είχε παινέσει την ποιότητά του σοβαρός - σοβαρός σαν έμπορος. Η Βασιλίσα είχε γελάσει και είχε πειράξει το φιλαράκο, αλλά εκείνος προφανώς δεν έβλεπε τίποτα τ' αστείο· το εμπόρευμα, την είχε πληροφορήσει επίσημα, ήταν άλφα ποιότητα. Ύστερα απ' αυτό δεν ξανάνοιξε το στόμα της, αν και ποτέ της δεν είχε μπορέσει να καταλάβει αυτούς τους καινούργιους τύπους υπαλλήλου, ούτε το πώς έπρεπε να τους συμπεριφερθείς.
   Όταν είχε φύγει, η Βάσια είχε μείνει να στριφογυρνάει το ύφασμα μες στα χέρια της. Δεν ήταν συνηθισμένη να πολυασχολείται με τα ρούχα και τις μόδες, αλλά να που τώρα ο Βολόντια της έλεγε πως δεν έπρεπε να τον απογοητεύσει! Δε γινόταν τίποτα, έπρεπε απλώς να φτιάξει ένα κομψό φουστάνι σε στυλ μοντέρνο, σαν αυτά που φοράνε σήμερα οι γυναίκες.
   Είχε πάει να δει τη μοδίστρα φίλη της και της είχε εξηγήσει την όλη κατάσταση. «Σε παρακαλώ, Γκρούσα, φτιάξε μου κάτι μοντέρνο και όσο πιο κομψό γίνεται», την παρακάλεσε κι η Γκρούσα είχε βγάλει τα περιοδικά μόδας που της είχε φέρει μια φίλη από τη Μόσχα το περασμένο φθινόπωρο. Έφτιαχνε από κει φορέματα ολόκληρο το χειμώνα κι ο κόσμος τα 'βρισκε ωραία.
    Η Γκρούσα έφαγε αρκετή ώρα ξεφυλλίζοντας τα περιοδικά και τελικά ξεχώρισε ένα φουστάνι. «Κοίταξε, Βάσια, αυτό είναι ό,τι πρέπει για σένα! Έτσι αδύνατη όπως είσαι θα σε μεταμορφώσει εντελώς, θα δείξει φαρδύτερη τη λεκάνη σου και μ' όλες αυτές τις σούρες εδώ μπροστά θα κρύψει το μικρό στήθος σου. Θα σου φτιάξω ένα φουστάνι που θα κάνει τον άντρα σου περήφανο για σένα!»
   «Υπέροχα, αγαπητή μου Γκρούσα», είχε πει η Βάσια. Είχαν συμφωνήσει πάνω στην τιμή, είχε φιλήσει η μια την άλλη κι η Βασιλίσα είχε φύγει κατευχαριστημένη. Ευτυχώς που υπήρχαν μοδίστρες -δε θα 'ταν ικανή να σχεδιάσει ή να φτιάξει ένα φουστάνι ακόμη κι αν παιζόταν η ίδια της η ζωή! Ο Βολόντια ήταν τώρα αλλιώτικος, ήταν εξπέρ στη γυναικεία μόδα. Όταν ήταν στην Αμερική, είχε δουλέψει σε διάφορα καταστήματα γυναικείας μόδας κι είχε μάθει αρκετά πράγματα πάνω σ' αυτήν. Σήμερα αποδεικνύονταν χρήσιμα αυτού του είδους τα προσόντα και οι κανούργιοι «κόκκινοι έμποροι» όφειλαν να συμβαδίζουν με τούτα τα πράγματα. Στο κάτω - κάτω της γραφής τα γυναικεία φανταχτερά φορέματα ήταν κι αυτά εμπορεύματα!
   Η Βασιλίσα καθόταν μόνη της κοντά στο παράθυρο της κλινάμαξας. Η συνταξιδιώτισσά της ήταν μια βραχνή, βαριά αρωματισμένη νεπγούμαν (3), στολισμένη με μετάξια που θρόιζαν και σκουλαρίκια που κουδούνιζαν. Κείνη τη στιγμή έλειπε σ' επίσκεψη στο διπλανό κουπέ και τώρα ακούγονταν να γελάνε και να φωνάζουν αυτή κι οι θαυμαστές της.
   Με τη Βασιλίσα όμως ήταν εξαιρετικά ακατάδεχτη, σούφρωνε τα χείλια επιτηδευμένα καθώς της έλεγε: «Με συγχωρείς, αγαπητή μου, αλλά κάθεσαι πάνω στο σάλι μου, θα το τσαλακώσεις» ή «Θα σε πείραζε, αγαπητή μου, να βγεις μια στιγμή στο διάδρομο, γιατί θα ετοιμαστώ για το βράδυ;» Τούτη η παρααρωματισμένη γυναίκα συμπεριφερόταν σαν να 'ταν δικό της το κουπέ και ν' ανεχόταν τη Βασιλίσα μόνο και μόνο από καλωσύνη. Της Βασιλίσας δεν της άρεσε καθόλου να τη φωνάζουν «αγαπητή μου», αλλά δεν ήθελε ν' αρχίσει καβγά -θα 'ταν καλύτερα να βάλει τώρα τα δυνατά της και να τα πάει καλά με τους ανθρώπους, είπε στον εαυτό της, αντί να μαλώνει συνέχεια μαζί τους!
   Άρχισε να πλησιάζει το βράδυ, απλώνοντας τις μακριές γαλαζόγκριζες σκιές του πάνω στ' ανοιξιάτικα χωράφια. Ο ήλιος που έδυε κρεμόταν σαν μια μεγάλη κόκκινη μπάλα πάνω από την πορφυρή γραμμή των μακρινών δασών. Κοράκια πέταξαν απ' τα χωράφια κι έκοβαν βόλτες στον ουρανό. Και μπροστά απλώνονταν τα σύρματα του τηλέγραφου, που διακόπτονταν κάπου - κάπου από στύλους...
   Κείνο το σούρουπο έφερε στη Βασιλίσα μια ανεξήγητα βαριά μελαγχολία, όχι τόσο λύπη όσο μια βαθιά λαχτάρα για κάτι που δεν μπορούσε να περιγράψει. Τις τελευταίες μέρες είχε νιώσει μια τόσο ανακουφιστική χαρά, καθώς τέλειωνε βιαστικά τις δουλειές της κι έκανε όλες τις προετοιμασίες για το ταξίδι. Όλοι είχαν στεναχωρηθεί πολύ που την έβλεπαν να φεύγει, είχαν τόσο λυπηθεί στη σκέψη ότι μπορεί να μη την ξανάβλεπαν πια. Ακόμη και η γυναίκα του Φεοντόσεεφ είχε έρθει να τη δει, την είχε φιλήσει και είχε ψελίσει ένα συγγνώμη. Η Βασιλίσα είχε νιώσει πολύ στενόχωρα· δεν ήταν τόσο μίσος αυτό που ένιωθε για κείνη τη γυναίκα όσο τέλεια περιφρόνηση -γι' αυτήν και για τους ανθρώπους σαν αυτήν.
   Ύστερα οι φίλοι της την είχαν συνοδέψει στο σταθμό κι είχαν αναβάλει ακόμα και μια συγκέντρωση σ' ένα σπίτι για να μπορέσουν να την αποχαιρετήσουν. Είχε παραβρεθεί και η κομματική επιτροπή, καθώς και τα παιδιά από το κοινοβιακό σπίτι, κρατώντας τα χάρτινα λουλούδια που είχαν φτιάξει γι΄αυτή. Μόνο τότε η Βασιλίσα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε θυσιάσει άδικα την ενεργητικότητα και την υγεία της· μπορούσε να δει ότι οι σπόροι της κοινοβιακής ζωής είχαν πιάσει ρίζες σ' αυτούς τους ανθρώπους και ότι θα 'βγαινε οπωσδήποτε κάτι απ' αυτό. Μόλις το τραίνο άρχισε να κινείται και όλοι στάθηκαν χαιρετώντας τη με τα καπέλα, δάκρυα ξαφνικά ανάβλυσαν από τα μάτια της κι ένιωσε δυστυχισμένη που άφηνε πίσω της τόσο αγαπημένους φίλους.
   Αλλά ύστερα η πόλη είχε χαθεί από τα μάτια της και σύντομα είχαν αρχίσει να περνούν γρήγορα έξω από το παράθυρο δασάκια και προαστιακά χωριουδάκια· αμέσως το κοινοβιακό σπίτι χάθηκε απ' το μυαλό της, μαζί με τις χαρές και τις λύπες κείνου του χειμώνα, και οι σκέψεις της έτρεξαν μπροστά, ξεπερνώντας το τραίνο, στην ανυπομονησία της να δει τον αγαπημένο Βολοντέτσκα της. Ήθελε το τραίνο να τρέξει, ήθελε να οδηγήσει γρήγορα την ερωτευμένη καρδιά στον προορισμό της...
   Λοιπόν από πού είχαν ξεπηδήσει ξαφνικά τούτες οι μελαγχολικές σκέψεις; Ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται σαν να την πίεζε παγωμένο ατσάλι και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Ίσως ήταν επειδή ένα κομμάτι από τη ζωή της γλιστρούσε μακριά, ακριβώς όπως εκείνες οι εκτάσεις με τα χωράφια έξω από το παράθυρο, με το ανοιξιάτικο, μαλακό, κεχριμπαρένιο γρασίδι τους. Το 'να χωράφι μετά τ' άλλο πέρασαν μπρος απ' τα μάτια της, χωράφια που δεν τα 'χε ξαναδεί... Έκλαψε για λίγο, ήσυχα και διακριτικά· ύστερα, σκουπίζοντας τα δάκρυα ένιωσε αμέσως καλύτερα, σαν αυτά να 'χανε λύσει τον παγερό κόμπο της αγωνίας στην καρδιά της.
   Τα φώτα άναψαν στο κουπέ, οι κουρτίνες τραβήχτηκαν από τον υπάλληλο και η ατμόσφαιρα έγινε ξαφνικά φιλική και οικεία. Ήξερε πάλι πως σε δύο νύχτες θα 'βλεπε τον Βολόντια, θα τον φιλούσε ξανά -η φωνή του ζωντάνεψε στο μυαλό της, το ζεστό του στόμα, τα δυνατά του μπράτσα. Μια γλυκιά, βαριά ατονία διέτρεξε το κορμί της. Άρχισε να χαμογελάει μονάχη της κι αν δεν ήταν η νεπγούμαν που κινούνταν νευρικά μπροστά στον καθρέφτη, θ' άρχιζε να τραγουδάει από τέλεια χαρά.
   Η νεπγούμαν έφυγε, χτυπώντας πίσω της την πόρτα. Χαζογύναικο! Η Βασιλίσα έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να σκέφτεται πάλι τον Βλαντιμίρ, να ξαναθυμάται γεγονότα από την ερωτική τους ιστορία. Ήταν ερωτευμένοι εδώ και πέντε χρόνια. Πέντε χρόνια! Της φαινόταν σαν να 'χανε γνωριστεί μόλις χθες! Αλλά ύστερα δε μπορούσε να φανταστεί μια εποχή που να μην ήταν ο Βολόντια φίλος και εραστής της. Βολεύτηκε πιο άνετα στη γωνιακή θέση και, μαζεύοντας πάνω τα πόδια της, έκλεισε τα μάτια. Το βαγόνι λικνιζόταν μαλακά, αποκοιμίζοντάς τη, αλλά οι σκέψεις της συνέχισαν να τρέχουν. Θυμήθηκε την πρώτη τους συνάντηση...
   Ήταν σε μια συγκέντρωση, λίγο πριν από κείνον τον αξέχαστο Οχτώβρη. Τι εμπνευσμένες μέρες κι εκείνες! Ήταν μόνο μια χούφτα μπολσεβίκοι, αλλά σε αντιστάθμισμα είχαν δουλέψει δύο φορές πιο σκληρά. Οι μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες διασπαστές έλεγχαν εκείνη την εποχή την κατάσταση, καταδιώκοντας τους μπολσεβίκους, ως και ξυλοφορτώνοντάς τους, λέγοντας πως ήταν «Γερμανοί κατάσκοποι» ή «προδότες της πατρίδας τους»! Όμως οι μπολσεβίκοι όλο και μεγάλωναν κάθε μέρα σε αριθμό.
   Κανείς δεν ήξερε ακριβώς τι θα συνέβαινε μετά, αλλά οι μπολσεβίκοι για ένα πράγμα ήταν αποφασισμένοι -να πετύχουν την ειρήνη και ν' απομακρύνουν τους «προδότες πατριώτες» που ήθελαν να συνεχίσουν τον πόλεμο. Αυτό το 'χαν καλά ξεκαθαρισμένο και το 'χαν πολύ επιδιώξει, πολεμώντας μ' ενεργητικότητα και πάθος. Τολμηροί και αδιάλλακτοι, με μάτια να λάμπουν από μια αποφασιστικότητα που δεν είχε ανάγκη από λόγια: μπορεί να πεθάνουμε, έλεγαν, αλλά δε θα ενδώσουμε ποτέ! Κανείς δεν σκεφτόταν τον εαυτό του -κείνη η εποχή δεν ήταν για προσωπικά προβλήματα!
   Είχαν γραφτεί πολλά για τη Βασιλίσα στις εφημερίδες των μενσεβίκων και των Σοσιαλεπαναστατών -ένα σωρό ψέματα που ήταν μέρος μιας γενικής προσπάθειας να δυσφημίσουν τους μπολσεβίκους. Άσ' τους να φλυαρούνε ώσπου ν' απελπιστούνε, είχε σκεφτεί τότε, τελικά όλα θα εξυπηρετήσουν το σκοπό των μπολσεβίκων! Όπως και να 'ταν, όλο και περισσότερος κόσμος κατέληγε να πιστέψει ότι οι μπολσεβίκοι είχαν δίκιο.
   «Θα 'πρεπε να με σεβόσουν λιγάκι», είχε πει η γριά μητέρα της κλαίγοντας με λυγμούς. «Πηγαίνοντας με τους μπολσεβίκους ντρόπιασες την οικογένειά σου και πρόδωσες την πατρίδα σου!»
   Για ν' αποφύγει παρόμοιες οικογενειακές σκηνές η Βασιλίσα είχε μετακομίσει σε μια φίλη. Εκεί δεν την επηρέαζαν πια τα δάκρυα της μητέρας της και είχε ξεκόψει σιγά - σιγά από την οικογένεια. Σαν να οδηγούνταν από μια ορμητική δύναμη, είχε παθιαστεί εντελώς με τη δουλειά της για τους μπολσεβίκους. Ακόμη κι αν αυτό την κατέστρεφε, ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει να μαλώνει, ν' αγωνίζεται, να μάχεται.
   Οι αψιμαχίες έγιναν πιο εκρηκτικές, η ατμόσφαιρα όλο και πιο φορτισμένη. Όταν έφτασαν τα νέα από το Πέτρο (Πέτρογκραντ) για τις αποφάσεις των συνεδρίων, για τις ομιλίες του Τρότσκυ και τις διαταγές στο σοβιέτ του Πέτρογκραντ, φάνηκε πως θα ξεσπούσε οπωσδήποτε καταιγίδα -και ήταν τότε που είχε συναντήσει τον Βλαντιμίρ.
   Ήταν σε μια συγκέντρωση που έγινε σε μια ασφυκτικά γεμάτη σάλα, κόσμος ήταν ανεβασμένος στα περβάζια των παραθύρων, καθισμένος στο πάτωμα, στα περάσματα -ήταν σχεδόν αδύνατο ν' ανασάνεις. Η Βασιλίσα δε μπορούσε να θυμηθεί τώρα για τι πράγμα ήταν η συγκέντρωση, αλλά με τα μάτια του μυαλού της μπορούσε να δει αρκετά καθαρά την εξέδρα. Θυμόταν πως ήταν η πρώτη φορά που είχε εκλεγεί πρόεδρος ένας μπολσεβίκος. Και η επιτροπή αποτελούνταν ολοκληρωτικά από μπολσεβίκους και αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες -έπειτα ήταν εκεί κι ένας γνωστός αναρχικός από μια κοπερατίβα· ο κόσμος τον ανέφερε πάντα σαν ο «Αμερικάνος». Αυτός ήταν ο Βλαντιμίρ.
   Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε, αν κι είχε ακούσει πολλά γι' αυτόν. Μερικοί τον εκθείαζαν: «Τι άνθρωπος!» έλεγαν. «Σίγουρα ξέρει πώς να κάνει τον κόσμο να τον ακούει». Άλλοι κατέκριναν την υπερβολική τόλμη του. Αλλά είχε την υποστήριξη των ψωμάδων της κοπερατίβας και μιας ομάδας βιομηχανικών υπαλλήλων και όλοι μαζί έφτιαχναν μια μαχητική γκρούπα, μια υπολογίσιμη δύναμη.
   Οι μπολσεβίκοι χάρηκαν όταν ο Βλαντιμίρ υπερθεμάτισε τους μενσεβίκους, αλλά θύμωσαν όταν τους εναντιώθηκε. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποια ήταν η θέση του. Ο γραμματέας της ομάδας των μπολσεβίκων τον αντιπάθησε. «Είναι καλύτερα ν' αποφύγουμε τέτοιους συμμάχους. Δεν είναι παρά ένας συγχυσμένος διανοούμενος».
   Αλλά ο Στεπάν Αλεξέγεβιτς, ένας από τους πιο γέρους και πιο σεβάσμιους μπολσεβίκους της πόλης, είχε γελάσει. «Κάνετε λίγο υπομονή, μην τον πιέζετε και θα γίνει γρήγορα ένας έξοχος μπολσεβίκος. Είναι ένας δραστήριος νέος. Μονάχα δώστε του καιρό για να διώξει όλες αυτές τις συγχυσμένες αμερικάνικες ιδέες απ' τη σκέψη του».
   Η Βασιλίσα δεν είχε δώσει προσοχή σ' όλα αυτά. Στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να μπει στον κόπο να παρακολουθεί όλους αυτούς τους ανθρώπους που είχαν εμφανιστεί ξαφνικά στο προσκήνιο.
   Είχε φτάσει αργοπορημένη και λαχανιασμένη στη συγκέντρωση, όπου είχε αναλάβει να μιλήσει για την πλινθοβιομηχανία. Πάντως κείνες οι μέρες ήταν όλες μια ατέλειωτη συγκέντρωση, γιατί ήταν μια δημοφιλής δημόσια ομιλήτρια -ο κόσμος την άκουγε και τη συμπαθούσε. Τους άρεσε το γεγονός ότι μια γυναίκα, και μάλιστα μια εργάτρια, μιλούσε δημόσια. Η Βασιλίσα δεν έφευγε ποτέ από το θέμα· δε μιλούσε επιτηδευμένα και είχε αναπτύξει ένα δικό της, πολύ προσωπικό στυλ ομιλίας. Έτσι, μιλούσε πάντα σε ασφυκτικά γεμάτες σάλες.
   Φθάνοντας, είχε πάει κατευθείαν στο βήμα. Ο σύντροφος Γιουρότσκιν (που είχε σκοτωθεί στο μέτωπο αμέσως μετά) την είχε αρπάξει από το μπράτσο. «Νικήσαμε! Οι μπολσεβίκοι έχουν γραφτεί για να μιλήσουν απ' το βήμα μαζί με τους δυο αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες και τον «Αμερικάνο», που είναι το ίδιο καλός με τους μπολσεβίκους. Θα μιλήσει τώρα».
   Η Βασιλίσα έριξε μια ματιά στον Αμερικάνο και για κάποιο λόγο είχε μείνει κατάπληκτη. Ώστε έτσι ήταν ένας αναρχικός! Θα τον έπαιρνε γι' αριστοκράτη, με τον κολλαρισμένο γιακά και τη γραβάτα του, τα καλοχτενισμένα και χωρισμένα στη μέση μαλλιά του! Ήταν καλοφτιαγμένος με εξαιρετικά μακριά ματόκλαδα. Όταν ήρθε η σειρά του να μιλήσει, προχώρησε μπροστά φέρνοντας το χέρι στο στόμα καθώς καθάριζε το λαιμό του.
   «Ακριβώς σαν αριστοκράτης», έκρινε η Βασιλίσα, χαμογελώντας για κάποιο λόγο.
   Η φωνή του ήταν ευχάριστη και πειστική και είχε μιλήσει διασκεδαστικά αρκετή ώρα. Έκανε τη Βασιλίσα να γελάσει κι όταν είχε τελειώσει τον χειροκρότησε και του φώναξε μπράβο μαζί με το υπόλοιπο ακροατήριο. Όταν γύρισε στο τραπέζι του βήματος άγγιξε αθέλητα τη Βάσια και γύρισε να της ζητήσει συγγνώμη. Η Βάσια ένιωσε να κοκκινίζει και το κοκκίνισμα την έκανε ακόμη πιο αμήχανη. Τι εξοργιστικό! Αλλά ο αναρχικός κάθησε στο τραπέζι δίχως ούτε να την προσέξει και, στηρίζοντας αδιάφορα τον αγκώνα του στη ράχη της καρέκλας, άναψε τσιγάρο. Ο πρόεδρος έσκυψε από πάνω του δείχνοντας το τσιγάρο και πληροφορώντας τον ότι συνήθως απαγορευόταν το κάπνισμα εκεί. Ο Βλαντιμίρ σήκωσε μονάχα τους ώμους και συνέχισε να καπνίζει κι όταν ο πρόεδρος έστρεψε την προσοχή του αλλού, πέταξε το τσιγάρο στο πάτωμα.
   Η Βάσια τα θυμότανε όλα. Του είχε μουτρώσει, αλλά κείνος δεν είχε δώσει σημασία. Την είχε κοιτάξει μόνο όταν είχε έρθει η σειρά της να μιλήσει. Κείνη τη νύχτα είχε μιλήσει ιδιαίτερα καλά και, παρ' όλο που στεκότανε με τη ράχη γυρισμένη προς τον Βλαντιμίρ, ένιωθε πως την κοίταζε. Εγκωμίασε σκόπιμα τους μπολσεβίκους και επιτέθηκε στους μενσεβίκους, τους Σοσιαλεπαναστάτες και τους αναρχικούς -αν και κείνη την εποχή δεν ήξερε στην πραγματικότητα πολλά πράγματα για τους αναρχικούς. Κείνο μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελε να εξοργίσει τον «Αμερικάνο» για κείνο το αριστοκρατικό ύφος του.
   Κείνη την εποχή είχε μακριά μαλλιά, πλεγμένα πλεξούδα πίσω απ' το κεφάλι. Στη μέση της ομιλίας της η πλεξούδα ξέφυγε, γλιστρώντας στον ώμο της. Καθώς μιλούσε, άναβε όλο και περισσότερο ξεχνώντας εντελώς τον εαυτό της και μην παίρνοντας είδηση ότι οι φουρκέτες έπεφταν απ' τα μαλλιά της. Όταν η πλεξούδα έπεσε μπροστά της ένιωσε αμήχανα και την πέταξε πίσω. Αυτό που δεν αντιλήφθηκε ήταν ότι η πλεξούδα είχε μαγέψει εντελώς τον Βλαντιμίρ.
   «Δεν μπορούσα να σε δω κανονικά καθώς άκουγα το λόγο σου, αλλά όταν έπεσε η πλεξούδα πάνω στον ώμο σου ξαφνικά αντιλήφθηκα πως δεν ήσουν μόνο μια δημόσια ομιλήτρια, ήσουν η Βάσια η επαναστάτρια -και γυναίκα! Και μάλιστα μια τόσο αστεία γυναίκα, έτσι όπως άναβες και έπαιρνες κείνο το αγέρωχο ύφος, κουνώντας τα μπράτσα σου και βρίζοντας τους αναρχικούς, ενώ η πλεξούδα σου ξεπλεκόταν συνέχεια και τούφες από μαλλιά κυμάτιζαν πάνω στη ράχη σου σαν χρυσαφένια νήματα. Τότε ήταν που ορκίστηκα να σε γνωρίσω καλά».
   Αυτά της τα 'χε πει ο Βλαντιμίρ αργότερα, όταν είχαν γίνει πια εραστές.
   Όταν είχε τελειώσει το λόγο της, είχε αρχίσει να ξαναπλέκει βιαστικά την πλεξούδα της. Ο Κορότσκιν τής είχε μαζέψει τις φουρκέτες.
   «Σ' ευχαριστώ, φίλε μου», του 'χε πει, νιώθοντας μάλλον στενόχωρα μ' όλα κείνα τα βλέμματα πάνω της.
   Φοβήθηκε να κοιτάξει προς το μέρος του «Αμερικάνου» αλλά ήξερε πως έπρεπε να το 'χε προσέξει· πρέπει να τη νόμιζε ολότελα γελοία. Αυτή η σκέψη για κάποιο λόγο την εξαγρίωσε κι ένιωσε να γίνεται έξαλλη μαζί του. Τι την ένοιαζε κείνος ο άντρας;
   Η συγκέντρωση τελείωσε· ο κόσμος σηκώθηκε να φύγει. Ξαφνικά ο «Αμερικάνος» βρέθηκε μπροστά της.
   «Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ», είπε και της είπε το όνομά του και το λόγο που βρισκόταν εκεί.
   Έσφιξαν τα χέρια και συγχάρηκε τη Βάσια για το λόγο της. Η Βάσια κοκκίνισε πάλι κι άρχισαν να συζητάνε και να μαλώνουν υποστηρίζοντας αυτή τους μπολσεβίκους, κείνος τους αναρχικούς. Βγήκαν από τη γεμάτη σάλα στο δρόμο όπου ψιλόβρεχε και φυσούσε. Ένα αμάξι από την κοπερατίβα τον περίμενε και ο Βλαντιμίρ προσφέρθηκε να πάει τη Βασιλίσα στο σπίτι. Αυτή συμφώνησε και μπήκανε μέσα. Το αμάξι ήταν στενό και κάθησαν σιωπηλά, στριμωγμένοι δίπλα - δίπλα κάτω απ' τη χαμηλή σκεπή.
   Τώρα η Βασιλίσα κι ο Βλαντιμίρ σταμάτησαν να συζητάνε και να μαλώνουν· ήταν ήρεμοι και ήσυχοι. Δεν πέρασε από το μυαλό κανενός ότι μπορεί να ερωτεύονταν ο ένας τον άλλον. Το άλογο έτρεχε, οι οπλές του τσαλαβουτούσαν στις λακούβες κι αυτοί άρχισαν να φλυαρούν για μικροπράγματα, για τη βροχή, για τη σύσκεψη της επόμενης μέρας στην κοπερατίβα, σχετικά με τη βιομηχανία σαπουνιών. Ένιωθαν και οι δυο πολύ ευτυχισμένοι.
   Όταν τελικά έφτασαν στο σπίτι της Βάσιας κι ήρθε η ώρα να καληνυχτιστούν, ήξεραν και οι δυο ότι λυπούνταν που είχε περάσει τόσο γρήγορα η ώρα της διαδρομής, αλλά κανείς απ' τους δυο δεν είπε τίποτα.
   «Ελπίζω να μη βραχούν τα πόδια σας», είπε ανήσυχα ο Βλαντιμίρ.
   «Τα πόδια μου;» είπε η Βάσια σαστισμένη και γοητευμένη.
   Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που κάποιος τη σκεφτόταν πραγματικά, που ανησυχούσε έτσι γι' αυτήν. Άρχισε να γελάει, δείχνοντας τα άσπρα της δόντια και τότε ο Βλαντιμίρ ένιωσε την επιθυμία να την πάρει στην αγκαλιά του και να φιλήσει κείνα τα χείλια...
   Η πορτούλα του φράχτη χτύπησε καθώς ο φύλακας βγήκε έξω για να αφήσει τη Βάσια να περάσει μες στο κτίριο. «Λοιπόν αύριο!» φώναξε ο Βλαντιμίρ. «Θα ειδωθούμε στην κοπερατίβα, μην το ξεχάσεις, έτσι; Η συγκέντρωση αρχίζει στις δύο ακριβώς. Εμείς εκεί ενεργούμε με τον αμερικάνικο τρόπο!»
   Έβγαλε το καπέλο του και την αποχαιρέτησε με μια βαθιά υπόκλιση. Η Βάσια γύρισε προς την καγκελόπορτα και κοντοστάθηκε, σαν να περίμενε κάποιον. Ύστερα η πόρτα χτύπησε κλείνοντας κι απόμεινε μόνη μες στο σκοτάδι της αυλής. Στη στιγμή το όλο πράγμα της φάνηκε σαν μια απλή περιπέτεια και κυριεύτηκε από ένα συναίσθημα αγωνίας και μελαγχολίας. Ξαφνικά κάτι την έκανε να νιώσει δυστυχισμένη και θυμωμένη και συνειδητοποίησε με πόνο πόσο ασήμαντη ήταν, πόσο μηδαμινή...

   Η Βάσια καθόταν στο κουπέ, με το μάλλινο κασκόλ της διπλωμένο κάτω απ' το κεφάλι της σαν μαξιλάρι. Δεν είχε αποκοιμηθεί, αλλά ονειρευόταν, για τον έρωτά της. Σαν να 'τανε στον κινηματογράφο, η μια μπομπίνα μετά την άλλη, η μια εικόνα μετά την άλλη, ευτυχία και δυστυχία, όλα όσα είχε ζήσει με τον Βολόντια πέρασαν μπρος απ' τα μάτια της. Τούτες οι θύμησες, κατά κάποιο τρόπο ήταν τόσο ευχάριστες, που ακόμη κι η ανάμνηση περασμένων δυστυχιών έμοιαζε διασκεδαστική. Λοιπόν στο παρελθόν τα πράγματα ήταν μερικές φορές άσχημα, αλλά τώρα ήταν πολύ καλύτερα, μονολόγησε, παίρνοντας μια πιο άνετη στάση στη θέση της.

   Επικρατούσε θόρυβος κι εκνευρισμός· οι ψωμάδες ήταν ένας κλάδος με πολλές διεκδικήσεις. Ο Βλαντιμίρ ήταν ο πρόεδρός τους, το μόνο άτομο που μπορούσε ν' αναχαιτίζει την ορμητικότητά τους και, παρ' όλο που είχε σταματήσει να δουλεύει μαζί τους, κατάφερνε πάντα να τους ελέγχει. Οι φλέβες του μετώπου του θα φούσκωναν απ' την ένταση. Δεν πρόσεξε τη Βάσια, όταν αυτή μπήκε και κάθησε ήσυχα πίσω, παρατηρώντας.
   Έβγαλαν ένα ψήφισμα μομφής ενάντια στην Προσωρινή Κυβέρνηση, ζητώντας να πάρουν οι εργάτες την κοπερατίβα στα χέρια τους, κι ύστερα προχώρησαν στην εκλογή του διοικητικού τους συμβουλίου. Όλοι οι μέτοχοι, μέλη της μπουρζουαζίας και της Δούμας, αποκλείστηκαν κι έχασαν τις επενδύσεις τους. Από κει κι ύστερα η κοπερατίβα δεν ανήκε πια στις κοπερατίβες της πόλης, αλλά ήταν μια ομάδα ψωμάδων και βιομηχανικών εργατών, που συνεργάζονταν μεταξύ τους πάνω σ' ένα καινούργιο πρόγραμμα.
   Αλλά οι μενσεβίκοι δεν είχαν σκοπό να καθήσουν με σταυρωμένα χέρια μπρος σ' αυτά που συνέβαιναν, είχαν στείλει στη συγκέντρωση μερικά από τα πληρωμένα τους όργανα για να παρέμβουν. Η συγκέντρωση ήταν έτοιμη να διαλυθεί -έμενε μόνο στο διοικητικό συμβούλιο να συνέλθει- όταν ξαφνικά φάνηκε στην πόρτα ένας μενσεβίκος κομισάριος, ο αρχηγός της οργάνωσης πόλης κι ένας από τους μπράβους του Κερένσκυ. Ακολουθούνταν από μια ομάδα μενσεβίκων και Σοσιαλεπαναστατών ηγετών. Όταν ο Βλαντιμίρ τους πρόσεξε, ένα πονηρό βλέμμα φάνηκε στα μάτια του.
   «Σύντροφοι, κηρύσσω το τέλος αυτής της συγκέντρωσης», ανάγγειλε. «Το μόνο που μας απομένει είναι ν' αναλάβει καθήκοντα το διοικητικό συμβούλιο της νέας επαναστατικής κοπερατίβας των ψωμάδων. Αύριο θα γίνει μια γενική συνέλευση για τη μελέτη άλλων ζητημάτων, αλλά προς στιγμήν μπορούμε να πάμε όλοι στα σπίτια μας».
   Μίλησε με ήρεμο, σίγουρο τόνο και το ακροατήριο σηκώθηκε με θόρυβο όρθιο.
   «Σταθείτε μια στιγμή, σύντροφοι, σταθείτε», φώναξε ο κομισάριος θυμωμένα. «Μην κλείνετε ακόμη τη συγκέντρωση, σας παρακαλώ».
   «Όμως φοβάμαι πως είναι πια πολύ αργά, κύριε Κομισάριε, η συγκέντρωση έχει κιόλας κλείσει. Αν θέλετε να ενημερωθείτε για τις αποφάσεις μας, κάντε το σας παρακαλώ χωρίς να διστάζετε· νάτες, εδώ είναι. Θα στέλναμε μια αντιπροσωπεία να διαπραγματευτεί μαζί σας, αλλά μια και ήρθατε ο ίδιος προσωπικά, τόσο το καλύτερο. Είναι καιρός να μάθετε ότι η πραγματική επαναστατική συμπεριφορά απαιτεί να 'ναι οι κρατικοί υπεύθυνοι αυτοί που θα 'ρχονται στις οργανώσεις των εργατών για να παίρνουν τις πληροφορίες τους».
   Ο Βλαντιμίρ στεκόταν εκεί ατάραχος, ταχτοποιώντας τα χαρτιά του, αλλά κάτω από τις πυκνές βλεφαρίδες του τα μάτια του είχαν μια σκανταλιάρικη έκφραση. Η σάλα αντήχησε από φωνές όπως «Ακούτε, ακούτε! Σωστά τα λέει!» και πολλοί γελούσαν. Ο κομισάριος άρχισε να διαμαρτύρεται και προχώρησε προς τον Βλαντιμίρ, μιλώντας με έξαψη κι εκνευρισμό. Αλλά ο Βλαντιμίρ δεν ταράχτηκε καθόλου, έμοιαζε μονάχα να το διασκεδάζει. Μίλησε με μια δυνατή, καθαρή φωνή, έτσι που οι απαντήσεις του προς τον κομισάριο μπόρεσαν ν' ακουστούν σ' ολόκληρη τη σάλα. Το ακροατήριο χαχάνιζε και χειροκρότησε τον Βλαντιμίρ, ξεφωνίζοντας από χαρά όταν αυτός προσκάλεσε τον κομισάριο σ' ένα πάρτυ όπου θα γιόρταζαν το πέρασμα της κοπερατίβας από τη μπουρζουαζία στα χέρια των ψωμάδων.
   «Γεια σου Αμερικάνε!» φώναξαν. «Είναι τσακάλι».
   Τελικά ο κομισάριος έφυγε άπρακτος, απειλώντας ότι θα κατέφευγε στην αστυνομία.
   «Για δοκίμασε», τον αποπήρε ο Βλαντιμίρ, ενώ τα μάτια του άστραψαν κι η σάλα αντήχησε από τα λόγια του.
   «Για δοκίμασε, για δοκίμασε!» φώναξαν όλοι. Η ατμόσφαιρα στη σάλα είχε γίνει τόσο απειλητική που ο κομισάριος και οι μενσεβίκοι του αναγκάστηκαν να το σκάσουν από την πίσω πόρτα, όμως η φασαρία στη σάλα συνεχίστηκε γι' αρκετή ώρα.
   Η συνέλευση του διοικητικού συμβουλίου είχε αναβληθεί για το ίδιο βράδυ, έτσι ο κόσμος μπορούσε να πάει να τσιμπήσει κάτι. Η συγκέντρωση είχε αρχίσει απ' το πρωί κι ήταν όλοι εξαντλημένοι. Η Βάσια κινούνταν προς την έξοδο μαζί με τους άλλους, όταν νάσου και ξεπροβάλλει ο Βλαντιμίρ, ατάραχος και χαμογελαστός, ξεχωρίζοντας σχεδόν απ' όλους τους άλλους με το καθαρό μπλε σακάκι του. Αλλά σήμερα δεν έμοιαζε πια στη Βάσια γι' αριστοκράτης, σήμερα ένιωθε πως ήταν πραγματικά ένας απ' αυτούς. Έπρεπε να 'ναι μπολσεβίκος! Είχε φερθεί τόσο γενναία, ήταν φανερό πως δε θα σταματούσε μπροστά σε τίποτα. Μπορούσε να τον φανταστεί να πολεμάει με θάρρος κι ας φορούσε κολλαρισμένο γιακά!
   Η Βάσια είχε κατακλυστεί από μια ξαφνική επιθυμία να χώσει το χέρι της μ' εμπιστοσύνη μέσα στο μεγάλο χέρι του Βλαντιμίρ. Να ένας άντρας που μαζί του ένιωθε πως μπορούσε να περάσει τη ζωή της, σίγουρα κι ευτυχισμένα. Αλλά τι μπορούσε αυτή να σημαίνει για κάποιον σαν τον Βλαντιμίρ; Είδε τον εαυτό της μέσα απ' τα μάτια του και αναστέναξε. Ήταν τόσο καλοφτιαγμένος, είχε δει τόσα πολλά, είχε πάει στην Αμερική. Αυτή τι ήταν; Μόνο ένα απλό ανθρωπάκι, ένα κουτορνίθι που δεν είχε δει τίποτα έξω από την ιδιαίτερη πατρίδα της. Πώς να την έπαιρνε στα σοβαρά; Και σήμερα ούτε καν που την είχε προσέξει!
   Η φωνή του Βλαντιμίρ έκοψε τις σκέψεις της.
   «Καλημέρα συντρόφισσα Βασιλίσα! Λοιπόν τα καταφέραμε να τον κόψει κρύος ιδρώτας τον μπουρζουά κομισάριο, έτσι; Να του γίνει μάθημα· είμαι σίγουρος πως δε θα ξαναπατήσει το πόδι του εδώ. Από τώρα κι ύστερα θα του στέλνουμε τις αποφάσεις μας, έτσι μονάχα για ενημέρωση».
   Ο Βλαντιμίρ φλεγόταν κυριολεκτικά από ενθουσιασμό για το όλο θέμα και η Βάσια βρήκε τη διάθεσή του κολλητική. Μίλησαν και γέλασαν μαζί ευτυχισμένα κι αν δεν τον τραβούσαν με το ζόρι οι φίλοι του, θα 'μεναν να μιλάνε κι άλλο στο διάδρομο, να συζητάνε για τον κομισάριο και για τις αποφάσεις που ψηφίστηκαν.
   «Λοιπόν, δε γίνεται τίποτα, φοβάμαι πως πρέπει τώρα να σας αφήσω, συντρόφισσα Βασιλίσα», είπε κι αυτή διέκρινε τη λύπη στη φωνή του. Τρεμούλιασε από χαρά και σήκωσε πάνω του τα καστανά της μάτια. Ο Βλαντιμίρ έκοψε ξαφνικά στη μέση την κίνησή του και κοίταξε μέσα τους σαν να κοίταζε μες στην καρδιά της. Αυτή τον ένιωσε να πνίγεται μες στα μάτια της.
   «Πάψε να χαζεύεις, Βλαντιμίρ! Μας καθυστερείς και πνιγόμαστε στη δουλειά!»
   «Έρχομαι!» φώναξε στους φίλους του και, σφίγγοντας το χέρι της Βάσιας, έφυγε γρήγορα. Η Βάσια έφυγε κι αυτή και περιπλανήθηκε στην πόλη δίχως να ξέρει πού πάει, δίχως να βλέπει μήτε ανθρώπους μήτε δρόμους, μονάχα τον Βλαντιμίρ. Κάτι τέτοιο δεν της είχε συμβεί ποτέ άλλοτε στη ζωή της...
   Ύστερα άρχισαν να συναντιούνται πιο συχνά. Ένα παγερό χειμωνιάτικο βραδάκι έφυγαν μαζί από τη συνεδρίαση του σοβιέτ. Είχε ξαστεριά κι ένα φρέσκο, λευκό χιόνι σκέπαζε το χώμα, τις στέγες και τους φράχτες και τύλιγε τα δέντρα με τις πουπουλένιες νιφάδες του. Είχε περάσει ο Οκτώβρης κι η εξουσία ήταν πια σταθερά στα χέρια των σοβιέτ. Οι μενσεβίκοι και οι δεξιοί Σοσιαλεπαναστάτες είχαν απομακρυνθεί, μ' όλο που οι διεθνιστές παρέμεναν σαν πρόβλημα. Τώρα μια ομάδα κυριαρχούσε -οι μπολσεβίκοι. Η δύναμή τους αυξανόταν σταθερά κι όλοι οι εργάτες, ως τον τελευταίο, τους υποστήριζαν. Τώρα μόνο οι μπουρζουάδες, οι παπάδες κι οι αξιωματικοί ήταν εναντίον τους και τα σοβιέτ δεν τους τη χάριζαν καθόλου. Τα κύματα της επανάστασης δεν είχαν καταλαγιάσει ακόμη και η ζωή απείχε απ' το να ξαναγίνει ομαλή. Οι Ερυθροφρουροί περιπολούσαν στους δρόμους των πόλεων και κάπου - κάπου σημειώνονταν εδώ και κει συμπλοκές. Αλλά παρ' όλα αυτά φαινόταν ότι οι σκληρότεροι αγώνες είχαν τελειώσει.
   Η Βασιλίσα και ο Βλαντιμίρ μιλούσαν για τις μέρες που είχαν πάρει την εξουσία στην πόλη. Ήταν οι ψωμάδες του Βλαντιμίρ που 'χαν σώσει την κατάσταση. Ήταν γενναίοι και πιστοί και ο Βλαντιμίρ δικαιολογημένα ήταν περήφανος γι' αυτούς. Χάρη σ' αυτούς είχε εκλεγεί στο σοβιέτ.
   Περπατούσαν δίπλα - δίπλα στους ήσυχους δρόμους. Κάθε τόσο ένας Ερυθροφρουρός θα τους σταματούσε και θα τους ρωτούσε το σύνθημα. Ο Βλαντιμίρ φορούσε όπως και κείνοι ένα κόκκινο περιβραχιόνιο κι ένα γούνινο καπέλο, γιατί είχε καταταχτεί την Ερυθροφρουρά. Είχε λαβωθεί κι αυτός απ' τον εχθρό και η Βάσια είχε δει το μανίκι του με την τρύπα από τη σφαίρα στον ώμο.
   Αν και βλέπονταν συχνά, έμοιαζε να μην είχαν ποτέ αρκετό καιρό να μιλήσουν κανονικά. Τώρα, χωρίς να το 'χουνε κανονίσει απ' τα πριν, είχαν μόλις φύγει απ' τη συνέλευση μαζί και είχαν νιώσει αμέσως άνετα κι οι δυο. Είχαν τόσα πολλά να πουν, σαν δυο παλιοί φίλοι. Και τότε, απροσδόκητα, θα σταματούσανε την κουβέντα, νιώθοντας αμέσως ένα γερό δέσιμο ανάμεσά τους.
   Πέρασαν το σπίτι της Βάσιας δίχως καν να το προσέξουν και, πριν ακόμη το καταλάβουν, περιπλανιόντουσαν στα προάστια της πόλης. Σταμάτησαν κατάπληκτοι κι άρχισαν να γελάνε. Πού στο καλό βρίσκονταν; Ύστερα σώπασαν κι οι δυο, κοιτώντας τον ουρανό και τα λαμπερά αστέρια. Πόσο ωραία ήταν όλα! Κείνη τη στιγμή ένιωσαν νέοι και πολύ ευτυχισμένοι.
   Η Βάσια είπε: «Στο χωριό όπου μεγάλωσα δεν είχαμε ποτέ ρολόι, έτσι μαθαίναμε να διαβάζουμε την ώρα απ' τ' αστέρια. Ο πατέρας μου ήξερε κάθε αστέρι και έβρισκε πάντα τη σωστή ώρα».
   Τότε ο Βλαντιμίρ άρχισε να της μιλάει για τα παιδικά του χρόνια. Προερχόταν από μια πολύ μεγάλη αγροτική οικογένεια που τα 'βγαζε πέρα πάντοτε με μεγάλη δυσκολία. Ο Βλαντιμίρ λαχταρούσε να πάει σχολείο, αλλά το σχολείο ήτανε μακριά, έτσι έπεισε την κόρη του παπά να τον αφήνει να ταΐζει τις χήνες της και κείνη σ' αντάλλαγμα να του μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει. Η φωνή του Βλαντιμίρ γινόταν όλο και πιο τρυφερή και μελαγχολική, καθώς αφηγούνταν για την ύπαιθρο και τα χωράφια και τα δασάκια κοντά στο πατρικό του σπίτι. Και μόνο να τον κοιτάς φτάνει, σκέφτηκε η Βάσια τρυφερά και από κείνη τη στιγμή της έγινε ακόμα πιο αγαπητός.
   Της είπε ότι έφηβος ακόμα είχε πάει στην Αμερική, αποφασισμένος να βρει κάποια θέση εκεί. Μετά από δύο χρόνια, που δούλεψε σαν φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, τον είχαν γράψει τελικά στη μαύρη λίστα γιατί είχε πάρει μέρος σε μια απεργία. Έτσι είχε αναγκαστεί να αφήσει κείνη την πολιτεία και η ζωή του είχε γίνει δύσκολη. Είχε πεινάσει, είχε κάνει ό,τι δουλειά έβρισκε μπροστά του. Στην αρχή είχε δουλέψει σαν καθαριστής σ' ένα πολυτελές ξενοδοχείο -και μόνο να 'βλεπε η Βάσια όλον εκείνο το φανταχτερό κόσμο! Κι όσο για τις γυναίκες, στολισμένες με τα τούλινα φουστάνια τους, τα διαμάντια και τα μετάξια τους...!
   Ύστερα είχε δουλέψει για λίγο σαν θυρωρός σ' έναν οίκο μόδας. Έπαιρνε καλά λεφτά, αλλά τον είχαν προσλάβει μόνο και μόνο γιατί είχε το κατάλληλο ύψος και παρουσιαστικό και του πήγαινε η στολή με τα σειρήτια. Η δουλειά τον έκανε να βαριέται φοβερά και με το ζόρι μπορούσε να συγκρατήσει την οργή του στη θέα όλων εκείνων των πλούσιων πελατών. Έπειτα είχε βρει μια δουλειά σα σωφέρ κι έκανε εκατοντάδες μίλια με την πολυτελέστατη λιμουζίνα ενός πλούσιου βαμβακέμπορου, διασχίζοντας την Αμερική απ' άκρη σ' άκρη. Αλλά κι αυτή τη δουλειά τη βαρέθηκε γρήγορα -δεν ήταν παρά μια μισθωτή σκλαβιά, όπως όλες οι άλλες δουλειές που είχε κάνει. Όμως τούτος ο επιχειρηματίας τον είχε ενθαρρύνει να δουλέψει στην επιχείρησή του· είχε γίνει υπάλληλος κι είχε αρχίσει να παίρνει μαθήματα λογιστικής. Και τότε, το Φλεβάρη του 1917, ξέσπασε η επανάσταση στη Ρωσία. Τα 'χε παρατήσει αμέσως όλα κι είχε γυρίσει πίσω.
   Αλλά η Αμερική, είπε, ήταν ένας διαφορετικός κόσμος. Ένα σωρό πράγματα του άρεσαν εκεί. Λογουχάρη, κείνος ο επιχειρηματίας τον είχε υπερασπιστεί και τον είχε βγάλει μάλιστα έξω με εγγύηση, όταν, σαν μέλος μιας παράνομης οργάνωσης, είχε σταλεί στη φυλακή μετά από μια συμπλοκή με την αστυνομία. Κείνη η αφοσίωση τον είχε εντυπωσιάσει.
   Συνέχισαν να περπατάνε, από τον ένα δρόμο στον άλλον, και η Βάσια άκουγε την αφήγηση του Βλαντιμίρ. Τίποτα δεν τον σταματούσε! Ήθελε να διηγηθεί στη Βάσια όλη την ιστορία της ζωής του. Έφτασαν πάλι στην αυλόπορτα του σπιτιού της Βάσιας.
   «Νομίζεις πως θα μπορούσα να 'ρθω να πιω ένα τσάι μαζί σου, Βασιλίσα;» ρώτησε ο Βλαντιμίρ. «Ο λαιμός μου είναι τελείως στεγνός κι ύστερα δε νυστάζω καθόλου».
   Η Βάσια δίστασε: η φίλη που έμενε μαζί της σίγουρα θα κοιμόταν. Αλλά δεν πείραζε. Μπορούσαν να την ξυπνήσουν και να πάρουν το τσάι τους κι οι τρεις μαζί -αυτό θα 'ταν ακόμη πιο διασκεδαστικό. Γιατί να μην μπορούσε να προσκαλέσει τον «Αμερικάνο» της; Δεν μπορούσε ν' αντέξει να τον αφήσει εκείνη τη στιγμή.
   Μπήκαν μέσα και ο Βλαντιμίρ τη βοήθησε ν' ανάψει το σαμοβάρι. «Πρέπει κανείς να βοηθάει πάντα τις κυρίες», είπε. «Αυτό είναι κάτι δεδομένο στην Αμερική». Κάθησαν να πιουν το τσάι τους, κάνοντας αστεία και πειράζοντας τη φίλη της Βασιλίσας, που την είχαν σηκώσει με το ζόρι απ' το κρεβάτι και που καθόταν εκεί ανοιγοκλείνοντας νυσταγμένα τα μάτια. Η Βασιλίσα ήταν τρομερά ευτυχισμένη. 
   Ο Βλαντιμίρ ξανάπιασε να μιλάει για την Αμερική, για όλες τις ωραίες γυναίκες με τις μεταξωτές κάλτσες που έφταναν στον οίκο μόδας με τ' αυτοκίνητά τους, ενώ αυτός τους άνοιγε την πόρτα με τη στολή με τα σειρήτια και το φτερωτό, τρίκωχο καπέλο του. Μια φορά μια γυναίκα του 'χε δώσει κρυφά ένα ραβασάκι, προτείνοντάς του ένα ερωτικό ραντεβού, αλλά αυτός δεν είχε πάει. Δεν του άρεσαν κείνα τα θηλυκά με τις μικρο - παράνομες σχέσεις τους. Μια άλλη γυναίκα του 'χε δώσει ένα τριαντάφυλλο. Καθώς η Βάσια άκουγε τούτες τις ιστορίες άρχισε να νιώθει όλο και πιο μικρή όλο και λιγότερο ελκυστική -όλη η χαρά στέγνωσε στην καρδιά της. Σκυθρώπιασε. «Λοιπόν υποθέτω πως θα 'χες ερωτευτεί όλες εκείνες τις όμορφες γυναίκες;» ρώτησε με μια άτονη φωνή και αμέσως θύμωσε με τον εαυτό της που έκανε μια τόσο ανόητη ερώτηση.
   Ο Βλαντιμίρ την κοίταξε προσεκτικά και κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
   «Σ' όλη μου τη ζωή, Βασιλίσα Ντεμέντεβνα, κράτησα την καρδιά και την αγάπη μου αγνή. Το κορίτσι που θα ερωτευτώ θα πρέπει να 'ναι το ίδιο αγνό. Δεν ήταν τίποτα άλλο από πόρνες κείνες οι γυναίκες, δεν ήταν καλύτερες από ένα μάτσο γυναίκες του δρόμου».
   Η χαρά ξαναπλημμύρισε την καρδιά της -και κει πάγωσε. Ώστε μόνο παρθένα επρόκειτο να ερωτευτεί, δεν ήταν έτσι; Λοιπόν, αυτή δεν ήταν παρθένα! Στην αρχή ήταν κείνη η σύντομη ερωτική ιστορία με τον Πέτια Ραζγκούλωφ, που δούλευε στο τμήμα των μηχανών. Αλλά ύστερα τον είχαν καλέσει στο μέτωπο. Ύστερα ήταν ο οργανωτής του κόμματος και υπολόγιζαν μάλιστα να παντρευτούν. Αλλά αναγκάστηκε κι αυτός να φύγει κι όταν σταμάτησε να της γράφει, τελικά τον ξέχασε...
   Το εννοούσε πραγματικά ο Βλαντιμίρ όταν έλεγε πως μπορούσε να ερωτευτεί μόνο παρθένα; Η Βάσια τον κοίταξε επίμονα, προσπαθώντας να παρακολουθήσει αυτά που έλεγε, αλλά από κείνη τη στιγμή κι ύστερα ήταν σε μια τέτοια κατάσταση πανικού, που δεν μπορούσε πια να βρει άκρη σε τίποτα.
   Αυτός υπέθεσε πως έπρεπε να την έκανε να πλήξει με τις ιστορίες του και ξαφνικά σταμάτησε να μιλάει, σηκώθηκε κι έφυγε. Τη χαιρέτησε βιαστικά και μάλλον ψυχρά και τα μάτια της Βάσιας γέμισαν δάκρυα. Ένιωσε την επιθυμία να τυλίξει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, αλλά την ήθελε πραγματικά; Έκλαψε με λυγμούς όλη τη νύχτα, παίρνοντας όρκο πως θα απέφευγε από κει και πέρα τον «Αμερικάνο». Για ποιο λόγο να τον ξανασυναντήσει, τι μπορούσε να σημαίνει αυτή για κείνον, αν είχε την πρόθεση να ερωτευτεί μόνο μια παρθένα;
   Αλλά παρ' όλο που η Βάσια είχε ίσως την πρόθεση να αποφύγει τον «Αμερικάνο», στην πραγματικότητα η σχέση τους έγινε πολύ σύντομα ακόμη στενότερη. Στη συνέλευση της επιτροπής για την εκλογή καινούργιου δημάρχου έγινε ένας καβγάς· μερικοί πρότειναν τον Βλαντιμίρ, αλλά άλλοι δεν ήθελαν ούτε ν' ακούσουν γι' αυτόν, ιδιαίτερα ο γραμματέας του Κόμματος που δε θα υποχωρούσε με κανέναν τρόπο. «Ολόκληρη η πόλη είχε κιόλας ξεσηκωθεί ενάντια στον «Αμερικάνο»», είπε, «που περιφέρεται με τ' αμάξι του σαν κανένας τσαρικός τοπικός κυβερνήτης, βγάζοντας το καπέλο του, κατά την αρχοντική συνήθεια, σ' όλους ανεξαιρέτως». Οι μέσοι άνθρωποι τον θεωρούσαν δημόσια απειλή· δε θα δεχόταν την κομματική πειθαρχία και υπήρχαν πρόσφατα περισσότερα από ένα παράπονα ότι δεν έδινε σημασία στα ψηφίσματα του Κόμματος στην κοπερατίβα.
   Η Βάσια υποστήριξε θερμά το Βλαντιμίρ σ' αυτή τη συνέλευση, αν και σίγουρα ένιωθε πως ήταν τρελός να κορδώνεται έτσι. Φοβόταν μάλιστα πως θα τον χαρακτήριζαν πάλι αναρχικό. Ήταν τόσο ανόητο να μην του δείχνουν εμπιστοσύνη -σαν εργάτης ήταν ισάξιος κάθε μπολσεβίκου! Ο Στεπάν Αλεξέγεβιτς υποστήριξε κι αυτός το Βλαντιμίρ κι έβαλαν το θέμα σε ψηφοφορία. Εφτά ήταν κατά, έξι υπέρ -με αποτέλεσμα να καταψηφιστεί.
   Μόλις ο Βλαντιμίρ έμαθε την απόφαση της επιτροπής, κυριεύτηκε από οργή κι άρχισε να βρίζει τους μπολσεβίκους. Πώς μπορούσαν να μη του δείχνουν εμπιστοσύνη τη στιγμή που είχε δουλέψει μ' όλη του την ψυχή για την επανάσταση; «Τσιράκια του συγκεντρωτισμού, του συνταγματισμού», ούρλιαξε. «Το μόνο που θέλετε είναι να φτιάξετε το δικό σας αστυνομικό κράτος!» Συνέχισε στον ίδιο τόνο, προειδοποιώντας τους για την Αμερική, όπου διέταζαν τον κόσμο για όλα και του απαγόρευαν το κάθε τι και όπου εμποδιζόταν συνεχώς το διεθνές κίνημα. Όλα αυτά τρόμαξαν ακόμη περισσότερο την επιτροπή και ζήτησαν από το Βλαντιμίρ να υποταχτεί στην απόφασή τους.
   Αλλά η έχθρα συνεχίστηκε και γινόταν όλο και πιο πικρή, με τη Βάσια να βασανίζεται να υποστηρίξει το Βλαντιμίρ και να τσακώνεται ώσπου να βραχνιάζει η φωνή της. Ύστερα αναφέρθηκε στο σοβιέτ μια νέα περίπτωση: ακόμη μια φορά η κοπερατίβα του Βλαντιμίρ είχε αποτύχει να πραγματοποιήσει μια συγκεκριμένη διαταγή.
   Ο Βλαντιμίρ, ερχόμενος αντιμέτωπος με το σοβιέτ, απλώς συνέχισε να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια: «Δεν αναγνωρίζω αυτά τα αστυνομικά μέτρα! Το κάθε τμήμα πρέπει να 'χει τους δικούς του κανόνες κι όσο για την πειθαρχία, δεν δίνω δεκάρα για την πειθαρχία σας! Δεν κάναμε την επανάσταση, δε χύσαμε το αίμα μας, δε διώξαμε τη μπουρζουαζία μόνο και μόνο για να πάμε να κρεμαστούμε σ' άλλη θηλειά. Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι αρχηγοί που εμφανίστηκαν ξαφνικά για να μας διατάξουν; Σαν να μην ξέραμε εμείς οι ίδιοι πώς να δώσουμε τις διαταγές!»
   Είχαν γίνει άγριοι τσακωμοί, είχαν ακουστεί απειλές. «Αν δε δέχεσαι τις διαταγές, θ' αναγκαστούμε να σε αποβάλουμε από το σοβιέτ», προειδοποίησε ο πρόεδρος.
   «Για δοκιμάστε!» φώναξε ο Βλαντιμίρ, ενώ μια λάμψη πέρασε από τα μάτια του. «Οι ψωμάδες μου είναι πραγματικοί αγωνιστές. Αν τους πάρω από την πολιτοφυλακή, ποιον θα 'χετε να σας υπερασπιστεί; Θα συντριβείτε κάτω από την φτέρνα των μπουρζουάδων, γιατί προς τα εκεί βαδίζετε. Αυτό δεν είναι σοβιέτ, είναι παράρτημα της τσαρικής αστυνομίας!»
   Αυτή η παρατήρηση πλήγωσε τη Βάσια στο ευαίσθητο σημείο της. Γιατί έπρεπε να το πει αυτό; Ο Βλαντιμίρ, κατάχλωμος, συνέχισε να υπερασπίζει τη θέση του και να αμύνεται, ενώ όλοι γύρω του άρχισαν ν' ανάβουν όλο και περισσότερο.
   «Συλλάβετέ τον!» φώναξαν. «Διώξτε τον! Πετάχτε τον έξω, τον ανίκανο χαραμοφάη!»
   Ο Στεπάν Αλεξέγεβιτς ήταν αυτός που έσωσε την κατάσταση. Πρότεινε να πάει ο Βλαντιμίρ σ' ένα άλλο δωμάτιο, αφήνοντας το σοβιέτ να συζητήσει την όλη υπόθεση δίχως αυτόν. Ο Βλαντιμίρ έφυγε, μαζί του κι η Βάσια.
   Ήταν θυμωμένη μαζί του που είχε αφεθεί να εξακοντίσει τέτοιους ανόητους λίβελους· και τη στιγμή που είχε αποδείξει ποιος ήταν με την αφοσίωσή του στο σοβιέτ! Αλλά έπειτα, μπορούσε πραγματικά να κριθεί κανείς από παρόμοιες αυθόρμητες παρατηρήσεις; Γιατί δεν τον έκριναν από τις πράξεις του; Όλοι ξέρανε πόσο υπεράσπισε ο Βλαντιμίρ τα σοβιέτ και ότι αν δεν ήταν αυτός, πολύ πιθανό να μην υποστήριζαν τους μπολσεβίκους τα σοβιέτ τον Οκτώβρη. Ήταν αυτός που 'χε αφοπλίσει τους αξιωματικούς, ήταν αυτός που είχε αναγκάσει το δήμαρχο να εγκαταλείψει την πόλη και είχε βγάλει τους υποστηριχτές του δημάρχου στους δρόμους, λέγοντάς τους: «Λοιπόν, μπρος προχωρείστε! Καθαρίστε τους δρόμους απ' το χιόνι».
   Μπορούσαν να τον πετάξουν απ' το σοβιέτ μόνο και μόνο για τον ευέξαπτο χαρακτήρα του; Η Βάσια ήταν φοβερά αναστατωμένη όταν μπήκε στο δωμάτιο πίσω από την αίθουσα συνελεύσεων. Ο Βλαντιμίρ καθόταν στο τραπέζι βυθισμένος σε μελαγχολία, με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω στο μπράτσο του. Της έριξε μια ματιά, τα μάτια του άστραψαν από θυμό. Έμοιαζε τόσο αναστατωμένος κι ανήσυχος -ξαφνικά φάνηκε στη Βάσια σαν πληγωμένο, μικρό κι ευαίσθητο παιδάκι. Υποσχέθηκε στον εαυτό της να μη σταθεί μπροστά σε κανένα εμπόδιο, προκειμένου να τον προστατέψει.
   «Ώστε φοβήθηκαν οι συνταγματιστές μας», άρχισε κεφάτα ο Βλαντιμίρ. «Πιστεύεις πως ήταν οι απειλές μου που τους τρόμαξαν; Αλλά...»
   Κόμπιασε. Η έκφραση της Βάσιας εκδήλωνε συμπάθεια και αποδοκιμασία.
   «Ξέρεις, είχες άδικο, Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς, και τώρα μόνο τον εαυτό σου πρέπει να κατηγορήσεις γι' αυτό. Τι σ' έπιασε και τους είπες όλα εκείνα; Δε βλέπεις πως γι' αυτούς μόνο ένα πράγμα μπορούν να σημαίνουν -ότι εναντιώνεσαι στο σοβιέτ;»
   «Και θα συνεχίσω να του εναντιώνομαι όσο θα λειτουργεί σαν την τσαρική αστυνομία», επέμενε πεισματάρικα ο Βλαντιμίρ.
   «Πώς μπορείς να λες τέτοια πράγματα; Το ξέρεις πως δεν πιστεύεις λέξη απ' αυτά!»
   Η Βάσια κινήθηκε προς το μέρος του· κείνη τη στιγμή ένιωσε πολύ μεγαλύτερή του. Τον κοίταξε στοργικά και σοβαρά. Ο Βλαντιμίρ την κοίταξε μέσα στα μάτια, αλλά δεν είπε τίποτα.
   «Έλα, παραδέξου το, έχασες την ψυχραιμία σου».
   Ο Βλαντιμίρ έσκυψε το κεφάλι. «Έγινε χάος η όλη υπόθεση. Είναι έξαλλοι μαζί μου». Κοίταξε πάλι τη Βάσια στα μάτια σαν ένα παιδί που ζητάει συγγνώμη από τη μητέρα του.
   «Δε γίνεται τίποτα, είν' ανώφελο», είπε με μια κίνηση απελπισίας. Η καρδιά της Βάσιας γέμισε με πόνο και τρυφερότητα γι' αυτόν τον άντρα, που της είχε γίνει τόσο αγαπητός. Έβαλε το χέρι της στο κεφάλι του και το χάιδεψε μαλακά.
   «Μη χάνεις το θάρρος σου, σε παρακαλώ, Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς, δεν πρέπει να απελπίζεσαι. Αυτό δε θα λύγιζε ποτέ έναν αναρχικό! Μόνο πρέπει να πιστεύεις στον εαυτό σου, Βλαντιμίρ, και να μην επιτρέπεις στους άλλους να σε βρίζουν».
   Η Βάσια στεκόταν πάνω από τον Βλαντιμίρ, χαϊδεύοντας το κεφάλι του. Το ακούμπησε μ' εμπιστοσύνη στο στήθος της.
   «Ξέρεις, πέρασα πολύ δύσκολη ζωή, δέχτηκα πολλά χτυπήματα στα νιάτα μου. Φαντάστηκα πως θα μπορούσαμε να δουλέψουμε όλοι για την επανάσταση σαν αληθινοί φίλοι, αλλά νομίζω πως δε θα γίνει τελικά έτσι».
   «Όλα θα πάνε μια χαρά», είπε η Βάσια. «Πρέπει να μάθουμε να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον, αν πρόκειται να δουλέψουμε μαζί».
   «Όχι, δεν θα πάνε τα πράγματα μια χαρά. Δε βλέπεις, ούτε να συνεννοηθώ δε μπορώ με τους ανθρώπους».
   «Μα θα μάθεις, είμαι σίγουρη γι' αυτό».
   Η Βάσια σήκωσε το πρόσωπο του Βλαντιμίρ προς το δικό της, κοιτώντας τον μέσα στα μάτια σαν να 'θελε να τον εμπνεύσει με την εμπιστοσύνη της. Αλλά τα μάτια του ήταν γεμάτα μονάχα από ανησυχία και δυστυχία. Έσκυψε πάνω του κι άρχισε να του φιλά απαλά τα μαλλιά.
   «Πρέπει να προσπαθήσεις να διορθώσεις τα πράγματα αμέσως. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ζητήσεις συγγνώμη, να τους πεις πως έχασες την ψυχραιμία σου κι ότι σε παρεξήγησαν».
   «Εντάξει», συμφώνησε ταπεινά ο Βλαντιμίρ, κοιτώντας τη σα να ζητούσε την υποστήριξή της. Ύστερα πηγαίνοντας ξαφνικά προς το μέρος της, την άρπαξε μέσα στα μπράτσα του και την έσφιξε δυνατά πάνω του, φιλώντας την παθιασμένα.
   Η Βάσια έτρεξε πίσω στην αίθουσα συνελεύσεων και πήγε κατευθείαν στον Στεπάν Αλεξέγεβιτς. Έπρεπε να σώσει το Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς.
   Τελικά το επεισόδιο ταχτοποιήθηκε, αλλά εξακολούθησε να υπάρχει μια εχθρότητα για τον Βλαντιμίρ και δυο στρατόπεδα άρχισαν να εμφανίζονται μέσα στο σοβιέτ. Έμοιαζαν να 'χαν τελειώσει πραγματικά οι παλιές μέρες της φιλικής συνεργασίας ... 
   Ταξιδεύοντας τώρα μέσα στο σκοτεινό τραίνο η Βάσια θα 'θελε να μπορούσε να βάλει χαλινάρι σε τούτες τις θύμησες, αλλά κείνες συνέχιζαν να κατακλύζουν το μυαλό της. Θέλησε να θυμηθεί πώς ακριβώς είχε αρχίσει η ερωτική ιστορία τους. Ήταν αμέσως μετά το επεισόδιο στο σοβιέτ. Ο Βλαντιμίρ είχε αρχίσει να τη συνοδεύει συστηματικά ως το σπίτι της, είχαν αρχίσει ν' αποζητούν ο ένας τη συντροφιά του άλλου.
   Κάποια φορά, όταν το κορίτσι που μοιραζόταν το διαμέρισμα με τη Βάσια έλειπε, την είχε αρπάξει μέσα στην αγκαλιά του. Τα φιλιά του ήταν τόσο παθιασμένα -ακόμη και τώρα μπορούσε να θυμηθεί κείνα τα φιλιά. Αλλά είχε τραβηχτεί από την αγκαλιά του και τον είχε κοιτάξει ίσια στα μάτια.
   «Όχι, Βολόντια, σε παρακαλώ, όχι. Δε θέλω να ξεγελάμε ο ένας τον άλλον».
   Την κοίταξε ξαφνιασμένος και μπερδεμένος.
   «Μα γιατί θα 'πρεπε να σε ξεγελάσω, Βάσια; Δεν το είδες ότι σε ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα;»
   «Όχι, δεν είν' αυτό, Βολόντια, υπάρχει κάτι άλλο. Ναι, σε πιστεύω, αλλά... Όχι, σε παρακαλώ, σταμάτα! Βλέπεις, κάποτε μου είπες πως θα ερωτευόσουν κάποια που θα ήταν παρθένα, λοιπόν, εγώ δεν είμαι παρθένα, Βολόντια, είχα προηγούμενα εραστές...»
   Έτρεμε καθώς μιλούσε, από φόβο μήπως κι έχανε όλη αυτή την καινούργια ευτυχία.
   Αλλά αυτός την έκοψε.
   «Νομίζεις πως με νοιάζει για τους προηγούμενους δεσμούς σου; Τώρα ανήκεις σε μένα, Βάσια, και για μένα είσαι το πιο γλυκό, το πιο αγνό άτομο σ' όλον τον κόσμο. Λοιπόν, μ' αγαπάς, Βάσια; Στ' αλήθεια μ' αγαπάς; Δεν μπορώ να το πιστέψω πως είσαι δικιά μου, δικιά μου, και κανενός άλλου! Και τώρα μην τολμήσεις να μου ξανααναφέρεις κάποιον από τους παλιούς δεσμούς σου, άκουσες; Μη μου μιλήσεις γι' αυτούς, δε θέλω να ξέρω! Το μόνο που με νοιάζει είναι πως τώρα ανήκεις σε μένα...!»
   Και έτσι είχαν γίνει εραστές.

   Ήταν σκοτεινά τώρα στο κουπέ. Η άλλη γυναίκα ήταν ξαπλωμένη και όλο το κουπέ ήταν πλημμυρισμένο απ' τη μυρωδιά της κολώνιας της. Η Βασιλίσα ήταν ξαπλωμένη στο πάνω κρεβάτι και προσπαθούσε να κοιμηθεί. Αλλά όσο κι αν προσπαθούσε, δεν την έπιανε ύπνος· οι θύμησες απ' το παρελθόν της με το Βολόντια ήταν πάρα πολύ ζωντανές. Και κάπου στο βάθος της ψυχής της είχε την αίσθηση πως το παρελθόν είχε στ' αλήθεια τελειώσει, η ευτυχία των τεσσάρων περασμένων χρόνων ήταν μόνο μια θύμηση. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί το 'νιωθε τόσο έντονα, τη στιγμή που οι ζωές και των δυο ανοίγονταν μπρος τους. Ένιωθε μόνο, για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να εξηγήσει, ότι ο έρωτάς τους είχε αλλάξει -ένιωθε ακόμη πως κι αυτή η ίδια είχε αλλάξει...
   Έμενε ξαπλωμένη εκεί, κάνοντας μελαγχολικές σκέψεις μες στο σκοτάδι, με τα χέρια διπλωμένα πίσω απ' το κεφάλι. Δεν είχε ποτέ καιρό να σκεφτεί τα περασμένα τρία χρόνια. Καταλάβαινε τώρα πως ήταν τόσο πολύ απασχολημένη, ώστε πολλά πράγματα δεν τα 'χε σκεφτεί στην πραγματικότητα ποτέ, πράγματα που είχε καταφέρει με κάποιο τρόπο να διώξει απ' το μυαλό της· όλες τις διαφωνίες, λογουχάρη, του Βολόντια με το Κόμμα, όλα κείνα τα μαλώματα με τα τμήματα. Τον πρώτο καιρό ήταν πολύ λιγότερα και κείνος ήταν ολότελα διαφορετικός. Βέβαια γίνονταν τσακωμοί και τα χαλούσε συχνά με τις αρχές, αλλά η Βάσια τον έκανε πάντα να δει τα πράγματα λογικά, γιατί εμπιστευόταν την κρίση της κι άκουγε τη συμβουλή της.
   Όταν, λογουχάρη, είχε εξαπολυθεί η επίθεση των Λευκών και είχε απειληθεί η πόλη, ο Βλαντιμίρ είχε φύγει αμέσως για το μέτωπο. Η Βάσια δεν προσπάθησε να τον εμποδίσει να πάει, αλλά επέμενε να γραφτεί πρώτα στο Κόμμα. Μετά από πολλές φασαρίες και τσακωμούς, είχε τελικά προσχωρήσει. Έγινε μπολσεβίκος κι ύστερα έφυγε.
   Δεν έγραφαν πολύ συχνά γράμματα ο ένας στον άλλον. Αυτός θ' ανταπέδιδε τις πεταχτές επισκέψεις της για μια ή δυο μέρες κι ύστερα δε θα βλέπονταν για βδομάδες, ακόμη και μήνες καμιά φορά. Αυτό ήταν αναπόφευκτο και στην πραγματικότητα δεν είχαν καιρό ούτε να νιώσουν πάρα πολύ την έλλειψη ο ένας του άλλου.
   Ύστερα, ξαφνικά, η Βασιλίσα έμαθε απ' την επιτροπή ότι ο Βλαντιμίρ κατηγορούνταν για κάτι. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι είχε κάνει. Δούλευε στο τμήμα εφοδιασμού και προφανώς είχε κάνει κάποιο μπέρδεμα στους λογαριασμούς του· υπήρχε μάλιστα και μια υποψία πως έκλεβε.
   Η Βάσια εξοργίστηκε μόλις το άκουσε. «Είναι όλα ψέματα!» είχε πει. «Δεν πιστεύω λέξη! Δεν είναι τίποτ' άλλο από αισχρά ψέματα!» Παρ' όλα αυτά, έγινε φανερό πως ήταν κάτι σοβαρό κι έτσι είχε ριχτεί με μανία στη διερεύνηση της υπόθεσης. Στην πραγματικότητα δεν είχε συλληφθεί ο Βλαντιμίρ, αλλά τον είχαν πάψει από τη δουλειά του. Αυτή είχε παρακαλέσει τον Στεπάν Αλεξέγεβιτς να της δώσει την άδεια να μεταφέρει δέματα στο μέτωπο και τρεις μέρες αργότερα είχε φτάσει εκεί. Αυτή ήταν η πρώτη επίσκεψή της στον Βολόντια.

   Το ταξίδι ήταν γεμάτο εμπόδια -καθυστερήσεις και τραίνα που αποσυνδέονταν σ' όλη τη διαδρομή. Στην αρχή ανακάλυψε πως δεν είχε τα απαιτούμενα χαρτιά, ύστερα αποσυνδέθηκε το βαγόνι με τα εμπορεύματα. Σχεδόν αρρώστησε από τη στεναχώρια της. Κι αν η υπόθεσή του είχε φτάσει κιόλας στο δικαστήριο; Τότε ήταν που η Βάσια συνειδητοποίησε πόσο πολύ αγαπούσε τον Βλαντιμίρ, πόσο πολύτιμος της ήταν. Όλοι οι άλλοι πίστευαν πως σαν αναρχικός ήταν ικανός να συμπεριφερθεί ποταπά, αλλά για κάποιο λόγο όσο πιο πολύ δυσπιστούσαν οι άλλοι γι' αυτόν, τόσο πιο πολύ ριχνόταν αυτή να τον υπερασπιστεί. Κανείς δεν ήξερε την ψυχή του όπως αυτή! Είχε τόσο ευγενική ψυχή, τόσο ευγενική, σαν γυναίκα -μόνο ο τρόπος του ήταν άγαρμπος και απότομος. Η Βάσια ήξερε πως αν του 'δειχνες ευγένεια και στοργή, θα μπορούσε να πειστεί να συμπεριφερθεί καλά. Ήταν πικραμένος, ήταν αλήθεια· αλλά στο κάτω - κάτω δεν ήταν ποτέ στρωμένη με ρόδα η ζωή του εργάτη!
   Όταν τελικά είχε φτάσει, είχε πάει ίσια στο διοικητήριο κι ύστερα από πολλές φασαρίες είχε βρει πού ήταν το σπίτι του Βλαντιμίρ. Είχε αναγκασθεί να συρθεί ως την άλλη άκρη της πόλης κάτω από καταρρακτώδη βροχή, αν και ευτυχώς είχε προσφερθεί κάποιος να της δείξει το δρόμο και να της κουβαλήσει τα δέματα. Ήταν κουρασμένη, έτρεμε από το κρύο, αλλά ήταν καταχαρούμενη γιατί είχε ανακαλύψει πως δεν είχαν ολοκληρώσει τις έρευνές τους και δεν υπήρχαν σοβαρές αποδείξεις εναντίον του. Οι γνώμες στο τμήμα έμοιαζαν να διχάζονται και κυκλοφορούσαν πολλές φήμες κι επικρίσεις.
   Η Βάσια είχε ενοχληθεί πολύ απ' τα περιφρονητικά χαμόγελά τους, όταν είχε φανερώσει πως ήταν η γυναίκα του Βλαντιμίρ· έμοιαζαν σαν να της έκρυβαν κάτι. Ήταν αποφασισμένη να ερευνήσει κάθε λεπτομέρεια της υπόθεσης κι ύστερα να δει το σύντροφο Τοπόρκωφ, που είχε έρθει από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος και ήξερε την προηγούμενη δραστηριότητα του Βλαντιμίρ. Πώς μπορούσαν να τον ταλαιπωρούν και να τον καταδιώκουν έτσι τη στιγμή που υπήρχαν όλοι εκείνοι οι μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες, οι αληθινοί εχθροί, που δεν έμπαιναν στον κόπο ούτε ν' ασχοληθούν μαζί τους! Γιατί θα 'πρεπε να φέρονται χειρότερα σ' έναν αναρχικό απ' ότι σε κείνους;
   Η Βασιλίσα και ο συνοδός της έφτασαν σ' ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι όπου έμενε ο Βλαντιμίρ. Τα φώτα ήταν αναμμένα, αλλά η πόρτα μανταλωμένη. Ο συνοδός της χτύπησε την πόρτα. Καμμιά απάντηση. Κείνη τη στιγμή, οι κάλτσες της Βάσιας ήταν μούσκεμα και δεν έβλεπε την ώρα να της ανοίξουν όχι τόσο για τη χαρά που θα 'παιρνε βλέποντας το Βολόντια, όσο για την ανακούφιση που θα αισθανόταν μπαίνοντας σ' ένα ζεστό δωμάτιο και αλλάζοντας φουστάνι και κάλτσες. Ταξίδευε πέντε μέρες μέσα σ' ένα βαγόνι με εμπορεύματα δίχως να κλείσει σχεδόν μάτι.
   «Ας χτυπήσουμε το παράθυρο», πρότεινε ο συνοδός της. Κόβοντας ένα κλαδάκι από μια σημύδα άρχισαν να χτυπούν ελαφρά το παράθυρο. Η κουρτίνα τραβήχτηκε απότομα προς τα πίσω και η Βάσια είδε να διαγράφεται το κεφάλι του Βλαντιμίρ. Έμοιαζε να 'ναι με την πιτζάμα και κοίταξε εξεταστικά έξω στο σκοτάδι. Ύστερα πετάχτηκε πάνω απ' τον ώμο του το κεφάλι μιας γυναίκας, που χάθηκε αμέσως μετά. Μια οδυνηρή αίσθηση αγωνίας παρέλυσε τη Βάσια.
   Ο συνοδός της φώναξε: «Άνοιξε σύντροφε! Έφερα τη γυναίκα σου να σε δει!» Η κουρτίνα ξανατραβήχτηκε βιαστικά, κρύβοντας το Βολόντια και τη γυναίκα, και η Βάσια ξαναπήγε στο κατώφλι περιμένοντας να της ανοίξει. Τι έκανε τόση ώρα; Η Βάσια νόμιζε πως δε θα 'ρχόταν ποτέ.
   Τελικά η πόρτα άνοιξε διάπλατα και βρέθηκε ξαφνικά μες στην αγκαλιά του Βολόντια.
   «Επιτέλους αγάπη μου, ήρθες! Ω Βάσια, πολυαγαπημένη μου φίλη!» είπε, αγκαλιάζοντας και φιλώντας την με δάκρυα χαράς στα μάτια.
   «Δε θα πάρετε αυτά τα δέματα; Τι πρέπει να τα κάνω;» της θύμησε βαρύθυμα ο συνοδός της.
   «Ναι -πάμε μέσα να φάμε κάτι. Φτωχή μου αγάπη, πρέπει να 'σαι βρεμμένη και κρυωμένη», είπε ο Βολόντια.
   Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν καθαρό και φωτεινό, με μια κρεβατοκάμαρα και μια τραπεζαρία -και κει, καθισμένη στο τραπέζι, ήταν μια νοσοκόμα με ένα άσπρο μαντίλι στο κεφάλι και ένα κόκκινο περιβραχιόνιο. Ήταν εξαιρετικά όμορφη και η Βασιλίσα ένιωσε να τη διαπερνά πάλι ένας πόνος. Ο Βολόντια έκανε τις συστάσεις.
   «Από δω η νοσοκόμα Βαρβάρα κι από δω η γυναίκα μου, Βασιλίσα Ντεμέντεβνα». Οι δυο γυναίκες έσφιξαν τα χέρια και κοιτάχτηκαν επίμονα, προσπαθώντας και οι δυο να διαβάσουν η μια τη σκέψη της άλλης. Ο Βλαντιμίρ πηγαινοερχόταν όλο φούρια.
   «Έλα Βάσια, βγάλε το παλτό σου. Τώρα συ είσαι η οικοδέσποινα εδώ. Μόνο κοίτα πόσο καλά ζω, πολύ καλύτερα απ' ότι σε κείνη την τρύπα την καμαρούλα σου. Έλα, δώσε μου το παλτό σου. Πόσο βρεμμένο είναι -θα πρέπει να το κρεμάσουμε πάνω απ' τη σόμπα».
   Η νοσοκόμα έμεινε στη θέση της. «Λοιπόν Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς», είπε τελικά, «θα τακτοποιήσουμε τα πράγματα αύριο. Δε θα 'θελα να μπερδευτώ τώρα μες στην οικογενειακή ευτυχία σας».
   Έσφιξε τα χέρια της Βάσιας και του Βλαντιμίρ και βγήκε συνοδευόμενη απ' τον άντρα που είχε έρθει μαζί με τη Βάσια. Τότε ο Βλαντιμίρ σήκωσε τη Βάσια στα χέρια του και τη γυρόφερνε στο δωμάτιο, σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του και φιλώντας τη. Ήταν ολοφάνερα καταχαρούμενος που την έβλεπε και η Βάσια ένιωσε πιο ήρεμη και ντράπηκε για τις προηγούμενες υποψίες της. Αλλά ανάμεσα στα φιλιά δεν κατάφερνε να συγκρατηθεί. «Ποια ήταν εκείνη η νοσοκόμα;» είπε, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι έτσι που να μπορεί να κοιτάζει το Βλαντιμίρ στα μάτια.
   «Η νοσοκόμα; Ω, ήρθε μόνο να με δει για κάτι προμήθειες του νοσοκομείου. Πρέπει να επισπεύσουμε τις παραδόσεις, αλλά γίνονται παντού καθυστερήσεις. Δεν είναι στην πραγματικότητα δικιά μου η ευθύνη, αλλά σε μένα πάλι στηρίζονται. Το παραμικρό να συμβεί, όλοι τρέχουν σε μένα».
   Ύστερα άρχισε να της μιλάει για την υπόθεσή του. Άφησε κάτω τη Βάσια και μπήκανε στην κρεβατοκάμαρα και ακόμη μια φορά ένιωσε να παραλύει από την ίδια οδυνηρή αγωνία· το κρεβάτι είχε στρωθεί γρήγορα, οι κουβέρτες είχαν ριχτεί βιαστικά από πάνω. Έριξε μια ματιά στο Βλαντιμίρ που βημάτιζε γύρω στο δωμάτιο με το ένα χέρι πίσω στη μέση του -μια γνώριμη συνήθεια που την αγαπούσε- μιλώντας της για την υπόθεσή του, πώς είχαν αρχίσει όλα και πώς εξελίσσονταν. Παραβλέποντας τις αγωνίες της, η Βάσια άκουσε τις εξηγήσεις του κι ένιωσε ταπείνωση για λογαριασμό του· δε βασίζονταν όλα παρά σε αλληλοκατηγορίες και ζήλεια. Ο Βολόντιά της ήταν τίμιος, το 'ξερε ότι ήταν!
   Έβγαλε στεγνές κάλτσες απ' τη βαλίτσα της, αλλά δεν είχε παπούτσια ν' αλλάξει. Παρατηρώντας το ο Βλαντιμίρ φώναξε: «Για κοίτα μια γυναίκα! Δεν έχει ούτε ένα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια! Ξέρω, θα πάρω λίγο όμορφο δέρμα και ο παπουτσής μας θα φτιάξει στην αγάπη μου ένα ζευγάρι παπούτσια. Άσε με να σου τα βγάλω. Ω, πόσο βρεμμένα είναι!»
   Της έβγαλε τα παπούτσια, πέταξε τις κάλτσες της πάνω στο πάτωμα και έπιασε τα κρύα πόδια της Βάσιας με τα ζεστά του χέρια.
   «Αγαπημένε μου Βολόντια, ανοητούλη μου», είπε γελώντας. Ένιωσε ολότελα ευτυχισμένη. Την αγαπούσε, τίποτ' άλλο δεν την ενδιέφερε!
   Ήπιανε τσάι, φλυαρώντας και συζητώντας για την υπόθεση του Βλαντιμίρ. Της ανοίχτηκε εντελώς και της είπε για όλες τις φορές που είχε φερθεί μ' αναίδεια, που 'χε χάσει την ψυχραιμία του, που δεν είχε εκτελέσει οδηγίες, που 'χε θελήσει να ενεργήσει με το δικό του τρόπο, που δεν είχε δεχτεί διαταγές. Της είπε πως είχε κάνει το λάθος να μπλεχτεί με διάφορους απατεώνες στη δουλειά του, αλλά όσο για την κατηγορία της κλοπής, η Βάσια σίγουρα δε θα μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν ικανός για κάτι τέτοιο, ε; Στεκότανε μπρος της, ανασαίνοντας γρήγορα, βράζοντας από οργή.
   «Πώς μπόρεσες ακόμη και να υποπτευθείς κάτι τέτοιο, εσύ συγκεκριμένα, Βάσια...;»
   «Δεν είν' αυτό, Βολόντια, πίστεψέ με. Απλώς ανησύχησα για την κατάσταση των λογαριασμών σου. Θα πρέπει να τους εξετάζουμε πολύ προσεχτικά τώρα».
   «Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος ν' ανησυχείς για την κατάσταση των λογαριασμών μου. Οι άνθρωποι που έστησαν όλη αυτή την ιστορία δε θα βρουν τίποτα στραβό. Είναι καθρέφτης. Δε σπούδαζα για πλάκα λογιστική, ξέρεις».
   Η Βασιλίσα ένιωσε πολύ ξαλαφρωμένη. Το μόνο που έμενε ήταν να δει τους συντρόφους του και να διαπραγματευτεί μαζί τους, εξηγώντας τα γεγονότα της υπόθεσης.
   «Είσαι τόσο έξυπνη, αγάπη μου. Δόξα τω Θεώ που ήρθες», είπε ο Βολόντια. «Ξέρεις, δεν τολμούσα ούτε να το ελπίζω. Ξέρω πόσο απασχολημένη είσαι. "Δε θα 'χει καιρό για τον άντρα της", σκέφτηκα μέσα μου, "δε θα 'χει καιρό για τον Βολόντκα της!"»
   «Μα, αγαπημένε μου, και μόνο να 'ξερες! Δεν έχω στιγμή ησυχίας όταν είσαι μακριά μου. Είσαι συνέχεια στο μυαλό μου και στεναχωριέμαι κάθε φορά που σου συμβαίνει κάτι!»
   «Βάσια, είσαι ο φύλακας άγγελός μου», είπε πολύ σοβαρά, φιλώντας την. Συλλογισμένος και μάλλον θλιμμένος είπε: «Ίσως να μη σου αξίζω, αλλά σ' αγαπώ όσο τίποτ' άλλο στον κόσμο. Πρέπει να με πιστέψεις, αγαπώ εσένα και μόνο εσένα και τίποτ' άλλο δεν έχει αξία για μένα».
   Η Βάσια ξαφνιάστηκε από την ένταση και την αμηχανία του και δεν κατάλαβε στην πραγματικότητα αυτά που της έλεγε.
   Ήταν ώρα για ύπνο. Η Βάσια άρχισε να φτιάχνει τα στρωσίδια του κρεβατιού και έριξε πίσω τις κουβέρτες. Ξαφνικά πέτρωσε. Εκεί, πάνω στο σεντόνι, ήταν μια κηλίδα από αίμα και μια ματωμένη γυναικεία πετσέτα υγείας.
   «Βολόντια! Τι είν' αυτό;» βόγγηξε. «Πες μου, Βολόντια!»
   Ο Βλαντιμίρ πέταξε μανιασμένα την πετσέτα στο πάτωμα.
   «Αυτή η καταραμένη η σπιτονοικοκυρά! Θα πρέπει να χουζούρεψε πάλι στο κρεβάτι μου χωρίς να μου το πει. Κοίτα, λέκιασε το κρεβάτι!» Τράβηξε απότομα το σεντόνι του κρεβατιού και το 'ριξε στο πάτωμα.
   «Βλαντιμίρ!» φώναξε η Βάσια, ενώ τα μεγάλα της μάτια έλεγαν περισσότερα απ' όσα μπορούσαν να εκφράσουν τα λόγια. Ο Βλαντιμίρ κοίταξε μέσα τους κι απόμεινε βουβός.
   «Βολόντια! Σε παρακαλώ, πες μου τι συμβαίνει!»
   Ο Βολόντια κατέρρευσε στο κρεβάτι σφίγγοντας τα χέρια του.
   «Τώρα όλα καταστράφηκαν, καταστράφηκαν ολότελα. Αλλά σου ορκίζομαι, Βάσια, είσαι η γυναίκα που αγαπώ!»
   «Πώς μπόρεσες; Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό στη σχέση μας;»
   «Βάσια, είμαι νέος άντρας. Ήμουν μόνος για μήνες. Με προκαλούν. Αλλά τις μισώ τις περισσότερες! Όλη την καταραμένη παρέα τους. Αδιάντροπες πουτάνες και παλιοθήλυκα που σου γίνονται τσιμπούρι!»
   Άπλωσε τα χέρια προς το μέρος της. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, στάζοντας πάνω στα χέρια της.
   «Βάσια, σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις, αλλιώς είμαι χαμένος. Η ζωή είναι τόσο σκληρή. Σε παρακαλώ. Λυπήσου με».
   Ήταν ακριβώς όπως σε κείνο το επεισόδιο, πριν από πολύ καιρό, στο σοβιέτ. Σκύβοντας από πάνω του η Βάσια φίλησε το κεφάλι του και ακόμη μια φορά η καρδιά της φλογίστηκε απ' αγάπη και συμπόνια γι' αυτόν τον άντρα που ήταν στ' αλήθεια σαν παιδί στην καρδιά. Αν δεν τον καταλάβαινε και δεν τον λυπόταν αυτή, τότε ποιος θα το 'κανε; Τον περιστοίχιζαν άνθρωποι γεμάτοι εχθρότητα, έτοιμοι μόνο να τον λιθοβολήσουν. Είχε πληγώσει τόσο φριχτά τα αισθήματά της, όμως ήταν αυτός λόγος για να τον αφήσει τούτη ακριβώς τη στιγμή; Πώς θα μπορούσε; Τη χρειαζόταν φοβερά για να τον προστατέψει, σα μητέρα, απ' τα χτυπήματα της ζωής. Στο κάτω - κάτω, δε θ' άξιζε πολύ η αγάπη της αν τον εγκατέλειπε απλώς και μόνο για μια προσωπική ταπείνωση! Το μυαλό της Βάσιας κινήθηκε με υπερβολική ταχύτητα καθώς στεκόταν σκυμμένη από πάνω του, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του.
   Ύστερα ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, ένα δυνατό επίμονο χτύπημα που το κατάλαβαν αμέσως κι οι δυο. Αγκαλιάστηκαν βιαστικά, φιλήθηκαν παθιασμένα και πήγαν στο χολ.
   Οι προκαταρκτικές έρευνες είχαν τελειώσει. Είχε βγει απόφαση να συλλάβουν το Βλαντιμίρ. Το έδαφος άρχισε να κινείται κάτω απ' τα πόδια της Βάσιας, αλλά αυτός ενήργησε πολύ ήρεμα, μαζεύοντας τα πράγματά του, λέγοντας στη Βάσια πού να ψάξει για τα ανάλογα χαρτιά, ποιον να καλέσει σαν μάρτυρα, από ποιους να πάρει αποδείξεις, κ.λπ. Έπειτα τον πήρανε...
   Η Βάσια δε θα ξεχνούσε ποτέ στη ζωή της κείνη τη νύχτα, μ' όλο που είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Δεν είχε δοκιμάσει ποτέ άλλοτε μια παρόμοια αίσθηση καταστροφής. Η καρδιά της ήταν κυριολεκτικά ξεσκισμένη από κείνους τους δυο μεγάλους πόνους -τον αιώνιο πόνο της προδομένης γυναίκας και τον πόνο μιας αληθινής φίλης και συντρόφισσας που βλέπει τον αγαπημένο της να αδικείται, πόνο για την ανθρώπινη κακία, πόνο για την αδικία...
   Μετά την αποχώρηση του Βλαντιμίρ, η Βάσια όρμησε στην κρεβατοκάμαρα σαν μισότρελη γυναίκα· το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι εκεί, σε κείνο ακριβώς το δωμάτιο, σε κείνο ακριβώς το κρεβάτι, ο Βλαντιμίρ είχε φιλήσει, είχε χαϊδέψει, είχε κάνει έρωτα με μια άλλη γυναίκα! Μια όμορφη γυναίκα με σουφρωμένα χείλια και γεμάτα στήθια. Μήπως μάλιστα αγαπούσε αυτή τη γυναίκα; Ναι, ίσως να της είχε πει ψέματα, μόνο και μόνο για να γλιτώσει από την οργή της!
   Η Βασιλίσα ήθελε να μάθει την αλήθεια! Γιατί έπρεπε να της πάρουν τον Βλαντιμίρ της, τούτη ακριβώς τη μέρα; Θα μπορούσε να τα μάθει όλα, αν ήταν εκεί ν' απαντήσει στις ερωτήσεις της. Μακάρι να 'τανε κει, θα μπορούσε να την ανακουφίσει, να τη σώσει απ' αυτό το φριχτό μαρτύριο...
   Τότε, κομματιασμένη καθώς ήταν από τον πόνο, κατακλύστηκε από μια ξαφνική οργή γι' αυτόν. Πώς είχε τολμήσει; Δε θα κοιμόταν ποτέ με κείνη τη γυναίκα αν αγαπούσε αυτήν, και αν δεν την αγαπούσε, γιατί να μη μπορούσε να της το πει και να ξεμπερδεύει, αντί να την τρελαίνει μ' ένα σωρό ψέματα; Γυρόφερε μανιασμένα μες στο δωμάτιο τώρα εντελώς πανικοβλημένη και την έσωσε μόνο μια καινούργια σκέψη που της ήρθε ξαφνικά με μια οδυνηρή καθαρότητα: Κι αν τον είχαν συλλάβει για σοβαρό λόγο; Αν είχε μπλεχτεί πραγματικά μ' αυτούς τους παλιανθρώπους κι έπρεπε να λογοδοτήσει γι' αυτό;
   Η ζήλεια της, ο θυμός της εξαφανίστηκαν, η νοσοκόμα με τα γεμάτα, κόκκινα χείλια χάθηκε από το μυαλό της και τώρα υπήρχε μόνο ένας βασανιστικός φόβος για τον Βλαντιμίρ, ένας φόβος που την έκανε να παραλύει, μια οδυνηρή, καυτή αίσθηση ντροπής γι' αυτόν. Είχε ντροπιαστεί δημόσια, είχε συλληφθεί -και μάλιστα από τους ίδιους του τους συντρόφους! Τι ήταν η προσβολή που δέχτηκε αυτή μπροστά στην προσβολή που έκαναν στον άντρα που αγαπούσε; Και ένας καινούργιος πόνος την κατέκλυσε, γιατί σκέφτηκε πως ακόμη και στην επανάσταση δεν υπήρχε αλήθεια, δικαιοσύνη.
   Όλη η κούραση εξαφανίστηκε κι ένιωσε σαν το σώμα της να μην της ανήκε. Το μόνο που έμενε ήταν μια καρδιά ξεσχισμένη από τα νύχια των βασανιστικών σκέψεών της. Έμεινε ξάγρυπνη όλη τη νύχτα και την αυγή είχε πάρει την σταθερή απόφαση να υπερασπιστεί τον Βλαντιμίρ, να τον σώσει από τον δημόσιο εξευτελισμό. Θα αποδείκνυε σ' όλο τον κόσμο ότι ο άντρας της ήταν ένας τίμιος άνθρωπος, ότι είχε αδικηθεί, συκοφαντηθεί, δυσφημιστεί.
   Ύστερα νωρίς κείνο το πρωί έφτασε ένας στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού μ' ένα σημείωμα απ' τον Βλαντιμίρ.

   «Γλυκιά μου γυναίκα, ακριβή, αγαπημένη μου φίλη, Βάσια, δε με νοιάζει καθόλου το τι μου συμβαίνει τώρα, ούτε η υπόθεσή μου. Μόνο μια σκέψη με τρελαίνει -η σκέψη μήπως σε χάσω. Βάσια, σε παρακαλώ πρέπει να με πιστέψεις! Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα! Αν δεν μ' αγαπάς πια, μη με υπερασπιστείς, ας με ντουφεκίσουν, δε με νοιάζει καθόλου.
Δικός σου, και μόνο δικός σου, Βολόντια.
    Υ.Γ.  Εσένα αγαπώ, μόνο εσένα και καμμιά άλλη. Ίσως δεν το πιστέψεις, αλλά θα το ορκιζόμουνα ακόμη και μπρος στο θάνατο».

   Από κάτω ένα δεύτερο υστερόγραφο: «Ποτέ δε σου πέταξα κατάμουτρα το παρελθόν σου, έτσι σε παρακαλώ τώρα να με καταλάβεις και να με συγχωρέσεις. Ανήκω σε σένα Βάσια, ψυχή και σώμα».

   Η Βάσια διάβασε το σημείωμα, ύστερα το ξαναδιάβασε πάλι κι άρχισε να νιώθει κάπως πιο ήρεμα. Βέβαια, είχε απόλυτο δίκιο! Δεν την είχε κατηγορήσει ποτέ, ούτε μια φορά για το γεγονός ότι δεν ήταν παρθένα όταν είχαν αρχίσει να ζουν μαζί. Κι έπειτα από τους άντρες, ε καλά, τι μπορούσες να περιμένεις; Τι μπορούσε να κάνει αν κάποιο παλιοθήλυκο τον προκαλούσε; Στο κάτω - κάτω δεν μπορούσε λογικά να περιμένει απ' αυτόν να πάρει όρκο αγάπης. Διάβασε ακόμη μια φορά το σημείωμα, το φίλησε, το δίπλωσε προσεκτικά και το 'βαλε στο πορτοφόλι της. Τώρα ήταν ώρα να στρωθεί στη δουλειά και να βγάλει έξω τον Βολόντια.
   Τις μέρες που ακολούθησαν, κινήθηκε με μια τρελή ταχύτητα· σε κάθε βήμα αντιμετώπιζε τη γραφειοκρατία και την απάθεια κι υπήρξαν φορές που ένιωσε να παραδίνεται. Αλλά θα συνερχόταν, θα 'παιρνε θάρρος και θα 'μπαινε ακόμη μια φορά στο χορό. Δεν είχε σκοπό να νικηθεί απ' τα ψέματα ή να αφήσει μια συμμορία από σπιούνους και συνωμότες να νικήσουν τον Βολόντιά της.
   Ύστερα κέρδισε μια μεγάλη μάχη. Ο σύντροφος Τροπώφ είχε πειστεί ν' αναλάβει ο ίδιος την υπόθεση κι αφού την ξαναμελέτησε προσεκτικά, πρότεινε να τον αφήσουν, μια και οι κατηγορίες δεν είχαν τεκμηριωθεί αρκετά. Αντί γι' αυτόν θα συλλαμβάνονταν δύο άντρες με τα ονόματα Σβιρίντωφ και Μαλτσένκο.
   Αλλά το πρωί, μόλις έμαθε τα νέα, η Βάσια έπεσε στο κρεβάτι με τύφο. Ως το βράδυ δεν μπορούσε πια ν' αναγνωρίσει κανένα, ούτε τον Βολόντια, που είχε μόλις γυρίσει. Αργότερα, θυμόταν την αρρώστια της σαν έναν ασφυκτικό εφιάλτη. Γύρω στο απόγευμα, είχε ανοίξει τα μάτια και, κοιτώντας τριγύρω της, είχε δει ένα άγνωστο δωμάτιο, με μπουκάλια από φάρμακα πάνω στο τραπέζι και μια νοσοκόμα μ' ένα μαντίλι δίπλα στο κρεβάτι της, μια ηλικιωμένη γυναίκα με αυστηρό ύφος. Η Βάσια την κοίταξε, στεναχωρημένη που έπρεπε να 'χει δίπλα της μια νοσοκόμα και εξοργισμένη με το άσπρο μαντίλι της γυναίκας. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι μπορούσε να κάνει εκεί.
   «Διψάτε;» ρώτησε η νοσοκόμα, σκύβοντας πάνω από το κεφάλι της και προσφέροντάς της ένα ποτό. Η Βάσια ήπιε διψασμένα και ύστερα έχασε πάλι ξαφνικά τις αισθήσεις της. Μέσα στην κωματώδη κατάστασή της φαντάστηκε τον Βολόντια να σκύβει από πάνω της, ταχτοποιώντας τα μαξιλάρια της. Μισοξύπνησε.
   Έπειτα έχασε άλλη μια φορά τις αισθήσεις της. Κι αυτή τη φορά ονειρεύτηκε -ή ήταν αλήθεια;- ότι δυο σκιές γλίστρησαν μες στο δωμάτιο, όχι, όχι δυο σκιές αλλά δυο γυναίκες, μόνο που αυτές οι γυναίκες δεν ήταν αληθινές γυναίκες... Η μία ήταν άσπρη, η άλλη γκρίζα, και στροβιλίζονταν μες στο δωμάτιο σε κάτι που τη μια στιγμή έμοιαζε με χορό, την άλλη με δοκιμασία δύναμης. Η Βάσια κατάλαβε πως αυτές οι φιγούρες αντιπροσώπευαν τη Ζωή και το Θάνατο κι ότι είχαν έρθει να δώσουν τη μάχη τους από πάνω της. Ήταν ολότελα τρομοκρατημένη. Ήθελε να φωνάξει δυνατά. Αλλά όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε γιατί είχε χάσει τη φωνή της κι αυτό μεγάλωσε τον τρόμο της. Η καρδιά της σφυροκοπούσε σαν να 'θελε να σπάσει...
   Ύστερα ρατ - α - τατ! Πυροβολούσαν στο δρόμο! Κατάφερε ν' ανοίξει τα μάτια της. Η λάμπα ήταν αναμμένη, καπνίζοντας ελαφρά. Ήταν μεσάνυχτα και ήτανε μόνη. Μπορούσε ν' ακούσει το θόρυβο απ' τα ποντίκια που γρατσούνιζαν. Έμοιαζαν να στριφογυρνάν, γρατσουνίζοντας κάτω απ' τα σανίδια του πατώματος, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο στο κρεβάτι της. Η Βάσια κυριεύτηκε από το φόβο μήπως κι ανέβαιναν στο κρεβάτι κι έτρεχαν πάνω της κι αυτή δεν είχε τη δύναμη να τα διώξει.
   Με μια αδύνατη φωνή φώναξε: «Βολόντια! Βολόντια!»
   Αμέσως αυτός βρέθηκε στο πλάι της, σκύβοντας από πάνω της, κοιτάζοντας μ' αγωνία μες στα μάτια της. «Βάσια, αγάπη μου, τι τρέχει; Τι κακό σου συμβαίνει, αγαπημένη μου;»
   «Βολόντια, εσύ είσαι; Είσαι ακόμη ζωντανός; Δεν ονειρεύομαι;» Άπλωσε το αδύνατο μπράτσο της ν' αγγίξει το κεφάλι του.
   «Είμαι ολοζώντανος, αγαπημένη. Είμαι εδώ δίπλα σου. Τώρα γιατί φωνάζεις; Τι συμβαίνει στη Βασιούκ μου; Έβλεπες εφιάλτη; Νιώθεις να 'χεις πυρετό;»
   Φίλησε τρυφερά τα χέρια της, χαϊδεύοντας το μουσκεμμένο, κουρεμένο κεφάλι της. «Όχι, δεν ήταν όνειρο, είναι κείνα τα ποντίκια που γρατζουνάνε εκεί πέρα», είπε ταραγμένα μ' ένα ασθενικό χαμόγελο.
   «Τα ποντίκια!» γέλασε ο Βολόντια. «Λοιπόν τώρα Βάσια μου έγινες αληθινή ηρωίδα! Άρχισες να φοβάσαι ακόμη και τα ποντίκια! Είπα στη νοσοκόμα πως δεν ήσουν για να μείνεις μόνη σου. Νιώθω τόση ανακούφιση που γύρισα σπίτι όταν τέλειωσα!»
   Η Βάσια θέλησε να τον ρωτήσει πού είχε πάει, αλλά ήταν τόσο πολύ εξαντλημένη που δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει. Επιπλέον, η αδυναμία που ένιωθε ήταν τόσο ευχάριστη, τόσο ανακουφιστική· και το καλύτερο απ' όλα, είχε τον αγαπημένο της Βλαντιμίρ να κάθεται εκεί δίπλα της. Άρπαξε αδύναμα το χέρι του και το έσφιξε πάνω της.
   «Λοιπόν είσαι ζωντανός», μουρμούρισε χαμογελώντας.
   «Και βέβαια είμαι ζωντανός», γέλασε ο Βολόντια, φιλώντας απαλά το χέρι της.
   Η Βάσια άνοιξε τα μάτια της.
   «Τα μαλλιά μου! Πέσανε! Μου τα 'κοψαν;»
   «Δεν πρέπει να στεναχωριέσαι γι' αυτό. Η Βάσια μου μοιάζει ίδιο αγοράκι τώρα, στην πραγματικότητα πάντα τέτοιο ήταν».
   Η Βάσια χαμογέλασε. Ένιωσε να κατακλύζεται από ευτυχία -δεν είχε νιώσει ευτυχία από παιδί. Ύστερα μισοκοιμήθηκε ελαφρά, ξυπνώντας κάπου - κάπου· ο Βολόντια έμεινε μαζί της, καθισμένος δίπλα της για να 'ναι σίγουρος πως θα κοιμόταν ανενόχλητη. 
   «Κοιμήσου τώρα, Βάσια», την καθησύχασε. «Δεν υπάρχει λόγος να μένεις ξύπνια. Όταν θα 'σαι καλύτερα θα 'χεις καιρό να με δεις όσο τραβάει η καρδιά σου. Αν δεν κοιμηθείς τώρα δεν θα γίνεις καλύτερα κι ο γιατρός θα ρίξει το φταίξιμο σε μένα που σου στάθηκα κακή νοσοκόμα».
   «Δε θα μ' αφήσεις;»
   «Γιατί θα 'πρεπε να σ' αφήσω; Θα κοιμάμαι εδώ δίπλα σου, στο πάτωμα, κάθε νύχτα· νιώθω πιο ήρεμος όταν μπορώ να σε βλέπω. Αύριο θα ξαναπάω στη δουλειά».
   «Στη δουλειά; Πάλι στο τμήμα εφοδιασμού;»
   «Ναι, όλα ταχτοποιήθηκαν και κείνοι οι παλιάνθρωποι συνελήφθησαν. Αγαπημένη μου Βασιούκ, τι θα γίνει με σένα; Πραγματικά, δεν πρέπει να μιλήσεις άλλο, πρέπει να κοιμηθείς, αλλιώς θα φύγω αμέσως».
   Έσφιξε τα αδύνατα δάχτυλά της πιο σφιχτά στα δικά του κι έκλεισε τα μάτια της υπάκουα. Ο ύπνος την τύλιξε γλυκά, τόσο απαλά, με τον Βολόντια εκεί δίπλα της, που ανησυχούσε και τη φρόντιζε τόσο τρυφερά.
   «Αγαπημένε», μουρμούρισε.
   «Κοιμήσου, μικρό μου αγοροκόριτσο».
   «Θα κοιμηθώ, αλλά σ' αγαπώ...»
   Ο Βολόντια έσκυψε πάνω της τρυφερά και φίλησε απαλά τα κλειστά μάτια της. Η Βάσια θα μπορούσε να κλάψει από ευτυχία. Αχ και να μπορούσε να πέθαινε τώρα! Ποτέ άλλοτε δε θα της έδινε η ζωή τόση ευτυχία.

   Τώρα, ξαπλωμένη στην κουκέτα του τραίνου, ένιωθε κάποιο τρόμο, ξαναφέρνοντας στο νου της κείνες τις σκέψεις. Δε θα 'ταν πια στ' αλήθεια η ζωή τόσο καλή μαζί της; Τι θα γινόταν τώρα; Δε θα 'βρισκε την ίδια χαρά κι ευτυχία; Πήγαινε να δει τον Βολοντέτσκα της. Της είχε μηνύσει να πάει, την περίμενε κι είχε στείλει ακόμη κι έναν συνάδελφο για να 'ναι σίγουρος πως θα ερχόταν αμέσως. Ύστερα ήταν τα χρήματα για το εισιτήριο του τραίνου και το φόρεμα -αυτά πρέπει να σήμαιναν πως την αγαπούσε. Η Βάσια ήθελε απελπισμένα να πιστέψει πως θα μπορούσαν να ζήσουν πάλι μαζί ευτυχισμένα, αλλά κάπου στο βάθος της καρδιάς της υπήρχε αυτή η βασανιστική αμφιβολία. Ήξερε μόνο πως κάτι είχε αλλάξει. Ακόμη μια φορά, χάθηκε μες στις σκέψεις και τις θύμησες απ' το παρελθόν.

   Ο επόμενος χωρισμός τους ήταν ολότελα απρόσμενος. Το μέτωπο της μάχης είχε μετακινηθεί κι ο Βλαντιμίρ είχε κληθεί να φύγει. Η Βάσια ήταν ακόμη τόσο αδύναμη από την προσβολή του τύφου, που με δυσκολία κουνούσε τα πόδια της. Χώρισαν τρυφερά, δίχως ν' αναφέρουν το επεισόδιο με τη νοσοκόμα. Η Βάσια είχε καταλάβει πως κείνη η γυναίκα σήμαινε στ' αλήθεια πολύ λίγα πράγματα για τον Βολόντια, όχι περισσότερο, όπως έλεγε, «από ένα ποτήρι βότκα, κάτι που το πίνεις και ξεχνάς».
   Κι έπειτα, όταν είχε δυναμώσει αρκετά, η Βάσια είχε γυρίσει στο σπίτι, πίσω στο παλιό της δωμάτιο, και είχε πάει αμέσως στη δουλειά.
   Όλα στη δουλειά ήταν ακριβώς όπως πριν, μόνο που τώρα κάτι βασάνιζε το μυαλό της Βάσιας: στο βάθος της καρδιάς της κατατρωγόταν από αμφιβολίες και θυμό για το Βολόντια και κείνη τη νοσοκόμα του με τα σαρκώδη χείλια. Όμως αγαπούσε βαθιά το Βολόντια κι η αρρώστια της κι οι αγωνίες που 'χανε μοιραστεί μαζί φάνηκαν να δυναμώνουν το δεσμό ανάμεσά τους. Προηγούμενα ήταν ερωτευμένοι, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχαν γνωρίσει έτσι ο ένας τον άλλον. Τώρα που τους είχε ενώσει η δυστυχία, ήταν συναισθηματικά πιο κοντά. Αλλά κείνη η αγάπη δεν έφερε στη Βάσια καμμιά από τις εκθαμβωτικές χαρές της προηγούμενης αγάπης της· ήταν βαθύτερη, ίσως πιο σταθερή, αλλά και θολωμένη από σκιές.
   Αλλά έπειτα δεν ήταν αυτή εποχή γι' αγάπες, κείνες τις μέρες του εμφυλίου πολέμου, υπήρχαν παντού απειλές, διαπραγματεύσεις, χωρισμοί. Όλοι δούλευαν πάνω από το κανονικό και η Βασιλίσα είχε αναλάβει να ταχτοποιήσει το πρόβλημα των προσφύγων. Της το 'χε αναθέσει η στεγαστική επιτροπή του σοβιέτ κι ήταν τότε που είχε συλλάβει την ιδέα να στήσει το κοινοβιακό σπίτι. Θα οργανωνόταν σύμφωνα με εντελώς δικά της σχέδια, με βοήθεια και κεφάλαια απ' το σοβιέτ.
   Η Βάσια απορροφήθηκε εντελώς απ' αυτό το έργο. Για πολλούς μήνες ήταν ο θεμέλιος λίθος της ζωής της. Μ' όλο που ο Βολόντια ήταν μόνιμα στο μυαλό της, δεν είχε χρόνο να νιώσει δυστυχισμένη. Επιπλέον, δούλευε κι αυτός. Οι δουλειές του έμοιαζαν να πηγαίνουν τώρα ομαλά και πίστευε πως δε θα 'κανε τώρα πια τον καμπόσο και θα τα πήγαινε καλύτερα με την κεντρική διοίκηση και τους υπευθύνους.
   Τότε, ξαφνικά, εμφανίστηκε ο Βλαντιμίρ. Μπήκε απλά στο δωμάτιό της μια μέρα, ολότελα απρόσμενα. Προφανώς είχε πέσει σε διασταυρωμένα πυρά και είχε πληγωθεί, στη διάρκεια κάποιας υποχώρησης. Δεν ήταν τίποτα σοβαρό, αλλά χρειαζόταν ξεκούραση· του 'χανε δώσει αναρρωτική άδεια και του 'χανε πει να γυρίσει στη γυναίκα του για «στέγη και τροφή».
   Η Βάσια ήταν καταχαρούμενη, αλλά δεν μπορούσε να μη νιώσει κάποια ανησυχία. Αν ερχότανε κάποια άλλη εποχή! Είχε δουλέψει πάρα πολύ τους δύο τελευταίους μήνες και προέβλεπε άλλον ένα μήνα σκληρής δουλειάς. Είχε τόσα πολλά να κάνει, τόσες πολλές υποθέσεις. Θα γινόταν σύντομα ένα συνέδριο, ύστερα θα γινόταν αναδιοργάνωση του στεγαστικού τμήματος και θ' αναλάμβανε κάθε είδος δραστηριότητας για το κοινοβιακό σπίτι -απλώς τα καθήκοντά της ήταν ατέλειωτα. Περίμεναν απ' αυτήν να πηγαίνει αμέσως παντού και τώρα ο Βολόντια είχε γυρίσει πληγωμένος. Με κάποιο τρόπο θα 'πρεπε ν' αποδεσμευτεί για λίγο απ' τη δουλειά.
   Ενώ η χαρά της Βάσιας που τον ξανάδε ήταν σκιασμένη από τούτες τις αγωνίες, ο Βολόντια ήταν ευτυχισμένος σαν παιδί. Είχε φέρει μαζί του τα παπούτσια που της είχε υποσχεθεί. «Δοκίμασέ τα, Βάσια. Θέλω να δω πως θα 'ναι τα μικροσκοπικά σου ποδαράκια μες στα καινούργια παπούτσια», είπε όλο ενθουσιασμό.
   Αυτή δε θέλησε να τον πληγώσει, αν και ο χρόνος την πίεζε -θ' άρχιζε σε λίγο μια συνέλευση της στεγαστικής επιτροπής. Δοκίμασε τα παπούτσια και ξαφνικά ένιωσε σα να 'βλεπε τα πόδια της για πρώτη φορά· ήταν εντελώς αλήθεια, συνειδητοποίησε, ήταν μικροσκοπικά. Κοίταξε εκστατικά το Βλαντιμίρ, βουβή από ευγνωμοσύνη.
   «Θα σε σήκωνα στα χέρια, αγάπη μου, αλλά είναι χάλια το μπράτσο μου», είπε ευτυχισμένα ο Βλαντιμίρ. «Ω, πόσο αγαπώ τα μικρά σου πόδια και τα καστανά σου μάτια!»
   Συνέχισε να μιλάει και να αστειεύεται, όλος χαρά που την ξανάβλεπε, αλλά η Βάσια τον άκουγε με το 'να αυτί· έπρεπε να 'ταν από ώρα στη συνέλευση. Κοίταζε συνέχεια το ξυπνητήρι πάνω στη σιφονιέρα. Τα λεπτά περνούσαν κι εκείνοι θα την περίμεναν ανυπόμονα. Άρχισε να θυμώνει· γιατί θα 'πρεπε να κρατάει τον κόσμο σε τέτοια αναμονή; Ήταν εξαιρετικά άπρεπο απ' τη μεριά της προέδρου ν' αργήσει.
   Ήταν πια βράδυ, όταν η Βάσια γύρισε τελικά απ' τη συνέλευση. Ένιωθε κουρασμένη κι αναστατωμένη, γιατί είχαν συμβεί ένα σωρό ενοχλητικά μικροεπεισόδια, αλλά μόλις ανέβηκε τα σκαλιά της σοφίτας της, η στενοχώρια της λιγόστεψε.
   Δόξα τω Θεώ ο Βλαντιμίρ ήταν εκεί, σκέφτηκε. Θα μπορούσε να του τα πει όλα και να ζητήσει τη γνώμη του!
   Αλλά όταν μπήκε στο δωμάτιο δεν είδε πουθενά τον Βλαντιμίρ.
   Πού μπορούσε να 'χε πάει; Το παλτό και το καπέλο του κρέμονταν στην κρεμάστρα. Θα πρέπει να 'χε βγει για λίγο. Άρχισε να ταχτοποιεί το δωμάτιο και να φτιάχνει τσάι πάνω στη σόμπα πετρελαίου. Ακόμη τίποτα ο Βολόντια. Πού στο καλό μπορούσε να 'χε πάει; Βγήκε στο διάδρομο, αλλά δεν ήταν εκεί. Μπήκε πάλι μέσα να τον περιμένει, νιώθοντας να μεγαλώνει η ανησυχία της. Πού μπορούσε να 'ναι;
   Βγήκε ακόμη μια φορά στο διάδρομο. Και να 'τος εκεί ο Βλαντιμίρ, να βγαίνει από το διαμέρισμα των Φεοντόσεεφ, να τους χαιρετάει γελώντας μαζί τους σαν να 'ταν παλιοί του φίλοι. Πώς στο καλό του είχε έρθει να τους επισκεφτεί; Του το 'χε πει σίγουρα πως δεν ήταν ικανοί για τίποτε καλό;
   «Λοιπόν ήρθες τελικά, Βάσια», τη χαιρέτησε μπαίνοντας στο δωμάτιό της. «Στεναχωρέθηκα κλεισμένος όλη μέρα εδώ μέσα, έσκασα απ' την πλήξη. Ευτυχώς που έτυχε να συναντήσω τον Φεοντόσεεφ, που με παρέσυρε ως το διαμέρισμά του...»
   «Μα δεν πρέπει να 'χεις πάρε - δώσε μ' αυτούς τους ανθρώπους!» τον διέκοψε η Βάσια. «Μόνο φασαρίες δημιουργούν, το ξέρεις!»
   «Λοιπόν, τι περίμενες, να κάθομαι κλεισμένος στο μικροσκοπικό σου δωμάτιο πεθαίνοντας από ανία; Αν δεν έφευγες και μ' άφηνες μόνο όλη τη μέρα, δε θα αναγκαζόμουνα να επισκεφτώ τους Φεοντόσεεφ...»
   «Μα δε βλέπεις πόση δουλειά έχω; Θα 'μουν πολύ χαρούμενη να μπορούσα να γυρίσω νωρίτερα στο σπίτι, αλλά απλώς δεν μπορούσα να φύγω».
   «Βέβαια, η δουλειά σου, έτσι είναι όπως τα λες. Αλλά τι γίνεται με μένα Βάσια; Τι λες για την εποχή που είχες τύφο και καθόμουν μαζί σου όλες εκείνες τις νύχτες; Τότε που εκμεταλλευόμουνα κάθε ελεύθερη στιγμή μου για να 'ρθω να δω πώς είσαι; Τώρα είμαι εγώ ο άρρωστος, Βάσια, έχω ακόμη πυρετό...»
   Η Βάσια είχε πληγωθεί απ' το παράπονο που έκρυβε η φωνή του· ο Βολόντια είχε προσβληθεί που τον είχε αφήσει μόνο όλη τη μέρα. Αλλά δεν μπορούσε να γίνει τίποτα κείνη τη στιγμή, τι θα γινόταν με το συνέδριο που είχαν προγραμματίσει και όλη τη δουλειά σχετικά με την αναδιοργάνωση του τμήματος...
   «Δεν μπορώ να μη νιώσω πως δεν χάρηκες πραγματικά που με είδες, Βάσια», είπε ο Βλαντιμίρ. «Δεν πίστευα ότι θα φερόσουνα έτσι όταν θα ξαναβλεπόμασταν».
   «Πώς μπορείς να το λες αυτό; Εγώ, δε χάρηκα; Μα εγώ... Ω, αγάπη μου, ακριβέ αγαπημένε μου!»
   «Έλα, έλα, αγάπη μου», την καθησύχασε. «Φαντάστηκα μόνο πως πρέπει να μη μ' αγαπούσες πια. Αναρωτήθηκα ακόμη μήπως είχες μπλέξει μ' άλλον άντρα. Είσαι τόσο ψυχρή, μοιάζεις ν' αδιαφορείς για μένα, ακόμη και τα μάτια σου είναι μακρινά και εχθρικά».
   «Μα είμαι απλώς κουρασμένη, Βολόντια. Δεν έχω τη δύναμη να τα βγάλω πέρα με όλα».
   «Δεν πειράζει, παλιοκόριτσό μου», είπε ο Βολόντια σφίγγοντας τη Βάσια στην αγκαλιά του και φιλώντας την.
   Και έζησαν μαζί, "στριμωγμένοι", όπως έλεγε, στη μικρή σοφίτα της. Στην αρχή όλα πήγαν καλά και όσο δύσκολο κι αν της ήταν να μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη δουλειά και στον άντρα της, το 'κανε με ευχαρίστηση. Τώρα υπήρχε κάποιος να του μιλάει για τα καινούργια της σχέδια, κάποιος που μπορούσε να του εξομολογηθεί τις αποτυχίες της.
   Παρ' όλα αυτά την απασχολούσε το ζήτημα της διατροφής του. Στο μέτωπο ο Βλαντιμίρ είχε συνηθίσει να τρώει πλουσιοπάροχα. Όμως η διατροφή της Βάσιας ήταν ολότελα λιτή· ήταν απόλυτα ευτυχισμένη με το λιτοδίαιτο γεύμα σοβιετικού τύπου, με τσάι κι ένα κομμάτι ζάχαρη. Τις πρώτες μέρες έφαγαν τις προμήθειες που 'χε φέρει μαζί του ο Βλαντιμίρ.
   «Έφερα μερικά βασικά πράγματα, αλεύρι, ζάχαρη και μερικά λουκάνικα, αν και ξέρω πως δεν σε πειράζει να τρως σαν σπουργιτάκι και δεν έχεις ποτέ απόθεμα από τροφές», είπε.
   Αλλά όταν τέλειωσαν οι προμήθειές του, ο Βολόντια είχε αναγκαστεί ν' αρχίσει να τρώει τα γεύματα σοβιετικού τύπου, που τα απεχθανόταν.
   «Μα γιατί συνεχίζεις να με ταΐζεις μ' αυτό το πλιγούρι σαν να 'μαι κότα;» γκρίνιαζε αηδιασμένος.
   «Μα δεν μπορούμε να 'χουμε τίποτ' άλλο. Ζω απ' το σιτηρέσιο».
   «Ανοησίες! Ε, λοιπόν, οι Φεοντόσεεφ έχουν το ίδιο σιτηρέσιο με μένα, αλλά χτες μου έκαναν το τραπέζι κι ήταν μια χαρά τραπέζι, με τηγανιτές πατάτες, ρέγγες, κρεμμύδια...»
   «Αλλά η κυρία Φεοντόσεεβα έχει τον καιρό να μαγειρεύει και να ψωνίζει. Εγώ πρέπει να δουλεύω σκληρά. Με το ζόρι καταφέρνω να κάνω ακόμη κι αυτά».
   «Το πρόβλημά σου είναι ότι αναλαμβάνεις πολλά κι ύστερα να τι συμβαίνει. Τι είναι όλη αυτή η φασαρία για το κοινοβιακό σπίτι; Οι Φεοντόσεεφ έλεγαν...»
   «Ξέρω πολύ καλά τι λένε οι Φεοντόσεεφ, σ' ευχαριστώ», είπε η Βάσια με όλο και μεγαλύτερο θυμό· ένιωθε πολύ προσβεβλημένη που ο Βλαντιμίρ είχε πάρε - δώσε μ' εκείνους τους ανθρώπους, τους εχθρούς της. «Και πρόσεξε, δεν είναι καθόλου τίμιο από μέρους σου ν' ακούς τις κατηγορίες τους για μένα».
    Άρχισαν να μαλώνουν κι έχασαν την ψυχραιμία τους. Ύστερα τα 'βαλαν κι οι δυο με τους εαυτούς τους και φίλιωσαν. Αλλά τώρα η Βάσια άρχισε να στεναχωριέται ακόμα περισσότερο που δεν φρόντιζε όπως έπρεπε τον άντρα της. Στο κάτω - κάτω είχε έρθει σ' αυτήν άρρωστος και πληγωμένος και τώρα το μόνο που μπορούσε να του προσφέρει ήταν αυτή η σοβιετική τροφή! Αυτός την είχε φροντίσει περισσότερο όταν τον χρειαζόταν -στο κάτω - κάτω της είχε φέρει τα παπούτσια. Μερικές φορές ο Βλαντιμίρ αρνιόταν να φάει και τότε αυτή στεναχωριόταν τρομαχτικά. Αφού κατάπινε μερικές κουταλιές κουρκούτι, θα 'σπρωχνε το πιάτο μακριά, λέγοντας «καλύτερα να πεινάω παρά να κατεβάσω τον σοβιετικό χυλό σου, απλώς δεν μπορώ να τον χωνέψω. Ας φτιάξουμε ένα τσάι κι ας πάμε σε κάποιον να μας δώσει λίγο ψωμί. Θα σου στείλω λίγο αλεύρι από το μέτωπο και θα τους ξεπληρώσεις αργότερα».
   Ήταν φανερό ότι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν έτσι για πολύ· θα 'πρεπε να βρουν κάποιον άλλο τρόπο να τα βολέψουν. Μια μέρα, πηγαίνοντας στη συνέλευση, συνειδητοποίησε ότι οι σκέψεις για αποφάσεις και πολιτικές ξεθώριασαν στο μυαλό της μπρος στην ανησυχία της για το κουρκούτι από καλαμποκάλευρο. Τι στο καλό να 'δινε στο Βολόντια να φάει; Αν είχε λίγο καιρό θα μπορούσε να βρει κάτι· μόνο που χρειαζότανε λίγο καιρό να σκεφτεί, να βρει μια λύση.
   Και τότε, πηγαίνοντας προς τη συνέλευση, συνάντησε την ξαδέρφη της. Η Βασιλίσα ξαφνιάστηκε που την είδε· ήταν ακριβώς ο άνθρωπος που χρειαζόταν. Αυτή η ξαδέρφη είχε μια νεαρή κόρη, τη Στέσα, ένα ζωηρό κοριτσάκι που μόλις είχε βγάλει το σχολείο και τώρα ζούσε με τους γονείς της, βοηθώντας τη μητέρα της στο νοικοκυριό. Η Βασιλίσα κανόνισε αμέσως να 'ρχεται η Στέσα, τη μέρα, να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και σε αντάλλαγμα να 'δινε η Βασιλίσα στην ξαδέρφη της τη μισή μερίδα του φαγητού της. Η Βάσια πήγε γρήγορα στη συνέλευση πολύ πιο ανακουφισμένη. Την επομένη ο Βολόντια θα 'τρωγε επιτέλους ένα κανονικό γεύμα.
   Η Στάσα αποδείχτηκε ξύπνιο κορίτσι και τα πήγε αμέσως καλά με το Βολόντια. Άρχισαν να κάνουν μαζί τις δουλειές του σπιτιού, ανταλλάσσοντας μερικά είδη απ' τις μερίδες τους ή παίρνοντας πράγματα απ' την κοπερατίβα, χάρη σε μια από τις παλιές γνωριμίες του Βολόντια. Η Βάσια ήταν ευχαριστημένη. Αλλά παρόλο που ο Βολόντια δεν παραπονιόταν πια για το φαγητό του, συνέχισε να 'ναι χολωμένος μαζί της.
   «Το κεφάλι σου είναι γεμάτο με οτιδήποτε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, εκτός από μένα!» είπε. «Είναι σαν να μην υπάρχω για σένα».
   Αυτές οι κατηγορίες πλήγωσαν βαθιά τη Βασιλίσα. Ήδη γινόταν χίλια κομμάτια φροντίζοντας και τη δουλειά της και το Βολόντια και ήταν μεγάλη ατυχία που είχε έρθει σε μια τόσο γεμάτη δραστηριότητες περίοδο. Προσπάθησε να το εξηγήσει αυτό στο Βλαντιμίρ, αλλά αυτός φάνηκε να μην το καταλαβαίνει.
   «Έγινες ψυχρή, Βάσια», σκυθρώπιαζε. «Ξέχασες ακόμη και το πώς κάνουν έρωτα».
   «Μα είμαι μόνο απελπιστικά κουρασμένη, Βολόντια», είπε ντροπιασμένη. «Δε μου 'μεινε πια καμμιά δύναμη».
   Ο Βολόντια συνέχισε να της κάνει μούτρα και η Βάσια αναγκάστηκε ν' αναγνωρίσει ότι η συμπεριφορά της απέναντί του δεν ήταν αρκετά καλή. Στο κάτω - κάτω ο άντρας της είχε έρθει να τη δει ύστερα από μακρύ χωρισμό κι αυτή από το πρώτο πρωί εξαφανίστηκε στη δουλειά! Όταν γύριζε το βράδυ στο σπίτι, με το ζόρι κατάφερνε να κουνήσει τα πόδια της· κατάφερνε μόνο να σωριαστεί στο κρεβάτι, αφήνοντάς τον να κάνει μόνος του έρωτα! Μια φορά συνέβηκε ένα φριχτό πράγμα: είχε αποκοιμηθεί ενώ ο Βολόντια της έκανε έρωτα. Της το 'χε πει πειραχτικά το επόμενο πρωί.
   «Σε ρωτάω, τι ευχαρίστηση μπορείς να νιώθεις κάνοντας έρωτα σ' ένα νεκρό σώμα;» αστειεύτηκε, αλλά ήταν ολοφάνερα πληγωμένος. Η Βάσια ένιωσε δυστυχισμένη κι ένοχη. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα νόμιζε ότι έπαψε να τον αγαπά! Αλλά πώς μπορούσε να βρει δύναμη για το κάθε τι;
   Μια μέρα η Βάσια γύρισε στο σπίτι νωρίτερα απ' το κανονικό και βρήκε τον Βλαντιμίρ να φτιάχνει το δείπνο μόνος του.
   «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Πού είναι η Στέσα;»
   «Η Στέσα σου είναι ένα τσουλάκι. Την έδιωξα κι αν τολμήσει να ξανάρθει εδώ, θα την πετάξω με το κεφάλι απ' το παράθυρο».
   «Γιατί, τι στο καλό συνέβη; Τι μπορεί να 'κανε;»
   «Λοιπόν, θα με πιστέψεις έτσι; Αυτό το κορίτσι είναι ένα μικρό παλιοθήλυκο. Δε θα την έδιωχνα για το τίποτα, αλλά θα σ' αναστατώσω και μόνο να σου πω τι έγινε. Είναι ένα φτηνό, διεφθαρμένο υποκείμενο, και δε θέλω να λερώνει εδώ μέσα τα πράγματα με την παρουσία της».
   Ήταν φανερό πως δεν ήταν ώρα να κάνει ερωτήσεις. Η Βάσια κατάλαβε ότι η Στέσα πρέπει να είχε εξοργίσει φοβερά τον Βλαντιμίρ. Το πιθανότερο ήταν να 'χε κλέψει κάτι· ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο κείνη την εποχή. Ο Βλαντιμίρ έδινε αξία στα πράγματά του. Παρόλο που ήταν γενναιόδωρος και τα μοιραζόταν πάντα όλα με τους φίλους του, εξακολουθούσε να 'χει ένα κάποιο ένστικτο ιδιοκτησίας. Αν κάποιος του δανειζόταν απλώς κάτι, ήταν ικανός να ξεσηκώσει τον κόσμο και πολύ δύσκολα το ξεχνούσε.
   «Και τώρα τι θα κάνουμε με το νοικοκυριό;»
   «Ω, ας πάει στο διάβολο αυτό το νοικοκυριό! Απλώς θα φέρνω βόλτες στα καροτσάκια με τα τρόφιμα κι ύστερα θα πηγαίνω να βρίσκω τους παλιούς μου φίλους. Θα τα βολέψω».
   Λίγες μέρες αργότερα, πήγε να βρει τη Βασιλίσα στο στεγαστικό τμήμα η Στέσα για να ζητήσει τις μερίδες της.
   «Τι συνέβη ανάμεσα σε σένα και τον Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς, Στέσα;» ρώτησε το κορίτσι. «Τι έκανες;»
   «Εγώ δεν έκανα τίποτα!» απάντησε η Στέσα, φτιάχνοντας ένα χτενάκι στα μαλλιά της, με τα μάτια της να λάμπουν. «Ο Βλαντιμίρ Ιβάνοβίτς σου μου 'βαλε χέρι, έτσι του 'δωσα μια γροθιά στο σαγόνι, αυτό είν' όλο! Έφτυνε αίμα για αρκετή ώρα. Δώσε του κάνα μάθημα και συ!»
   «Σταμάτα τις χαζοφλυαρίες, Στέσα, ο Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς θ' αστειεύτηκε λιγάκι μαζί σου, αυτό είν' όλο!» είπε η Βάσια προσπαθώντας να μιλήσει ήρεμα, ενώ το μυαλό της σκοτείνιασε ξαφνικά.
   «Πολύ περίεργο αστείο, θα έλεγα! Είχε κιόλας καταφέρει να με ρίξει στο κρεβάτι· ευτυχώς που είμαι τόσο δυνατή. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο σε μένα, να 'σαι σίγουρη!»
   Η Βάσια προσπάθησε να πείσει τη Στέσα πως ήταν όλα ένα αστείο, ένα παιχνίδι, και τώρα είχε κάνει τον Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς να θυμώσει πολύ μαζί της. Αλλά η Στέσα έκλεισε μονάχα το στόμα της πεισματάρικα. Τι ανοησίες! Τέλος πάντων, τι την ενδιέφερε τη Βάσια; Δε θα ξαναπατούσε στο σπίτι τους κι όσο για τις μερίδες της, ας τις κρατούσαν.
   Η Βάσια στεναχωρέθηκε πολύ απ' το όλο επεισόδιο. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να κατηγορήσει τον Βολόντια, ούτε να πληγωθεί από τη συμπεριφορά του, γιατί δεν ήταν μήπως δικό της το φταίξιμο; Δεν είχε γίνει "ψυχρή" και δεν είχε βασανίσει τον Βολοντέτσκα της; Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι πίστευε πως δεν τον αγαπούσε πια!
   Μόνο ένα πράγμα την ενοχλούσε πραγματικά, ότι είχε βάλει χέρι σ' ένα κοριτσάκι. Η Στέσα ήταν στ' αλήθεια μωρό. Ευτυχώς που είχε τα μυαλά στο κεφάλι κι αρκετή εμπειρία, αλλιώς ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να συμβεί! Η Βασιλίσα βασανιζόταν από μικροαμφιβολίες. Έπρεπε να πει στον Βλαντιμίρ ότι ήξερε τι είχε συμβεί ή θα 'ταν καλύτερα να μην πει τίποτα; Το πρόβλημα ήταν ότι ένιωθε να 'χει ένα μέρος της ευθύνης.
   Όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα δεν της δόθηκε καμμιά ευκαιρία ν' αναφέρει το θέμα στον Βλαντιμίρ, γιατί η ζωή τους άρχισε πια ν' αλλάζει. Ο Βλαντιμίρ άρχισε να βρίσκει τους παλιούς του φίλους, μέλη της κοπερατίβας και πρώην συναδέλφους, και η Βάσια έκανε να τον δει μέρες. Ο Βολόντια κοιμόταν ακόμη βαθιά όταν αυτή έφευγε νωρίς το πρωί κι όταν γύριζε στη διάρκεια της μέρας, αυτός είχε κιόλας φύγει. Θα γύριζε το βράδυ στην άδεια σοφίτα, θυμωμένη και απελπισμένη, μην ξέροντας αν θα 'πρεπε να πέσει να κοιμηθεί ή να φτιάξει ένα φλιτζάνι τσάι και να τον περιμένει. Έτσι θα ζέσταινε το βραδινό στη σόμπα πετρελαίου, θα ταχτοποιούσε τα χαρτιά της για την επόμενη μέρα και θ' αφουγκραζόταν μήπως κι ακούσει τα βήματά του στο διάδρομο.
   Τελικά, κουρασμένη απ' την αναμονή, θα 'σβηνε τη σόμπα πετρελαίου (έπρεπε να κάνει οικονομία) και θα απασχολούνταν πάλι με τα χαρτιά της, μελετώντας αναφορές και ταχτοποιώντας αιτήσεις. Κάπου - κάπου θ' άκουγε βιαστικά βήματα στη σκάλα, αλλά όχι, δε θα 'ταν του Βλαντιμίρ. Ύστερα θα 'πεφτε τελικά μόνη της στο κρεβάτι, δυστυχισμένη και παγωμένη, και θ' αποκοιμιότανε γρήγορα, ψόφια από την κούραση. Αλλά ακόμη και μέσα στα όνειρά της δεν μπορούσε να σταματήσει ν' αφουγκράζεται, να περιμένει τον αγαπημένο της να γυρίσει στο σπίτι.
   Μερικές φορές εκείνος θα γύριζε με μια ευτυχισμένη, χαρούμενη διάθεση, θα την ξυπνούσε αγκαλιάζοντάς την ενθουσιασμένος και θα της έλεγε όλες τις ιστορίες του, τα νέα του, τα σχέδιά του. Η Βάσια θα 'νιωθε αμέσως ανακουφισμένη κι ευτυχισμένη και θα ξεχνούσε όλες τις αγωνίες της γι' αυτόν. Αλλά έπειτα, υπήρχαν άλλες φορές που ερχότανε σπίτι μεθυσμένος, κακόκεφος, παραπονιάρης, βάζοντάς τα με τον εαυτό του και βρίζοντας τη Βάσια. Τι ζωή ήταν αυτή που έκαναν, θα ρωτούσε, στριμωγμένοι κι οι δυο μέσα σ' εκείνη την άθλια μικρή σοφίτα, δίχως χαρές, δίχως πραγματική ευτυχία και μια σύζυγο που δεν ήταν κανονική σύζυγος; Ακόμα και παιδιά να 'χανε δε θα 'τανε έτσι...
   Η Βάσια βρήκε αυτόν τον τελευταίο σαρκασμό ιδιαίτερα αβάσταχτο. Δεν ήθελε στην πραγματικότητα παιδιά, αλλά θα 'θελε να μπορούσε να του χαρίσει ένα παιδί, αν αυτό θα τον έκανε ευτυχισμένο. Είχε κιόλας ανακαλύψει πως απλώς δεν μπορούσε να μείνει έγκυος. Οι άλλες γνωστές της γυναίκες τη λυπόντουσαν, γιατί δε μπορούσαν να φανταστούν ότι μια γυναίκα μπορούσε να ζήσει δίχως παιδιά. Αλλά η Βάσια ήτανε φανερό πως δε σκόπευε να γίνει μητέρα.
   Μετά το σχόλιο του Βλαντιμίρ, η Βάσια πήγε να δει ένα γιατρό για τη στειρότητά της. Αυτός είχε διαγνώσει σαν αιτία την αναιμία. Για να φτιάξει το ηθικό της Βάσιας ο Βλαντιμίρ, μετά απ' αυτό το νέο, αποφάσισε να την πάει στο θέατρο. Αυτός αγόρασε τα εισιτήρια κι εκείνη γύρισε νωρίς στο σπίτι στη συμφωνημένη ώρα. Εκεί βρήκε τον Βολόντια ντυμένο με τα καλύτερα ρούχα του, να κορδώνεται μπροστά στον καθρέφτη και να μοιάζει με αληθινό "τζέντλεμαν"! Η Βάσια τον πείραξε τρυφερά, μ' όλο που δεν μπορούσε να μην θαυμάσει τον όμορφο άντρα της.
   «Και με σένα τί γίνεται;» τη ρώτησε με αγωνία. «Τι θα φορέσεις; Ελπίζω να 'χεις να βάλεις κανένα όμορφο, γιορτινό φουστάνι!»
   Η Βάσια γέλασε. Γιορτινό φουστάνι, πραγματικά! Αυτά ήταν καλά για την Αμερική! Εκεί μπορούσαν να ντύνονται σύμφωνα με τη μόδα και να βάζουν κάθε μέρα κι άλλη φορεσιά! Όσο γι' αυτήν, απλώς θα 'βαζε μια καθαρή μπλούζα και τα καινούργια παπούτσια της· ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει. Ο Βλαντιμίρ είχε κατσουφιάσει και έμοιαζε τόσο θυμωμένος που άρχισε να τη νευριάζει.
   «Μα σοβαρά φαντάζεσαι πως ο κόσμος στο θέατρο θα κοιτάζει μονάχα τα πόδια σου; Με το υπόλοιπο τι γίνεται, με τι νομίζεις ότι μοιάζεις, τυλιγμένη σ' αυτό το τσουβάλι;»
   «Μα τι 'ναι αυτό που σ' έκανε να θυμώσεις τόσο πολύ, Βολόντια;»
   «Δε θύμωσα εγώ, εσύ είσαι που θα θυμώσεις όταν βρεθείς σ' αυτά τα χάλια ανάμεσα σ' ένα σωρό σημαντικούς ανθρώπους! Όλοι θα νομίσουν πως βγήκαμε από κάνα μοναστήρι ή φυλακή, με τον τρόπο που συμπεριφέρεσαι! Μήτε καμμιά ευχαρίστηση, μήτε καλά φουστάνια, μήτε κανονικό σπίτι! Ζεις σ' αυτό το κλουβί για κουνέλια, δεν πίνεις άλλο από νερό, τρως χυλούς, φοράς κουρέλια... Λοιπόν, ακόμη κι όταν ήμουν άνεργος στην Αμερική, ζούσα καλύτερα από σένα...!»
   «Μα το ξέρεις πολύ καλά πως τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν τέλεια μέσα σε μια νύχτα. Το ξέρεις το ίδιο καλά με μένα πως τα πράγματα είναι δύσκολα, πως η Ρωσία περνάει την πιο μεγάλη καταστροφή αυτή τη στιγμή».
   «Ω, θα 'θελα να σταματήσεις να επαναλαμβάνεις τα ίδια και τα ίδια για την καταστροφή! Θα 'κανες καλύτερα αντί γι' αυτό να κοιτάξεις τους καινούργιους ηγέτες μας! Οι προηγούμενοι τα κάνανε κυριολεκτικά θάλασσα, αλλά τώρα που άρχισαν να ταχτοποιούν τα πράγματα οι καινούργιοι, ο κόσμος άρχισε να φωνάζει: "Θέλετε να γυρίσουμε πίσω στη ζωή των μπουρζουάδων; Καλύτερα δώστε μας πίσω τις παλιές, καλές, πρώτες μπολσεβίκικες μέρες! Εσείς άνθρωποί μου, απλώς δεν ξέρετε πώς να ζείτε, αυτό είναι το πρόβλημά σας και γι' αυτό έχουμε πάντα αυτό το χάος. Ξέρω ότι δεν κάναμε την επανάσταση για να ζήσουμε μια τέτοια ζωή!"»
   «Μα πραγματικά δεν πιστεύεις πως κάναμε την επανάσταση για δικό μας όφελος, έτσι δεν είναι;»
   «Λοιπόν, τότε γιατί την κάναμε;»
   «Για όλους».
   «Συμπεριλαμβανομένης και της μπουρζουαζίας, υποθέτω».
   «Ω, μα τι ανοησίες κοπανάς! Και βέβαια όχι! Για τους εργάτες, για το προλεταριάτο...»
   «Εμείς λοιπόν τι είμαστε; Δεν είμαστε εργάτες και προλετάριοι;»
   Συνέχισαν να τσακώνονται άγρια. Τελικά βγήκαν από το σπίτι και περπάτησαν κάτω στο δρόμο, τσαλαβουτώντας μες στα λασπόνερα που 'χαν δημιουργήσει οι ανοιξιάτικες βροχές. Ο Βλαντιμίρ βάδιζε μπροστά με μεγάλα βήματα σιωπηλός, ενώ η Βάσια πάσχιζε να τον προφτάσει.
   «Αγαπητέ μου Βολόντια, σε παρακαλώ κάνε λίγο πιο σιγά, μου κόπηκε εντελώς η ανάσα», τον παρακάλεσε τελικά και κείνος άρχισε να περπατάει πιο αργά, επιμένοντας όμως να μη βγάζει άχνα.
   Στο θέατρο ο Βλαντιμίρ βρήκε τους φίλους του και πέρασε τα διαλείμματα μαζί τους, αφήνοντας τη Βάσια μονάχη της. Ευχόταν να μπορούσε να μην είχε ξοδέψει έτσι κείνο το βράδυ της -σίγουρα δεν ήταν καμμιά ευχαρίστηση γι' αυτή και την επόμενη μέρα θα 'χε απλώς διπλάσια δουλειά να βγάλει.
   Αμέσως μετά απ' αυτό το επεισόδιο και λίγο πριν αναγκαστεί να φύγει ο Βλαντιμίρ, άρχισε το συνέδριο. Ο Βλαντιμίρ ήθελε πολύ να το παρακολουθήσει, μ' όλο που δεν ήταν αντιπρόσωπος. Κείνη την εποχή γίνονταν διαμάχες πάνω σε πολλά πολιτικά ζητήματα και γύρω απ' αυτές τις διαμάχες σχηματίζονταν καινούργιες φράξιες. Ο Βλαντιμίρ ακολούθησε τη γραμμή της Βάσιας, προσχωρώντας μ' ενθουσιασμό στην ομάδα της και παρατώντας όλους τους παλιούς συναδέλφους του. Ήταν αχώριστοι κι οι δυο στο συνέδριο κι ύστερα τα βράδια. Περνούσαν όλη την ελεύθερη ώρα τους στο σπίτι, προσχεδιάζοντας λόγους, κι ένας σωρός κόσμος απ' την ομάδα της μαζευόταν στο δωμάτιό της για να βγάλουν ψηφίσματα.
   Ο Βλαντιμίρ βρήκε μια παλιά γραφομηχανή και δέχτηκε μ' ενθουσιασμό το ρόλο της "δακτυλογράφου". Ήταν απέραντα ενθαρρυντικό να δουλεύουν όλοι μαζί σαν φίλοι και με μια τέτοια αγνή συνεργασία ανάμεσά τους. Βέβαια κάποιες φορές γίνονταν άγριοι τσακωμοί, όταν έχαναν όλοι την ψυχραιμία τους· ύστερα, για κάποιον άγνωστο λόγο, ξεσπούσαν όλοι σε γέλια. Άρεσε σ' όλους αυτή η συνεργασία.
   Μαζί τους ήταν κι ο Στεπάν Αλεξέγεβιτς. Καθόταν εκεί, ισιώνοντας τα γκρίζα του γένια, κομμένα σε στυλ παλιού ναυτικού, και παρατηρώντας τους πάντες μ' ένα στοργικό βλέμμα. Η Βασιλίσα ψιθύριζε μόνιμα στο αυτί του. Είχε πολύ καλή γνώμη γι' αυτήν και κάποτε είπε σ' ένα φίλο: «Τούτη εδώ είναι καλό μυαλό». Στον Βλαντιμίρ όμως φερόταν μάλλον ψυχρά κι αυτό στεναχωρούσε τη Βάσια· δεν ήξερε τι να κάνει γι' αυτό. Αλλά κι ο Βλαντιμίρ δεν τον πολυσυμπαθούσε.
   «Είναι τόσο ψευτοευλαβής κείνος ο Στεπάν Αλεξεγεβίτς σου», δήλωσε. «Βρωμάει ολοκάθαρα λιβάνι. Δεν είναι πραγματικός αγωνιστής, μόνο ένας από κείνους τους τυπικούς παρασκηνιακούς κομπιναδόρους!»
   Τελικά, η ομάδα της Βάσιας ηττήθηκε στο συνέδριο, αλλά κατάφεραν να πάρουν περισσότερους ψήφους απ' όσους περίμεναν κι αυτός ο θρίαμβος τους ήταν αρκετός!
   Η αναρρωτική άδεια του Βλαντιμίρ έληγε λίγο πριν το τέλος του συνεδρίου και ακόμη μια φορά η Βάσια ένιωσε να κόβεται στα δυο· απ' τη μια μεριά ήταν ο άντρας της που ήθελε βοήθεια για να ετοιμαστεί για το ταξίδι της επιστροφής κι απ' την άλλη μεριά ήταν το συνέδριο. Αλλά τώρα βρήκε αυτή τη σύγκρουση αναζωογονητική· ένιωσε ακόμη μια φορά πως ο Βλαντιμίρ δεν ήταν απλώς ο άντρας της, αλλά κι ο αληθινός της σύντροφος. Ήταν ακόμη περήφανη γι' αυτόν, γιατί πρόσφερε ανεκτίμητη βοήθεια στην ομάδα κι ακόμη κι οι φίλοι της δεν ήθελαν να τον αποχωριστούν.
   Η μέρα της αναχώρησής του έφτασε.
   «Γεια σου, Βασιούκ μου», είπε. «Το σπουργιτάκι μου θα μείνει τώρα μονάχο του κάτω από τις μαρκίζες και δε θα 'χει κανέναν να του παραπονιέται για τις στεναχώριες της. Αλλά δε θα υπάρχει και κανείς για να την ενοχλεί στη δουλειά της!»
   «Φαντάζεσαι στ' αλήθεια πως μ' ενόχλησες στη δουλειά μου;» είπε η Βάσια, αγκαλιάζοντάς τον και φιλώντας το λαιμό του.
   «Μα εσύ ήσουν που είπες ότι ο άντρας σου σού 'τρωγε πολύ χρόνο και παραπονιόσουνα για το νοικοκυριό».
   «Σε παρακαλώ, μη μου τα θυμίζεις! Είναι πιο δύσκολη η ζωή χωρίς εσένα».
   Έσκυψε το κεφάλι στο στήθος του.
   «Δεν είσαι μόνο άντρας μου, είσαι και φίλος μου, γι' αυτό σ' αγαπώ τόσο πολύ».
   Φιλήθηκαν τρυφερά και αποχαιρετίστηκαν. Αλλά μετά, καθώς γύριζε βιαστικά στο συνέδριο, η Βάσια σκέφτηκε ξαφνικά: «Όσο πολύ κι αν τον αγαπώ, νιώθω πολύ πιο ελεύθερα μονάχη μου. Όταν είμαι με το Βολόντια, πρέπει να σκέφτομαι για δυο ανθρώπους και η δουλειά παραμελείται». Τώρα μπορούσε ν' αφοσιωθεί όπως έπρεπε στη δουλειά της. Δουλειά κι ύστερα ξεκούραση. Δεν κοιμόταν κανονικά όταν ήταν εκεί ο άντρας της.
   «Ξεπροβόδισες τον άντρα σου;» τη ρώτησε ο Στεπάν Αλεξέγεβιτς όταν γύρισε στο συνέδριο.
   «Ναι, έφυγε».
   «Τώρα τα πράγματα θα 'ναι ευκολότερα για σένα. Παρακουραζόσουνα μαζί του».
   Η Βάσια ξαφνιάστηκε φοβερά, βλέποντας πως ο Στεπάν Αλεξέγεβιτς το 'χε καταλάβει. Δεν απάντησε, απρόθυμη να παραδεχτεί κάτι τέτοιο ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό της -της φαινόταν σαν προσβολή για τον Βλαντιμίρ.

   Η Βασιλίσα σηκώθηκε μόλις άρχισε να ξημερώνει. Το τραίνο θα έφτανε κείνο το πρωί κι έπρεπε να φτιαχτεί έτσι ώστε να 'μενε ο Βολοντέτσκα ευχαριστημένος από την εμφάνισή της. Εφτά μήνες δίχως αυτόν, τι αιωνιότητα! Η Βασιλίσα ήτανε ξένοιαστη σαν το ανοιξιάτικο πρωινό.
   Η νεπγούμαν ήταν ακόμη στο κρεβάτι, χασμουριόταν, τεντωνόταν και κοίταζε εξεταστικά το πρόσωπό της στο καθρεφτάκι της, αλλά η Βάσια είχε κιόλας πλυθεί, είχε χτενιστεί προσεκτικά κι είχε βάλει το καινούργιο της φουστάνι. Κοιτώντας τον εαυτό της στον καθρέφτη του τραίνου, είδε μόνο τα λαμπερά μάτια της να φωτίζουν όλο της το πρόσωπο. Δε φαινόταν να υπάρχει κάτι άσχημο στην εμφάνισή της. Σίγουρα αυτή τη φορά ο Βλαντιμίρ δε θα μπορούσε να την κατηγορήσει ότι τριγύριζε με κουρέλια.
   Το τραίνο έκανε μια στάση στην πλατφόρμα ενός σταθμού και η Βασιλίσα κοίταξε έξω. Μ' όλο που ήταν νωρίς το πρωί, ο ήλιος έκαιγε κιόλας. Στο βορρά υπήρχαν μόνο μερικά αδύναμα προμηνύματα της άνοιξης, αλλά εδώ όλα ήταν ολάνθιστα. Ακόμη και τα δέντρα, σκεπασμένα με μπουκέτα από άσπρα λουλούδια, που έμοιαζαν με πασχαλιές, ήταν άγνωστα στη Βάσια. Τα φύλλα τους θύμιζαν τα φύλλα της σοβριάς, μόνο που είχαν ανοιχτότερο χρώμα. Έστελναν μια υπέροχη γλυκιά μυρωδιά μέσα απ' το παράθυρο.
   «Τι δέντρο είναι κείνο;» ρώτησε η Βάσια τον ελεγκτή. «Δεν έχουμε τέτοια δέντρα στα μέρη μου».
   «Είναι άσπρη ακακία», απάντησε. Άσπρη ακακία! Τι όμορφη! Ο ελεγκτής πήρε μερικά λουλούδια και τα 'δωσε στη Βάσια. Μύριζαν πολύ όμορφα· ξαφνικά ένιωσε τόσο ευτυχισμένη που ήθελε να κλάψει. Όλα γύρω της φαίνονταν τόσο ενδιαφέροντα κι όμορφα και πάνω απ' όλα, πάνω απ' όλα είπε στον εαυτό της, σε μια ώρα θα ξαναδώ τον αγαπημένο μου Βολόντια.
   «Θα φτάσουμε γρήγορα;» ρώτησε επίμονα η Βάσια τον ελεγκτή. Το τραίνο φαινόταν πως δεν θα ξανακουνιόταν πια, ξεφυσώντας σαν να 'χε κολλήσει για πάντα σε κείνη τη γραμμή. Αλλά τελικά ξεκίνησε· πέρασαν μια πόλη, έναν καθεδρικό ναό, ένα στρατώνα, ύστερα μερικά περίχωρα και τελικά έφτασαν εκεί -στο σταθμό. Η Βάσια κοίταξε με βλέμμα αναστατωμένο κι ερευνητικό απ' τ' ανοιχτό παράθυρο. Πού ήταν εκείνος; Πού ήταν ο Βολόντια; Το επόμενο πράγμα που είδε, ήταν το Βολόντια να τρέχει προς το μέρος της απ' την άλλη άκρη του βαγονιού και βρέθηκε στην αγκαλιά του.
   «Ω, Βολόντκα, Βολόντκα, δε μπορώ να το πιστέψω!» Φιλήθηκαν κι αγκαλιάστηκαν.
   «Δώσε μου αμέσως τα πράγματά σου κι έλα να βρούμε τον γραμματέα μας», είπε. «Ιβάν Ιβάνοβιτς, πάρτε αυτά τα πράγματα, σας παρακαλώ, και πάμε στο αυτοκίνητό μου. Έχω κι ένα ζευγάρι άλογα τώρα, Βάσια, καθώς και μια αγελάδα, και θα 'θελα να αρχίσω να τρέφω γουρούνια. Έχουμε αρκετά δωμάτια, στην πραγματικότητα ένα ολόκληρο αγρόκτημα, μόνο περίμενε ώσπου να το δεις -θα μπορείς να ζεις από δω και μπρος σαν γυναίκα κτηματία. Και οι δουλειές μου πηγαίνουν τώρα μια χαρά· μόλις ξανάνοιξαν το παράρτημα στη Μόσχα...»
   Ο Βλαντιμίρ συνέχισε να μιλάει, περιγράφοντάς της μ' ενθουσιασμό την καινούργια του ζωή, τα σχέδιά του, τις ιδέες του. Η Βάσια καθόταν εκεί ακούγοντάς τον καθώς τρέχανε με τ' αυτοκίνητο, αλλά παρ' όλο που τα 'βρισκε όλα μαγευτικά, αγωνιούσε να του μιλήσει και λίγο για κείνη και να μάθει πως τα 'χε βολέψει δίχως αυτήν, αν του 'χε λείψει κι αν είχε νιώσει μόνος.
   Έφτασαν στο σπίτι. Μπροστά της στεκόταν ένα παλιό αρχοντικό με κήπο· ένας νεαρός θεληματάρης μ' ένα καπέλο με σειρήτια έτρεξε να τους βοηθήσει να βγουν απ' τ' αυτοκίνητο.
   «Λοιπόν ας δούμε αν σ' αρέσει το σπίτι μας, Βάσια», είπε ο Βλαντιμίρ. «Είναι λίγο καλύτερο απ' το κουνελοκλούβι σου κάτω απ' τις μαρκίζες, ε;»
   Μπήκαν μέσα. Υπήρχε μια σκάλα με χαλί και ένας καθρέφτης στο χολ. Η Βάσια έβγαλε το καπέλο, πέταξε βιαστικά το παλτό της και μπήκανε στο σαλόνι. Υπήρχαν καναπέδες και χαλιά παντού κι ένα μεγάλο ρολόι στην τραπεζαρία. Οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με πίνακες "νεκρής φύσης" και χρυσές κορνίζες κι ένα βαλσαμωμένο πουλί ήταν κρεμασμένο από ένα καρφί.
   «Λοιπόν σ' αρέσει;» τη ρώτησε ο Βλαντιμίρ, λάμποντας ολόκληρος.
   «Ναι», απάντησε η Βάσια δισταχτικά, κοιτώντας γύρω της, όχι εντελώς σίγουρη για το αν της άρεσε ή όχι. Όλα της φαίνονταν κάπως ξένα, μακρινά.
   «Και δω είναι η κρεβατοκάμαρά μας!» ανάγγειλε ο Βλαντιμίρ, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα. Δυο μεγάλα παράθυρα έβλεπαν στον κήπο.
   «Ω, κοίτα τα δέντρα!» είπε αυτή εκστατικά. «Είναι άσπρες ακακίες!» Έτρεξε στο παράθυρο μαγεμένη.
   «Γιατί δεν έριξες πρώτα μια ματιά στο δωμάτιο; Θα 'χεις αρκετό καιρό να τρέξεις στον κήπο. Δεν τα ταχτοποίησα κι άσχημα για σένα, έτσι; Όλα εδώ μέσα τα διάλεξα και τα ταχτοποίησα μόνος μου κι από τη στιγμή που εγκαταστάθηκα εδώ σε περίμενα να 'ρθεις να τα δεις».
   «Ω, σ' ευχαριστώ, αγάπη μου». Η Βάσια έκανε να τον φιλήσει, αλλά αυτός αγνοώντας την κίνησή της, την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε προς ένα μεγάλο καθρέφτη σε μια ντουλάπα.
   «Κοίτα, θα τον βρεις φοβερά βολικό. Όταν θα ντύνεσαι, θα μπορείς να δεις ολόκληρη τη φιγούρα σου μες στον καθρέφτη και από κάτω έχει ράφια για όλα τα εσώρουχα και τα καπέλα και τα μικροπράγματά σου...»
   «Στ' αλήθεια, Βολόντια! Τι είδους καπέλα και μικροπράγματα φαντάζεσαι πως έχω; Θα 'πρεπε να 'χες βρει μια πραγματική "κυρία"!» γέλασε η Βάσια.
   Αλλά ο Βολόντια συνέχισε, εντελώς ατάραχος. «Τώρα κοίτα το κρεβάτι, εντάξει; Το σκέπασμά του είναι από γνήσιο μετάξι. Είναι γεγονός πως δυσκολεύτηκα να το βρω, πράγμα που δε συνέβηκε με το σπίτι. Και κει είναι η ροζ λάμπα που μπορείς ν' ανάβεις το βράδυ...»
   Ο Βλαντιμίρ γύρισε τη Βάσια σ' όλο το σπίτι, δείχνοντάς της και την παραμικρή λεπτομέρεια, βρίσκοντας σ' αυτό μια παιδιάστικη χαρά -αυτή τη μικρή φωλιά που 'χε χτίσει για τη γυναίκα του. Η φανερή ευτυχία του έκανε τη Βάσια να χαμογελάσει κι αυτή, αλλά ένιωθε στενόχωρα. Δεν μπορούσε ν' αρνηθεί ότι τα δωμάτια ήταν κομψά και όμορφα, αλλά τα 'νιωθε ακόμη ξένα. Ήταν σαν να 'χε μπει στο σπίτι κάποιου άλλου· δεν είχε κανένα απ' τα πράγματα που χρειαζόταν πραγματικά, ούτε καν ένα τραπέζι όπου θα μπορούσε ν' ακουμπήσει τα βιβλία και τα χαρτιά της. Το μόνο πράγμα που της άρεσε ανεπιφύλακτα ήταν τα δυο παράθυρα που έβλεπαν στις ακακίες του κήπου.
   «Γιατί δεν ταχτοποιείσαι, δεν πλένεσαι λιγάκι, πριν να πάμε για το φαγητό», είπε ο Βλαντιμίρ, πηγαίνοντας προς το παράθυρο να κλείσει το παντζούρι.
   «Σε παρακαλώ, μην το κλείνεις», είπε η Βάσια. «Είναι τόσο ωραία να μπορείς να κοιτάς έξω στον κήπο».
   «Φοβάμαι πως αυτό δεν μπορεί να γίνει. Θα ξεθωριάσει η ταπετσαρία αν δεν κλείνουμε τα παντζούρια τη μέρα». Κι έτσι οι γκρίζες κουρτίνες, σαν βαριά βλέφαρα, έπεσαν πάνω στον πράσινο κήπο και το γκρίζο μονότονο παράθυρο φαινόταν τώρα ακόμη πιο ξένο στη Βάσια. Έπλυνε τα χέρια της κι άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη.
   «Τι είναι αυτό που φοράς;» ρώτησε ξαφνικά ο Βολόντια. «Είναι το φουστάνι που έραψες με το ύφασμα που σου έστειλα;»
   «Ναι, αυτό είναι», είπε η Βάσια περιμένοντας να εκφράσει το θαυμασμό του.
   «Λοιπόν, έλα τώρα, άσε με να σε δω καλά», είπε, γυρνώντας τη πότε απ' τη μια μεριά και πότε απ' την άλλη. Αλλά αυτή είδε στο πρόσωπό του πως δεν του άρεσε.
   «Μα τι σου 'ρθε να κάνεις αυτές τις πιέτες στους γοφούς; Έχεις τόσο λεπτή φιγούρα, ό,τι πρέπει για την τελευταία μόδα. Από πού το ξεσήκωσες αυτό το τερατούργημα;»
   Η Βάσια στάθηκε εκεί αποσβολωμένη, κοκκινίζοντας ένοχα κι ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. «Τερατούργημα; Μα η Γκρούσα είπε πως ήταν τελευταία μόδα!»
   «Πολλά ξέρει η Γκρούσα σου! Το μόνο που έκανε ήταν να κουτσοράψει ένα υπέροχο κομμάτι ύφασμα! Μοιάζεις με παπαδιά μ' αυτό! Θα 'ταν καλύτερα να το πετάξεις και να βάλεις πάλι τις ίσιες φούστες σου. Εκείνες τουλάχιστον σε δείχνουν όπως είσαι, ενώ έτσι μοιάζεις με θηλυκό παγώνι!»
   Και χωρίς να φανεί πως πρόσεξε την πληγωμένη έκφραση της Βάσιας, ο Βολόντια κατευθύνθηκε με μεγάλα βήματα στην τραπεζαρία για να φροντίσει να ετοιμαστεί γρήγορα το φαγητό. Πυρετώδικα, η Βάσια πέταξε από πάνω της το δημιούργημα της Γκρούσα και φόρεσε βιαστικά την παλιά φούστα της και τη μπλούζα με τη ζώνη. Ένιωθε ολότελα δυστυχισμένη. Δυο δάκρυα θλίψης κύλησαν στα μάγουλά της κι έσταξαν στη μπλούζα. Στέγνωσαν αμέσως, αλλά στα μάτια της έμεινε μια έκφραση ψυχρής δυσαρέσκειας. 
   Η Μαρία Σεμένοβνα, η υπηρέτρια, μια χοντρή μεσήλικη γυναίκα, συστήθηκε στη Βάσια την ώρα του φαγητού. Η Βάσια της έσφιξε το χέρι.
   «Αυτό δεν ήταν καθόλου απαραίτητο», είπε απότομα ο Βλαντιμίρ, τη στιγμή που η Μαρία Σεμένοβνα βγήκε από το δωμάτιο. «Σε παρακαλώ να θυμάσαι στο μέλλον πως είσαι η οικοδέσποινα του σπιτιού, αλλιώς τα παράπονα και οι ενοχλήσεις δε θα 'χουνε τέλος».
   Η Βάσια κοίταξε προσεκτικά τον άντρα της φοβερά ξαφνιασμένη. «Φοβάμαι πως δεν καταλαβαίνω τι εννοείς», είπε. Ο Βλαντιμίρ άλλαξε συζήτηση κι άρχισε να πιέζει τη Βάσια να φάει. Αλλά αυτή ένιωθε πολύ δυστυχισμένη για να νοιαστεί για το φαγητό.
   «Θα σ' αρέσει το τραπεζομάντιλο που αγόρασα, είναι πραγματικό λινό Μοροζώφ με ίδιες πετσέτες. Δεν παράγγειλα να το στρώσουν γιατί είναι πάρα πολύ ακριβό για να μπορεί να πλυθεί».
   «Από πού τα πήρες όλ' αυτά τα πράγματα;» ρώτησε μάλλον απότομα η Βάσια τον Βλαντιμίρ. «Ελπίζω να μην έχεις μεγάλο απόθεμα από τέτοια!»
   «Τι ιδέα!» γέλασε αυτός. «Ξέρεις πόσο κοστίζουν σήμερα αυτά τα πράγματα; Εκατομμύρια ρούβλια! Φαντάζεσαι πως με το μισθό του διευθυντή μπορώ ν' αγοράσω πολλές τέτοιες πολυτέλειες; Σαν διευθυντής παίρνω αυτά τα πράγματα μαζί με το σπίτι και ήταν καλό που πρόλαβα να το κάνω, γιατί μπόρεσα να πάρω όλον αυτό τον εξοπλισμό από διάφορα τμήματα και χάρη αποκλειστικά σε γνωριμίες μου. Βέβαια τώρα μπήκε τέλος σ' όλα αυτά και δεν μπορεί κανείς να ξαναπάρει τέτοια πράγματα. Σήμερα ή πληρώνεις τοις μετρητοίς ή τίποτα! Υπάρχουν κάνα δυο πράγματα βέβαια που τα αγόρασα με τα λεφτά μου, όπως η ντουλάπα με τον καθρέφτη στην κρεβατοκάμαρα και το μεταξωτό πάπλωμα κι η λάμπα στο σαλόνι...»
   Ο Βλαντιμίρ απαρίθμησε αργά όλ' αυτά τα αντικείμενα με φανερή ικανοποίηση, αλλά το πρόσωπο της Βάσιας σιγά - σιγά ψυχράνθηκε, ενώ τα μάτια της έκφραζαν στιγμές - στιγμές έντονη εχθρότητα.
   «Και πόσο σου κόστισαν όλες αυτές οι υπέροχες πολυτέλειες, μπορώ να μάθω;» η φωνή της τρεμούλιασε από συγκρατημένη οργή. Ο Βλαντιμίρ δεν πρόσεξε τίποτα και συνέχισε να τρώει την κοτολέττα με τη σάλτσα του, συνοδεύοντάς την με μπύρα.
   «Λοιπόν, αν θέλεις πραγματικά να μάθεις, το στρογγυλό ποσό, μην ξεχνώντας το σκόντο που μου 'γινε γιατί πλήρωσα τοις μετρητοίς, ανέρχεται περίπου στα...» και με μια επιβλητική παύση, που ο στόχος της ήταν να δείξει στη Βάσια τη σοβαρότητα του πράγματος, ανέφερε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Μετά απ' αυτό, σήκωσε τα χαμογελαστά μάτια του πάνω της, σαν να 'θελε να πει, σπουδαίος σύζυγος, ε;
   Η Βάσια πετάχτηκε από το τραπέζι κι έσκυψε πάνω του έξαλλη.
   «Γιατί, Βάσια, τι συμβαίνει;» φώναξε τρομαγμένος.
   «Πες μου αμέσως πού τα βρήκες αυτά τα λεφτά! Πες μου το αυτή τη στιγμή, θέλω να ξέρω!»
   «Έλα, Βάσια, ηρέμησε σε παρακαλώ! Φαντάζεσαι πως τ' απόκτησα ανέντιμα; Ή μήπως δεν μπορείς να καταλάβεις την αξία των χρημάτων; Αν ηρεμήσεις και λογαριάσεις πόσα κερδίζω θα καταλάβεις». Και τότε της είπε πόσο ήταν το μηνιάτικό του.
   «Έχεις πραγματικά τόσο μεγάλο μισθό; Αλλά ακόμη κι αν είναι έτσι, εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πώς μπορείς εσύ, ένας κομμουνιστής, να ξοδεύεις τα λεφτά σου σ' αυτά τα ασήμαντα μικροπράγματα, όταν ξέρεις πόση φτώχεια υπάρχει παντού, όταν ξέρεις ότι άνθρωποι πεθαίνουνε από την πείνα. Και τι λες για τους άνεργους; Τα ξέχασες κιόλας όλ' αυτά, τώρα που έγινες διευθυντής;»
   Οι ερωτήσεις της Βάσιας προς τον Βλαντιμίρ ήταν αμείλιχτες. «Λοιπόν, Κύριε Διευθυντά, καλά θα κάνατε να απαντήσετε!»
   Ο Βλαντιμίρ δε σάλεψε ρούπι. Αντίθετα συζήτησε λογικά μαζί της, προσπαθώντας να της αλλάξει μυαλά. Ακόμη την πείραξε, λέγοντας πως είχε ζήσει τόσο καιρό σαν σπουργίτι που είχε ξεχάσει την αξία του χρήματος. Στο κάτω - κάτω υπήρχε ένας σωρό κόσμος που κέρδιζε πολύ περισσότερα απ' αυτόν -και μερικοί απ' αυτούς καμάρωναν στ' αλήθεια για τον πλούτο τους.
   Αλλά η Βάσια δε θα μαλάκωνε μόνο με τα λόγια. Είχε χάσει στ' αλήθεια την ψυχραιμία της και ήθελε να της αιτιολογήσει γιατί δε ζούσε σαν αληθινός κομμουνιστής.
   Ο Βλαντιμίρ δοκίμασε άλλη ταχτική. Της εξήγησε τις πολιτικές πλευρές του ζητήματος. Της είπε τι απαιτούσε η δουλειά του διευθυντή και για τις οδηγίες που είχε πάρει από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος. Επέμενε σταθερά ότι την κύρια προτεραιότητα είχε η εξασφάλιση, με κάθε τίμημα, της άνθησης της επιχείρησης και της αύξησης των κερδών. Πριν του επιτεθεί, θα 'πρεπε να δει με τα ίδια της τα μάτια τι είχε πετύχει μέσα σ' ένα χρόνο. Είχε στήσει την επιχείρηση από το τίποτα και την είχε κάνει πολύ πιο προσοδοφόρα, έτσι που συναγωνιζόταν τώρα κάθε άλλη κρατική επιχείρηση στον τομέα εκείνο.
   Ακόμη κι αν ζούσε σαν ένα "πολιτισμένο ανθρώπινο ον", όπως το διατύπωσε, αυτό δε σήμαινε πως ενδιαφερόταν λιγότερο για κάθε υπάλληλό του ξεχωριστά, ως και τον πιο ταπεινό χαμάλη. Και μόνο αν εξέταζε τα πράγματα κάπως καλύτερα, θα σταματούσε αμέσως να τον ταλαιπωρεί έτσι. Στ' αλήθεια δεν το περίμενε απ' αυτήν, από τη φίλη του -δεν του 'χε περάσει απ' το μυαλό ότι αμέσως μόλις θα ερχόταν θα πήγαινε με το μέρος των εχθρών του. Ήταν που ήταν δύσκολη η δουλειά του. Γιατί θα 'πρεπε να τσακίζεται στη δουλειά, μόνο και μόνο για να του επιτίθεται η γυναίκα του και να κριτικάρει τον τρόπο που ζούσε;
   Τώρα ο Βλαντιμίρ ήταν βαθιά προσβεβλημένος. Είχε κατακλυστεί από οργή, τα μάτια του κρυφόκαιγαν από θυμό και δυσαρέσκεια. Πώς μπορούσε να μην του έχει εμπιστοσύνη; Πώς μπορούσε να τον κρίνει μ' αυτό τον τρόπο;
   Η Βάσια άρχισε να μαλακώνει καθώς τον άκουγε. Ίσως να 'χε δίκιο. Στο κάτω - κάτω τα πράγματα είχαν αλλάξει. Το σημαντικό ήταν ότι οι λογαριασμοί του ήταν εντάξει, η επιχείρηση άνθιζε κι ο εθνικός πλούτος μεγάλωνε. Δεν μπορούσε να διαφωνήσει μαζί του πάνω σ' αυτό.
   «Και τι έγινε, δηλαδή, αν αποκτήσω δικά μου πράγματα και ανοίξω δικό μου σπίτι; Όπως και να 'ναι δεν έχω σκοπό να περάσω τη ζωή μου μέσα σε κανένα κοινοβιακό σπίτι! Γιατί θα 'πρεπε να ζούμε χειρότερα από τους αμερικάνους εργάτες; Θα 'πρεπε μονάχα να δεις πώς ζούνε οι περισσότεροι, με το πιάνο τους, το Φορντ αυτοκίνητο και τα μηχανάκια!»
   Πού και πού στη διάρκεια αυτής της συζήτησης, η Μαρία Σεμένοβνα έριχνε ερευνητικές ματιές μες στο δωμάτιο, αγωνιώντας να σερβίρει τις τηγανίτες. Αναστέναξε. Ακόμη δεν είχανε ανταμώσει κι είχαν αρχίσει να τσακώνονται! Έτσι γινόταν πάντα και με τους αριστοκράτες, όπου δούλευε η Μαρία πριν την επανάσταση. Δεν ήταν καλύτεροι αυτοί οι κομμουνιστές, σκέφτηκε οργισμένα -ν' αφήνουν να κρυώνουν έτσι οι τηγανίτες!
   Την επομένη ο Βλαντιμίρ ξενάγησε τη Βάσια στην εταιρεία, στα γραφεία, στις αποθήκες και στα γραφεία των υπαλλήλων. Την πήγε στο λογιστήριο, λέγοντας: «Τώρα ρίξε μια ματιά στα βιβλία μας. Δεν θα βρεις κανέναν που να κρατάει έτσι τους λογαριασμούς. Από τη στιγμή που θα δεις πώς ταχτοποιώ τα πράγματα εδώ πέρα, δε θα μπορέσεις να με ξανακατηγορήσεις για σπατάλη». Ύστερα ζήτησε απ' το λογιστή να εξηγήσει στη Βάσια τους κανόνες της λογιστικής του. Ήταν απλοί και ακριβείς κι είχαν κερδίσει τα ιδιαίτερα συγχαρητήρια της κεντρικής επιτροπής, είπε. Η Βάσια, μ' όλο που δεν τα 'πιανε όλα, έβλεπε καθαρά πως είχαν δουλέψει πολύ και σκληρά για την επιχείρηση κι ότι ο κόσμος εδώ αγαπούσε τη δουλειά του. Ήταν ολοφάνερο ότι ο Βολόντια ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του.
   Ύστερα της έδειξε τα διαμερίσματα των υπαλλήλων και, ιδιαίτερα, φρόντισε να ρωτήσει τις γυναίκες των συναδέλφων του αν ήταν ευτυχισμένες. Έριχνε θριαμβευτικά βλέμματα στη Βάσια καθώς όλες κατέληγαν να δίνουν την ίδια απάντηση: «Ναι, θα 'λεγα πως είμαι ευτυχισμένη! Αν συγκρίνουμε το πώς είμασταν με τη σημερινή μας κατάσταση, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να 'ναι καλύτερα και το ότι ζούμε έτσι, το χρωστάμε σε σένα, Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς!»
   «Λοιπόν, βλέπεις Βάσια! Κι έλεγες πως έγινα τρυπιοχέρης! Πίστεψέ με, η πρώτη φροντίδα μου ήταν να κάνω τα πάντα για να καλύψω τις ανάγκες των υπαλλήλων. Στην αρχή κόπιαζα αποκλειστικά γι' αυτούς. Μόνο αργότερα κοίταξα λιγάκι και τον εαυτό μου. Βλέπεις πώς ζουν; Και ισχύουν τα ίδια για τους εργάτες όπως και για τους υπαλλήλους, δε βρίσκονται σε καμμιά περίπτωση σε χειρότερη μοίρα. Αγωνίστηκα ιδιαίτερα σκληρά για τους εργάτες, απλώς δεν μπορούσα να κάνω τίποτα περισσότερο γι' αυτούς!»
   «Λοιπόν, εντάξει, έκανες τα πάντα γι' αυτούς. Όμως εκείνοι τι έκαναν για τους εαυτούς τους;»
   «Αλήθεια, Βάσια, ώρες - ώρες έχεις τις πιο περίεργες ιδέες! Δε βλέπεις ότι η δουλειά είναι ίδια για όλους. Παλιά υπήρχε άλλος κανονισμός για το διευθυντή κι άλλος για τους εργάτες, όμως εδώ δε συμβαίνει αυτό. Δεν είσαι, Βάσια, παρά μια παλιοαρτηριοσκληρωτική. Καλά θα κάνεις να προσέξεις, αλλιώς την έχεις άσχημα!» Σ' αυτά τα τελευταία λόγια έδωσε έναν εύθυμο τόνο, αλλά η Βάσια ένιωσε πόσο πολύ τον είχαν προσβάλει κι ενοχλήσει οι παρατηρήσεις της.
   Αφιέρωσε όλη τη μέρα να τη γυρνάει στα διάφορα τμήματα της εταιρείας ώσπου η Βάσια κουράστηκε τόσο που τα μηλίγγια της άρχισαν να σφυροκοπούν, η ράχη της να πονάει, ενώ ένας σουβλερός πόνος τρυπούσε το πλευρό της. Μόλις θα πήγαιναν στο σπίτι, σκέφτηκε, θα 'πεφτε στο κρεβάτι και θα τραβούσε έναν ωραίο ύπνο. Είχε ακόμη πονοκέφαλο από το θόρυβο του τραίνου.
   Όταν όμως γύρισαν στο σπίτι, ο Βολόντια ανάγγειλε πως θα 'χαν σε λίγο καλεσμένους για το γεύμα και πως έπρεπε να τους υποδεχτεί. Ο θεληματάρης τούς άνοιξε και στάθηκε σαν να περίμενε διαταγές. Ο Βλαντιμίρ έβγαλε ένα σημειωματάριο, έγραψε ένα σύντομο μήνυμα και το έδωσε στο αγόρι.
   «Λοιπόν, τρέχα, Βάσια, χωρίς να χαζεύεις. Θέλω να μου δώσεις την απάντηση προσωπικά, κατάλαβες;» Λέγοντας έτσι γύρισε στη Βασιλίσα μ' ένα περίεργα ένοχο και εξεταστικό βλέμμα. «Μα γιατί στο καλό με κοιτάς μ' ανοιχτό το στόμα, Βασιούκ;» είπε αβέβαια.
   «Χωρίς λόγο», του απάντησε. «Ώστε και το παιδί για τα θελήματα το λένε Βάσια, έτσι;»
   «Ναι, ακριβώς, ω, ώστε αυτό είναι! Ταράχτηκες που υπάρχουν δύο με τ' όνομα Βάσια στο σπίτι! Τι γυναίκα είσαι στ' αλήθεια! Πιστεύω πως ζηλεύεις! Δεν υπάρχει λόγος να στεναχωριέσαι, ξέρεις πως για μένα μόνο μια Βάσια υπάρχει στον κόσμο, είσαι η μόνη που αγαπώ». Αγκάλιασε τρυφερά τη Βάσια και τη φίλησε κοιτώντας βαθιά μες στα μάτια της. Ύστερα για πρώτη φορά κείνη τη μέρα άρχισε να τη χαϊδεύει. Αγκαλιασμένοι, μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα.
   Οι καλεσμένοι έφτασαν γρήγορα για το γεύμα: ο Σαβέλεφ και ο Ιβάν Ιβάνοβιτς, ο γραμματέας του συμβουλίου των διευθυντών. Ο Σαβέλεφ ήταν ένας ψηλός, παχύς άντρας, με καλοχτενισμένα αραιά μαλλιά κι ένα δαχτυλίδι στον δείκτη του. Τα έξυπνα μάτια του είχαν μια πονηρή έκφραση και στη Βάσια φάνηκε πως το χαμόγελο πάνω στο καθαρό, ξυρισμένο μούτρο του είχε μια κάποια ειρωνεία, σαν να 'τανε ένας παρατηρητής, σαν κατά κάποιο τρόπο να μην έδινε δεκάρα για τίποτα στον κόσμο, στο βαθμό που τα βόλευε καλά.
   Όταν τη χαιρέτησε, πήρε το χέρι της φέρνοντάς το στα χείλια του. Η Βάσια το τράβηξε γρήγορα ταραγμένη. «Δεν είμαι συνηθισμένη σε κάτι τέτοια», είπε.
   «Όπως θέλετε», είπε αυτός. «Αλλά, ξέρετε, πάντα είμαι πρόθυμος να φιλήσω το χέρι μιας κυρίας. Είναι απλώς μια ευχάριστη συνήθεια, που σίγουρα δε θα κάνει τον άντρα σας να ζηλέψει -όχι πως δε θα ζήλευες, ε, Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς; Έλα, παραδέξου το!»  Λέγοντας έτσι, χτύπησε χωρίς τυπικότητες το Βλαντιμίρ στον ώμο.
   Ο Βλαντιμίρ γέλασε. «Η Βάσια είναι υπόδειγμα συζύγου, ούτε θα το ονειρευόμουνα πως θα μπορούσα να τη ζηλέψω!»
   «Λοιπόν τότε είναι φανερό πως δε θα 'χει σαν υπόδειγμα τον δικό της άντρα!» είπε ο Σαβέλεφ κλείνοντας το μάτι στον Βλαντιμίρ.
   «Δε νομίζω πως έδωσα ποτέ αφορμή για να πιστέψει κανείς...» τραύλισε νευρικά ο Βλαντιμίρ.
   Αλλά ο Σαβέλεφ τον έκοψε. «Εντάξει, όλοι σάς ξέρουμε εσάς τους παντρεμένους! Ξέρεις, ήμουν κι εγώ κάποτε παντρεμένος. Τώρα είμαι απλώς εργένης».
   Της Βάσιας δεν της άρεσε καθόλου ο Σαβέλεφ. Αλλά ο Βολόντια άρχισε να μιλάει μαζί του για πολιτικά και δουλειές σαν να 'ταν παλιός του φίλος. Η Βάσια δε θα 'κανε πολιτική συζήτηση μ' έναν τέτοιο κερδοσκόπο, ούτε θ' αστειευόταν ποτέ σε βάρος του προέδρου της εκτελεστικής επιτροπής, όπως εκείνοι. Θα 'πρεπε να κάνει το Βολόντια να λογικευτεί και να δώσει τέλος σ' αυτή τη φιλία.
   Είχαν κρασί στο γεύμα -κρασί που το 'χε φέρει ο Ιβάν Ιβάνοβιτς μέσα σε μια ψάθινη καράφα. Η Βάσια άκουγε τη συζήτηση προσπαθώντας να πιάσει τα κύρια σημεία της.
   Ήταν φανερό πως η εταιρεία ανησυχούσε για το μπλοκάρισμα μερικών μεγάλων ποσοτήτων εμπορευμάτων που ναι μεν θ' ακρίβαιναν, αλλά ίσως έφταναν πάρα πολύ αργά στην αγορά. Τίποτα απ' αυτά δεν είχε πραγματική σημασία γι' αυτήν κι ένιωθε ότι για κάποιο λόγο απέφευγαν μόνιμα την πραγματική ουσία της συζήτησης. Το κεφάλι της που σφυροκοπούσε, την εμπόδιζε να τους ακούει κανονικά -και τα μάτια της είχαν αρχίσει να πονάνε. Παρακαλούσε επίμονα μέσα της να τέλειωνε γρήγορα το γεύμα.
   Τελικά σηκώθηκαν απ' το τραπέζι και ο Βλαντιμίρ αμέσως κάλεσε να 'ρθει ένα αυτοκίνητο για να τον πάει σε μια σημαντική σύσκεψη -για το πρόβλημα της μεταφοράς.
   «Μα αλήθεια, πώς μπορείς και πηγαίνεις σε σύσκεψη απόψε συγκεκριμένα, Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς, που μόλις έχει έρθει η γυναίκα σου; Γιατί δε μένεις λιγάκι μαζί της; Ξέρεις πως αυτό είναι το σωστό». Χαμογελώντας ελαφρά ο Σαβέλεφ έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στο Βλαντιμίρ.
   «Φοβάμαι πως είναι αδύνατον», είπε ο Βλαντιμίρ απότομα, κόβοντας ένα πούρο με μεγάλη προσοχή. «Θα χαιρόμουνα να 'μενα απόψε εδώ, αν δεν ήταν τόσο επείγουσα η δουλειά».
   «Μα ξέρεις, υπάρχουν δουλειές και δουλειές», επέμενε ανυποχώρητος ο Σαβέλεφ. Και ακόμα μια φορά αυτός ο αποκρουστικός κερδοσκόπος φάνηκε να κλείνει το μάτι στον Βλαντιμίρ, σαν να κορόιδευε τη Βάσια.
   «Αν ήμουν στη θέση σου, θ' ανέβαλλα όλες μου τις δουλειές για σήμερα, για να περάσω αυτό το πρώτο βράδυ με τη γυναίκα μου. Στο κάτω - κάτω η δουλειά δε θα χαθεί».
   Ο Βλαντιμίρ δεν απάντησε και πήγε θυμωμένα προς το αμάξι του. «Λοιπόν ας φύγουμε, Νικάνορ Πλατόνοβιτς». Έφυγαν κι ο Σαβέλεφ με τον Ιβάν Ιβάνοβιτς τους μιμήθηκαν, αφήνοντας τη Βάσια μόνη μες στο πελώριο άδειο σπίτι. Διέσχισε τα μελαγχολικά κρύα δωμάτια, φθάνοντας στην κρεβατοκάμαρα, όπου στάθηκε για λίγο στο παράθυρο, χαμένη στις σκέψεις. Ύστερα ξάπλωσε κάτω απ' το μεταξωτό πάπλωμα κι αποκοιμήθηκε αμέσως.
   Ξύπνησε μ' ένα τίναγμα. Ήταν σκοτεινά και ανάβοντας το φως είδε πως ήταν 00.15'. Είχε μπορέσει στ' αλήθεια να κοιμηθεί τόσο πολύ; Περασμένα μεσάνυχτα και ο Βλαντιμίρ δεν είχε γυρίσει ακόμη. Βγαίνοντας απ' το κρεβάτι, έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό της και πήγε στην τραπεζαρία. Το τραπέζι ήταν στρωμένο για δείπνο και το φως αναμμένο. Όλα τα άλλα δωμάτια ήταν σκοτεινά και άδεια. Πηγαίνοντας στην κουζίνα, βρήκε τη Μαρία Σεμένοβνα να καθαρίζει.
   «Γύρισε ο Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς;» ρώτησε.
   «Όχι, όχι ακόμη», απάντησε.
   «Έρχεται πάντα τόσο αργά από τις συσκέψεις του;»
   «Ω, ανάλογα». Η Μαρία Σεμένοβνα ήταν λιγομίλητη και σκυθρωπή.
   «Μα πάντα έτσι τον περιμένεις; Δεν πηγαίνεις να κοιμηθείς;»
   «Εγώ κι ο Βάσια καθόμαστε με βάρδιες. Τη μια μέρα είναι αυτός, την άλλη εγώ».
   «Θα φάει για βράδυ ο Βλαντιμίρ;»
   «Τρώει μόνο όταν φέρνει καλεσμένους μαζί του, αλλιώς πηγαίνει κατευθείαν στο δωμάτιό του».
   Η Βάσια έμεινε για λίγο, αλλά η Μαρία Σεμένοβνα ήταν τόσο απασχολημένη με τη δουλειά της που μόλις και της έριχνε καμμιά ματιά. Έτσι πήγε πάλι στην κρεβατοκάμαρα και άνοιξε διάπλατα το παράθυρο. Ήταν μια κρύα ανοιξιάτικη νύχτα και μια έντονη μυρωδιά ακακίας πλανιόταν στον αέρα. Τα βατράχια έκρωζαν τόσο δυνατά που στην αρχή η Βάσια τα πήρε για νυχτοπούλια. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, σπαρμένος με πλήθος από αστέρια.
   Κοιτώντας στο σκοτάδι η Βάσια σιγά - σιγά ηρέμησε. Τώρα είχε ξεχαστεί ο κερδοσκόπος Σαβέλεφ. Είχαν ξεχαστεί και τα τσιμπήματα του πόνου για την αγενή συμπεριφορά του Βολόντια απέναντί της κείνη τη μέρα. Η καρδιά της γέμισε από μια σκέψη -είχε έρθει να δει τον αγαπημένο της, να τον βοηθήσει να καταλάβει τη γραμμή του Κόμματός του. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως την έχεις άσχημα, αν έμπλεξες μ' ένα σωρό νέπμεν, θα του 'λεγε. Δεν μπορούσε να αρχίσει να τον κατηγορεί και ήταν φανερό πως χρειαζόταν τη συμβουλή της, γι' αυτό της είχε ζητήσει να έρθει.
   Η Βάσια σκέφτηκε με περηφάνεια το πώς είχε στήσει ο Βολόντια την επιχείρησή του, το πόσο υποδειγματικός εργάτης ήταν πραγματικά. Τα γεγονότα της μέρας τής παρουσιάστηκαν τώρα κάτω από ένα πολύ διαφορετικό φως. Ένιωθε κιόλας πολύ πιο αισιόδοξη και νηφάλια.
   Ήταν χαμένη στις σκέψεις της και δεν άκουσε το αυτοκίνητο να σταματά και τα βήματα του Βολόντια πάνω στα χαλιά. Τινάχτηκε ακούγοντας τον ήχο της φωνής του.
   «Γιατί είσαι έτσι βυθισμένη σε σκέψεις, Βάσια;» τη ρώτησε με μια έκφραση τρυφερής ανησυχίας.
   «Λοιπόν, γύρισες επιτέλους, αγάπη μου!» Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του κι ο Βλαντιμίρ την έκλεισε στην αγκαλιά του, όπως τις πρώτες μέρες του γάμου τους. Η Βάσια ήταν έξαλλη από χαρά. Ο Βολόντια την αγαπούσε, την αγαπούσε όπως πάντα! Πόσο ανόητη ήταν! Γιατί ήταν τόσο εριστική όλη τη μέρα;
   Κάθισαν και ήπιαν τσάι, φλυαρώντας ευτυχισμένα. Η Βάσια είπε στο Βολόντια τι ένιωσε για τον Σαβέλεφ, υποστηρίζοντας ότι θα 'ταν καλύτερα για το Βολόντια να πάψει να 'ναι φίλος του. Ο Βολόντια δε διαπληκτίστηκε μαζί της. Παραδέχτηκε πως δεν έτρεφε μεγαλύτερο σεβασμό απ' αυτή για κείνον τον άντρα, αλλά ήταν πραγματικά μια ανεκτίμητη γνωριμία. Θύμησε στη Βάσια πως αν δεν ήταν ο Σαβέλεφ, δε θα μπορούσε πρώτα - πρώτα να στηθεί η επιχείρηση. Είχε ένα σωρό παλιές διασυνδέσεις με διάφορους ανθρώπους, είχε την εμπιστοσύνη των εμπόρων και μπορούσε να φέρει το Βολόντια σ' επαφή μαζί τους. Στην πραγματικότητα, αυτός, ο Βολόντια, είχε μάθει ένα σωρό πράγματα από κείνον. Παρ' όλο που σαν άνθρωπος ήταν ολοφάνερα ένας πέρα για πέρα ανάξιος απατεώνας και επιπλέον μπουρζουάς, ήταν εντελώς αναντικατάστατος στη δουλειά. Γι' αυτό, είπε ο Βολόντια, όταν οι τοπικές αρχές μέσα στη λάμψη της "μεγάλης σοφίας" τους είχαν συλλάβει τον Σαβέλεφ, αυτός τον είχε υποστηρίξει. Στη Μόσχα είχαν στ' αλήθεια πολύ καλή γνώμη γι' αυτόν κι έριξαν μια γερή κατσάδα στις τοπικές αρχές για την όλη υπόθεση.
   «Μα δεν μου τον περιέγραψες στο γράμμα σου σαν απατεώνα και κλέφτη;» ρώτησε η Βάσια μ' αγωνία.
   «Λοιπόν τώρα, πώς να σου εξηγήσω; Είναι πράκτοράς μας, καταλαβαίνεις, φροντίζει βέβαια και για τα δικά του συμφέροντα, αλλά, ειλικρινά, δεν είναι χειρότερος απ' τους άλλους. Επιπλέον, οι άλλοι τη βολεύουν για πάρτη τους και δε δουλεύουν, ενώ αυτός δουλεύει κι όχι γιατί πρέπει, αλλά γιατί είναι ευσυνείδητος. Ξέρει τη δουλειά του και την αγαπά».
   Παρ' όλα αυτά η Βάσια έβαλε το Βλαντιμίρ να της υποσχεθεί πως δε θα τον έκανε τόσο πολύ παρέα στο μέλλον. Η δουλειά ήταν μια ξεχωριστή υπόθεση, αλλά πραγματικά δεν έβλεπε το λόγο γιατί θα 'πρεπε να 'ναι και φίλος του. Αφού τέλειωσαν το τσάι, φιλήθηκαν και πήγαν στην κρεβατοκάμαρα. Ο Βλαντιμίρ έσφιξε πάνω του το κεφάλι της Βάσιας, φιλώντας τρυφερά τις μπούκλες της. «Αυτό το κεφαλάκι σου μου είναι τόσο πολύτιμο», είπε σκεφτικά. «Δε θα μπορούσα ποτέ να το αποχωριστώ, δεν είναι έτσι; Δε θα 'χω ποτέ ένα φίλο σαν εσένα, Βάσια. Είσαι η μοναδική γυναίκα που αγαπώ, μικρή, ατίθαση, Βάσια μου».


Κολλοντάι Αλεξάνδρα, Ο έρωτας των εργατριών μελισσών, (μετφ. Τασούλα Καραϊσκάκη), εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1980

Σημειώσεις:
(1) Σ.τ.Μ.: Κρατικό κοινοβουλευτικό όργανο, που δημιουργήθηκε μετά την επανάσταση του 1905 από τον τσάρο. Οι αρμοδιότητές της περιορίζονταν στη συζήτηση των νόμων.
(2) Σ.τ.Ε.: Η περίοδος στρατιωτικοποίησης της εργασίας.
(3) Σ.τ.Μ.: Το αντίστοιχο αρσενικό: νέπμαν, άνθρωπος που πλούτισε στη διάρκεια της ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική). Βασικά ο νέος διευθυντής, προϊστάμενος, «κόκκινος έμπορος», που οι πιο πολλοί απ' αυτούς κρατούσαν τα ηνία της οικονομίας και στο προηγούμενο καθεστώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: