Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

[ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΟΝΤΙΑΣ ]

   Η Κατίνα άνοιξε τα παράθυρά της. Τι θέα η θέα της θάλασσας! Ποτέ δεν κουράζεσαι να τη θωρείς. Ποτέ δε σε απογοητεύει. Το καραμαναίικο σπίτι ήταν πάνω στο Και, στην προκυμαία, μαζί με όλα τα πλουσιόσπιτα. Οι Σμυρνιοί συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα φτιάξει το καλύτερο σπίτι.
   Είχε χώρους για τους μπάλους, χώρους για τις βεγγέρες, μια τραπεζαρία για το πρωί, άλλη για το βράδυ. Άτρια εσωτερικά, με νερά και λουλούδια. Γκαλερία για τα ζώα και τις άμαξες. Σαν πέρναγες από την πόρτα, έμπαινες στην αυλή. Στα δεξιά και τ' αριστερά της, δυο μαρκίζες Μπουλ στόλιζαν την είσοδο. Δίπλα τους ήταν τοποθετημένα δυο τεράστια καντηλέρια, στηριγμένα σε βαριές χρυσές βάσεις. Σαν είχανε βεγγέρα ή σουαρέ ντανσάντ, βραδιές χορού, τα καντηλέρια ολοφώτιστα, τα κρατούσαν δυο λακέδες όρθιοι. Σαν πέρναγες την αυλή (1) ξεχυνόταν μια σκάλα που χώριζε στα δύο κι ανέβαινε από δεξιά κι από αριστερά στις κάμαρες. Και μπροστά σου, ήταν τα σαλόνια. Το πράσινο αριστερά, με καναπέδες και χρυσά κρόσια στις μπορντούρες των πολυθρονών. Το κόκκινο δεξιά. Μπροστά, μια γκαλερία με αρκάδες, έβγαζε στο εσωτερικό προαύλιο. Οι πόρτες οδηγούσαν στα δωμάτια. Του χορού, της μουσικής, της βιβλιοθήκης, στο ιδιαίτερο του Κωνσταντίνου, του Σύριου, του Δημοσθένη.
   "Το δικό σου ιδιαίτερο πού είναι;" ρώτησε ειρωνικά η Λευκοθέα για να τη θίξει, καθώς η Κατίνα την ξεναγούσε στο αρχοντικό.
   "Μη σκας κι όλα λογάριαζέ τα δικά μου", απάντησε η άλλη, που έπιασε τον υπαινιγμό. 
   Κι άλλες πόρτες κι άλλα δωμάτια. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι πολτρέτα και κάδρα με θέματα, που άλλα ήθελες να τα βλέπεις, άλλα σε τρόμαζαν. Οι Καραμαναίοι είπαν σε κάποια στιγμή πως τα τρομακτικά ήταν πιο ακριβά. Ένας χτυπημένος γυμνός κατάκοιτος με αίματα στα στήθια κι ένα σάβανο στα γοφά του να παρακαλάει έντρομος έναν όρθιο με φουστίτσα και σπαθί να μην τον ξεκοιλιάσει. Άλλος με δέκα νοματαίους, με τριγωνικά μουσάκια, κατάμαυρα ρούχα και κολαρογιακάδες φραμπαλαδέ ν' ακουμπάνε σε ένα τραπέζι τα χέρια τους σταυρωτά.
   "Να μου λείπει" σκεφτόταν η Κατίνα. "Εγώ, μάτια μου, το βλέπω αυτό κι ανατριχιάζομαι. Να μου το χαρίζανε στο μαχαλά δε θα το έπαιρνα. Όχι και να δώκω του κόσμου τσι παράδες αποπάνω".
   Ή το άλλο, με τον Εσταυρωμένο όρθιο και σκελετωμένο, με κάτι μούτρα μαυριδερά και δωσ' του πάλι ένα τριγωνικό μουσάκι.
   "Μα αν είχε τέτοια μούτρα, μάνα, ο Χριστός, μόλις έσκαγε μύτη στις γειτονιές θα 'τρεχαν όλοι να κρυφτούν. Χα χα χα. Και τον λέγανε Ιησού, όχι Γκρέκο, άκου Γκρέκο! Για πέρδικα (2) τον περάσανε; Χα χα χα".
   "Αυτό απέναντι με τα προβατάκια, μάλιστα", τεχνοκριτίκαρε η Ευταλία. Τους άρεσαν κι οι θαλασσογραφίες. 
   "Τάμα το 'χουν να μην κάνουν και κανένα καράβι όρθιο; Όλα μισομπανταρισμένα τα βγάζουν. Ζαλίζομαι και που τα βλέπω".
   "Λευκοθέα, έλα να δεις τα χαμάμ".
   Την πήρε πάνω, στη μέση του διαδρόμου, που ήταν τα μπάνια. Καθρέφτες και φώτα σαν τουλιπάκια, μπανιέρα με ποδαράκια, μάρμαρα ως το ταβάνι. Ντουλαπάκια για να ακουμπάς κολόνιες, μυρωδικά, σαπούνια. Οι βρύσες έβγαζαν νερό. Η Κατίνα τράβηξε το καζανάκι κι η άλλη αναπήδησε.
   "Ααα! Με τρόμαξες!"
   "Πα' να φύγω", είπε η Λευκοθέα, "ψυχοπλακώνομαι εδώ μέσα".
   "Κάτσε, Λευκοθίτσα, να μου κάνεις παρέα το βράδυ και θα 'μαι μοναχή".
   "Μοναχή με σαράντα δουλικά; Ας γελάσω! Δεν μπορώ. Θα κόψω μακαρούνες με τη μάνα μου και θα 'ρθει κι η γειτόνισσα".
   Μπήκαν στο δωμάτιο της βιβλιοθήκης.
   "Ο κυρ Σύριος εδώ μέσα ξημεροβραδιάζεται" είπε η Κατίνα. "Κι όλο έρχονται βιβλία. Κι όλο έρχονται βιβλία. Κι η Βιολέτα σαν ξεκουμπίστηκε, τι πήρε μαζί της; Όχι τα πεσκίρια, όχι τα πιατικά. Βιβλία πήρε. Μάλιστα. Βιβλία. Ήταν, λέει, «τα προσωπικά της είδη». Και έστειλε να τα πάρουνε. Χάρη μάς κάναν που μας αδειάσαν τη γωνιά. Τσεκ αραμπανί (3)!" 
   Όλες στη Σμύρνη ψοφούσαν να μάθουν πώς και διέλυσε αυτός ο γάμος. Η Κατίνα το είπε στην Παρή.
   "Δεν μπορούσε, λέει, να δεχτεί η αξιοπρέπειά της πως ο σύζυγός της είχε εξωσυζυγικό δεσμό. Μμ! Ακούς, Παρή, πώς τ' ονόμασε το σικίσι (4); Εξωσυζυγικό δεσμό. Πήρε τα μπογαλάκια της κι έφυγε. Στα τσακίδια. Πίστευε πως ο άλλος θα έτρεχε απο πίσω της, να την παρακαλάει γονατιστός να γυρίσει πίσω. Σιγά μην τρέξει. Άσ' τη να περιμένει ακόμη".
   Για να τον πάρει πίσω, σκεφτόταν, θα έπρεπε να βρει και να λύσει το ντουγιούμ (5), θα έπρεπε να βρει και να λύσει το νταρνταγάνι (6), να πισωπλατίσει τα μπερμπάτ ντουρούμ. Ούτε σε χίλια χρόνια. Μια ζωή να ψάχνει, δε θα τα βρει.
   "Χάιντι, τσαλίς μπιράζ (7)", φώναξε σε μια Τουρκαλίτσα που έτριβε τα μπρούντζα.
   Είχε σταθεί για μια στιγμή, να δει την καινούργια κυρά. Είχαν μπει στην κουζίνα. Η Τουρκαλίτσα έπεσε πάνω στο ταψί με μεγαλύτερη λύσσα. Καλέ, τι κουζίνα, εδώ ήταν οι θάλαμοι του Θησέα! Χανόσουν μέσα στους φούρνους και στα ράφια με τα πιατικά και τις κατσαρόλες. Οι κουτάλες κρέμονταν από τα δοκάρια στη σειρά σα στρατιωτάκια. Ο μάγειρας ήταν παρών με τους παραμαγείρους. Άλλος μαγείρευε για την οικογένεια κι άλλος για το προσωπικό. Τριάντα εννέα στόματα τάιζε κάθε μέρα αυτό το μαγειρείο. Και τα τάιζε πλουσιοπάροχα.
   Η μητέρα Καραμάνου εθεωρείτο στη Σμύρνη από τις καλύτερες αφέντρες. Χαρά σ' εκείνον που τον έπαιρνε στη δούλεψή της. Σαν παντρεύονταν οι κοπέλες, τους έφτιαχνε σπίτια και προικιά. Στους δουλευτές της έδινε, αν έφευγαν με τα χρόνια, παράδες ή χτηματάκια ή σπίτια. Ανάλογα. Οι αμαξάδες την άμαξα την είχανε σίγουρη. Ολωνών οι ευχές ήταν πάνω της. «Η μεγαλοκυρά». Έτσι την ονόμαζαν. «Να ζήσει η μεγαλοκυρά» της εύχονταν.
   "Ναι, της πέσαν μαζεμένες οι ευλογίες, γι' αυτό και πέθανε πριν την ώρα της. Μωρέ, όλοι σε κανακεύουν ώσπου να ωφεληθούν. Θυμήσου το αυτό, Παρή. Μήτε τα παιδιά της χάρηκε, μήτε τον άντρα της. Στην τρίτη γέννα στούμπωσε. Το Δημοσθένη ούτε που τον γνώρισε. Και τι λεφτά έδωκε για τα ορφανά, και τι σχολεία δεν έχτισε; Και στον Άγιο Μάμα, το τέμπλο, ποιος το έδωκε, θαρρείς; Εγώ δε θα δώκω δεκάρα τσακιστή σε κανέναν. Πώς όλοι θεωρούν τους πλούσιους υποχρεωμένους να χαλάνε τους παράδες τους γι' αυτούς; Με ρώτησες εμένα, κυρά μου, σαν έκανες τα παιδιά σου; Όχι. Τώρα γιατί μου ζητάς να σ' τα ταΐσω; Να κόψεις το λαιμό σου".
   "Ο έχων δύο χιτώνας να δώσει τον ένα", είπε η Παρή, που της ήρθε αυτό στο μυαλό. "Το 'πε ο Χριστός".
   "Το 'πε για τότε που φορούσαν όλοι χιτώνες. Εγώ έχω ογδόντα φουστάνια. Και τα σαράντα να δώκω, πάλι σαράντα θα μου μείνουνε".
   Είχαν ανοίξει τις ντουλάπες στο δωμάτιό της κι η Κατίνα τής έδειχνε το ένα μετά το άλλο. Τράβηξε ένα, όλο ταφτά πράσινο κυπαρισσί, με φουρό, πλισέδες στη μέση, φιόγκους ασορτί και κιπούρ δαντέλες λευκές στα μακριά μανίκια του. Πολύ βαρύ. Για μεγάλους μπάλους.
   "Φαντάζεσαι αυτό να το δώσω στη ζουρλο-Κατερίνα στον Τουρκομαχαλά; Χα χα χα". Λυθήκανε στα γέλια. "Να το φορά για να ταΐζει πίτουρα τις κότες;" Νέα γέλια, κακαριστά, με λυγμούς. "Α, να και το καπελάκι του με τα φτερά στρουθοκάμηλου! Μη θελήσει η δόλια να πάει στο μανάβ για αγκινάρες!"
   Όλα αυτά τα ρούχα είχαν αποκτηθεί σπάταλα στην αρχή. Αγόραζε ό,τι της γουστάριζε κι έβρισκε μπροστά της. 
   "Αυτό το καπελάκι μού αρέσει, παρ' το. Αυτό το φουστάνι μού αρέσει, παρ' το κι αυτό".
   Τσαντάκια, παρατσαντάκια, γαντάκια, παραγαντάκια. Ετερόκλητα, άσχετα, ασύνδετα μεταξύ τους. Αντιμετώπιζε τους εμπόρους με κάποιο δισταγμό. Μια ψιλοντροπή.
   "Κοίτα μη σε κοροϊδέψουν, Κατινάκι, και σου πασάρουν κατιμάδες", σκεφτόταν. Αυτό της λέγανε πως της ταιριάζει; Το άλλο έπαιρνε. Γέμιζαν οι άμαξες με κουτιά και πακέτα. Πιο πολύ την κούραζαν αυτά τα ψώνια, παρά να έβαζε δυο μπουγάδες και δυο πλύσεις. Δουλειές που τις κουμαντάριζε πολύ καλά.
   Η πρώτη επαφή με το μόδιστρο ήταν έκπληξη και για τις δύο μεριές. Αλλά ιδίως για το μόδιστρο. Φραγκολεβαντίνος κοκοτός ο μόδιστρος, είχε ράψει όλες τις καλές κυράδες της Σμύρνης. Αλλά αυτό το πράγμα δεν το είχε αντιμετωπίσει.
   "Να σου ράψει ένα ζουρνάλι (8)", την είχε συμβουλέψει η Λευκοθέα, που κάπου το είχε ακούσει αυτό, από κάποια μεγαλοκυρία, δουλεύοντας ατριντέδες μέσα στο σπίτι της. 
   "Θα μου ράψεις ένα ζουρνάλι", του είπε επιτακτικά η Κατίνα. "Ή, μάλλον, δύο", σαν το νούμερο ένα να της φάνηκε ποταπό για το καραμαναίικο.
   "Δυο φιγουρίνια;" είπε ο μετρ, μόλις είχε τελειώσει να παίρνει τα μέτρα της. "Και ποια επιθυμείτε;"
   "Όποια γουστάρεις του λόγου σου".
   Αφήνοντάς τον εν λευκώ, ο άνθρωπος έβαλε μπρος κι έραβε μερόνυχτα. Το Ici Paris και το Modes Parisiennes. Το ένα ήταν γεμάτο βραδινά. Το άλλο ρούχα περιπάτου. Ογδόντα κομμάτια. Χώρια αυτά που είχε αγοράσει από τους εμπόρους.
   Το κόκκινο δωμάτιο, δίπλα στην κάμαρή της, που εχρησιμοποιείτο σαν οφίς γενικού ενδιαφέροντος, φώναξαν τον επιπλοποιό και το γέμισε ντουλάπες για να χωρέσουν τα βεστιάρια.
   "Σα δε μου φτάσει αυτό, θα πάρω και το παραδίπλα για τα καπέλα μου".
   Κάθε φουστάνι συνοδευόταν από τα απαραίτητα αξεσουάρ.
   "Τα θέλετε σα σύνολο;" την είχε ρωτήσει ο μετρ. "Ολόκληρα;"
   Και είχαν έρθει όλα με τα γάντια, τα καπέλα τους, τα μισοφόρια τους, τα πανωφόρια τους. Οι καπελούδες στη Σμύρνη παλεύανε κι αυτές με τις μηχανές τους στα ζεστάματα της τσόχας.

   Η πρώτη είσοδος στο αρχοντικό μετά την εκκλησία δεν ήταν εύκολη. Με τα νυφικά, και χωρίς την Ευταλία, ακολούθησε το νέο σύζυγο στο νέο της σπιτικό. Λακέδες, αμαξάδες, δουλικά έτρεξαν κοντά στην άμαξα από περιέργεια περισσότερο να δουν την καινούργια κυρά. Ο Κωνσταντίνος τής ζήτησε να περιμένει στο αντρέ σα θέλησε να παρουσιάσει τη γυναίκα του στον αδελφό του. Προχώρησε προς το γραφείο του Σύριου.
   Η Κατίνα κοίταξε γύρω της. Θεούλη μου, τι σπιταρόνα! Το ξενοδοχείο «Κοσμικόν» δεν είχε τέτοιες λόζες. Πέρναγε όμως πολλή ώρα κι είχε ξεροσταλιάσει ορθή. Πού πήγε αυτός; Προχώρησε προς τις κάμαρες, εκεί όπου είχε εξαφανιστεί. Η πόρτα είχε μείνει μισάνοιχτη. Ο Κωνσταντίνος μιλούσε με τον Σύριο, που διάβαζε ντοκουμέντα καθιστός στο γραφείο του. Απαξιούσε να σηκώσει και τα μάτια του από τη δουλειά του. Φαίνεται πως λογοφέρνανε, γιατί ο νέος σύζυγος είχε σηκώσει τον τόνο.
   "Είπα όχι. Τελείωσε", έκανε ήρεμα ο Σύριος.
   "Μα, ούτε να τη γνωρίσεις; Πες ένα «χαίρετε», βρε αδελφέ! Τι θα σου στοιχίσει; Καν' το για μένα".
   "Είσαι αξιολύπητος", συνέχισε ο Σύριος. "Να πάρεις αυτό το γύναιο απ' εδώ. Δε θέλω ούτε να το ξέρω".
   Ο Κωνσταντίνος έκανε ακόμη μια προσπάθεια. Επί ματαίω. Η Κατίνα κόλλησε στον τοίχο. Τούτο δεν το 'χε υπολογίσει. Της ήρθε ένα παράπονο. Βούρκωσε. Αν δεν ντρεπόταν, θα ξέσπαγε σε κλάματα γοερά. Να το 'βαζε στα πόδια, να φύγει από κει μέσα ήταν το πρώτο που θέλησε να κάνει. Τούτο δεν το 'χε υπολογίσει. Ο αδελφός; Και πώς θα ζούμε εδώ μέσα έτσι; Τόσος κόπος, τόσες θυσίες να πάνε αμόντε (9); Θυμήθηκε τις βίτσες.
   "Σιγά, μην το βάλω στα πόδια. Και ποιος είναι δηλαδή ο αδελφός; Και ποια νομίζει πως είμαι; Καμιά σεβγκιλού (10); Είμαι η κυρία Καραμάνου με στέφανα  και βλόγες (11). Καραμάνος αυτός, Καραμάνου κι εγώ. Τίποτα δεν μπορεί να κάνει. Αμ, καλά τον λέει ο κόσμος τζαναμπέτη. Στριμμένο άντερο είναι".
   Πέταξε το πέπλο κατάχαμα, έλυσε τα μαλλιά της ζωηρεύοντας τις μπούκλες κι όρμησε μέσα στο γραφείο. Στάθηκε πάνω από το σεκρετέρ κι έσκυψε προς το Σύριο. Έβαλε ένα χαμόγελο από το ένα αυτί ως το άλλο. 
   "Αφού δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό... ήρθα να σε χαιρετίσω εγώ! Αικατερίνη με λένε. Αλλά εσύ μπορείς να με φωνάξεις Κατίνα".
   Του άπλωσε στη μούρη το χέρι με το νυφικό γάντι. Ο Σύριος σήκωσε τα μάτια του έκπληκτος. Τα 'χασε. Αλλά προς στιγμήν. Σούφρωσε αμέσως τα φρύδια κι ετοιμάστηκε να επικρίνει.
   "Δε σας έχει πει κανείς, κυρία μου, πως πρέπει να χτυπάτε πριν μπ..."
   Η Κατίνα δεν τον άφησε να συνεχίσει. Μίλησε ταυτόχρονα γυρνώντας προς το σύζυγο. 
   "Κωνσταντίνε, σώσε με. Αυτά τα σκαρπίνια μ' έχουν ταράξει. Άσε που θέλω να δω ποιο όνομα από τις φιλενάδες μου σβήστηκε στις σιόλες. Έλα, πάμε".
   Τον τράβηξε προς τα έξω με γελάκια. Ο Σύριος είχε τώρα όλη την άνεση να ανοίξει το στόμα του.
   Την επόμενη κιόλας μέρα φύγανε για μια βδομάδα σε ξενοδοχείο της ακτής. Τι ωραία που ήταν εκεί. Και τι πλούσια!
   Οι δουλειές του Κωνσταντίνου συχνά τον κρατούσαν μακριά από το σπίτι. Μια ταξίδια απ' εδώ, μια ταξίδια απ' εκεί. Ο καιρός είχε γλυκάνει απότομα, μα τα παράθυρα του αρχοντικού περίμεναν. "Θέλετε, κυρά, να ανοίξουμε τα παράθυρα;" "Να τ' ανοίξουμε". Και τα άνοιγαν. "Θέλετε, κυρά, να καθαρίσουμε τα σαλόνια;" "Κάντε τη δουλειά σας". Άνοιξε τις ντουλάπες και διάλεξε ένα φουστάνι με μπόλικους κανονέδες (12). Της άρεσε να περιδιαβαίνει τους διαδρόμους και να ακούγεται το θρόισμα που έκανε η φούστα της. Τι μουσική!
   Μετά ήρθαν τα δύσκολα. Τ' αρσενικά τα κουμαντάρεις εύκολα. Τις γυναίκες όμως, όχι. Τις γυναίκες πρέπει να τις πολεμήσεις σκληρά. Οι γυναίκες πολεμούν αντρίκια. Αυτές είναι ο κίνδυνος. Αυτές είναι ο εχθρός. Αυτές θα προσέξουν τι φοράς, αυτές θα κριτικάρουν τη γλώσσα σου, την κίνησή σου και το μάσημά σου. Αυτές θα ψάξουν να μάθουν από πού είσαι, τι καπνό φουμάρεις. Γι' αυτές πρέπει να φέρεσαι σωστά, να μην καπνίζεις ναργιλέ κι ας τον κάνεις κέφι. Ο μεγάλος μπελάς είναι αυτές. Σκύλες. 
   Ο κύκλος των Καραμαναίων είχε πολλές γυναίκες. Καλοχτενισμένες, λουστραρισμένες, από καλή γενιά, που έπαιρναν μέρος στις κουβέντες των αντρών, για τον Τούρκο, τα καπνά, τη Δημοκρατία της Γαλλίας. Αυτού του είδους τις γυναίκες. Κι ήταν αδύνατον να τον κρατήσεις για πολύ μακριά από τους κύκλους της Σμύρνης. Η εύκολη λύση ήταν αυτή που υιοθέτησε στην αρχή. Αμπαρώθηκε στο σπίτι. Μια πονούσε δήθεν η κοιλιά της, μια είχε μιγκράνα (13), την άλλη είχε ντέρτια για έρωτα, μια...
   Αλλά κι αυτό δεν κράτησε πολύ. Κάποια μέρα, το σκάρτο πράγμα θα φανεί. Άλλη μια φορά ένιωσε, σε κάποιο σουαρέ, πως ο τσαμπουκάς, πίσω από τον οποίο ταμπουρώθηκε, δεν έπιασε. Όλες αυτές -μια φάρα όλες- ένωσαν τις δυνάμεις τους και μαζεύτηκαν εναντίον της, κοιτώντας με νόημα η μία την άλλη. Το κατάλαβε. Ρεζιλεύτηκε. Αλλά στον Καραμάνο ούτε κουβέντα. 
   "Περάσαμε πολύ ωραία, ήταν καταπληκτικά. Πόσο καλή η κυρία προξένου, και τι χαλιά ήταν αυτά! Κι αυτό το γλυκό σιουφλέ! Τι κουνιστό πράγμα. Τι γεύση αυτή η σιοκολάτα!"
   Ο Καραμάνος χαιρόταν που η Κατίνα ανακάλυπτε πράγματα που την ενθουσίαζαν συνεχώς. Που έβρισκε χαρές για να χαίρεται στα τόσο κοινά πράγματα.
   Αλλά η Κατίνα είχε μυαλό που ρούφαγε, μύτη λαγωνικού, μάτι που δεν του ξέφευγε τίποτα. "Τι κάναν αυτές; Τούτα κι εγώ. Ή θα εξομοιωθείς ή θα εξαφανιστείς. Θα μάθω".

