Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

[ΟΙ ΦΙΛΕΣ]


Άρια - Άνοιξη 2015
   Οι όγκοι των πραγμάτων τη φοβίζουν όταν πέφτει το λυκόφως. Η Άρια δεν έχει διευκρινίσει αν την αναστατώνει το γεμάτο σπίτι ή αν πρόκειται για τις σκιές  αυτού του φορτίου, που, σαν πάρει να βραδιάσει, μεταμορφώνονται σε φαντάσματα του βιωμένου χρόνου. Αποκολλώνται από τον γήινο εαυτό  και μετουσιώνονται σε φάσματα  ταξιδιών και ονείρων. Ταξίδια που δεν πραγματοποιήθηκαν και όνειρα που έμειναν ευσεβείς πόθοι. Όπως εκείνος ο παλιός καημός να ταξιδέψει στην Ινδία, που εν τέλει εκτονώθηκε με αγορές στα Indian Bazaar. Αλλά και όσα βίωσε μοιάζουν σαν να μην τα έζησε η ίδια. Θαρρείς και ένας άγνωστος κουκλοπαίκτης κινεί τα νήματα της ύπαρξής της.
   Ασφυκτικά γεμάτο είναι και το υπόγειο του σπιτιού. Οι ντάνες από τα περιοδικά και τις εφημερίδες, τα τιγκαρισμένα κασόνια, οι βαλίτσες και τα ξέχειλα ράφια περιμένουν χρόνια το ξεσκαρτάρισμα. Ακόμα και μια εξάδα πολυθρόνες σκηνοθέτη -άθικτες μέχρι σήμερα- πιάνουν κι αυτές το χώρο τους, προσμένοντας κάπου να φανούν χρήσιμες. Ούτε θυμάται πια για ποιο λόγο τις είχε αγοράσει. Ίσως να τις βρήκε φτηνές ή ίσως, πάλι, έτσι απλώς για ψυχοθεραπεία. Όταν έπεφτε στο βάραθρο της θλίψης, κατέφευγε στην κατανάλωση, και αυτό επενεργούσε στην ψυχή της ευεργετικά, έστω και προσωρινά, ή μάλλον χιμαιρικά. Τις αχρησιμοποίητες πολυθρόνες θα μπορούσε να τις είχε εκποιήσει. Αλλά και πόσο να πιάσουν; Γεμάτος είναι ο τόπος από δαύτες, και πάμφθηνες. Θα έπρεπε να τις δωρίσει, όμως διαρκώς το αναβάλλει, και μένουν οι πολυθρόνες κλειστές, τυλιγμένες στα σάβανα, μέχρι να έρθει κάποια συγκυρία για να τις ξεφορτωθεί.
   Κάθε φορά που αποφασίζει να κατέβει στο υπόγειο, περιπλανιέται άσκοπα ανάμεσα στα τεκμήρια του παρελθόντος χρόνου. Τη μια δεν την αφήνει η συγκίνηση των αναμνήσεων, την άλλη η ψευδαίσθηση ότι το καθετί κάπου θα μπορούσε να της χρησιμεύσει, βρίσκοντας συνέχεια προσχήματα ώστε να μεταθέτει την άχαρη δουλειά για το προσεχές μέλλον. Μένει όμως εκεί για ώρες, συνομιλώντας με τα αντικείμενα. Ό,τι έζησε, προβάλλει θαμπό μέσα από την άχνα της μνήμης και μπλέκεται ανάμεσα στα πραγματικά γεγονότα και όσα εικάζει ή παραποιεί, δημιουργώντας ένα αφήγημα ζωής λιγότερο οδυνηρό.

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

[ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΑΓΙΚΗ]

 

  Στο μάρμαρο του ημιτραπεζίου, ανάμεσα σε διάφορα διακοσμητικά αντικείμενα, μικροσκοπικά το πλείστον, όπως ένας γυάλινος σαλίγκαρος, μια ασημένια ταμπακιέρα, μια φοντανιέρα, κρυστάλλινη αυτή, ένα λιλιπούτιο βάζο οπάλινο, βρισκόταν τότε και μια φωτογραφία του Πάνου, του γαμπρού μου, της Αριστέας μας τον σύζυγο εννοώ και πατέρα έξι θυγατέρων με πρωτότοκη τη Βενετία και υστερότοκη την Πολυτίμη. Οι άλλες ήσαν κατά σειράν η Φρόσω, η Ελπίδα, η Μαργαρίτα και η Κυριακή. Όλες, πλην της Βενετίας, εν ζωή και με οικογένειες πολυμελείς. Καλοπαντρεμένες μάλιστα και με μοσχαναθρεμμένα παιδιά. Δυστυχώς η ανιψιά μου βιάστηκε πολύ να κλείσει τα υπέροχα μάτια της Γοργόνας, γεγονός με το οποίο ακόμη και σήμερα δεν έχω ακόμη συμβιβασθεί. Της είχα αδυναμία. Τι λέω! Θρυμματιζόταν η ψυχή μου γι' αυτήν. Η Βενετία αντιπροσώπευε για μένα το παιδί που δεν απέκτησα, τα όνειρα που δεν μου ευοδώθηκαν, τα κουράγια που δεν μου δόθηκαν, την ομορφιά που με είχε προσπεράσει. Αλίμονο χαμένα εδώ και καιρό αυτά, αρπαγμένα για άλλες, άγνωστες τοποθεσίες.
   Ο Πάνος στη φωτογραφία δεν γελά. Δεν χαμογελά καν ως είθισται σε ανθρώπους ταξιδιάρηδες που ποζάρουν με σκοπό την αποστολή της φωτογραφίας στην οικογένεια που ζει με το όνομα του ξενιτεμένου στα χείλη της. Εικάζω ότι ζορίστηκε έτσι όπως τον στρίμωξαν τα περιστέρια που σκαρφαλώνουν στους ώμους, στα μπράτσα, ακόμη και στα ποδήματά του, και δείχνουν να φτεροκοπούν αδιάκοπα τριγύρω του. Ο Πάνος δεν χαμογελά με όλα τούτα τα ενοχλητικά πουλιά που τον κυκλώνουν, αλλά τα μάτια του είναι κι εδώ, όπως πάντα, πολύ ικανά στο διάλογο. Μάτια χειμαρρώδη θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κάποιος εάν ο χείμαρρος κατρακυλούσε σκορπώντας και ανασαιμιές αισθημάτων. Α, ναι, αισθηματίας ο γαμπρός μου, άνθρωπος με ευαισθησίες, ευσυγκίνητος. Είναι δε απορίας άξιον πώς τόσα χρόνια η σκληρή, όπως και να το κάνεις, και στερημένη ζωή του θαλασσινού δεν κατάφερε να τον τραχύνει. Αντιθέτως, όλο και πιο ήπιος και αγαπητερός γινόταν, να 'ναι καλά, Παναγιά μου, εκεί στην Κρεμαστή όπου κατοικεί τώρα με την Αριστέα μας, στο πέτρινο σπίτι που κατέχει η οικογένειά του πάππου προς πάππου. Και, α, ναι, μπορεί να είναι ευφραδή τα μάτια του, αλλά ετούτη η ευφράδεια μολογεί μόνο την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, μα συνήθως είναι αλήθεια για καλοκάρδισμα. Πώς αλλιώς; Περιβόλι θαλερό το μέσα του όλο του Πάνου, ασχέτως ότι κάποτε κάποτε το μαραγκιάζει μια ξεραΐλα έκτοτε. Μετά το συμβάν της Βενετίας μας εννοώ.
   Μ' ετούτα τα μεγάλα και καθαρά μάτια μάς κοιτά από τη φωτογραφία και οπωσδήποτε μας μιλά και μας λέει με τον ήσυχο, μειλίχιο τρόπο του για πεθυμιές και αναμονές, για ανταμώματα και αγάπες και για τη μοναξιά και το παράπονο του ναυτικού. Φορεί κοστούμι με σακάκι σταυρωτό και παπούτσια τόσο προσεκτικά στιλβωμένα ώστε θαρρείς και είναι λουστρίνια. Αν είναι δυνατόν. Φρεσκοκουρεμένος, γι' αυτό και ολίγο πιο παχουλό το πρόσωπό του. Στο δεξιό του χέρι βαστά μια τσάντα μεγάλη, χάρτινη, «Donatella di Rialto», γράφει επάνω, προφανώς η φίρμα του καταστήματος από όπου προμηθεύτηκε το πανωφόρι της Αριστέας μας. Μα και η φωτογραφία φέρει επιγραφή, «Venezia» είναι τυπωμένο κάτω δεξιά με ωραίους λεπτούς χαρακτήρες, και κοίτα, εκείνη την ημέρα ο Πάνος είχε να κάνει με τρεις Βενετίες, η μία ήταν η πόλη όπου περπατούσε και που στη μεγάλη πλατεία της εστάθμευσε να φωτογραφηθεί, μιλώ για την περίφημη πλατεία του Αγίου Μάρκου, εξ ου και τα αναρίθμητα περιστέρια. Τις άλλες δυο τις είχε κατά νου, τη μάνα του, τη συμπεθέρα Βενετία, συχωρεμένη εδώ και μια δεκαετία, και την κορούλα του, τη Βενετία μου, τότε τετράχρονη, ρόδινη και ζαχαρένια, ένα κοριτσάκι ευτυχισμένο και καλότροπο και με τα μάτια του της Γοργόνας ακύμαντα ακόμη.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

[ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ


Βενετία,
το έτος 6967 από κτίσεως κόσμου (1) 
 
   Στη Βενετία που ζούσαμε, ύστερα από το κακό που μας βρήκε, είχαμε χρόνια να γιορτάσουμε ένα ευχάριστο γεγονός μετά τη γέννηση της Ευδοκίας, της κόρης της Μαρίας μας, που εδώ τη φωνάζαμε Πουλχερία, γιατί είχε αφιερωθεί στον Θεό. Ούτε την ανάσταση του μικρού μας αδελφού γιορτάσαμε, από τον φόβο μήπως τον ανακαλύψει ο σουλτάνος. Τον γάμο του όμως με την Ζαμπέτα, όσο κι αν δυσανασχετούσε η Άννα μας, ήμασταν όλοι οι υπόλοιποι αποφασισμένοι να τον γιορτάσουμε σαν να 'μασταν στην πατρίδα. Η ίδια η Ζαμπέτα ήταν ξετρελαμένη με τις ετοιμασίες. Μάλιστα είχε φέρει από την Ισπανία καμιά εικοσαριά φαρδέλα ολόλευκης υπέροχης δαντέλας, που θα 'φτανε όχι μόνο για κείνην, αλλά για όλες μας.
   Μόλις είχαμε επιστρέψει από το ταξίδι μας στην Ισπανία, στην αυλή του βασιλιά Αλφόνσου, όπου συζητήσαμε, ο Ιάκωβος δηλαδή κι η Άννα μας, άλλη μια φορά για τη σταυροφορία κατά των απίστων. Ήταν εκεί όλοι όσοι φοβούνταν το ισλάμ, όπως το έλεγαν. Γάλλοι, Ούγγροι, Γερμανοί, Ιταλοί, εκπρόσωποι των Αλβανών, των Βουλγάρων, των Σέρβων, ο απεσταλμένος του πάπα, οι Βενετοί, οι Τζενοβέζοι, εμείς, σχεδόν όλοι οι χριστιανοί του κόσμου. Εμείς δεν ήμασταν βέβαια εκεί σαν χώρα, αφού χώρα δεν υπήρχε πια· ήμασταν σαν... λεφτά. Ο πάπας, που φοβόταν πιο πολύ απ' όλους μήπως εξισλαμιστεί όλη η Ευρώπη και μείνει χωρίς ποίμνιο, μάζευε με όποιον τρόπο μπορούσε λεφτά για τη μεγάλη σταυροφορία που ονειρευόταν, πουλώντας ακόμη και συγχωροχάρτια ταχυδρομικά, αν και δεν είχε το δικαίωμα πια, αφού το ιωβηλαίο είχε τελειώσει εδώ και εννιά χρόνια. Φυσικά οι πρώτοι που απευθύνθηκε για χρήματα ήμασταν εμείς, η Άννα μας δηλαδή. Ε, δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε, όπως δεν αρνιόμασταν ποτέ σε κανέναν, ούτε στον Βλαστό, που είχε ξεκινήσει με τον ξάδελφό του τον Σήφη εκείνη την επανάσταση στην Κρήτη που πνίγηκε στο αίμα -δεν θυμάμαι αν το 'γραψα κιόλας- και σκότωσαν οι Βενετσιάνοι τον Σήφη και τον ίδιο τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν. Δίκιο δεν είχε ο Ιάκωβος που έλεγε να μην την ξεκινήσουμε; Όλοι εκ των υστέρων τον εκτίμησαν γι' αυτή τη σωφροσύνη του, μόνον αυτόν ακούγαμε σαν οικογένεια πια κι ας μας τρόμαζε το παραμορφωμένο σώμα του. Ο Καπνίσης κι ο Συρόπουλος κι όλοι οι άλλοι, ακόμη κι ο Βησσαρίων, μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Αλλά κι οι φίλοι κι οι γνωστοί μας έλεγαν «Να ρωτήσουμε τον Νοταρά» -δεν τον έλεγαν Ιάκωβο, αλλά Νοταρά, όπως τον πατέρα. Σαν να 'ταν ο πατέρας, αλλά πιο μικρός.