   Zώστηκε το καινούργιο φουστάνι, ταφτά με νταντέλ, καπέλο με πλούμες, και πήρε τη δική της άμαξα για το σαργιάτι της αμπασαντόρισσας (14), της μαντάμ Αντουανέτ Λαφόντ, που είχε μετακομίσει στη Σμύρνη. 
   Η μαντάμ Λαφόντ ήταν μια αρκετά νέα γυναίκα ή έτσι τουλάχιστον φαινόταν. Το σπίτι της, στην Τσιλιβή, είχε αναρριχώμενες μπομπόνες που έκαναν μικρά ροζ μυρωδάτα μπομπονάκια. Στην αυλή (1) δυο μεγάλα μπαγιού με κεριά και κάτω  στρωμένα θαυμάσια χαλιά σε έντονα ανατολίτικα χρώματα. Ήξερε από πού να την πιάσει αυτήν. 
   "Δεν υπάρχει γυναίκα που να μην έχει κάτι να κρύψει" σκεφτόταν η Κατίνα. "Χρειάζομαι μια άσχετη. Ουχί Σμυρνιά. Κάποια που να μην ανοίξει το στόμα της". Απέκλεισε έτσι όλες τις Γιουνάνες (15).
   Καμία απ' όσες ήξερε δε γνώριζε τη ζωή αυτή. Το σερμπετογλαίικο πιθανώς, αλλά ούτε να τους ξαναδεί δεν ήθελε, μετά την κλοτσιά που έφαγε από αυτούς σαν πέθανε ο Σπύρος.
   "Αυτή φταίει, η μάισσα", ούρλιαζε η κυρία Νίνα στην κηδεία. "Αυτή μου το 'φαγε το παιδί μου. Αχ, Νιάνια μου, αχ, Νιάνια μου, αχ, σπλάχνο μου".
   Τότε της ήρθε στο νου η κουβέντα που είχε ακούσει πριν από χρόνια στο Κοκαργιαλί, όταν έκαμε διακοπές στο εξοχικό της Φούλας. Δεν πολυείχε δώσει σημασία τότε. Το ζεύγος των Γάλλων που φιλοξενούσε η πρώην πεθερά της είχε βγει τσάρκα ένα βράδυ στο γιαλό και καθόταν στα βραχάκια. Τι όμορφο φεγγάρι! Τι νύχτες οι αυγουστιάτικες νύχτες της Τουρκίας. Παραλίγο να την έπιαναν στα πράσα με τα μάγια στα χέρια να ξεπλένει τα αίματα και τη βούλβα (16) της στη θάλασσα. Από πίσω ο βράχος σηκωνόταν απόκρημνος και γυρτός. Μπροστά ήταν το νερό. Η μόνη διέξοδος ήταν από δεξιά, αλλά την έκλεινε το ζευγάρι.
   "Πού θα πάνε, θα φύγουν". Στάθηκε και περίμενε. Μιλούσαν γαλλικά. Στην αρχή έλεγαν μάλλον για το ταξίδι, για το σερμπετογλαίικο και για δουλειές. Έπιασε τις λέξεις: Ισμίρ, βιλλά, ταμπά, τρεν, μαντάμ Νινά κι ένα γελάκι. "Νάτα τα κουτσομπολιά". Δεν πα' να 'σαι Γάλλος, Έλληνας, Μουσουλμάνος ή Ισπανός, το κουτσομπολιό είναι κουτσομπολιό. Ανέφεραν συνεχώς κάποιον Μαρκ. Η μαντάμ Αντουανέτ άρχισε τότε να κλαίει με λυγμούς. "Mon fils, mon fils, mon pauvre petit (17)".
   Αυτό έκανε την Κατίνα να στήσει αυτί.
   "Τι πα να πει «μονφίς»;" ρώτησε την άλλη μέρα τη Φούλα.
   "Το οφίς θα είναι", είπε η άλλη.
   Τράβηξε τότε στην κάμαρη που μοιράζονταν με τη Δέσποινα, κλείστηκε μέσα κι έριξε τα χαρτιά. Έβαλε κάτω γυναίκα ξανθιά. Την ντάμα κούπα. Το πρόσωπο της μαντάμ Αντουανέτ. Σταύρωσε τα χαρτιά στον καημό της. Είδε παιδί, αρρώστια, φονικό, πόνο μεγάλο. Όλα τα υπόλοιπα η Κατίνα τα έμαθε από τη Σοφούλα.
   Η μαντάμ Αντουανέτ είχε ένα κρυφό χουνέρι. Το μοναδικό της παιδί, ένα αγόρι που απέκτησε με τα χίλια βάσανα, βγήκε ζαβό. "Επικίνδυνη σχιζοφρενής νόσος", ήταν η διάγνωση. Το κρατούσαν κρυφό. Μια χαρά παιδί ήταν, ώσπου κάποια μέρα, κάτω στην Αλεξάνδρεια, έσπρωξε την πεντάχρονη εξαδέλφη του τη Μυρτάλη από το μπαλκόνι. Ευτυχώς τα φουστάνια της μπερδεύτηκαν στην τριανταφυλλιά, το παιδί ξεσκίστηκε ολόκληρο, αλλά έζησε. 
   Ο σύζυγός της, Πιερ Λαφόντ, ήταν τότε δεύτερος στην πρεσβεία στην Αίγυπτο. Ζούσαν εκεί.
   "Εφηβικοί βίαιοι θυμοί", φαντάστηκαν τότε οι γονείς. "Θα του περάσει".
   Αλλά το πράγμα αγρίεψε κι άλλο. Τη νύχτα των Χριστουγέννων, χάθηκε το κουζινομάχαιρο. Το πρωί βρήκαν την καμαριέρα, μια μικρή Αιγύπτια, σφαγμένη και κομματιασμένη στην κάμαρά της.
   "Η ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων σάλεψε το μυαλό του", είπε ο γιατρός. "Πίστεψε πως καμία άλλη παρθένα δε θα πρέπει να φέρει το θείον βρέφος στα σπλάχνα της".
   Κάναν το σπίτι άνω κάτω, σπάσαν τα βάζα, σκίσαν τους πίνακες. Φώναξαν την αστυνομία. Η μαντάμ Αντουανέτ γραντζούνισε το πρόσωπο και τα στήθια της. Δήλωσαν επίθεση από αγνώστους. Τους πίστεψαν, αφού ήταν σημαντικά πρόσωπα, κι η υπόθεση έκλεισε. Ευτυχώς, είχαν καλεσμένους εκείνο το βράδυ, που δήλωσαν πως τόσο η οικογένεια όσο κι ο Μαρκ ήταν απολύτως εντάξει. Ήταν εκείνη τη νύχτα ένα παιδί σαν τα κρύα τα νερά. Τους έπαιξε πιάνο, τους τραγούδησε τα κάλαντα. Πώς έκρυβε τόσο θανατικό το αγγελικό του πρόσωπο!
   Η ζωή τους άλλαξε αμέσως. Τον κλείσαν στο ίδρυμα. Διέδωσαν πως πάει εσωτερικός σε σχολείο. Ζήτησαν μετάθεση και με τα χίλια ζόρια πήραν μία για τη Σταμπούλ. Έτσι, όλη η Αλεξάνδρεια, στις 3 Φεβρουαρίου, έμαθε πως η οικογένεια Λαφόντ, σύσσωμη, μεταφερόταν στην Πόλη.
   Δυο κούτσουρα μοναχά είχαν μείνει τώρα ο Πιερ και η Αντουανέτ Λαφόντ παρέα με τη δυστυχία τους. Ο Πιερ, εμπορικός ακόλουθος στην πρεσβεία της Σταμπούλ, γνώρισε τους εμπόρους καπνού. Και τους Σερμπετογλαίους, από τους οποίους έλαβε μια ευγενική πρόσκληση. Φιλοξενία στα χτήματά τους τα θερινά στο Κοκαργιαλί. Δεχτήκανε.

   Τρία χρόνια πέρασαν. Η μαντάμ Αντουανέτ Λαφόντ είχε καταπλεύσει στη Σμύρνη λίγους μήνες πριν, με τα τσουμπλέκια της, κι είχε εγκατασταθεί Τσιλιβή και Σαρνώ γωνία, στο μεγάλο σπίτι που έβλεπε επί της πλατείας. Τάδε έφη Λευκοθέα, που κανένα κοσμικό δεν της ξέφευγε στο Ισμίρ Γιουνάν.
   "Τι πα' να πει «μονφίς», Λευκοθέα;"
   "«Γιε μου» πα' να πει. Πού το άκουσες;"
   "Στην αμπασαντόρισσα θα πάω" αποφάσισε. "Αυτή ξέρει να μου μάθει πέντε πράγματα. Μισή ντροπή δική της, μισή δική μου".
   Και πήγε. Η μαντάμ Λαφόντ αντίκρισε αυτό το σούργελο πλάσμα κι απόρησε.
   "Ζητήσατε να με δείτε; Ποια είστε;" Την κρατούσε όρθια και την κοιτούσε ερευνητικά. Από το παράθυρο της κάμαρής της είχε δει την άφιξή της με την άμαξα. Άμαξα, λακές, αμαξάδες δύο. Καραμάν-ογλού στην πόρτα.
   "Κατίνα. Κατίνα Καραμάνου, μαντάμ".
   Α, μάλιστα. Ήξερε. Ώστε αυτή ήταν η Κατίνα. Τι αίσχος ο Καραμάνος να παρατήσει τη γυναίκα του. Και κοίτα για ποιο ντέρτι. Της άνοιξε η περιέργεια να μάθει. Τι σπάνια ευκαιρία, μα την αλήθεια.
   "Asseyez vous, je vous en prie (18)".
   Η Κατίνα έπιασε την κίνηση του χεριού προς την πολυθρόνα και κάθισε διστακτικά. Μήπως ήταν τελικά λάθος που ήρθε εδώ; Καλύτερα να 'φευγε. Αλλά το αηδιασμένο βλέμμα της κυρίας Περίση, σαν της κρεμάστηκαν τα μακαρόνια από το στόμα και ρούφαγε και ρούφαγε, την ξανακάθισε.
   Η αμπασαντόρισσα περίμενε τώρα ευγενικά. Από ένστικτο ήξερε πως δεν έπρεπε να την περιπαίξει. Η Κατίνα κούνησε τον πισινό της, βολεύοντάς τον στην καρέκλα, και την κοίταξε ευθέως.
   "Ξέρετε πως στις βεγγέρες, σαν ανοίγει η τραπεζαρία, πρέπει να περιμένεις ένα αρσενικό μπράτσο να σε πάει προς τα κει;"
   "C' est juste (19)", έκανε η μαντάμ Αντουανέτ.
   "Ε, λοιπόν, εγώ δεν το 'ξερα και προχτές πήγα και στρογγυλοκάθισα μόνη μου στο τραπέζι της προξένου γιατί είχα λίμα. Σήκωσα και το πεσκίρι στο λαιμό μου και περίμενα, κι εκείνες με δαχτυλοδείχνανε από πίσω και γελάγανε. Μια μάλιστα είπε πως όλοι πηγαίνουμε για φαγητό κι «αυτή» στου θείου της του μπαρμπέρη για ξούρες... Το 'πε σιγά, αλλά την άκουσα".
   "Mon Dieu! (20)"
   "Ξέρετε πως έπρεπε εγώ να ορντινάρω τι θα φάμε στο σπίτι όλη την εβδομάδα;"
   "Naturellement (21)".
   "Ε, εγώ δεν το 'ξερα και μείναμε νηστικοί. Είπα τότε στον Κωνσταντίνο πως είναι Πεντηκοστή και νηστεία. Φάγαμε στο Καφέ Φώτη, και το γιορτάσαμε σαν επέτειο..."
   Κοιτάχτηκαν.
   "Γαλλικά μαθαίνω. Το ανέλαβε αυτό η Λευκοθέα. Θέλω να μου μάθεις και τα υπόλοιπα".
   "Moi? (22)"
   "Αν με βοηθήσεις εσύ, θα σ' αποζημιώσω κι εγώ", της είπε η Κατίνα. "Θα κάνει καλά τον φις σου η μάνα μου".
   Η μαντάμ Αντουανέτ ταράχτηκε.
   "Δε θα πεις τίποτα..." συνέχισε η κυρία Καραμάνου. "Δε θα πω τίποτα... Ανλαστίκ (23);"
   Τέντωσε το χέρι της να σφραγίσει τη συμφωνία.
   "Θα είναι μεγάλη μου ευχαρίστηση...", η Αντουανέτ έπιασε αναγκαστικά αυτό το χέρι που της ήρθε στο πρόσωπο. "... Αν μπορώ να προσφέρω τη βοήθειά μου σε κάποιον που διψάει να μάθει".
   Την κοίταξε με ενδιαφέρον. Από πού κι ως πού την είχε πάρει χαμπάρι; Είδες τελικά πως ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον; Μετά είπε αποφασιστικά, ανακαθήμενη:
   "Φυσικά, με πιάνεις εξ απροόπτου, γιατί κάτι τέτοιο δε μου 'χει ξανασυμβεί".
   Ήρθε το τσάι τους. Το ακούμπησαν σε ένα χαμηλό τραπεζάκι κι η Αντουανέτ σερβίρισε.
   "Αλλά μίλησέ μου πρώτα για τον εαυτό σου".
   Κείνη την ώρα μπήκε στο σπίτι ο μεσιέ Λαφόντ γυρνώντας από το οφίτσιό του. Η Κατίνα σηκώθηκε ορθή, να τον χαιρετίσει.
   "Χμ!" αναστέναξε η μαντάμ Αντουανέτ.

   Η Αντουανέτ παντρεύτηκε τον υπάλληλο της πρεσβείας Πιερ Λαφόντ, όταν εκείνος υπηρετούσε στο κονσουλάτο της Αλεξάνδρειας. Ήταν μικρός υπάλληλος και τον ερωτεύτηκε. Σαν έτσι κι έτσι αποδεχτός από την οικογένειά της -δεν πεθάναν κι από τη χαρά τους για την επιλογή της- ο γάμος έγινε. Η μάνα της ήταν Γαλλίδα, από καλή γενιά αλλά ξεπεσμένη, ο πατέρας της Έλληνας από την οικογένεια των Αλεξιάδηδων, εγκατεστημένος από πάππου προς πάππον στην Αίγυπτο.
   "Εσύ φταις", έλεγε για το γάμο ο Αλεξιάδης στη μάνα της, "που έχεις γεμίσει το σπίτι Γαλλαίους".
   Είχαν άλλα τρία αγόρια, αλλά η Αντουανέτ ήταν μοναχοκόρη. Της είχε αδυναμία.
   "Εσύ φταις... είδε ο γύφτος τη γενιά του..."
   Πόσο καλύτερα θα ήταν οι Κουρτίδηδες, οι Κονταράτοι... Όλοι είχαν αγόρια. Και περιουσίες. Σαν τον ίδιο ήταν οι Κουρτίδηδες, που έφτιαχναν λανάρια και κοτόνια, στις σουδανέζικες φυτείες, για τα παλαμάρια των πλοίων. Αντί να εχθρεύονται και ν' ανεβάζουν τις τιμές στους Άγγλους, θα μπορούσαν να ενωθούν και να μη χτυπιούνται από τίποτε. Κι όσο έξυπνος ήταν ο Αλεξιάδης στις δουλειές του, τόσο ντιπ βλαξ φαινόταν στα οικογενειακά του. Μάθαινε μόνο τα κοσμοϊστορικά. Ποιος ήταν του θανατά, αν τα μικρά αγόρια γκρεμοτσακίστηκαν με τα ποδήλατα, πότε η γυναίκα του έστειλε πάλι ένα χοντρό κομπόδεμα δάνειο στη φαμελιά της στη Ρουέν, για τις ασωτίες του μεγάλου τους γιου του Ζακ, που όλο έτρεχε να τον μαζεύει για τα χρέη του. Και μπάστα. 
   "Ξέρεις, Πάτροκλε, ο Ζακ άνοιξε πάλι το συρτάρι με τις λίρες και το άδειασε. Χαρτόπαιξε".
   "Ο Ζαχαρίας, θες να πεις".
   Τούτο μόνο τον έκοφτε.
   Αλλά στην Αντουανέτ είχε αδυναμία. Έξυπνη γυναίκα η μαντάμ Αλεξιάδη, τον κουμαντάριζε.
   "Σιγά μην πάρει το παιδί μου Έλληνα", ήταν η φιλοδοξία της. "Αν την αφήσουμε να παντρευτεί αυτόν που θέλει, Πάτροκλε, δε θα τη χάσουμε".
   "Τι εννοείς;"
   "Αν πάρει τον Κουρτίδη, θα πάει να ζήσει εκεί, en Caire (24). Ενώ, με τούτον εδώ, θα την έχουμε μέσα στο σπίτι μας".
   Τον πάτησε εκεί που τον πονούσε κι «όχι» δεν είπε. Αντιθέτως, ξεπέρασε το εμπόδιο ενός ακόμη Γάλλου μέσα στο σπίτι του κι από την άλλη σκίστηκε να τον ανεβάσει στην ιεραρχία, για να αποκτήσει ο γάμος αυτός μεγαλύτερο κοινωνικό κύρος. Μέσα σε τρεις μήνες, ο ταπεινός Πιερ Λαφόντ, ένα δικηγοράκι, έγινε τρίτος, δεύτερος, ακόλουθος, υποπρόξενος και γαμπρός.
   Εγκαταστάθηκαν στο σπίτι. Ο Πιερ έμαθε ελληνικά. Σε λίγο καιρό έπαιζε σκάκι με τον πεθερό του μετά το φαγητό, κουβεντιάζοντας ευχάριστα. Ο γαμπρός απεδείχθη ικανότατος κι ελισσόμενος επιχειρησιακά πολύ καλά. Τόσο, που ο Αλεξιάδης άρχισε να τον εκτιμά, να τον εμπιστεύεται και, τελικά, να τον συμβουλεύεται. Μπροστά στο χαραμοφάη το Ζαχαρία, ο Πέτρος ήταν ένα λαμπρό παιδί.

   Ευγενής για την Κατίνα είναι αυτός που βάζει ευγένεια στη φράση: "Μπουζουριάστε (25) ζε βουζ αν πρι".
   "Non, non, non! "Θα πεις... «Μπορείτε να αρχίσετε». Και πάρε πρώτη το κουτάλι της σούπας".
   "Αμ, για σένα είναι εύκολα" νεύριαζε το Κατινάκι. "Γεννήθηκες με το παρδόν στο χέρι ... καλτάκα (26)".
   Μια μέρα τα βρήκε όλα ανούσια σα γύρισε η αμπασαντόρισσα να λύσει  το πρόβλημα που είχε παρουσιαστεί στα φυτά της.
   "Σπουδαία προβλήματα έχεις τρομάρα σου!" Βούτηξε το κότσι με το χέρι και ρούφηξε το μεδούλι. Πεινούσε. "Αν περιμένω εγώ να μου μάθεις πώς να χειρουργήσω το ψαχνό, θα πεθάνω από την πείνα. Γι' αυτό είναι όλες τους έτοιμες να ταβλιαστούν από την αναιμία;" Ξεσαλτσώθηκε στην πετσέτα και κατάπιε γρήγορα.
   "A vous madame".
   "Α βου μαντάμ".
   "Coupez la viande (27)".
   "Το λικέρ σερβίρεται στις κυρίες μετά το φαγητό. Μας το σερβίρουν. Δεν ακουμπάμε ποτέ αυτόν το δίσκο. Το τσάι έρχεται με το δίσκο στο χαμηλό τραπέζι κι εσύ θα πρέπει να σερβίρεις την καθεμιά. Κοφτές ερωτήσεις και τις κοιτάς μια μια στα μάτια. «Ζάχαρη; Λεμόνι;»"
   Όσο προχωρούσαν, είχαν εξοικειωθεί. Η μαντάμ Αντουανέτ είχε να κάνει με ένα τσακάλι. Της άρεσε αυτό. Το φορμάριζε κατά πώς ήθελε.
   Στο μήνα απάνω, η Κατίνα είχε μάθει και γαλλικά. Πού την είχε κρυμμένη αυτή την καταπληκτική προφορά; Έχει ντουέντε (28). Το δίχως άλλο.
   Την επόμενη εβδομάδα τής επανέλαβε η Κατίνα άλλη μια φορά πως μπορούσαν αυτές να βγάλουν το δαίμονα από μέσα του. "Τι ανοησίες!" σκέφτηκε η αμπασαντόρισσα. "Τόσοι γιατροί περάσαν από πάνω του, ιδρύματα, φάρμακα, διαγνώσεις..." Το παιδί της ήταν άρρωστο και το μυαλό του σαλεμένο. Αλλά η ψυχή της μάνας την έσπρωχνε να αναζητά την ελπίδα. "Λες;" αναρωτιόταν. "Λες; Πού ξέρεις καμιά φορά... Εκεί που όλοι οι άλλοι απέτυχαν, μήπως αυτές οι γυναίκες..." Αχ, αυτή η ελπίδα!
   Έδωσε στην Κατίνα αυτά που της ζήτησε. Τα ζιπουνάκια και τα λαδόπανα που βαφτίστηκε. "Ένα αγγελούδι ήταν". Βούρκωσαν τα μάτια της κυρίας Λαφόντ, σαν άνοιξε το κουτί με τα μωρουδιακά. Μύριζαν ακόμη πούδρα βρεφική.
   "Να, παρ' τα όλα" της είπε.

   Όταν γεννήθηκε ο Μαρκ, ο παππούς Αλεξιάδης δάκρυσε. Βρήκε όλες τις ομοιότητες του κόσμου πάνω σε αυτό το μωράκι. "Έχει τα αυτιά μου", έλεγε. "Και το κούτελο το αλεξιάδικο. Θα του δώσουμε το όνομα του χαμένου αδελφού μου, του Μάρκου". Αντίρρηση δεν είχε κανείς. Και έτσι βαφτίστηκε ο Μαρκ.
   Σαν παιδάκι ο Μαρκ ήταν ένα αγγελούδι. Και ένα αγγελούδι μοσχαναθρεμμένο. Ξανθές μπουκλίτσες, στρουμπουλά μαγουλάκια, φόραγε τις κολαρίνες του, έπαιζε με τα κουνιστά αλογάκια. Τρία τού είχε αγοράσει ο παππούς, που τον στούμπωνε και στο φαΐ. "Αν σας αφήσω εσάς", φώναζε σε κόρη και γυναίκα, "το παιδί θα πεθάνει από την ασιτία". Και αντικαθιστούσε κρυφά τα carottes rappés και τα concombres (29), με δυο πιάτα θρεπτικών κεφτέδων με πατάτες φούρνου, αισθανόμενος πως στα παιδιά του είχε αποτύχει και πως ο Μαρκ ήταν η τελευταία του ευκαιρία.
   Ο παππούς θέλησε να προλάβει να τον μυήσει, προπορευόμενος από τις άλλες δυο, στα ελληνικά ήθη και «πιστεύω». Να τον ποτίσει με τις δικές του εμπάθειες, για να τον κάνει γνήσιο Ελληνόπουλο. Έτσι, στα τέσσερα ο Μαρκ ήξερε ήδη για τους αγώνες των Ελλήνων, για το αίμα που χύθηκε από το επαναστατικό κίνημα εναντίον του τούρκου κατακτητή. Έμαθε ποιος ήταν ο Καραϊσκάκης, ο Δίας, ο Ηρακλής, ο Βύρωνας. Κάθε βράδυ κοιμόταν με εικόνες κατορθωμάτων, ηρώων, σπαθιών, πολέμων.
   "Όχι", έλεγε η μάνα του, "ναι", έλεγε ο παππούς σε κάθε ιδιοτροπία του Μαρκ. 
   Σαν παιδί της καλής κοινωνίας της Αλεξάνδρειας η εντουκασιόν (30) του, ήταν ανάλογη. Πιάνο, βιολί, γραφή, ανάγνωση, γαλλικά κι ελληνικά, γεωγραφία, ιστορία, αριθμητική, ξιφασκία, ιππασία, τένις. Οι διδασκάλισσες, οι μαμαζέλ, οι προπονητές, πηγαινοέρχονταν.

   Το τρίτο καλοκαίρι, κατάφεραν να τον φέρουν πίσω από το ίδρυμα, στο σπίτι στην Αλεξάνδρεια, υπογράφοντας χίλια χαρτιά, συνοδεία του πατρός του κι ενός φίλου γιατρού. Οι γιατροί ήταν πολύ διστακτικοί στο αν θα έπρεπε ο ασθενής να γυρίσει στο σπίτι. Καμιά φορά όμως -ποτέ δεν ξέρεις- είπαν, είναι και για το καλύτερο.
   Έδωσαν τελικά την άδεια, αφού κι ο δρ. Κλεμπέρ, που θα τον συνόδευε, τους διαβεβαίωσε πως θα τον είχε σε στενή παρακολούθηση. Ο δρ. Κλεμπέρ μετανόησε για την προθυμία του αυτή, τη στιγμή που πήρε το φάκελο του Μαρκ από το νοσοκομείο. Τον πέρασε ένας λεπτός έφιδρος φόβος, όταν διάβασε το ιστορικό. "Πρόκειται για ένα τέρας", σκέφτηκε. Αυτά -τα άσχημα- που ζεις στην καθημερινότητα και τα ξεχνάς μετά από λίγο, συσσωρευμένα με μολύβι και χαρτί, γίνονται θεριό.
   14 Απριλίου 1885 (Ήταν οχτώ ετών). Έβγαλε τα μάτια σ' ένα καναρινάκι.
   2 Σεπτεμβρίου 1887. Καβγάδισε με τη μητέρα του, στην οποία πέταξε το πιρούνι με ορμή. Την τραυμάτισε στα μάτια.
   26 Ιανουαρίου 1888. Έκαψε με το καφτό λάδι τη μαγείρισσα, γιατί δεν του έφτιαξε το φαγί που ήθελε. Η γυναίκα νοσηλεύτηκε...
   Όλα αυτά αποδόθηκαν στις προεφηβικές ορμές και στο δύστροπο χαρακτήρα του. Άλλες διάφορες εκρήξεις οργής είχαν καταγραφεί. Με παράλληλες ημερομηνίες ακολουθούσαν και άλλα περιστατικά, το ένα χειρότερο από το άλλο. Τα επόμενα χρόνια δεν τολμούσαν να έχουν ζώο στο σπίτι. Το κακοποιούσε. Έκοψε την καρωτίδα από ένα νεογέννητο πουλαράκι και επιτέθηκε στον παππού του, γιατί προσπάθησε να το γλιτώσει. "Έπρεπε να είχαν λάβει τα μέτρα τους νωρίτερα", σκεφτόταν ο γιατρός. "Αλλά οι οικογένειες ποτέ δε θέλουν να παραδεχτούν τις ασθένειες αυτές".

   Πέντε το απόγευμα έφτασε η άμαξα κι ο Μαρκ αγκάλιασε τον παππού, τη γιαγιά, τη μάνα.
   "Ίδιος η μάνα του", είπε ο παππούς που έκλαιγε με λυγμούς. "Αγόρι μου, αγόρι μου, πόσο μου έλειψες". Οι πρώτες εβδομάδες πέρασαν ήπιες. Τα φάρμακα, βλέπεις, είχαν αυξηθεί για το ταξίδι.
   "Εμένα μου φαίνεται πολύ καλά", είχε δηλώσει η μαντάμ Αλεξιάδη.
   Και στους άλλους φαινόταν καλά. Μόνο αν πρόσεχες το βλέμμα του, έβλεπες μια θολότητα κι ένα απροσδιόριστο ... κάτι.
   Το περιστατικό συνέβη ξημερώματα της Τρίτης μεταξύ έξι κι επτά. Γλυκοχάραζε στην Αλεξάνδρεια. Ένα ελαφρό αεράκι έφερνε τη δροσιά της θάλασσας. Οι φοίνικες στην παραλία δέχονταν τη δροσιά, μεγαλοπρεπείς κι ακίνητοι. Σα σηκωνόταν ο ήλιος, η ζέστη θα άρχιζε αφόρητη. Η κυρία Αλεξιάδη είχε ξυπνήσει πολύ πρωί, περίεργο για τις συνήθειες της ίδιας. Ίσως γιατί είχε εκνευριστεί πολύ με τον άντρα της την προηγουμένη. Μα, τι ιδέα κι αυτή να καλέσει κόσμο για φιλοξενία. Οι γιατροί τα είχαν ξεκόψει αυτά. Είχαν λογοφέρει, αλλά οι καλεσμένοι δε γινόταν να ξεκαλεστούν. Καθόταν στο κρεβάτι της κι απολάμβανε τη θέα.
   "Σε λίγο θα ειδοποιήσω για το πρωινό μου", σκεφτόταν. "Άσε, ακόμη".
   Ο Μαρκ χίμηξε απάνω στη γιαγιά του με ένα σουγιά. Από πού είχε μπει; Ευτυχώς που ήταν ξύπνια και τον αντελήφθη αμέσως. Άρχισαν να παλεύουν για να του ξεφύγει. Την έπιασε από το λαιμό, με χέρια γερά σαν τανάλιες. Πώς τριπλασιάζεται η δύναμη του τρελού! Ήθελε η δύστυχη να φωνάξει αλλά πνιγόταν. Τη χτύπαγε και την πλήγιαζε με μανία. Η γυναίκα κατάφερε να βγάλει ξέπνοες κραυγές. Ακούστηκαν. Το σπίτι σηκώθηκε στο πόδι. Έτρεξαν στην κάμαρή της. Τρεις άντρες με το ζόρι κατάφεραν να ξεγαντζώσουν τα χέρια του φονιά από τη γυναίκα. Δεν ήταν το ίδιο πλάσμα. Ήταν κάθιδρος, αφροί έβγαιναν από το στόμα του, έτρεμε σαν το κυνηγημένο ελάφι, στα μάτια του οι κόρες είχαν μικρύνει. Είχαν γίνει μανιακές. Μούγκριζε. Ο γιατρός έπεσε απάνω στη γυναίκα να τη συνεφέρει. Ψυχορραγούσε. Ο μελανιασμένος της λαιμός μετά βίας έβαζε αέρα στα πνευμόνια. Αν δεν ήταν ο γιατρός εκεί, η γυναίκα θα είχε τελειώσει.
   Είχαν εξαφανίσει όλα τα μαχαίρια από το σπίτι. Από τις κουζίνες, το μαγερειό, τους στάβλους. Οι ξέστρες κι όλα τα αιχμηρά αντικείμενα είχαν αμπαρωθεί. Τα λεπίδια του ξυρίσματος τα κλείδωναν στα ντουλαπάκια. Το σουγιαδάκι δεν το είχαν σκεφτεί. Δεν ήταν καν σουγιαδάκι. Ήταν ένα μικροσκοπικό λεπιδάκι, που το χρησιμοποιούσε ο πατέρας του να καθαρίζει το τσιμπούκι του. Η λάμα ήταν μικρή κι οι πληγές δε λάβωσαν βαριά τα εσωτερικά όργανα.
   Από τα πρώτα κιόλας επεισόδια, ο γερο-Αλεξιάδης έριξε όλο το φταίξιμο στην κληρονομικότητα από τη μεριά του γαμπρού του. "Βρωμογάλλοι. Σαραβαλιασμένες γέννες. Ξεφτιλισμένοι σπόροι". Είχε ξεχάσει εντελώς πως ο «αδικοχαμένος» αδελφός του, ο Μάρκος, είχε παρόμοιες τάσεις, αλλά βλαβερές προς τον εαυτό του και πως στο τέλος αυτοκτόνησε τινάζοντας με μια καραμπίνα τα μυαλά του στον αέρα. Είχε ξεχάσει επίσης πως η μάνα του μαζευόταν κουβαράκι σε μια γωνίτσα κι έκλαιγε με τις μέρες, άνευ λόγου και αιτίας.
   "Να, παρ' τα όλα".
   Η Αντουανέτ τύλιξε τα μωρουδιακά με δάκρυα. Η Κατίνα έβαλε τα βαφτιστικά σε ένα τσαντικό.
   "Τώρα ξέχασέ το", της είπε. "Άσ' το πάνω μου".
   Ο θεράπων ιατρός του Μαρκ είχε φτιάξει τη δική του κλινική στη Σμύρνη. Ήταν πραγματικά πολύ καλός. Με τίποτε δεν έπρεπε ο Μαρκ να φύγει από εκείνον. Έτσι, για να τον ακολουθήσουν, ζήτησαν μετάθεση για τη Σμύρνη. Τους ήρθε βολικά κι ένα καινούργιο πόστο που είχε δημιουργηθεί στο κονσουλάτο της Σμύρνης, λόγω του σιδηροδρόμου, κι ήρθαν.

    H παρέα με την Παρή ήταν πια σχεδόν καθημερινή. Χαζεύανε τα πλούσια δώρα και τις ευχετήριες κάρτες που είχε λάβει για τους γάμους της.
   "Βίον ανθόσπαρτον και καλούς απογόνους", έγραφε μία.
   "Χμ! Δυο φορές μου το 'πανε αυτό ως τώρα, Παρή!"
   Κανένας γάμος δεν είναι στεριωμένος χωρίς παιδιά. Και να, τον πρώτο χρόνο σού λένε όλοι: "Νέοι είστε ακόμη, χαρείτε τα νιάτα σας". Το δεύτερο χρόνο αρχίζουν να ανησυχούν και μετά σε κοιτάζουν παράξενα. "Τι έχει τούτη εδώ και δεν γκαστρώνεται;" "Κάνα παιδάκι δε θα κάνετε;" ρωτούν ευγενικά οι φαρμακόγλωσσες. Μωρέ, δεν κοιτούν τη στραβομάρα τους και την καμπούρα τους!
   Πίνανε το τσάι τους στο πίσω μέρος του σπιτιού. Τα παράθυρά του έβλεπαν το γραφείο του Σύριου, από την απέναντι μεριά του αίθριου. 
   "Αν κάτι με ξετρελαίνει από τις τούρκικες συνήθειες, είναι τούτο το πικρό τσάι. Μπορώ να πιω κουβάδες. Κι όχι εκείνο το ξέπλυμα της Αντουανέτ, το ίνγκλις τι".
   Η μαντάμ Αντουανέτ της διάλεξε κείνο το πρωί και τα ρούχα της. Ποια ήταν πρέπον να φοράει, πού και πότε. 
   "Η γκαρνταρόμπα σου είναι ελλιπής. Χρειάζεσαι ακόμη μερικά πράγματα. Αλλά ομολογώ πως τα φορέματα είναι πολύ καλά ραμμένα. Μπράβο, Κατίνα".
   Ορισμένα ήταν αριστουργήματα, που τα ζήλεψε κι η ίδια. Μερικά δε φοριόντουσαν. Α, πα πα πα. Ήταν κραυγαλέες παλαβωμάρες της ωτ κουτύρ. Αλλά δεν της το είπε. "Καλύτερα αυτά να μην τα φορέσεις προς το παρόν. Αργότερα, βλέπουμε. Μπορεί να αλλάξουν οι καιροί", είπε μόνο. 
   Έτσι ξαναήρθε ο μετρ για νέες παραγγελίες. Αυτή τη φορά ήταν παρούσα κι η Αντουανέτ. Έραψε στολές για το τένις, στολές για την ιππασία.
   "Δεν ήξερα πως θέλουν ρούχα ειδικά και τα καβαλικέματα, Παρή".
   Έραψε φουστάνι για την εκκλησία, φουστάνι για το τσάι, δυο - τρία για τις βεγγέρες. Απλά, λιτά, νοικοκυρεμένα. Καθωσπρεπικά. Ακόμη και ρούχο ειδικό για τις κηδείες, το οποίο η Κατίνα ξόρκισε τρεις φορές πριν το βάλει στην ντουλάπα.

   Μπροστά στο γραφείο του Σύριου υπήρχε μια μεγάλη αυλή, με ρολόι ρυθμικό, χαλιά κι από ένα άγαλμα στην είσοδο της δίφυλλης πόρτας του, που ήταν φτιαγμένη από ντούρο ξύλο αφρικάνικο. Ο Σύριος ήταν ανύπαντρος -εκ πεποιθήσεως εργένης. Ο πρωτότοκος της οικογένειας και το μυαλό των επιχειρήσεων. Αν ο Σύριος έλεγε κάτι, ο Κωνσταντίνος κι ο Δημοσθένης θα υπάκουαν κι ας είχαν αντίθετη γνώμη. Οι επιχειρήσεις είχαν χωριστεί στα τρία, αλλά διαφεντεύονταν από έναν. Δεν έλεγε ο Σύριος ποια καπνά θα αγόραζε ο Δημοσθένης. Αλλά έλεγε: "Θα πάρουμε καπνά". Δεν ασχολιόταν για το ποιες μπρατσέρες θα αγοράζονταν, αλλά έλεγε: "Θα πάρουμε τέσσερις μπρατσέρες κι όχι τρεις". Ο Σύριος κουβέντες με κανέναν δεν ήθελε. Κοφτά λόγια και τα φρύδια του έσμιγαν. Καταλάβαινες τότε πως έπρεπε να το βουλώσεις και να εξαφανιστείς.
   Τα οικογενειακά του αδελφού του δεν τον αφορούσαν όσο κλείνονταν στην κάμαρή τους. Αλλά ζούσαν στο ίδιο σπίτι. Και το σπίτι ήταν καραμαναίικο. Αφού έκανε κέφι ο μικρός να διαλύσει το κονάκι του και να διώξει τη γυναίκα του, ας έφευγε κι από κει. Να πάει αλλού να στεγάσει τη νέα του φαμελιά. Πρώτη φορά που ακούγονται στη Σμύρνη για γυναικοδουλειές οι Καραμαναίοι. Κι αυτό του Σύριου δεν του άρεσε. Του έκανε κουβέντα. Η Κατίνα θα έμενε στο σπίτι, ώσπου να βρεθεί άλλη κατάλληλη οικία για το καραμαναίικο όνομα. Θα φτιαχνόταν μια από την αρχή στο καρτιέ.
   "Αυτός είναι στρυφνός, μάνα, ζαμπίτης (31), κακότροπος. Να τον μπουγιουμιάσουμε (32)".
   Και όλες τις μέρες, οι κουβέντες τους ήταν για τις δυστροπίες του Σύριου.
   "Ο Θεός" -έτσι τον κορόϊδευαν- "αφιόνι (33) έγινε προχτές", της διηγόταν η Κατίνα, "γιατί κάποιο δουλικό ακούμπησε την πίπα του  πάνω στο σαντριέ (34), ενώ έπρεπε να ήταν δίπλα του, πάνω στο λακκουβωτό ξυλάκι. Χα χα χα. Και να δεις, άνα, που δεν μπορεί κανείς να περπατήσει μπροστά από το γραφείο του μετά τις δέκα, παρά μόνο ο ρολογάς που θα ρεγουλάρει το ρολόι. Χα χα χα. Καθώς φαίνεται, τούτος γεννήθηκε ανάποδα. Αυτός, μάτια μου, να δεις πως θα το 'χει μόνο για να κατουράει! Χα χα χα".
   Η Ευταλία έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά να εξευμενίσει τον «δύσκολο» και να τον μαλακώσει. Έφτιαξε ζεχίρι και καλμά, να του το ρίξουν στο φαΐ του. "Μόλις αρχίσει η κοιλιά του να πονά και δε θα κοιμάται τα βράδια, θα του δώσουμε το αλάι, να του περάσει και θα σε ευλογά". 
   Αν παρατηρούσες καλά το Σύριο, θα 'βλεπες πως ήταν πιο αρρενωπός από τον αδελφό του και πολύ πιο επιβλητικός. Στη Σμύρνη η φάτσα του δεν ήταν γνωστή στον κοσμάκη, γιατί έκανε ετούτος συγκεκριμένα δρομολόγια. Από το σπίτι στη Λέσχη, Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο, κι από εκεί πίσω στο σπίτι. Σπανίως σε βεγγέρες, σπανίως στην εκκλησία, σχεδόν ποτέ στις γιορτές. Γι' αυτό η λαϊκή φαντασία είχε οργιάσει. Με μόνες τις περιγραφές των δουλικών, τι άλλο να σκεφτεί ο κόσμος, τον φανταζόταν ένα τέρας με μορφή ανθρώπου, απάνθρωπο και κακό. Σαν αφέντης ο Σύριος ήταν σκληρός. Αλλά και δίκαιος. Σαν άντρας όμως ήταν ωραίος. Αρσενικός. Με στέρνο και πλάτες φαρδιές. Ωραίος άντρας.
   Ο Σύριος ποτέ δεν υπήρξε νέος. Γεννήθηκε μεγάλος. Κάποτε λένε πως δικοί του φίλοι είχαν προσπαθήσει να του κάνουν προξενιά με κάποια πλούσια αστή, κουβαλώντας τον με πλάγιο τρόπο. Ο Σύριος εμφανίστηκε στη βεγγέρα, αλλά μόλις πήρε χαμπάρι για τι τον είχαν φέρει, σούφρωσε τα φρύδια του κι έφυγε γρήγορα, κόβοντας την καλημέρα στους οικοδεσπότες αλλά και τις δουλειές μαζί τους. Από τότε κλείστηκε περισσότερο στον εαυτό του. Κανείς δεν τόλμησε να του ξαναπροτείνει γάμους και χαρές.
   Ο Κωνσταντίνος ήταν πιο αγαπητός στους κύκλους του. Πιο ανοιχτός. Και βεγγέρες και φίλοι και τραγούδι με τα πιάνα, κι άριες και φιλανθρωπίες. Άλλος άνθρωπος. 
   Τις επόμενες εβδομάδες στο καραμαναίικο πέσαν απανωτές κάτι φούριες στις δουλειές τους. Ποιος ξέρει από πού και γιατί. Ο Δημοσθένης έφυγε ξαφνικά για την Αθήνα, ο Κωνσταντίνος τράβηξε για τη Χίο και, τέλος, ο ίδιος ο Σύριος -έλα Χριστέ και Παναγιά- είδε ένα πρωί να φορτώνονται τα μπαούλα του για την Πόλη. Η Κατίνα τον είδε από την κάμαρή της, να μπαίνει μέσα στην άμαξα χωρίς να έχει πει σε κανέναν για τα προζέ του.
   Σήκωσε το κεφάλι και την είδε σα να ήθελε να διαπιστώσει πως ζει ακόμη εκεί. Κάθισε στην άμαξα, έδωσε εντολή για αναχώρηση.
   Χτύπησε κάποιος την πόρτα της κάμαρής της. Την ειδοποίησαν πως ο αφέντης είχε αφήσει κάτι για εκείνη στο γραφείο του. Κατέβηκε τις σκάλες με τις ρόμπες. Πάνω στο γραφείο του Σύριου, δίπλα στην κωλοπίπα του, ήταν ένας φάκελος με οδηγίες κι ένα ζευγάρι κλειδιά. Οι οδηγίες είχαν νούμερα, 1, 2, 3, τακτικές, όπως κι αυτός που τις έγραψε. Έπρεπε να πληρώσει εκεί και τόσα, εκεί και τα δείνα, να κουμαντάρει αυτά, τις τάδε και τις τάδε ημερομηνίες κι ώρες.
   Γύρισε στο δωμάτιό της κι άρχισε να χοροπηδάει στο κρεβάτι της σαν τρελή. "Φτου ξελευτερία. Ζήτω! Ζήτω!" ούρλιαζε σα συνειδητοποίησε πως ήταν μόνη της. Βρε, και να μην ξαναγυρίσουν από κει που πήγαν όλοι τους.
   Έστειλε την άμαξα να φέρει τη μάνα της και την εγκατέστησε στο κόκκινο δωμάτιο με τις μπορντούρες. Τα παράθυρά του βλέπαν στα γιασεμιά. Το πάτωμα ήταν γυαλισμένο με κερί και το κρεβάτι είχε διπλό στρώμα κουκουληθρένιο (35) και χρυσές αγγελουδένιες κεφαλές.
   Στις τρεις η ώρα ήρθε ο έμπορας. Η Κατίνα είχε ταμπουρωθεί πίσω από το γραφείο του Σύριου. Έκανε τρεις τεμενάδες, δυο βήματα μπρος κι άλλους τρεις τεμενάδες. Ζήτησε να εξοφληθεί το χρέος από το εμπόρευμα που είχε φορτώσει στο καράβι. Τρεις χιλιάδες οχτακόσια είκοσι οχτώ γρόσια.
   "Να δω το πράμα", είπε το Κατινάκι, που ήθελε να πουλήσει μούρη καραμαναίικη στους παρακατιανούς.
   "Μα, κυρά μου", είπε ο Έλληνας, "είναι φορτωμένο κι αμπαριασμένο.
   "Να δω το πράμα", ξαναείπε κοφτά η Κατίνα, που τώρα κάτι δεν της πάγαινε στη μούρη αυτουνού.
   Τον έβαλε να καθίσει κι έτρεξε στην κάμαρη της μάνας της.
   "Πιάσε, άνα, το ισκαμπίλ (36). Δε μ' αρέσουν οι δουλωτικοί, ποτέ δε μ' άρεσαν. Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, το φιλάς".
   Κατέβηκαν κι οι δύο, μάνα και κόρη, με τα τσαντικά τους, έτοιμες για το λιμάνι. Ο Έλληνας τα είχε χαμένα. Αλλά τις ακολούθησε. Ανατριχίλα ένιωσε σαν αντίκρισε τη γωνιά που είχε ξεψυχήσει ο Σπύρος.
   "Φώτισέ με, άντρα μου, με την ψυχή σου, να κάνω το σωστό".
   Το καΐκι ήταν εκεί, δεμένο στην ισκελέ (37), καθισμένο από το βάρος του εμπορεύματος.
   "Σαν πολύ καθισμένο δεν είναι, βρε μάνα;"
   Είχαν φορτώσει τόσα και τόσα καΐκια με το Σπύρο. Σήκωσαν τα φουστάνια τους και καβάλησαν τις κουπαστές για τα αμπάρια. Μπαμπάκια. Ο καιρός ήταν καλός και το ταξίδι θα κράταγε τρεις μέρες.
   Πήρε το μπαμπάκι στο χέρι και το μύρισε. Ιδέαν δεν είχε από μπαμπάκια. Το καΐκι έτριξε στο αεράκι. Φαινόταν σκαρί παλιό αλλά γερό. Όλα ήταν σωστά, ακόμη κι οι βάρκες.
   "Πού πάει το φορτίο;"
   "Καβάλα, χανούμ εφέντ' μ'".
   "Θα φορτωθεί στη σκούνα του Παντελιά".
   Ο Έλληνας τα 'χε χαμένα. Τώρα αντέδρασε κιόλας.
   "Σένα τι σε νοιάζει ποιος θα το πάει;" έκανε η κυρία Καραμάνου. "Θα πάρεις τον παρά, σαν το φορτώσεις όπου θέλω εγώ".
   "Μμ..." κούνησε απότομα το κεφάλι κι η Ευταλία, που συμφώνησε με την κόρη της.
   Σαν πέσει το τριφύλλι με το καρό απανωτά, ταξίδι μαύρο προβλέπεται. Αγύριστο.
   Το καΐκι του Έλληνα αναθεματίστηκε στα βράχια, δυο μέρες μετά, φορτωμένο με λάδι, στα καλά του καθουμένου. Ο άνθρωπος τελικά ήταν εντάξει. Το ριζικό του ήτανε μαύριδο.

   Οι βδομάδες περνούσαν και το καινούργιο σπίτι μπρος δεν είχε μπει. Τα μαθήματα αρχοντιάς συνεχίζονταν κανονικά. Μάθαινε να περπατά, να στέκεται, να τρώει, να δέχεται, να ευχαριστεί, να σερβίρει και, προχωρώντας παρακάτω, άρχισε να ενημερώνεται για τις τέχνες, τα γράμματα, τις τάσεις, ακόμη κι εκείνες της μόδας. Αλλά τα πράγματα στο καραμαναίικο σαράι ήταν ακόμη σκούρα.
   Τέλος, ήρθε πάνω στην κουβέντα με την Αντουανέτ κι η πιο φαεινή συμβουλή. Που δεν είχε περάσει από το μυαλό της Κατίνας.
   "Αν έφευγε όλο το προσωπικό κι ερχόταν καινούργιο; Οι παλιοί είναι συνηθισμένοι στα χούγια της Βιολέτας".
   Είδες πως δυο μυαλά που συνεργάζονται είναι καλύτερα από ένα;
   Την άλλη εβδομάδα οι Καραμαναίοι κατέβηκαν στην τραπεζαρία και στον μπουφέ ήταν ακουμπισμένα ζεστά μπριός, φρέσκα πορτοκάλια, μαρμελάδα φραμπουάζ, αυγά μελάτα. Ο νέος μάγειρας ήταν Γάλλος. Στεκόταν δίπλα στον μπουφέ, ολόλευκος, κι επιτηρούσε. Ο καφές μύριζε τρεις φορές καλύτερα από παλιά. Το Γαλλικό Προξενείο είχε ασχοληθεί πυρετωδώς για τρεις ολόκληρες μέρες.
   Οι καμαριέρες ήρθαν από την Αβινιόν. Οι βοηθοί στο μαγειρείο από την Αμιέν. Τα δουλικά, μοσχοπλυμένες Τουρκάλες με σαλβάρια. Όλοι ήξεραν το Κατινάκι για κυρά και το κάθε νεύμα της ήταν προσταγή. Αλλά τι νεύματα έπρεπε να δείξει; Ξανά πίσω στη μαντάμ Αντουανέτ.
   "Mon Dieu", έκανε εκείνη.
   "Μονδιέ", επανέλαβε η Κατίνα.

   [...] Τα δουλικά είχαν βάλει μπρος να καθαρίσουν τη βιβλιοθήκη. Σύννεφο η σκόνη που μαζεύουν τα ρημάδια πάνω στην κούρμπα των φύλλων τους.
   Βιβλία, βιβλία, βιβλία. Τα 'χαν κατεβάσει όλα κάτω, για να κάνουν τα ράφια κι από μέσα. 
   Σε μια στοίβα, πάνω πάνω, ένα μύριζε λεβάντα κι από τα τζιέρια (38) του μισοφαινόταν ένα χαρτάκι διπλωμένο. «Στη Βιολέτα, με πολλή αγάπη, Ρεβέκκα Ματαλών, Ακρόπολις», έγραφε το σημείωμα.
   Η Κατίνα το πήρε και φυλλορρόησε τις σελίδες του. Ήταν γραμμένο στα ρωμαίικα. Να κι ένα στα ρωμαίικα. Ήταν έτοιμη να του δώκει μια να φύγει από κει που 'ρθε, όταν σε κάποια σελίδα οι λέξεις λέγανε λόγια αγάπης, τρυφερά και λυπημένα. Διάβασε την παράγραφο. Διάβασε και την επόμενη. Και μετά κάθισε κάτω και το 'πιασε από την αρχή. Εμίλ Ζολά. Ήτανε μια ιστορία.
   Η μέρα πέρασε κι εκείνη συνέχισε να το διαβάζει ως το τέλος του. Στο τραπέζι του μεσημεριού, κάθισε μασώντας το ψωμί, με το βιβλίο ανοιχτό στα δεξιά της. Τώρα δεν υπήρχε ούτε ο Σύριος ούτε ο Κωνσταντίνος, η ιστορία μόνο, που έλεγε αυτός ο κύριος Ζολάς. Και τι ωραία που τα 'λεγε. Η Κατίνα σα να βρισκόταν τώρα στο Παρίσι, αν και δεν το 'χε ποτέ δει. Παθιαζόταν μ' αυτά που πάθαινε αυτή η κοπέλα. Πότε εκνευριζόταν και πότε γελούσε. Τι ωραία που 'ναι τα βιβλία, τελικά.
   Κάποια στιγμή γέλασε δυνατά κι ο Σύριος άφηκε το κουτάλι και την κοίταξε περίεργα. Συνήθως έκανε την παρουσία της αισθητή μόνο από τους ήχους της σούπας που ρουφούσε το στόμα της. Στις τελευταίες γραμμές θέλησε να το ξαναδιαβάσει από την αρχή. Ξαναπήγε στη βιβλιοθήκη, που μόλις είχε τακτοποιηθεί, και την ξαναπέταξε όλη κάτω, να βρει κι άλλα βιβλία στα ρωμαίικα. Και βρήκε.
   Τα πήρε προς το δωμάτιό της. Τα δουλικά τελειώναν τώρα με την κάμαρη του Σύριου. Έβαλε το κεφάλι της από την πόρτα, να δει, αν όλα ήτανε σε όρντινα. Κάτω, στη σιφονιέρα του Σύριου, ήταν αραδιασμένα τα ποδήματά του. Πιο πάνω έβαζε αυτός τα πουκάμισα με τους κολλάρους, πιο δίπλα τα γιλέκα. Κι ένα βιδελίσιο (39) έπεφτε στραβό. Το πήρε η Κατίνα και το ίσιωσε. Έκανε να κλείσει την ντουλάπα, να σου το εκείνο ξανάπεσε στο πλάι. Το ξαναΐσιωσε, πάλι τα ίδια. Βάλθηκε με το παπούτσι, γιατί ο Σύριος τα θέλει όλα σα στρατιωτάκια. Το κοπάνησε στο πάτωμα να το ισιώσει, του 'δωκε μια γερή, έφυγε το τακούνι κι από τη φόρα χτύπησε το παράθυρο. Όπως το γύρισε τ' ανάποδα να το καρφώσει πάλι, είδε πως ένα κομμάτι σιόλας έλειπε κι ήταν κομμένο στρογγυλά.
   "Οπή! Οπή πουτιού (40) στο παπούτσι του Σύριου! Ολούρ σεγ ντεγίλ (41)".
   Κάποια έχει βάλει στο μάτι το Σύριο, πήγε αμέσως ο νους της. Και θα τον έπαιρνε. Το μπαμπούτς είναι μπουγιούμ (42) δυνατό. Αλάνθαστο.
   (Και κοίτα, φίλε μου, τι μπερδεψιά, ήταν το ίδιο το ρημάδι που κάποτε είχε πετσοκόψει η Ευταλία στον τσαγκάρη, νομίζοντας ότι ήταν του Κωνσταντίνου. Πού να το 'ξευρα τότε!)
   "Ποια είναι;" την έπιασε ένα σύγκρυο. "Ποια είναι η σκρόφα, να την ξεσκίσω".
   Και πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, κι όσο τα σκεφτόταν τόσο αυτά μεγάλωναν.
   "Ο Σύριος θα τη στεφανωθεί και θα το φέρει εδώ μέσα το μυγιόποφτο (43). Και θα μας κάνει η νόβια (44) τον κεχαγιά (45). Θα μπαίνει τσι κουζίνες μου, θα ανακατεύει τα φτιαγμένα μου, θα βάλει πόδι στα καλά μου. Θα σου 'ναι αυτή στην αρχή... ένα γιαβάσικο ποτάμι (46). Μέχρι να πάρει αέρα. Και μετά θα γίνει αυτή τ' αφεντικό, κι εγώ θα καταλήξω στην ταβανοκάμαρη (47)!"
   Έβαλε σκοπό να ξεπαστρέψει την αντίπαλο. Επί μέρες καλαίντερνε (48) το Σύριο. Μόλις έβγαινε εκείνος από το γραφείο του, έμπαινε αυτή. Άνοιγε τα συρτάρια, άνοιγε τα καλαμάρια, έψαχνε στα βιβλία. Όλο χαρτιά, λογαριασμοί, γράμματα, σοζλεσμέδες (49). Καμία ερωτική επιστολή. Κανένα ίχνος απρεπούς ζωής. Τα πάνω κάτω έφερε και στην κάμαρή του, μπας και βγάλει στο φως κι άλλα μπουγιούμια. "Γενική", του 'πε, "θα κάνω στην κάμαρή σου". Και την άδειασε όλη. Ξέσκισε το στρώμα, ξεπουπούλιασε τα κλέφια (50). Τίποτα. Σκαρφάλωσε στα ταβάνια. Τίποτε.
   Το βράδυ, έπιασε το ισκαμπίλ, κι έβαλε στα λόγια τη μούρη του Σύριου. Πάνω από το κεφάλι του έπεσε γυναίκα μελαχρινή, ζουμερή και ξύπνια. "Την ξέρει", σκέφτηκε η Κατίνα, που σταύρωσε με τον άσο κούπα και τη βέρα. Στ' αριστερά βγήκαν τα σύγνεφα κι η κουκουβάγια. "Στεφάνωμα με δυσκολίες κι αργεί ακόμη", σκέφτηκε με ανακούφιση. "Έχουμε καιρό". Κορόνα στα λεφτά του Σύριου έπεσε η αλεπού. Ο ίσκιος της νύφης. "Όλα θα του τα φάει. Ηβοί (51)! Και πίσω από τη λεγάμενη, έπεσε καπάκι η σκούπα. "Από χαλασμένο γάμο έρχεται αυτή". Και το χειρότερο, στο κεφάλι της, το μαύρο τεσσάρι. Αρκούδα στρογγυλή. "Νάτο", φώναξε. "Είναι μάισσα! Μάισσα φωτισμένη. Ηβοί!"
   Αμολήθηκε στη μάνα της πρωί πρωί. Αλλά βαλτή ήταν κι αυτή να την μπουρινιάσει πιότερο.
   "Μην είσαι πλεονέχτρα", είπε η Ευταλία, που είχε κρύο κι ήτανε στο κρεβάτι. Η Φούλα τής έφερνε ένα ζεστό. "Τι σε κόφτει εσένα ποια θα πάρει αυτός. Καμία δε θα πάρει αυτός; Άσε και καμιά άλλη να φάει μια μπουκιά γλυκό ψωμί".
   Αλλά η Κατίνα στο θέμα αυτό ήταν ανυποχώρητη. Πώς το 'χε πάρει η Ευταλία τόσο στραβά;
   "Ποτές", είπε. "Σπιρτάδες (52) μου κάνεις, μάνα;" Είχε κρεπάρει (53) απ' το κακό της. "Και να μπει άλλη μέσα στο σπίτι μου και να μου πάρει τα καλά μου;" Κρεπάρισε πάλι. "Και να τα μοιράζομαι εγώ μ' εκείνηνε; Δε θα 'μαστε με τα καλά μας. Θα τη βρω και θα της τα βγάλω τα μάτια. Και όχι μια θνητή, να την κάνω ζάφτι, μια φωτισμένη! Ε! Ετούτο πια!"
   Σύμμαχος, τούτη τη φορά, ήταν η θεία Φούλα. "Να της τα βγάλεις", είπε.
   Τ' απόγιομα ο Σύριος ετοιμάστηκε για τη Λέσχη. Τώρα το χειμώνα, πήγαινε κάθε απόγιομα. Φόρεσε κολάρο. Πήρε πανωφόρι.
   "Σύριε, πας για τσούρτο (54);"
   Την κοίταξε παράξενα. Έξω έβρεχε με τα τουλούμια. Γύρισε την πλάτη του να φύγει.
   "Σύριε, πού πας;"
   "Στη Λέσχη".
   "Να 'ρθω κι εγώ;"
   "Όχι, κυρία μου!" έκανε ο Σύριος. "Μόλις γυρίσει ο σύζυγός σας, να σας συνοδεύσει εκείνος".
   "Θα 'ρθεις για φαγητό;"
   Ξαναγύρισε να την κοιτάξει με πολύ κόπο, σα να πονούσε ο σβέρκος του.
   "Όχι", είπε κοφτά.
   "Όχι;"
   "Όχι".
   "Και πού θα φας;"
   Την ξανακοίταξε πιο περίεργα ακόμη.
   "Στη Λέσχη".
   "Σύριε, τι κάνουν στη Λέσχη;" τον ρώτησε η Κατίνα με αφέλεια παιδιού.
   Ο Σύριος έβγαλε ένα πνιχτό χαμόγελο, δαγκώνοντας τα χείλια του για τη συμφορά που 'χε βρει το καραμαναίικο, αλλά κράτησε την αυτοκυριαρχία του. 
   "Κουβεντιάζουν, μιλούν, τρώνε, διασκεδάζουν, περνούν ευχάριστα, παίζουν σουιβί".
   Έκανε μια παύση κι ένα βήμα. Αλλά ξαναγύρισε προς το μέρος της. "Και το σουιβί, αν θέλετε να μάθετε, κυρία μου, είναι ένα πολύ δύσκολο παιχνίδι".
   Μα δεν κάθισε να ακούσει άλλα. Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
   "Αμ δε, που θα φας στη Λέσχη! Τα νεφρά σου θα φας και θα σ' τα σερβέρω εγώ".
   Ανέβηκε στην κάμαρή της, πέταξε τη σεμιζέτα (55), φόρεσε στα σβέλτα ένα καπότο, λάστιχα (56) πάνω από τα παπούτσια και την μπελερίνα.

   Μέσα στην προβέτζα (57) η άμαξα του Σύριου προφυλαγόταν στις αρκάδες της Λέσχης. Ο καροτσιέρης κάπνιζε ένα τσιγαρλίκι και σκούπιζε τ' άλογα να φύγει το πολύ νερό. Σε κάθε αστροπελέκι, κείνα κουνούσαν ανήσυχα τα πόδια τους.
   Χώθηκε η Κατίνα κάτω από την κοιλιά τους και μπήκε από το πλαϊνό πορτόνι, στις κουζίνες που κρέμονταν τα τέλια (58), τα σαλτσισότα (59) και τα λουκάνικα. Εκεί ήταν ο μάγειρας κι οι παραμαγείροι που 'κοβαν τα κρεμμυδάκια, άλλος κοπάναγε τα καρύδια, άλλος δίπλωνε τις πίτες.
   "Έχω γραφή από τον κυρ Σύριο Καραμάνο, να με πάρετε δουλικό", είπε στον αρχιμάγειρα. Κι έβγαλε από την τσέπη της ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα.
   Το χαρτί είχε πάνω αριστερά τις βούλες του αρχοντικού κι αποκάτω έγραφε: «Κατ' εντολήν μου, να ηπιάσει δουλειά η Θανασούλα, τσι κουζίνες τση Λέσχη». Το «ηπιάσει» ήταν γραμμένο με γιώτα. Αλλά ούτε ο μάγειρας ήξευρε γράμματα. Τις σφραγίδες κοίταξε μια και μια τη «Θανασούλα».
   "Από πού είσαι;" ρώτησε.
   "Από το χωριό".
   "Πλύνε τσι κατσαρόλες".
   Η Κατίνα προχώρησε προς τις κατσαρόλες κι έβγαλε το πανωφόρι. Από μέσα φορούσε γαλλική στολή με φιόγκους σιδερωμένους, ποδιά όλο βαλανσέ, μέση στενή κι αέρινια και κάτω από το καπουσόν φόραγε μπονέ. Ο ποδόγυρος μόνο ήταν πιο πάνω από το πάτωμα, γιατί, βλέπεις, η Ρόζα είναι σπέντζικια (60), πολιφάδι (61).
   "Αυτές πλύν' τες μόνος σου", είπε. "Γω θα βγω στη σάλα με τα ρετσέλια (62)".
   Ο αρχιμάγειρας κοίταζε τον ποδόγυρο που έδειχνε και το αστραγάλι.
   "Ψήλωσα", του 'πε η Κατίνα και πήρε το δίσκο με τα σεκέρ λουκούμια (63). Ήξερε πως ο Σύριος δε σουφρίρει (64) τα σεκέρ λουκούμια. Του κολλάνε στο λαιμό και βήχει. Δε θα τη φώναζε κοντά του. Πριν προλάβει ο μάγειρας να πει τίποτε, είχε μπει στη σάλα. Οι άντρες είχαν αριβάρει και τέσσερις κουβέντιαζαν ορθοί.
   Ο Σύριος καθόταν στην πολτρόνα, δίπλα σ' ένα τραπεζάκι. Πετάρισε η καρδιά της. "Τι καφτό πράγμα είν' αυτό! Κι αν με πάρει χαμπάρι;" Στην αντίκρυ πολτρόνα καθόταν μια κυρά.  Ξανθωπή. Με πλεξίδες στο κεφάλι που άφηναν σγουρές ακρούλες. Τζιβελούδικα (65), έπινε ένα τσάι κι έλεγε ιστορίες για τις Ανατολές. Φαίνεται πως θα 'χε ταξιδέψει εκεί. Ο Σύριος άκουγε, αλλά, για καλό και για κακό, είχε στήσει κι αυτί στους τέσσερις δίπλα, που μιλάγανε κείνη την ώρα για βελανίδια.
   Κείνο το χειμώνα, ένα μαμούνι, που άφηνε χνούδι λευκό πάνω στο τσόφλι, είχε φάει σοδειές και σοδειές από τα βελανίδια. Οι Σμυρνιοί φέραν ειδικό να διαπιστώσει τις ζημιές κι άλλον να ψεκάσει τις αρρώστιες. Οι σοδειές του Εσσαϊάν είχαν καταστραφεί εντελώς. Ένα παρόμοιο σκουλήκι είχε εμφανιστεί στο όπιο. Και πολλοί έχασαν λεφτά, γιατί δεν μπορούσαν να στείλουν τις όρντινες. Όπως οι αδελφοί Βρατίς. Η γυναίκα έλεγε τα δικά της, αλλά ο Σύριος σε κάποια στιγμή πετάχτηκε και διέκοψε την ομήγυρη. Κάτι τους είπε σχετικό με το όπιο. Εκείνη όμως δεν το 'βαλε κάτω. Συνέχισε με τις ζέστες της αφρικάνικης νύχτας. Και ξαφνικά, σήκωσε το χέρι της προς την Κατίνα, με νόημα πως θέλει κι άλλο τσάι.
   "Μμ!... Η κρυονίνα (66), θέλει και δούλες τριγύρω της, να την υπηρετούν!"
   Η Κατίνα της έσκασε ένα υποτακτικό χαμόγελο από μακριά, με νόημα πως κατάλαβε κι αμέσως θα τη σερβίριζε. Ξαναμπήκε στην κουζίνα να της ετοιμάσει ένα πολύ καλύτερο τσάι. Έψαξε στην τσέπη της το ζεχιροβότανο που προκαλεί εμετά.
   "Ποια είναι η γυναίκα που κάθεται στο καναπεδάκι;" ρώτησε τη φατόρα (67) της τραπεζαρίας του τζόγου, βάζοντας καφτό νερό στο φλιτζάνι με το ζεχίρι.
   "Η αδελφή της κόνας (68) Βάρνικ", είπε η κοπέλα. "Η κόνα Βάρνικ είναι εκείνη δεξιά που παίζει τώρα σουιβί".
   "Πήγαινέ της αυτό το φλιτζάνι".
   "Να τση το πας εσύ".
   "Θα αλλάξουμε", είπε ο μάγειρας, "για να σε ξεκουράσω".
   Η κόνα Βάρνικ είχε σίγουρα τη μορφή μάισσας. Ενώ η αδελφή της όχι. Σα χτικιό ήτανε, με νύχια και μάτια γαμψά, με φρύδια γραμμωτά και τζοβαΐρια παντού, στ' αυτιά, στα χέρια, στα δάχτυλα.
   Η φατόρα σερβίρισε στη δεσποινίδα Βάρνικ το τσάι της. Μόλις η γυναίκα έβαλε το καινούργιο τσάι στο στόμα, ένιωσε μια πικρίλα. Η Κατίνα πλησίασε την κόνα Βάρνικ. Έπινε ένα ποτήρι κρασιού με φραγκοστάφυλο, και κείνη την ώρα, έριχνε ένα ρήγα πάνω στη μαύρη ντάμα. Ο κύριος δίπλα της πήρε την μπάζα με τον άσο κι έριξε τρία καρό.
   Το σουιβί παιζόταν πολύ στη Σμύρνα. Ήντουσαν τόσο απορροφημένοι με το παίγνιο, που φωτιά να 'πιαναν τα μπατζάκια τους, δε θα το χαμπάριαζαν. Ο Σύριος ξαφνικά σηκώθηκε από τη θέση του κι ήρθε στο χαρτοπαίγνιο του κυρίου από πάνω του να δει. Η Κατίνα βούτηξε το φυσερό, έσκυψε στο φόκο (69) να κάνει τη φωτιά να δυναμώσει. Ο Σύριος δε σταμάτησε στο χαρτοπαίγνιο. Προχώρησε προς τη φωτιά, ακριβώς δίπλα της. Με την άκρη του ματιού της έβλεπε τα παπούτσια του, που κοντεύαν να της πατήσουν το φουστάνι. Αλλά για το Σύριο, το υπηρετικό προσωπικό ήταν κάτι σαν μόμπιλα. Άζωα. Αποχώρησε από τη σάλα.
   Πίσω στην κουζίνα, ο μάγειρας είχε δώσει ένα γερό φούσκο σ' ένα παραπαίδι.
   "Ποπό, στις γλυκιές του είναι σήμερις", είπε η μικρή της τραπεζαρίας, που 'μπαινε μέσα με τις πορσελάνες και τ' άπλυτα πιατάκια.
   "Έλα δω εσύ", φώναξε ο αρχιμάγειρας στην Κατίνα σαν την είδε. "Κυρά είσαι του λόγου σου και κάνεις του χαβά σου τη χαρά; Ποιος σου 'πε να μπεις στη σάλα;"
   Σήκωσε το χέρι να της δώκει κι εκεινής ένα φούσκο. Αλλά η Κατίνα ήτανε πιο σβέλτη σ' αυτά και του 'χωσε μια γερή γονατιά στα χάγια (70). Μετά, σα να μη συμβαίνει τίποτε, ξαναπήρε το δίσκο πίσω για τη σάλα. Πότισε και την κόνα Βάρνικ μια δόση από το ποτό της. Ευγενέστερη αυτή, είπε κι ένα «ευχαριστώ» στον αέρα, μεταξύ βαλέ κούπα και μιας ανόητης μπάζας που μπορούσε να 'χε κερδίσει, αν έπαιζε λιμό, αλλά την είχε μόλις χάσει. Νευρίασε και κουνήθηκαν τα βραχιόλια της. Η αδελφή της πλησίασε κι η κόνα Βάρνικ της έριξε ένα χαμόγελο.
   "Βιενς μα σερί, να παίξεις στη θέση μου. Κύριε Καραμάνο!" φώναξε η καρακάξα. "Θα συνοδεύσετε την Ευγενία στο σουιβί;"
   Ο Σύριος θα τη συνόδευε και στρογγυλοκάθισε στο τραπεζάκι. Η γριά τράβηξε προς τους καθρέφτες του σεπαρέ, να φρεσκάρει τα κραγιόνια της και τις πούδρες της. Η Κατίνα την πήρε από πίσω. Στο αντρεσόλι (71), βρήκε μια βούρτσα και προθυμοποιήθηκε να της καθαρίσει την πλάτη του φουστανιού, που πάνω στην καμπούρα της κάθονταν ενδιαφέροντα πράγματα, τρίχες, πιτυρίδες, σα δεν έβρισκαν τον ίσιο δρόμο να πέσουν κάτω. Μετά έκανε μια ρεβερέντσα κι αποχώρησε.
   "Τελείωσα", σκέφτηκε, βάζοντας τη βούρτσα στην τσέπη της. "Πα' να φύγω".
   "Τελείωσα", είπε η Κατίνα και στο μάγειρα. "Πα' να φύγω'".
   Φόρεσε το βαρύ καπότο, τα λάστιχα, το μπονέ. Ο μάγειρας την κοίταζε που έβγαινε από την πόρτα αποχαυνωμένος.
   "Κοίτα να μας ξανάρθεις", της φώναξε κουνώντας την κουτάλα. "Μη σε χάσουμε".
   Έξω στην αυλή, ο καροτσέρης του καραμαναίικου, τον είχε μισοπάρει. Η Κατίνα κίνησε πίσω για το σπίτι. Η βροχή είχε κοπάσει, το πολύ, αλλά έριχνε ακόμη.
   Αντί για το σπίτι, τράβηξε για της Αντουανέτ.

   Την άλλη μέρα το πρωί, η Κατίνα χτύπησε την πόρτα ενός σπιτιού της οδού Μαντέν, κοντά στο μπουλεβάρτο Αλλιότι. Άνοιξε ένας κύριος γύρω στα πενήντα, με κοιλίτσα κι ανήσυχη αναπνοή.
   "Είστε ο μετρ του σουιβί;" τον ρώτησε. "Με στέλνει η κυρία Λαφόντ".
   "Με ειδοποίησε", είπε ο κύριος. "Τι μπορώ να κάνω για σας;"
   Έβγαλε το πανωφόρι, κάθισε στην καρέκλα και την τράβηξε κοντά στο τραπεζάκι.
   "Μάθε με σουιβί", του 'πε. "Επειγόντως".
   Τον κοίταξε στα μάτια και περίμενε.
   "Εγώ έκανα να μάθω σουιβί πέντε χρόνια", είπε ο μετρ.
   "Εγώ έχω μέχρι το απόγιομα", του 'πε η Κατίνα, "γι' αυτό, μην καθυστερείς".
   Για να τον πείσει, έβγαλε πάνω στο τραπέζι τρεις χρυσές και τις έσπρωξε προς το μέρος του. Ο μετρ, χωρίς δεύτερη κουβέντα, έφερε την τράπουλα.
   "Με το ισκαμπίλ, καλά τα πάω", σκέφτηκε η Κατίνα. "Για να δούμε και τα παρακάτω".
   "Λοιπόν", άρχισε ο μετρ. "Το μεγάλο χαρτί κερδίζει το μικρό".
   "Το μεγάλο χαρτί κερδίζει το μικρό", επανέλαβε η Κατίνα. "Το κατάλαβα αυτό".
   Συνεχίσανε με τις μπάζες, τα κόλπα, τις φιγούρες, τα λιμά, τα αμπάς, τις αγορές, τους πόντους, τα μετρήματα, τα κοντράτα.
   "Το παν είναι να οσμίζεσαι πού είναι τα χαρτιά στους αντιπάλους", είπε ο μετρ.
   "Μην ανησυχείς γι' αυτό", του 'πε η Κατίνα. "Τους όρους πες μου".
   Ο μετρ την κοίταξε με περιέργεια. Άρχισε να σουρουπώνει. Πέντε η ώρα νυχτώνει τώρα. Ανάψανε λαμπιόνι. Στην τελευταία παρτίδα, ο μετρ έτριψε τα μάτια του και ξεφύσηξε.
   "Πού ήξευρες πως η Δύση έχει το ρήγα καρό; Πώς το 'ριξες αυτό το χαρτί με τόση ευκολία;"
   "Αφού το 'χε".
   "Κι αν δεν τον είχε; Θα 'χανες".
   "Ναι, αλλά δεν έχασα".
   "Σωστά", είπε ο μετρ.
   Η Κατίνα σηκώθηκε να φύγει.
   "Μετρ", του 'πε στην έξοδο, βάζοντας το παλτό της, "γούστο έχει αυτό το παιχνιδάκι. Αρχίζει να μ' αρέσει".
   Στις έξι και τέταρτο, η κυρία Κωνσταντίνου Καραμάνου χτύπησε την πόρτα της Λέσχης. Άνοιξε ο λακές. Είχε καταπλεύσει με την προσωπική της άμαξα και καροτσέρη, φορούσε ένα φουστάνι από βαθύ γκρενά, μενταγιόν με μπριγιαντάκια, μαλλιά πλούσια με μπούκλες σγουρές, που δυο μπουμπάρια (72) τα στερέωναν στην κεφαλή. Μύριζε γαλλικό παρφούμο κι ακριβό βελούδο. Πέρασε με ύφος την είσοδο, παραμερίζοντας τον κομισέρη (73), που έτρεξε προς τα κει, και προχώρησε προς τη σάλα, σα να την ήξερε απ' τα γεννοφάσκια της. Οι κύριοι σηκώθηκαν να τη χαιρετίσουν. Οι ομιλίες σταμάτησαν κι ο Σύριος σηκώθηκε κι αυτός, να κάνει αναγκαστικά τις συστάσεις. Σήμερις μιλάγανε για τα καπνά.
   "Α, καπνά", είπε η Κατίνα.
   Ο Μαρκάροφ, στα δεξιά του Σύριου, προσπαθούσε να πασάρει τρακόσιες παρτίδες πατσάλια (74) σ' έναν κύριο κοντό, που δυσανασχετούσε και δυσκολευόταν.
   "Καλά είναι τα πατσάλια φέτος", του 'πε η Κατίνα. "Είχαμε βροχές το Μάιο και καλές σοδειές από τα σύκα. Τα πολλά σύκα τραβούν τα έντομα πάνω τους και τα καπνά  βγαίνουν καλύτερα. Κι εμείς λέμε ν' αγοράσουμε πατσάλια φέτος. Έτσι δεν είναι, Σύριε;"
   Ο Σύριος του 'ρθε μια αποπληξία. Η Κατίνα δεν του 'δωκε σημασία. Συνέχισε. 
   "Πόσο τη δίνετε την παρτίδα του μάσου (75);" ρώτησε το Μαρκάροφ.
   Ο Μαρκάροφ ευγενέστατα απάντησε: "Στα επτά τριάντα".
   "Πολλά είναι", είπε η Κατίνα.
   Τώρα ήρθε μια αποπληξία στο Μαρκάροφ. Η Κατίνα κούνησε τα βραχιόλια της. Της άρεσε αυτός ο ήχος.
   "Πέντε Τούρκοι μαζεμένοι", συνέχισε, "βγάζουν ένα μάσο μαχούλ μπάσμα (76). Ένα μάσο με τέσσερα. Άντε τέσσερα τριάντα. Κοντά τα μισά δηλαδή. Συμφέρει να μαζώξετε από τους Τούρκους", είπε προς τον κοντό. "Και για άλλον ένα λόγο", συνέχισε. "Ο σπόρος τους είναι σύμμικτος, και μέσα στα πατσάλια έχει και πρωτομάνες (77). Γιατί δεν έχουν τη σπιρτάδα να τις πουλήσουν χωριστά. Κι οι πρωτομάνες κάνουν χαρμάνι πολύ ανώτερο. Στο Κόμπανι (78) το προτιμούν έτοιμο ανάκατο, παρά να το ανακατεύουν οι ίδιοι".
   Στην κουβέντα προστέθηκαν κι άλλοι άντρες. Ένας καπνέμπορος δε, τη χαιρέτισε εγκάρδια.
   "Είστε η χήρα Σερμπέτογλου, κυρία Καραμάνου", της είπε. "Βέβαια! Με θυμάστε; Μου 'χατε πετάξει τα καπνά μου στα μούτρα", της είπε γελώντας. "Και δεν είχατε άδικο! Χάλια ήταν εκείνη τη χρονιά! Χα χα χα!"
   Τώρα γέλασαν όλοι με τούτον, που 'ταν χωρατατζής από τους λίγους.
   "Έχασε το ταμπάκ που το παρατήσατε", συνέχισε εκείνος.
   "Τον άντρα μου έχασα", είπε η Κατίνα, "όχι το κέφι μου για τα καπνά".
   Προχώρησε προς τη σάλα των χαρτιών. Σήμερα έπαιζε η καρακάξα με δυο κυρίους και, στο άλλο τραπέζι, η αδελφή της, λίγο χλομή, με άλλους τρεις.
   "Α!" έκανε η Κατίνα. "Σουιβί! Η αδυναμία μου!"
   Ένας κύριος προθυμοποιήθηκε να της παραχωρήσει τη θέση του στο τραπέζι. Στρογγυλοκάθισε κι έκανε νόημα στη μικρή να της φέρει τσάι. Θα 'παιζε αντίπαλη με την καρακάξα.
   Τα τρία πρώτα παιγνίδια ήταν εύκολα. Μετά η καρακάξα έκανε μια αλόγιστη αγορά, που της στοίχισε ακριβά. Μπήκε μέσα πολλές μπάζες. Τώρα, ήταν η σειρά της Κατίνας σε μια δύσκολη εκτέλεση. Για να βγάλει το κοντράτο της, έπρεπε να βρει τον ένα απ' τους τέσσερις ρηγάδες που έλειπε, τις δυο από τις τέσσερις ντάμες, και να αμπασάρει το λιμό σπαθί.
   Ο Σύριος στάθηκε πάνω από το κεφάλι της. Κάθε φορά που ακουγόταν στο δωμάτιο ένα συμβόλαιο γκραντ σλεμ, το ενδιαφέρον όλων γύρναγε προς τον εκτελεστή. Η Κατίνα κοίταξε το μόρτο κι έριξε μια ματιά στα χαρτιά των αντιπάλων της, που τα κρατούσαν στα χέρια.
   Μετά, χωρίς κανένα δισταγμό, στην αντάμ του δύο καρό, τράβηξε από το μόρτο τον άσο κι αντί να πιάσει τα ατού, ξελιμάρισε στις σόλιντ πίκες της τα καρά. Αμπασάρισε πολύ ομαλά την ντάμα σπαθί, κι όταν την κέρδισε, τράβηξε τις κούπες. Έβγαλε εφτά κούπες, σε τέσσερα λεπτά. Η πλήρης σιγή μέσα στη σάλα αντικαταστάθηκε τώρα με βαβούρα επεξηγήσεων.
   "... Ούτε μάισσα δε θα το 'βγαζε αυτό το κοντράτο", έκανε ο χωρατατζής, που δεν ανέπνεε κι αυτός, ώσπου να τελειώσει η παρτίδα. "Ούτε μάισσα", ξαναγέλασε. "Θα με παίξετε και μένα κάνα γιούνι (79), κυρία Καραμάνου, να πάρω το αίμα μου πίσω;"
   Αλλά η Κατίνα είχε τελειώσει με την κυρία και τη δεσποινίδα Βάρνικ.
   "Δεν είναι μάισσα", σκέφτηκε. "Τελείωσα. Πα' να φύγω".
   Η κυρία Καραμάνου δεν ξαναπάτησε στη Λέσχη από κείνη τη μέρα. Ό,τι τρίχες χρειαζόταν από όλους, τις είχε μαζέψει. Παρ' όλα αυτά, ακόμη δεν είχε λύσει το μυστήριο. Ποια έκαμε τα μάγια στο Σύριο; Θα τον είχε από κοντά.

   [...] Μεγάλη πέραση είχε η Έφεσος τον τελευταίο καιρό. Όλο κι έρχονταν ξένοι σπουδαίοι και τρανοί, να επισκεφτούν τα αρχαία. Και ξέρανε το καθένα καλύτερα από μας, που ζούσαμε δυο βήματα από κει.
   Ο Κωνσταντίνος ειδοποίησε πως την ερχόμενη εβδομάδα θα 'ρχόταν ένας σημαντικός ξένος για τις δουλειές του. Και έπρεπε οπωσδήποτε οι δουλειές μαζί του να κλείσουνε ειρηνικά, προς όφελος της καραμαναίικης τσέπης.
   "Εγγλέζος είναι', είπε ο Κωνσταντίνος. Και θα 'μενε εδώ. Θα τον φιλοξενούσαμε εμείς.
   Για τον υψηλό μουσαφίρη, άρχισαν οι ετοιμασίες. Πάστρες στα δωμάτια, πεσκίρια στα μπάνια και μοσχοσάπουνα, σεντόνια κεντητά. "Στα πράσινα δωμάτια", είπε η Ρόζα, "να τον βάλουμε". Γιατί από το πάνω ταρατσάκι, σαν έσκυβες κι έβαζες μάτι κι αυτί, τίποτα δε σου ξέφευγε από το μουσαφίρη. Κι η Ρόζα βάλθηκε να προπονηθεί στις επικύψεις, για να μη χάσει τη φόρμα της. Πληροφορία και λίρα τώρα. Είχε ανεβάσει το τίμημα.
   Ο Θεοφύλακτος, φίλος ξεφίλος, καραδοκούσε κι αυτός στη γωνία, να βουτήξει τον Εγγλέζο από μας. Καλεσμένο τον είχε κι αυτός, αλλά προλάβαμε εμείς. Ο ξένος θα διάλεγε ποιος από τους δυο θα έβαζε το πόδι του στους σιδηροδρόμους. Κι η εκμετάλλευση αυτή θα 'φερνε χιλιάδες γρόσια. Το καραμαναίικο θα τον περιποιόταν βασιλικά.
   Και ήρθε. Ένας άντρας ξανθοξερακιανός, ψηλός, εξαγιωμένος, ήρεμος στις κινήσεις, καλοταϊσμένος και καλομεγαλωμένος. Αμέσως καταλάβαινες πως ήταν ξένος. Έλειπε από το μάτι του η σπιρτάδα, από το είναι του η γρηγοράδα. Αν ήταν μόνο αυτό, καλά θα 'ταν τα πράγματα. Ένα αρσενικό κουμανταριζότανε. Αλλά αυτός αριβάρισε μετά της συζύγου του, λαίδης Τραμ, Τρουμ... κάτι. Αυτή μας χάλασε τα σχέδια.
   Ένα μήνα τώρα, σχεδιάζαμε με την Ευταλία να πάμε εξοχή. Και διαλέγαμε τα φουστάνια και διαλέγαμε τα μπαούλα και κάναμε πλάνα και ψώνια. Θα πηγαίναμε στο Οτέλ Μιραμάρε, στο γιαλί, όπου μαζεύεται όλη η αριστοκρατία της Σμύρνης. Ακόμη κι αυτοί που έχουν σπίτια παραθαλάσσια, με δικές τους προβλήτες για το μπάνιο, περνούν μερικές μέρες στο Οτέλ, να τους περιποιηθούν βασιλικά. Να δούνε κόσμο. Να τους δει ο κόσμος. Όλη η Ελληνική Λέσχη έρχεται εδώ. Αλλά και μερικοί από τους αστούς, που θέλουν να νταραβεριστούν το αρχοντιλίκι. Και τι λούσα που έχει αυτό το ξενοδοχείο! Και πολυέλαιους και βελούδα στα καναπέδια. Κόκκινα είναι τα καναπέδια. Τα δωμάτια έχουν θέα στον κόλπο και τη Σμύρνη. Και μερικά έχουν λουτρά ξεχωριστά, με χρυσά χερούλια. Οι καλοί πελάτες παίρνουν τα μπρος δωμάτια. Μερικοί το θεωρούν πολύ φυσικό, άλλοι το κοκορεύονται. Πόλεμος γίνεται για τα μπρος δωμάτια. Οι δευτεροκλασάτοι τα πίσω. Με την Ευταλία είχαμε κλείσει μπρος δωμάτιο, το δεκατρία.
   "Σ' το 'πα εγώ πως το δεκατρία είναι γρουσούζικο", γκρίνιαζε τώρα η Ευταλία. Το βράδυ μαζεύονται όλοι στο ντινέ, στην τραπεζαρία. Και το απόγιομα, κάτι σαν τα κεντινά (80), το οτέλ οργανώνει για τους παραθεριστές του τε ντανσάντ -έτσι τα λέει- στις τέσσερις και μισή, με τσάι, κουλουράκια και μουσική. Τόσο το απόγιομα, όσο και το βράδυ, δεν μπορείς να βάλεις το ίδιο φουστάνι δυο φορές. Έξι μπαούλα η καθεμιά μας είχαμε ετοιμάσει, με ρούχα και χρώματα καλοκαιρινά. Η Ευταλία έραψε και μαγιό -μαύρο φυσικά- και καμάρωνε για το σώμα της, που το κρατούσε σε τόσο καλή κατάσταση. Τον τελευταίο μήνα, φουσκάλες είχαν βγάλει τα χέρια της Λευκοθέας στο Μποτέ, από το να της το τρίβει με τις ώρες.
   "Και λίγο τα μπούτια, και λίγο πάλι τα μπούτια, και μην τσιγκουνεύεσαι, Λευκοθέα, το μαγιάρ (81)".
   Όλος ο μαχαλάς είχε μάθει πως το Μποτέ για λίγες μέρες θα κλείσει, γιατί η κυρία Ευταλία μετά της θυγατρός της, κόνας Κωνσταντίνου Καραμάνου του δευτέρου, θα παραθέριζαν εβδομάδες δύο, στο Οτέλ Μιραμάρε.
   Το τελευταίο όμως τηλεγράφημα του αριβάτου του Εγγλέζου έλεγε πως ο σερ τάδε θα συνοδεύεται από τη σύζυγό του, λαίδη δείνα, η οποία έρχεται με σκοπό την επίσκεψή της στην αρχαία Έφεσο. Και στην Έφεσο θα τη συνοδεύαμε εμείς. Διαταγή του Κωνσταντίνου, αυτή τη φορά. Η Ευταλία δεν ήθελε να πάει μόνη της στο Οτέλ. Αλλά πού λόγος να μείνει και στη Σμύρνη.
   "Πού να το 'ξερα, να της σπάσω το πόδι, πριν το αρίβο, να μείνει παρά τσι θείας της βασιλομήτορος τσι Αγγλίας".
   Έτσι, το δωμάτιο «δεκατρία» θα το επωφελείτο την πρώτη εβδομάδα η Φούλα, που της το πασάραμε σαν ευγενές δώρο από εμάς προς αυτήν. Κι εμείς θα πηγαίναμε με τη λαίδη -σκατά στα μούτρα της- στην Έφεσο, να δει τ' αρχαία. Και θα της είμαστε κι ευχάριστες.
   "Θεία Φούλα, σου χρωστάμε πολλά. Για να σε ευχαριστήσουμε, η μαμά κι εγώ, θέλουμε να δεχτείς αυτό το μικρό δώρο. Μια βδομάδα εξοχή στο Οτέλ Μιραμάρε, με όλα πληρωμένα. Σε μπροστινό δωμάτιο, φυσικά".
   Τώρα ήταν η σειρά του μαχαλά της Φούλας να ενημερωθεί πως η κυρία Φούλα Καρπίδου, θεία της κόνας Καραμάνου του δευτέρου, θα έλειπε για εβδομάδα μία, γιατί θα παραθέριζε στο Οτέλ Μιραμάρε του γιαλί, σε μπροστινό δωμάτιο φυσικά.
   Φύγανε για Αγιασουλούκ (82). Η Κατίνα, η Ευταλία και η λαίδη. Η Ευταλία επέμενε να πάρει μαζί της όλα τα μπαούλα που είχε ετοιμάσει για το Μιραμάρε. Κάποια της είχε πει στο μαχαλά πως όσο περισσότερα σεντούκια κουβαλάς τόσο μεγαλύτερη εντύπωση κάνεις και τόσο λαμπρότερα γεννοφάσκια έχεις. Και πήρε και μερικά παραπανίσια, που δεν είχαν τίποτα μέσα. Ένα ήταν φορτσέρι (83). Καλά, τελικά, που το πήρε, γιατί δε θα 'χαμε πού να βάλουμε το πτώμα.
   Η Έφεσος είχε πανδοχείον «εξαιρετικόν», την πανσιόν του κυρίου Καρπούζα. Αυτό ήταν όλο. Κι εκεί μας κράτησε δωμάτια ο Κωνσταντίνος. Για αντρική συνοδεία μάς έδωσε το Φίκια. Ο Φίκιας ήταν ζαβός, αλλά έμπιστος. Από παιδάκι ήτανε στα υποστατικά του αρχοντικού. Παιδομάζωμα των Καραμαναίων ή, μάλλον, της μάνας τους, που όπου έβλεπε δυστυχία τη στέγαζε στο σπίτι της, για ένα πιάτο φαΐ και μια γωνιά για ύπνο. Από δυστυχία και συμφορά προερχόταν κι ο Φίκιας, που τον βρήκανε μωρό στο γιαλό, παρατημένο ενός χρονού, να τρώει φύκια. Για μάνα του ήξερε τη μαγείρισσα. Για κυρά την Καραμάνισσα. Για σχολείο διάβασε το Αλφαβητάρι και πήγε παπαδοπαίδι. Από διασκέδαση είχε δει Καραγκιόζη στις αλάνες. Μετά, δουλειά στο αρχοντικό. Σκάλες, τριψίματα, νερό στα ζώα, κουζινοθελήματα. Κι αφού κανένας δεν τον πρόσεχε, παρά μεγάλωνε από μόνος του, έτρωγε κάτι πεσίματα με το κεφάλι, που τ' άνοιγε στα δύο σαν καρπούζι. Και κάποια στιγμή, ζάβιασε.
   Ακόλουθος της λαίδης εν Σμύρνα ο Φίκιας! Πώς θα μιλούσαμε μ' αυτήν; Παντομίμα.
   Ένα βιβλιαράκι «Πράκτις ιν ίνγκλις» στο βιβλιοπωλείο «Η Ελπίς» μας έμαθε μερικές λέξεις. Άι= εγώ, γιου= εσύ. Γκουντ μόρνινγκ, γκουντ νάιτ. Χάου ντου γιου ντου; Πλιζ του μιτ γιου. Περιμένοντας τη λαίδη, μελετούσαμε «πράκτις» με την Ευταλία. Η Ευταλία βαριότανε τη μόρφωση.
   "Μας χάλασε τις διακοπές η καρακαηδόνα!" νευρίαζε. "Το «δε μου απαυτώνεσαι» το γράφει; Πώς το λένε το «δε μου απαυτώνεσαι» αγγλιστί;"
   Η Ευταλία, όλα της ξίνιζαν στην αρχή, μετά περπατώντας στα αρχαία πέρασε τυχαία πάνω από ένα βοτάνι που το 'ψαχνε καιρό. Τούτο της έδωσε φτερά. Βρήκε ενδιαφέρον κι έπεσε με τα μούτρα να ανακαλύψει όλα τα βότανα της περιοχής.
   Το ξενοδοχείον του κυρίου Καρπούζα ήταν όπως ακριβώς φοβόμαστε. Και τα δωμάτια με κορέους και ψύλλους, και τα στρώματα με αρκετή υγρασία. "Οτέλ για σαλταμπίκους (84) και για λαίδες", έκανε η μάνα. 
   Ήμαστε στο δωμάτιο του πανδοχείου κι αλλάζαμε για το βραδινό φαγητό. Την ώρα που ετοιμαζόμαστε να κατεβούμε στη σάλα, ακούσαμε το πρώτο σφύριγμα.
   "Βγάλε, μάνα, τα φτερά από το κεφάλι σου, δε θα πάμε σε μπάλο".
   Η Ευταλία είχε ανοίξει τα μπαούλα κι έβγαζε τσαντάκια και καπελάκια και δοκίμαζε ποιο θα 'βαζε στο δείπνο.
   "Μου πάνε".
   "Δε σου πάνε".
   Κατέβασε το φτερό από ένα καπελάκι κίτρινο ψαθέ, ως το αυτί της, στρίβοντας το κεφάλι της απ' όλες τις μεριές για να το δει στον καθρέφτη.
   "Την είδες αυτήν, που το 'βαλε το χηνόφτερο πλαγιαστό στ' αυτί;"
   Ένα σφύριγμα. Ακούσαμε απ' έξω ένα σφύριγμα. Κάποιος απ' έξω σφύριζε. Και ένα σφύριγμα σε κάνει αμέσως να στήσεις αυτί. Με πολύ κόπο έχωνε η Ευταλία τους πισινούς της σ' ένα μεταξωτό κίτρινο φουστάνι της Κατίνας, με ντεκολτέ και δαντελίτσα γύρω γύρω. Αναπνοή αδύνατον να πάρει, αλλά αδύνατον και να πειστεί να το βγάλει από πάνω της. Της άρεσε. Κι άλλο σφύριγμα. Πήγαμε τώρα στο παράθυρο. Ήταν κάτω στην αυλή ένας άνθρωπος, που μόλις είδε τις μούρες μας στο πρεβάζι, έτρεξε να εξαφανιστεί. Και από την άλλη γωνιά της αυλής, βγήκε ο Φίκιας, να ψάξει να βρει το σφυρίζοντα. Λαγωνικό ο Φίκιας.
   "Μπρε Φίκια, συ σφυράς;"
   "Όσκε. Τούτος εδώ", έκανε ο Φίκιας κι έδειξε κατά τις πρασινάδες που ξαπλώνονταν τριγύρω από την πανσιόν. 
   "Ποιος τούτος;"
   "Ο ξένος", έκανε ο Φίκιας.
   "Πιασ' τον".
   "Ποιον;"
   "Τον ξένο που σφυράει".
   "Πάει αυτός τώρα, έφυγε", έκανε ο Φίκιας.
   Στο άλλο παράθυρο φάνηκε η λαίδη. Σα να μας φάνηκε λίγο χλομή. Η λαίδη ήταν χλωμή και στο φαγητό.
   "Φαγητό είν' αυτό;" η Ευταλία δεν άφηνε την γκρίνια. "Να σου δείξω εγώ πώς γίνεται το πιλάφι, κυρ ξενοδόχα της συμφοράς! Γκουντ; Γκουντ;" γύρισε με χαμόγελα στην Εγγλέζα.
   Στην τραπεζαρία έτρωγαν και μερικοί γερμανοί περιηγητές, μιλώντας τη γλώσσα τους, βαριά και σκληρά. Ο ένας ήταν αρχαιολόγος. "Χερ προφεσόρ" τον φωνάζανε οι λοιποί. Και ήταν κι ο γηραιότερος. Αρχαιολογία σκέτη. Είχε καταπλεύσει πολλές μέρες πριν και κουβαλούσε μια βιβλιοθήκη ολόκληρη, βιβλία και βιβλία, βαριά κι ασήκωτα. Μερικά από τα βιβλία δεν τα 'χε πάρει στην κάμαρή του, τα 'χε αφήσει στο μικρό σαλονάκι και τα διάβαζε μετά το φαγητό.
   Ο πανδοχέας ήρθε με τα προζέ.
   "Αύριο στις εφτά θα πάμε εκδρομή", είπε η Κατίνα με δυνατή φωνή στην Εγγλέζα.
   "Τι, κι άλλη εκδρομή!" αντέδρασε η Ευταλία. "Κι εδώ που φτάσαμε εκδρομή δεν είμαστε;"
   "Με τα γαϊδουράκια στην Έφεσο θα πάμε, άνε (85), πολύ θα το χαρεί η λαίδη".
   Ο πανδοχέας, πρωί πρωί, είχε φροντίσει να βρει τους γαϊδάρους, τους ανθρώπους που θα τους τραβούσαν.
   Στην Έφεσο, η λαίδη κάθισε σε μια πέτρα κι ονειρεύτηκε αρχαίους καιρούς. Έβγαλε μετά το πενάκι, να γράψει ένα ποίημα. Γι' αυτό είχε κουβαληθεί αυτή. Να εμπνευστεί ποιήματα.
   "Εδώ, μάνα", είπε η Κατίνα, που είχε πάρει ένα φυλλαδιάκι από το πανδοχείο, "ήταν ο ναός".
   "Τι ναός;"
   "Ο αρχαίος".
   "Α!" έκανε η Ευταλία. "Μεγάλη πόλη, όμως! Όλο μάρμαρα. Πολύ θα κρυώναν αυτοί μέσα στα μάρμαρα. Τα μάρμαρα είναι κρύα. Τι άραγε να καίγανε το χειμώνα για ζεστασιά; Και παράθυρα. Είχαν παράθυρα; Είχαν τζάμια αυτοί; Πώς κλείνανε τα παράθυρα;"
   Αλλά οι αρχαιολογικές ανησυχίες της τελείωσαν εκεί, όταν το πόδι της πάτησε, κατά λάθος, ένα φασουλάκο (86). Και ξεκίνησε με τα βότανα. Γέμισε τις τσέπες της ρίζες. Δεν είχε φροντίσει να φέρει μαζί της μαχαίρι, κι έσκαβε με τα χέρια. Την άλλη μέρα, που ξαναήρθαν στα αρχαία, πρώτη πρώτη περίμενε στους γαϊδάρους η Ευταλία. Με σκαλιστηράκι, με πανεράκι, με ποδιά, με κουτάκια, με κέφι. Μετά τα βότανα, έψαχνε τα ζωύφια.
   Η Κατίνα κάθισε σε μια μεριά κι ανάγνωζε το φυλλαδιάκι. Η λαίδη είχε ανέβει σε κάτι κολόνες κι ονειρευόταν πάλι. Ο προφεσόρ κι οι Γερμανοί μετρούσαν τις πέτρες. Άλλοι ξένοι περιδιάβαιναν τα αρχαία κι η Ευταλία έψαχνε μέσα στις πέτρες σκουλήκια. Κάτω από την αρχαία μαρμάρινη σκόνη ζει ο αρχαίος λούθηρος. Τούτο το σκουληκάκι είναι καφετί με δυο κεφάλια, ένα από μπρος, ένα από πίσω. Ποδαράκια δεν έχει. Ματάκια ούτε. Τούτον, αν τον βρεις, τον βάζεις σε μια γλάστρα μουσκεμένη και με το σάλιο του, αυτό που αφήνει σαν περνά, αλείφεις τα καλφούκια. Δεν υπάρχει καλύτερο από το σάλιο του λούθηρου, αν θες να ξεγανιάσεις τη γλώσσα της γειτόνισσας.
   Γύριζε ανάποδα τα μαρμαράκια που 'ταν πεσμένα καταγής. "Εχτές έριξε μια βροχή και θα βρω οπωσδήποτε". Αλλά έβρισκε όλα τ' άλλα εκτός απ' αυτόν. 
   "Βρωμοσκουλήκια μόνο", έλεγε. "Ούτε ένας λούθηρος".
   Σήκωσε μια κυρία που ξαπόσταζε καθισμένη πάνω σε μια πέτρα, για να την ψάξει κι αυτή, σαν της φάνηκε πως στα πόδια της είχε λίγα μούσκλια. Αυτά που τρέφεται ο σκώληκας. "Να, ένας". Τον δίπλωσε προσεκτικά σ' ένα φυλλαράκι χαρτί, του 'βαλε και λίγα μούσκλια για να τραφεί και τον έχωσε στην τσέπη. Συνέχισε να ψάχνει και την υπόλοιπη φαμίλια του.
   Ο Φίκιας πλησίασε την Κατίνα, πολύ ανήσυχος. Της έδειξε τη λαίδη, που εκείνη την ώρα είχε έναν οίστρο, είχε ανοίξει τα χέρια της διάπλατα και κοίταζε τον ουρανό. Απήγγελνε. 
   "Γράφει ποίημα. Της ήρθε η έμπνευση", του 'πε η Κατίνα.
   "Τώρα;" ρώτησε ο Φίκιας.
   "Ό,τι ώρα να 'ναι", είπε η Κατίνα. "Η έμπνευση όταν θέλει εκείνη σου 'ρχεται".
   Ο Φίκιας αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά, να το καλοσκεφτεί. Το απόγευμα, επιστρέψανε καταπεινασμένες στο πανδοχείο.
   "Όου! Όου!" έβγαλε στριγγλιές συγκρατημένες η Εγγλέζα. Της σηκώθηκαν τα πετσιά κι οι τρίχες. Ο λούθηρος της Ευταλίας είχε εμφανιστεί στο τραπεζομάντιλο κι έκοβε βόλτες δίπλα στα ψωμάκια.
   "Δεν είναι τίποτα! Το σκουλήκι είναι!"
   "Όου, όου!"
   "Ηρέμησέ τηνε π' ανάθεμά την, Κατίνα! Νάθινγκ, μαντάμ. Μόνο σκουλήκι. Λούτηρο. Όο, όο, καλό σκουλήκι!"
   Στο τραπέζι της γωνίας, ήρθε και κάθισε ένας άντρας ξένος. Ο σφυρίζων. Η λαίδη ανατρίχιασε.
   "Ποιος είναι αυτός; Τον ξέρεις;" φώναξε δυνατά η Ευταλία στην Εγγλέζα ρωμαίικα.
   "Μην ξεφωνίζεις, μάνα! Νομίζεις πως αν ουρλιάζεις θα σε καταλάβει;"
   Ο άνθρωπος είχε στρίψει και κοίταζε τη λαίδη. Έτρωγε το φαγητό του, και σε κάθε μπουκιά που σήκωνε το κεφάλι, κοίταζε τη λαίδη. Είχε ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Το βράδυ που πέσαμε να κοιμηθούμε, πάλι σφυρίγματα. Την επόμενη μέρα, η λαίδη ήταν ανήσυχη. Στα αρχαία, κοίταζε δεξιά της, κοίταζε αριστερά της, κοίταζε πίσω της. Η Κατίνα και η Ευταλία την πλησίασαν.
   "Τι συμβαίνει;"
   Είχε αφήσει τα καλαμάρια και δεν έγραφε τίποτε σήμερα.
   "Θες να σου πω εγώ ένα ποίημα από το χωριό, μπας και σου 'ρθει τίποτε;"
   Αλλά, το βράδυ, μας έκανε κάτι λαχτάρες! Κατά τις τρεις, χτύπησε την πόρτα και μας τράβηξε στο δωμάτιό της. Μας τραβούσε από τα χέρια. Ήταν ιδρωμένη και ταραγμένη, ως εκεί που δεν παίρνει. Την ακολουθήσαμε. Στο πάτωμα της κάμαρής της, πεσμένος μπρούμυτα ο σφυρίζων, κειτόταν ακίνητος.
   "I killed him".
   "Τι λέει τούτη;"
   "I killed him", ξανάπε η Εγγλέζα και σήκωσε το καντηλέρι, να μας κάνει την κίνηση του φονικού.
   "Τον καθάρισε, είπε".
   "Γιου; Γιου;" της έκανε η Ευταλία. "Μπουμ μπουμ αυτόν;"
   "Yes".
   Η Εγγλέζα έμεινε σα στήλη να μας κοιτά.
   "Ηβοί, τι πάθαμε! Αμ, δεν τους καθαρίζουν έτσι, κυρά μου! Ηβοί τι πάθαμε!"
   Την έπιασε από το μπράτσο και την κούνησε.
   "Άλλη φορά να μας το λες. Και θα τον ξεπαστρέβουμε όμορφα. Μπα π' ανάθεμά τηνε! Τι θα το κάνουμε τώρα το πτώμα;" 
   Τον είχε ταβλιάσει με το καντηλέρι. Κάτσανε κι οι τρεις στη σειρά στο κρεβάτι. Το πτώμα ήταν πεσμένο καταγής. Ακίνητο. Η λαίδη κοίταζε σα χαμένη. Μια που τον είχε μπροστά της η Ευταλία, έβγαλε το μαντίλι και του πήρε λίγο φονικό (87). Μπορούσαμε να τον κομματιάσουμε, να τον θάψουμε ή να τον κάψουμε. Αλλά όχι να το βγάλουμε στη φόρα. Εδώ ήταν Τουρκία. Πρώτα θα τον ξεφορτωνόμαστε και μετά θα ρωτούσαμε ποιος, τι, πού, γιατί. Η Κατίνα ντύθηκε πρόχειρα και ξύπνησε το Φίκια. Τον πήρε δυο δρόμους μακριά.
   "Φίκια, γκελ (88)! Σκάψε ένα λάκκο".
   "Τι λάκκο, κυρα-Κατίνα;"
   "Λάκκο μακρύ".
   "Να τον σκάψω αύριο;"
   "Να τον σκάψεις τώρα".
   "Πού να βρω τα φτυάρια;"
   Η Ευταλία, στο μεταξύ, έψαχνε το πτώμα. Άνοιξε τα σακάκια του, άνοιξε τα μπατζάκια του. Και στο πορτοφόλι του βρήκε γαλλικά λεφτά, τούρκικα λεφτά, δυο χαρτιά στα εγγλέζικα και μια φωτογραφία.
   Η φωτογραφία ήταν τραβηγμένη σ' ένα μπαλκόνι, που από κάτω φαινόταν μια μεγάλη παραλία, μακριά όσο φτάνει το μάτι σου. Όλη η παραλία είχε παρασόλια και κιόσκια.
   "Μωρέ, πού την έχω δει εγώ αυτή την παραλία, πού την έχω δει εγώ αυτή την παραλία;" αναρωτιόταν. 
   Στο μπαλκόνι, στεκόταν ο σφυρίζων αρκετά νεότερος και δίπλα του ήταν αυτή. Η λαίδη. Πολύ νέα την έδειχνε κι αυτήν η φωτογραφία, με λευκό παρασόλι, που το κρατούσε μπροστά της με τα δυο της χέρια, και καπέλο δαντελέ.
   Η λαίδη όρμηξε να της πάρει τη φωτογραφία από τα χέρια, αλλά η Ευταλία της έδωσε μια ξυλιά και εκείνη ξανακάθισε άπραγη. Τώρα άρχισε να κλαίει. Άρχισε να κλαίει με ουρλιαχτά.
   "Σους".
   Δε σταμάταγε. Η Ευταλία της έδωκε ένα χαστούκι.
   "Κάρναξε (89)! Θα ξυπνήσει ο Καρπούζας".
   Ήταν φανερό πως βρισκόταν σε κάποιο αδιέξοδο.
   Τρεις το πρωί κάναμε την κηδεία του.
   "Τι 'ν' τούτος; Μουσλίμ, εβραίος, κατολίκ, ορτοντόξ;"
   "Κάτολικ", είπε η λαίδη.
   Τον τυλίξανε σε σκούρα φουστάνια, να μη φαίνεται μες στη νύχτα, και πήραν το διάδρομο προς τις σκάλες. Θεός φυλάξοι, μη μας πάρει κανένα μάτι! Η Κατίνα κρατούσε τα πόδια, η Ευταλία το κεφάλι, η λαίδη στη μέση σήκωνε τα ψαχνά.
   Τα σκαλιά του πανδοχείου ήταν παλιά και τρίζανε. Στη σάλα, άναψε ένα φως, από τις κουζίνες. Μείνανε ακίνητες, χωρίς να αναπνέουν. Ήταν ο Φίκιας, που έψαχνε τα φτυάρια.
   "Α, να χαθείς, με κοψοχόλιασες!"
   "Θέλετε τίποτα, κυρα-Ευταλία;"
   "Πήγαινε να κοιμηθείς, Φίκια".
   Η Κατίνα πρόλαβε να κρυφτεί πίσω από τον μπερντέ της σιδερώτρας (90).
   "Έπαθε τίποτα η κυρα-Κατίνα;" ρώτησε ο Φίκιας κι έδειξε το πτώμα με τα φουστάνια.
   "Όχι, την πάμε ένα σουλάτσο, να πάρει αέρα".
   "Θα γράψει ποίμα;"
   "Ναι, τώρα της ήρθε".
   "Α, γιατί μου 'πε ο κυρ Κωνσταντίνος να την προσέχω".
   Γύρισε να φύγει επιτέλους, αλλά κοντοστάθηκε.
   "Κυρα-Ευταλία".
   "Τι;"
   "Κι εγώ ξέρω ένα ποίμα".
   Τρεις και σαράντα πέντε. Με τα χίλια ζόρια κουβαλήκαμε τον πεθαμένο στο λάκκο. Αλλά ο λάκκος, με το σκαλιστηράκι της Ευταλίας, δεν είχε γίνει και πολύ βαθύς. Ούτε το πόδι του δε χωρούσε να μπει, όχι ολόκληρο τούτο το κορμί! Πίσω πάλι στο πανδοχείο. Τέσσερις το πρωί τώρα. "Θα τον πετάξουμε στη θάλασσα. Κι όποιος τον βρει, να τον χαίρεται".
   Κατεβάσανε το μεγάλο μπαούλο της Ευταλίας και τον χώσαν μέσα. Στις πέντε, ξυπνήσανε το Φίκια από τον ύπνο, και του 'παν να καθίσει δίπλα στο μπαούλο, να φυλάει τα ποιήματα, μην έρθει κανείς. Ο Φίκιας αποκοιμήθηκε πάνω στο μπαούλο.
   Κατά τις έξι και μισή, εμφανίστηκε ο προφέσορας στο θυρωρείο, με ταξιδιωτικό κουστούμι, καπέλο, το παλτό στο χέρι. Έφευγε, με όλες του τις αποσκευές, για Γερμανία. Τα μπαγκάζια του θα φορτωνόντουσαν στο κάρο του πανδοχείου, να φύγουνε για το σταθμό. Κάθε μπαγκάζι είχε και μια ταμπέλα «Αλλεμάν» με γράμματα εγγλέζικα, το όνομα και τη διεύθυνση του προφέσορα. Ήταν ευκαιρία. Μόλις ο αχθοφόρος γύρισε να πάει να πάρει τα υπόλοιπα, τραβήξανε μια ταμπέλα από ένα βαλιτσάκι και την περάσανε στο μπαούλο με το πτώμα. Στα σβέλτα, αλλάξαν τα μπαούλα. Ο Φίκιας βοήθησε το φόρτωμα στο κάρο.
   "Πού πάνε τα ποίματα, κυρά;"
   "Τα πουλήσαμε στους Γερμανούς, Φίκια".
   Το κάρο έφυγε για το σταθμό. 
   Και στις εφτά, που ήρθαν οι γαϊδάροι, ήντουσαν έτοιμες για τα μάρμαρα, με μάτια κουκουβαγιέ. Την ώρα που ξεκινούσανε, έφευγε κι ο προφέσορας για Γερμανίες. 
   "Και τώρα λέγε".
   Καθίσανε τη λαίδη σ' ένα βραχάκι να τους αμολήσει τις αλήθειες.

   Γυρίσαμε στη Σμύρνη. Ποτέ δεν είχα νιώσει πιο όμορφα από την επιστροφή στη σιγουριά της κοινωνίας της Σμύρνης.
   "Πουλήσαν τα ποίματα στους Γερμανούς, αφεντικό", έπιασαν το Φίκια να διηγείται στον Κωνσταντίνο.
   Φτάσαμε στο Μιραμάρε την άλλη βδομάδα, με κάτι νεύρα! Κουρέλια είχαμε γίνει κι εμείς κι η λαίδη. Πού κέφι για διακοπές. Η λαίδη ακολούθησε κι αυτή. Όπου εμείς, κι αυτή. Ρούπι δεν το κουνούσε τώρα. Στο Μιραμάρε θα ερχόταν, μετά πάροδο τριών ημερών, κι ο Κωνσταντίνος με τον Εγγλέζο.
   Βρήκαμε τη Φούλα, όλο φρεσκάδες κι εμπειρίες, να επιμένει να διηγηθεί το καθετί. Ποιος ήταν, τι έτρωγε, με ποια κοιταζότανε. Η Φούλα είχε κρατήσει ημερολόγιο κι είχε κάνει εξαιρετικές γνωριμίες.
   Η εφημερίδα της Τετάρτης δεν ανέφερε κανένα φονικό. Η εφημερίδα της Παρασκευής δεν ανέφερε κανένα φονικό και κανένα γερμανό προφέσορα να 'χει οδηγηθεί στις φυλακές.
   Με την ατμόσφαιρα του οτέλ, όλα αυτά άρχισαν να γίνονται παρελθόν κι η επιθυμία για κέφι, ζωή κι ευχαρίστηση ξαναγύρισε σε όλες μας. Και πρώτα πρώτα στη λαίδη. Έδειχνε σαν το ψάρι που 'χε ξαναμπεί στα νερά του.
   Τώρα είχαμε γίνει φίλες και κάναμε λακιρντί. Σε ποια γλώσσα, αδιανόητον να παρακολουθήσει κανείς τις παρόλες μας. Αλλά εμείς καταλαβαινόμαστε. Και χαχανίζαμε παρέα, ξαπλωμένες στους ήλιους, στα μπάνια και στις σεζλόγκ. Είχε πει κάποτε η Ελένη, πως ένα κοινό παρελθόν δένει τους ανθρώπους, σα μια μαγεία. Και τη μαγεία αυτή ζούσαμε εκείνες τις μέρες με τη λαίδη.
   Η λαίδη ήταν πολλές γενιές πιο μπροστά από μας. Ο κόσμος τη χαιρετούσε, της μιλούσαν, κουβεντούλες, κι αυτή, προσκλήσεις για παραλίες, για τσαγιερά, για θέα από τα δωμάτια. Ποιος να φανταζόταν, σαν την έβλεπε, πως κάποτε στα ποταπά νιάτα της, ήταν η σύζυγος του σφυρίζων. Κι εκεί που ο σφυρίζων θεωρήθηκε από τις γαλλικές αρχές «ναυτικός πνιγείς σε ναυάγιο» νάτος πάλι, φρέσκος φρέσκος, να διεκδικήσει τα καλά της καλής του, που είχε ανέβει ψηλά τώρα, πολύ ψηλά. Πώς; Εκείνη μόνο ξέρει. Καθαρόαιμο, χωρίς σερτιφικάτα (91), σκλιτάδες (92) και φιρμάνια, που έπαιξε το παιχνίδι της, τυλίγοντας τον εαυτό της σε μανδύα εμπνευσμένης, λεπτεπίλεπτης καλλιτεχνικής φύσης, της ποίησης, της ευγενικής ψυχής, της αϋλότητας. Αυτή τη μούρη είχε επιλέξει εκείνη. Αυτή φαίνεται πως περνούσε στους Λονδρέζους. Και πέτυχε. Μπράβο της.
   Με την επιστροφή στο καραμαναίικο σπίτι, η Ευταλία έβγαλε μια κραυγή θριάμβου. 
   "Νάτην η παραλία! Μα, είπα κι εγώ! Δε με γελάει εμένα το μάτι μου! Κάπου την έχω δει". 
   Η ίδια παραλία της φωτογραφίας ήταν ζωγραφισμένη σε έναν πίνακα. Από κάτω, σε μια μπρούντζινη ταμπελίτσα, έγραφε: «Nice 1868».

   [...] Μεγάλη Παρασκευή το πρωί, τα κορίτσια είχαν βγει να μαζέψουν νεραντζόφυλλα και νεραντζοκορφάδες, για να πετάξουν στο «Ανάστα ο Θεός» στην πρώτη Ανάσταση. Με τη γεύση του θιάσιου (93) στο στόμα και με την τόση νηστεία, το στομάχι τους ανάδευε. Και ως την ώρα που θα περνούσε ο ζαγκότης (94) δε θα έτρωγαν τίποτε. Οι πολλές νεραντζιές φυτρώνανε στο Ρωμιομαχαλά, πέρα από το Ελληνικόν Παρθεναγωγείον κι απλώνονταν ως τους Αρμένηδες.
   Τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής μαζεύτηκαν για το γιο της Αντουανέτας στο μαχαλά της Αττάρτης. Η μάνα η Τούρκα κάθισε ανακούρκουδα στο χράμι, μπροστά στο μπρούντζινο χαμηλό τραπεζάκι. Η Ευταλία, νηστικιά κι αυτή μαζί με την Κατίνα, η Ισμάρ ανάμεσά τους. Δίπλα στην Κατίνα, ήρθε μια Τουρκάλα, που δεν έβγαλε το φερετζέ. Πέντε ψυχές. Η Ευταλία κοίταξε την Αττάρτη ερωτηματικά να της πει ποια είναι, αλλά εκείνη έκλεισε τα μάτια κι έκανε ένα σιωπηλό «ναι» με το κεφάλι σα να της πρόδιδε «Μη φοβάσαι... Αυτή είναι». Η Αττάρτη πήρε παράμερα την Κατίνα. Καθίσαν αγκαλιασμένες σε μια γωνιά, και τη μελέταγε μουρμουρώντας.
   Τα κεριά ανάβανε αρκετή ώρα τώρα και τα μάτια τους στα σκοτάδια είχαν συνηθίσει.
   Η Αττάρτη άρχισε να ψέλνει:
   "Χάουα, σσαμς, ντάουχαζ σσου μακταμπλάκ, σσου ζέϊκ σσου μακταμπλάκ μα μπι ρουχ καλέ γιετζέ. Χαλίνε σουφ  σσου χάι σιερ. Άτε ιλ κρούτε ι καλιμέτ. Νασίμπ σσου αντάκ ελέ. Σουμ χάμπλε. Νασίμπε νασίμπε λεμνί χαλίντ σουφ νασίμπε (95)".
   Η Κατίνα έκλεισε τα μάτια και μύρισε το λιβανάκι με βαθιά εισπνοή. Καθαρίζαν όλες τα μυαλά τους από τις έννοιες της ημέρας. Εικόνες διάσπαρτες, εικόνες ανάκατες περνάν μέσα από το κεφάλι σου, που πρέπει τώρα να σβήσουν. Βλέπεις τον άντρα σου, βλέπεις τον εαυτό σου παιδούλα, βλέπεις μελιτζάνες, τον απόπατο συνέχεια. Ο αφρίτης (96), έξω απ' εδώ, δε σ' αφήνει να ησυχάσεις, να 'ρθεις στα βασίλειά του εύκολα. Τόσο καιρό και δε μας έμαθε κι αυτός!
   Στο τραπέζι έκανε την εμφάνισή του ένα παμπάλαιο φύλλο με τη ζωγραφιά ενός νέου άντρα. Το βλέμμα του ήταν ήσυχο, φορούσε ρούχα βενετσιάνικα κι είχε μια καδένα στο λαιμό.
   Η Αττάρτη συνέχισε τις ψαλμωδίες, στην ίδια γλώσσα, αναφέροντας συνέχεια το όνομα του προφήτη. Έλεγε την ιστορία πως ο προφήτης πέθανε απόψε και πως άλλος προφήτης γεννιόταν. Η καινούργια Τούρκα άρχισε να σιγομουρμουράει τον ίδιο σκοπό με τη σειρά της. Τραγούδαγε γλυκά, βραχνά, αστρικά. Και τότε έβγαλε κάτι σκελετωμένα χέρια από τα ρούχα της και τα ακούμπησε πάνω στο τραπεζάκι. Μέσα στις παλάμες της φάνηκαν από δυο βόλοι γυαλιστεροί, αλειμμένοι με λάδι. Πλησίασε τα γυαλιά προς τα κεριά κι εκείνα πιάσαν φωτιά. Μια φοβιστική μαγεία είχε η στιγμή. Ένα θανατικό και μια συμπόνια. Ένας κόσμος άλλος. Με αυτή τη μαγεία είχε σκοπό, το δίχως άλλο, χίλια τόσα χρόνια τώρα να αλλοπάρει η χριστιανική θρησκεία τους πιστούς της. Τους ζάλιζε με τα λιβανιστήρια, τους ζάλιζε με τους ψαλμούς, αλλά τελικά κατάφερε να καταντήσει μόνο ένα εμπόριο. Δίσκος για τους φτωχούς, μεταλλίκια για τα κεριά και μπιχλιμπίδια στα καρότσια μπροστά στα πανηγύρια.
   Οι παλάμες της γυναίκας είχαν από μια φωτίτσα η καθεμιά. Αλλά εκείνη δεν καιγόταν. Χαιρόταν τη γλύκα της ζεστασιάς της φωτιάς, αλλά δεν καιγόταν. Τώρα έψελνε μόνη της αυτή, μιλώντας στο πουθενά.
   "Φως που πέρασες απ' αυτή τη γη, φως που γνώρισες αυτή την πλάση, που πόνεσες και χάρηκες, που γεύτηκες και σκόρπισες το κακό. Ψυχή που δεν πρόλαβες να λυτρωθείς, ψυχή που θέλεις να λυτρωθείς. Έλα σε μένα. Έλα να λύσεις το βάσανό σου. Έλα να σε βοηθήσω να λυτρωθείς. Έλα να σε βοηθήσω να ελευθερωθείς. Έλα να σε βοηθήσω να ησυχάσεις".
   Ακολούθησε μια παύση με μουρμουρητά κι ο ψαλμός επαναλήφθηκε.
  Ξαφνικά, ήρθε ένα ρεύμα. Ένιωσε η Ευταλία στην πλάτη της ένα ρίγος. Οι τρίχες στα χέρια της Αττάρτης είχαν σηκωθεί, αλλά τα μάτια της παρέμεναν ανοιχτά, κοιτώντας τη φωτιά χωρίς να κλείνουν. Πού να ταξίδευε τώρα; Περιέργως πώς, η Κατίνα είχε ακριβώς την ίδια έκφραση. Η καινούργια Τούρκα είχε την ίδια έκφραση. Η Ευταλία ένιωσε ξαφνικά μόνη. Ένιωσε πως είχε μείνει πίσω, μαζί με την Ισμάρ, που ανέπνεε αμίλητη στα αριστερά της. Ξανανατρίχιασε. Ρεύμα. Πιο δυνατό ρεύμα. Οι φλογίτσες κουνήθηκαν πάνω στα κεριά. Ταλαντεύτηκαν. Ξαναταλαντεύτηκαν, σαν κάποιος να τις φύσαγε. Η Ευταλία ξαναγύρισε στην πραγματικότητα και παρατηρούσε τώρα τι συμβαίνει γύρω της.
   Η πόρτα έτριξε για λίγο, αλλά τα μωρά της Ισμάρ δεν ήταν στο κατώφλι. Μόνη της έτριξε η πόρτα, χωρίς να τη σπρώξει κανείς! Της ήρθε μια ξινίλα που αναδεύτηκε από το άδειο στομάχι της. Το τραπεζάκι άρχισε να σπρώχνεται από τα δεξιά προς τα αριστερά κι από τα αριστερά προς τα δεξιά με ταλαντευτικές κινήσεις. "Ποιος το κουνάει το ρημάδι;" σκέφτηκε η Ευταλία κι έσκυψε να δει κάτω στα πόδια τους, που παρέμεναν όμως ακίνητα. Μόλις τελείωσε ο ψαλμός, έπεσε μια σιγή. Έπεσε κι ένα πιάτο τσίγκινο από το ράφι της κουζίνας στο πάτωμα. Η Ευταλία κοψοχολιάστηκε. Αλλά η Ισμάρ δίπλα της παρέμενε ατάραχα σιωπηλή. Έπεσε και δεύτερο πιάτο. Η καινούργια Τούρκα άρχισε να μιλάει με βαθιά φωνή. Ούτε μ' αυτήν που έψελνε, ούτε μ' αυτήν που σιγοντάριζε. Μίλησε αλλόκοτα, αργά, με πολύ κόπο. "Μπάλντε ου νταλά ναχάτ Σάουμε νταλά άλεφ (97)... " Μιλούσε στην Κατίνα. Η Αττάρτη πέρασε στο λαιμό της Κατίνας το χρυσό βαφτιστικό σταυρό του Μαρκ. Η Κατίνα της απαντούσε κι αυτή. Σε μερικές στιγμές μιλούσανε μαζί. Άλλη φωνή είχε κι αυτή.
   "Βαλθήκαν να με τρελάνουνε;" αναρωτήθηκε η Ευταλία.
   Δεν παρακολουθούσε τις στιχομυθίες, δεν κατείχε αυτή τη γλώσσα. Η φερετζωμένη πλησίασε τις παλάμες της στη ζωγραφιά του Βενετσιάνου κι εκείνη έπιασε φωτιά. Άρχισε να καίγεται. Σήκωσε εκείνη το φερετζέ, έβαλε τη μούρη της μέσα στις φλόγες και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Όλη η πιατοθήκη άρχισε να τρέμει κι η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Το ρεύμα έγινε δυνατό αερικό που σάρωσε απότομα το δωμάτιο κι οι φλόγες σβήσανε τελείως. Ο καπνός σηκώθηκε σε επιθετικό στρόβιλο. Το πάτωμα έτριζε με δονήσεις.
   "Σεισμός!" έκανε η Ευταλία. "Έλα, Χριστέ! Κάτι είναι εδώ. Κάποιος είναι εδώ μέσα". Πάγωσε το αίμα της. "Το παιδί μου! Με τι νταραβεριζόμαστε, Θε μου!"
   Η Κατίνα μιλούσε τώρα όπως ο Μαρκ. Με τη φωνή του Μαρκ. "Βόηθα με! Βόηθα με". Η Τούρκα αγκάλιασε την Κατίνα που έτρεμε, της άνοιξε το στόμα και φύσηξε μέσα αέρα από τα πνευμόνια της. Η ψυχή βρήκε σώμα να κατοικήσει κι η πλάση ηρέμησε.
   Την ίδια ώρα, ο Μαρκ στο κρεβάτι πετάχτηκε από τον ύπνο με πόνο τραγικό στα μάτια. Από τη μύτη του έτρεχε αίμα. Από τ' αυτιά του έτρεχε αίμα. Έβαλε ουρλιαχτά, στριγγλιές από τους πόνους κι έπεσε στο πάτωμα, κρατώντας το μυαλό του. Σηκώθηκε το νοσοκομείο στο πόδι.

   Την επόμενη ημέρα η Κατίνα πήγε στο Μαρκ. Τον είχαν καθισμένο και μπανταρισμένο σε μια κουνιστή, δίπλα στο παράθυρο, απ' όπου έμπαινε λίγος ηλιάκος. Το κεφάλι του είχε γείρει στον ώμο του, τα μάτια του ήταν κλειστά. Όπως και των πεθαμένων. Τίποτα δεν είχε μέσα στο κεφάλι του. Τώρα θα γέμιζε από την αρχή. Με αυτά που θα του προσφέρανε. 
   Πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και το παιδί άνοιξε τα μάτια του. Κάρφωσε τα δικά της στο χαμένο βλέμμα του κι έμειναν έτσι για πολλή ώρα. Πολλή ώρα. Η Κατίνα μουρμούραγε. 
   "Τώρα γεννιέσαι από την αρχή. Τώρα έχεις το νου του σωτήρα σου. Τώρα γεννιέσαι, καλώς όρισες. Το χέρι σου θα πάρει τη δύναμη του λίβα. Το βλέμμα σου θα βλέπει τις ομορφιές".
   Τα μυαλά τους, που ήταν ενωμένα με μια φωτεινή κλωστούλα, μιλούσαν. Του άνοιξε το στόμα και φύσηξε μέσα στο λαρύγγι του αέρα από τα πνευμόνια της. Μια νέα ζωή ξεκίναγε. Μια ζωή που είχε ξαναζήσει και παλιά. Μια κατεστραμμένη ζωή. Μια πονεμένη ζωή. Για την απρόσμενη τελευταία της ευκαιρία. Του πέρασε στο λαιμό το βαφτιστικό του σταυρό κι έφυγε. 
   Δώσαν την τρέλα του σε ψυχή πεθαμένη, να αναπαυτεί κι αυτή, κάνοντας ένα καλό στο γήινο κόσμο, που έζησε και βασάνισε, πράγμα που δεν πρόφτασε να κάνει στο εδώ ταξίδι της. Λυτρώθηκε ο ένας, λευτερώθηκε ο άλλος.
   Δυο βδομάδες έμεινε ο Μαρκ ακίνητος στην ίδια αυτή θέση, γυρτός στην κουνιστή, δίπλα στο παράθυρο. Και ξύπνησε ένα πρωί και ζήτησε γάλα και πορτοκαλάδα. Ήταν ήρεμος, πρόσχαρος, ξανανιωμένος.
   Όταν ήρθε η μάνα του να τον επισκεφτεί, την αγκάλιασε με λατρεία και τη ρωτούσε για τη γιαγιά, τον παππού, το σπίτι τους. Όπως ένας ταξιδεμένος μιλά με λαχτάρα για τα ξενιτεμένα του. Αγκαλιασμένοι πέρασαν όλο το απόγευμα κι ο Μαρκ έκανε σχέδια για τη ζωή. Της ζήτησε πινέλα και καβαλέτα. Του τα πήγε. Οι γιατροί αραίωσαν τα φάρμακα, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν τι συμβαίνει. Η ανάρρωσή του ήταν ραγδαία. Τον πήραν σπίτι. Ο Μαρκ πέρασε από τη σάλα και χάζευε τα μόμπιλα, τα χαλιά, χάιδευε τις καρέκλες. Λούσα και χρώματα οικεία, που τόσο καιρό είχε στερηθεί στα σπιτάλια (98). Ένα γατάκι νιαούρισε στην κουζίνα κι ο Μαρκ του χαμογέλασε και του 'βαλε λίγο γάλα σ' ένα πιατάκι. 
   Μιλούσε, έτρωγε, κοιμόταν, σαν όλους τους ανθρώπους. Η μάνα του κι ο πατέρας του κλαίγανε με λυγμούς χαράς. Η γονική καρδιά καταλάβαινε πως αυτή τη φορά δε γελιόταν. Το παιδί τους ήταν καλά. Το πρώτο έργο που ζωγράφισε ο Μαρκ ήταν το πολτρέτο ενός άντρα νεαρής ηλικίας, με ρούχα βενετσιάνικα. Ένα αριστουργηματικό έργο. 
   Μήνες περάσανε. Σ' αυτό που δινόταν με πάθος ήταν η ζωγραφική. Πήγαινε στους αγρούς και ζωγράφιζε τοπία με παπαρούνες και σπιτάκια χαμένα μες στη φύση. Πήγαινε στις θάλασσες και τις αποτύπωνε, γαλήνιες, στα χρυσαφένια γιόματα.
   Ζωγράφισε μια κοπέλα, με ξανθά μαλλιά, που τις πλούσιες μπούκλες της στερέωναν δυο λαμπρές σειρές μαργαριτάρια, με μάτια γαλάζια, και χέρια λευκά σαν τα κρίνα. Ζωγράφισε την ίδια κοπέλα, τη μέρα του γάμου της, με μια λύπη φανερή στο πρόσωπό της. Ζωγράφισε την ίδια κοπέλα στο νεκροκρέβατο, που το φώτιζε ένα μόνο κερί. Στο άψυχο χέρι της δίπλα ήταν πεσμένο ένα φιλντισένιο μπουκαλάκι. Στα πόδια της έκλαιγε μετανιωμένος ένας νέος με ρούχα βενετσιάνικα, ακριβά. Και κάτω κάτω, παντού, έβαζε το όνομά του: Σάλβε Μοριάνι, 1638.
   Στην τελευταία του επίσκεψη, ο γιατρός ανακοίνωσε στους γονείς πως το παιδί τους ήταν εντελώς καλά. Και άνοιξε όλα τα βιβλία του απορημένος, να ξαναμελετήσει το πώς και το γιατί.
  

Μεϊμαρίδη Μάρα, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2002

Σημειώσεις:
(1) αυλή: χολ     
(2) πέρδικες γκρέκες: ράτσα πέρδικας     
(3) Άμε στα τσακίδια!       
(4) σικίς: το γαμήσι       
(5) ντουγιούμ (και μουγιούμ): μάγια. Σαράντα κόμποι μελετημένοι την ώρα που κυκλώνει το φεγγάρι.     
(6) νταρνταγάνι: βοτάνι με δύναμη να διαλύει σπιτικά.       
(7) Άντε κουνήσου!     
(8) ζουρνάλι: φιγουρίνι, περιοδικό μόδας      
(9) αμόντε: στράφι, μάταια, χαράμι       
(10) σεβγκιλού: η ερωμένη       
(11) βλόγες: ο γάμος (η ευλογία)      
(12) κανονέδες: διπλές πτυχώσεις      
(13) μιγκράνα: ημικρανία      
(14) αμπασαντόρισσα: η σύζυγος του πρέσβη 
(15) Γιουνάνες: Ρωμιές 
(16) βούλβα: η έμμηνος ρύση 
(17) Γιε μου, γιε μου, φτωχό μου παιδί.
(18) Καθίστε, παρακαλώ. 
(19) Σωστά! Έτσι είναι. 
(20) Θεέ μου! 
(21) Φυσικά. 
(22) Eγώ; 
(23) ανλαστίκ: σύμφωνοι 
(24) Στο Κάιρο. 
(25) μπουζουριάστε: χλαπακιάστε, φάτε 
(26) καλτάκα: βρόμα, βρομιάρα
(27) Kόψτε το κρέας. 
(28) ντουέντε: έμφυτο ταλέντο 
(29) Καρότα τριμμένα και αγγούρια. 
(30) εντουκασιόν: μόρφωση  
(31) ζαμπίτης: αυταρχικός σκύλος (μετφ.) 
(32) μπουγιουμιάζω: δένω με μάγια 
(33) αφιόνι: όπιο (μεταφ.: θύμωσε πάρα πολύ 
(34) σαντριέ: τασάκι 
(35) κουκουληθρένιο: μεταξωτό 
(36) ισκαμπίλ: τα χαρτιά της τράπουλας 
(37) ισκελέ: αποβάθρα 
(38) τζιέρια: τα σπλάχνα, εντόσθια, συκωταριές 
(39) βιδελίσιο: παπούτσι από δέρμα μοσχαριού 
(40) πουτί: μουνί 
(41) Δεν είναι δυνατόν! 
(42) μπουγιούμ: ξόρκια, μάγια 
(43) μυγιόποφτο: ακαθαρσία μύγας 
(44) νόβια: η καινούργια, η νέα γυναίκα
(45) κεχαγιάς: ο επιστάτης 
(46) γιαβάσικο ποτάμι: σιγανό ποταμάκι 
(47) ταβανοκάμαρη: σοφίτα 
(48) καλαιντέρνω: παρακολουθώ 
(49) σοζλεσμέδες: συμβόλαια 
(50) κλέφια: εσωτερικές μαξιλαροθήκες 
(51) Ηβοί!: Αλίμονο! 
(52) σπιρτάδες: εξυπνάδες 
(53) κρεπάρω: έχω σκάσει 
(54) τσούρτος: είδος ψαρέματος 
(55) σεμιζέτα: γυναικείο πουκάμισο 
(56) λάστιχα: γαλότσες 
(57) προβέτζα: ραγδαία βροχή 
(58) τέλια: αραιό συρματόπλεγμα από χοντρό σίδερο 
(59) σαλτσισότα: αλλαντικά 
(60) σπέντζικια: μικροκαμωμένη 
(61) πολιφάδι: μικροκαμωμένη 
(62) ρετσέλι: γλυκό του κουταλιού 
(63) σεκέρ λουκούμια: κουραμπιέδες 
(64) σουφρίρω: υποφέρω 
(65) τζιβελούδικα: ναζιάρικα 
(66) κρυονίνα: σαχλή, κρυόκωλη 
(67) φατόρα: σερβιτόρα, υπηρέτρια 
(68) κόνα: κυρά 
(69) φόκος: τζάκι 
(70) χάγια: αρχίδια 
(71) αντρεσόλι: καμαράκι χαμηλοτάβανο στα μισά της σκάλας, για το προσωπικό 
(72) μπουμπάρια: ψεύτικες πλεξίδες στα μαλλιά 
(73) κομισέρης ή κομισάριος: λεγόταν αυτός που υποδεχόταν τις ντάμες στους χορούς, κυρίως των λεσχών, αλλά και ο διοικητής αστυνομικού τμήματος 
(74) πατσάλια: ποιότητα καπνού 
(75) μάσο: 25 οκάδες σε 4 δέματα 
(76) μαχούλ μπάσμα: η πρώτη ποιότητα στα πατσάλια 
(77) πρωτομάνες: ανώτερη ποιότητα καπνού 
(78) Κόμπανι: American Tobacco Co. 
(79) γιούνι: παρτίδα, παιχνίδι 
(80) κεντινά: απογευματινά καλέσματα των γυναικών στη Σμύρνη για γλυκά, εργόχειρο και κουτσομπολιό 
(81) μαγιάρ: αλοιφή που συσφίγγει το σώμα 
(82) Αγιασουλούκ: Έφεσος 
(83) φορτσέρι: μεγάλο μπαούλο. 
(84) σαλταμπίκος: έντομο μαύρο που κάνει πηδήματα 
(85) άνε, άνα: μάνα, μαμά 
(86) φασουλάκος: βοτάνι της αναπαραγωγής. Ο μοβ φασουλάκος είναι το λεγόμενο σερνικοβότανο. 
(87) φονικό: αίμα αδικοσκοτωμένου 
(88) γκελ: έλα 
(89) κάρναξε: σκάσε, βούλωσ' το 
(90) σιδερώτρα: μικρό δωμάτιο στη σκάλα. Σιδερωτήριο 
(91) σερτιφικάτα: πιστοποιητικά 
(92) σκλιτάδες: γενεαλογικά δέντρα 
(93) θιάσιο: ρόφημα από αμύγδαλα στις κηδείες, ποτό της Μ. Παρασκευής 
(94) ζαγκότης: αυτός που τις νύχτες των Χριστουγέννων και του Πάσχα χτυπούσε τις πόρτες των χριστιανών για να πάνε στην εκκλησία 
(95) ... Αέρας, ήλιος, τύχη και ριζικό της μοίρας τα γραμμένα, της μοίρας τα γινόμενα, αυτά που γράφουν και δεν ξεγράφουν, αυτά που θα 'ρθουν και θε να 'ρθουν, αυτά που μου ορίζονται θε να 'ρθουν, δώσε στα μάτια μου το φως, δώσε τα σημάδια σας στις λέξεις. Μοίρα μου καλομοίρα μου, τι μου 'χεις τα κρυμμένα. Μοίρα μου καλομοίρα μου φανέρωσ' τα εμένα. 
(96) αφρίτης: ο διάβολος, ο δαίμονας 
(97) Εδώ στα πύρινα έχουμε έναν βασανισμένο. Ενός βασανισμένου το αερικό πάρε. 
(98) σπιτάλι: νοσοκομείο, κλινική 

Δεν υπάρχουν σχόλια: